Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2015

ΟΙ ΕΠΙΦΥΛΛΙΔΕΣ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΑΡΒΟΥΝΗ ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΠΡΩΙΑ (1931-1933)



 Ανακοίνωση στο "Συνέδριο για την πολιτιστική κληρονομιά των Ιονίων Νήσων",
 που διοργάνωσε ο Δήμος Αργοστολιού στο Αργοστόλι, 11-14 Δεκ. 2008.
Δημοσιεύτηκε στα Πρακτικά του Συνεδρίου, τ. Β΄, Ανθολογία Ιονίου Λογοτεχνίας, σσ. 17-23.


Ο Νίκος Καρβούνης (1880-1947)[1], γεννημένος  στην Ιθάκη, αλλά μεγαλωμένος στη Ρουμανία, όπου ο πατέρας του είχε τις εμπορικές του επιχειρήσεις πήρε πλούσια μόρφωση λόγω της οικογενειακής οικονομικής ευρωστίας. Ερχόμενος στην Ελλάδα  το 1903, γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, για να ολοκληρώσει τις φιλολογικές και νομικές σπουδές του, χωρίς όμως ποτέ να πάρει πτυχίο. Ο ίδιος βέβαια δε σταμάτησε να μελετά, να αυτομορφώνεται και μάλιστα να ασκείται στις ξένες γλώσσες. Υπήρξε χαρακτηριστική η ευρυμάθεια και γλωσσομάθειά του.
         Γρήγορα τοποθέτησε τον εαυτό του στο κίνημα του δημοτικισμού και συνέβαλε στη διάδοση και εδραίωσή του, καθώς συνεργάστηκε και με το περιοδικό Νουμάς. Ενδιαφέρθηκε για την ανανέωση της λογοτεχνίας και κυρίως της ποίησης. Μαζί με τους Κ. Βάρναλη, Ρ. Φιλύρα, Φ. Πολίτη, Λ. Παλαμά, Α. Κουμαριανό, Ν. Λαπαθιώτη κ. ά. ίδρυσε το περιοδικό Ηγησώ (1907). Ο ποιητικός του λόγος διακρίνεται για τον παλμό, τη ζωντάνια και το λυρισμό του, ενώ στο πεζογραφικό του έργο αναδεικνύεται ο ανθρωπισμός του, ο πλούσιος στοχασμός και η αγωνία του για την πορεία του ανθρώπου. Καλοδουλεμένες θεωρούνται οι μεταφράσεις του στα έργα των ποιητών Κίπλιγκ,  Σέλλεϋ, Πόε,  Μαγιακόφσκυ, Ιούδα Αλεβύ κ. ά.[2] Ως δημοσιογράφος εργάστηκε για πολλά χρόνια σε διάφορες αθηναϊκές εφημερίδες, δημοσιεύοντας ποικίλα άρθρα, επιφυλλίδες, ταξιδιωτικές εντυπώσεις, πολεμικές ανταποκρίσεις και φυσιολατρικά κείμενα, καθώς ο ίδιος ήταν δεινός ορειβάτης. Πρόκειται για μια πλούσια παραγωγή, διασκορπισμένη όμως στα έντυπα εκείνης της εποχής, που πρέπει να συγκεντρωθεί και να καταγραφεί.
          Ωστόσο, αξιοπρόσεκτη θεωρούμε την ιδεολογική-πολιτική διαδρομή του Ν. Καρβούνη. Πρόκειται για  περίπτωση στοχαστή, που «εδημιουργούσε κι εδημιουργείτο συγχρόνως  απ’ την ίδια τη σκέψη του».[3] Γεμάτος ανησυχίες και διεργασίες, απογοητεύσεις και επαναπροσεγγίσεις πέρασε μέσα από μια παλλόμενη διαδρομή θεωρητικών αναζητήσεων και πολιτικών αγώνων.[4] 
          Επηρεάστηκε αρχικά από την ιδεολογία της Μεγάλης Ιδέας, χωρίς βέβαια να φθάσει σε ακρότητες. Ορμώμενος από γνήσια πατριωτικά αισθήματα, πήγε εθελοντής στο Μακεδονικό Αγώνα, πήρε μέρος στους Βαλκανικούς πολέμους μέσα από το σώμα των Γαριβαλδινών – στην αγκαλιά του ξεψύχησε ο Λ. Μαβίλης – βοήθησε στον αυτονομιστικό αγώνα των Ελλήνων της Βόρειας Ηπείρου. Προσπάθησε να οργανώσει εθελοντική ομάδα για αποστολή στο Μεξικό, το οποίο από το 1910 βρισκόταν σε επαναστατικό αναβρασμό. Αργότερα έζησε τη μικρασιατική εκστρατεία ως πολεμικός ανταποκριτής, ενώ στήριξε το κίνημα του 1922 των Πλαστήρα, Γονατά, Φωκά.
          Παρ’ όλο που ο Ν. Καρβούνης συγκαταλεγόταν στους πρωτοπόρους νέους, που στήριξαν το κίνημα στο Γουδί και ζητούσαν ανανέωση της πολιτικής ζωής και γενικότερη ανόρθωση της ελληνικής κοινωνίας,  σχετικά σύντομα διαχώρισε τη θέση του από την πολιτική και πρακτική του Ε. Βενιζέλου, όταν ο τελευταίος απέρριψε το αίτημα για Συνταγματική Βουλή και αθέτησε ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις. Αυτή ακριβώς η ρήξη του με το βενιζελισμό τον οδήγησε στη συντηρητική αντιβενιζελική παράταξη και στη συνεργασία με πρόσωπα της μοναρχίας. Είναι όμως βέβαιο ότι παρέμεινε απλός μαχητής, μακριά από θέσεις και αξιώματα. Στράφηκε και προς τον τεκτονισμό, ενώ η τελευταία επαφή του με το μεταφυσικό ιδεαλισμό υπήρξε η εντρύφησή του στο θεοσοφισμό του Ινδού Κρισναμούρτι.[5]
          Στο μεταξύ, οι αγωνιώδεις προσπάθειες του ελληνικού κράτους να ορθοποδήσει και ιδιαίτερα μετά τη μικρασιατική καταστροφή και το προσφυγικό ρεύμα, οι πολιτικές ανωμαλίες της δεκαετίας του 1920, η νέα διάσταση που δίνει στα πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα η εμφάνιση στην πολιτική σκηνή του ΚΚΕ, αλλά και οι πολιτικές και πρακτικές της γειτονικής φασιστικής Ιταλίας καθώς και η διεθνής κατάσταση μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929 προκαλούν στον αληθινό στοχαστή Ν. Καρβούνη συνεχείς συνειδησιακές διεργασίες. Η δημιουργική του ανησυχία και αμφισβήτηση, ο επίμονος προβληματισμός και αναστοχασμός του τον οδήγησαν έξω από το χώρο του ιδεαλισμού και τον έφεραν σε ρήξη με την αστική ιδεολογία. Ανακάλυψε το διαλεκτικό τρόπο σκέψης και προσχώρησε στο μαρξισμό.
          Αυτή η κρίσιμη περίοδος εντοπίζεται χρονικά στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1930. Οι  νέοι βηματισμοί της σκέψης του Ιθακήσιου στοχαστή αποκαλύπτονται περίτρανα στις επιφυλλλίδες του στην αθηναϊκή εφημερίδα  Πρωϊα κατά την τριετία 1931-1933, οι οποίες τότε είχαν «τεράστια απήχηση στο πνευματικό και προοδευτικό κοινό της χώρας μας».[6]  Ένα μέρος εκείνων των επιφυλλίδων συγκεντρώθηκε σ’ έναν τόμο 240 σελίδων με το γενικό τίτλο: Νίκου Καρβούνη, Εκλογή από το έργο του, που εκδόθηκε από τις εκδόσεις «Εκλεκτά Βιβλία» το Δεκέμβρη του 1960 στην Αθήνα με πρόλογο και επιμέλεια του Πάνου Πολίτη.[7] Αναφερόμενοι στη συνέχεια σε αυτές τις επιφυλλίδες  θα χαρούμε τη στέρεη επιχειρηματολογία και τη διαλεκτική σκέψη του συγγραφέα τους.  
          Πρόκειται για κείμενα με άρτια δομή και τέλεια συλλογιστική. Η γλώσσα τους - απλή καθαρεύουσα - διακρίνεται για τη ζωντάνια, την ακρίβεια και τη σαφήνειά της.  Ιδιαίτερη ενεργητικότητα χαρακτηρίζει το ύφος τους,  καθώς αναδεικνύεται  η ζωηρότητα του συναισθήματος, η παραστατικότητα των εικόνων και η δύναμη της σκέψης. Ο πλούτος των λέξεων και των νοημάτων προδίδει την πολυεπίπεδη γνώση του συγγραφέα τους.
          Η πρώτη ενότητα του παραπάνω τόμου  με τίτλο «Ζωή – εξέλιξις» περιλαμβάνει δύο επιφυλλίδες, «Από την σκοπιάν των αιώνων» και «Ο καιρός του Συμεών», στις οποίες ο συγγραφέας εξηγεί με απλό αλλά κατανοητό τρόπο την εξελικτική πορεία της ανθρώπινης ζωής και κοινωνίας.
          Τα αδιέξοδα της ζωής, τα κρισιακά φαινόμενα της κοινωνίας προκαλούν αναντίρρητα απαισιοδοξία και φόβο. Οι άνθρωποι αλλά και ολόκληροι λαοί «υποφέρουν και δεινοπαθούν πνευματικώς και ψυχικώς, όταν συμπέση να βρεθούν εις τας ταραγμένας μεταβατικάς εποχάς που αποσυντίθεται κάτι που εφθάρη» (σ. 21). Αν όμως, διατείνεται ο Καρβούνης, εξετάσουμε αυτή την κρισιακή κατάσταση «από τη σκοπιά των αιώνων», από τη σκοπιά δηλαδή της Ιστορίας, με βάση  τους νόμους τους ιστορικούς, θα πρέπει να αισιοδοξούμε. Η Ιστορία διδάσκει ότι η ανθρώπινη πορεία μέσα στο χρόνο δε σταματά. Υπερβαίνει τις κρίσεις, βρίσκει διέξοδο. Μέσα από τη φθορά και την καταστροφή έρχεται το νέο. Η αιώνια ανασύνθεση της ανθρωπότητας προέρχεται από τις ατομικές ή και ομαδικές αποσυνθέσεις, οι οποίες βέβαια για τα άτομα και τις γενιές που τις υφίστανται είναι οδυνηρές.
          Με το δεδομένο, λοιπόν,  ότι όλα αλλάζουν, όλα εξελίσσονται, οφείλει ο άνθρωπος, το ιστορικό δηλαδή υποκείμενο, να συνειδητοποιήσει αυτό τον ιστορικό νόμο, ακριβώς για να μπορέσει  να συμβάλει στην εξελικτική πορεία της κοινωνίας.  Οφείλει να πορεύεται με αισιοδοξία και ετοιμότητα, συνειδητή δράση και πίστη σταθερή μπροστά στις διαδικασίες αλλαγής και ανατροπής του υπάρχοντος πολιτικο-κοινωνικού συστήματος. Γιατί το ισχύον σύστημα θα αλλάξει, αλλά και το επόμενο δε θα μείνει αιώνιο, καθώς θα έρθει η ωρίμανσή του και η αντικατάστασή του από άλλο καλύτερο. Στο μεταξύ, υπογραμμίζει ο συγγραφέας, δεν μπορούμε να μένουμε απλοί θεατές. Κάθε άνθρωπος, «που αισθάνεται ότι δεν μπορεί να προδώση τον ανθρωπισμόν του» (σ. 28), πρέπει τώρα και κάθε στιγμή να είναι έτοιμος, για να συμμετάσχει στη δημιουργία του νέου και του καλύτερου κόσμου.
          Από τις βασικές έγνοιες του Ν. Καρβούνη είναι η σχέση ατόμου και συνόλου, καθώς αναφέρεται σε αυτή στις εφτά επιφυλλίδες της επόμενης ενότητας: «Άτομον ή σύνολον», «Το άτομον και το σύνολον», «“Ήρωες” και “υπεράνθρωποι”», «Εγωκεντρικός ατομισμός», «Είδωλα και πραγματικότης», «Η φενάκη της φιλανθρωπίας» και «Συνεργασία, όχι ανταγωνισμός». Τον απασχολεί ιδιαίτερα η σχέση αυτή και μάλιστα τη στιγμή που διαπιστώνει ότι η εποχή του κυριαρχείται από τον ατομικισμό.
          «Οι νέοι, γράφει, εκπαιδεύονται με την αντίληψιν ότι πρέπει να “φθάσουν”,  να  “επικρατήσουν”». Οι συμβουλές των μεγαλύτερων είναι: «Κλωτσήσετε, διαγκωνίσετε, τρικλοποδίσετε, σπρώξετε, τσαλαπατήσετε όσο μπορείτε, όσους μπορέσετε. Προ πάντων, φθάσετε! Τόσο το χειρότερο για όσους πέσουν, σκοντάψουν, παραγκωνισθούν […] Αλλοίμονον σ’ όσους  κουρασθούν, σ’ όσους λαχανιάσουν, σ’ όσους λιποψυχήσουν, σ’ όσους αηδιάσουν. Θα τους ξεπεράσουν οι “αξιώτεροι”, οι περισσότερον επιτήδειοι» (σ. 53). Αυτή, εξάλλου, η αντίληψη αποδέχεται ότι μέσα από μια τέτοια διαπάλη το άτομο αναπτύσσει τις ιδιαίτερες ικανότητές του, με αυτή την «άμιλλα» δυναμώνει το άτομο, αποκτά αυτοπεποίθηση, προοδεύει.
          Ο Ν. Καρβούνης, όμως, διαφωνεί με όλα τα  παραπάνω. Θεωρεί ότι μια τέτοια αντίληψη αναιρεί την ίδια τη φύση του ανθρώπου ως κοινωνικού όντος,  έρχεται σε αντίθεση με τη δομή και τη φιλοσοφία της κοινωνικής ζωής. Και προσπαθεί με επιμονή και υπομονή- γιατί το γράφει και το ξαναγράφει – αλλά και με πειστικά επιχειρήματα να αντιμετωπίσει την καθιερωμένη αντίληψη της προσωπικής αποκλειστικά επιτυχίας και να ανατρέψει τη θεωρία του ατομικισμού. Ξεκινάμε μια παραδοχή: το άτομο γεννιέται, μεγαλώνει και δραστηριοποιείται μέσα στην κοινωνία, κινείται και δρα μέσα στο σύνολο των συνανθρώπων του και άρα δεν μπορεί να νοηθεί έξω ή και πάνω από το κοινωνικό σύνολο. Επομένως, οφείλουμε να εξετάσουμε τη σχέση ατόμου – συνόλου σε αυτή και μόνο τη βάση.
          Χρησιμοποιεί έναν αξιοπρόσεκτο παραλληλισμό: τοποθετεί σε παράλληλη θέση το κοινωνικό σύνολο με έναν ζωντανό οργανισμό και το άτομο με ένα κύτταρο αυτού του οργανισμού. Η ίδια η επιστήμη παραδέχεται ότι ο τελευταίος δε νοείται χωρίς κύτταρα, αλλά και αυτά δε νοούνται έξω από το συγκεκριμένο οργανισμό. Εφόσον έτσι έχουν τα πράγματα, το κύτταρο ή ένα άθροισμα κυττάρων υπάρχει και αναπτύσσεται μέσα στον οργανισμό και είναι χρήσιμο στο βαθμό που συμβάλλει στη διατήρηση και σωστή λειτουργία του τελευταίου. Εξάλλου, αν τα κύτταρα αποσπασθούν από τον οργανισμό νεκρώνονται, ή αν υπεραναπτυχθούν ασύμμετρα προς το νόμο που διέπει την αναλογικότητά τους προς το συγκεκριμένο οργανισμό, «τότε δημιουργούνται τα καρκινώματα, τα κακοήθη νεοπλάσματα, οι θανάσιμοι όγκοι», που, όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Ν. Καρβούνης, «κρίνονται άξιοι μόνον για το μαχαίρι του χειρουργού, πριν επεκταθεί η εξάπλωσίς των» (σ. 41).
          Κατά παράλληλο τρόπο, η αξία του ατόμου έγκειται σε τούτο: είναι απαραίτητο τμήμα του συνόλου, συμβάλλει στη σωστή λειτουργία και την πρόοδο της κοινωνίας. Αυτό δε σημαίνει, διευκρινίζει ο επιφυλλιδογράφος, ότι θα μετατραπούν τα άτομα σε αγέλη. Αντίθετα, οφείλουν να αναπτύξουν την ατομικότητά τους, τις ιδιαίτερες δηλαδή κλίσεις και τα ενδιαφέροντά τους. Γράφει χαρακτηριστικά: «Ο άνθρωπος είνε ον διφυές, άτομον και μέρος ενός συνόλου, δηλαδή ζώον κοινωνικόν. Όχι μόνον δεν πρέπει να χάση την συνείδησιν της ατομικότητός του, να γίνη ένα “αγελαίον”, μη αυθύπαρκτον διανοητικώς και πνευματικώς ον, αλλά, απεναντίας, έχει καθήκον να αναπτύξη εις το ακέραιον τας ατομικάς του τας δυναμικότητας χάριν της εξελίξεως του συνόλου. Πρέπει, όμως, να έχη διαρκή συνείδησιν αυτής της αναλογικής αξίας του μέσα εις το όλον» (σ. 43).
          Εξάλλου, η ύπαρξη και δράση των εξαιρετικών προσωπικοτήτων, των σημαντικών ανθρώπινων πνευμάτων επικυρώνουν αυτή ακριβώς τη διαλεκτική σχέση μονάδας και συνόλου. Της σωστής προσωπικότητας η συνείδηση δεν είναι ατομική, αλλά γίνεται συνείδηση του όλου. Ο διαφορισμός του συνόλου σε άτομα, σε άτομα συνειδητά, είναι αναγκαίος για την κοινωνική εξέλιξη. Το άτομο φθάνει στον προορισμό του όταν δίνει «ό,τι περισσότερον και αξιώτερον μπορεί εις την ολότητα» (σ. 60). Η «απατομίκευσή του» δε γίνεται για να απαλειφθεί από την κοινωνία, αλλά για να συγχωνευθεί μέσα στην κοινωνία και να την κάνει ποιοτικά καλύτερη και πλουσιότερη.
         Μια τέτοια, λοιπόν, αντίληψη καταπολεμά τον ατομικισμό, τον εγωκεντρισμό, ο οποίος βέβαια, όπως διαπιστώνει ο Ν.  Καρβούνης, γιγαντώνεται μέσα στο αστικό καθεστώς. Το τελευταίο, προβάλλοντας ή μάλλον θεοποιώντας την ατομικότητα, υποστηρίζει το φυσιολογικό της κοινωνικής ανισότητας, την οποία όμως δεν μπορεί να αποδέχεται ο άνθρωπος ως λογικό ον. Άλλωστε, αυτή η κοινωνική ανισότητα, με την πρόταξη «πετυχημένων» ατόμων και κοινωνικών ομάδων, συνεπάγεται  τη φτώχεια, την αθλιότητα και την εκμετάλλευση. Και αυτά, σύμφυτα του ισχύοντος κοινωνικού καθεστώτος, καταδεικνύουν την υποτίμηση και υποβάθμιση της μεγάλης πλειοψηφίας της ανθρώπινης κοινωνίας, στην εργασία της οποίας βασίζεται η πρόοδος του συνόλου.

        Και στο σημείο αυτό ο επιφυλλιδογράφος υπογραμμίζει την αντίφαση της ζωής αλλά και την υποκρισία της αστικής κοινωνίας και νοοτροπίας. Αφού η άρχουσα τάξη καταπιέσει και εκμεταλλευθεί τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, αφού σωρεύσει τα πλούτη της και επενδύσει τα κεφάλαιά της, τότε θα θυμηθεί τα θύματά της, καθώς θα κάνει λόγο για «πάσχοντας αδελφούς» και «απόκληρους της τύχης» (σ. 54), οι οποίοι έχουν ανάγκη από τη φιλανθρωπία της. Και η φιλανθρωπία αυτή δεν είναι άμοιρη πολιτικών σκοπιμοτήτων και ιδεολογικών παραχαράξεων, καθώς δημιουργείται, οργανώνεται και εξακτινώνεται, προκειμένου να καλυφθεί η ταξικότητα του φαινομένου και να προκληθεί σύγχυση στα μυαλά των θυμάτων της εκμετάλλευσης. Γράφει με σαφήνεια και πλήρη γνώση της κατάστασης ο Ιθακήσιος στοχαστής: «Όταν τα θύματα της εκμεταλλεύσεως αποκτούν συνείδησιν του ανθρωπίνου δικαιώματός των, τότε είνε ανάγκη επείγουσα να καθελκυσθή στον ωκεανόν του πλήθους ένα φανταχτερό πλοίον, σημαιοστόλιστον με όλα τα λάβαρα των θρησκειών, η “Φιλανθρωπία”. […] Η οργάνωσις της εκμεταλλεύσεως έγινεν ένα θελκτικόν δίπτυχον: από το ένα μέρος δημιουργείται η ανθρωπίνη αθλιότης, από το άλλο οργανώνονται τα μέσα της φιλανθρωπικής δράσεως. [… Και ] όλ’ αυτά με επίδειξιν, με αυταρέσκειαν, με την αντίληψιν, ότι εκχωρείται, ότι χαρίζεται στις μάζες των δυστυχισμένων κάτι, για το οποίον πρέπει να αισθάνωνται ευγνωμοσύνην προς τους ευεργέτας των […]» (σ. 65).
          Αυτή, όμως, η πρακτική της φιλανθρωπίας δε συμβάλλει προφανώς στην υπέρβαση της ανισότητας, αλλά αντίθετα συντηρεί και επιτείνει την άθλια κατάσταση. Δε θα υπάρξει ανάγκη καμιάς φιλανθρωπίας, όταν καταργηθεί η αιτία της, όταν δηλαδή καταργηθεί «οριστικά και αποφασιστικά η ανισότης που δημιουργεί εκείνους που έχουν ανάγκη φιλανθρωπίας» (σ. 68). «Είνε ανάγκη λογική, πρωταρχική, απαραίτητος, ν’ αλλάξη ριζικώς και ολοκληρωτικώς ο ρυθμός της ζωής των ανθρώπων» (σ. 74). Πρέπει να εξαλειφθεί «το κίνητρον του ατομικού, εγωϊστικού κέρδους, η δυνατότης μιας ατομικής επικρατήσεως» (σ. 75), για να επικρατήσει ουσιαστική συνεργασία μέσα στην ανθρώπινη ομάδα και ειρήνη μέσα στην ανθρωπότητα. Και καταλήγει: «είνε απαραίτητον ν’ αλλάξη η βάσις των πολιτειών και των κοινωνιών, ν’ αλλάξουν αι συνθήκαι αι οικονομικαί αι σημεριναί που ωθούν εις την υπερτροφικήν ανάπτυξιν του ατόμου, που ευνοούν την εκμετάλλευσιν του ανθρώπου από τον άνθρωπον» (σ. 75).
          Προτείνει, με άλλα λόγια, ο Ιθακήσιος στοχαστής την εξάλειψη της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, το σοσιαλιστικό δηλαδή μετασχηματισμό της ανθρώπινης κοινωνίας. Και σε αυτότοσυμπέρασμα τον οδήγησαν η γνώση της ανθρώπινης ιστορίας και της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης αλλά και ο διαλεκτικός τρόπος σκέψης του.
       Στο ζήτημα της εργασίας, που αποτελεί το θέμα της τρίτης ενότητας των επιφυλλίδων του, ο Ν. Καρβούνης θα εφαρμόσει κατά τρόπο υποδειγματικό τη διαλεκτική σκέψη, για να υπερασπιστεί την πάγια θέση του για την ευτυχία του ανθρώπου μέσα σε μια ευτυχισμένη  ανθρώπινη κοινωνία – ευτυχία που μπορεί και πρέπει να έρθει και από το εργασιακό καθεστώς της πολιτείας και  της κοινωνίας.
        Ο γενικός τίτλος «Εργασία –Δημιουργία» περιλαμβάνει τέσσερις  επιφυλλίδες:  «Πού κατήντησεν η αποθέωσις της εργασίας», «Η χαρά της δημιουργίας», «Τον άρτον ημών τον επιούσιον…» και «Ο άνθρωπος και η μηχανή». Τον επιφυλλιδογράφο τον απασχολεί ο ρόλος της εργασίας στην ανθρώπινη εξέλιξη και ευημερία και μάλιστα σε σχέση με την ολοένα μηχανοποίηση και αυτοματοποίηση της ανθρώπινης εργασίας. Θα εξετάσει τα πραγματικά δεδομένα, θα πάρει υπόψη του στοιχεία από προγενέστερες ιστορικές εποχές και θα αντικρούσει παγιωμένες αντιλήψεις της σύγχρονης εποχής.
         Το αστικό κράτος μέσα από τους μηχανισμούς εκπαίδευσης και αγωγής έχει προωθήσει στους νέους την εξιδανίκευση της εργασίας  και γενικότερα την έχει θεοποιήσει. Η εργασία, σύμφωνα με αυτές τις αντιλήψεις, εξευγενίζει και ηθικοποιεί τον άνθρωπο, είναι πηγή υλικής και ηθικής ευημερίας, γι’ αυτό το μη εργαζόμενο άτομο θεωρείται εχθρός του κοινωνικού συνόλου. Όταν όμως έρθει η ώρα για την επαγγελματική αποκατάσταση των νέων, η εργασία είναι δυσεύρετη, γιατί βέβαια υφίσταται ανεργία, που συνεχώς αυξάνεται. Και τότε αρχίζει η διαπλοκή και ο παρασιτισμός, εφαρμόζεται η δωροδοκία και ο διαγκωνισμός, ανθούν οι πελατειακές σχέσεις, ενώ οι εργασιακές σχέσεις γίνονται ελαστικές σε βάρος πάγιων δικαιωμάτων των εργαζομένων. Έτσι, γίνεται προφανής η αντινομία του συστήματος: «η θεωρητική αποθέωσις της εργασίας από το ένα μέρος, η καταδίκη των εργατών στην ανεργίαν και στην πείναν από το άλλο» (σ. 83).
          Πολιτικοί, οικονομολόγοι και θεωρητικοί υποστηρικτές του ισχύοντος κοινωνικο-πολιτικού συστήματος διατείνονται ότι η ανεργία έχει γίνει αναπόφευκτη λόγω της εκμηχάνισης και αυτοματοποίησης της παραγωγής. Η χρησιμοποίηση της μηχανής μείωσε αναγκαστικά τις θέσεις εργασίας. Δαιμονοποιείται δηλαδή το  ίδιο το μέσο της παραγωγής, η μηχανή,  και γενικότερα η τεχνολογική πρόοδος. Είναι όμως έτσι; αναρωτιέται ο Ν. Καρβούνης. Και για να απαντήσει, ξεδιπλώνει μια σωστή συλλογιστική.
          Τι είναι η μηχανή; Επινόηση του μυαλού του ανθρώπου. Είναι δηλαδή μια κατάκτηση του ανθρώπινου πνεύματος, η οποία αποβλέπει στη βελτίωση της παραγωγικής διαδικασίας. Επομένως,  η χρησιμοποίηση της μηχανής πρέπει λογικά να επιφέρει τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας και άρα και των συνθηκών ζωής των εργαζομένων. Γιατί όμως έχει μετατραπεί σε πηγή δυστυχίας; Ευθύνεται η ίδια η μηχανή γι’ αυτή τη δυστυχία; Για να απαντηθεί αυτό το ερώτημα, οφείλουμε να καταδείξουμε ποιος διαχειρίζεται την επινόηση του ανθρωπίνου πνεύματος που λέγεται μηχανή. Είναι προφανές ότι η μηχανή δεν έχει καταστεί κοινωνικό κτήμα, αλλά ανήκει στον κεφαλαιούχο. Στόχος μόνιμος του κεφαλαιούχου είναι το κέρδος και η συνεχής αύξηση του κέρδους. Άρα, ο κεφαλαιούχος ιδιοκτήτης της μηχανής θα τη  χρησιμοποιήσει έτσι, ώστε να μεγιστοποιήσει τα κέρδη του.
          «Κατά συνέπειαν, συμπεραίνει ο Ν. Καρβούνης,  δεν πταίει η μηχανή διά την σημερινήν ανθρωπίνην κακοδαιμονίαν, αλλ’ ο άνθρωπος που εκμεταλλεύεται, και χωρίς την μηχανήν και με την μηχανήν, τον όμοιόν του» (σ. 101). Έτσι, επανέρχεται ο συγγραφέας στην πάγια θέση του, την εκμετάλλευση του ανθρώπου από τον άνθρωπο. Η μηχανή, δηλαδή, και γενικότερα η τεχνολογία δεν μπορεί και δεν πρέπει «να λειτουργή διά την εξυπηρέτησιν της βουλιμίας του κέρδους του εγωϊστικού», δεν μπορεί και δεν πρέπει να μετατρέπεται σε «μέσον εκμεταλλεύσεως των μαζών από τους ολίγους» (σ.96).
          Είναι επομένως ανάγκη να υπάρξει αλλαγή σκέψης και δράσης. Η τεχνολογική πρόοδος βέβαια δεν μπορεί να σταματήσει. Συνεχώς η ανθρωπότητα θα επιδιώκει τη βελτίωση των όρων εργασίας και ζωής. Αυτή, όμως, η βελτίωση πρέπει να αγκαλιάσει το σύνολο του πληθυσμού. Και θα επιτευχθεί αυτό, όταν «αι μηχαναί παύσουν ν’ ανήκουν εις τα τραστ […] και γίνουν κτήμα της ολότητος», όταν κοντολογίς μεταβληθεί «ριζικώς» το ισχύον πολιτικοοικονομικό καθεστώς και «η παραγωγή και η κατανομή των υλικών αγαθών βρίσκεται εις τα χέρια των πραγματικών εκπροσώπων των μαζών» (σ. 103). 
          Χωρίς να το κατονομάζει - αλλά με σαφήνεια το εννοεί - ο Ν. Καρβούνης επαναφέρει στον προβληματισμό των αναγνωστών του την αλλαγή του κοινωνικού καθεστώτος. Επαναδιατυπώνει με σαφήνεια την αναγκαιότητα του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της ανθρώπινης κοινωνίας, προκειμένου η εργασία να πάρει το σωστό της περιεχόμενο. Τότε η εργασία θα είναι «η ανάλογη κάθε ατόμου συμβολή στις ανάγκες του συνόλου, του οποίου μέρος αυτό αποτελεί» (σ. 85), τότε «η εργασία η πραγματική [θα] είνε η συνεργασία του Ανθρώπου εις την όλην Δημιουργίαν και αυτό είνε το να ζη κανείς πραγματικώς» (σ. 104). Και τότε «αι μηχαναί θα είνε δυνατόν ν’ αφαιρούν ολοέν ανάγκην μόχθου από τα άτομα. Αλλ’ αντί τούτο να δημιουργεί “ανεργίαν” και πείναν και δυστυχίαν και ανθρωπίνην αθλιότητα, θα δημιουργή, τουναντίον, άνεσιν και ελάφρωσιν και την δυνατότητα μιας εντονωτέρας ζωής, μιας περισσότερον ελευθέρας και απερισπάστου εξελίξεως του ανθρώπου προς την τελείωσίν του. Διότι το κέρδος από την παραγωγήν της μηχανής θα κατανέμεται εις όλους τους ανθρώπους. Κάθε νέα μηχανή, κάθε νέος τρόπος χρησιμοποιήσεως των δυνάμεων της Φύσεως αντί των ανθρωπίνων βραχιόνων, θα είνε και νέα προαγωγή της υλικής ανέσεως της ανθρωπότητος, της απαραιτήτου διά την ελευθέραν της πρόοδον» (σ. 103).
          Έτσι οραματιζόταν ο Ν. Καρβούνης τον αυριανό κόσμο.
          Τον Ιθακήσιο διανοητή απασχολεί επίσης ο ρόλος της διανόησης. Για το θέμα αυτό ο τόμος περιλαμβάνει οκτώ επιφυλλίδες: «Πνευματικός παρασιτισμός», «Πνευματική δουλεία», «Όταν στερεύη η πηγή της δημιουργίας», «Τα κορακίστικα της Διανοήσεως», «Η κρίσις και οι “διανοούμενοι”», «Η άλλη χρεωκοπία», «Νέους ρυθμούς» και «Ψυχική τοπογραφία».
          Για τον Ν. Καρβούνη ο διανοούμενος οφείλει να βρίσκεται με το λόγο και με την πράξη του μέσα στη ζωή, δίπλα στο λαό, μέσα στις πραγματικές διαδικασίες και διεργασίες της κοινωνίας. Δε νοείται πνευματικός άνθρωπος έξω από το κοινωνικό γίγνεσθαι, μακριά από τις καθημερινές αγωνίες του συνόλου. Άλλωστε, η ίδια η ζωή ως πηγή δημιουργίας θα τον τροφοδοτεί με προβληματισμούς, ιδέες και  προτάσεις και θα τον ενδυναμώνει στο ρόλο του.
          Η κατάσταση, όμως, στο αστικό σύστημα είναι διαφορετική. Οι διαπιστώσεις οδηγούν στην εξής εικόνα: Η πλειοψηφία των διανοουμένων είναι ενσωματωμένη στο σύστημα και επομένως οι σκέψεις και οι ενέργειές της, παρά τη διαφορετικότητα στους  τρόπους εκδήλωσής τους και την ποικιλία στις επωνυμίες και τις «σχολές», δεν οδηγούν σε έξοδο από την αποπνικτική ατμόσφαιρα του ατομικισμού και της φιλαυτίας, της υλικής εκμετάλλευσης και της πνευματικής υποδούλωσης. Οι διανοούμενοι αυτοί ζουν «αποξενωμένοι από τον κραδασμό της ζωής του συνόλου», «από τον παλμό της καθολικής ζωής» (σ. 139). «Ξεχωρίζουν εγωϊστικά τον εαυτόν των από το σύνολον» και «πιστεύουν ότι η “διανοητική” των η δεξιοτεχνία τούς δίδει μίαν ανωτερότητα επάνω εις το ανθρώπινον σύνολον» (σ. 110). Έχοντας, έτσι, αυτονομηθεί από την κοινωνία, ξεχνούν τους συνανθρώπους τους και αδιαφορούν για τα προβλήματά τους, ενώ οι ίδιοι δυσανασχετούν απέναντί τους, ισχυριζόμενοι ότι οι τελευταίοι δεν τους κατανοούν.
          Παράλληλα, κι αυτή είναι η δεύτερη διαπίστωση του Ν. Καρβούνη, οι διανοούμενοι με τους συγκεκριμένους μηχανισμούς του ισχύοντος καθεστώτος εκμεταλλεύονται προς αποκλειστικό τους όφελος την πνευματική τους ανωτερότητα. «Ανεβασμένοι εις μίαν στίβαν βιβλίων και εγκυκλοπαιδειών, σκαρφαλωμένοι εις μίαν ασταθεστάτην σκαλωσιά φιλοσοφικών ερανισμάτων» (σ. 154),  στοχεύουν στο υλικό κέρδος από την προώθηση των πνευματικών τους προϊόντων αλλά και στην καλλιέργεια της υστεροφημίας τους. Η πρώτη στόχευση είναι απόλυτα συμβατή με το ισχύον κεφαλαιοκρατικό σύστημα, καθώς το τελευταίο έχει εμπορευματοποιήσει κάθε εκδήλωση του ανθρωπίνου πνεύματος. Η επιδίωξη του δεύτερου στόχου καλλιεργείται ανεμπόδιστα, καθώς  ο  υπερτροφικός ατομικισμός και ο αχαλίνωτος διανοητικός εγωκεντρισμός βρίσκουν πρόσφορο έδαφος μέσα στο ισχύον καθεστώς. Έτσι, ο αστός διανοούμενος γίνεται ουσιαστικά  κι αυτός «ένας πνευματικός εκμεταλλευτής των μαζών» (σ. 137).
          Επομένως, η υπάρχουσα κατάσταση καταδεικνύει τη χρεωκοπία του συστήματος. Όσο κι αν οι αστοί διανοούμενοι με βαρύγδουπες αλλά κενές περιεχομένου εκτιμήσεις και προτάσεις προτείνουν αλλαγές, αυτές δε συμβάλλουν στην υπέρβαση του αδιεξόδου. Όσο ζητούν αλλαγές στη μορφή και όχι στο περιεχόμενο, τόσο δεν πείθουν για την ειλικρίνεια των προθέσεών τους.  Όσο κι αν υπάρχουν φωτεινές εξαιρέσεις - τις οποίες δεν παραβλέπει ο Ν. Καρβούνης - αυτές θα χάνονται μέσα στο χωνευτήρι του καπιταλιστικού ελέγχου. Οι σύγχρονοι διανοούμενοι πρέπει να υπερβούν την ατομική τους συνείδηση, πρέπει να συγχωνευθούν μέσα στη ζωή, να κατεβούν μέσα  στον κόσμο, ώστε «να λάβουν βαθειάν συνείδησιν των αναγκών και των τάσεων του συνόλου» και έτσι να μετατραπούν σε κοινωνικούς αναμορφωτές, για να καταστούν «οι οδηγοί των μεγάλων επαναστάσεων», γιατί «χωρίς επανάστασιν τίποτε δεν άλλαξε “αναμορφωτικώς”, σ’ αυτόν τον κόσμον» (σ. 145).
          Για επανάσταση, λοιπόν, περιμένει να ακούσει ο κόσμος να του μιλούν οι διανοούμενοι. Δεν τον πείθουν οι «νέες» θεωρίες, οι «καινούριες» φιλοσοφίες των πνευματικών του ταγών, οι οποίες στην ουσία παρατείνουν τη ζωή του εκμεταλλευτικού καπιταλιστικού καθεστώτος. Μόνο αν μιλήσουν για τη  ριζική ανατροπή της υπάρχουσας κατάστασης, η ανθρωπότητα θα τους αποδεχθεί και θα τους ακολουθήσει. Και η ανθρωπότητα γνωρίζει καλά ότι «για να δημιουργηθή ένας νέος κόσμος καλύτερος και αληθινώτερος, ούτε λέξεις καινούργιες χρειάζονται, ούτε νέα “ιδανικά”, ούτε νέες θρησκείες, ούτε ατομικοί φραστικοί δονκιχωτισμοί. Χρειάζεται απλώς να εξασφαλισθή η ισότης των ευκαιριών και των μέσων της ζωής και της αναπτύξεως όλων των ανθρώπων» (σ. 146). Κοντολογίς, χρειάζεται  σοσιαλιστική επανάσταση  και γι’ αυτήν ακριβώς κάνει λόγο πάλι εδώ ο Ν. Καρβούνης.
          Ιδιαίτερα διευκρινιστικός και ταυτόχρονα αυστηρός είναι στο ζήτημα της τέχνης. Με δέκα επιφυλλίδες διατυπώνει θέσεις και προτάσεις για το φαινόμενο της τέχνης και για το ρόλο του καλλιτέχνη και του έργου τέχνης. Αναφέρουμε τους τίτλους των επιφυλλίδων: «Απολιθωμένα γηρατειά», «Τέχνη και ακαδημαϊσμός», «Προς τα αρχέτυπα», «Ο Σέλλεϋ και η Ελλάς», «“Ο πρίγκηψ Αθανάσιος”», «Η τυραννία των ειδικοτήτων», «Η Ακρόπολις χωρίς την ιστορίαν της», «Αντώνιος Μπουρντέλ», «Το μήνυμα ενός καλλιτέχνου» και «Ο εσωτερικός ρυθμός».
          Η τέχνη είναι αναμφισβήτητα εκδήλωση κοινωνική. Συνδέεται, είτε άμεσα είτε έμμεσα, με την κοινωνική ζωή, την οποία και παρακολουθεί σε όλη της την πορεία. Η πεμπτουσία της βρίσκεται στις βαθύτερες ηθικο-πολιτικές ανάγκες, που η ίδια η κοινωνική ζωή δημιουργεί. Η διαχρονική της δηλαδή σχέση με τον άνθρωπο εδράζεται στην ανθρώπινη ανάγκη έκφρασης και εξωτερίκευσης του εσωτερικού κόσμου, στην ανάγκη πλήρωσης και ψυχαγωγίας των μελών της κοινωνίας. Και φθάνει η τέχνη στην αποκορύφωση της ωραιότητάς της, όταν βρίσκεται σε άμεση ανταπόκριση προς τη γενικότερη εκδήλωση της ζωής και την αναζήτηση της αλήθειας.
          Το έργο τέχνης, βέβαια, πραγματώνεται από συγκεκριμένο άτομο σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο. Ο δημιουργός είναι άτομο με τις δικές του αξίες και αντιλήψεις, με τη δική του ιδεολογία. Ο χρονότοπος, μέσα στον οποίο εκτυλίσσεται η διαδικασία της δημιουργίας  περιορίζει φαινομενικά το έργο και τον καλλιτέχνη. Στην πραγματικότητα όμως ο τελευταίος υπερβαίνει τον τόπο και το χρόνο, καθώς το έργο εξακολουθεί να συγκινεί, να εμπνέει και να θαυμάζεται από νεότερες γενιές.
          Τον Ν. Καρβούνη, ωστόσο, τον απασχολεί η πρόσληψη του έργου από τον απλό άνθρωπο, τον ενδιαφέρει ο βαθμός διαπαιδαγώγησης που προσφέρει στο κοινωνικό σύνολο. Δεν έχει την απαίτηση να διαθέτει ο κόσμος ειδικές γνώσεις. Του είναι αρκετή η συγκίνηση και η ευχαρίστηση που θα νιώσει ο καθένας αντικρίζοντας το γλυπτό ή τον πίνακα ζωγραφικής, ακούγοντας ένα  μουσικό κομμάτι, παρακολουθώντας μια θεατρική παράσταση. Διαφωνεί δηλαδή με τη μεσολάβηση των ειδικών, ενώ θεωρεί «προτιμότερον να εκαλλιεργείτο εις ένα λαόν η δυνατότης του να γίνη όσον το δυνατόν περισσότερον ευαίσθητος δέκτης της χαράς που αναβλύζει από κάθε ωραίον πράγμα- και ιδίως από τα ωραία έργα της τέχνης» (σ. 200). Σε αυτό προφανώς θα συμβάλει και η δυνατότητα να είναι προσιτά στο λαό τα έργα τέχνης. Και διευκρινίζει ο Ιθακήσιος στοχαστής: «Αν επιβάλλεται η δικαία κατανομή των υλικών αγαθών, είνε ασυγκρίτως περισσότερον επιβεβλημένη η γενίκευσις της δυνατότητος τού να μπορούν να έρχωνται εις άμεσον επαφήν με την μεγάλην τέχνην όλοι οι άνθρωποι ανεξαιρέτως» (σ. 179).  Σε αυτά τα λόγια, πράγματι, συμπυκνώνεται η μεγάλη σημασία που η προοδευτική-αριστερή διανόηση δίνει στην αληθινή τέχνη.
          Η τέχνη, σημειώνει ο Ν. Καρβούνης, ταυτίζεται ουσιαστικά με το νέο. Κάθε τι που διατηρεί τη συντήρηση, που προσκολλάται σε νεκρωμένες αντιλήψεις, δεν μπορεί να εκληφθεί ως έργο τέχνης. «Η πραγματική δημιουργία θέλει νεότητα» (σ. 168), αναφωνεί, για να συμπληρώσει ότι «η δημιουργία η αληθινή είνε το προνόμιον μιας αιωνίας ψυχικής νεότητος» (σ. 206). Αυτός δηλαδή που νιώθει νέος, που κρατά ανοικτά «τα μάτια της ψυχής του», που απορρίπτει καλούπια και μιμήσεις, προλήψεις  και προκαταλήψεις, που βιώνει τη ζωή ελεύθερος πνευματικά,  αυτός μπορεί να δημιουργεί, αυτός μπορεί να γίνεται ποιητής. Επιλέγει ό,τι το πιο ζωντανό έχει να επιδείξει η σύγχρονη ζωή, ενώ αδιαφορεί, απορρίπτει ή και καταστρέφει ό,τι θεωρεί επιζήμιο. Δημιουργεί το έργο του, δίνοντας νέους προβληματισμούς και νέες προοπτικές στον «αναγνώστη» ή «χρήστη» του έργου του. Έτσι, προετοιμάζει μαζί με τους συναγωνιστές-συναδέλφους του το δρόμο για μια νέα ανατολή, που θα οδηγεί κατευθείαν σ’ έναν καινούριο κόσμο, του οποίου το κυριότερο γνώρισμα θα είναι  «ο πολλαπλασιασμός των ευκαιριών διά να ξαναθυμούνται οι άνθρωποι τον πρώτον της ψυχής των οραματισμόν (σ. 180).
            Η τελευταία επιφυλλίδα του τόμου αναφέρεται στο θέμα της παγκόσμιας ειρήνης και επιγράφεται με το χαρακτηριστικό τίτλο «Διά τον οριστικόν καθαρμόν». Γράφτηκε με αφορμή τους πανηγυρισμούς που διοργανώνονταν σε ευρωπαϊκές χώρες για το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
          Αναρωτιέται ο συγγραφέας «Τι το όφελος αυτών των εκδηλώσεων, που σιγά σιγά γίνονται συνήθειαι και θεσμοί και χάνουν την αρχικήν εσωτέραν των έννοιαν» (σ. 232). Και τούτο, γιατί το πνεύμα εκείνο του τρομερού πολέμου εξακολουθεί να παραμένει, καθώς καλλιεργείται, είτε άμεσα είτε έμμεσα, από την Πολιτεία στα σχολεία και στους στρατώνες, αλλά και «υποθάλπεται ακόμη από την σημερινήν την συγκρότησιν, την σημερινήν την νοοτροπίαν την κοινωνικήν» (σ. 232). Αναφέρεται στην περίοδο του Μεσοπολέμου, κατά την οποία εξακολουθούσαν να υφίστανται εστίες πολέμου και να προετοιμάζονται νέες αναφλέξεις με τη συνέχιση της καταπάτησης της ανεξαρτησίας εθνοτήτων και της εκμετάλλευσης λαών, ενώ το τέρας του φασισμού και ναζισμού μεγάλωνε πάνω από την Ευρώπη.
          Με τη διαλεκτική του σκέψη ο Ν. Καρβούνης συμπεραίνει ότι, εφόσον έτσι έχουν τα πράγματα,  η ανθρωπότητα οδηγείται σε νέα πολεμική αναμέτρηση. «Όλος αυτός ο ωκεανός του ανθρωπίνου αίματος [του Α΄ Παγκοσμίου εννοείται πολέμου] εξηγόρασε μόνον την εγγύησιν μιας επαναλήψεως» (σ. 235). Σημειώνει, ωστόσο, ότι υπάρχουν περιθώρια αποτροπής του πολέμου, αν αλλάξει ο άνθρωπος κατεστημένες  νοοτροπίες και πρακτικές, αν «επιτευχθή ο πνευματικός και ο ψυχικός αφοπλισμός» (σ. 236).
          Οι παραπάνω επιφυλλίδες συνιστούν έξοχα κείμενα  πολιτικής και κοινωνικής φιλοσοφίας, που αφυπνίζουν, προβληματίζουν και προωθούν τη σκέψη. Γι’ αυτό, άλλωστε, στην εποχή τους διαβάστηκαν, σχολιάστηκαν και είχαν σοβαρή απήχηση. Αντίθετα, χαρακτηρίστηκαν προκλητικά από τις τότε συντηρητικές δυνάμεις, με αποτέλεσμα μετά από επίμονες παρεμβάσεις του Γενικού Επιτελείου Στρατού να αναγκαστεί η εφημερίδα να τις διακόψει.[8] Πάντως, ακόμη και σήμερα διατηρούν τη φρεσκάδα τους και την επικαιρότητά τους. Αναδίδουν μια βαθύτατη έγνοια για τον άνθρωπο και την κοινωνική ζωή, προδίδουν το αμείωτο ενδιαφέρον του συγγραφέα τους για την ανάδειξη της αξίας της ανθρώπινης ζωής και της ειρηνικής συμβίωσης. Αποπνέουν μια ποιότητα σκέψης ολόδροση και κρυστάλλινη χωρίς υπερβολές ή ακρότητες, με ήρεμη αλλά σταθερή συλλογιστική που σε μαγνητίζει.
          Την ίδια χρονική περίοδο (αρχές της δεκαετίας του 1930), που  ο Ιθακήσιος στοχαστής, κατασταλαγμένος και ώριμος πια, έχει κάνει την ιδεολογική του επιλογή, συνεργάστηκε με τους Πρωτοπόρους και τους Νέους Πρωτοπόρους, συμμετείχε στις διαδικασίες ίδρυσης αντιφασιστικών και αντιπολεμικών επιτροπών και ήταν «ο νους και η ψυχή» της «Κοινωνικής Αλληλεγγύης». Τον Απρίλη του 1934 δικάστηκε, αλλά αθωώθηκε, επειδή μετέφρασε την Καστανή Βίβλο, που αποκάλυπτε τις βιαιότητες και θηριωδίες του χιτλερικού καθεστώτος. Το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς  εντάχθηκε οργανωτικά στο ΚΚΕ και κατά τη διετία 1935-1936 επιφυλλιδογραφούσε στο Ριζοσπάστη με το ψευδώνυμο Μαυροθαλασσίτης. Στα χρόνια της μεταξικής δικτατορίας δυο φορές φυλακίστηκε.[9]
          Στις αρχές Μαϊου  1941, λίγες δηλαδή μέρες μετά την κατάκτηση της χώρας από τον Άξονα, ο Ν. Καρβούνης πήρε την πρωτοβουλία και ίδρυσε την αντιστασιακή οργάνωση «Αλήθεια», με τη συμμετοχή των Νάνου Βαλαωρίτη, Σπύρου Λιναρδάτου, Κώστα Φιλίνη, των αδελφών Αλέκου και Ανδρέα Καμπά κ. ά., η οποία στη συνέχεια προσχώρησε στο ΕΑΜ.[10] Συνελήφθη από τους Ιταλούς και κρατήθηκε στο φασιστικό στρατόπεδο της Λάρισας. Μετά την αποφυλάκισή του εντάχθηκε στον παράνομο αγώνα της Εθνικής Αντίστασης. Το τραγούδι «Στ’ άρματα. Στ’ άρματα» (ή «Βροντάει ο Όλυμπος»), που τραγουδήθηκε στο αντάρτικο της Ελλάδας και στη Μέση Ανατολή είναι δικό του δημιούργημα.[11] Αρθρογραφούσε στα αντιστασιακά ΕΑΜικά έντυπα. Ανέλαβε το Γραφείο Τύπου της ΠΕΕΑ και το πρώτο ελεύθερο πρακτορείο ειδήσεων στα ελεύθερα βουνά. Μετά την απελευθέρωση οργάνωσε και διεύθυνε στην Αθήνα για το ΕΑΜ εγκυρότατο πρακτορείο ειδήσεων, ενώ το 1946 ως μέλος της αντιπροσωπείας του ΕΑΜ επισκέφθηκε τις ΗΠΑ και ευρωπαϊκές χώρες για την ενημέρωση της διεθνούς κοινής γνώμης σχετικά με τα αναφυόμενα προβλήματα της ελληνικής πολιτικής ζωής μετά την εμφάνιση της λευκής τρομοκρατίας.
          Το Φεβρουάριο, όμως, της επόμενης χρονιάς (1947) ο Ν. Καρβούνης έφευγε από τη ζωή. Έφευγε και άφηνε πίσω του μια πλούσια συγγραφική συγκομιδή, αλλά και ένα υπόδειγμα ακέραιου ανθρώπου, σεμνού αγωνιστή  και αληθινού στοχαστή. Δυστυχώς, όμως,  ακόμη μέχρι σήμερα παραμένει  παραγνωρισμένη η εξαιρετικότατη προσωπικότητα αυτού του αληθινού Νεοέλληνα στοχαστή.




Η ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΣΧΕΣΗ ΤΩΝ ΚΕΦΑΛΟΝΙΤΩΝ ΜΕ ΤΗ ΡΩΣΙΑ. ΚΕΦΑΛΟΝΙΤΕΣ ΠΟΥ ΔΙΕΠΡΕΨΑΝ ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΤΣΑΡΩΝ (17ος - 19ος αιώνας)




                                                                              
                                                                                                   
           Η Ρωσία επίσημα ως κράτος σχετίζεται με το Ιόνιο και τα νησιά του ακριβώς στο γύρισμα του 18ου προς το 19ο αιώνα (1798-1800). Ήταν τότε που για πρώτη ίσως φορά η τσαρική Ρωσία συνεργάστηκε με την Οθωμανική αυτοκρατορία για να αποκρούσουν μαζί τον επικίνδυνο στρατιωτικά και προπάντων ιδεολογικά  Μ. Ναπολέοντα, καθώς είχε καταστεί με το στρατό του ο φορέας των ιδεών της Γαλλικής Επανάστασης έξω από τη Γαλλία. Έπρεπε, λοιπόν, τότε να απομακρυνθούν οι Γάλλοι από τα Επτάνησα, καθώς υπήρχε ο φόβος της διάδοσης των νεωτερικών ιδεών στη διπλανή τουρκοκρατούμενη Ελλάδα. Αλλά και καθώς ήταν τα Επτάνησα, λόγω της στρατηγικής τους σημασίας, ορμητήριο για οποιαδήποτε επακόλουθη επιχείρηση εναντίον της Αιγύπτου, των Βαλκανίων και της Μαύρης Θάλασσας, ζωτικών χώρων της σουλτανικής και τσαρικής ηγεμονίας, υπήρχε ο φόβος να αλλάξει ο Ναπολέοντας το status quo της ευρύτερης περιοχής. Επιπλέον, εκείνη την εποχή η ρωσική αστική τάξη των εμπόρων, αν και αδύνατη πολιτικά, είχε αρχίσει να πιέζει την κρατική εξουσία για άνοιγμα προς τη μεσογειακή αγορά.
          Ο Ρώσος αντιναύαρχος Φιοντόρ Φιοντόροβιτς Ουσακώφ ανέλαβε το 1798 την ευθύνη της εκστρατείας στη Μεσόγειο, έχοντας μαζί του τον κεφαλονίτικης καταγωγής υποπλοίαρχο Γρηγόρη Μεταξά, ο οποίος είχε μπει στη ρωσική υπηρεσία από το 1785.  Η συνεργασία των δύο στόλων, του ρωσικού και του οθωμανικού, δεν παρουσίασε δυσκολίες.  Έτσι, ενωμένοι οι Ρωσότουρκοι εκδίωξαν τους δημοκρατικούς Γάλλους από τα Επτάνησα και από τους πρώτους μήνες του 1799 ανέλαβαν αυτοί ως νέοι κυρίαρχοι. Ήδη από τα τέλη Οκτωβρίου του 1798 η γαλλική φρουρά της Κεφαλονιάς είχε παραδοθεί στον Ουσακώφ και έπαιρνε στο νησί τη θέση της  η νέα τάξη πραγμάτων.  Σε όλα τα Επτάνησα αποκαταστάθηκε το παλιό αριστοκρατικό καθεστώς, που είχε καταργηθεί από τους Γάλλους. Τον Απρίλιο του 1799 οι αρχηγοί των δύο στόλων ανακοίνωσαν ότι τα Ιόνια νησιά θα αποτελούσαν ενιαίο κρατικό σχηματισμό με έδρα της κεντρικής κυβέρνησης την Κέρκυρα Η Γερουσία, αποτελούμενη από αντιπροσώπους όλων των νησιών, θα αναλάμβανε να συντάξει το προσωρινό Σύνταγμα της Πολιτείας, η οποία έμελλε να αποτελέσει το πρώτο αυτόνομο ελληνικό κρατικό μόρφωμα των νεότερων χρόνων. Κι αυτό ήταν το θετικό αποτέλεσμα αυτής της ρωσοτουρκικής επέμβασης. Πράγματι, το Μάρτιο του 1800 η Ρωσία και η Οθωμανική αυτοκρατορία υπόγραψαν τη Σύμβαση της Κων/πολης, με την οποία αποφασιζόταν ότι τα Ιόνια νησιά αποτελούσαν ενιαίο κράτος υπό την επικυριαρχία του Σουλτάνου.  Αφού, λοιπόν, τακτοποιήθηκε η νέα κατάσταση το καλοκαίρι του 1801 απέπλευσε από το Ιόνιο ο ρωσικός στόλος του Ουσακώφ με προορισμό τη Σεβαστούπολη της Κριμαίας.
         Στη συνέχεια, όμως, η Επτάνησος Πολιτεία αντιμετώπισε προβλήματα, εξεγέρσεις κ.λπ., αλλά και τα συμφέροντα των δύο μέχρι τότε συμμάχων διαφοροποιήθηκαν. Έτσι, το 1807 με τη συνθήκη του Τίλσιτ μεταξύ Ρωσίας και Γαλλίας καταργήθηκε η Επτάνησος Πολιτεία και τα Ιόνια νησιά παραχωρήθηκαν στους αριστοκρατικούς, τώρα, Γάλλους.

          Βέβαια, πολύ πριν ο ρωσικός στόλος του Ουσακώφ εμφανιστεί στο Ιόνιο, οι Κεφαλονίτες είχαν «ανακαλύψει» τη Ρωσία. Μερικές φορές η Ιστορία επιφυλάσσει ευχάριστες εκπλήξεις. Με τα παιχνίδια της διαμορφώνει  κάποιες βαθύτερες σχέσεις ανάμεσα στους κοινωνικούς σχηματισμούς, όπως έγινε  στην περίπτωση της Κεφαλονιάς και της Ρωσίας. Αν και διαφορετικά μεγέθη οι δυο αυτές γεωγραφικές αλλά και πολιτισμικές ενότητες - ένα νησί στα δυτικά όρια του ελληνισμού, κατακτημένο από τους Βενετούς και αργότερα από τους Άγγλους, και στην άλλη άκρη μια αυτοκρατορία με επεκτατική πολιτική αλλά και ανοικτή σε νέες ιδέες και πρακτικές – βρήκαν ευκαιρίες να συναντηθούν.
          Πολλοί Κεφαλονίτες έφθασαν στη Ρωσία. Κάποιοι προχώρησαν μέχρι τη Μόσχα και την Αγία Πετρούπολη, οι περισσότεροι όμως δραστηριοποιήθηκαν στη νότια Ρωσία και ιδιαίτερα το 19ο αιώνα. Θα αναφέρουμε σχεδόν επιγραμματικά κάποιες χαρακτηριστικές προσωπικές περιπτώσεις, που δείχνουν την ποιότητα και το εύρος των σχέσεων μεταξύ των δύο πλευρών κατά το 17ο,  18ο  και  19ο αιώνα. Θα πρέπει, βέβαια, να σημειώσουμε εδώ ότι εκτός από τα παρακάτω πρόσωπα υπήρξαν και δεκάδες άλλα που διέπρεψαν και μεγαλούργησαν στις ρωσικές πόλεις προσφέροντας οικονομικά και πνευματικά-πολιτιστικά στο ρωσικό κράτος και στο ρωσικό λαό.

  ΑΔΕΛΦΟΙ ΛΕΙΧΟΥΔΗ
    ΙΩΑΝΝΙΚΙΟΣ (Κεφαλονιά, 1633 - Μόσχα, 1717)
    ΣΩΦΡΟΝΙΟΣ (Κεφαλονιά, 1652 – Μόσχα, 1730)
          Οι αδελφοί Ιωαννίκιος (κατά κόσμον Ιωάννης) και Σωφρόνιος (κατά κόσμον Σπυρίδων) Λειχούδη έχουν συνδεθεί άρρηκτα με την πνευματική αναγέννηση της Ρωσίας του τελευταίου τέταρτου του 17ου και των πρώτων δεκαετιών του 18ου αιώνα, καθώς υπήρξαν οι ιδρυτές και οι πρώτοι δάσκαλοι της Σλαβο-ελληνο-λατινικής Ακαδημίας της Μόσχας, του πρώτου ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος της Ρωσίας. Δίδαξαν αρχαία ελληνικά και λατινικά αλλά και νέα ελληνικά και ιταλικά, θεμελίωσαν τις ανθρωπιστικές σπουδές και συνέγραψαν τα πρώτα εγχειρίδια. Ουσιαστικά μετακένωσαν στη Ρωσία το ιδεώδες της ευρωπαϊκής Αναγέννησης, ενώ υπερασπίστηκαν με επιμονή την ορθόδοξη πίστη απέναντι στους καθολικούς και προτεστάντες.
          Γεννήθηκαν στο Ληξούρι της Κεφαλονιάς. Σπούδασαν στη Βενετία και την Πάδοβα της Ιταλίας λατινικά, φιλοσοφία και θεολογία. Επιστρέφοντας στην Κεφαλονιά επιδόθηκαν στη διδασκαλία. Το 1683 βρίσκονται στην Κωνσταντινούπολη, απ’ όπου με τη σύμφωνη γνώμη των ορθόδοξων πατριαρχών θα σταλούν στη Μόσχα, προκειμένου να υλοποιηθεί παλαιό αίτημα των ρωσικών εκκλησιαστικών και πολιτικών αρχών για ίδρυση ανώτατου πνευματικού- εκπαιδευτικού ιδρύματος με τη συνδρομή λογίων από την Ορθόδοξη Ανατολή.
          Έφθασαν στη Μόσχα στις αρχές του 1685 και με απόφαση της τσαρικής αρχής εγκαταστάθηκαν στη Μονή Θεοφανείων, όπου άρχισαν το διδακτικό τους έργο. Η 1η Ιουλίου 1685 θεωρείται η χρονολογία έναρξης της λειτουργίας της Σλαβο-ελληνο-λατινικής Ακαδημίας, παρ’ όλο που η ονομασία αυτή παρουσιάζεται αργότερα, και παρ’ όλο που μετά από δυο περίπου χρόνια, το φθινόπωρο του 1687, θα στεγαστεί  στο δικό της τριώροφο πέτρινο κτίριο. Από ποικίλο αρχειακό υλικό, κυρίως χειρόγραφά τους και αντίγραφα των μαθητών τους, γνωρίζουμε τα μαθήματα που δίδασκαν: γραμματική και ποιητική στην ελληνική, ρητορική, λογική και φυσική στην ελληνική και λατινική αλλά και ελληνικά, λατινικά, ιταλικά και σλαβικά. Αναμφίβολα, οι δύο Κεφαλονίτες λόγιοι μετέφεραν στην Ακαδημία της Μόσχας το πνεύμα της δυτικής πολιτιστικής παράδοσης. Μαθητές τους ήταν γόνοι πριγκίπων και βογιάρων, κληρικοί αλλά και άποροι νέοι. Αρκετοί, μάλιστα, από αυτούς υπήρξαν στη συνέχεια από τους σημαντικότερους συνεργάτες του Μ. Πέτρου, που υλοποίησαν τις μεταρρυθμίσεις του.
          Από τα πρώτα χρόνια της ζωής τους στη Μόσχα οι αδελφοί Λειχούδη ενεπλάκησαν, κάποτε και με κίνδυνο της ζωής τους, στη θεολογική διαμάχη, που εκείνη την περίοδο ταλάνιζε τους θεολογικούς και εκκλησιαστικούς κύκλους της Ρωσίας. Η προσφορά τους στον τομέα της θεολογικής διαμάχης θεωρείται ανεκτίμητη, καθώς συνέγραψαν αρκετά έργα, που αμέσως μεταφράστηκαν στα ρωσικά από τους μαθητές τους, αντιγράφηκαν από ορθόδοξους μοναχούς και χρησιμοποιήθηκαν για πολλά χρόνια στον αγώνα της Ορθοδοξίας κατά των άλλων δογμάτων και θρησκευτικών ρευμάτων.
          Αν και έπεσαν σε δυσμένεια την περίοδο του νέου πατριάρχη Μόσχας Αδριανού και απομακρύνθηκαν από την Ακαδημία, δεν άργησε η αποκατάστασή τους και η επιστροφή τους στη Μόσχα. Στο μεταξύ, βοηθήσουν στην ίδρυση και λειτουργία ελληνικής κατεύθυνσης σχολής κατά τα πρότυπα της Ακαδημίας της Μόσχας στο Νόβγκοροντ μετά από πρόσκληση του τοπικού μητροπολίτη. Ο Σωφρόνιος, μάλιστα, τιμήθηκε στα τελευταία χρόνια της ζωής του από τον τσάρο Μ. Πέτρο και τον πατριάρχη της Μόσχας.
          Τα συγγράμματα των δύο λογίων Κεφαλονιτών κληρικών είναι πολλά. Διαιρούνται στα διδακτικά βιβλία (Γραμματική, Ποιητική, Ρητορική, Λογική, Φυσική) και στα απολογητικά έργα (μελέτες κατά των ρωμαιοκαθολικών και προτεσταντικών απόψεων, κατά των Ιησουιτών , κείμενα κηρυγμάτων). Ασχολήθηκαν επίσης με τη μετάφραση έργων μεγάλης σημασίας για το ρωσικό πολιτισμό από τα ελληνικά, τα λατινικά και τα ιταλικά  στα σλαβικά και τα ρωσικά, από λειτουργικά κείμενα μέχρι επιστημονικά συγγράμματα. Αξιοσημείωτη είναι η συμμετοχή του Σωφρόνιου στη διόρθωση της μετάφρασης της Βίβλου στα εκκλησιαστικά σλαβικά. Το συγγραφικό έργο των αδελφών Λειχούδη παραμένει ανέκδοτο σε δεκάδες χειρόγραφα διάσπαρτα σε όλο σχεδόν τον κόσμο (Μόσχα, Αγία Πετρούπολη, Ιρκούτσκ, Κίεβο, Οδησσός, Αθήνα, Άγιο Όρος, Πάτμος Κοπεγχάγη κ.α.), έχει όμως ξεκινήσει η μελέτη τους από Ρώσους κυρίως πανεπιστημιακούς και ερευνητές.
           Επίσης, πρέπει να επισημανθεί ο καθοριστικός ρόλος του Σωφρόνιου στη δημιουργία μιας ρωσικής φιλολογικής γλώσσας νέου τύπου, απαραίτητης προϋπόθεσης για τη μετάβαση σ’ ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος  με βάση τα αναγεννησιακά πρότυπα. Μετέφρασε από τα λατινικά στην απλή ρωσική γλώσσα τη «Γενική Γεωγραφία» του Bernardus Varenius, που αποτελεί το πρώτο έντυπο βιβλίο στη ρωσική φιλολογική γλώσσα και το πρώτο βήμα προς την πραγματοποίηση των μεταρρυθμίσεων του Μ. Πέτρου στον τομέα της γλώσσας.
          Αναμφισβήτητα η συμβολή των αδελφών Λειχούδη από το Ληξούρι της Κεφαλονιάς στο ρωσικό πολιτισμό παραμένει πρωτοποριακή και καθοριστική. Γι’ αυτό δίκαια έχουν χαρακτηριστεί από τη ρωσική έρευνα δάσκαλοι και παιδαγωγοί της Ρωσίας.

    ΙΑΚΩΒΟΣ ΠΥΛΑΡΙΝΟΣ (Κεφαλονιά, 1659 – Πάντοβα Ιταλίας, 1718)
           Γεννήθηκε στο Ληξούρι της Κεφαλονιάς και σπούδασε δίκαιο και ιατρική στο πανεπιστήμιο της Πάντοβας στην Ιταλία. Συνδύασε το ιατρικό επάγγελμα με την περιήγηση. Ταξίδεψε στην τουρκοκρατούμενη τότε Ελλάδα, στην Κρήτη, όπου διορίστηκε αρχίατρος του Ισμαήλ πασά,  στην Κωνσταντινούπολη, όπου τοποθετήθηκε γιατρός του ηγεμόνα της Βλαχίας Καντακουζηνού, στη Ρωσία, όπου διορίστηκε αρχίατρος του Μ. Πέτρου. Εκεί γρήγορα εντάχθηκε στον κύκλο των διανοουμένων και γνωρίστηκε με τους αδελφούς Λειχούδη. Μετά τη Ρωσία επέστρεψε στη γενέτειρα, για να ξαναφύγει περιπλανώμενος στη Σερβία, στη Σμύρνη, στην Αλεξάνδρεια και να καταλήξει στη Βενετία και την Πάντοβα, όπου και πέθανε, έχοντας αφήσει αξιόλογα συγγράμματα. Υπογραμμίζουμε εδώ τη συμβολή του στην καθιέρωση, για πρώτη φορά, μιας μεθόδου εμβολιασμού κατά της ευλογιάς.
     
  ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΣΚΙΑΔΑΣ (Κεφαλονιά, 1698 – Μόσχα, 1796)
           Γεννήθηκε στο Αργοστόλι της Κεφαλονιάς, πήγε στην Ιταλία  για νομικές και φιλοσοφικές σπουδές, ενώ ασχολήθηκε ο ίδιος και με την ιστορία και φιλολογία.. Γι’ αυτό και επισκέφθηκε βιβλιοθήκες και αρχεία στην Ιταλία, Γερμανία, Δανία και Δακία. Στην τελευταία συναντήθηκε με τον Μ. Πέτρο, ο οποίος τον προσκάλεσε στη Ρωσία. Εκεί διαδέχτηκε τον Σωφρόνιο Λειχούδη στη διδασκαλία στη Σλαβο-ελληνο-λατινική  Ακαδημία της Μόσχας, ερεύνησε ρωσικά αρχεία και διατύπωσε αναμορφωτικά υπέρ της ρωσικής παιδείας μέτρα. Παντρεύτηκε ρωσίδα πριγκίπισσα και πέθανε στη Μόσχα.

  ΠΕΤΡΟΣ ΜΕΛΙΣΣΗΝΟΣ (Ρωσία, 1726-1796)
           Γεννημένος στη Ρωσία, όπου ήταν εγκατεστημένος ο πατέρας του, σπούδασε μηχανική στη Μόσχα και φυσική και μαθηματικά στο Παρίσι, αλλά τελικά ακολούθησε τη στρατιωτική σταδιοδρομία. Πήρε μέρος σε αρκετούς πολέμους, αναδιοργάνωσε το πυροβολικό και ασχολήθηκε με οχυρωματικά έργα. Έφθασε μέχρι το βαθμό του στρατηγού του ρωσικού πυροβολικού. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του παραγκωνίστηκε από τον τσάρο. Ωστόσο, καθοριστικής σημασίας  θεωρείται η συμβολή του, όταν μαζί με τον Μαρίνο Χαρμπούρη βοήθησε τον ελληνικής καταγωγής αξιωματικό του ρωσικού στρατού Γεώργιο Παπαζώλη να πείσει τους αδελφούς Ορλώφ για το ενδεχόμενο επανάστασης στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα. – Πρόκειται για τα λεγόμενα Ορλωφικά το 1770, που ναι μεν κατέληξαν σε στρατιωτική αποτυχία και σε άγριες σφαγές των επαναστατημένων Πελοποννησίων από τους Τουρκαλβανούς, κατέστρεψαν  όμως οι Ρώσοι τον οθωμανικό στόλο του  Αιγαίου και διπλωματικά ευνοήθηκαν οι υπόδουλοι Έλληνες τέσσερα χρόνια αργότερα με τη Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774).

  ΜΑΡΙΝΟΣ ΧΑΡΜΠΟΥΡΗΣ (Κεφαλονιά, 1729-1782)
          Πρόκειται για το μεγαλοφυή Κεφαλονίτη μηχανικό, ο οποίος το 1770 μετέφερε από τους βάλτους της Φιλανδίας στην Αγία Πετρούπολη βράχο 2000 τόνων, πάνω στον οποίο ο διάσημος Γάλλος γλύπτης Falconet τοποθέτησε το περίφημο άγαλμα του έφιππου Μεγάλου Πέτρου στην πλατεία της Αγίας Πετρούπολης.
          Γεννήθηκε στο Αργοστόλι. Μετά τις μαθηματικές του σπουδές στην  Μπολώνια  εγκαταστάθηκε στην Αγία Πετρούπολη, όπου με τη στήριξη του Κεφαλονίτη στρατηγού Πέτρου Μελισσηνού  τοποθετήθηκε αξιωματικός στο σώμα Μηχανικών της Αικατερίνης της Μεγάλης. Εκείνη την περίοδο η τσαρίνα Αικατερίνη, μέσα στο πνεύμα του αναγεννημένου ρωσικού εθνικισμού, συνέλαβε την ιδέα ενός γιγαντιαίου αγάλματος του Μεγάλου Πέτρου, με γλύπτη τον Γάλλο Falconet. O γλύπτης υποστήριζε ότι καθετί σε αυτό το μνημείο έπρεπε να είναι μοναδικό: ο τσάρος έπρεπε να φαντάζει μεγαλειώδης και έφιππος να καλπάζει πάνω σ’ έναν τεράστιο βράχο-λόφο, να ποδοπατά ένα φίδι, να συγκρατεί το άλογο στιβαρά, ενώ με το άλλο χέρι να χαιρετά με μια καθησυχαστική κίνηση το λαό του.
          Αλλά στο πρόβλημα της εύρεσης ενός μεγάλου ενιαίου βράχου ως βάσης του αγάλματος, και κυρίως της μεταφοράς του στην Αγία Πετρούπολη τη λύση έδωσε ο  Χαρμπούρης. Εντόπισε τον κατάλληλο ογκόλιθο, ένα γρανίτη στους βάλτους της Φιλανδίας, και επιστρατεύοντας εκατοντάδες εργάτες και δαπανώντας σοβαρά χρηματικά ποσά, αφού επινόησε και εφάρμοσε μεγαλοφυείς τεχνικές και έδωσε πρωτότυπες λύσεις,  πραγματοποίησε κάτι που υπερέβαινε τις ανθρώπινες δυνάμεις και ήταν ανώτερο των μέσων της τότε μηχανικής επιστήμης: μετέφερε το γρανιτένιο βράχο των 2000 τόνων στην Αγία Πετρούπολη, όπου στήθηκε το μεγαλόπρεπο άγαλμα του Μ. Πέτρου. Αργότερα στο Παρίσι έγραψε βιβλίο σχετικό με το όλο ζήτημα της μεταφοράς του βράχου.
        Μετά το θάνατο της γυναίκας του, ο Χαρμπούρης έφυγε από τη Ρωσία και μετά από μια ολιγόχρονη παραμονή στο Παρίσι εγκαταστάθηκε το 1779 στην Κεφαλονιά, όπου θα εφαρμόσει εκεί πρότυπες αγροτικές καλλιέργειες (βαμβάκι, λουλάκι και ζαχαροκάλαμο). Και ενώ η απόπειρά του στεφόταν από επιτυχία, η δολοφονία του το 1782 από τους εργάτες που είχε προσλάβει στις καλλιέργειές του έκλεισε άδοξα τη ζωή και τη δράση μιας σημαντικής μεγαλοφυΐας.

● ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΙΓΓΛΕΣΗΣ (Κεφαλονιά, περίπου 1770 – Οδησσός, περίπου δεκαετία του 1850)
          Γεννήθηκε στην Πεσσάδα της Κεφαλονιάς. Δεκαπεντάχρονος κατατάχθηκε εθελοντικά στο ρωσικό στόλο και πήρε μέρος μέχρι το 1792 στις πολεμικές επιχειρήσεις εκείνης της περιόδου στην Ανατολική Μεσόγειο και στον Εύξεινο Πόντο κατά του οθωμανικού στόλου, κατακτώντας στρατιωτικά αξιώματα. Μετά την αποστράτευσή του λόγω υγείας εγκαταστάθηκε στην Οδησσό, όπου παντρεύτηκε και ασχολήθηκε με το εμπόριο.
          Συμμετείχε ενεργά στην πολιτική και κοινωνική ζωή της πόλης. Ως μέλος επιτροπών συγκέντρωνε χρήματα για τη στήριξη νοσοκομείων και την επισκευή εκκλησιών της Οδησσού, ενώ αρκετές φορές με δικά του χρήματα ανακούφιζε τους άπορους κατοίκους της πόλης σε περιόδους επιδημιών ή συνέβαλε στην αντιμετώπιση του επισιτιστικού προβλήματος.  Παράλληλα, με διάφορους τρόπους βοηθούσε τον απελευθερωτικό αγώνα των συμπατριωτών του Ελλήνων κατά της Οθωμανικής αυτοκρατορίας: οικονομική βοήθεια, αγορά και προώθηση πολεμοφοδίων, προστασία προσφύγων. Για τις παραπάνω προσφορές του τιμήθηκε και από το ρωσικό και από το ελληνικό κράτος.

● ΜΑΡΗΣ ΒΑΛΛΙΑΝΟΣ (Κεφαλονιά, 1808 – Ταγκανρόκ, 1896)
          Γεννήθηκε στις Κεραμιές της Κεφαλονιάς. Χωρίς να έχει πάρει τη στοιχειώδη έστω εκπαίδευση αλλά με εφόδιο την επιθυμία και τη σταθερή θέλησή του να φύγει μακριά από τη φτώχεια της αγροτικής του οικογένειας έφτασε πριν από το 1830 στο Ταγκανρόκ της Αζοφικής θάλασσας με εύρωστη τότε, πρώτο μισό του 19ου αιώνα, ελληνική παροικία. Εργατικός ο ίδιος, αρχικά εργάστηκε σε πλοία που ασχολούνταν με το εμπόριο στην Αζοφική, δεν άργησε όμως να συστήσει δική του εμπορική εταιρεία. Στο επόμενο διάστημα και μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1860 σε συνεργασία με τους άλλους δύο αδελφούς, τον Ανδρέα και τον Παναγή, είχε συγκροτηθεί ένα ολόκληρο δίκτυο επιχειρήσεων του «Οίκου Βαλλιάνου», με τρία βασικά κέντρα, στο Ταγκανρόκ ο Μαρής, στη Μασσαλία ο Ανδρέας και στο Λονδίνο ο Παναγής.
          Η εταιρεία «Μαρίνος Α. Βαλλιάνος», που σύστησε ο Μαρής στο Ταγκανρόκ, ανέπτυξε ποικίλες δραστηριότητες - εμπορική, πλοιοκτητική, ναυλομεσιτική και δανειοδοτική – που γρήγορα απέφερε στον ιδιοκτήτη της υπέρογκα κέρδη, καθώς, όντας ο ίδιος εργατικότατος, διορατικός και τολμηρός, αξιοποίησε σύγχρονές του ιστορικές συγκυρίες (Κριμαϊκός πόλεμος 1854-56, Συνθήκη Παρισιού 1856, Γαλλοπρωσικός πόλεμος 1868), ενώ αρκετές φορές απέφευγε να πληρώνει τελωνειακούς δασμούς. Ο Μ. Βαλλιάνος συγκαταλεγόταν μεταξύ των σπουδαιοτέρων εξαγωγέων της Ανατολικής Μεσογείου, ελέγχοντας ένα μεγάλο μέρος των φορτίων από τα λιμάνια της Αζοφικής θάλασσας και του Ευξείνου Πόντου. Παράλληλα, ήταν από τους πρώτους που γρήγορα στράφηκε στο ατμόπλοιο, αντιλαμβανόμενος τη σημασία και την αξία του νέου πλοίου.
          Πολύκροτη, ωστόσο, υπήρξε η δίκη για το σκάνδαλο του Τελωνείου του Ταγκανρόκ το 1881, στην οποία οδηγήθηκε και ο Μ. Βαλλιάνος μαζί φυσικά και με άλλους εμπόρους αλλά και κρατικούς υπαλλήλους του τελωνείου  με την κατηγορία της χρόνιας λαθρεμπορίας και πλαστογραφίας. Ο Βαλλιάνος καταδικάστηκε σε εξορία στο Τοβόλσκ της Σιβηρίας  και σε υψηλή χρηματική ποινή, την οποία κατέβαλε, αλλά δεν εξέτισε την ποινή της εξορίας, γιατί κέρδισε την έφεση ενώπιον του Ακυρωτικού Εφετείου της Αγίας Πετρούπολης.        
           Κατά καιρούς συνεισέφερε στο ελληνικό κράτος σε δύσκολες εθνικές περιστάσεις, ενώ πάντοτε στήριζε τους Κεφαλονίτες και γενικότερα τους Έλληνες του Ταγκανρόκ. Θεωρείται, τέλος,  ως ένας από τους ευεργέτες της Εθνικής Βιβλιοθήκης Αθηνών μαζί με τους αδελφούς του Παναγή και Ανδρέα.
           Η παρουσία και δράση του Μ. Βαλλιάνου στην Αζοφική απασχόλησε τις εφημερίδες των μεγαλύτερων πόλεων της Ρωσίας: ένας απλός ναυτικός της Κεφαλονιάς κατόρθωσε να μετεξελιχθεί σε πολυεκατομμυριούχο της Νότιας Ρωσίας και να μετατραπεί σε έναν από τους θρύλους του Ταγκανρόκ. Η ζωή του και η δράση του, μάλιστα, ενέπνευσαν αρκετούς λογοτέχνες, όπως τον Αντόν Τσέχωφ, και απασχόλησαν και απασχολούν χρονογράφους και ιστορικούς.