Δημοσιεύτηκε στα Πρακτικά του ΣΤ΄ Διεθνούς Συνεδρίου "Φεραί-Βελεστίνο-Ρήγας",
(Βελεστίνο, 4-7 Οκτωβρίου 2012), Υπέρεια, τ. 6, έκδοση Επιστημονικής Εταιρείας
Μελέτης Φερών-Βελεστίνου-Ρήγα, 2014, σσ. 1099-1109.
Ο Ιούλιος Τυπάλδος Πρετεντέρης[1]
(1814-1883),[2] γόνος
αριστοκρατικής οικογένειας του Ληξουριού
της Κεφαλονιάς, είχε λαμπρές σπουδές στην Ιταλία και σταδιοδρόμησε στο
δικαστικό κλάδο, δημοσιεύοντας μάλιστα αξιοπρόσεκτες νομικές μελέτες στην
ιταλική γλώσσα. Αρχικά δικαστής στην Κεφαλονιά, αργότερα πρόεδρος δικαστηρίων
στη Ζάκυνθο και τέλος μέλος του Ανώτατου
Συμβουλίου Δικαιοσύνης του Ιονίου Κράτους στην Κέρκυρα, διέτρεξε όλη σχεδόν την
κλίμακα της Δικαιοσύνης. Η σχέση του αυτή με τον κρατικό μηχανισμό αλλά και οι
ταξικές του καταβολές δεν του επέτρεψαν να ακούσει τα μηνύματα του καιρού του
και τα αιτήματα των συμπατριωτών του για
ένωση των Ιόνιων νησιών με την Ελλάδα, καθώς ακολούθησε, παρά τα φιλελεύθερα
αισθήματά του,[3] μετριοπαθή
και συμβιβαστική γραμμή, προσκείμενος πολιτικά στη μεταρρυθμιστική παράταξη[4]
με σφοδρή αντιπαλότητα προς τους ριζοσπάστες.[5]
Μετά την ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα (1864) έζησε για μια περίπου
δεκαπενταετία στη Φλωρεντία, όπου δεν έπαψε με τα δημοσιεύματά του και τις
ενέργειές του να εργάζεται για τα εθνικά ζητήματα της πατρίδας του. Τελικά,
θα επιστρέψει στην Κέρκυρα, όπου και θα
πεθάνει το 1883.
Υπήρξε ολιγογράφος ποιητής με
«χαμηλόφωνη»[6] ποίηση. Η
μοναδική του συλλογή Ποιήματα διάφορα (Ζάκυνθος
1856) περιλαμβάνει λυρικά και πατριωτικά ποιήματα, γραμμένα στη δημοτική,[7]
ενώ αργότερα δημοσιεύτηκαν κι άλλα.[8]
Ποιητικός άθλος θεωρείται η μετάφραση της Ελευθερωμένης
Ιερουσαλήμ του T.
Τάσσο (δώδεκα από τα είκοσι άσματα), αλλά μετέφρασε και δύο Νύκτες του Όσσιαν, ενώ διασώθηκαν
αποσπάσματα των μεταφράσεων που έκανε στον Φάουστ
του Γκαίτε και στη Μαρία Στούαρτ του
Σίλλερ.
Ο Ι. Τυπάλδος είναι «γλυκύς και
ήρεμος, αρμονικός και απαλός, γαλήνιος και ευγενής» ποιητής.[9]
Παραμένει πιστός μαθητής του Σολωμού, ο κατεξοχήν επίγονός του, «συνεχιστής του ευαίσθητου λυρισμού, του
ιδανισμού και της υποβλητικότητας του Δ. Σολωμού», αλλά δεν παύει να «είναι δημιουργός με πρωτογενές έργο, που δεν
μπορούμε να προσπεράσουμε ασυγκίνητα τη μουσικότητα και την αμεσότητά του».[10]
Η ποίησή του διακρίνεται από «μια ηδύτητα
και μια εκλεπτυσμένη χάρη», ενώ «με
γνήσια λυρική αίσθηση κρατά πάντοτε τη συνοχή με τον αισθητό κόσμο», χωρίς ο ποιητικός του κόσμος να «ξεστρατίζει προς το αφηρημένο».[11]
Ποιήματά του μελοποιήθηκαν από Επτανήσιους μουσουργούς, κάποια μάλιστα πέρασαν
στα χείλη του λαού και έγιναν λαϊκά τραγούδια.[12]
Ως Επτανήσιος κινήθηκε στο χώρο της
επτανησιακής ποιητικής θεματολογίας: «η έμπνευσή του είναι βασικά πατριωτική·
αφθονεί όμως και το θρησκευτικό στοιχείο στην πιο ιδανική του εκδήλωση»,[13]
ενώ η γυναικεία παρουσία με τον ιδανικό έρωτα δημιουργεί μια αύρα πλούσιας
τρυφερότητας και αβρότητας.[14]
Και τα τρία αυτά στοιχεία άριστα συναντιούνται στο «Ρήγα» του, όπως θα δούμε
αμέσως παρακάτω. Ωστόσο, πρέπει να επισημάνουμε ότι το μεγαλύτερο μέρος αυτού
του ποιήματος έχει γραφτεί πάνω στα πρότυπα του δημοτικού τραγουδιού. Άλλωστε,
ο Ι. Τυπάλδος, ακολουθώντας το δρόμο του δασκάλου του Δ. Σολωμού, μελετούσε τη
δημοτική ποίηση, την οποία αξιοποιούσε κατά τον καλύτερο τρόπο.[15]
Έτσι, έγραψε το «Ρήγα» του πάνω στο
15σύλλαβο στίχο, χρησιμοποίησε επιπλέον εικόνες και σχήματα λόγου του δημοτικού
τραγουδιού και κυρίως ένα γενικότερο «άρωμα
της δημοτικής ποίησης» αποπνέουν ολόκληρες ενότητες του συγκεκριμένου
ποιήματος.[16]
«Ο Ρήγας» τιτλοφορείται το ποίημα,
που ο ίδιος ο Ι. Τυπάλδος είχε προτάξει στην έκδοση του 1856.[17]
Και φυσικά δε θα ήταν χωρίς νόημα αυτή η πρόταξη. Σίγουρα ο ποιητής σηματοδοτούσε
με το «Ρήγα» του την πατριωτική διάσταση της ποίησής του, τη φιλοπατρία του και
το φιλελευθερισμό του.[18]
Άλλωστε, αρκετά είναι τα ποιήματά του με πατριωτικό περιεχόμενο[19],
καθώς «τα λεγόμενα εθνικά θέματα [...] απασχολούν και γεμίζουν την παραγωγή
του Τυπάλδου», τον παρουσιάζουν ως «σταυροφόρο
του πατριωτισμού» και του αποδίδουν το γνώρισμα της φιλοπατρίας,[20]
η οποία προφανώς του ενέπνευσε το «Ρήγα».[21] Μόνο που ο σπουδαίος διαφωτιστής και
επαναστάτης του Βελεστίνου παρουσιάζεται
μέσα από την «πατριδολάτρισσα» ποίηση του Ι. Τυπάλδου πολύ διαφορετικά απ’ ό,τι
τον γνωρίζουμε.
«Ο Ρήγας» είναι ένα πολύστιχο ποίημα, που
αποτελείται από τρία μέρη: «Η έμπνευσις», «Η συνωμοσία», «Ο θάνατος». Στο πρώτο
μέρος γίνεται λόγος για τη σύλληψη από τον Ρήγα της ιδέας για την απελευθέρωση
των Ελλήνων, τον οποίο ο ποιητής παρουσιάζει ως «νιο τραγουδιστή». Δεν
εκπλήσσει ίσως αυτή η παρουσίαση. Είναι γνωστή η απήχηση και ο ρόλος, που
έπαιξε στην εθνική και αγωνιστική ενδυνάμωση των σκλαβωμένων Ελλήνων ο «Θούριος»
του Ρήγα. Και επιπλέον είναι γνωστό από τα ανακριτικά κυρίως έγγραφα ότι ο
ίδιος ο Ρήγας στα σπίτια των Ελλήνων στη Βιέννη τραγουδούσε το «Θούριό» του.[22]
Εξάλλου, στη λαϊκή και όχι μόνο εικονογραφία αγαπημένο θέμα ήταν η παράσταση
του Ρήγα που κρατά ή παίζει λαούτο.[23]
Ο «νιος τραγουδιστής», λοιπόν, αμέριμνος
απολάμβανε «της νύκτας αύρα δροσερή».
Και ενώ «ύπνος γλυκός τον πήρε», του
φανερώθηκε «μία ουρανοκατέβατη και
αγγελική Παρθένα». Αφού τον έψεξε για την παθητική και αδιάφορη στάση του -
«Κάθεσαι, νιε, κι’ αναγαλιάς με τρυφερά
τραγούδια / [...] / κι’ η γης όπου σ’ εγέννησε παντού είναι ερμιά και κλάψα»
- τον προέτρεψε, υψώνοντας το σταυρό, να μπει μπροστάρης και με λόγια
πατριωτικά και θούριους πολεμικούς ν’ ανάψει σ’ όλους τους υπόδουλους «ελευθεριάς λαχτάρα» και, αν χρειαστεί,
να ποτίσει το δέντρο της λευτεριάς ακόμη και με το αίμα του. Ξυπνώντας το
χάραμα, νιώθει «μία δύναμη κρυφή» να
τον κατευθύνει. Παίρνει το δρόμο προς την κορυφή του βράχου και μπαίνει στο ερημοκλήσι.
Εκεί, μπροστά στην εικόνα της Παναγίας δίνει τον όρκο ότι «όπου είναι γης ελληνική και Τούρκος βασιλεύει», θα ανάψει σε όλες
τις καρδιές «ελευθεριάς λαχτάρα» και
θα σύρει «κραυγή πολέμου», που «από τη
Βόσνα ν’ ακουσθή στης Αραπιάς τα μέρη· / ν’ ανάψη πόλεμος φρικτός, τα όρη ν’
ανασάνουν / ή σύρριζα να πέσουνε να μας καταπλακώσουν». Ορκίζεται, λοιπόν,
να εργαστεί για τον ξεσηκωμό όλης της υπόδουλης στους Οθωμανούς Βαλκανικής.
Το δεύτερο μέρος, «Η συνωμοσία»,
αναφέρεται στη δράση του νιου τραγουδιστή. Ο τελευταίος, εγκαταλείποντας πια
την αμέριμνη ζωή, έχει μετεξελιχθεί σε θερμό κήρυκα της Επανάστασης, καθώς τώρα
«τρέχει τους κάμπους, τα χωριά, τες
χώρες, τα λαγκάδια», για να
αφυπνίσει τον υπόδουλο λαό.[24]
Συναντιέται κυρίως με τους κλέφτες, με εκείνους δηλαδή που μπορούσαν να
ανοίξουν πόλεμο με τους κατακτητές, και τους καλεί «όλοι με μιας ατρόμακτα στους Τούρκους να ριχτούμε· / ν’ ανάψη πόλεμος
φρικτός, να παίξη το τουφέκι, να μάθη ο κόσμος τ’ είναι ανδρειά, τ’ είν’ Έλληνες
να μάθη». Τους εμψυχώνει, μάλιστα, εξαίροντας τη λαμπρή καταγωγή τους, στο
όνομα της οποίας οφείλουν να αγωνιστούν. Άλλωστε, ο ξεσηκωμός κατά του
κατακτητή είναι θέλημα Θεού, καθώς «φωνή
που ήλθε απ’ ουρανούς στον πόλεμο μας κράζει». Και κλείνει το μέρος αυτό με
πολεμιστήριο άσμα, όπου περιγράφονται τα βάσανα της δουλείας, ενώ καλούνται οι
υπόδουλοι να αδράξουν τα όπλα εναντίον
των κατακτητών: «Αδέλφια, τι προσμένετε;
Λεβέντες μου, τι αργείτε; / Αδράξετε όλοι τ’ άρματα, σα λέοντες πεταχθήτε.
[...] / Ας είν’ οι Τούρκοι αμέτρητοι, βροντά η πατημασιά σας, / ο κουρνιαχτός
ασκώνεται και χάνονται μπροστά σας».
Το τρίτο μέρος, «Ο θάνατος», ο
ποιητής το διαιρεί σε τρεις ενότητες. Στην πρώτη ενότητα αφηγείται το θάνατο
του Ρήγα, ο οποίος βέβαια (θάνατος) δεν έχει καμιά σχέση με τα ιστορικά
γεγονότα. Ανταριασμένος είναι ο Δούναβης λόγω της σύλληψης των αγωνιστών, μεταξύ των οποίων
είναι και ο Ρήγας, ο οποίος όμως κατορθώνει να σπάσει τις σιδερένιες αλυσίδες,
που τον δένουν. Αλλά, αφού «κτυπάει
δεξιά, κτυπάει ζερβιά, δεξιά, ζερβιά σκοτώνει», τελικά «και πάλι πέφτει ζωντανός εις των Τουρκών τα
χέρια», οι οποίοι τον σκοτώνουν.[25]
Το νεκρό, όμως, σώμα του το παίρνουν μέσα στη νύκτα οι συναγωνιστές του και, αφού το πλένουν και το στεφανώνουν, το θάβουν
με κλάματα και μοιρολόγια σ’ ένα ερημοκλήσι.
Η δεύτερη ενότητα μοιάζει με χορικό
αρχαίας τραγωδίας. Άλλωστε, ο Ι. Τυπάλδος είχε δοκιμάσει την πένα του στη
σύνθεση τραγωδιών.[26]
Ο χορός των γυναικών εκφράζει τη λύπη του για το χαμό του Ρήγα, ο χορός των
παλικαριών διαβεβαιώνει ότι ο θάνατος
του ήρωα θα εμψυχώσει τους αγωνιστές για τη συνέχιση του αγώνα, ενώ οι ιερείς,
ως κορυφαίοι του χορού, καλούν τον κόσμο, αφού ενταφιάσουν το νεκρό, να κάνουν
δέηση μπροστά στην εικόνα της Παναγίας, η οποία (δέηση) συνιστά την τρίτη ενότητα
του τρίτου μέρους. Δέονται στη «γλυκειά
Παρθένα» να τους ευσπλαχνιστεί και να μεσιτέψει στο «θείο Παιδί» της, έτσι ώστε να διώξουν τους βάρβαρους κατακτητές, που σκορπίζουν τον
τρόμο και το θάνατο και «πατούν τα
μνήματα όπου είν’ θαμμένοι / οι πρώτοι που έκραξαν εσέ Μαρία, / Παρθένα Θεία».[27]
Ολοφάνερη είναι η θρησκευτική
επίδραση στο «Ρήγα». Με προφανή υπερβατικό τρόπο βάζει ο Ι. Τυπάλδος το νιο
τραγουδιστή, τον Ρήγα δηλαδή, να συλλαμβάνει την ιδέα του ξεσηκωμού εναντίον
του σουλτάνου: παίρνει από την Παναγία την εντολή ν’ αγωνιστεί για την
ελευθερία της πατρίδας του - κάτι βέβαια
που δεν έχει σχέση με τα πραγματικά γεγονότα. Έτσι, από την αρχή κιόλας του
ποιήματος δημιουργείται μια θρησκευτική, μια χριστιανική ατμόσφαιρα, μες στην
οποία εμπεριέχεται η φιλοπατρία. Με την εμφάνιση της Παναγίας υποδηλώνονται
προφανώς οι δεσμοί της ελληνικής Επανάστασης με την ορθοδοξία, αλλά κυρίως προοικονομείται
η συνεχής θεϊκή παρουσία σε όλο σχεδόν το ποίημα και φυσικά σε όλη τη δράση του
Ρήγα. Μετά το όραμα της Παναγίας ο νιος τραγουδιστής τρέχει στο ερημοκλήσι, για
να υποσχεθεί στη «θεϊκή Παρθένα» την
τήρηση της εντολής της. Όταν (στο δεύτερο μέρος) ο Ρήγας θα διαδίδει τον
ξεσηκωμό, δε θα σταματά να τονίζει ότι το μήνυμα είναι θεόσταλτο, του οποίου
αυτός είναι ένας απλός απόστολος: «Φωνή
που ήλθε απ’ ουρανούς στον πόλεμο μας κράζει, κ’ εγώ μόνος την άκουσα στον ύπνο
που εκοιμώμουν».
Αλλά και στην πρώτη ενότητα του
τρίτου μέρους ο Ρήγας, απευθύνοντας τα τελευταία του λόγια προς τους αλλόθρησκους
βασανιστές του, εκφράζει τη σίγουρη πεποίθησή του για την τελική έκβαση του
αγώνα χάρη στη θεϊκή βοήθεια: «Άφαντοι
αγγέλοι τ’ Ουρανού μας οδηγούν στη μάχη. / Σημαία υψώστε του Σταυρού πούναι
σημείο της νίκης, / άσπρη σαν κρίνος, γαλανή σαν τ’ Ουρανού το χρώμα, / και
στων εχθρών τα βλέμματα σαν αστραπή θα λάμψη». Και αυτό το χριστιανικό
κλίμα ολοκληρώνεται με τη δέηση στην Παναγία. Η γλυκειά Παρθένα, που στην αρχή
του ποιήματος φάνηκε στην «υπνοφαντασιά» του νιου τραγουδιστή, για να τον
κατευθύνει στον αγώνα της απελευθέρωσης, τώρα, μετά το θάνατό του, δέχεται τη
δέηση των υποδούλων για βοήθεια στη συνέχιση του άνισου αγώνα τους εναντίον του
αλλόθρησκου κατακτητή.
Αναμφισβήτητα, το ποίημα καλύπτεται
από μια ατμόσφαιρα μυστικότητας: ο νιος τραγουδιστής προσπαθεί να ταιριάσει το τραγούδι του «μυστικά με την κρυφή αρμονία»· μια «δύναμη κρυφή» σπρώχνει τώρα τον
τραγουδιστή για την εκπλήρωση του σκοπού του· μια «μυστική ακτίνα» τον οδηγεί στο ερημοκλήσι, όπου μέσα σε «μυστικές
ουράνιες μελωδίες» θα δώσει τον όρκο του μπροστά στην εικόνα της Παναγίας· μες
στα δασωμένα βουνά, που «κρυφοβογγάει τ’ αέρι»,
πρωταρχίζει να αναρριπίζει την ιδέα του αγώνα και με όσους συναντιέται
ανταλλάσσει μόνο «δυο λόγια μυστικά και
πάντα εμπρός πηγαίνει»· με «κρυφά
κλάϋματα» αντιμετωπίζουν την κατακτητική βία οι γυναίκες, ενώ οι ιερείς
εξακολουθούν «κρυφά [να] δοξάζουν» την
Παναγία και το «θείο Παιδί» της.[28]
Με όλα αυτά υποδηλώνεται το συνωμοτικό κλίμα, αναγκαίο για τη διάδοση της ιδέας
του ξεσηκωμού και την προετοιμασία της
επανάστασης. Η όλη πατριωτική δραστηριότητα του Ρήγα γίνεται με βάση τους
συνωμοτικούς κανόνες, για να μην υποψιαστούν τίποτε οι κατακτητές. Η συνωμοσία
τελικά θα ευοδωθεί και ο ξεσηκωμός των υποδούλων θα γίνει πραγματικότητα.
Ταυτόχρονα, αυτό το «αιθέριο μυστικό»[29],
το οποίο σκεπάζει όλο το ποίημα, έρχεται να προοικονομήσει το υπερβατικό
στοιχείο, που θα κατακλύσει το ποίημα. Ο
Ρήγας εμφανίζεται πέρα κι έξω από κάθε πραγματική διάσταση, καθώς «προβάλλει στη φαντασία του Τυπάλδου με την
άχνα του ονείρου και του ρεμβασμού».[30]
Παρουσιάζεται ως νιος τραγουδιστής, ονειροπόλος, χωρίς, αρχικά, καμιά αγωνία
για την τύχη της πατρίδας του, που περιμένει το «εξ ουρανού» μήνυμα, για να
κινητοποιηθεί. Έτσι, ο Ρήγας, σύμφωνα με την εύστοχη παρατήρηση του Κ. Παλαμά, «μετουσιώνεται, σε τρόπο που θυμίζει την Jeanne d’ Arc, την εθνικήν ηρωΐδα των Γάλλων,
[...] καθώς οραματίζεται και καθώς εμπνέεται από την Παναγία».[31]
Ο Ι. Τυπάλδος, λοιπόν, έχει
«καθαρίσει» τον ήρωά του από κάθε πραγματικό στοιχείο, από κάθε ιστορική
αλήθεια.[32] Αντίθετα
προς τα αδιάσειστα στοιχεία της ιστορικής επιστήμης ο ποιητής θέλησε ο Ρήγας
«του» να ξεκινά το διαφωτιστικό και επαναστατικό του έργο μετά από θεϊκή παρότρυνση,
θέλησε να δολοφονείται από τους εχθρούς του, αφού όμως προηγουμένως ο ίδιος,
σπάζοντας τις αλυσίδες του, σκότωσε κάποιους από αυτούς, και θέλησε το νεκρό σώμα του ήρωα να
ενταφιάζεται από τους ομογενείς του με την πρέπουσα περιποίηση και τιμή. Προφανέστατα,
θέλησε να υπογραμμίσει το θρησκευτικό χαρακτήρα του εθνικού αγώνα, τη
χριστιανική διάσταση της ελληνικής Επανάστασης. Άλλωστε, ο ίδιος ο ήρωάς του
επιμένει ότι «φωνή που ήλθε απ’ ουρανούς
στον πόλεμο μας κράζει», γι’ αυτό και «άφαντοι
αγγέλοι τ’ Ουρανού μάς οδηγούν στη μάχη». Ο «πατριδολάτρης και
θρησκευόμενος» Κεφαλονίτης ποιητής μάς έδωσε τη λυρική έκφραση του Θεσσαλού
διαφωτιστή και επαναστάτη, γιατί πίστευε ότι με την εξιδανικευμένη μορφή του
Ρήγα εκπληρωνόταν καλύτερα ο σκοπός της ποίησης και της τέχνης γενικότερα.
Ωστόσο, ο Ι. Τυπάλδος επανέρχεται στην
προσωπικότητα και την προσφορά του Ρήγα με το ποίημά του «Ο τραγουδιστής».[33]
Πρόκειται για πολύστροφο ποίημα, με το οποίο ο ποιητής καταγγέλλει την τυραννία
του Αλή-πασά, ο οποίος με τη βία κρατά κοντά του «κόρη ξανθή ηλιοστάλαχτη», που περιμένει τον αγαπημένο της, ένα «αγένειο παλληκάρι», «ανδρείο τραγουδιστή»· εκθειάζει, επίσης,
τον αγώνα του Ρήγα, του «ανδρείου
τραγουδιστή», ενώ δεν ξεχνά να τιμήσει το δάσκαλό του Δ. Σολωμό, που με τον «Ύμνο εις την
Ελευθερία» σηματοδότησε κατά καίριο τρόπο την εθνική/πατριωτική ποίηση.
Και σε αυτό το ποίημα ο Ι. Τυπάλδος
παρουσιάζει τον Ρήγα ως «ανδρείο
τραγουδιστή», που κι εδώ «θεία
έμπνευση [τον] χτυπάει», αφού προηγουμένως «συνομίλησε» με τους νεκρούς της
πατρίδας, οι οποίοι ενέκριναν την αποστολή του.
«Τρέχει πέλαγα και γη», για να
σπείρει το σπόρο της επανάστασης και ο λόγος του «τες καρδιές ανάβει, καίει». Αλλά και το θάνατο τον αντιμετωπίζει «με το πρόσωπο ιλαρό», βέβαιος ότι έπραξε
το καθήκον του. Και τη βεβαιότητα αυτή την πιστοποιεί η «πολεμόκραχτη φωνή»,[34]
που «σα σπαθί χτυπάει και σχίζει» σε
όλη την υπόδουλη χώρα: η επανάσταση έχει ξεκινήσει και μέσα από τους τάφους «ασηκώνεται, προβαίνει / ολοφώτιστη θεά».
Είναι η «απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη / των
Ελλήνων τα ιερά» Ελευθερία με το τρομερό σπαθί της στο χέρι, «που με βία μετράει την γη». Κάτω,
λοιπόν, από αυτές τις συνθήκες «ακαρτέρει,
θάρθει η ώρα / η στερνή της συμφοράς» για τον Αλή-πασά αλλά και για κάθε τύραννο
κατακτητή.
Όπως έχει γίνει φανερό, και στον
«Τραγουδιστή» ο Ι. Τυπάλδος κινείται πάνω στο ίδιο μοτίβο του πατριωτισμού, της
χριστιανικής πίστης (σε λιγότερο βέβαια βαθμό) και της ερωτικής τρυφερότητας - στοιχεία
της επτανησιακής ποίησης. Το αρχικά «αγένειο
παλληκάρι» με την αμέριμνη νεανική ζωή γρήγορα θα μετεξελιχθεί σε «ανδρείο τραγουδιστή», που «με τραγούδια φλογερά», μετά από «θεία έμπνευση» θα ξεσηκώσει τους
υπόδουλους, ενώ θαρραλέα θα αντιμετωπίσει το θάνατο. Μόνο που απουσιάζει το
μυστήριο και ο μυστικισμός του προηγούμενου ποιήματος, αν και το φεγγάρι με το
φως του πάνω από τη λίμνη ανοίγει και κλείνει το ποίημα.[35]
Ο Ι. Τυπάλδος, τέλος, σχετίζεται ακόμη
έμμεσα αλλά ουσιαστικά με τον Ρήγα, καθώς έχει ενστερνιστεί το όραμα του Θεσσαλού
διαφωτιστή και επαναστάτη ενταγμένο βέβαια στο μεγαλοϊδεατισμό του δεύτερου
μισού του 19ου αιώνα. Ο Κεφαλονίτης ποιητής, εγκατεστημένος μετά το
1867 στη Φλωρεντία, δε σταμάτησε να παρακολουθεί τα πολιτικά και διπλωματικά
τεκταινόμενα στην Ελλάδα και την Ευρώπη, ιδιαίτερα ό,τι είχε σχέση με την
υλοποίηση της Μεγάλης Ιδέας. Αρθρογραφούσε στον ιταλικό τύπο υπέρ της Κρητικής
Επανάστασης του 1866-1869 και υπέρ της ελληνικής κυβέρνησης για το ζήτημα των
μεταλλείων του Λαυρίου,[36]
ενώ συμμετείχε σε πρωτοβουλίες προώθησης των ελληνικών ζητημάτων, όπως εκείνο
της απελευθέρωσης της Ηπείρου και Θεσσαλίας.[37]
Γι’ αυτό και αμέσως μετά την
προσάρτηση της περιοχής της Άρτας και της Θεσσαλίας στο ελληνικό κράτος το 1881
δημοσίευσε σε εφημερίδα της Κέρκυρας, όπου στο μεταξύ είχε επιστρέψει από τη
Φλωρεντία, το ποίημά του «Διά την ένωσιν με την Ελλάδα των νέων ελληνικών
επαρχιών το έτος 1881»,[38]
που συνιστά και «το κύκνειο τραγούδι του
πατριδολάτρη Τυπάλδου», ο οποίος «ευτύχισε
πριν πεθάνει να ιδεί ένα μεγάλο μέρος της σκλαβωμένης ελληνικής γης ενωμένο με
την κοινή πολυστέναχτη μάννα».[39]
Εκφράζει την ικανοποίησή του για την προσάρτηση αυτή και περιγράφει τα
χαρούμενα συναισθήματα των νέων πολιτών του ελληνικού κράτους, χωρίς να ξεχνά ότι
ακόμη παραμένουν ελληνικές περιοχές αλύτρωτες. Καλεί, ωστόσο, τους συμπατριώτες
του να έχουν «άγρυπνο βλέμμα», γιατί
«δεν είναι / γενναία πάντα των ξένων τα
δώρα», εξηγώντας ότι «συχνά δείχνουν
ευχάριστα τώρα / κ’ έχουν μέσα φαρμάκι κρυφό». Όντας καχύποπτοι απέναντι
στις ξένες Μεγάλες Δυνάμεις, οφείλουν οι Έλληνες να βασιστούν στις δικές τους
δυνάμεις για την εθνική τους ολοκλήρωση – εκτίμηση και άποψη που ταυτίζεται με
του Ρήγα τη στρατηγική και τακτική.[40]
Και στο σημείο αυτό, αντιλαμβανόμενος
ο Ι. Τυπάλδος τη γενικότερη αντιβαλκανική πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων με την
αναμόχλευση εθνικών διαφορών και την υποδαύλιση της διχόνοιας μεταξύ των
βαλκανικών λαών («Μύρια πάθη, διχόνοιες
θα πλάσουν / τεχνικά, τους λαούς να χωρίσουν· / και αν αυτοί πλανεθούν, θα
περάσουν / από ξένο σε ξένο ζυγό»), αλλά
και γνωρίζοντας τα οράματα και τους μέχρι τότε αγώνες των τελευταίων,[41]
απευθύνεται σε όλους τους Βαλκάνιους και τους καλεί σε «ιερή συμμαχία» για την
αποτίναξη της οθωμανικής δεσποτείας από τη χερσόνησο του Αίμου, την
αντιμετώπιση των δολοπλοκιών των ευρωπαϊκών Μεγάλων Δυνάμεων και την παγίωση
της δικής τους προόδου και ευημερίας. Με
γενικό προσκλητήριο, που θυμίζει στίχους από το «Θούριο» του Ρήγα, καλούνται «Γραικοί, Βούλγαροι, Σέρβοι, Ρουμάνοι, / όλοι
ανδρείοι, τολμηρό Μαυροβούνι» να βρεθούν «ενωμένοι μαζί», για να έχουν σίγουρο και ευνοϊκό το μέλλον τους.
Και θα λάβουν «νίκη λαμπρή», αν «στων εχθρών τες απάτες, [και] τη βία»
αντιτάξουν «με θάρρος / την ιερή των λαών
συμμαχία».[42]
Έτσι, μέσα από τους στίχους αυτούς
αποκτά ο Ι. Τυπάλδος μια έμμεση αλλά σαφή σχέση με τα κηρύγματα του Ρήγα για
την ενότητα και συνεργασία των βαλκανικών λαών.[43]
Άλλωστε, δεν ήταν τυχαίο που ο Κεφαλονίτης λυρικός ποιητής στην πρώτη έκδοση
των Ποιημάτων του πρώτο ποίημα
τοποθέτησε τον ύμνο του στον Ρήγα, «το
αίμα του οποίου εστάθη η πρώτη σπίθα, που άναψε τη μεγάλη φλόγα», όπως ο
ίδιος έχει σημειώσει.[44]
Από εκείνα, λοιπόν, τα χρόνια φαίνεται ότι ο Ι. Τυπάλδος έτρεφε ιδιαίτερη
εκτίμηση στην προσωπικότητα του Θεσσαλού διαφωτιστή και επαναστάτη και είχε
αξιολογήσει σωστά την πρωτοπόρα συνεισφορά του στην απελευθέρωση της πατρίδας
του και των υπόλοιπων υπόδουλων βαλκανικών λαών.
[2] Για τη ζωή του Ι.
Τυπάλδου βλ. Ηλίας Α. Τσιτσέλης, Κεφαλληνιακά
Σύμμικτα, τ. Α΄, εν Αθήναις 1904, σσ. 739-741, (ενώ οι σσ. 741-747
αναφέρονται στο έργο του ποιητή και στην υποδοχή που είχε η πρώτη έκδοσή του), καθώς και
Μαρίνος Σιγούρος, «Βιογραφικόν σημείωμα [Ιουλίου Τυπάλδου]», στο Ιουλίου
Τυπάλδου, Ποιήματα, Εκδοτικός Οίκος
Γεωργίου Φέξη, εν Αθήναις 1916, σσ. 5-6.
Βλ. επίσης Φαίδων Κ. Μπουμπουλίδης, «Ιούλιος Τυπάλδος», Ελληνική Δημιουργία, τ. Ε΄, τχ. 49 (15 Φεβρουαρίου 1950), σσ.
273-278, καθώς και Ντίνος Κονόμος, «Εισαγωγή», στο Τυπάλδος, Άπαντα. Ποιήματα – πεζά – γράμματα – μεταφράσματα
– ιταλικά, Αναστύλωσε Ντ. Κονόμος, Εκδόσεις Πηγής, Αθήνα 1953, όπου σσ.
9-27 πλούσια βιογραφικά στοιχεία για τον ποιητή.
[3] Ήταν
ένας από τους τέσσερις Επτανησίους, που πρότειναν με υπομνήματά τους το 1848
προς την Αγγλική Προστασία την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων και κυρίως εκείνης της
ελευθεροτυπίας, βλ. Παναγιώτης Χιώτης, Ιστορία
του Ιονίου Κράτους από συστάσεως αυτού μέχρις ενώσεως, έτη 1815-1864, τ.
Β΄, περιέχων από αρμοστείας Άδαμ 1824 έως ενώσεως 1864, εν Ζακύνθω 1877, σσ.
134-135.
[4] Οι
μεταρρυθμιστές δεν προωθούσαν την άμεση λύση της ένωσης των Επτανήσων με την
Ελλάδα, όπως οι ριζοσπάστες, επειδή δε θεωρούσαν ώριμα τα πράγματα, γι’ αυτό
και επιδίωκαν την εφαρμογή συνταγματικών μεταρρυθμίσεων. Κατακρίθηκε ο Ι.
Τυπάλδος από τους ενωτικούς πατριώτες ότι με υπόμνημά του, που διαβιβάστηκε τον
Ιούλιο του 1858 προς την κυβέρνηση της «Προστάτιδας» Δύναμης των Επτανήσων
Αγγλίας, υποστήριξε το προτεινόμενο από τον τότε Άγγλο αρμοστή των Επτανήσων
σχέδιο του αποικισμού από την Αγγλία της Κέρκυρας και των Παξών με ταυτόχρονη
παραχώρηση των υπόλοιπων νότιων νησιών στην Ελλάδα, κάτι που ίδιος θεώρησε κακοήθη
σκευωρία και με επιμονή διέψευδε. Βλ.
σχετικά Π. Χιώτης, ό.π., σσ. 369-377,
και Φρ. Λένορμαν, Το Ιόνιον ζήτημα
ενώπιον της Ευρώπης, μετάφρασις εκ του γαλλικού υπό Επτανησίου, εν Ζακύνθω
1859, σσ. 72-74. Πρβλ. Μ. Σιγούρος, ό.π.,
σσ. 6-7· Φ. Μπουμπουλίδης, ό.π., σσ.
276-277· Ντ. Κονόμος, ό.π., σ. 14. Για
την πράγματι επικίνδυνη αυτή φάση του Ενωτικού ζητήματος των Επτανήσων βλ. την
αξιόλογη μελέτη του Σπύρου Δ. Λουκάτου, «Επικίνδυνη κρίση στο Ενωτικό των
Επτανήσων Ζήτημα. Η απόπειρα αποικισμού της Κέρκυρας και των Παξών, 1856-1858»,
Κυμοθόη, τχ. 18 (2008), σσ. 89-114,
όπου γίνεται λόγος και για το υπόμνημα του Ι. Τυπάλδου.
[5] Ο
Ι. Τυπάλδος ήταν λόγω πολιτικών πεποιθήσεων κατά των ριζοσπαστικών απόψεων και
πρακτικών. Σε επιστολές του προς το φίλο του Νικόλαο Θωμαζαίο (Nicolo Tommaseo) χαρακτηρίζει τους ριζοσπάστες «πανούργους» και «αγύρτες»
και τους θεωρεί πράκτορες των Ρώσων. Βλ. σχετικά Γεώργιος Θ. Ζώρας, Επτανησιακά Μελετήματα, τ. Γ΄,
(Θωμαζαίος και Επτανήσιοι, ανέκδοτος αλληλογραφία), Σπουδαστήριον Βυζαντινής
και Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθήναι 1966, σσ. 381-403.
[6] Ο
χαρακτηρισμός είναι του Γιώργου Πετρόπουλου, Εκ των Επτανησίων, εκδ. Ιωλκός, [Αθήνα 1999], σ. 90.
[7] Έγραψε
τα ποιήματά του αλλά και τα πεζά του κείμενα στη δημοτική, την οποία παράλληλα υπερασπίστηκε, όπως ο Δ. Σολωμός κι
άλλοι Επτανήσιοι ποιητές, με άρθρα και μελέτες του. Αξιοπρόσεκτη παραμένει η
μελέτη του με τίτλο «Η γλώσσα», που πρωτοδημοσιεύτηκε στην έκδοση του 1856 (βλ.
παρακάτω σημ. 8), με την οποία (μελέτη) αποδεχόταν τη δημοτική ως τη φυσική
εξέλιξη και τη νόμιμη κληρονόμο της αρχαίας ελληνικής.
[8] Αναφέρουμε
τις εκδόσεις του έργου του Ι. Τυπάλδου: Ιουλίου Τυπάλδου, Ποιήματα διάφορα, εν Ζακύνθω 1856, [Με την αφιέρωση: «Προς τον
ποιητήν της Νέας Ελλάδος Διονύσιον Σολωμόν τούτους τους στίχους σημείον
σεβασμού και αγάπης προσφέρει Ιούλιος Τυπάλδος»]. Στην έκδοση αυτή
πρωτοδημοσιεύεται η επιμνημόσυνη ομιλία του για τον Δ. Σολωμό και η εξαίρετη μελέτη του για τη δημοτική γλώσσα. (Από τον Η.
Τσιτσέλη, ό.π., σ. 745, σημ. 1,
μαθαίνουμε ότι ο Π. Βράίλας-Αρμένης προετοίμαζε έκδοση των έργων του Ι.
Τυπάλδου με πλούσια εισαγωγή, η οποία δυστυχώς ματαιώθηκε λόγω του θανάτου
του). Ιουλίου Τυπάλδου, Ποιήματα, Μετά
βιογραφίας του ποιητού υπό Μαρίνου Σιγούρου, Εκδοτικός Οίκος Γεωργίου Φέξη, εν
Αθήναις 1916. Τυπάλδος, Άπαντα. Ποιήματα-
πεζά- γράμματα – μεταφράσματα – ιταλικά, Αναστύλωσε Ντίνος Κονόμος,
Εκδόσεις Πηγής, Αθήνα 1953, [«Νεοελληνική
Βιβλιοθήκη 5», Διευθυντής Γ. Βαλέτας]. Ιούλιος Τυπάλδος, Άπαντα, Επιμέλεια – εισαγωγή Ντίνος Κονόμος, Εταιρεία Ελληνικών
Εκδόσεων, [«Άπαντα των Νεοελλήνων Κλασσικών»], Αθήναι [1968].
[10] Θεοδόσης
Πυλαρινός, Επτανησιακή Σχολή, εκδ.
Σαββάλα, [Αθήνα 2003], σ. 78. Ωστόσο, ο Ανδρέας Καραντώνης, Φαναριώτικη και επτανησιακή ποίηση, εκδ.
Επικαιρότητα, Αθήνα 1987, σ.137, θεωρεί ότι η ποίηση του Ι. Τυπάλδου, με μέτρο
σύγκρισης βέβαια τον Σολωμό, δίνει «την εντύπωση μικρής πνοής και μιας κάποιας
θεματογραφικής φτώχειας». Πρόκειται για τη γενικότερη αντίληψη ότι ο
Σολωμός «είναι αναμφιβόλως ο κορυφαίος
της Επτανησιακής Σχολής» (Γ. Θ. Ζώρας, Επτανησιακά
Μελετήματα, τ. Α΄, Σπουδαστήριον Βυζαντινής και
Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Αθήναι 1960, σ. 113) και οι
υπόλοιποι Επτανήσιοι ποιητές δε φθάνουν το ανάστημά του. Χαρακτηριστική είναι η
εκτίμηση του Βάσου Βαρίκα, Συγγραφείς και
κείμενα. Γ΄ 1969-1971, εκδ. Ερμής, Αθήνα 1987, 103: «οι μόνοι [από τους συνοδοιπόρους και επιγόνους του Σολωμού] που θα μπορούσαν να αναφερθούν, ο Τυπάλδος
και ο Μαρκοράς, θέλουν να είναι κοντά του, δεν είναι όμως, αλλοίμονο, σε θέση
να τον πλησιάσουν».
[11] Λίνος
Πολίτης, Ιστορία της Νεοελληνικής
Λογοτεχνίας, εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1985 (δ΄
έκδοση), σ. 161.
[12] Γενικότερα,
το ποιητικό έργο του Ι. Τυπάλδου, σύμφωνα με τη χαρακτηριστκή φράση του Μ.
Σιγούρου, ό.π., σ. 12, «φαίνεται σαν ένας ναός λιτού δωρικού
ρυθμού, από τον οποίον αντηχεί μια μαγευτική αρμονία. Ιερουργεί εκεί μέσα η
αληθινή Τέχνη».
[13] Κ.
Θ. Δημαράς, Ιστορία της Νεοελληνικής
Λογοτεχνίας, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1975 (στ΄ έκδοση), σ. 291.
[14] «Τα κύρια χαρακτηριστικά των ποιητών της
Σχολής αυτής [της Επτανησιακής] είναι
η δημοτική γλώσσα, η μουσική αρμονία, η αγάπη στην πατρίδα, η πίστη στον Θεό, η
εξιδανίκευση της γυναίκας και του έρωτα, η αγάπη στη φύση, η στιχουργική
ποικιλία, κάποτε και η σατιρική διάθεση», Γιώργος Γ. Αλισανδράτος, Σολωμικά Μελετήματα, («Οι επίγονοι του Σολωμού» (Σύντομο
διάγραμμα)), εκδ. Πορεία, Αθήνα 2004, σ. 87. Ωστόσο, βλ. Ευριπίδης Γαραντούδης.
Οι Επτανήσιοι και ο Σολωμός. Όψεις μιας
σύνθετης σχέσης (1820-1950), εκδ. Καστανιώτη, σσ. 23-166, όπου
επανεξετάζονται απόψεις και αντιλήψεις για την επτανησιακή ποίηση του 19ου
αιώνα.
[15] Ο
Ι. Τυπάλδος πίστευε ότι «ο μεγαλύτερος
ποιητής της Ελλάδος είναι ο λαός· και ότι τα τραγούδια του, πάντοτε ωραιότατα,
συχνά υπέροχα διά το ύψος των, είναι διά την Νεωτέραν Ελλάδα ό,τι ήσαν διά την
αρχαίαν τα ομηρικά έπη», από επιστολή του ποιητή στον Σπύρο Δε Βιάζη, σε
μετάφραση του τελευταίου από τα ιταλικά, αναδημοσιευμένη στο Τυπάλδος, Άπαντα. Ποιήματα – πεζά – γράμματα –
μεταφράσματα – ιταλικά, ό.π., σ. 355.
[16] Βλ.
Φαίδων Κ. Μπουμπουλίδης, Αι επιδράσεις επί του έργου του Ιουλίου
Τυπάλδου, Αθήναι 1947, σσ. 13-19.
[17] Εμείς
παραπέμπουμε στην έκδοση του 1916: Ι. Τυπάλδου, Ποιήματα, Εκδοτικός Οίκος Γ. Φέξη, ό.π., σσ. 15-24.
[18] «Ο κ. Τυπάλδος, τέκνον Ελλάδος και της εποχής
του, έκρινε χρέος υιϊκόν και φιλόστοργον να καθαγιάση την βίβλον αυτού
[=την πρώτη έκδοση του 1856] εξυμνών τα
προοίμια του αγώνος εν ταις περιπετείαις του αειμνήστου Φερραίου», Σπ.
Ζαμπέλιος, «Ο κ. Ιούλιος Τυπάλδος», Πανδώρα,
τ. Ι, φυλλ. 236, 15 Ιανουαρίου 1860, σ. 464.
[19] Στην Επανάσταση του
1821 και στους μετέπειτα αγώνες του ελληνικού κράτους για τη διεύρυνση των
συνόρων του αναφέρονται δέκα από
τα δεκαεννιά ποιήματά του στην έκδοση του 1856 («Ο Ρήγας», «Ο τραγουδιστής», «Η
καταδίκη του κλέφτη», «Ο θάνατος της Χάμκως», «Η Λαβωμένη Κόρη», «Ο
Ευαγγελισμός και το Φάντασμα», «Ωδή στον Πατριάρχη Γρηγόριο», «Ωδή στο θάνατο
του φιλέλληνα Καρόλου Λένορμαν», «Ωδή στο θάνατο του Σπύρου Τρικούπη», «Ωδή για
την Ένωση με την Ελλάδα των νέων ελληνικών επαρχιών το έτος 1881») και άλλα
επτά επιπλέον στην έκδοση του 1953 («Το Σούλι» (σχεδιάσματα), «Λάμπρος
Κατσώνης», «Νέοι Μάρτυρες», «Εις Μούσαν», και αποσπάσματα τριών τραγωδιών:
«Φροσύνη», «Η Πόλη σκλάβα» και άλλη μια άγνωστου τίτλου, που αναφέρεται στους
αγώνες των Κρητών).
[20] Βλ.
Κωστής Παλαμάς, «Ιούλιος Τυπάλδος», Ελληνική
Δημιουργία, ό.π., σσ. 300-301 [=Κωστής Παλαμάς, Άπαντα, τ. 8, εκδ. Γκοβόστη, Αθήνα [1966], σ. 298]. Συμπληρώνει,
μάλιστα, ο Ντίνος Κονόμος, «Εισαγωγή», στο Τυπάλδος, Άπαντα. Ποιήματα – πεζά – γράμματα – μεταφράσματα – ιταλικά, ό.π., σ. 15: «[...] ο πατριωτισμός της ποίησής του είν’ ένα ξέσπασμα βαθύτερο μιας
έντονης ψυχικότητας και υψηλής πνευματικότητας».
[22] «[...] ο Ρήγας Βελεστινλής έψαλεν
εν τη οικία του Αργέντη, [...] ύμνον ελευθερίας, [...] και δη χορεύων περί την
τράπεζαν»,
και «Έψαλε πολλάκις και έπαιξε διά του
αυλού το ενταύθα υπό στοιχείον Α συνημμένον ελληνικόν άσμα το επιγραφόμενον
Θούριος Ύμνος [...] εν ω ο ελληνικός λαός καθ’ όλου παρακινείται εις αποστασίαν
από των Τούρκων», Αιμ. Λεγράνδ – Σπ. Λάμπρος, Ανέκδοτα έγγραφα περί Ρήγα Βελεστινλή και των συν αυτώ μαρτυρησάντων εκ
των εν Βιέννη Αρχείων εξαχθέντα, Αθήνησιν 1891, φωτομηχανική επανέκδοση από
την Επιστημονική Εταιρεία Μελέτης Φερών-Βελεστίνου-Ρήγα, Αθήνα 1996, σσ. 19 και
59, 61 αντίστοιχα.
[23] Βλ.
τους πίνακες του Peter
von
Hess
«Ο Ρήγας εξάπτει τον προς ελευθερίαν των Ελλήνων έρωτα» (Μουσείο Μπενάκη) και
του Θεόφιλου Χατζημιχαήλ «Ο Ρήγας ψάλλει τον Θούριο» (Μουσείο Θεόφιλου στην
Ανακασιά Πηλίου), όπου ο Ρήγας καθιστός με παληκάρια γύρω του παίζει λαούτο,
καθώς και τον πίνακα του Δ. Μυταρά, όπου ο Θεσσαλός επαναστάτης εικονογραφείται
με λαούτο στο χέρι.
[24] Στον
πίνακα με τίτλο «Πτώσις της Κωνσταντινουπόλεως», που φιλοτεχνήθηκε, ανάμεσα σε
άλλους, από τον Παναγιώτη Ζωγράφο με τις υποδείξεις του στρατηγού Μακρυγιάννη,
παριστάνεται ανάμεσα στους κλέφτες «ο Ρήγας [να] σπέρνει το σπόρο της
λευτεριάς».
[25] Αυτή,
ωστόσο, η εκδοχή θυμίζει περίπου τη μαρτυρία του Ιωάννη Κόσσου, του γλύπτη που
φιλοτέχνησε τον ανδριάντα του Ρήγα μπροστά από το κεντρικό κτήριο του
Πανεπιστημίου της Αθήνας, την οποία έχει καταγράψει ο Αναστάσιος Γούδας, Βίοι παράλληλοι των επί της αναγεννήσεως της
Ελλάδος διαπρεψάντων ανδρών, τ. Β΄, Αθήνησι 1874, σσ. 130-131: κάποιος
Οθωμανός το 1861 στο Βελιγράδι, που
ισχυριζόταν ότι ήταν ένας από τους δεσμοφύλακες του Ρήγα, έλεγε στον
Κόσσο ότι «ότε δε ήλθεν η σειρά του Ρήγα
[...] ο σύντροφός μου είχε την ανοησίαν να λύση των δεσμών την δεξιάν χείρα του
δεσμώτου [Ρήγα], ν’ αφήση μάλιστα επ’ αυτής τον χαλκά και επ’ αυτού κρεμάμενον
ένα κρίκον της αλύσου. Εν ω δε εγονάτισε να λύση και τον πόδα, ο Ρήγας δι’ ενός
γρόνθου της δεξιάς του έρριψεν εκτάδην νεκρόν τον σύντροφόν μου. Έντρομος
γενόμενος, έσπευσα εις τον φρούραρχον· ούτος δε έπεμψεν οπλοφόρους να
πυροβολήσωσι μακρόθεν τον Ρήγαν. [...]». Προφανώς πρόκειται για διήγηση, που δεν έχει καμιά σχέση με τα
πραγματικά γεγονότα, όπως έχει αποδείξει η ιστορική έρευνα. Ίσως, όμως, να τη
γνώριζε ο Ι. Τυπάλδος και, επειδή μέσα από αυτήν υπογραμμιζόταν το θάρρος και η
τόλμη του Ρήγα στις τελευταίες ώρες της ζωής του, την αξιοποίησε ο ποιητής με
το δικό του ποιητικό τρόπο.
[26] Έχουν
διασωθεί και δημοσιευτεί από τον Ντ. Κονόμο στο Τυπάλδος, Άπαντα. Ποιήματα – πεζά – γράμματα – μεταφράσματα – ιταλικά, ό.π.,
στις σσ. 115-127 αποσπάσματα τριών
τραγωδιών, βλ. και δική μας σημείωση 19.
[27] Ο
Π. Βράϊλας-Αρμένης, «Ιουλίου Τυπάλδου, “Ποιήματα διάφορα”», Ελληνική Δημιουργία, ό.π., σ. 293,
θεωρεί τη «δέηση» ως ένα από τα συγκινητικότερα κομμάτια της νεοελληνικής
ποίησης.
[28] Έχει
γράψει χαρακτηριστικά για την ποίηση του
Ι. Τυπάλδου ο Μ. Σιγούρος, ό.π., σ.
11: «Αν είναι αλήθεια πως η λέξη εκείνη
που ξαναγυρίζει συχνότερα στους στίχους ενός ποιητή, αυτή μπορεί καλλίτερα και
να τον χαρακτηρίση, τότε στο έργο του Τυπάλδου θα έστεκεν ο ορισμός του Γκαίτε
που ονομάζει την τέχνη “ανοιχτό μυστικό”. Στα τραγούδια του [του Ι. Τυπάλδου]
βλέπουμε συχνά τη μυστικήν αχνάδα του φεγγαριού, τη μυστική αρμονία, [...].
Στην ψυχή του έλαμπε το μυστικό φως της Τέχνης μακριά από το ψέμμα και την
χυδαιότητα της ζωής».
[29] Η
φράση από τον Κ. Παλαμά, ό.π., σ. 296 [=Κ. Παλαμάς, Άπαντα,
ό.π., σ. 287]. Ο Κ. Παλαμάς διατυπώνει για την ποίηση συνολικά του Ι.
Τυπάλδου την κρίση ότι «η σεληνοφώτιστη
Μούσα του Ιουλίου Τυπάλδου συχνά πυκνά αγαπά να βυθίζεται στις ονειροθάλασσες·
κρύβεται μέσα σε μοσκολίβανο χριστιανικού μυστικισμού· ταιριάζει με το θείο και
με το αόρατο· ταξιδεύει όλο με το μυστήριο», ό.π. [=Κ. Παλαμάς, Άπαντα, ό.π.,
σ. 287].
[32] Γι’
αυτό ακριβώς ο Κ. Παλαμάς δεν ικανοποιείται από το «Ρήγα» του Κεφαλονίτη
ποιητή: «Ο Βελεστινλής μεγαλοϊδεάτης
πρωτομάρτυς της Ελληνικής ελευθερίας [...] παρισταίνεται, απλοποιητικά, στο έργο του Τυπάλδου, αλλά διαφορετικά από
την ιστορικήν αλήθεια, σαν ένας “νιος τραγουδιστής”, εξιδανικευμένος,
ονειροπόλος, μυστηριώδης [...]», ό.π.
[=Κ. Παλαμάς, Άπαντα, ό.π., σσ.
287-288].
[34] Η
φράση παραπέμπει σε στίχο του «Ύμνου εις την Ελευθερία», όπου ο Δ. Σολωμός
θυμάται την προσφορά του Θεσσαλού διαφωτιστή και επαναστάτη: «Εγαλήνεψε κι’ εχύθη / καταχθόνια μια βοή /
και του Ρήγα σού απεκρίθη / πολεμόκραχτη η φωνή».
[35] Κατά την άποψη
του Γ. Πετρόπουλου, ό.π., σ. 92, ο
«Τραγουδιστής» είναι «ένα μάλλον
αδικαιολογήτως πολύστροφο και εξαιρετικά άτεχνο έργο», ενώ ο Κ. Παλαμάς, ό.π., σ. 297 [=Κ. Παλαμάς, Άπαντα, ό.π., σ. 290], κρίνει ότι «κλείνει μέσα του στίχους από τους
παθητικότερους και αρρενωπότερους μαζί, στίχους που μέσα τους καθρεφτίζουν ενός
αχνού γοργού ονείρου φεγγαροφώτιστου πέρασμα [...]».
[36] Βλ.
αλληλογραφία Ι. Τυπάλδου – Ν. Θωμαζαίου (Σεπτέμβριος 1872-Ιανουάριος 1873) για
τα λεγόμενα «Λαυρεωτικά» στο Γ. Ζώρας, Επτανησιακά
Μελετήματα, τ. Γ΄, ό.π., σσ. 440-453.
[37] Βλ.
ευχαριστήριο έγγραφο της Αθηναϊκής Ηπειρωτικής Επιτροπής προς τον Ι. Τυπάλδο
για «την πολύτιμον συνδρομήν σας
συνηγορούντες και ενεργούντες υπέρ της φίλης ημών πατρίδος Ηπείρου παρά τοις
επισημοτέροις των πολιτικών ανδρών της Ιταλίας», (Μάϊος 1879), στο Ντ. Κονόμος, «Εισαγωγή», ό.π., σ. 19.
[38] Το
συμπεριέλαβε ο Ντ. Κονόμος στην έκδοση του 1953: Τυπάλδος, Άπαντα. Ποιήματα – πεζά – γράμματα – μεταφράσματα – ιταλικά, ό.π.,
σσ. 85-87.
[40] Ο
Ρήγας, επειδή γνώριζε ότι οι ξένες δυνάμεις ενδιαφέρονται για την εξυπηρέτηση
των δικών τους συμφερόντων, στήριζε το κίνημά του για την επανάσταση των
Ελλήνων και των άλλων βαλκανικών λαών στις ντόπιες δυνάμεις των υποδούλων. Πουθενά
στα έργα του δεν απευθύνει έκκληση στις τότε Μεγάλες Δυνάμεις για βοήθεια στην
προετοιμαζόμενη επανάστασή του. Αυτή τη διάσταση του επαναστατικού σχεδίου του
Ρήγα την έχει τεκμηριώσει στις μελέτες του ο Νικόλαος Πανταζόπουλος, Μελετήματα για τον Ρήγα Βελεστινλή, έκδοση
της Επιστημονικής Εταιρείας Μελέτης Φερών-Βελεστίνου-Ρήγα, Αθήνα 1994.
[41] Προφανώς
ο Ι. Τυπάλδος ήταν γνώστης της
γενικότερης κινητικότητας, που κατά τις δεκαετίες του 1860 και 1870 παρουσίαζαν
τα Βαλκάνια: ελληνοσερβικές επαφές που το 1867 κατέληξαν στη Συνθήκη του
Φεζλάου, ίδρυση το 1870 της Βουλγαρικής Εξαρχίας, ίδρυση από το 1865 και
δραστηριότητα σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1870 της Δημοκρατικής
Ανατολικής Ομοσπονδίας και του πολιτικού συλλόγου «Ρήγας», εξέγερση το 1875 και
1876 της Ερζεγοβίνης, της Βοσνίας και της Βουλγαρίας με κατάληξη τη Συνθήκη του
Αγίου Στεφάνου και το Συνέδριο του Βερολίνου το 1878. Βλ. για όλα αυτά: Γρηγόριος Δαφνής, «Η ελληνοσερβική φιλία»,
και Ευάγγελος Κωφός, «Το ελληνοβουλγαρικό ζήτημα», «Η Ανατολική κρίση
(1875-1878) – Ρύθμιση της Ανατολικής κρίσεως», στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΓ΄, Εκδοτική Αθηνών, Αθήναι 1977,
σσ. 278-280, και 298-305, 317-353 αντίστοιχα· Douglas Dakin, Η ενοποίηση της Ελλάδας 1770-1923, μτφρ.
Α. Ξανθόπουλος, εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1982, σσ.
188-190, 195-209· Έλλη Σκοπετέα, Το
«Πρότυπο Βασίλειο» και η Μεγάλη Ιδέα. Όψεις του εθνικού προβλήματος στην Ελλάδα
(1830-1880), εκδ. Πολύτυπο, Αθήνα 1988, σσ. 325-346 («Μεγάλη Ιδέα και
Βαλκανικοί λαοί»)· Λουκιανός Χασιώτης, «Η
Ανατολική Ομοσπονδία»: Δύο ελληνικές φεντεραλιστικές κινήσεις του 19ου
αιώνα, εκδ. Βάνιας, [Θεσσαλονίκη 2001]· Μαρκ Μαζάουερ, Τα Βαλκάνια, μτφρ. Κων. Κουρεμένος, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2008, σσ.
153-196.
[42] Σημειώνουμε
τους σχετικούς στίχους 65-72: «Γραικοί,
Βούλγαροι, Σέρβοι, Ρουμάνοι, / όλοι ανδρείοι, τολμηρό Μαυροβούνι, / μέγα μέλλον
γοργά σας προσμένει / αν βρεθήτε ενωμένοι μαζί. / στων εχθρών τες απάτες, τη
βία, / αντιτάξετε τέλος με θάρρος / την ιερή των λαών συμμαχία / και θα λάβετε
νίκη λαμπρή».
[43] Βλ. Γιάννης Κορδάτος, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, τ. Α΄, εκδ. Επικαιρότητα,
Αθήνα 1983, σ. 300.
[44] Βλ.
«Σημειώσεις του ποιητή» στο Ιουλίου Τυπάλδου, Ποιήματα, Εκδοτικός Οίκος Γ. Φέξη, ό.π., σ. 150.