Αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα kefalonizw, 22-31 Ιαν. 2016
Τον τελευταίο καιρό έχουμε γίνει
μάρτυρες ενός ατελείωτου προσφυγικού ρεύματος και δράματος, καθώς κατά χιλιάδες
αλλοδαποί πρόσφυγες φτάνουν στις παραλίες των αυγαιοπελαγίτικων νησιών μας. Οι
γνώμες διΐστανται για το πώς πρέπει η ελληνική Πολιτεία και γενικότερα η
«πολιτισμένη» Ευρώπη να αντιμετωπίσει το θέμα.
Η Ελλάδα, βέβαια, αρκετές φορές στο
παρελθόν ήρθε αντιμέτωπη με το προσφυγικό πρόβλημα, μόνο που τότε αφορούσε
κυρίως σε πρόσφυγες ελληνικής καταγωγής. Τώρα οι πρόσφυγες είναι άλλων
εθνικοτήτων. Αλλά, νομίζουμε, δεν είναι αυτό το πρόβλημα. Πάντοτε, είτε με Έλληνες πρόσφυγες, είτε με
αλλοδαπούς, οι τοπικές κοινωνίες διχάζονταν. Και τούτο, γιατί τη στάση των
ντόπιων επηρέαζαν υλικοί και ιδεολογικοί παράγοντες.
Έχουν καταγραφεί χαρακτηριστικές
περιπτώσεις που δε διαφέρουν πολύ από τη σημερινή. Πάντοτε γινόταν και γίνεται
λόγος για την επικινδυνότητα των προσφύγων, πάντοτε υπήρχε και υπάρχει το επιχείρημα
της δημόσιας υγείας, πάντοτε προβάλλονταν και προβάλλονται διάφορα
ιδεολογήματα, πάντοτε ακούγονταν και ακούγονται ρατσιστικές φωνές.
Δε σκοπεύουμε, όμως, να αναλύσουμε το
θέμα. Απλά και μόνο λόγω της επικαιρότητας του ζητήματος επιθυμούμε να
θυμίσουμε στους αναγνώστες αυτής της στήλης ανάλογες καταστάσεις από το
τελευταίο προσφυγικό ρεύμα στην Ελλάδα, εκείνο των ελληνικής καταγωγής
προσφύγων από τα παράλια της Μικράς Ασίας και του Πόντου. Από πρόσφυγες που
τότε (1922 και μετά) ήρθαν στην Κεφαλονιά.
Το ελληνικό κράτος δεν ήταν
προετοιμασμένο, έστω και στοιχειωδώς, να αντιμετωπίσει το τεράστιο ζήτημα της
υποδοχής και εγκατάστασης των εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων του ποντιακού
ελληνισμού και των παραλίων της Μ. Ασίας και της Ανατολικής Θράκης. Το
Αργοστόλι πάντως είχε τότε συμπεριληφθεί στον κατάλογο των προσφυγικών κέντρων
λόγω του λιμανιού του, αφού το βασικό μέσο μεταφοράς των προσφύγων ήταν τα
πλοία.
Στο λιμάνι του Αργοστολιού τα καράβια αποβίβαζαν κατά διαστήματα από
εκείνα τα μέρη εκατοντάδες Έλληνες πρόσφυγες καθώς και Αρμένιους –έφτασαν
αρκετές χιλιάδες. Οι τοπικές αρχές δραστηριοποιήθηκαν για την προσωρινή
στέγαση. Ό,τι διαθέσιμος χώρος υπήρχε μέσα στην πόλη, αλλά σε κάποια χωριά,
διατέθηκε για το σκοπό αυτό: δημόσια κτήρια, κλειστά σπίτια, αποθήκες, οι
στρατώνες ακόμη και το Θέατρο του Αργοστολιού μετατράπηκαν σε προσφυγικά
καταλύματα. Οι συνθήκες, βέβαια, σε όλα σχεδόν τα καταλύματα ήταν άθλιες:
συνωστισμός, ανθυγιεινή διαβίωση, διατροφή δραματική, με αποτέλεσμα σύντομα να
εμφανιστούν οι πρώτες επιδημίες ευλογιάς και τύφου. Από την άλλη, το νησί δεν
είχε δυνατότητες να δώσει εργασία στο νέο πληθυσμό, με αποτέλεσμα τη ζητιανιά,
τις δουλειές του ποδαριού ή τις μικροκλοπές από την πλευρά των προσφύγων.
Ποια ήταν η συμπεριφορά των ντόπιων
κατοίκων στο Αργοστόλι ή στα χωριά; Είναι αλήθεια ότι ως άτομα, ως μονάδες δεν
έδειξαν, τον πρώτο και ασφαλώς τον πιο κρίσιμο καιρό, την απαιτούμενη
αλληλεγγύη. Μπορεί να ένιωθαν το άγχος των προσφύγων, μπορεί ενδεχομένως να κατανοούσαν
την άσχημη ψυχική τους κατάσταση, επέδειξαν όμως ψυχρότητα και στάθηκαν
απόμακροι, δυσανασχετώντας προφανώς για εκείνη την «εισβολή» στο ζωτικό τους
χώρο. Και όπως χαρακτηριστικά υπογραμμίζει σύγχρονος μελετητής, «κανείς δεν άνοιξε
την πόρτα του να φιλοξενήσει έστω ένα από τα θύματα της συμφοράς· καμιά
οικογένεια δεν συναδελφώθηκε με κάποια άλλη, από εκείνες που ήλθαν με μόνη τους
αποσκευή την απελπισία. [...] Και δεν ήταν ούτε λίγοι ούτε άσημοι εκείνοι [από
τους ντόπιους] που καταπνίγοντας μέσα τους κάθε αίσθημα ανθρωπισμού και
φιλαλληλίας αντιμετώπιζαν με αποστροφή και απέχθεια το δράμα και μιλούσαν με
λόγια πικρά για τις ανθρώπινες σκιές που το ένα μετά το άλλο τα πλοία άδειαζαν
στην παραλία του Αργοστολιού».
Υπήρχαν βέβαια και φωτεινές
εξαιρέσεις, τις οποίες ιδιαίτερα εκτίμησαν οι ίδιοι οι πρόσφυγες. Στις αφηγήσεις τους
πάντα είχαν τον καλό λόγο για εκείνους τους Κεφαλονίτες, που τους
συμπαραστάθηκαν. Αλλά παράλληλα δεν ξεχνούσαν και τις άσχημες καταστάσεις.
Να τι έχει αφηγηθεί ο Σταύρος Λαζαρίδης,
πρόσφυγας από το Σουλεϊμάνκιοϊ του Βεζίρ Κιοπρού του Πόντου:
«Από την έξορία [που τους είχαν
στείλει οι Τούρκοι] ήρθαμε [με τη Συμφωνία της Ανταλλαγής] στην Ελλάδα. Δεν
ξαναγυρίσαμε στο χωριό μας. Τα σπίτια μας δεν τα ξαναείδαμε. Από τη Μαλάτεια
και το Ελ Αζίζ κατεβήκαμε στο Χαλέπι και μέσον Τριπόλεως με το “Καλυψώ Βεργωτή”
ήρθαμε στην Κεφαλονιά. Την 1η Ιανουαρίου του 1923 βρισκόμαστε στο
Φισκάρδο της Κεφαλονιάς. Από το Χαλέπι ξεκινήσαμε τον Οκτώβριο του 1922. Στο
Φισκάρδο παραμείναμε μέχρι το Μάιο του 1924. Εκεί ήμασταν περίπου τρεις
χιλιάδες πρόσφυγες από διάφορα μέρη του Πόντου. Επίσης και στο Αργοστόλι
υπήρχαν και στη Σάμη της Κεφαλονιάς.
Το μεν Φισκάρδο, ως κέντρον
φιλελεύθερων πολιτών, μας υποδέχτηκε μαζί με τα χωριά και μας εφιλοξένησαν στα
σπίτια τους μέχρι της φυγής μας από κει για τη Μακεδονία. Τουναντίον δε η Σάμη
και δη στην Αγία Ευφημία ήσαν μισοπρόσφυγες [μισούσαν δηλαδή τους πρόσφυγες].
Μας αποκαλούσαν τουρκόσπορους και όταν αποβιβαστήκαμε στη Σάμη άλλους ύβρισαν
και άλλους εχλεύασαν. Τον δε εφοπλιστή Βεργωτή που μας έφερε τον ύβρισαν κι
αυτόν που μας έφερε».
Με το πέρασμα, όμως, του χρόνου
αρκετοί πρόσφυγες μετακινήθηκαν προς τα μεγαλύτερα αστικά κέντρα της χώρας.
Όσοι παρέμειναν – και δεν ήταν λίγοι αυτοί - κέρδισαν τη συμπάθεια των ντόπιων,
αποκαλύπτοντας ένα ζηλευτό πολιτιστικό επίπεδο με προοδευτικές ιδέες. Μόλις
τακτοποιήθηκαν και ηρέμησαν τα πράγματα, και αφού συνειδητοποίησαν ότι δεν
επρόκειτο να επιστρέψουν στη γενέτειρά τους, προσπάθησαν να οργανωθούν, ώστε να
αντιμετωπίζουν συλλογικά τα προβλήματά τους. Ας μην ξεχνάμε ότι το πρώτο σημαντικό
αθλητικό σωματείο του Αργοστολιού, ο Παγκεφαλληνιακός Γυμναστικός Σύλλογος,
οφείλει την ίδρυσή του και στους πρόσφυγες, καθώς πολλά στελέχη του προέρχονταν
από τον προσφυγικό πληθυσμό του Αργοστολιού, όπως οι Σπύρος Κωνσταντινίδης,
Παναγιώτης Περλικίδης, Γιάννης Παπαϊωάννου, Θεαγένης Παυλίδης κ.ά.
Μόλις το 1929, εφτά χρόνια δηλαδή
αργότερα, λύθηκε το σοβαρό πρόβλημα της μόνιμης στέγασής τους. Απαλλοτριώθηκε η
αναγκαία έκταση στο Αργοστόλι (στη νότια πλευρά της πόλης, κοντά στην περιοχή
του σημερινού 3ου Δημοτικού Σχολείου), όπου οικοδομήθηκε ο λεγόμενος
«Προσφυγικός Συνοικισμός». Επρόκειτο για ενιαίο συγκρότημα, χωρίς τον κατάλληλο
όμως σχεδιασμό και με πρόχειρες κατασκευές. Στην πραγματικότητα επρόκειτο για
ένα γκέτο, και μάλιστα τη στιγμή που ήδη είχαν αρχίσει να αμβλύνονται οι
προκαταλήψεις και να εξαλείφονται οι διαφορές.
Και το γκέτο αυτό ήρθαν και το
ισοπέδωσαν οι σεισμοί του 1953. Τα χωρίσματα που οι άνθρωποι κατασκεύαζαν, τα
εξαφάνισε μια φυσική δύναμη, εξαλείφοντας διαφορές και διακρίσεις. Έτσι, οι
πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής και οι απόγονοί τους, ενταγμένοι πια
στα κεφαλονίτικα δεδομένα, συνέχισαν τη ζωή τους και την προσφορά τους για την
κοινή προκοπή του νησιού, συμμετέχοντας στα πολιτικά και πολιτιστικά πράγματα
της Κεφαλονιάς.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
--
Δεμπόνος Αγγελο-Διονύσης, Σταθμοί στην
πολιτικοκοινωνική και πολιτισμική ζωή του Αργοστολιού, έκδοση Δημοτικής
Επιχείρησης Πολιτισμού, Αναψυχής και Ψυχαγωγίας
Δήμου Αργοστολίου, Αργοστόλι 1994.
--
Δεμπόνος Αγγελο-Διονύσης, Ξένες παροικίες
στην Κεφαλονιά, έκδοση Επιτροπής Πολιτιστικών Δραστηριοτήτων Νομαρχιακής
Αυτοδιοίκησης Κεφαλληνίας και Ιθάκης, Αργοστόλι 1996.
--
Εφημερίδα Τελώνιον, Αργοστόλι, 1922,
1923.
--
Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, Η Έξοδος, τόμος
Γ΄, Αθήνα 2013.
--
Λειβαδά –Ντούκα Ευρυδίκη, Παγκεφαλληνιακός
Γυμναστικός Σύλλογος. Το ταξίδι στον αιώνα, Αργοστόλι 1997.
--
Μοσχόπουλος Γεώργιος, Ιστορία της
Κεφαλονιάς (1797-1940), Αθήνα 2010.