Παρασκευή 29 Μαΐου 2015

NΙΚΟΣ ΚΑΡΒΟΥΝΗΣ. Η ΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΚΑΤΑ ΤΙΣ ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ ΤΟΥ 1930 ΚΑΙ 1940




 Δημοσιεύτηκε στα Κεφαλληνιακά Χρονικά, τ. 15 (2014), σσ. 311-363.



ΙΣΤΟΡΙΚΟ – ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ


          Όταν ο Νίκος Καρβούνης[1] στην αυγή της δεκαετίας του 1930 αποφάσιζε να εγκαταλείψει το μοναρχισμό,[2] τον τεκτονισμό και τη θεοσοφία[3] και να προσανατολιστεί προς το μαρξισμό,[4] τον οποίο προσπάθησε να αφομοιώσει και γόνιμα να αξιοποιήσει στα γραπτά και τη δράση του, η Ελλάδα όδευε προς τον αστερισμό του φασισμού,[5] ο οποίος στο μεταξύ είχε ήδη κάνει  στην Ευρώπη την εμφάνισή του.[6] Στην Ιταλία είχε εγκαθιδρυθεί από το 1922 το φασιστικό κράτος του Μουσολίνι, στην Ισπανία κυριαρχούσε (1923-1930) το δικτατορικό καθεστώς του Πρίμο ντε Ριβέρα, για να το διαδεχθεί μια δημοκρατική κυβέρνηση κι ένας εμφύλιος με επιστέγασμα τη δικτατορία του Φράνκο (1939), στην Πορτογαλία το πραξικόπημα του 1926 προετοίμαζε την άνοδο στην εξουσία του Σαλαζάρ (δικτάτορας από το 1932 μέχρι το 1968), στη Γερμανία το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα του Χίτλερ αποκτούσε κοινωνική αποδοχή, που θα οδηγούσε τον ηγέτη του το 1933 στο αξίωμα του καγκελάριου, αλλά γενικότερα και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες μετά την οικονομική κρίση του 1929 και την παρεπόμενη μεγάλη ύφεση οι κυβερνήσεις κινήθηκαν προς τα δεξιά.[7] Αυτή, μάλιστα, η άνθηση της δικτατορίας και γενικότερα του φασισμού αποδείκνυε την αποτυχία, πολιτική και κοινωνική, της φιλελεύθερης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας,[8] ήταν «το αποτέλεσμα του σύγχρονου καπιταλισμού σε κατάσταση κρίσης» αλλά και «απόρροια της καθυστέρησης της προλεταριακής επανάστασης στη Δυτική και Κεντρική Ευρώπη κατά τη μεταπολεμική περίοδο».[9]
          Και στην Ελλάδα τα πράγματα δεν ήταν διαφορετικά. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή και σε όλη τη δεκαετία του 1920 η χώρα είχε βρεθεί στη δίνη οξείας πολιτικής κρίσης: παρεμβάσεις-επεμβάσεις των στρατιωτικών στην πολιτική ζωή, συχνές αλλαγές κυβερνήσεων, πολιτική αστάθεια, κοινωνικές συγκρούσεις, με το προσφυγικό πρόβλημα να επιτείνει ακόμη περισσότερο τα πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα. Η τετραετία 1928-1932 του Βενιζέλου προκάλεσε, στο πλαίσιο των καπιταλιστικών ανακατατάξεων, την αύξηση της επιβάρυνσης του εξωτερικού δανεισμού και της προσφυγής στο ξένο χρηματοδοτικό κεφάλαιο, ενώ οι προσπάθειες σταθεροποίησης του κοινοβουλευτικού συστήματος συνοδεύτηκαν με αντιλαϊκές-αντιδημοκρατικές ενέργειες κατά της προοδευτικής σκέψης και του εργατικού κινήματος (ιδιώνυμο, εκτοπίσεις κ.λπ.).[10]  Ήδη από αυτή τη δεκαετία του 1920 είχαν κάνει την εμφάνισή τους οι θιασώτες του φασισμού,[11] οι οποίοι δεν έκρυβαν τις φιλοδικτατορικές τους τάσεις.[12] 
          Κάτω από αυτές τις συνθήκες οι προοδευτικές αριστερές σοσιαλιστικές και κομμουνιστικές δυνάμεις της χώρας, αν και δραστηριοποιούνταν μέσα από δυσκολίες (ποικίλες οι διώξεις από την κρατική εξουσία και τις φασίζουσες/φασιστικές οργανώσεις),[13] ουσιαστικά συνιστούσαν  το μοναδικό παράγοντα περιφρούρησης του λαϊκού κινήματος και τον κύριο μοχλό συνεπούς αντίστασης κατά του εκφασισμού της πολιτικής και κοινωνικής ζωής. Προοδευτικοί διανοούμενοι της χώρας πρωτοστατούσαν σε μια πολύπλευρη αντιφασιστική-αντιπολεμική καμπάνια, αξιοποιώντας ταυτόχρονα τα περιοδικά της ευρύτερης Αριστεράς,[14] μέσα από τις σελίδες των οποίων συνέβαλλαν με τα κείμενά τους στην ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης και τη συσπείρωση των αντιφασιστικών δυνάμεων.
          Αυτή ήταν η πολιτική και κοινωνική κατάσταση στη χώρα, όταν ο Ν. Καρβούνης αποφάσιζε στην αυγή της δεκαετίας του 1930 να αγωνιστεί πλάι και στη συνέχεια μέσα από το αριστερό και ειδικότερα το κομμουνιστικό κίνημα. Στο μεταξύ,  ξεκινούσε μια νέα δεκαετία, η δεκαετία του 1930, κατά την οποία, μέσα στο γενικότερο κλίμα της εδραίωσης του ιταλικού φασισμού, της αναρρίχησης στην εξουσία του γερμανικού χιτλερισμού και της φασιστικοποίησης αρκετών κυβερνήσεων της Ευρώπης, οξύνονταν οι εσωτερικές διαμάχες. Τα κινήματα των βενιζελικών (1933 και 1935) ενίσχυσαν την πορεία προς την παλινόρθωση της μοναρχίας και η δράση των διαφόρων εθνικιστικών και φασιστικών οργανώσεων όξυναν ακόμη περισσότερο τις εσωτερικές συγκρούσεις, ενώ οι αριστερές δυνάμεις, αντιμετωπίζοντας ταυτόχρονα ένα καθεστώς βίας και τρομοκρατίας, προσπαθούσαν να κρατήσουν ενεργό και χρήσιμο το αντιφασιστικό κίνημα.[15] Τελικά, η επιβολή, με τη στήριξη της Αγγλίας, της βασιλομεταξικής δικτατορίας τον Αύγουστο του 1936 ενέταξε επίσημα την Ελλάδα στον κύκλο των ευρωπαϊκών φασιστικών κρατών.[16] Στα χρόνια που ακολούθησαν μέχρι την κήρυξη του πολέμου από την Ιταλία, η βασιλομεταξική δικτατορία κατόρθωσε να αποδιοργανώσει το συνδικαλιστικό κίνημα, ενώ έπληξε καθοριστικά το ΚΚΕ με τις συλλήψεις των ηγετικών στελεχών του, τη διάλυση πολλών οργανώσεών του και τη δημιουργία «δικού της» καθοδηγητικού κέντρου και «δικού της» Ριζοσπάστη, διαμορφώνοντας ένα σοβαρότατο κλίμα καχυποψίας ανάμεσα στους κομμουνιστές, που επέτεινε ακόμη περισσότερο την οργανωτική αποδυνάμωση του κόμματος και εξασθένισε το πνεύμα συλλογικότητας και το κλίμα συντροφικότητας ανάμεσα στα μέλη του.[17] Θύμα αυτής της κατάστασης υπήρξε και ο Ν. Καρβούνης, όπως θα αναφέρουμε παρακάτω.

Η ΕΝΤΑΞΗ ΤΟΥ Ν. ΚΑΡΒΟΥΝΗ ΣΤΟ ΛΑΪΚΟ ΚΙΝΗΜΑ - Η  ΚΑΣΤΑΝΗ  ΒΙΒΛΟΣ 

          Στα τέλη του 1931 ο Ν. Καρβούνης πήρε ουσιαστικά και πρακτικά το «βάπτισμα του πυρός», καθώς τότε ανέλαβε για πρώτη φορά σοβαρή πρακτική δράση σε οργάνωση, που υπηρετούσε τον εργαζόμενο λαό και γενικότερα προσέφερε στο προοδευτικό λαϊκό κίνημα. Επρόκειτο για την «Κοινωνική Αλληλεγγύη», μια οργάνωση που σκοπό είχε τη στήριξη και την προστασία των θυμάτων της κρατικής και φασιστικής παρακρατικής τρομοκρατίας.[18] Η δημιουργία της προέκυψε μέσα από ευρεία σύσκεψη επιστημόνων, λογοτεχνών, δημοσιογράφων και εκπροσώπων εργατικών σωματείων υπό την προεδρία του Δημήτρη Γληνού και στον Ν. Καρβούνη ανατέθηκαν σοβαρά οργανωτικά και καθοδηγητικά καθήκοντα. Ο τελευταίος υπήρξε ο «νους και [η] ψυχή» της οργάνωσης αυτής,[19] η οποία στα δυόμισι περίπου χρόνια λειτουργίας της επέδειξε πλούσιο έργο.
          Η πολύπλευρη προσφορά της «Κοινωνικής Αλληλεγγύης», που σύντομα έγινε τμήμα της «Διεθνούς Εργατικής Αλληλεγγύης», σχετιζόταν με την οργάνωση συσσιτίων και τη δημιουργία κατασκηνώσεων για παιδιά απόρων και ανέργων και γενικότερα θυμάτων της κρατικής και παρακρατικής βίας, με τη συγκρότηση ιατρείων, επανδρωμένων με εθελοντές γιατρούς, για παροχή ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης σε οικονομικά εξαθλιωμένες οικογένειες και με τη στήριξη, οικονομική, ηθική και πολιτική, απεργιακών αγώνων.[20] Συναντούσε, βέβαια, σοβαρά εμπόδια στη δράση της από τις εισαγγελικές και αστυνομικές αρχές της τότε κυβέρνησης του Λαϊκού Κόμματος[21] καθώς και από διάφορες συντηρητικές και αντιδραστικές οργανώσεις.[22] Ωστόσο, η ολοένα αυξανόμενη κοινωνική αποδοχή της και η διεύρυνση των δραστηριοτήτων της, μετά μάλιστα και από την πετυχημένη Α΄ Συνδιάσκεψη της οργάνωσης κατά το πρώτο δεκαήμερο του Μαΐου 1934 με τη συμμετοχή εκπροσώπων από πολλά παραρτήματα της επαρχίας (Πάτρα, Λάρισα, Θεσσαλονίκη, Ξάνθη κ.λπ.),[23] την είχε καταστήσει «επικίνδυνη» για το υπάρχον καθεστώς. Διαλύθηκε, τελικά, στα μέσα του 1934 με απόφαση της κυβέρνησης Τσαλδάρη, αλλά η απήχηση και η δράση της απέδειξαν τις ποικίλες δυνατότητες και τα σοβαρά περιθώρια λαϊκής αλληλεγγύης, που υπήρχαν μέσα στην ελληνική κοινωνία, ενώ ταυτόχρονα κατόρθωσε να μπολιάσει το λαϊκό κίνημα με τα φύτρα της προσφοράς και της αλληλοβοήθειας, απαραίτητα για την κατοπινή, στα χρόνια της Κατοχής, ίδρυση και λειτουργία της αναντικατάστατης «Εθνικής Αλληλεγγύης».
          Βέβαια, ο Ν. Καρβούνης δε σταμάτησε να πολεμά το φασισμό, το ναζισμό  και τις ποικίλες  αντιδημοκρατικές εκτροπές: και θεωρητικά, με τα γραπτά του όπου, αναλύοντας την πολιτικοοικονομική κατάσταση στην Ευρώπη και την Ελλάδα, εξηγούσε τους λόγους της ανόδου του φασισμού και του ναζισμού,[24] αλλά και πρακτικά, συμμετέχοντας σε αντιπολεμικές – αντιφασιστικές επιτροπές ή συνυπογράφοντας σχετικές διακηρύξεις, όπως εκείνη που διακινήθηκε στην Αθήνα με την ευκαιρία διεθνούς αντιπολεμικού συνεδρίου στο Άμστερνταμ (27-28 Αυγούστου 1932), την οποία μαζί με τον Ν. Καρβούνη υπέγραφαν άλλοι 45 περίπου πνευματικοί άνθρωποι.[25] Το 1933, όταν με την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία κινητοποιήθηκε η προοδευτική ανθρωπότητα, και στην Ελλάδα ο χώρος των δημοκρατικών, προοδευτικών επιστημόνων, συγγραφέων, καλλιτεχνών και δημοσιογράφων παρουσίασε μια συνεχή εγρήγορση και κινητικότητα: μέσα από συσπειρώσεις, επιτροπές και ενώσεις εργάζονταν οι Έλληνες προοδευτικοί διανοούμενοι για τη διεύρυνση και δραστηριοποίηση του αντιφασιστικού μετώπου. Και ο Ν. Καρβούνης έδινε τον καλύτερο εαυτό του: συνυπέγραψε με άλλους εκλεκτούς πνευματικούς ανθρώπους στις 22 Ιουνίου 1933 διαμαρτυρία για «την εν Γερμανία δημιουργηθείσαν κατάστασιν μετά την εκεί επικράτησιν των εθνικοσοσιαλιστών και τας υπό τούτων ενεργουμένας διώξεις»,[26] συνέπραξε στην πραγματοποίηση συγκέντρωσης στις 12 Ιουλίου 1933, κατά την οποία θα γινόταν συζήτηση «περί της ανάγκης ομαδικής ενεργείας προς εξασφάλισιν της ελευθερίας της σκέψεως»,[27] συμμετείχε στην αντιχιτλερική επιτροπή, την οποία προώθησε το περιοδικό Νέοι Πρωτοπόροι,[28] ενώ του ανατέθηκε να μεταφράσει και να προλογίσει την ελληνική έκδοση της Καστανής Βίβλου.[29]
          Αλλά τι ήταν η Καστανή Βίβλος; Στις 27 Φεβρουαρίου 1933 πυρκαγιά αποτέφρωσε την αίθουσα συνεδριάσεων της γερμανικής Βουλής, του γνωστού Ράϊχσταγκ. Ένα μήνα προηγουμένως, στις 30 Ιανουαρίου, είχε διοριστεί από τον πρόεδρο της Γερμανίας Χίντεμπουργκ ως καγκελάριος της χώρας ο Χίτλερ, χωρίς ωστόσο το ναζιστικό κόμμα να διαθέτει κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Ο εμπρησμός του Ράϊχσταγκ θεωρείται η μεγαλύτερη πολιτική προβοκάτσια του 20ού αιώνα: οι χιτλερικοί προχώρησαν σε αυτή τη θεαματική ενέργεια, για να δικαιολογήσουν τις διώξεις που είχαν ετοιμάσει να εφαρμόσουν κατά του προοδευτικού λαϊκού κινήματος της Γερμανίας και ειδικότερα κατά των κομμουνιστών,[30] αποβλέποντας μέσα από την τρομοκράτηση και τον εκφοβισμό της κοινωνίας στην καθυπόταξή της και συνακόλουθα στην αύξηση της εκλογικής τους δύναμης. Αμέσως ενοχοποιήθηκαν οι κομμουνιστές και λήφθηκαν κατασταλτικά μέτρα εναντίον τους, ενώ κορυφαία κομμουνιστικά στελέχη που συνελήφθησαν, οδηγήθηκαν στο δικαστήριο, το οποίο τελικά τους αθώωσε,[31] γιατί στο μεταξύ ξεσηκώθηκε παγκόσμια θύελλα διαμαρτυριών – και στην Ελλάδα – ενώ συγχρόνως συγκροτήθηκε Διεθνής Επιτροπή,[32] η οποία, αφού συγκέντρωσε και εξέτασε ένα μεγάλο όγκο υλικού (έγγραφα, φωτογραφίες, μαρτυρίες, ποικίλες άλλες πληροφορίες), απέδειξε ότι ο εμπρησμός ήταν έργο των ναζιστών Το υλικό αυτό, η επεξεργασία του και τα συμπεράσματα της έρευνας «έγιναν» βιβλίο, η Καστανή Βίβλος,[33] το οποίο σε σύντομο διάστημα μεταφράστηκε σε πολλές χώρες.
          Το βιβλίο αυτό εισάγει τον αναγνώστη «μεθοδικά και με χρονολογικόν ειρμό» στην απόδειξη της ενοχής των χιτλερικών, αναζητώντας «τα κάθε λογής ελατήρια του εγκλήματος».[34] Αρχίζει με σύντομο ιστορικό της γένεσης και εξέλιξης του εθνικοσοσιαλισμού στη Γερμανία και στη συνέχεια εξηγεί τεκμηριωμένα πώς ο Χίτλερ ετοίμαζε την κοινή γνώμη να δεχθεί φυσιολογικά τις ευθύνες των κομμουνιστών για τον εμπρησμό του Ράϊχσταγκ. Ακολουθεί με ακαταμάχητα στοιχεία και λεπτομέρειες η παρουσίαση της ζωής και της δράσης του προβοκάτορα «Ολλανδού κομμουνιστή» Μαρίνου βαν-ντερ Λούμπε και αποκαλύπτεται η χρησιμοποίησή του από τους χιτλερικούς Γκαίριγκ, Γκέμπελς και Χάϊμες. Έτσι «αποδείχνεται ολοφάνερα ότι μόνο εκείνοι που κρατούσανε την εξουσία, μόνον εκείνοι που μπορούσανε να χρησιμοποιήσουνε τον υπόγειο διάδρομο που ενώνει το Ράϊχσταγ με την κατοικία του Προέδρου του ήτανε δυνατό να κουβαλήσουν ανενόχλητα τις τεράστιες ποσότητες του υλικού που χρειαζότανε για να πιάσει αμέσως η φωτιά. Και Πρόεδρος του Ράϊχσταγ ήτανε τότες ο Γκαίριγκ [...]».[35]
          Αυτό, λοιπόν, το βιβλίο ανέλαβε να μεταφράσει στα ελληνικά ο Ν. Καρβούνης, για να γίνει πλατιά γνωστό στον ελληνικό λαό το έγκλημα των ναζιστών. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν εξυπηρετούσε τα σχέδια της αστικής τάξης της χώρας μας, η οποία ανεχόταν ή και υποβοηθούσε εκείνη την περίοδο στη φασιστικοποίηση της δημόσιας ζωής και της ελληνικής κοινωνίας. Γι’ αυτό άλλωστε η κυβέρνηση Τσαλδάρη, ύστερα από απαίτηση της γερμανικής πρεσβείας στην Αθήνα, έστειλε στα δικαστήρια το μεταφραστή της Καστανής Βίβλου Ν. Καρβούνη και τον υπεύθυνο της έκδοσής της  Μακρυποδάρα, διευθυντή του «Λαϊκού Βιβλιοπωλείου». Στο κατηγορητήριο σημειωνόταν ότι το συγκεκριμένο βιβλίο ήταν εμπρηστικό για τη γαλήνη της χώρας, ενώ παράλληλα με αυτό καθυβριζόταν και συκοφαντιόταν  κυβέρνηση φιλικής χώρας!
          Η δίκη στο Ειδικό Πταισματοδικείο της Αθήνας μετά από δύο αναβολές ολοκληρώθηκε στις αρχές Απριλίου του 1934.[36] Η απολογία του Ν. Καρβούνη ήταν καταπέλτης κατά του φασισμού αλλά και ύμνος για την ελεύθερη σκέψη και δράση. Ο αντιφασίστας διανοούμενος από κατηγορούμενος μεταβλήθηκε σε κατήγορο του χιτλερικού φασισμού: με χαρακτηριστική παρρησία, τεκμηριωμένο λόγο και αγωνιστικό ήθος εξήγησε πώς και γιατί συγκροτήθηκε η Διεθνής Επιτροπή, πώς εργάστηκε για τη συλλογή και την αξιολόγηση των στοιχείων, γιατί εκδόθηκε η Καστανή Βίβλος,  εξήγησε το δικό του σκεπτικό για την εμπλοκή του στο όλο ζήτημα της μετάφρασης και έκδοσης του βιβλίου και υπογράμμισε την ανάγκη καθημερινού και πολύπλευρου αντιφασιστικού αγώνα και στη χώρα μας και παγκόσμια.[37]
          Ανάμεσα στους μάρτυρες υπεράσπισης ήταν ο λογοτέχνης ακαδημαϊκός Παύλος Νιρβάνας, ο πανεπιστημιακός καθηγητής Αλέξανδρος Σβώλος, ο συγγραφέας Βασίλης Ρώτας και αρκετοί άλλοι πνευματικοί άνθρωποι, οι οποίοι με τις καταθέσεις τους απέδειξαν το αβάσιμο της κατηγορίας, καθώς δεν τεκμηριωνόταν από κανένα σημείο της μετάφρασης ή του προλόγου του βιβλίου η περίπτωση «εξύβρισης αρχηγού κράτους», αλλά αντίθετα περιγράφονταν και κρίνονταν αποτρόπαιες πράξεις του Χίτλερ, του Γκαίριγκ και της πολιτικής τους παράταξης. Παράλληλα, οι συνήγοροι υπεράσπισης με τις αγορεύσεις τους υπογράμμισαν την ορθότητα των πορισμάτων της Καστανής Βίβλου και τόνισαν τη σημασία της συγκεκριμένης δίκης σχετικά με τις ενέργειες εκφασισμού της ελληνικής κοινωνίας που παρατηρούνταν, για να καταλήξουν ότι με τη δίκη αυτή ουσιαστικά κατηγορείται και δικάζεται το σύνολο του αντιφασιστικού κόσμου της χώρας.
          Και ενώ μέσα στη δικαστική αίθουσα δινόταν η μάχη κατά της σκηνοθετημένης δίκης και για την αποκάλυψη της αλήθειας, έξω από τα δικαστήρια, μέσα στην κοινωνία η λαϊκή συμπαράσταση υπήρξε πρωτοφανής: διακίνηση υπομνημάτων για την απαλλαγή των κατηγορουμένων, συγκεντρώσεις στο χώρο των δικαστηρίων, στάσεις εργασίας, απεργίες ακόμη και συγκρούσεις με την αστυνομία. Τελικά, το δικαστήριο καταδίκασε τον Καρβούνη για το περιεχόμενο του Προλόγου του σε 15θήμερη φυλάκιση με δικαίωμα εξαγοράς – η εξαγορά έγινε αμέσως, «επί τόπου»,  με χρήματα που συγκεντρώθηκαν από το ακροατήριο – ενώ απάλλαξε τον Μακρυποδάρα του «Λαϊκού Βιβλιοπωλείου».[38]

Η  ΑΝΤΙΦΑΣΙΣΤΙΚΗ ΤΟΥ ΔΡΑΣΗ – Ο ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑΣ

          Καθοριστική, επιπλέον, υπήρξε η προσφορά του Ν. Καρβούνη στη διοργάνωση του Πανελλαδικού Αντιφασιστικού Συνεδρίου τον Ιούνιο του 1934,[39] το οποίο προκάλεσαν με διακήρυξή τους προσωπικότητες από όλο σχεδόν το φάσμα του επαναστατικού κοινωνικού ριζοσπαστισμού, ανάμεσα στους οποίους οι Δημήτρης  Γληνός, Νίκος Καρβούνης, Γαλάτεια Καζαντζάκη, Αιμίλιος Βεάκης, Κώστας Βάρναλης κ.ά. Με αυτήν ενημέρωναν την κοινή γνώμη για τον κίνδυνο του φασισμού, για την αντιμετώπιση του οποίου προείχε η ετοιμότητα και ενότητα όλων των αντιφασιστικών δυνάμεων, και  γνωστοποιούσαν τη δημιουργία Αντιφασιστικής Επιτροπής, προκειμένου να προετοιμαστεί η σύγκληση Πανελλαδικού Αντιφασιστικού Συνεδρίου με τη συμμετοχή εκπροσώπων όλων των αντιφασιστικών τάσεων.[40]
          Η περίοδος της προετοιμασίας του σημαδεύτηκε με συνεχείς διώξεις των αντιφασιστών από την κυβέρνηση Τσαλδάρη, η οποία και απαγόρευσε την πραγματοποίηση του Συνεδρίου.[41] Τελικά, οι αντιπρόσωποι του Συνεδρίου κατόρθωσαν, παραπλανώντας τις αρχές της Αστυνομίας και της Ασφάλειας, να συγκεντρωθούν σε απόμερη δασική περιοχή της Αττικής και να πραγματοποιήσουν την Πανελλαδική Αντιφασιστική τους Συνδιάσκεψη, η οποία και εξέλεξε Κεντρική Αντιφασιστική Επιτροπή.[42] Και η επιτυχία αυτή οφειλόταν «στην εφευρετικότητα, την αποφασιστικότητα και το πολυμήχανο πνεύμα του λαού [...] και των οργανώσεων του κόμματος [=ΚΚΕ]» αλλά και «στην προσωπικότητα, την πείρα, το αντάρτικο πνεύμα και την προσωπική παλληκαριά» του Ν. Καρβούνη.[43]  Πάντως, δεν προωθήθηκε στην πράξη η πολυπόθητη και από όλες τις πλευρές επιδιωκόμενη αντιφασιστική ενότητα.[44]
          Στο μεταξύ, ο Ν. Καρβούνης από το 1931  μέχρι το 1933 κρατούσε τη στήλη της επιφυλλίδας στην αθηναϊκή εφημερίδα Πρωία.[45] Με τις επιφυλλίδες εκείνες, που είχαν μεγάλη απήχηση και συνέβαλαν στον προοδευτικό προβληματισμό της κοινής γνώμης, σηματοδότησε το διαζύγιό του από τον ιδεαλισμό και αποκάλυψε το νέο τρόπο της σκέψης του, το διαλεκτικό, προσδιορίζοντας έτσι τη μαρξιστική του κατεύθυνση.[46] Το πεδίο, μάλιστα, της θεματολογίας των επιφυλλίδων του ήταν ευρύτατο[47] και το περιεχόμενό τους αρκετές φορές προκλητικό για τις κατεστημένες λογικές και νοοτροπίες, με αποτέλεσμα να διακοπεί η δημοσίευσή τους μετά από παρέμβαση του Γενικού Επιτελείου Στρατού με τη δικαιολογία ότι κινδύνευαν «η πατρίς, η θρησκεία και η οικογένεια».[48] Οι επιφυλλίδες του «συνιστούν έξοχα κείμενα πολιτικής και κοινωνικής φιλοσοφίας, που αφυπνίζουν, προβληματίζουν και προωθούν τη σκέψη. [...] ακόμη και σήμερα διατηρούν τη φρεσκάδα τους και την επικαιρότητά τους. Αναδίδουν μια βαθύτατη έγνοια για τον άνθρωπο και την κοινωνική ζωή, προδίδουν το αμείωτο ενδιαφέρον του συγγραφέα τους για την ανάδειξη της αξίας της ανθρώπινης ζωής και της ειρηνικής συμβίωσης».[49] Αλλά και αργότερα, κατά τη διετία 1935-1936, ο Ν. Καρβούνης επιφυλλιδογραφούσε στο Ριζοσπάστη συχνά με το ψευδώνυμο Μαυροθαλασσίτης. Και εδώ η θεματολογία του ήταν ποικίλη με επιμονή βέβαια στα ζητήματα του αντιφασιστικού αγώνα: «Για την υπεράσπιση του πνεύματος», «Η ιστορική αναγκαιότητα», «Οι διανοούμενοι και ο φασισμός» κ.λπ.         
          Από το φθινόπωρο του 1934, που ο Ν. Καρβούνης είχε γίνει μέλος του ΚΚΕ, δραστηριοποιούταν κομματικά στο χώρο των κομμουνιστών δημοσιογράφων, που εργάζονταν στον αστικό τύπο.[50] Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι είχε την εκτίμηση όλων των συναδέλφων του, συντηρητικών και προοδευτικών, και ο λόγος του «έπιανε τόπο». Εργαζόταν ασταμάτητα, υπεύθυνα και πειθαρχημένα και αυτό εκτιμιόταν από τον εργασιακό αλλά και τον κομματικό του περίγυρο. Παράλληλα, ανέπτυσσε ιδιαίτερη δράση στο χώρο της νεολαίας. Με πρωτοβουλία του είχε ιδρυθεί το 1935 η «Ένωση Νέων Ελλάδας», ένας δημοκρατικός φορέας με πολιτιστικούς αλλά και εκδρομικούς-φυσιολατρικούς σκοπούς,[51] στον οποίο συμμετείχαν νέοι διαφορετικών ιδεολογικών και πολιτικών κατευθύνσεων.[52] Με δική του, μάλιστα, προτροπή αποφασίστηκε τον Οκτώβριο του 1936 να συμμετάσχει η «Ένωση» στον αγώνα κατά της βασιλομεταξικής δικτατορίας και να συμβάλει στις προσπάθειες για κοινή δράση όλων των αντιδικτατορικών οργανώσεων της νεολαίας.[53] Ήταν η περίοδος των έντονων και επίμονων συζητήσεων και επαφών, οι οποίες στις αρχές του 1937 κατέληξαν στη συγκρότηση και δραστηριοποίηση του «Αντιδικτατορικού Μετώπου Νέων».[54]  Δεν καρποφόρησαν, όμως,  οι συζητήσεις που την ίδια περίοδο γίνονταν ανάμεσα στα πολιτικά κόμματα για τη δημιουργία «Λαϊκού Αντιδικτατορικού Μετώπου», συζητήσεις στις οποίες  αρκετές φορές το ΚΚΕ εκπροσώπησε ο Ν. Καρβούνης.[55] Λίγο αργότερα, τέλη 1939-αρχές 1940, συναντάμε τον Ν. Καρβούνη να πρωτοστατεί, στο πλαίσιο της προοπτικής μιας διαβαλκανικής γνωριμίας, επαφής και συνεργασίας ενόψει του πολέμου, στην ίδρυση και λειτουργία της Οργάνωσης Φίλων Ειρήνης Βαλκανικής Αλληλεγγύης (ΟΦΕΒΑ).[56]

ΣΥΛΛΗΨΕΙΣ ΤΟΥ Ν. ΚΑΡΒΟΥΝΗ – ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΙΑΚΕΣ ΤΟΥ  ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ

         Ωστόσο, όλη αυτή η δραστηριοποίηση του Ν. Καρβούνη στα χρόνια της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου δεν ξέφυγε από την επιτήρηση της Ειδικής Ασφάλειας. Τα όργανα του Κ. Μανιαδάκη[57] τον αναζήτησαν από τον πρώτο καιρό της δικτατορίας, αρκετές φορές διενέργησαν έλεγχο στο σπίτι του και τον συνέλαβαν, αλλά τελικά υποχρεώθηκαν να τον αφήσουν ελεύθερο, «γιατί ο Καρβούνης ξέρει πολύ ενοχοποιητικά μυστικά για τον Μεταξά».[58]    
           Ποια ήταν, όμως, αυτά μας το εξηγεί ο σύντροφός του δημοσιογράφος Νίκος Καραντηνός. Γράφει ο τελευταίος ότι ο Ν. Καρβούνης την εποχή της σύλληψης και κράτησής του από τους Γερμανούς το καλοκαίρι του 1941, «εξομολογήθηκε» κατά τα βραδινά των μεταξύ των κρατουμένων εξιστορήσεων γιατί είχε γίνει στόχος συνεχούς καταδίωξης και απανωτών ερευνών της κατοικίας του από το βασιλομεταξικό καθεστώς: «[...] ο Μανιαδάκης, που τον γνώριζα σαν αξιωματικό από τη Μ. Ασία, μου στέλνει κάθε τόσο την Ασφάλεια και κάνει φοβερές έρευνες σπίτι μου, ελπίζοντας να βρει μια επιστολή του Ι. Μεταξά προς τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μελέτιο Μεταξάκη, η οποία τον εκθέτει [τον Μεταξά] σαν πιστό φίλο του παλατιού»· με την επιστολή αυτή ο πατριάρχης είχε προτείνει στον Μεταξά να τεθεί επικεφαλής του αγώνα για την εκδίωξη του βασιλιά Κωνσταντίνου. «Εγώ την πήγα στον Μεταξά [συνέχισε ο Καρβούνης], κι αυτός από φιλοδοξία δέχτηκε την αρχηγία. Μου ’δωσε μια επιστολή όπου συγκατάνευε. Αυτή την επιστολή έχει φαγωθεί να βρει ο Μανιαδάκης».[59] Πρέπει να έχει βάση η πληροφορία αυτή, η οποία και εξηγεί το μίσος της βασιλομεταξικής δικτατορίας απέναντι στον Ν. Καρβούνη,[60] χωρίς ωστόσο ο τελευταίος να σταματήσει να μάχεται αταλάντευτα εναντίον της, τη στιγμή που άλλοι συνάδελφοί του δημοσιογράφοι και λογοτέχνες υπαναχωρούσαν ή συμβιβάζονταν με το καθεστώς ή λόγω της προληπτικής λογοκρισίας κατέφευγαν σε υπερρεαλιστικούς εκφραστικούς τρόπους επιλέγοντας έτσι μια παθητική στάση.[61]
          Αλλά ακόμη και τον πρώτο καιρό της ιταλικής επίθεσης, το Δεκέμβριο του 1940, ο Ν. Καρβούνης οδηγήθηκε στα κρατητήρια της Γενικής Ασφάλειας για την αντιφασιστική του αρθρογραφία. Είχε συλληφθεί μαζί με άλλους προοδευτικούς διανοούμενους, επειδή οι τελευταίοι είχαν δώσει αντιφασιστικό - και όχι απλά αντιϊταλικό, όπως επιθυμούσε η δικτατορία - περιεχόμενο στην αρθρογραφία τους και κάτι τέτοιο οι βασιλομεταξικές διωκτικές αρχές το θεωρούσαν ευθεία βολή κατά του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου.[62] Πάντως, εκείνα τα αντιφασιστικά κείμενα της δικτατορικής περιόδου μαζί με τα επόμενα αντιστασιακά της κατοχικής εποχής γαλβάνισαν το λαό και ενέπνευσαν μια ενιαία αντίληψη για την εθνικολαϊκή ενότητα, τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα και τη λαϊκή κυριαρχία.[63]
          Οι διώξεις, βέβαια, συνεχίστηκαν και στα χρόνια της Κατοχής. Ο Ν. Καρβούνης ήταν μαζί με άλλους εικοσιτρείς από τους πρώτους που συνέλαβαν οι Γερμανοί,[64] τον οποίο και μετέφεραν με τους υπόλοιπους στο ιταλικό στρατόπεδο Casa Preventina της Λάρισας,[65] απ’ όπου ελευθερώθηκε με ενέργειες της Ένωσης Συντακτών και κάποιων γνωστών του, για να συνεχίσει τον αντιστασιακό του αγώνα, έναν αγώνα που είχε αρχίσει αμέσως μόλις απλώθηκε στη χώρα το κατοχικό πέπλο.
          Είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι από τις πρώτες αντιστασιακές οργανώσεις, που δραστηριοποιήθηκαν στην κατεχόμενη Αθήνα, ήταν η «Αλήθεια», η οποία  συγκροτήθηκε  με την πρωτοβουλία του Ν. Καρβούνη στις αρχές Μαΐου 1941, λίγες μόλις μέρες μετά από την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα (27 Απριλίου). Φαίνεται, πάντως, ότι από το 1939 ο Ν. Καρβούνης είχε δημιουργήσει μια κομμουνιστική φοιτητική οργάνωση,[66] την οποία τώρα κάτω από τις νέες, κατοχικές, συνθήκες διεύρυνε και με άλλους αντιφασίστες σπουδαστές και της έδωσε συγκεκριμένο αντιστασιακό χαρακτήρα. Την οργάνωση αποτελούσαν κυρίως φοιτητές της Νομικής, της Φυσικομαθηματικής και της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Αθήνας και του Πολυτεχνείου,[67] ενώ υπήρχε συνεργασία και με άλλους σπουδαστές αλλά και καθηγητές.[68] Και η οργάνωση αυτή επέδειξε σοβαρή δραστηριότητα στον οργανωτικό, (συνεργάστηκε με την ΟΚΝΕ και συνέβαλε στη δημιουργία του ΕΑΜ Νέων και αργότερα της Ενιαίας Πανελλαδικής Οργάνωσης Νέων-ΕΠΟΝ), στο διαφωτιστικό (εξέδιδε παράνομη ομότιτλη εφημερίδα και διακινούσε «Δελτίο Ειδήσεων», έγραφε συνθήματα στους τοίχους) και στον αγωνιστικό τομέα (συμμετείχε στη διαδήλωση της 28ης Οκτωβρίου 1941 και στη φοιτητική απεργία της 17ης Νοεμβρίου 1941, ως μέλος του ΕΑΜ Νέων).[69]
          Παράλληλα, ο Ν. Καρβούνης προσανατολιζόταν, σύμφωνα με μια μαρτυρία,  στη δημιουργία αντάρτικου στην Αττική.[70] Ήδη η ένοπλη έκφραση του αντικατοχικού-αντιστασιακού αγώνα παράλληλα προς τη μαζική οργάνωση και κινητοποίηση είχε ξεκινήσει από τις πρώτες μέρες της Κατοχής.[71] Ο Ν. Καρβούνης είχε έρθει σε επαφή με ομάδα καταδιωκόμενων κομμουνιστών από το χωριό Χρυσό της Άμφισσας, οι οποίοι από το Δεκέμβριο του 1941 είχαν συγκροτήσει ένοπλη ανταρτοομάδα στην περιοχή τους, αλλά και με άλλους «κλαρίτες» της ευρύτερης περιοχής της Βοιωτίας.[72] Αυτές οι κινήσεις απέβλεπαν στη δημιουργία αντάρτικου για λογαριασμό της Παλιάς Κεντρικής Επιτροπής (ΠΚΕ) του ΚΚΕ,[73] στην οποία συμμετείχε ο Ν. Καρβούνης, ενώ στο μεταξύ είχαν προχωρήσει οι διαδικασίες από την πλευρά της (Νέας) Κ.Ε. του ΚΚΕ, οι οποίες το Φεβρουάριο του 1942 κατέληξαν στην ίδρυση του ΕΛΑΣ. Πάντως, εκείνες οι συζητήσεις και προσπάθειες του Ν. Καρβούνη δεν πήγαν χαμένες, καθώς η πρώτη ανταρτοομάδα του ΕΛΑΣ στην Αττικοβοιωτία, που εμφανίστηκε το καλοκαίρι του 1942, στηρίχθηκε «σε μια καλή κομμουνιστική βάση»,  που είχε δημιουργήσει στην περιοχή η ΠΚΕ αλλά και σε νέους κομμουνιστικούς πυρήνες και ΕΑΜικές ομάδες.[74]
          Ωστόσο, την ίδια σχεδόν περίοδο - καλοκαίρι του 1942 - ο Ν. Καρβούνης είχε αναλάβει να οργανώσει την υποδοχή των Άγγλων δολιοφθορέων (σαμποτέρ) στην ορεινή περιοχή της Γκιώνας, οι οποίοι με Έλληνες αντάρτες θα ανατίναζαν τη σιδηροδρομική γέφυρα του Γοργοπόταμου.[75] Είχαν απευθυνθεί σε αυτόν οι υπεύθυνοι της μυστικής υπηρεσίας πληροφοριών του Στρατηγείου Μέσης Ανατολής στην κατεχόμενη Ελλάδα, προκειμένου να στρατολογήσει έμπειρους αντάρτες για τη συγκεκριμένη επιχείρηση. Γι’ αυτό ανέβηκε (με το ψευδώνυμο «Παππούς») δυο φορές μέχρι την Γκιώνα, όπου συναντήθηκε και συζήτησε με «κλαρίτες» και «ελεύθερους σκοπευτές» και προσπάθησε να τους πείσει να συμπράξουν με τους Άγγλους για τη λευτεριά της πατρίδας. Παρ’ όλο που εκείνοι δήλωσαν τη συμμετοχή τους, ο ίδιος, επειδή εξακολουθούσε να είναι επιφυλακτικός απέναντί τους, τελικά αποσύρθηκε  από το όλο εγχείρημα.[76]

Η  ΑΠΟΔΙΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΚΚΕ ΑΠΟ ΤΗ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ – ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ

          Στο μεταξύ, τα προβλήματα που αυτήν την εποχή – πρώτη περίοδο Κατοχής - αντιμετώπιζε ο Ν. Καρβούνης αναφέρονταν στις σχέσεις του με το ΚΚΕ. Ο ίδιος υπήρξε πάντοτε συνεπές μέλος και στέλεχος του κόμματος από τον πρώτο καιρό της κομματικής του ένταξης με καθοριστική τη συμβολή του, όπως αναφέραμε παραπάνω, σε σημαντικές πρωτοβουλίες του κόμματος πριν και κατά τη διάρκεια της βασιλομεταξικής δικτατορίας. Η τελευταία, όμως, είχε καταφέρει σοβαρότατο πλήγμα στο μηχανισμό και στο ανθρώπινο δυναμικό του ΚΚΕ, με αποτέλεσμα η έναρξη της Κατοχής να βρει το ΚΚΕ ουσιαστικά αποδιοργανωμένο. Αλλά στο σημείο αυτό χρειάζεται να ανοίξουμε μια παρένθεση, για να διευκρινίσουμε σύντομα την κατάσταση που τότε επικρατούσε στο ΚΚΕ, αλλά και για να μπορέσουμε να αντιληφθούμε την κομματική περιπέτεια του Ν. Καρβούνη.  
          Κατά τη διετία 1938-1939 η βασιλομεταξική δικτατορία κατόρθωσε να συλλάβει  ένα μεγάλο μέρος των μελών και στελεχών του ΚΚΕ καθώς και το σύνολο σχεδόν των μελών της Κεντρικής Επιτροπής (Κ.Ε.) του κόμματος.[77] Για να καλυφθεί το καθοδηγητικό κενό, συγκροτήθηκε από τα ελάχιστα μέλη της Κ.Ε., που δεν είχαν συλληφθεί, με τη συμπλήρωση κι άλλων στελεχών η λεγόμενη «Παλιά Κεντρική Επιτροπή» (ΠΚΕ), μέλος της οποίας ήταν και ο Ν. Καρβούνης[78] και η οποία συνέχισε να καθοδηγεί το κόμμα και να εκδίδει τον παράνομο Ριζοσπάστη.[79] Παράλληλα, όμως, ο υφυπουργός Ασφάλειας του δικτατορικού καθεστώτος Κ. Μανιαδάκης, χρησιμοποιώντας πρώην στελέχη του ΚΚΕ, που είχαν στο μεταξύ προσχωρήσει στη δικτατορία και άλλα που είχαν λυγίσει στις ανακριτικές διαδικασίες και τα βασανιστήρια και είχαν μετατραπεί σε πράκτορες της Ασφάλειας,[80] δημιούργησε τη λεγόμενη «Προσωρινή Διοίκηση» (ΠΔ) του ΚΚΕ,[81] που εμφανιζόταν ως η νόμιμη  κομματική ηγεσία  και εξέδιδε το δικό της Ριζοσπάστη.[82] «Αυτό το γεγονός ήταν από τα ισχυρότερα πλήγματα που δέχτηκε το ΚΚΕ στην οργανωτικοπολιτική και ηθική του υπόσταση, το πιο ισχυρό στο γενικότερο αγωνιστικό κύρος του».[83]
          Ήταν, μάλιστα, τέτοια η σύγχυση που προκλήθηκε, και τέτοια η δεξιοτεχνία και η πειστικότητα των ασφαλίτικων μεθοδεύσεων, ώστε πολλά μέλη και στελέχη του κόμματος παραπλανήθηκαν, παγιδεύτηκαν και αναγνώρισαν ως αυθεντική καθοδήγηση του ΚΚΕ την ΠΔ.[84]  Όλη αυτή η κατάσταση δημιούργησε ένα φοβερό κλίμα καχυποψίας και χαφιεδισμού με ανεπανόρθωτες ζημιές για το κόμμα. Έτσι, υπήρξαν μέλη και στελέχη που είτε μπλέχτηκαν σε έναν αδιέξοδο φαύλο-κύκλο καχυποψίας, ενοχών και καταγγελιών, προσπαθώντας καλοθέλητα να συνεργαστούν με κάποια από τα δύο εμφανιζόμενα καθοδηγητικά κέντρα του ΚΚΕ, είτε δραστηριοποιήθηκαν σε ανεξάρτητες κομμουνιστικές οργανώσεις, ανάμεσα στις οποίες ήταν και η «Αλήθεια»,[85] είτε αποστασιοποιήθηκαν από τις κομματικές διεργασίες.
          Επιπλέον, με την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου τον Οκτώβριο του 1940 επικαιροποιήθηκε άλλο ένα σοβαρότατο ιδεολογικό, τούτη τη φορά, πρόβλημα, το οποίο προκάλεσε εντονότατες αντιπαραθέσεις μεταξύ της ΠΚΕ και της ΠΔ καθώς και των αντίστοιχων υποστηρικτών τους. Το πρόβλημα σχετιζόταν με το χαρακτήρα του πολέμου – πρόβλημα που από τα προηγούμενα ήδη χρόνια είχε απασχολήσει το ΚΚΕ: καλούνταν να συμμετάσχουν οι Έλληνες κομμουνιστές και γενικότερα ο ελληνικός λαός σε έναν πόλεμο, που ήταν αντιφασιστικός-εθνικοαπελευθερωτικός ή ιμπεριαλιστικός;[86] Η ΠΚΕ τον θεωρούσε ιμπεριαλιστικό και από την πλευρά του Άξονα και από την πλευρά των Συμμάχων,[87] γι’ αυτό και κατάγγειλε το γνωστό ανοικτό – πρώτο - γράμμα του Ν. Ζαχαριάδη, με το οποίο ο φυλακισμένος κομμουνιστής ηγέτης  καλούσε το λαό να συμμετάσχει στον «εθνικοαπελευθερωτικό» πόλεμο, που «διευθύνει η κυβέρνηση Μεταξά», «ενάντια στο φασισμό του Μουσολίνι»,[88] - θέση την οποία λίγο αργότερα θα τροποποιήσει[89]-  ως πλαστό και ως κατασκεύασμα της Ασφάλειας.[90]
          Σημείωνε, μάλιστα, η ΠΚΕ στο «Μανιφέστο» της στις 7 Δεκεμβρίου 1940, ακόμη κι όταν δηλαδή ο πόλεμος αναμφισβήτητα είχε αποκτήσει  εθνικοαπελευθερωτικό χαρακτήρα, ότι αυτός δεν είχε καμιά σχέση με την άμυνα της χώρας, γι’ αυτό και, σε αντίθεση με ό,τι έγραφε ο Ν. Ζαχαριάδης και υποστήριζε προφανώς η χαφιέδικη ΠΔ, καλούσε το λαό «να σταματήσει τον πόλεμο που έφεραν οι εγγλέζοι και ντόπιοι πλουτοκράτες στη χώρα μας».[91] Και η θέση αυτή δημιουργούσε σοβαρές υποψίες κυρίως στα  φυλακισμένα και εξόριστα μέλη και στελέχη του ΚΚΕ, που στη μεγάλη τους πλειοψηφία είχαν αποδεχτεί τον πατριωτικό-εθνικοαπελευθερωτικό χαρακτήρα του πολέμου, ότι κάτι ύποπτο συνέβαινε με την ΠΚΕ - κάτι που, όπως θα αναφέρουμε στη συνέχεια, προκάλεσε νέα προβλήματα στο ανασυγκροτούμενο ΚΚΕ. Πάντως, το σύνολο σχεδόν των κομμουνιστών, ελεύθερων και φυλακισμένων ή εξορίστων, λόγω του συνολικού μέχρι τότε αντιφασιστικού-αντιπολεμικού προσανατολισμού της πολιτικής του ΚΚΕ, τοποθετήθηκε  σωστά τις κρίσιμες ώρες της ιταλικής φασιστικής και αργότερα της γερμανικής χιτλερικής επίθεσης υπέρ της απόκρουσής τους και της προάσπισης της ανεξαρτησίας της χώρας.[92]
         
ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΟΥ ΚΚΕ - Η ΚΟΜΜΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΤΟΥ Ν. ΚΑΡΒΟΥΝΗ         
         
          Αυτή, λοιπόν, ήταν η κατάσταση, όταν τους τρεις πρώτους μήνες της Κατοχής (Απρίλιος, Μάιος, Ιούνιος 1941) ηγετικά στελέχη του ΚΚΕ, που επέστρεψαν από το μέτωπο ή απέδρασαν από τις φυλακές και τους τόπους εξορίας,[93] επιδόθηκαν σε συνεργασία με τα ελάχιστα, που είχαν μείνει ελεύθερα, στο δύσκολο και σύνθετο έργο της συγκέντρωσης και ανασύνταξης των σκόρπιων κομματικών δυνάμεων και της συγκρότησης νέων καθοδηγητικών οργάνων, ενόψει της αντιμετώπισης της νέας πραγματικότητας, της τριπλής δηλαδή Κατοχής και του αντιστασιακού αγώνα, που έπρεπε να ξεκινήσει. Δραπέτες αρχικά από τη Φολέγανδρο ήρθαν σε συνεννόηση και συνεργασία με δραπέτες από την Κίμωλο, εκλεγμένα από προηγούμενα κομματικά όργανα στο Π.Γ. ή την Κ.Ε. του ΚΚΕ,[94] και δημιούργησαν τη λεγόμενη «Νέα Κ.Ε.», η οποία προσπάθησε να αποκτήσει επαφή με τις υπάρχουσες κομματικές δυνάμεις στην Αθήνα και τον Πειραιά[95] και ταυτόχρονα κάλεσε τα δύο τότε εμφανιζόμενα ως κομματικά καθοδηγητικά κέντρα, την ΠΚΕ και την ΠΔ, να σταματήσουν τη λειτουργία τους. Με πρωτοβουλία, στο μεταξύ, κομματικών στελεχών ιδρύθηκε το Μάιο του 1941 η «Εθνική Αλληλεγγύη», η οποία επρόκειτο να παίξει καθοριστικό ρόλο στα κατοχικά χρόνια για την επιβίωση του λαού και τη στήριξη των καταδιωκόμενων αγωνιστών.[96]  
          Από 1-3 Ιουλίου 1941 συνεδρίασε η πρώτη της κατοχικής περιόδου νόμιμη Κ.Ε. του ΚΚΕ[97] και πήρε νέες πρωτοβουλίες για την ολοκλήρωση της κομματικής ανασυγκρότησης και την αντιμετώπιση της νέας – κατοχικής - πραγματικότητας.[98] Έτσι, το ΚΚΕ, και τυπικά και ουσιαστικά αποκτούσε νέο καθοδηγητικό όργανο, γύρω από το οποίο στο μεταξύ είχαν συσπειρωθεί οι οργανώσεις Αθήνα, Πειραιά, Μακεδονίας-Θράκης, Θεσσαλίας κ.ά.[99] Στις αμέσως επόμενες μέρες η ΠΚΕ δήλωνε ότι «παραδίδει» οργανώσεις και τεχνικό εξοπλισμό στη νέα Κ.Ε.,[100] αλλά και η ΠΔ, όντας  σε διαδικασία διάλυσης λόγω της φυγής του Κ. Μανιαδάκη από τη χώρα μετά τη γερμανική εισβολή, αναγκαζόταν να αποδεχτεί τη νέα κατάσταση.[101] Η νέα Κ.Ε., βέβαια, φαινόταν επιφυλακτική απέναντι στα στελέχη της ΠΚΕ και της ΠΔ και άρχιζε να εξετάζει τη στάση τους για την αμέσως προηγούμενη περίοδο. Παράλληλα, επειδή έπρεπε να ξεκινήσει η οργάνωση του αντικατοχικού αγώνα, έπαιρνε τα πρώτα οργανωτικά μέτρα και καλούσε «τον ελληνικό λαό, τα κόμματα και τις οργανώσεις του σ’ ένα εθνικό μέτωπο της απελευθέρωσης».[102]  
          Ωστόσο, οι παραπάνω συναντήσεις, συζητήσεις και γενικότερα διεργασίες είχαν ως αποτέλεσμα να δοκιμαστούν οι σχέσεις του ΚΚΕ με τον Ν. Καρβούνη και ο τελευταίος να μπει σε μια δίχρονη κομματική περιπέτεια. Δεν έχουμε στη διάθεσή μας πολλά στοιχεία και τεκμήρια. Με τη βοήθεια, όμως, ελάχιστων ανέκδοτων και λίγων δημοσιευμένων σχετικών έγγραφων[103] καθώς και κάποιων σοβαρών μαρτυριών θα προσπαθήσουμε να ανασυνθέσουμε εκείνα τα γεγονότα.
          Επειδή ο Ν. Καρβούνης ως μέλος της ΠΚΕ[104] είχε αποδεχτεί, όπως και τα υπόλοιπα μέλη της, τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του πολέμου και διαφωνούσε με τη στήριξη  του δικτάτορα Μεταξά κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο (σε αντίθεση με το πρώτο γράμμα του Ν. Ζαχαριάδη), ενώ παράλληλα αρνιόταν, αρχικά τουλάχιστον, να «παραδώσει» την οργάνωση «Αλήθεια» στη νέα Κ.Ε. και εξακολουθούσε να  υποστηρίζει το σύντροφό του και μέλος της ΠΚΕ Βαγγέλη Κτιστάκη ως συνεπή κομμουνιστή,[105] η (νέα) Κ.Ε. του αφαίρεσε τον τίτλο του μέλους του ΚΚΕ.  Έτσι, ξεκίνησε για τον Ιθακήσιο αγωνιστή μια οδύσσεια από το καλοκαίρι του 1941 μέχρι το καλοκαίρι του 1943 με ποικίλα προβλήματα και πολλές πίκρες για τον ίδιο, καθώς οι αλληλοκατηγορίες για ύποπτη συμπεριφορά σε τέτοιες περιπτώσεις πάντα προκαλούν βαρύ κλίμα και δημιουργούν  προσωπικές τραγωδίες.
          Από μαρτυρία του Βάσου Γεωργίου[106] γνωρίζουμε ότι μέχρι τον Ιούνιο του 1942 ο Ν. Καρβούνης «όχι μόνο δε δούλευε [από τον Ιούνιο του 1941] στο Κόμμα και στο ΕΑΜ, μα βρισκόταν και σε απομόνωση» από τους παλιούς του συντρόφους. Κι όταν, μάλιστα, ο ίδιος ο Β. Γεωργίου ζήτησε να του επιτραπεί να τον συναντήσει και να μιλήσει μαζί του, του απαγορεύτηκε οποιαδήποτε επαφή με τον Ν. Καρβούνη.[107]  Ο τελευταίος είχε μπει για τα καλά στο στόχαστρο της νέας ηγεσίας  και διαρκώς δεχόταν από ανώτερα και κατώτερα κομματικά όργανα καταγγελίες για αντικομματική δήθεν συμπεριφορά: το Π.Γ. της Κ.Ε. τον χαρακτήριζε «προβοκάτορα» και συμμέτοχο στην ίδρυση νέου αντεπαναστατικού  κόμματος[108] -καταγγελία στην οποία απάντησε[109] - ενώ κάποια κομματική οργάνωση σε παράνομο δελτίο της τον κατηγορούσε ως «ύποπτο και αντεπαναστατικό στοιχείο, που διατηρούσε δεσμούς με τους εχτρούς του λαού».[110]
             Πάντως, από το φθινόπωρο του 1941,[111] ο Ν. Καρβούνης προσπαθούσε να βρει τρόπους να συναντηθεί με τη νέα κομματική ηγεσία, για να διευκρινιστούν όσα τον προηγούμενο καιρό είχαν συμβεί ανάμεσά τους και για να της «παραδώσει»  την καθοδήγηση της αντιστασιακής οργάνωσης «Αλήθεια», για την οποία ευθυνόταν ο ίδιος και την οποία δεν είχε συνδέσει με την ΠΚΕ. Η Κ.Ε., όμως, τον κρατούσε σε απόσταση και απομόνωση, γιατί εξακολουθούσε να τον υποπτεύεται. Επειδή, ωστόσο, η «Αλήθεια» είχε θετική αντιστασιακή δράση – γεγονός που δήλωνε  τη σωστή καθοδήγηση που δεχόταν από τον Ν. Καρβούνη – η ηγεσία του ΚΚΕ ενδιαφερόταν γι’ αυτήν, και γι’ αυτό με κάποιο τέχνασμα του υπέκλεψε (Φεβρουάριος-Μάρτιος του 1942) την καθοδήγηση αυτής της οργάνωσης. Τότε, φανερά οργισμένος, ο Ν. Καρβούνης απευθύνθηκε στο «δράστη» της υποκλοπής γράφοντάς του (9 Μαΐου 1942): «[...] Προετοίμασες ένα “τετελεσμένο γεγονός”, ενώ εγνώριζες ότι από 5 μήνες επιζητούσα με κάθε τρόπο μιαν επικοινωνία για [να] παραδώσω εγώ στα αρμόδια χέρια [την «Αλήθεια»]».[112] Και λίγες μέρες αργότερα, στις 11 Μαΐου 1942, απευθυνόμενος στο Γραμματέα της Κ.Ε. του ΚΚΕ Γ. Σιάντο,[113] ανάμεσα σε άλλα του έγραφε με φανερό αποτροπιασμό και πίκρα ταυτόχρονα για το απαράδεκτο συμβάν της εξαπάτησης και της υποκλοπής της «Αλήθειας»: «[...] Ενώ από τόσον καιρό περίμενα την πραγματοποίηση της επαφής μου μαζί σου, για να σου παραδώσω, ανάμεσα σε άλλα, και την οργάνωση των νέων, που από πολύν καιρό καθοδηγούσα, εσκηνοθετήθηκε κατά τρόπο κάθε άλλο παρά σοβαρό μια βίαιη διάλυση και παραλαβή της από την ΟΚΝΕ που [...] είχε σκοπό φανερό να με εκθέσει σαν αντιδρώντα στο Κόμμα και φραξιονιστή».[114]
          Παρ’ όλες τις ταλαιπωρίες, τις οποίες καρτερικά υπέμενε, πίστευε ότι στο τέλος θα αποκαλυπτόταν η αλήθεια και αυτός θα μπορούσε «ξαλαφρωμένος» να μπει και να δραστηριοποιηθεί μέσα από τις οργανώσεις του ΚΚΕ και του ΕΑΜ. Πάντως, ο ίδιος έμενε σταθερός στην κομμουνιστική ιδεολογία του, υποστήριζε την ενότητα του κόμματος και θεωρούσε ορθή την πολιτική και τακτική του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, που τότε το ΚΚΕ εφάρμοζε για την αποτίναξη της τριπλής Κατοχής. Και παρ’ όλο που λόγω της απομόνωσής του από το κόμμα γινόταν ευάλωτος στους αστούς πολιτικούς, ποτέ δεν ενέδωσε, αλλά αντίθετα υπερασπιζόταν τη λαϊκή ενότητα, τον αγώνα για την απελευθέρωση της χώρας και γενικότερα τη «γραμμή» του ΚΚΕ.  Έχει αφηγηθεί ο ίδιος το εξής περιστατικό: «Ήταν στην εποχή της απομόνωσής μου. Τότε οι αρχηγοί και αρχηγίσκοι των παλιών κομμάτων δεν κουνούσαν ούτε το δαχτυλάκι τους και συσταίνανε να μην αγωνιστούμε ενάντια στους φασίστες καταχτητές, αλλά να περιμένουμε... Θέλησαν να εκμεταλλευτούν τη δυσάρεστη κατάσταση που είχε δημιουργηθεί γύρω μου. Ένας απ’ αυτούς με κάλεσε να μιλήσουμε, ο Αλέξανδρος Μυλωνάς.[115] Τον άκουσα κατάπληκτος· αντί να μάχεται τους κατακτητές, έστρεφε τα πυρά του κόντρα στο οργανωμένο απελευθερωτικό κίνημα. Φυσικά του έδοσα την απάντηση που του χρειαζόταν».[116]    
          Συνέχιζε, βέβαια, ο Ν. Καρβούνης να αναζητά τρόπους επικοινωνίας και συνάντησης με την κομματική ηγεσία για τη διευκρίνιση των ζητημάτων που είχαν προκύψει. Στις 5 Ιουνίου 1942 το Π.Γ. της Κ.Ε του ΚΚΕ, απαντώντας στην από 8 Μαΐου και κυρίως στην από 11 Μαΐου 1942 επιστολή του Ν. Καρβούνη (που παραπάνω αναφέραμε) του έστειλε ξεκάθαρο μήνυμα: το κόμμα θεωρεί «μεγάλο και εγκληματικό πολιτικό λάθος» τη θέση της ΠΚΕ για το χαρακτήρα του πολέμου και «το λάθος αυτό εκ μέρους του Παπαγιάννη[117] και του Κτιστάκη ήταν συνειδητή πολιτική προβοκάτσια»· όσα, όμως, κομματικά μέλη συνδέθηκαν με αυτό το λάθος δεν πρέπει να οδηγούνται στην απομόνωση και τη διαγραφή· συνεπώς και ο Ν. Καρβούνης «είναι δεκτός στις γραμμές του ΚΚΕ», με την προϋπόθεση ότι δε θα θέσει ζήτημα Κτιστάκη (και Παπαγιάννη) παρά μόνο όταν πραγματοποιηθεί το συνέδριο· και τελικά τον καλούσε να ξεκαθαρίσει την τωρινή του θέση απέναντι στην Κ.Ε., αν συμφωνεί δηλαδή «με την τωρινή πολιτική και τακτική του κόμματος» και αν δέχεται να επιστρέψει στο κόμμα «σαν άτομο και όχι σαν ομάδα».[118]
         Παρά την αυστηρή και καθαρή διατύπωσή της η κομματική επιστολή  άφηνε περιθώρια επαναπροσέγγισης: το Π.Γ. της Κ.Ε. διευκρίνιζε ότι η αποδοχή των λαθεμένων, κατά την κρίση του, θέσεων της ΠΚΕ  για το χαρακτήρα του πολέμου δε συνεπαγόταν την «απομόνωση» και «διαγραφή» από το κόμμα των μελών-υποστηρικτών αυτών των θέσεων («δεν το θεωρούμε σαν λόγο απομόνωσης και διαγραφής από το κόμμα») και ταυτόχρονα καλούσε τον Ν. Καρβούνη να επανέλθει στο ΚΚΕ (μπορεί να γίνει «δεκτός στο ΚΚΕ»). Φαίνεται ότι στην κομματική ηγεσία είχε ωριμάσει κάτι τέτοιο. Και ίσως αυτή η προοπτική να οφειλόταν στην παρουσία στο Π.Γ. (από το Φεβρουάριο του 1942) του Γιάννη Ζεύγου, ο οποίος γνώριζε προσωπικά και εκτιμούσε τον Ν. Καρβούνη,[119] αλλά και στην παρουσία του Γιώργη Σιάντου στη θέση του Γραμματέα της Κ.Ε. (από τον Ιανουάριο του 1942), καθώς από την προηγούμενη ήδη περίοδο ο Γ. Σιάντος είχε εκτιμήσει  ιδιαίτερα το ήθος και την προσφορά του Ν. Καρβούνη και ο τελευταίος εμπιστευόταν το νέο Γραμματέα του ΚΚΕ.  Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο που στην από 11 Μαΐου 1942 επιστολή του ο Ν. Καρβούνης έγραφε απευθυνόμενος προσωπικά στο νέο Γραμματέα Γ. Σιάντο: «Είσαι, σ.[ύντροφε] Σιάντο, ο ενδεδειγμένος για να πραγματοποιήσεις τη σωτήρια αυτή λύση».[120]
          Ωστόσο, ο Ν. Καρβούνης με τη νέα δική του επιστολή στις 15 Ιουνίου 1942, αν και δήλωνε τη συμφωνία του με την πολιτική και τακτική του ΚΚΕ, επέμενε να ζητά προσωπική επαφή και συζήτηση με την κομματική ηγεσία για τη διευκρίνιση όλων των ζητημάτων, που είχαν στο μεταξύ δημιουργηθεί. Κι αυτό θα γίνει λίγους μήνες αργότερα. Με τη νέα χρονιά, το 1943, ο συνάδελφος και σύντροφός του Β. Γεωργίου  ξαναζήτησε και τούτη τη φορά πήρε την άδεια να τον συναντήσει. Σίγουρα η συνάντηση χάρισε και στους δυο χαρά και συγκίνηση. Ο Β. Γεωργίου βρήκε το φίλο του «πιο αδύνατο και πολύ γερασμένο για τα 63 χρόνια του. [...] Του είχε πολύ στοιχίσει η άδικη απομόνωσή του, μα δεν έτρεφε καμιά μνησικακία». Δυο ζητήματα απασχολούσαν τον Ν. Καρβούνη, η επανασύνδεσή του με το κόμμα και το αντιστασιακό κίνημα και η αποκατάσταση του συντρόφου του Β. Κτιστάκη. «Αφού συμφωνείς σ’ όλα, Νίκο, με τη γραμμή και τη στρατηγική του Κόμματος, δεν είναι καλύτερο να μπεις πάλι στις γραμμές του και να βοηθήσεις και για την αποκατάσταση του Κτιστάκη; - Αυτό θα κάνω, είπε κοφτά».[121]  

ΚΟΜΜΑΤΙΚΗ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ - ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΤΟ ΕΑΜ

          Έτσι, η κατάσταση οδηγήθηκε αργά αλλά σταθερά σε θετική κατάληξη: μέσα στο καλοκαίρι του 1943 ο Ν. Καρβούνης γινόταν δεκτός στο ΚΚΕ ως «τίμιος» και «αφοσιωμένος» στο κόμμα αγωνιστής[122] μετά από μια δίχρονη περιπέτεια, την οποία είχε κιόλας ξεχάσει, γιατί το μόνο που τον  ενδιέφερε ήταν το πώς θα βοηθούσε στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα. Ο ίδιος, άλλωστε, είχε γράψει (15 Ιουνίου 1942) στο κόμμα του, όταν εκείνο τον είχε ακόμη στο περιθώριο ενοχοποιημένο και δακτυλοδεικτούμενο: «Θα εθεωρούσα όμως στη συνείδησή μου τον εαυτό μου ανάξιο για τον τίτλο του αγωνιστή, αν έβαζα παν’ απ’ όλα την ατομική μου αποκατάσταση, όταν έχω στοιχεία σπουδαιότατα για να βοηθήσω το κόμμα».[123] Εξάλλου, όταν έγραφε κατά την περίοδο της κομματικής απομόνωσής του τους υπέροχους στίχους του «Στ’ άρματα, στ’ άρματα» (ή «Βροντάει ο Όλυμπος»)[124] ουσιαστικά προέβαλλε τη «γραμμή» του ΚΚΕ για αταλάντευτο αγώνα κατά των κατακτητών,  υμνώντας το αντάρτικο – το νέο ’21 - που μόλις τότε ξεκινούσε, τονίζοντας την πίστη του λαού στην επιτυχία του εθνικοαπελευθερωτικού του αγώνα και υπογραμμίζοντας το πανανθρώπινο όραμα της ελευθερίας.[125]
          Χωρίς χρονοτριβή η Κ.Ε. του ΚΚΕ τοποθέτησε τον Ν. Καρβούνη στις  συντακτικές επιτροπές εφημερίδων και περιοδικών του κόμματος και του ΕΑΜ. Και εκείνος ανέλαβε με όρεξη και πάθος τα νέα του καθήκοντα, επιζητώντας προγραμματισμένα και μεθοδικά να καταστούν τα έντυπα αυτά ο ιδεολογικός και πρακτικός καθοδηγητής του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Ενδεικτικά αναφέρουμε τα άρθρα του στους βραχύβιους παράνομους Πρωτοπόρους (αρ. 1, Αύγουστος 1943 – αρ. 5, Δεκέμβρης 1943), τα οποία ουσιαστικά συνιστούσαν εγερτήρια σαλπίσματα-προσκλητήρια προς τους ανθρώπους των Γραμμάτων και της Τέχνης:[126] κείμενα δυνατά, πυκνά σε ιδέες, τολμηρά σε τόνους πατριωτισμού και αγωνιστικότητας.[127]
          Σε αυτήν τη νέα περίοδο της ζωής και της δράσης του ο Ν. Καρβούνης, «[...] ένας άνθρωπος ξερακιανός, μ’ εμφάνιση σχεδόν αγίου και με πολλά χρονάκια στην πλάτη»,[128] ήταν πάντοτε συνεπής στις υποχρεώσεις του, «γοργός [κι] αλαφροπάτητος» στις μετακινήσεις του, προσεκτικός στις επαφές του· ήταν κοντολογίς μια χαρακτηριστική «φιγούρα», ζωντανή και αισιόδοξη, για τους συνεργάτες και συντρόφους του.[129] Από τις πρώτες φροντίδες του ήταν η προώθηση και επίλυση του κομματικού προβλήματος του φίλου και συντρόφου του Β. Κτιστάκη, για την αποκατάσταση του οποίου συνέβαλε καθοριστικά, ενώ σύντομα ο ίδιος έγινε μέλος της Κ.Ε. του ΕΑΜ και  από τον Ιανουάριο του 1944[130]  βρισκόταν στα αντάρτικα βουνά, στα αγαπημένα του βουνά, που τώρα είχαν γίνει λημέρια των ανταρτών για την απελευθέρωση της πατρίδας.
          Έτσι, άρχισε να βιώνει μια από τις πιο συναρπαστικές περιόδους της ζωής του, όπως μαρτυρούν φίλοι και σύντροφοί του στα βουνά.[131] Ανέπνεε επιτέλους ελευθερία.[132] Εκεί πάνω στα βουνά «δεν φορούσε αντάρτικη στολή, ήταν ντυμένος πολιτικά και με το γκολφ παντελόνι του ξεχώριζε από τους άλλους συναγωνιστές. Μήτε όπλο κρατούσε στο χέρι ο παντοτινός αυτός αντάρτης, μα η πένα του μυδραλιοβολούσε τον εχθρό πιο αποτελεσματικά κι από το αυτόματο μυδράλιο».[133] Γιατί ακριβώς έκανε εκεί πάνω αυτό που πολύ καλά γνώριζε: «να γράφει, να οργανώνει, να μιλάει και με τη βοήθεια ενός χοντρού μπαστουνιού να πηγαίνει από χωριό σε χωριό για το καθημερινό του έργο».[134] Σημαντικότατη, άλλωστε, υπήρξε η συμμετοχή του, μαζί με τους Κώστα Βιδάλη και Δημήτρη Χατζή, στη σύνταξη του κεντρικού δημοσιογραφικού οργάνου του ΕΑΜ, της Ελεύθερης Ελλάδας. Και μες στα βουνά που ζούσε παρέα με τους αντάρτες είχε μόνιμη έγνοια να αποτυπώσει σ’ ένα μυθιστόρημα τις εμπειρίες και τα βιώματά του εκείνης της εποχής, γι’ αυτό και συγκέντρωνε υλικό, το οποίο όμως δεν πρόφτασε να αξιοποιήσει.[135]
          Με την ίδρυση, το Μάρτιο του 1944,  της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ)[136] ο Ν. Καρβούνης ανέλαβε να οργανώσει και να διευθύνει το Γραφείο Τύπου της ΠΕΕΑ και το Πρακτορείο Ειδήσεων «Ελεύθερη Ελλάδα», προσφέροντας σπουδαίες υπηρεσίες στον αντιστασιακό αγώνα, καθώς αντέκρουε πετυχημένα την εχθρική προπαγάνδα στο εσωτερικό και το εξωτερικό. Ήταν ένας από τους εκλεγμένους εθνοσυμβούλους δημοσιογράφους στο Εθνικό Συμβούλιο των Κορυσχάδων.[137] Ταξίδεψε στη Μέση Ανατολή (Διάσκεψη Λιβάνου) με τις αντιστασιακές αντιπροσωπίες, ενώ στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας του Γ. Παπανδρέου ανέλαβε μέχρι την Απελευθέρωση (Οκτώβριος 1944) τη διεύθυνση του Γραφείου Τύπου.[138]
          Μετά την Απελευθέρωση ο Ν. Καρβούνης εγκατέλειψε την κυβερνητική θέση και αφοσιώθηκε στις νέες υπηρεσίες που του ανέθεσε το ΕΑΜ.[139] Κύριο καθήκον του αυτήν την περίοδο ήταν να θέσει ως διευθυντής του Εξωτερικού Τμήματος του Γραφείου Τύπου του ΕΑΜ σε σωστή και αποτελεσματική λειτουργία το Τμήμα αυτό,   επανδρώνοντάς το με αντιστασιακούς νέους γνώστες ξένων γλωσσών.[140] Είχε διαπιστωθεί η εντονότατη ανάγκη εκλαΐκευσης του μεγάλου ελληνικού αντιστασιακού αγώνα και γνωστοποίησης των νέων προβλημάτων και προτεραιοτήτων του αριστερού κινήματος στην ευρωπαϊκή και γενικότερα στη διεθνή κοινή γνώμη - και μάλιστα τη συγκεκριμένη περίοδο, που κρινόταν απαραίτητη η αλληλεγγύη της δημοκρατικής κοινής γνώμης προς το δοκιμαζόμενο ελληνικό λαϊκό κίνημα.[141]
          Στο πλαίσιο αυτό, άλλωστε, αντιπροσωπία του ΕΑΜ επισκέφθηκε (Νοέμβριος 1945- Αύγουστος 1946) χώρες του εξωτερικού,[142] τη Σοβιετική Ένωση, τη Γαλλία και την Αγγλία,[143] δεν μπόρεσε όμως να μεταβεί στις ΗΠΑ λόγω μη θεώρησης των  διαβατηρίων των μελών της  Ο Ν. Καρβούνης, που επισκέφθηκε τελικά τις ΗΠΑ,  όπως την Αγγλία και τη Γαλλία, συνομίλησε με προσωπικότητες της πολιτικής και της δημοσιογραφίας μεταφέροντάς τους τον παλμό του ελληνικού αντιστασιακού προοδευτικού κινήματος.[144] Κι όταν μετά τις ΗΠΑ βρέθηκε το 1946 στη γαλλική πρωτεύουσα, μετέφερε στον εκεί ανταποκριτή του Ριζοσπάστη και αντιπρόσωπο του ΕΑΜ στη Δυτική Ευρώπη, παλιό του γνώριμο και σύντροφο, Βάσο Γεωργίου τις εντυπώσεις του για τη μετεξέλιξη της δημοκρατικής Αμερικής προς αντιδραστική κατεύθυνση.[145] Στις λίγες, πάντως, μέρες που έμεινε στο Παρίσι, δεν παρέλειψε ο αγνός αυτός ιδεολόγος και σεμνός αγωνιστής να επισκεφθεί και να προσκυνήσει τους ιστορικούς τόπους και τα μνημεία της Κομμούνας του Παρισιού.[146]
          Η παραπάνω αποστολή ήταν «ο τελευταίος αγώνας της ζωής του, ένας αγώνας πολύπλευρος που τον κούρασε και τον οδήγησε στον τάφο πολύ γρήγορα».[147] Η νέα χρονιά, το 1947, βρήκε τον Ν. Καρβούνη κουρασμένο, καταβλημένο και άρρωστο (έπασχε από χρόνια ουραιμία), με αποτέλεσμα στις 17 Φεβρουαρίου 1947 να αφήσει την τελευταία του πνοή στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός», όπου νοσηλευόταν τον τελευταίο καιρό. Το κενό, που δημιουργούσε ο θάνατός του, επισημάνθηκε σε όλες τις ανακοινώσεις αριστερών κομμάτων και δημοκρατικών φορέων[148] και τονίστηκε σε όλες τις επικήδειες ή επιτάφιες ομιλίες,[149] ενώ οι χιλιάδες κόσμου που παραβρέθηκαν στην κηδεία αποχαιρέτησαν το νεκρό κατά την ταφή  με το αντάρτικο τραγούδι του  «Στ’ άρματα, στ’ άρματα».[150]

ΕΠΙΛΟΓΙΚΑ

           Όσοι γνώρισαν τον Ν. Καρβούνη  και συνεργάστηκαν μαζί του κάνουν λόγο για άνθρωπο με  «ακέραιο χαρακτήρα», «παροιμιώδη τιμιότητα» και «υποδειγματική σεμνότητα»,[151] ο οποίος «ορθοτόμησε κατευθύνσεις ηθικότητας».[152] Γι’ αυτό, άλλωστε, η «εθελοντική, υπεύθυνη, αντρίκια ένταξή» του στο λαϊκό κίνημα «αναστάτωσε τους αστικούς πνευματικούς, δημοσιογραφικούς και πολιτικούς κύκλους της εποχής».[153] Όσοι αγωνίστηκαν δίπλα του και μαζί του μιλούν για «πρωτοπόρο και ασυμβίβαστο μαχητή, αψήφιστο κι αλύγιστο αγωνιστή»[154], που γνώριζε ότι «ο μόνος τίμιος δρόμος [...] είναι να τραβά κανείς εμπρός, όσο βαστούνε τα πόδια του και η καρδιά του, [...] προ πάντων με το μέτωπο σηκωμένο και ακατάδεχτο».[155]  Η παρουσία ενός «ισχυρού εσωτερικού έρματος» ήταν γνώρισμα της προσωπικότητας του Ν. Καρβούνη,[156] ενώ όλοι αναφέρονται σ’ ένα «θεωρητικό και φιλοσοφημένο στοχαστή» και «δραστήριο και φλογερό αγωνιστή»,[157] ο οποίος θεωρούσε τον ηρωισμό «ως μια φυσική λειτουργία της ανθρώπινης ζωής, [... ως την] ορθή αντίληψη της αναλογίας του ατόμου με το σύνολο, [ως] μια σωστή κοινωνική λειτουργία».[158]
          Ο Ν. Καρβούνης υπήρξε αναμφισβήτητα πρότυπο αγωνιστή: συνετός, ευγενικός, αγαπητός, θαρραλέος, εργατικός, αφοσιωμένος, πατριώτης, ελεύθερος στη σκέψη, καθώς «εδημιουργούσε κι εδημιουργείτο συγχρόνως απ’ την ίδια τη σκέψη του, βρισκόταν σε μιαν αέναη εξέλιξη και μεταμόρφωση»,[159] αλλά και αποτελεσματικός στην πράξη, διαθέτοντας τα τελευταία δέκα πέντε χρόνια της ζωής του, «τα πιο ώριμα, τα πιο χρήσιμα, τα πιο μεστά σε κοινωνική απόδοση» στο λαϊκό κίνημα.[160] Εξάλλου, με το λόγο και την πράξη του πάντοτε προσπαθούσε «να καταρρίψει είδωλα και να αφυπνίσει συνειδήσεις»,[161] ενώ «η πυξίδα του ήταν πάντα και σταθερά προσανατολισμένη προς το λαό, προς την απολύτρωσή του, την ανύψωσή του, την τελείωσή του»[162] -  προς το λαό που εκείνος «ήξερε να πλησιάζει [...] και να παίρνει δύναμη απ’ αυτόν, [ακριβώς] για να του την ξαναδίνει πίσω συνειδητοποιημένο κίνητρο της Πράξης».[163]






ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

1

Αποσπάσματα από την απολογία του Νίκου Καρβούνη.
Αναδημοσίευση από το Καστανή Βίβλος. Η καταδίκη του φασισμού, μετφ. Νίκου Καρβούνη, εισαγωγή-επιμέλεια Γιώργη Πικρού, εκδ. Καρανάση, Αθήνα 1983, σσ. 286-292.

          «Πριν να με καλέσει η Δικαιοσύνη της χώρας αυτής για να λογοδοτήσω για τη μετάφραση της «Καστανής Βίβλου», ενεκάλεσα εγώ τον εαυτό μου για ένα αδίκημα μεγάλο, πολύ μεγάλο – θα το έλεγα έγκλημα – εις βάρος του εργαζομένου λαού. Αυτό το αδίκημα, που έρχομαι τώρα να εξομολογηθώ και που δεν μπορώ νάχω γι’ αυτό καμιάν επιείκεια, είναι ότι μετάφρασα μόνο τη μισή «Καστανή Βίβλο» κι αφήκα αμετάφραστο το δεύτερο μέρος της, όπου αναφέρεται λεπτομερειακά μια ατέλειωτη σειρά από τρομερά, από ανατριχιαστικά εγκλήματα του χιτλερικού φασισμού.
          Και ακόμα, πριν να μπω στην καθεαυτό απολογία μου, θα μου επιτρέψετε να σας εκφράσω και ένα παράξενο αίσθημα που έχω αυτή τη στιγμή – παράδοξο μαζί και κάπως διασκεδαστικό – γιατί μου φαίνεται πως με αναγκάζετε να παρουσιαστώ μπροστά σας σαν είδος Άτλας, σηκώνοντας στους ώμους μου, πολύ αδύνατους για τόσο τιμητικό βάρος, τόσους και τόσους αγωνιστές της ελεύθερης σκέψης, πρωτοπόρους της επιστήμης, διάσημους συγγραφείς: το σοφό Αϊστάϊν, τον αντιπρόεδρο της Βουλής των Λόρδων λόρδο Μάρλεϋ, το διάσημο ποινικολόγο Μορό Τζιαφερί, τον καθηγητή της Σορβόνης Πρενάν [ακολουθούν κι άλλα ονόματα των μελών της Διεθνούς Επιτροπής]. Γιατί αυτούς δικάζετε αυτή τη στιγμή. Αυτοί ενήργησαν για να μαζευτεί το υλικό που περιέχει η «Καστανή Βίβλος», αυτοί την έχουν συντάξει. Εγώ την εμετάφρασα και είχα την τιμή να γράψω τον πρόλογο της ελληνικής αυτής μετάφρασης, όπως έγραψε το γαλλικό πρόλογο ο Μορό Τζιαφερί – πόσο πιο δυνατό από το δικό μου! – και τον αγγλικό ο λόρδος Μάρλεϋ.
          Και τώρα θα σας εξιστορήσω πώς εγεννήθηκε η ελληνική αυτή μετάφραση της «Καστανής Βίβλου»:
          Μόλις επικράτησε στη Γερμανία ο χιτλερισμός – όλοι ξέρουμε πώς – ξαπολύθηκε σ’ εκείνη τη μεγάλη χώρα η τρομοκρατία ενός καινούριου μεσαίωνα. Όλες οι ελευθερίες καταργήθηκαν, εποδοπατήθηκε κάθε ανθρωπισμός. Τα δικαιώματα των εργαζομένων εκουρελιάστηκαν, μυριάδες εργάτες και ελεύθεροι διανοούμενοι κλείστηκαν στα «στρατόπεδα συγκεντρώσεως», η δολοφονία γένηκε ο νέος νόμος. Ανακαλύφτηκε η παράξενη θεωρία της Αρίας φυλής· [...].
          Όπως είτανε φυσικό, όπως είτανε αναπόφευχτο, ξεσηκώθηκε από παντού ένα κύμα αγανάχτησης, ξύπνησε παντού το αίσθημα της ανθρώπινης αλληλεγγύης των εργαζομένων, των ελεύθερων εργατών του πνεύματος. Και, κατά τα μέσα του Μάρτη του περασμένου χρόνου, πολλοί διανοούμενοι στο Παρίσι ρίξανε την ιδέα για την οργάνωση μιας παγκόσμιας επιτροπής, που θα είχε για προορισμό να ξεσκεπάσει τα εγκλήματα του χιτλερισμού, να διαφωτίσει την υπόθεση της πυρκαϊάς του Ράϊχσταγ, να εκθέσει με ντοκουμέντα αδιάψευστα τα κακουργήματα του καινούριου τυραννικού καθεστώτος. Όταν επληροφορήθηκα αυτό το γεγονός, κατά τις αρχές του Μάη του περασμένου χρόνου, αισθάνθηκα την ανάγκη, την υποχρέωση κάθε τίμιου ανθρώπου να συνεργήσει σ’ αυτό το έργο το διαφωτιστικό των εργαζομένων όλου του κόσμου για την ουσία του φασισμού, που με τέτοια ιδιομορφία παρουσιάζεται στη χιτλερική Γερμανία. [...] Και τότε υπογράφτηκε κι εδώ μια εντονότατη διαμαρτυρία για όλα αυτά τα εγκλήματα εναντίον της ανθρωπότητας, για τις δολοφονίες και, γενικά, ωρίμαζε η σκέψη για μια συστηματικότερη συμμετοχή σ’ αυτή την παγκόσμια αντιχιτλερική – και αντιφασιστική γενικότερα – κινητοποίηση. [...]
         Ένας από τους σπουδαιότερους λόγους που μ’ έκαναν να μεταφράσω και να προλογίσω τη Βίβλο, είτανε το γεγονός ότι ο φασισμός δεν είναι καθόλου ένα φαινόμενο που εντοπίζεται μονάχα στη χιτλερική Γερμανία. Σ’ όλες τις χώρες, ακόμα και στη δική μας, πληθαίνουν καθημερινά τα συμπτώματα ενός ντόπιου φασισμού. Τα βλέπουμε ολοένα τριγύρω μας. Εφημερίδες υποστηρίζουν απροκάλυπτα τον εκφασισμό της χώρας αυτής· βρίσκονται διάφοροι που κινούνται για να τον οργανώσουν. Η μετάφραση της «Καστανής Βίβλου» είχε το σκοπό να δείξει στους εργαζόμενους, σε κάθε τίμιο άνθρωπο της χώρας αυτής, τον κίνδυνο και να ξυπνήσει την ανάγκη της συσσωμάτωσης για να ματαιωθεί κάθε τέτοια προσπάθεια. [...]
          Ξεσκεπάζοντας, λοιπόν, αυτούς τους καταστροφείς της ανθρωπότητας στο ελληνικό κοινό, η μετάφραση της «Καστανής Βίβλου» του έλεγε: “Κύττα τι σε περιμένει αν αφίσεις να επικρατήσει κι εδώ ο φασισμός”. Και κάθε τίμιος άνθρωπος, κάθε διανοούμενος με ξυπνημένη συνείδηση, έχει χρέος επιταχτικό να μην αφίνει να χάνεται μήτ’ ένα λεπτό της ημέρας του χωρίς να κάνει το κάθε τι που θα συντελέσει για ν’ αναποδογυριστεί ο φασισμός εκεί όπου σήμερα επικρατεί, για να μη μπορέσει να επικρατήσει αλλού. Αυτό θα κάμουμε κι εμείς εδώ. Έχουμε να μεταφράσουμε όσα άλλα βιβλία και φυλλάδια βγήκανε αποκαλυπτικά για τα χιτλερικά-φασιστικά εγκλήματα, να συνεχίσουμε τον αγώνα κατά του φασισμού, να πληροφορήσουμε τον εργαζόμενο λαό για το κάθε τι που γίνεται με την πρόθεση νατου αφαιρεθούν τα δικαιώματά του. [...]
          Αλλά κανένας τέτοιος νόμος [εννοεί το νόμο τον “Περί αδικημάτων διά του Τύπου”, που απαγορεύει την εξύβριση ξένων κυβερνήσεων και ηγετών] δεν μπορεί να σταματήσει έναν άνθρωπο που θέλει να είναι άνθρωπος από το να κάμει το καθήκον του προς το ανθρώπινο σύνολο. Αν ήταν όλοι οι άνθρωποι τόσο “νομοταγείς”, τίποτε δε θα είχε κερδηθεί για την ανθρωπότητα. Όταν επικρατούσε το φεουδαρχικό σύστημα, είχε κι εκείνο νόμους απαγορευτικούς για να το προστατεύουν – το νόμο του δυνάστη που για την παράβασή του ήταν ο μπαλτάς του δήμιου, ο μπαλτάς που χρησιμοποιεί και σήμερα το χιτλερικό καθεστώς. Αλλά βρέθηκαν εκείνοι που τον αψηφήσανε. Και χάρη σ’ αυτούς καταργήθηκε το καθεστώς εκείνο. [...]
          Ο μεγάλος αυτός [αντιφασιστικός] αγώνας ξεπερνά τα σύνορα μιανής χώρας· για πεδίο μάχης έχει όλη τη γη· από την έκβασή του εξαρτιέται η νίκη της ανθρωπότητας. Δεν επιτρέπεται να παρατήσουμε τα όπλα πριν από τη νίκη».




                                            
2


Επιστολή Νίκου Καρβούνη στον Γιώργη Σιάντο, Γραμματέα της Κ.Ε. του ΚΚΕ, 11 Μαΐου 1942.
Αναδημοσίευση από το βιβλίο των Ντούνια Α. Κουσίδου – Σταύρου Γ. Σταυρόπουλου,  Η υπόθεση Νίκου Πλουμπίδη. Ιστορία - Αρχεία - Καταθέσεις,  εκδ. Διογένης, [Αθήνα 1999], σσ. 140-143. – Βλ. ΑΣΚΙ Φ. 29/1/17. [Το κείμενο είναι δημοσιευμένο στο μονοτονικό – με αρκετές διπλοτυπίες (είναι-είνε, χαρακτηρισμός-χαραχτηρισμός, καινούριος-καινούργιος, Κόμμα: με κ και Κ). Διορθώνουμε σιωπηρά ελάχιστες αβλεψίες, ενώ σημειώνουμε τα αρχικά γράμματα λέξεων, όπου απαιτείται.]

         σ. Γραμματέα,

Στις 8 του μηνός αυτού σου έγραψα ένα σύντομο γράμμα, παρακαλώντας να μου ορίσεις μιαν επικοινωνία μαζί σου, που, αν είχε πραγματοποιηθεί από όταν, εδώ και έξι τώρα μήνες, επίμονα την επιζητώ, είμαι βέβαιος ότι θα αποφεύγονταν τόσα άτοπα που παρουσιάζονται ολοένα και που φανερώνουν μια εσωτερική κατάσταση του κόμματος, που σου ομολογώ ότι μου εμπνέει σοβαρότατες ανησυχίες από μια γενικότερη άποψη. Η εις βάρος μου δημοσίευση μιας αστήριχτης και ανακριβέστατης κατηγορίας, η ματαίωση ώς τα τώρα της επαφής μου μαζί σου για τη λογοδοσία μου και την παράδοση της δουλειάς μου, που ένα σημαντικό μέρος της μένει μετέωρο και παρατημένο σε μεγάλη ζημιά για τον αγώνα, ο αποκλεισμός στελεχών και αγωνιστών από πραχτική δουλειά σε τόσο κρίσιμες στιγμές και, γενικά, ο τρόπος χειρισμού ζητημάτων που άξιζαν πολύ σοβαρότερη διαχείριση, με αναγκάζουν να σου απευθύνω αυτές τις σκέψεις μου, πιστεύοντας ότι μου το επιβάλλει το καθήκον μου. Σε τέτοιες ιστορικές στιγμές είμαστε, σ. Γραμματέα, όλοι φορτωμένοι με βαριές ευθύνες όχι μονάχα για ό,τι κάνουμε, παρά και για ό,τι θα παραλείπαμε να κάμουμε. Και τις τελευταίες αυτές ημέρες γίνηκε κάτι εξαιρετικά άτοπο και ανώμαλο: Ενώ από τόσον καιρό περίμενα την πραγματοποίηση της επαφής μου μαζί σου για να σου παραδώσω, ανάμεσα σε άλλα, και την οργάνωση των νέων, που από πολύ καιρό καθοδηγούσα, εσκηνοθετήθηκε κατά τρόπο κάθε άλλο παρά σοβαρό, μια βίαια διάλυση και παραλαβή της από την ΟΚΝΕ που, όπως σου έγραψα και στο τελευταίο σύντομο γράμμα μου, είχε σκοπό φανερό να με εκθέσει σαν αντιδρώντα στο Κόμμα και φραξιονιστή, ενώ ταυτόχρονα μου διαβιβάζονταν μ’ εκείνους που εσκηνοθέτησαν την εχτέλεση της απότομης, άπρεπης και κομματιασμένης παραλαβής της οργάνωσης διάφορα πράγματα, που, με τον τρόπο με τον οποίο μου διαβιβάζονται, δεν έχω δικαίωμα να τα θεωρήσω σοβαρά (...) (σ. Σ.: αναφέρεται στα της ενότητας του Κόμματος) – [πρόκειται για σημείωση των συγγραφέων].
          Ποιος δρόμος ακολουθιέται σήμερα; Το Δελτίο της ΚΕ, όπου είχε δημοσιευτεί η καταγγελία εναντίον μου, έλεγε, πολύ σωστά, πως και μονάχα το να μείνει στον κόσμο η εντύπωση πως οι κομμουνιστές έχουν διασπαστεί, είναι αρκετό για να ικανοποιήσει τη Γκεστάπο. Αυτό τον κίντυνο όμως τον προκαλούν τα ίδια τα κομματικά έντυπα που καταγγέλ[λ]ουν στελέχη που ώς τα χτες δούλευαν στις γραμμές του Κ.[όμματος], πως συνεργάζονται με τον Κορδάτο για την ίδρυση καινούριου κόμματος, την ώρα που αυτά τα στελέχη δε μιλάνε ούτε για ν’ απαντήσουν στις κατηγορίες που τους προσάπτονται. Σχετικά μ’ αυτά τα στελέχη διατυπώθηκε από κομματικά όργανα και η άποψη πως «πρέπει κανείς να χρησιμοποιεί και το όπλο της συκοφαντίας». (...) Δεν θάχα αντίρρηση στο να θυσιαστεί προσωρινά στο βωμό της κομματικής ενότητας η αλήθεια σχετικά με την πολιτική τιμιότητα μερικών στελεχών, ακόμα και αν σ’ αυτά τα στελέχη ήταν ανάγκη να περιληφθώ κι εγώ. (...) Ξαίρεις καλά, σ. Γραμματέα, ότι όλ’ αυτά τα χρόνια (...) πιστεύω πάντα ατράνταχτα στην ανάγκη ενός Κ.[όμματος] ενωμένου και πειθαρχημένου, ενός Κ. αληθινά μονολιθικού. Κρατώ πάντα ζωηρά στη μνήμη μου τα λόγια του σ. Στάλιν για την ανάγκη της σιδερένιας πειθαρχίας. (...).
          Η αβαρία ωστόσο που γίνεται απέναντι στην αλήθεια δεν αφορά μονάχα μερικά στελέχη. Όταν κομματικά έντυπα χαρακτηρίζουν το Κ. στην περίοδο 1939-41 σαν παράρτημα της Γκεστάπο, σαν «αυτοτιτλοφορούμενη Παλαιά Κεντρική Επιτροπή», ή σαν «Διοίκηση Προβοκατόρων», είνε φανερό πως (υπογράμμιση πρωτότυπου) θυσιάζεται η αλήθεια όχι μονάχα σχετικά με την πολιτική τιμιότητα μερικών στελεχών, μα και σχετικά και με ολάκερη την ιστορία του κινήματος στην περίοδο 1939-41. (...) Ήτανε τότες η επαναστατική δουλειά, από ωρισμένες πλευρές, πιο επικίντυνη παρά σήμερα. Δεν ήταν μονάχα ο κίντυνος από τα βασανιστήρια του Μανιαδάκη (...). Ήταν και το χτύπημα του κύρους της οργάνωσης εξ αιτίας της σύλληψης των κυριώτερων κομματικών στελεχών. Ήταν η «Προσωρινή Διοίκηση», οι επιτυχίες της ανάμεσα στους σ.σ. εξόριστους (...). Ο κόσμος, λοιπόν, που δούλευε εκείνη την εποχή κοντά, είτε μέσα στο Κ., δεν μπορεί να δεχτεί δίχως νάρθει σε σύγκρουση με την κομματική του συνείδηση πως η δουλειά του, εκείνη τη σκληρή περίοδο, εξυπηρετούσε τον εχθρό. ...Βλέποντας όμως, το Κ. να ισχυρίζεται επίμονα και αδιάκοπα τα αντίθετα απ’ όσα οι ίδιοι έζησαν και είδαν με τα μάτια τους, χάνουν σιγά σιγά την πίστη τους προς το Κ. και τούτο δεν μπορεί βέβαια να μένει δίχως συνέπειες και στη δουλειά που τους ανατίθεται. Άλλοι, τέλος, δέχονται ν’ αναγνωρίσουν την άποψη του Κ., σχετικά με πρόσωπα και πράγματα της περιόδου 1939-41, ενώ οι ίδιοι ξαίρουν πως δεν είνε σωστή. Έτσι γίνονται για κάθε επαναστατική δουλειά και ενδιαφέρονται μονάχα για τη στερέωση της θέσης τους μέσα στο Κόμμα.Ο κίντυνος που αποτελεί την ύπαρξη αυτής της περίπτωσης είναι φανερός. Ο κόσμος που δούλευε κοντά είτε μέσα στο Κ. την περίοδο 1939-41 δεν χτυπιέται μονάχα προσωπικά από το χαραχτηρισμό του Κ. σαν «παράρτημα της Γκεστάπο» κ.λπ., εκείνη την εποχή. Χτυπιέται και πολιτικά, με μεγάλη ζημιά του Κ. μέσα στη μάζα. Η μάζα έπαιρνε, εκείνη την περίοδο, τη γραμμή του Κ. από τα γνωστά, νόμιμα, κατώτερα μαζικά στελέχη και είναι φυσικό οι αγωνιστές που εκπροσωπούσαν έτσι το Κ. απέναντι στη μάζα και είχαν με τη δουλειά τους αποχτήσει κάποια μαζική επιρροή, να χάνουν το κύρος τους όταν το Κ. σήμερα έρχεται και λέει πως ανήκαν σ’ ένα παράρτημα της Γκεστάπο.
          Η ζημιά αυτή είναι ανυπολόγιστη, γιατί, οποιαδήποτε γνώμη κι αν έχει κανείς για την καθοδήγηση του Κ. εκείνη την περίοδο, δεν μπορεί όμως ν’ αμφισβητήσει την αυτοθυσία και τον ηρωισμό των μαζικών αυτών κατώτερων στελεχών μέσα στις σκληρές συνθήκες εκείνης της εποχής. Και οι αγωνιστές αυτοί μπορούσαν ν’ αποτελέσουν τη βάση για μια τεράστια ανάπτυξη του μαζικού κινήματος, αν το κύρος τους δεν έπεφτε ανάμεσα στη μάζα.
          Η προσπάθεια για την επιβολή απόψεων αντίθετων προς την αλήθεια, σχετικά με την ιστορία του κινήματος κατά την περίοδο 1939-41 έχει, νομίζω, και άλλες γενικότερες συνέπειες. Η ιστορία του κινήματος εκείνη την περίοδο συνδέεται στενά και με τα διεθνή γεγονότα της ίδιας περιόδου και σχετίζεται για τούτο και με την ιστορία του διεθνούς επαναστατικού κινήματος, την ιστορία άλλων λαών, εθνών, κρατών. Το Κ. και η θέση του απέναντι στον πόλεμο ανταποκρίνεται στην αντίστοιχη θέση της ΚΔ [= Κομμουνιστικής Διεθνούς] και της Σοβ. Ένωσης, που επανειλημμένα διατυπώθηκαν. Το Κ. και η θέση του συναντιόνταν με τ’ άλλα αδελφά κόμματα στην εχτέλεση των αποφάσεων της ΚΔ, που ζητούσε το χτύπημα του πολέμου, περνώντας από την πραγματικότητα της χώρας μας, που είχε μπει στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο. (σ. Σ.:Η υπογράμμιση με κόκκινο χρώμα στο πρωτότυπο). Η ΚΔ, η Σοβ. Ένωση και τ’ αδελφά κομμ. [=κομμουνιστικά] κόμματα δεν πρόκειται βέβαια ν’ αρνηθούν όσα διακήρυχναν εκείνη την εποχή. Μπορεί, όμως, να στηριχτεί η κομματική ενότητα σε μια προσπάθεια που, θυσιάζοντας την αλήθεια, έρχεται σ’ αντίφαση με τις θέσεις της ΣΕ [= Σοβιετικής Ένωσης] και της ΚΔ και των αδελφών κομ. κομμάτων; Δεν πρέπει να ξεχνάμε ακόμα ότι μια τέτοια θυσία της αλήθειας δίνει ένα όπλο σ’ όσους έχουν συμφέρον από τη διαστρέβλωση της πραγματικότητας. Και ο ταξικός εχθρός έχει πάντα τέτοιο συμφέρον και πάντα εκμεταλλεύεται όλα τα λάθη μας.  (...).
          Στα κομματικά τα έντυπα διατυπώνεται συχνά η διαπίστωση πως η δουλειά που γίνεται σήμερα είναι κατώτερη όχι μονάχα από τα καθήκοντα που μπαίνουν στο Κ. παρά κι απ’ τις διαθέσεις που έχει η μάζα για να παλαίψει. Η διαπίστωση αυτή είνε σωστή και στο Κ. ανήκει κάθε τιμή για το θάρρος και την ειλικρίνεια της αυτοκριτικής του. Για νάναι όμως γόνιμη η αυτοκριτική χρειάζεται να βρεθούν και ν’ αναλυθούν οι αιτίες της και να παρθούν μέτρα που να μεταβάλουν ριζικά την κατάσταση. Η καθυστέρηση, δεν νομίζω, πως είναι άσχετη με την προσπάθεια για την κατάπνιξη της αλήθειας, σχετικά με την ιστορία του κινήματος κατά την περίοδο 1939-1941 και με τις συνέπειες της προσπάθειας αυτής που αραδιάζονται παραπάνω. (...) Δεν μπορεί να είναι τυχαίο το γεγονός ότι τα στελέχη του γαλλικού ΚΚ, όσα αντιτάχτηκαν τότε στην αντιπολεμική γραμμή του και δεν έκαναν έως σήμερα μια τίμια και ειλικρινή αυτοκριτική έχουν περάσει (αυτοί πραγματικά) στην Γκεστάπο.*  (...) Και δεν μπορεί ακόμα νάνε άσχετες μ’ αυτή την καθυστέρηση οι αντιφάσεις ανάμεσα στις κομματικές θέσεις, που όσο υπάρχουν, δεν μπορεί να γίνει λόγος για ιδεολογική μονολιθικότητα και, συνεπώς, για κομματική ενότητα, και που είνε άμεση συνέπεια της προσπάθειας για ν’ αφανιστεί η ιστορία του κινήματος κατά την περίοδο 1939-1941. Δεν είνε δυνατό να μην επιδρούν στην κομματική δουλειά οι αντιφάσεις λ.χ. ανάμεσα στις αποφάσεις της VIII ολομέλειας, που καθορίζουν το σκοπό της Σοβ. Ένωσης, πριν από τις 22 του Ιούνη, να δημιουργήσει ένα αντιπολεμικό μέτωπο για να εμποδίσει τον πόλεμο, και τις θέσεις για την 25η του Μάρτη, που καθορίζουν σαν καθήκον του ελληνικού λαού την υπεράσπιση των άλλων λαών αναχαιτίζοντας και επιβραδύνοντας την πορεία των φασιστών επιδρομέων εναντίον άλλων λαών.
          Ούτε οι αντιφάσεις ανάμεσα στα λεγόμενα «γράμματα του σ. Ζαχαριάδη», που γίνονται δεχτά σαν γνήσια, είτε ανάμεσα στη θέση πως ο ελληνικός λαός έπρεπε να παλέψει για την εξασφάλιση της συνεργασίας της Βαλκανικής «έξω από ξένες ιμπεριαλιστικές επιρροές» και τη θέση πως έπρεπε να πολεμήσει στην Αρβανιτιά και στη Μακεδονία.
          Και τώρα σχετικά με τα στελέχη που κατηγορεί το κόμμα: Δεν πρέπει από τα παραπάνω να σχηματιστεί η εντύπωση πως έχω τη γνώμη ότι επιτρέπεται να χαλαρωθεί η επαγρύπνηση για την ασφάλεια της δουλειάς. Αντίθετα, πιστεύω πως είναι προτιμότερο ν’ αποκλειστούν δέκα αθώοι, εφόσον βαρύνονται με βάσιμες υπόνοιες, παρά να ξεφύγει ένας χαφιές. Έχω όμως πεποίθηση πως όχι μονάχα αυτοί είναι αθώοι, παρά και πως το χτύπημά τους επιδιώχτηκε από τον εχθρό, που θάχει, βέβαια, λόγους γι’ αυτό. Αυτή την πεποίθηση τη στηρίζω σε γεγονότα που έτυχε να τα ζήσω ο ίδιος. Μέσα στα κρατητήρια της Ειδικής Ασφάλειας έβλεπα επί τρεις μήνες πέρσι τη γυναίκα του Παπαγιάννη με καταφανή τα ίχνη των βασανιστηρίων που δοκίμασε για να πιεστεί να παραδώσει τον άντρα της. Ακόμα σοβαρότερα είναι τα στοιχεία που έχω για την προέλευση της κατηγορίας κατά του Κτιστάκη. Ο πρώτος που τον κατηγόρησε είναι ο Κορδάτος. Την ώρα που το Κ. σήμερα καταγγέλ[λ]ει τον Κορδάτο, γίνεται φανερό τι επιδίωκε αυτός και όταν κατηγορούσε τον Κτιστάκη... Έχω ωστόσο και από προσωπική αντίληψη αποδείξεις πως η ίδια η Γεν. Ασφάλεια έδωκε στον Κτιστάκη το χαρακτηρισμό «όργανο της Γκεστάπο», όταν ο Κτιστάκης βρίσκονταν ακόμα στη φυλακή. Τόσο πάνω σ’ αυτό, όσο και για ωρισμένα άλλα πράγματα είμαι έτοιμος να δώσω υπεύθυνα, λεπτομερή στοιχεία, μόλις μου ζητηθούν. (...). Από το άλλο μέρος, για το παρελθόν του δεν έχω υπόψη μου το παραμικρό στοιχείο. Τον γνώρισα πάντα τίμιο αγωνιστή, που εθυσίασε πολλά στο βωμό του αγώνα. Όσο για το παρόν, πώς να δεχτώ ότι ενεργεί διασπαστικά την ώρα που δεν απαντά καν στις κατηγορίες που του διατυπώθηκαν; Ούτε και μπορεί ν’ αποβλέπει στο άνοιγμα πάλης φραξιονιστικής μέσα στο Κ., αφού δεν ζήτησε από το Κ. να τον χρησιμοποιήσει. Όλ’ αυτά δεν θα ήταν αρκετά για να ενδιαφερθώ, αν δεν έβλεπα στις κατηγορίες κατά του Κτ. Ένα γενικότερο ζήτημα: το συσχετισμό τους με την προσπάθεια για να εξαφανιστεί η ιστορία του κινήματος κατά την περίοδο 1939-41, για να στέκει ο χαραχτηρισμός του Κ. εκείνη την περίοδο σαν «παράρτημα της Γκεστάπο» κ.λπ. Και όταν μάλιστα, από δική μου προσωπική αντίληψη, ξαίρω πως η κατηγορία κατά του Κτιστάκη προέρχεται από τη Γενική Ασφάλεια, δεν μπορώ παρά να φτάσω στο συμπέρασμα, πως και η προσπάθεια για την κατάπνιξη της αλήθειας σχετικά με την ιστορία του κινήματος εκείνη την περίοδο, αποτελεί επιδίωξη του εχθρού. (...). Υπάρχει ωστόσο μια λύση που θα επέτρεπε στο Κ. να προχωρήσει ενωμένο στο δρόμο που του επιβάλλουν τα σημερινά του καθήκοντα. (...). Και η λύση αυτή αποτελεί μια θυσία σε βάρος της αλήθειας, είνε όμως η μικρότερη δυνατή στο βωμό της κομματικής ενότητας, κυρίως γιατί είνε προσωρινή... Το Κ. προσλαμβάνοντας τα στελέχη που το κράτησαν στην περίοδο 1939-41, δεν εκτίθεται σε καινούργιους κιντύνους φραξιονιστικής πάλης. Η μέχρι σήμερα στάση των στελεχών αυτών αποτελεί και μιαν εγγύηση και γι’ αύριο. Αυτά τα στελέχη και όταν ακόμα εκπροσωπούσαν το Κ. δεν έκαμαν κατάχρηση της ιδιότητάς τους για να δυσφημήσουν λ.χ. τους συντρόφους που πήραν μέρος στον έρανο του Μεταξά, εκείνους που έστειλαν υπομνήματα στον Μανιαδάκη, εκείνους που εδημοσιογράφησαν στον τύπο της «Προσωρινής» [εννοείται «Διοίκησης»]. Με τον πιο συντροφικό τρόπο ανάφεραν πως η «Προσωρινή» παράσυρε εξόριστους αγωνιστές, όταν αυτό είχε γίνει πια γνωστό από τις ενέργειες των ίδιων αυτών συντρόφων. (...).
         Είσαι, σ. Σιάντο, ο ενδεδειγμένος για να πραγματοποιήσεις τη σωτήρια αυτή λύση. Θα το θελήσεις, - είμαι βέβαιος – όχι μονάχα γιατί δεν είχες έρθει σε συνάφεια με την «ΠΔ» [= Προσωρινή Διοίκηση] αλλά ούτε και σε αντίθεση μ’ αυτούς που είχες αφήσει αντικαταστάτες σου στο Κ., ύστερα από τη σύλληψή σου, μα και γιατί η ιστορία σου έχει αποδείξει πως έχεις τη μπολσεβίκικη δύναμη και γενναιότητα για ν’ αναγνωρίσεις σφάλματα που μπορεί να γίνωνται και να τ’ αντιμετωπίζεις αποφασιστικά και σωτήρια για το συμφέρον του αγώνα. Αυτές τις σκέψεις εθεώρησα καθήκον μου να σου τις εκθέσω μ’ αυτό μου το γράμμα, αφού – όχι από δική μου υπαιτιότητα – δεν κατόρθωσα ώς τα τώρα να επικοινωνήσω μαζί σου για να σου τις εκθέσω προφορικά, λογοδοτώντας ταυτόχρονα και παραδίδοντας τη δουλειά μου. (...).  

Νίκος Καρβούνης                     

* Ντοριό Ιάκωβος, Γάλλος πολιτικός (1898-1945), εργάτης μεταλλουργείων. Μέλος της κομμουνιστικής νεολαίας. Βουλευτής του ΓΚΚ (1924). Δήμαρχος του Σαιντ-Ντενί. Αποπέμπεται του γαλλικού ΚΚ. Τελικώς τάσσεται κατά του κομμουνισμού και ιδρύει το 1936 το Λαϊκό Γαλλικό Κόμμα, φασιστικών τάσεων. Συνεργάζεται με τους Γερμανούς κατά των Ρώσων και μετά την απόβαση της 6ης Ιουνίου 1944  [=απόβαση της Νορμανδίας], ιδρύει στη Γερμανία την «Απελευθερωτική Επιτροπή». Φονεύθηκε επί του μυδραλλιοβοληθέντος αυτοκινήτου του από συμμαχικό αεροπλάνο το 1945. (Βλ. α) «Πάπυρο Λαρούς», τόμ. 10ο, 1964 και β) Φερνάντο Κλαούτιν, «Η κρίση του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος. Από την Κομιντέρν στην Κομινφόρμ. Α. Η κρίση της Κομμουνιστικής Διεθνούς»).





3


Επιστολή του Πολιτικού Γραφείου (Π.Γ.) της Κεντρικής Επιτροπής (Κ.Ε.) του ΚΚΕ προς τον Νίκο Καρβούνη, 5 Ιουνίου 1942.
ΑΣΚΙ, Αρχείο ΚΚΕ, κυτ. 145, Φ. 7/32/3. Δακτυλογραφημένο κείμενο - δύο φύλλα. Ουσιαστικά ανέκδοτο. (8 αράδες μόνο έχει δημοσιεύσει ο Γρ. Φαράκος στο Ο ΕΛΑΣ και η εξουσία, τ. Β΄, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2000, σ. 258, και άλλες επιπλέον 7 στο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Σχέσεις ΚΚΕ και Διεθνούς Κομμουνιστικού Κέντρου, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2004, σσ. 322-323).


ΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΣΤΟΝ ΝΙΚΟ ΚΑΡΒΟΥΝΗ


          σ.[ύντροφε] Κ.[αρβούνη]

          Πήραμε τα γράμματά σας της 8.5.42 και 21.5.42 [αντί 11-5-42]. Με λύπη μας παρατηρούμε ότι οι ισχυρισμοί και επιχειρήματα σαν αυτά που γράφετε στο γράμμα σας της 11.5.42 «διατυπώθηκε από κομματικά όργανα η άποψη πως πρέπει κανείς να χρησιμοποιεί και το όπλο της συκοφαντίας», «κάθε θυσία ατόμων για την εξασφάλιση της ενότητας θα ήταν δικαιολογημένη» (δηλαδή θυσία αθώων ανθρώπων) νομίζομε ότι δεν αρμόζουν σε κομμουνιστές μα ούτε και λογικούς ανθρώπους. Πού, πότε και ποια είναι αυτά τα κομματικά όργανα που διατύπωσαν αυτή τη θεωρία της «χρήσιμης» συκοφαντίας; Εκτός αν εννοείται [αντί: εννοείτε] τον Κτιστάκη, γιατί μόνο αυτός δικαιολογεί τη διαγραφή του με το επιχείρημα της «σκόπιμης» συκοφαντίας για να εξαπατήσει τον κόσμο πως τάχα δεν είναι προβοκάτορας.
          Η συκοφαντία και προβοκάτσια είναι όπλο της κεφαλαιοκρατίας και της ασφάλειας και όχι των κομμουνιστών. Το ΚΚΕ θεωρεί όλα τα μέλη του σαν πολύτιμα κύτ[τ]αρα του σώμα του [χειρόγραφη διόρθωση: σώματός του], τα φυλάει σαν το πιο πολύτιμο κεφάλαιό του και δεν θυσιάζει ούτε μια τρίχα του κεφαλιού τους.
          Ποτέ δεν καταδικάσαμε την ηρωϊκή δράση της βάσης του ΚΚΕ της περιόδου 1940-1941 όπως ισχυρίζεστε, αντίθετα την εκτιμούμε με το παραπάνω και καταδικάζουμε μόνο την εγκληματική πολιτική της Κεντρικής καθοδήγησης αυτής της περιόδου. Τόσο της δικής σας όσο και της λεγόμενης Προσωρινής Διοίκησης.
          Σχετικά με την πολιτική σας στον ιταλοελληνικό πόλεμο και την πολεμική σας κατά της κομματικής πολιτικής και τακτικής που καθόρισε ο ίδιος ο αρχηγός του ΚΚΕ Ζαχαριάδης δεν το κρύβουμε ότι την θεωρούμε μεγάλο και εγκληματικό πολιτικό λάθος. Ακόμα πιστεύουμε ότι το λάθος αυτό εκ μέρους του Παπαγιάννη και του Κτιστάκη ήταν συνειδητή πολιτική προβοκάτσια.
          Παρ’ όλα  όμως αυτά σε καμμιά περίπτωση δεν το θεωρούμε σαν λόγο απομόνωσης και διαγραφής από το κόμμα των συντρόφων που έπεσαν σ’ αυτό το λάθος εκτός από τον Παπαγιάννη και Κτιστάκη που διαγράφηκαν σαν προβοκάτορες. Πολύ περισσότερο δεν θέτουμε για συζήτηση το ζήτημα αυτό μέσα στις σημερινές συνθήκες. Θε [αντί: Θα] έρθει η κατάλληλη ώρα. Θα έρθει το κομματικό συνέδριο, που θα ξεκαθαρίσει και το ζήτημα αυτό. Άλλο πράγμα είναι το πολιτικό λάθος και οι σύντροφοι που συνδέονται μ’ αυτό και άλλο οι δύο προβοκάτορες. Συνεπώς τόσο σεις όσο και σε κάθε άλλος [χειρόγραφη διόρθωση: άλλον] που τυχόν έχει την ίδια γνώμη πάνω στο ζήτημα της πολιτικής στον ιταλοελληνικό πόλεμο είναι δεκτός στις γραμμές του ΚΚΕ και αυτό συμπίπτει με την άποψη που διατυπώνεται [αντί: διατυπώνετε] ο ίδιος στην επιστολή σας της 11.5.42 σχετικά με την ενότητα του κόμματος.
          Νομίζομε πως πρέπει να ξεκαθαρίσετε τις σχέσεις σας με το Κόμμα όσο το δυνατό γρήγορα, γιατί πιστεύουμε ότι κάθε αργοπορία είναι επιζήμια. Θέλετε να πιστεύετε στην σωστότητα [sic] της πολιτικής στον ιταλοελληνικό πόλεμο; Κάντε του [αντί: το] αλλά θα το κρατήσετε για τον εαυτό σας και θα μιλήσετε γι’ αυτό όταν το Κόμμα το θέσει υπό συζήτηση. Θέλετε να πιστεύετε ότι ο Παπαγιάννης και ο Κτιστάκης δεν είναι προβοκάτορες κάνετέ το αλλά θα κόψετε κάθε είδους σχέσεις μαζί τους. Πρέπει να μας πείτε αν συμφωνάτε με την άποψή μας αυτή, αν συμφωνάτε με την τωρινή πολιτική και τακτική του κόμματος και αν δέχεσθε να μπείτε στη διάθ[ε]ση [χειρόγραφη συμπλήρωση το ε] της Κεντρικής καθοδήγησης του κόμματος σαν άτομο και όχι σαν ομάδα.

                                                                        Περιμένουμε γρήγορη απάντησή σας

                                                                          Με σ.[υντροφικούς] χ.[αιρετισμούς]

                                                                   Το Π.Γ. της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ




4


Επιστολή Νίκου Καρβούνη προς  το Π.Γ. της Κ.Ε. του ΚΚΕ, 15 Ιουνίου 1942.
ΑΣΚΙ ΤΚ=471 Φ. 29/1/21. Ουσιαστικά ανέκδοτο. (Αποσπάσματα της επιστολής έχουν δημοσιευτεί στα: Ντ. Κουσίδου – Στ. Σταυρόπουλος, ό.π., σσ. 144-145, Γρ. Φαράκος, Ο ΕΛΑΣ και η εξουσία, τ. Β΄, ό.π., σ. 258, Γρ. Φαράκος, Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ..., ό.π., σ. 323).


          Κατά τα μέσα περίπου του Ιούνη πήρα το ακόλουθο γράμμα της ΚΕ του ΚΚΕ: «Με λύπη μας παρατηρούμε ότι ισχυρισμοί και επιχειρήματα σαν αυτά που γράφετε στο γράμμα σας της 11.5.42 διατυπώθηκε από κομματικά όργανα η άποψη πως πρέπει να χρησιμοποιεί και το όπλο της συκοφαντίας», «κάθε θυσία ατόμων για την εξασφάλιση της ενότητας θα ήταν δικαιολογημένη» (δηλαδή θυσία αθώων ανθρώπων). Νομίζουμε ότι δεν αρμόζουν σε κομμουνιστές, μα ούτε και σε λογικούς ανθρώπους που, πότε και ποια είναι αυτά τα κομματικά όργανα που διατύπωσαν αυτή τη θεωρία της “χρήσιμης” συκοφαντίας; Εκτός εάν εννοείτε τον Κτιστάκη, γιατί μόνο αυτός δικαιολογεί τη διαγραφή του με το επιχείρημα της “σκόπιμης” συκοφαντίας (...). Η συκοφαντία και προβοκάτσια είναι όπλο της κεφαλαιοκρατίας και της Ασφάλειας και όχι των κομμουνιστών. Το ΚΚΕ θεωρεί όλα τα μέλη του σαν πολύτιμα κύτταρα του σώματός του (...). Ποτέ δεν καταδικάσαμε την ηρωική δράση της βάσης του ΚΚΕ της περιόδου 1940-1941, όπως ισχυρίζεστε. Αντίθετα, την εκτιμούμε με το παραπάνω. Και καταδικάζουμε μόνο την εγκληματική πολιτική της κεντρικής καθοδήγησης αυτής της περιόδου. Τόσο της δικής σας όσο και της λεγόμενης ΠΔ. Σχετικά με την πολιτική σας στον ελληνοϊταλικό πόλεμο και την πολιτική σας κατά της κομματικής πολιτικής και τακτικής, που καθόρισε ο ίδιος ο αρχηγός του ΚΚΕ, Νίκος Ζαχαριάδης, δεν το κρύβουμε ότι την θεωρούμε μεγάλο και εγκληματικό πολιτικό λάθος (...). Πολύ περισσότερο δεν θέτουμε για συζήτηση το ζήτημα αυτό στις σημερινές συνθήκες. Θα έρθει η κατάλληλη ώρα. Θα έρθει το κομματικό Συνέδριο που θα ξεκαθαρίσει το ζήτημα αυτό (...). Νομίζουμε πως πρέπει να ξεκαθαρίσετε τη σχέση σας με το Κόμμα, γιατί πιστεύουμε ότι κάθε αργοπορία είναι επιζήμια. Θέλετε να πιστεύετε στη σωστότητα της πολιτικής σας στον ελληνοϊταλικό πόλεμο; Κάντε το. Αλλά θα το κρατήσετε για τον εαυτό σας και θα μιλήσετε γι’ αυτό, όταν το Κόμμα το θέσει υπό συζήτηση. Θέλετε να πιστεύετε ότι ο Παπαγιάννης και ο Κτιστάκης δεν είναι προβοκάτορες; Κάντε το. Αλλά θα κόψετε κάθε είδους σχέση μαζί τους. Πρέπει να μας πείτε αν συμφωνάτε με την άποψή μας αυτή. Αν συμφωνάτε με την τωρινή πολιτική και τακτική του Κόμματος και δέχεστε να μπείτε στη διάθεση της κεντρικής καθοδήγησης του Κόμματος σαν άτομα και όχι σαν ομάδα. Περιμένουμε γρήγορα την απάντησή σας.
          Νομίζετε – μου γράφετε – πως πρέπει να ξεκαθαρίσω το γρηγορότερο τις σχέσεις μου με το Κόμμα. Μα τι άλλο ζητώ και επιδιώκω επίμονα από τον περασμένο Νοέμβρη, μόλις γύρισα από το στρατόπεδο συγκέντρωσης της Λάρισας; Αυτός ήταν ο μοναδικός λόγος για τον οποίο ζήτησα τόσες φορές μια προσωπική επικοινωνία με τον σ. Γραμματέα, να παραδώσω τη δουλειά που έκανα, να λογοδοτήσω και φυσικά να ενταχτώ κάτω από την κεντρική καθοδήγηση σαν άτομο. Βέβαια, και όχι σαν ομάδα (ποια ομάδα;)...(Αποσ. πρωτότυπου).
          Με ρωτάτε αν συμφωνώ με την τωρινή πολιτική και τακτική του Κόμματος. Στο γράμμα μου της 17 Μαρτίου 1942 προς το σ. Γραμματέα τόνιζα ότι (υπογρ. πρωτότυπου): Πιστεύω στην ορθότητα της γραμμής που χαράχτηκε στην απόφαση της 8ης Ολομέλειας και που την εχαιρέτισα με ενθουσιασμό. Από τα σχετικά με την προσωπική μου θέση, θα θεωρούσα όμως στη συνείδησή μου, στον εαυτό μου ανάξιο για τον τίτλο του αγωνιστή, αν έβαζα πάνω απ’ όλα την ατομική μου αποκατάσταση, όταν έχω στοιχεία σπουδαιότατα για να βοηθήσω το Κόμμα (...) και ακόμη κατηγορείτε στελέχη πως έκαναν το λάθος συνειδητά για πολιτική προβοκάτσια, δίχως να παρουσιάζετε στοιχεία που να δικαιολογούν αυτή τη φοβερή κατηγορία. Έπειτα, τι εννοείτε με την πολιτική και τακτική που καθόρισε ο ίδιος ο αρχηγός του ΚΚΕ, Ζαχαριάδης; Αυτό το ερώτημα γεννιέται αυτόματα, όταν θυμηθεί κανείς πως τα πρώτα απ’ τα λεγόμενα του γράμματος του αρχηγού μας, τα χτύπησε δημόσια ο σύντροφος Πλουμπίδης, που σήμερα βρίσκεται στο πόστο του, ενώ το τελευταίο έχει προέλθει από τον Λιανόπουλο, που χαρακτηρίστηκε σαν χαφιές από την ΟΚΝΕ. Αισθάνθηκα σ.[ύντροφοι] μεγάλο ξαλάφρωμα από τη φράση του γράμματός σας «η συκοφαντία και προβοκάτσια είναι όπλο της κεφαλαιοκρατίας και της Ασφάλειας και όχι των κομμουνιστών». (...) Νομίζω πως η προσωπική επαφή μου μαζί σας επιβάλλεται από τα ανώτερα συμφέροντα του Κόμματος. Έχω να σας δώσω συγκεκριμένα στοιχεία για την προέλευση των κατηγοριών της προηγούμενης καθοδήγησης του Κόμματος, καθώς και για τον Καλ.[οδίκη], του οποίου η περίπτωση θάπρεπε να επανεξεταστεί, μετά την κατηγορία του Λιανόπουλου σαν χαφιέ, αφού το λεγόμενο γράμμα του σ. Ζαχαριάδη, που το έφερε ο Λιανόπουλος από την Ασφάλεια δημοσιεύθηκε και μπήκε σε κυκλοφορία από τον Καλοδίκη. Όσο για τη φράση μου στο γράμμα της 11.5.1942 «κάθε θυσία ατόμων...», που σας παραξένεψε, μ’ αυτήν εννοούσα απλούστατα ότι ένας κομμουνιστής, όσο και νάναι πεπεισμένος για την τιμιότητα αθώων συντρόφων, έχει την υποχρέωση να πειθαρχήσει σε μια κομματική απόφαση, που από λάθος ίσως κατηγορεί τους ανθρώπους αυτούς. Ενώ περίμενα απάντηση στο τελευταίο γράμμα μου κυκλοφόρησε δακτυλογραφημένη επιστολή του ΠΓ του ΚΚΕ, χρονολογημένη από 12 Ιουλίου 1942: «Σ’ όλες τις οργανώσεις του ΚΚΕ για την ανάπτυξη της επαναστατικής επαγρύπνησης», στην οποία αναφέρεται ότι: «ο εχθρός έκανε επανειλημμένες προσπάθειες να ξαναμπάσει στο Κόμμα μας μια σειρά καθάρματα (υπολείμματα των γνωστών χαφιεδικών καθοδηγήσεων, διεφθαρμένοι δηλωσίες κ.λπ.) και αφού δεν τα κατάφερε, κατέληξε να τα οργανώσει σ’ ένα καινούργιο αντι-επαναστατικό Κόμμα για να μας πολεμήσει από τα «αριστερά» με την προσωπίδα του «κομμουνιστή»,
          Στην προδοτική αυτή κίνηση πρωτοστατούν οι γνωστοί προβοκάτορες Μάθεσης, Κτιστάκης, το μέλος της χαφιεδικής καθοδήγησης Παπαγιάννης, ο δημοσιογράφος Καρβούνης, οι τυχοδιώκτες και αποστάτες Κορδάτος, Αποστολίδης, μερικοί αρριβίστες, οπαδοί αστικών κομμάτων κ.λπ.

                                                                                                          Με σ. χ.
                                                                                      Νίκος Καρβούνης   
         


5


Επιστολή Νίκου Πλουμπίδη προς τον Δημοσθένη Παπαχρίστου, Μάρτιος του 1954.
Αναδημοσίευση από το βιβλίο του Δημοαθένη Α. Παπαχρίστου, Νίκος Πλουμπίδης. Ντοκουμέντα. Γράμματα από τη φυλακή 1953-1954, εκδ. Δελφίνι. Αθήνα 1997, σσ. 140-142.


          Αγαπητέ μου Τ., [= το αρχικό γράμμα του υποκοριστικού του ονόματός μου (Δημοσθένης), «Τενάκι», που χρησιμοποιούσε ο Πλουμπίδης, σ. 96]
Ακόμα μια ένδειξη που πιθανόν να παρεξηγήθηκε εις βάρος μου, είναι η θέση μου για τον Δημ. ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗ. Η υπόθεση έχει έτσι: Στις αρχές του 1940 είχαμε πιαστεί όλα τα μέλη της παλιάς Κεντρικής Επιτροπής. Ο Δ. Παπαγιάννης, που δεν είχε εκλεγεί, αλλά εμείς τον είχαμε τραβήξει στο Π.Γ. το 1938, πήρε 4 καλούς συντρόφους, τους Κτιστάκη, Καρβούνη, Σταματία Βιτσαρά και Κανάκη και αποτέλεσε την Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ και έκανε πάρα πολύ ΣΩΣΤΑ. Αργότερα οι φυλακισμένοι ηγέτες Ζαχαριάδης, Σιάντος, Νεφελούδης, Παρτσαλίδης (πιθανόν από κακές εισηγήσεις του Μιχαηλίδη) εδημοσίευσαν γράμμα στο «Ριζοσπάστη» της ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ Διοίκησης και κατηγορούσαν [τη] λεγόμενη παλιά Κεντρική Επιτροπή (τον Παπαγιάννη) σαν χαφιεδική, αναγνώριζαν την Π.Δ. (προσωρινή διοίκηση) σαν γνήσια καθοδήγηση του κόμματος και την συνιστούσαν στα μέλη του κόμματος και στο λαό. Εγώ τότε βρισκόμουνα στις φυλακές-σανατόριο. Στ’ αυτιά μου είχαν φτάσει οι φήμες για ύπαρξη δύο Κ. Επιτροπών και στην αρχή του 1941 πήρα το φύλλο της Π.Δ. με τα γράμματα που αναφέρω παραπάνω και ένα «Ριζοσπάστη» της παλιάς Κ.Ε., που ανέφερε τα ονόματα των μελών της Προσ. Διοίκησης.
          Εγώ τον Παπαγιάννη, τη Βιτσαρά και τον Κανάκη τους ήξερα προσωπικά και ήμουν 100% βέβαιος για την τιμιότητά τους. Επίσης ήξερα πολύ καλά τις παλιανθρωπιές του Μιχαηλίδη, τον Μιχαηλίδη. Τότε έγραψα ένα γράμμα που δημοσιεύτηκε στο «Ριζοσπάστη» της παλιάς Κ.Ε. έγραψα ότι η παλιά Κ.Ε. είναι η γνήσια Διοίκηση του κόμματος γιατί αποτελείται από τίμια και πιστά στοιχεία, ότι η Π.Δ. είναι χαφιεδική και ανέφερα ορισμένα γεγονότα για το κάθε μέλος της. Τέλος βεβαίωνα τα όσα έλεγα με την τιμή μου και με την κομματική μου υπόσταση.
          (Σ η μ ε ί ω σ η: Το να ταχθώ ενάντια στις γνώμες των ηγετών του κόμματος ΔΕΝ είναι παράβαση της κομματικής πειθαρχίας, γιατί οι φυλακισμένοι ηγέτες ΔΕΝ αποτελούν τη διοίκηση του κόμματος, ό,τι λένε είναι μόνο προσωπικές τους γνώμες. Κομματικές αποφάσεις σεβαστές απ’ όλα τα μέλη του κόμματος είναι οι αποφάσεις της ανώτερης καθοδήγησης, που είναι έξω στη ζωή και τη δράση). Ακόμα και εγώ ήμουν μέλος της Κ.Ε. εκλεγμένος από το Συνέδριο του 1935.
          Το σημείωμά μου είχε απήχηση, γιατί πολλά μέλη, όπως ο Καλοδίκης, έφυγαν από την Π.Δ. και τότε η Π.Δ. άρχισε να καταρρέει. Ο Παπαγιάννης πιάστηκε από προδοσία οπαδών της Π.Δ. (όχι χαφιέ τον ίδιον) και κλείστηκε στην Ακροναυπλία. Εκεί απομονώθηκε σαν χαφιές και 3 χρόνια υπέφερε πολύ. Όταν στις αρχές του 1942 εγώ δραπέτευσα, έθεσα ζήτημα ξεκαθαρίσματος στη θέση των δύο επιτροπών. Η Π.Δ. από πριν είχε αποδειχτεί ότι ήταν χαφιεδική και έτσι έσβησε σαν όργανο. Μαζί με τον Ιωαννίδη εξετάσαμε τους Κτιστάκη, Καρβούνη, Βιτσαρά και Κανάκη και καταλήξαμε ότι ήταν τίμιοι και αφοσιωμένοι στο κόμμα. Με πρότασή μας το Π.Γ. τους αποκατέστησε.
          [...]
                                                                                     Πάντα μ’ αγάπη
                                                                                               Ν.
   ΙΙΙ [=Μάρτιος] 1954

   Υ.Γ. Θυμήσου ότι σου ’γραψα όλα αυτά μόνο για το ΚΟΜΜΑ μας.


6

Δύο – ανυπόγραφα - άρθρα του Ν. Καρβούνη στους παράνομους Πρωτοπόρους.

Α. «Οι Πρωτοπόροι στον Αγώνα», Πρωτοπόροι, αρ. 1, Αύγουστος [1943], σσ. 1-2.

          Ζούμε σ’ επική εποχή. Η βασανισμένη ανθρωπότητα κολυμπάει στο αίμα της. Ξαγορά βαρύτιμη στον αγώνα της προόδου ωσότου βγη από την προϊστορία της. Ο Ελληνικός λαός δε μένει όξω απ’ το πανανθρώπινο δράμα. Ο δρόμος του είναι αιμάτινη γραμμή. Δάκρυα, πόνοι, βόγγοι, πείνα, συμφορά η ζωή του. Μα γιγαντωμένη θέληση, σφίξιμο δοντιών, μίσος θανατερό μετουσιωμένο σε πράξη τιτανική εκφράζουν την ύπαρξή του. Όλα του τα συναισθήματα, όλα του τα πάθη κορυφωμένα εξωτερικεύονται σε κραυγή μίσους, σε ιαχές θριάμβου, σε σάλπισμα πάλης για τη ζωή, για τη λευτεριά, για τον πολιτισμό του. 400 χιλιάδες Αθηναίοι πλημμυρίζουν τους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας και αντιμετωπίζουν τα τανκς των βαρβάρων, εκατόμβες θύματα πέφτουν στο Κούρνοβο και στην Καισαριανή. Οι αντάρτες γίγαντες Διγενήδες, δρασκελίζουν τα βουνά της Ελλάδας. Η ατμόσφαιρα της Ελλάδας είναι πυρωμένο καμίνι.
          Πώς μιλάει στην ψυχή των ανθρώπων της τέχνης αυτό το φοβερό δράμα; Ακούμε ότι είναι ευαίσθητες και αισθαντικές ψυχές. Πως αγαπούν την Ελλάδα, έχουν ανώτερο ήθος και είναι έτοιμοι για θυσίες. Τι θέση λοιπόν παίρνουν και τι προσφέρνουν σ’ αυτό το μεγάλο αγώνα; Πού είναι η σάτιρα ενάντια στο βάρβαρο καταχτητή, στο σκουλήκι τον εθνοπροδότη, στον απαίσιο πατριδοκάπηλο; Πού είναι το θούριο που θα ψυχώσει τους πολεμιστές της λευτεριάς; Πού είναι οι ζωγραφικοί, οι λογοτεχνικοί πίνακες που απεικονίζουν τη φριχτή πείνα, τους απάνθρωπους σκοτωμούς, το φοβερό χαροπάλεμα με τις δυνάμεις του κακού; Δε βιαζόμαστε να βγάνουμε συμπεράσματα. Γιατί πιστεύουμε στην Ελλάδα, στον Ελληνικό λαό και ένα του κομμάτι είναι οι άνθρωποι των Γραμμάτων και της Τέχνης. Γι’ αυτό και ξαναβγαίνουν οι «Πρωτοπόροι»: Για να δείξουν ότι η φυγή απ’ τον αγώνα δεν είναι ο δρόμος των δυνατών. Ο εξωλογισμός, ο μυστικισμός είναι προϊόντα σάπια της μαύρης φασιστικής αντίδρασης. Η λύτρωση η περίφημη δε βρίσκεται στη φυγή από την πραγματικότητα. Αυτός ο δρόμος της δειλίας, του εγωκεντρισμού είναι φυγομαχία και βοήθεια στον εχτρό του πολιτισμού και της τέχνης. Τα μεγάλα έργα απ’ τον Αισχύλο ώς το Σολωμό ήταν απήχηση μεγάλων αγώνων. Ούτε πρέπει να περάσει καιρός να μακρύνουν τα γεγονότα, για να τ’ απεικονίσει ο τεχνίτης. Καθήκο και συμφέρο της τέχνης είναι να ριχτούν οι ιεροφάντες της στον αγώνα με πάθος άδολο, με πίστη και αγάπη φλογερή στην Ελλάδα και στο λαό της. Ας αγαπήσουμε το λαό μας. Μπροστά στα αδιάφορα μάτια μας δημιουργεί τη ζωή του, τη ζωή μας, ζυμώνει με το αίμα του τη λευτεριά και τον πολιτισμό της Ελλάδας. Ας πάρουμε μέρος στον αγώνα του για την εθνική λευτεριά, για τη λαοκρατία. Είναι το γόνιμο έδαφος όπου θα βλαστήσει και θα λουλουδίσει η τέχνη και ο νεοελληνκός πολιτισμός.
          Σ’ αυτό τον αγώνα καλούν οι «Πρωτοπόροι» κάθε έντιμο άνθρωπο της τέχνης και της διανόησης. Μπορεί να διαφωνεί κάποιος μαζί μας σε μεθοδολογικά ζητήματα. Μα τα πλαίσια του αγώνα είναι μεγάλα, οι σκοποί είναι κοινοί και τρανοί που θ’ αγωνιστούμε αδερφωμένοι σ’ ευγενικιά άμιλλα για τη λευτεριά και τη λαοκρατία. Ας μη βιαστεί κανένας να μας πει ότι η τέχνη είναι ανώτερο πράμα, δε βάζει σκοπούς κ.τ.ρ.[= και τα ρέστα]. Θάναι ανάξιος άνθρωπος, ανάξιος Έλληνας, ανάξιος τεχνίτης. Ας μείνει σκλάβος στους βαρβάρους και ας φυλάξει την αγνότητα της τέχνης του ο κήρυκας αυτών των αντιλήψεων. Η τέχνη είναι ένα κομμάτι της ζωής. Μια πλευρά, ένα στοιχείο της ζωντανής πραγματικότητας. Και η ζωή η ελληνική και η πανανθρώπινη καλούν την τέχνη στο μεγάλο αγώνα για τη λευτεριά, για τη λαοκρατία, για την πρόοδο, για τον πολιτισμό.


Β. «Έργα πίστεως», Πρωτοπόροι, αρ. 5, Δεκέμβρης 1943, σσ. 1-2.

          Ο Σολωμός, ακούοντας στο εξοχικό χτήμα του στη Ζάκυνθο, τον αντίλαλο του κανονιού που βροντούσε στο πολιορκημένο Μεσολόγγι, εμπνεύστηκε τον Ύμνο της Ελευθερίας. Η βαθειά συγκίνησή του για τον ηρωικό αγώνα των πολεμιστών της λευτεριάς, που, κατά τον υπέροχο λαϊκό στίχο, «χιόνι έτρωγαν, χιόνι έπιναν και τη φωτιά βαστούσαν», εκδηλώθηκε σ’ ένα άρτιο έργο τέχνης. Ο Σέλλεϋ, μαθαίνοντας στην Πίζα από το Μαυροκορδάτο, την 1η του Απρίλη του 1821, το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης, έγραψε πάνω στον εθνικισμό του το λυρικό δράμα «Ελλάς», ένα από τα ωραιότερα έργα του, στ’ αχνάρια των «Περσών» του Αισχύλου. Επίστευαν και οι δυο τους φλογερά στο δικαίωμα του ανθρώπου πάνω στη λευτεριά του. Και κάθε αληθινό έργο τέχνης είναι βασικά «έργον πίστεως».
          Είναι ο αληθινός καλλιτέχνης ευαίσθητος δέκτης του δυνατού παλμού της ζωής σε κάθε  της εκδήλωση. Όσο βαθύτερα αντιλαλήσει μέσα του ο παλμός αυτός, τόσο η τέχνη του υψηλότερη, τόσο πιο πλέρια η καλλιτεχνική έκφρασή του. Και της πολύμορφης ζωής το αποκορύφωμα είναι ο αγώνας: απαιτεί την υπερένταση της ζωτικότητας ίσα με την αυτοθυσία. Ο αγώνας είναι η δημιουργική αυτοβεβαίωση της ζωής. Μ’ αυτόν η ζωή δημιουργεί μορφικά σ’ ένα αέναο «γίγνεσθαι». Η τέχνη, αναπόσπαστα σφιχτοδεμένη με τη ζωή, αναδημιουργεί από της ανθρώπινης ζωής τα καθέκαστα, μια σύνθεση που την κάθε σπαρταριστή από ζωή στιγμή την απλώνει στα πλαίσια της αιωνιότητας. Κάθε ατομική και ομαδική εκδήλωση την πλαταίνει ποιοτικά σε πανανθρώπινη.
          Σε στιγμές μεγάλων αγώνων, ο αληθινός καλλιτέχνης – και προπάντων του Λόγου ο τεχνίτης – δε μπορεί παρά να είναι κι αυτός αγωνιστής. Κάτι παραπάνω: πρωταγωνιστής. Είναι ανάξιος της τέχνης λειτουργός όποιος σε τέτοιες στιγμές απομονώνεται από τους ομαδικούς αγώνες. Τέτοιοι ήταν οι ποετάστροι [= κακότεχνοι στιχουργοί, αδέξιοι ποιητές] του Μιλάνου, την εποχή που η Λομβαρδία δυσκολοανάσαινε πατημένη από τη μοναρχία των Αψβούργων. Φουσκωμένοι από ταπεινή αυταρέσκεια, πληρώνονταν για τα γλυκανάλατα σονέττα τους με τα καταδεχτικά χαμόγελα των κυριών των σαλονιών, των ανοιχτών στους Αυστριακούς καταχτητές. Στο Μιλάνο βρισκόταν όμως και ο Ούγκος Φώσκολος εκείνη την εποχή. Ο Έλληνας από μητέρα και του Σολωμού συμπατριώτης, αληθινός εκείνος ποιητής, αηδιασμένος και επαναστατημένος από αυτό το κατάντημα, απόθεσε πρόσκαιρα τη λύρα του και κατατάχτηκε αξιωματικός στις στρατιές του Βοναπάρτη, που ήτανε τότε στρατιές της Γαλλικής Επανάστασης. Γίνηκε πολεμιστής της λευτεριάς της χώρας των πατέρων του.
          Μας έλαχε να ζούμε σε μιαν από τις πιο κρίσιμες εποχές του ιστορικού ξετυλίγματος της ανθρωπότητας. Του παγκόσμιου πολέμου ο τιτανικός συγκλονισμός σωριάζει συντρίμμια έναν κόσμο παραγερασμένο. Από τις φλόγες και τα χαλάσματα ένας καινούργιος ξεπετιέται. Μέσα στα πλαίσια του αδυσώπητου αγώνα των στοιχείων της προόδου κατά του χιτλεροφασισμού, που θέλησε να ξαναρίξει πίσω την ανθρωπότητα στα σκοτάδια και τη σκλαβιά μιας μεσαιωνικής βαρβαρότητας, γιγαντώθηκε και ο αγώνας του Ελληνικού λαού για τη λευτεριά του. Στα βουνά μας, στις πολιτείες μας, λαϊκοί αγωνιστές μάχονται ηρωικά, προσφέρνουν κάθε μέρα με μεγαλόκαρδη απλότητα το τίμημα της εθνικής και λαϊκής λευτεριάς στον ακριβό της θυσίας βωμό. Αυτός ο λαός πώς είναι μπορετό να μην ηλεχτρίζει την έμπνευση των λογοτεχνών μας; Αυτός ο λαός που ζωντανεύει ένα μεγάλο έπος στην ιστορία του, έσπασε πια μέσα του κάθε λογής δεσμά. Τολμηρός, θεληματικός, αλύγιστος, με καθάριο σα διαμάντι τον νου, με ηφαιστειακή εκρηκτικότητα στην ψυχή, χτυπά το βάρβαρο καταχτητή. Θεμελιώνει τις ελευθερίες του. Ανοίγει ακαταμάχητος το δρόμο της λευτεριάς, της προόδου, της ευτυχίας του. Και είναι ο αγώνας του ένα μεγάλο «έργον πίστεως». Γιατί πιστεύει στον εαυτό του, στην αναγκαιότητα του αγώνα του, στην αλάθευτη καρποφορία του.
          Σε παρόμοια «έργα πίστεως» καλεί η μεγάλη ώρα τους αληθινούς λογοτέχνες μας. Πίστεως στο λαό μας. Πίστεως στην ανθρωπότητα που σφαδάζει μέσα στις ωδίνες που προμηνάνε τη γέννηση νέου κόσμου, νέου πανανθρώπινου πολιτισμού.   




[1] Η ιστορική και η λογοτεχνική έρευνα δεν έχουν μέχρι τώρα ουσιαστικά ασχοληθεί με το έργο και την προσφορά του αγωνιστή λογοτέχνη και δημοσιογράφου Ν. Καρβούνη (Ιθάκη 1880 - Αθήνα 1947), ενώ παραμένει ζητούμενο η συγκέντρωση και κριτική έκδοση του πολύπλευρου έργου του.  Βιογραφικά στοιχεία αντλούμε από τις παρακάτω εργασίες: «Πρόλογος» του  δημοσιογράφου Πάνου Πολίτη στο βιβλίο Νίκου  Καρβούνη, Εκλογή από το έργο του, εκδ. «Εκλεκτά Βιβλία», Αθήνα 1960, (με πρόλογο και γενική επιμέλεια Π. Πολίτη), σσ. 7-12· Αργύρης Κμανιώτης «Νίκος Καρβούνης. Ο μεγάλος πατριώτης και στρατιώτης του χρέους», Επιθεώρηση Τέχνης, αρ. 86, Φεβρ. 1962, σσ. 149-164∙ «Σημειώματα» [1-7] του δημοσιογράφου Βάσου Αλμυρού [= Βάσου Γεωργίου] δημοσιευμένα σε συνέχειες στην εφ. Ριζοσπάστης, από 16-2-1975, σ. 4 (1ο «Σημείωμα») μέχρι και 23-2-1975, σ. 4 (7ο «Σημείωμα»), με γενικό τίτλο «95 χρόνια από τη γέννησή του – 28 χρόνια από το θάνατό του. Νίκος Καρβούνης. Σύντομη σκιαγραφία της προσωπικότητας και της εποχής του»· Σόλων Μακρής, «Νίκος Καρβούνης. Γνωριμία μ’ έναν άνθρωπο», Νέα Εστία, τ. 103, 1-3-1978, αρ. 1216, σσ. 320-328∙ Ρίτα Τσιντίλη-Βλησμά, «Νίκος Καρβούνης, ο αγνοημένος», στο βιβλίο της Αγωνιστικές μορφές, έκδοση Συλλόγου «Η Εύγερος», Αθήνα 1978, σσ. 75-90· Γιώργος Φτέρης, «Νίκος Καρβούνης. Ο άνθρωπος – ο αγωνιστής (1880-1947)», Ελληνικές Μορφές, εκδ. Δίφρος, Αθήνα 1979, σσ. 213-217∙ Νίκος Παπαδημητρίου, Οι συγγραφείς της Αθηναϊκής Δημοσιογραφίας, τ. Α΄, εκδ. Γιοβάνης, Αθήνα 1989, σσ. 100-102∙ Ρίτα Τσιντίλη-Βλησμά, «Νίκος Καρβούνης, ο αγωνιστής και υμνητής της Εθνικής μας Αντίστασης», στην έκδοση της Αδελφότητας Κεφαλλήνων και Ιθακησίων Πειραιά Ρίτα Τσιντήλη-Βλησμά, Παύλος Δελαπόρτας, Νίκος Καρβούνης – Αφιέρωμα μνήμης σε δύο μεγάλες μορφές, Πειραιάς 1991. Τέλος, βλ. λήμμα «Καρβούνης Νίκος» στα παρακάτω:  Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια,  [Τέλλος Άγρας], τ. ΙΓ΄, Εκδοτικός Οργανισμός «Ο Φοίνιξ», Αθήνα 1933∙ Βιογραφική Εγκυκλοπαίδεια Ελλήνων Λογοτεχνών, [Δημήτρης Σιατόπουλος], τ. Β΄, εκδ. Παγουλάτου, Αθήνα χ.χ.∙ Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, [Γιώργος Βαλέτας], τ. 8, εκδ. Χάρη Πάτση, Αθήνα χ.χ.∙ Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, [Αλέξ. Αργυρίου], τ. 4, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1985∙ Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Πρόσωπα – Έργα – Ρεύματα - Όροι, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2007.
[2] Αν και στήριξε αρχικά με θέρμη το κίνημα στο Γουδί και τον Ελ. Βενιζέλο, λίγο αργότερα ήρθε σε ρήξη με το βενιζελισμό και στράφηκε προς τη συντηρητική φιλοβασιλική παράταξη, παραμένοντας  ωστόσο απλός μαχητής μακριά από θέσεις και αξιώματα.
[3] Το τέλος της Μεγάλης Ιδέας μέσα από τη μικρασιατική καταστροφή, το δράμα των προσφύγων και οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης και εργασίας του λαού τον οδήγησαν μέσα στη δεκαετία του 1920 στις στοές του τεκτονισμού και στα μονοπάτια της θεοσοφίας. Βλ. τα σχετικά με τον τεκτονισμό και το θεοσοφισμό βιβλία, που επιμελήθηκε ο Ν. Καρβούνης: Charles Webster Leadbeater, Ta αρχαία μυστήρια και ο τεκτονισμός, μτφρ. Π. Α. Α., επιμέλεια Ν. Καρβούνη, Αθήναι 1927· ο ίδιος, Οι διδάσκαλοι και η ατραπός, μτφρ. Ι. Ν. Χ., επιμ. Ν. Καρβούνη, Αθήναι 1928· ο ίδιος, Η κεκρυμμένη ζωή εν τω τεκτονισμώ, μτφρ. Π. Α. Α., επιμ. Ν. Καρβούνη, Αθήναι 1928· J. Krishnamurti, Η ατραπός =The path, μτφρ. Αντ. Φ. Χαλά, επιμ. Ν. Καρβούνη, Αθήναι 1928.
[4] Ανικανοποίητος με τις προγενέστερες φιλοσοφικές και πολιτικές του προσεγγίσεις, σταθερός όμως στην ηθική του ευθεία και στις ανθρωπιστικές του αρχές, με τη συνεχή δημιουργική αναζήτηση έφτασε την αυγή της δεκαετίας του 1930 στο μαρξιστικό χώρο, για να καταλήξει σύντομα στο κομμουνιστικό κίνημα.
[5] Για τη μελέτη του φασιστικού φαινομένου χρήσιμα θεωρούμε τα βιβλία των Stanley G. Payne, Η ιστορία του φασισμού, μτφρ. Κώστας Γεώρμας, εκδ. Φιλίστωρ, Αθήνα 2000∙ Robert O. Paxton, The Anatomy of Fascism, εκδ. Penguin Books, Λονδίνο 2005∙ Ρατσάνι Πάλμε Ντατ, Φασισμός και κοινωνική επανάσταση, μτφρ. Βασιλεία Παπαρήγα, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2013.
[6] Ο ιστορικός Mark Mazower, Σκοτεινή ήπειρος. Ο ευρωπαϊκός εικοστός αιώνας, μτφρ. Κώστας Κουρεμένος, εκδ. Αλεξάνδρεια, [Αθήνα 2001], σσ. 16-17, εντάσσει το φασισμό, μαζί με τη φιλελεύθερη δημοκρατία και τον κομμουνισμό, στο «κύριο ρεύμα» της ευρωπαϊκής ιστορίας, υπογραμμίζοντας ότι η φασιστική ιδεολογία και πρακτική αποκάλυψαν μια σκοτεινή πλευρά του ευρω παϊκού πολιτισμού.
[7] Βλ. ό.π., σ. 22.
[8] Βλ. H. Rogger, E. Weber (επιμέλεια), The European Right: A Historical Profile, Μπέρκλεϋ, Καλιφόρνια 1966, σ. 8.
[9] Ρ. Π. Ντατ, ό.π., σ. 365.
[10] Για την περίοδο αυτή βλ. Γιώργος Μαυρογορδάτος, «Μεταξύ δύο πολέμων. Πολιτική ιστορία 1922-1940», Νίκος Οικονόμου, «Εκλογές - Δημοψηφίσματα. Πολιτικές συμπεριφορές στην περίοδο 1923-1936» και Μανώλης Χουμεριανός, «Από το ΣΕΚΕ στο ΚΚΕ. Το εργατικό κίνημα στο Μεσοπόλεμο»», στο Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1700-2000, τ. 7 (Ο μεσοπόλεμος 1922-1940), σσ. 9-21, 33-37 και 47--60 αντίστοιχα. Βλ. επίσης Δημήτρης Λιβιεράτος, Κοινωνικοί αγώνες στην Ελλάδα, τ. Β΄, (1923-27), εκδ. Κομμούνα/Ιστορική μνήμη, Αθήνα 1985, τ. Γ΄, (1927-31), εκδ. Κομμούνα/Ιστορική μνήμη, Αθήνα 1987·Αναστάσης Ι. Γκίκας, Ρήξη και ενσωμάτωση. Συμβολή στην Ιστορία του εργατικού-κομμουνιστικού κινήματος του Μεσοπολέμου (1918-1936), εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2010, σσ. 45-127.
[11] Ο Σπύρος Μαρκέτος, Πώς φίλησα τον Μουσολίνι! Τα πρώτα βήματα του ελληνικού φασισμού, τ. 1, εκδ. Βιβλιόραμα, Αθήνα 2006, σσ. 117-172 και 197-287, θεωρεί ότι από το 1921-1922 με τις κυβερνήσεις του Δ. Γούναρη είχαμε «ένα φασιστικών τάσεων αυταρχικό συντηρητικό καθεστώς» (σ. 143), ενώ  κατά την επόμενη χρονική περίοδο, μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1920, διαμορφώθηκαν οι προϋποθέσεις για την ανάπτυξη και εδραίωση φασιστικών νοοτροπιών και αντιλήψεων και τη συγκρότηση φασιστικών οργανώσεων και φασιστικών κρατικών και παρακρατικών μηχανισμών, χαρακτηρίζοντας συγκεκριμένα το Εθνικό Δημοκρατικό Κόμμα του Γ. Κονδύλη (1924-1925) ως «το πρώτο φασιστικό κόμμα στην Ελλάδα» (σσ. 200-218), σημειώνοντας την ύπαρξη φασιστικών θυλάκων και στα δύο αστικά κόμματα (Λαϊκό και Φιλελευθέρων) και υπογραμμίζοντας την εκφρασμένη με διάφορους τρόπους από ανθρώπους του στενού περιβάλλοντος του Ελ. Βενιζέλου τάση προς αυταρχική εκτροπή (σσ. 265-269, 282-287). Βλ. επίσης Δημήτρης Μπαχάρας, «μελετώντας τις απαρχές του αντικομμουνισμού. Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1920 στην Ελλάδα», Μνήμων, τ. 29 (2008), σσ. 175-197.
[12] Παράλληλα με τις κρατικές παρεμβατικές-κατασταλτικές ενέργειες εναντίον των αριστερών προοδευτικών δυνάμεων και κυρίως εναντίον του ΚΚΕ, από τη δεκαετία του 1920 ιδρύονταν και δρούσαν εθνικιστικές και φασιστικές ομάδες και οργανώσεις («Τρίαινα», «Εθνική Ένωσις Ελλάς-ΕΕΕ», «Οργάνωσις του Εθνικού Κυρίαρχου Κράτους», «Πανεργατική Ένωσις Εθνικιστικών Σωματείων»), που εξαπέλυαν βίαιες και τρομοκρατικές επιθέσεις εναντίον του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος, οι οποίες συνήθως έμεναν ατιμώρητες, βλ. Α. Γκίκας, ό.π., σσ. 214- 216.
[13] Τις αδυναμίες ουσιαστικής παρέμβασης της Αριστεράς στην πολιτική ζωή της χώρας αλλά και τις  οδυνηρές για την Αριστερά συνέπειες της καταστολής που επιχειρούσε το αστικό κράτος εκείνη την περίοδο βλ. Σπ. Μαρκέτος, ό.π., σσ. 165-172, και Α. Γκίκας, ό.π., σσ. 118-125 και 208-222.
[14] Για τα περιοδικά αυτά βλ. Χριστίνα Ντουνιά, Λογοτεχνία και πολιτική. Τα περιοδικά της Αριστεράς στο Μεσοπόλεμο, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 21996.
[15] Για την περίοδο αυτή βλ. Γ. Μαυρογορδάτος,  ό.π., σσ.11-32, Νίκος Οικονόμου, ό.π., σσ. 37-40, και Μ. Χουμεριανός, ό.π., σσ. 60—64· Δ. Λιβιεράτος, ό.π., τ. Δ΄, (1932-36), Εναλλακτικές εκδόσεις/Ιστορική μνήμη, Αθήνα 1994.
[16] Για το καθεστώς της βασιλομεταξικής δικτατορίας βλ. Σπύρος Λιναρδάτος, 4η Αυγούστου, εκδ. Θεμέλιο, [Αθήνα 1966]· Ελένη Μαχαίρα, Η νεολαία της 4ης Αυγούστου, έκδοση Ιστορικού Αρχείου Ελληνικής Νεολαίας, Αθήνα 1987· Μαρίνα Πετράκη, Ο μύθος του Μεταξά. Δικτατορία και προπαγάνδα στην Ελλάδα, εκδ. Ωκεανίδα, Αθήνα 2006.   
[17] Γι’ αυτήν την κατάσταση βλ. Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, τ. Α΄, 1918-1949, [συλλογική εργασία των μελών του Ιστορικού Τμήματος της Κ.Ε. του ΚΚΕ], εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1995, σσ. 342-347 («Η κατάσταση του ΚΚΕ το 1939-1940»)· Σωτήρης Κωστόπουλος, Η αμφιλεγόμενη πενταετία. Η πορεία του ΚΚΕ στα χρόνια 1936-1941, εκδ. Στοχαστής, Αθήνα 21983, σσ. 67—74 («Οι μέθοδοι του αρχηγού τη ς Ασφάλειας Μανιαδάκη για τη συντριβή του ΚΚΕ»)· Θανάσης Χατζής, Η νικηφόρα επανάσταση που χάθηκε, τ. Α΄, εκδ. Δωρικός, Αθήνα 31983, σσ. 83-122 («Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας», «Η 6η Ολομέλεια της Κ.Ε. του ΚΚΕ»).
[18] Με πρωτοβουλία του ΚΚΕ, εκτός από την «Κοινωνική Αλληλεγγύη», δημιουργήθηκαν και δραστηριοποιήθηκαν στη διάρκεια του Μεσοπολέμου η «Εργατική Βοήθεια» και οι «Αντιφασιστικές Ενώσεις Αυτοάμυνας», (βλ. Α. Γκίκας, ό.π., σσ. 225-231), ενώ στις φυλακές και τους τόπους εξορίας συγκροτήθηκαν οι λεγόμενες «Ομάδες Συμβίωσης», (βλ. Κώστας Γκριτζώνας, Ομάδες Συμβίωσης, 1925-1974. Η συντροφική απάντηση στη βία και τον εγκλεισμό, εκδ. Φιλίστωρ, [Αθήνα 2001]).
[19] Αυτή την εκτίμηση διατυπώνει ο δημοσιογράφος Βάσος Γεωργίου, συνάδελφος και σύντροφος του Ν. Καρβούνη, με τον οποίο συνεργάστηκε μέσα από τις γραμμές της «Κοινωνικής Αλληλεγγύης», βλ. Βάσος Γεωργίου, «Νίκος Καρβούνης. “Στ’ άρματα, στ’ άρματα”. (Ο αγωνιστής, ο στοχαστής, ο δημοσιογράφος)», Εθνική Αντίσταση, τχ. 58 (Απρ. – Ιούν. 1988), σ. 44.
[20] Βλ. ενδεικτικά εφ. Ριζοσπάστης, φύλλα 1-6-1933, 29-5-1933, 11-10-1933∙ στο φ.  13-12-1933 διαβάζουμε: «Γιατρός της “Κοινωνικής Αλληλεγγύης” της Αθήνας επισκέφτηκε χτες τους πλημμυροπαθείς της Κοκκινιάς. Εξέτασε 21 αρρώστους και τους μοίρασε φάρμακα. […]».
[21] Αναφέρουμε ενδεικτικά: αίτημα της εισαγγελικής αρχής για διάλυση της «Κοινωνικής Αλληλεγγύης», επειδή «παρεξέκλινε του σκοπού της», δεν έγινε, ευτυχώς, αποδεκτό, βλ. εφ. Ριζοσπάστης, φ. 14-1-1934∙ προγραμματισμένη εκδήλωση στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά για την παρουσίαση των σκοπών και του έργου της «Κοινωνικής Αλληλεγγύης» με ομιλητή τον Ν. Καρβούνη απαγορεύτηκε από τις αστυνομικές αρχές παρά την αρχικά θετική ανταπόκρισή τους στο αίτημα της οργάνωσης, βλ. εφ. Ριζοσπάστης, φ. 3-6-1933.
[22]  Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση αγωγής ενός συντηρητικού προφανώς σωματείου, άγνωστου στο ευρύ κοινό, με τίτλο «Σύνδεσμος Κοινωνικής Αλληλεγγύης» κατά της «Κοινωνικής Αλληλεγγύης» με αίτημα τη διάλυση της δεύτερης λόγω «υποκλοπής» του τίτλου. Τελικά, η αγωγή απορρίφθηκε, βλ. εφ. Ριζοσπάστης, φ. 10-6-1933.
[23] Βλ. εφ. Ριζοσπάστης, φ. 1-6-1934.
[24]  Βλ. Γιώργος Βελουδής, «Η ελληνική λογοτεχνία στην Αντίσταση», Διαβάζω, αρ. 58 (15-12-1982), σ. 31.
[25] Ανάμεσα σε αυτούς ήταν οι Κ. Βάρναλης, Ασημ. Πανσέληνος, Δημ. Βουτυράς, Δ. Γληνός, Μαρ. Κοτοπούλη, Γαλ. Καζαντζάκη, Γ. Κορδάτος, Ν. Καζαντζάκης, Ιω. Σοφιανόπουλος, Κ. Μπαστιάς, Γ. Σιδερίδης, Μιλτ. Πορφυρογένης, Μ. Αυγέρης κ.ά. Βλ. Δ. Λιβιεράτος, ό.π., τ. Δ΄ (1932-1936), σ. 62.
[26] Επρόκειτο για το διωγμό των Εβραίων στη Γερμανία από τον Χίτλερ, βλ. Μανώλης Γλέζος, Εθνική Αντίσταση 1940-1945, τ. Α΄, εκδ. Στοχαστής, Αθήνα 32006-2007, σ. 171 (και σ. 170, σημ. 45: υπέγραψαν, ανάμεσα σε άλλους οι Μ. Αυγέρης, Αιμ. Βεάκης, Κ. Βάρναλης, Ν. Καζαντζάκης, Αλ. Μινωτής, Π. Νιρβάνας, Κ. Ουράνης, Ασημ. Πανσέληνος, Μαρία Σβώλου).
[27] Για την πραγματοποίηση της συγκέντρωσης εργάστηκε επιτροπή αποτελούμενη από τους δημοσιογράφους Ν. Καρβούνη και Κ. Παπαλεξάνδρου,, το δικηγόρο Δ. Παπαμήτρο, τον καθηγητή Πανεπιστημίου (και μετέπειτα γνωστό πολιτικό) Παν. Κανελλόπουλο και τη συγγραφέα Γαλάτεια Καζαντζάκη, βλ. ΕΛΙΑ, Αρχείο Βουτυρά, Φ. Αλληλογραφία, Πρόσκληση-κάλεσμα προς Δημ. Βουτυρά με ημερομηνία 5 Ιουλίου 1933.
[28] Το 1931 πρωτοεκδίδονται οι Νέοι Πρωτοπόροι, ως συνέχεια των Πρωτοπόρων (1930-1931),  και από το 1933 ο Ν. Καρβούνης συμμετείχε (μαζί με τους Δ. Γληνό και Γ. Ζεύγο) στη συντακτική επιτροπή του περιοδικού. Για το περιοδικό αυτό βλ. Μαρία Σακελλαρίου, Νέοι Πρωτοπόροι (1931-1936), εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1999.
[29] Το βιβλίο με τον τίτλο Η Καστανή Βίβλος εκδόθηκε το 1933 από το «Λαϊκό Βιβλιοπωλείο» με συγγραφέα τη Διεθνή Ανακριτική Επιτροπή και πρόλογο του μεταφραστή Ν. Καρβούνη. Το 1980 οι  εκδόσεις Θουκυδίδη προχώρησαν σε φωτοαντιγραφική ανατύπωση του βιβλίου με τίτλο Καστανή Βίβλος. Γκαίριγκ, ο πραγματικός εμπρηστής του Ράϊχσταγκ, ενώ το 1983 οι εκδόσεις Καρανάση με εισαγωγή και επιμέλεια του Γιώργη Πικρού επανέκδωσαν το βιβλίο με τον τίτλο Καστανή Βίβλος. Η καταδίκη του φασισμού.
[30] «Η πυρπόληση του Ράϊχσταγκ [...], που υποκινήθηκε από τους ναζί, καταλογίστηκε όμως στους μαρξιστές αντιπάλους τους, επιτρέπει στον Χίτλερ να εξοντώσει την “κομμουνιστική” αντίδραση: τέσσερις χιλιάδες μαχητικά στελέχη συλλαμβάνονται, μεταξύ τους κι αρκετοί σοσιαλιστές», Serge Berstein, Pierre Milza, Ιστορία της Ευρώπης, μτφρ. Μιχάλης Κοκολάκης, τ. 3, εκδ. Αλεξάνδρεια, [Αθήνα 1997], σ. 79. Βλ. επίσης Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ, Παγκόσμια Ιστορία, μτφρ. Αντρέας Σαραντόπουλος, τ. Θ1-Θ2, εκδ. «Μέλισσα», Αθήνα 1963, σσ. 276-278.
[31] Στη δίκη της Λειψίας (από το Σεπτέμβριο μέχρι το Δεκέμβριο του 1933) κατηγορούμενοι ήταν οι  Γκ. Δημητρώφ, στέλεχος του Βουλγαρικού Κομμουνιστικού Κόμματος και της Κομμουνιστικής Διεθνούς, οι Β. Τάνεφ και Μπλ. Ποπώφ, μέλη  του Βουλγαρικού Κ.Κ., που τότε βρίσκονταν πολιτικοί πρόσφυγες στη Γερμανία, ο αρχηγός της κοινοβουλευτικής ομάδας του Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος Έ. Τόργκλερ και ο ολλανδικής καταγωγής Μαρίνος βαν-ντερ Λούμπε, ο προβοκάτορας της υπόθεσης, τον οποίο συνέλαβαν στον τόπο του εμπρησμού και ομολόγησε την πράξη του, αλλά τον παρουσίασαν ως «Ολλανδό κομμουνιστή». Βλ. Ν. Καρβούνης, «Πρόλογος», στο Καστανή Βίβλος. Η καταδίκη του φασισμού, ό.π., σσ. 50, 51-53. Βλ. επίσης Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ, ό.π., σσ. 278-280.
[32] Πρόεδρος της Επιτροπής αρχικά ήταν ο αντιπρόεδρος της αγγλικής Βουλής των Λόρδων λόρδος Μάρλεϋ και αργότερα ο Β. ντε Μορό Τζαφερί, και μέλη της και υποστηρικτές της καταξιωμένες προσωπικότητες του λόγου και της επιστήμης (Ν. Χάουσου, Γκ. Μπερζερύ, Ρ. Ρολάν, Α. Ζυντ, Α. Μπαρμπύς κ.ά.), ενώ επίτιμος πρόεδρός της ο Α. Αϊνστάιν. Βλ. Ν. Καρβούνης, «Πρόλογος», «Ανακριτική Επιτροπή» στο, Καστανή Βίβλος. Η καταδίκη του φασισμού, ό.π., σσ. 49-50, και 278 αντίστοιχα.
[33] Επρόκειτο για «μια εργασία ευσυνείδητη, αντικειμενική, [...] οδηγημένη μονάχα απ’ την επιθυμία ενός πλέριου διαφωτισμού σε μιαν υπόθεση που συγκλόνισε τη συνείδηση όλων των ελεύθερων ανθρώπων», Ν. Καρβούνης, «Πρόλογος», ό.π., σ. 49.
[34] Βλ. ό.π., σ. 50.
[35] Ό.π., σ. 53.
[36] Για την όλη περιπέτεια του Ν. Καρβούνη με τη δίκη βλ. εφ. Ριζοσπάστης, 17-3-1934, 26-3-1934, 27-3-1934 και 4-4-1934, καθώς και περ. Νέοι Πρωτοπόροι, Απρίλιος 1934, σσ. 148-149. Σημειώνουμε εδώ ότι εισαγγελέας ήταν ο φιλοχιτλερικός Κ. Κόλλιας, ο κατοπινός πρώτος «πρωθυπουργός» της δικτατορίας της 21ης Απριλίου 1967.
[37] Στο Παράρτημα, αρ, εγγρ. 1, βλ. αποσπάσματα της απολογίας του Ν. Καρβούνη. Αποσπάσματα της απολογίας έχουν αναδημοσιευτεί στο Καστανή Βίβλος. Η καταδίκη του φασισμού, ό.π., σσ. 286-292.
[38] Βλ. εφ. Ριζοσπάστης, 4-4-1934, εφ. Η Καθημερινή, 4-4-1934.
[39] Βλ. Στρατής Σωμερίτης, Η μεγάλη καμπή, εκδ. Ολκός, Αθήνα 1975, σ. 131. Βλ. επίσης Δ. Λιβιεράτος, ό.π., σσ. 82-83.
[40] Βλ. εφ. Ριζοσπάστης, 6-4-1934.
[41] Βλ. χαρακτηριστικό άρθρο του Α. Σβώλου, επικριτικό για τη στάση της κυβέρνησης, στην εφ. Ελεύθερον Βήμα, 4-6-1934, «Ο αντιφασιστικός αγών». Να σημειωθεί εδώ ότι εκείνη την περίοδο το Ελεύθερον Βήμα υποστήριζε τις αντιφασιστικές πρωτοβουλίες και ενέργειες σε αντίθεση με τα ομογάλακτα  Αθηναϊκά Νέα, που επαινούσαν το φασισμό υιοθετώντας «την ερμηνεία περί φασισμού ως αντίδρασης στον μπολσεβικισμό», βλ. σχετικά Δέσποινα Ι. Παπαδημητρίου, Από τον λαό των νομιμοφρόνων στο έθνος των εθνικοφρόνων. Η συντηρητική σκέψη στην Ελλάδα 1922-1967, εκδ. Σαββάλας, [Αθήνα 2006],  σσ. 110-112.
[42] Βλ. Δημήτρης Σάρλης, Η πολιτική του ΚΚΕ στον αγώνα κατά του μοναρχοφασισμού, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 31987, σσ. 204-205· Το ΚΚΕ. Επίσημα κείμενα. 1934-1940, τ. 4, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1975, σ. 510.
[43] Αυτή είναι η εκτίμηση του Βάσου Αλμυρού [=Β. Γεωργίου] σε δημοσίευμά του στο Ριζοσπάστη, 22-2-1975, σ. 4: «Νίκος Καρβούνης. Ο φλογερός αντιφασίστας». Πρόκειται για το 6ο «Σημείωμα» της σειράς με τίτλο «95 χρόνια από τη γέννησή του - 28 χρόνια από τον θάνατό του. Νίκος Καρβούνης. Σύντομη σκιαγραφία της προσωπικότητας και της εποχής του», ό.π.
[44] Δεν είχε ακόμη ξεπεραστεί η δυσπιστία ανάμεσα στα αριστερά τότε κόμματα, το ΚΚΕ, το Αγροτικό Κόμμα Ελλάδας (ΑΚΕ) και το Σοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΣΚΕ), ενώ η στενή ενωτική πολιτική του ΚΚΕ περιόριζε κατά πολύ τα περιθώρια συνεργασίας. Μετά το Σεπτέμβριο του 1934 το ΚΚΕ θα εφαρμόσει, στο πλαίσιο αντίστοιχης στροφής της Κομμουνιστικής Διεθνούς, μια πλατύτερη πολιτική συσπείρωσης των αντιφασιστικών δυνάμεων, η οποία θα εκφραστεί μέσα από την υπογραφή του «Συμφώνου κοινής δράσης ενάντια στη στρατιωτικο-φασιστική διχτατορία»  (5 Οκτωβρίου 1934) ανάμεσα στο ΚΚΕ, το ΑΚΕ, το ΣΚΕ, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, τη ΓΣΕΕ, την Ενωτική ΓΣΕΕ και τα Ανεξάρτητα Συνδικάτα, αν και πάλι τα πρακτικά αποτελέσματα θα είναι κατώτερα των προσδοκιών. Βλ. σχετικά Δ. Σάρλης, ό.π., σσ. 205-216. Για την αντιμετώπιση του φασισμού από την Αριστερά και ειδικότερα από την Τρίτη Κομμουνιστική Διεθνή βλ. Νίκος Πουλαντζάς, Φασισμός και δικτατορία. Η Τρίτη Διεθνής αντιμέτωπη στο φασισμό, μτφρ. Χριστίνα Αγριαντώνη, εκδ. Ολκός, Αθήνα 1975, και David Beetham, Marxists in Face of Fascism, εκδ. Manchester University Press, Μάντσεστερ 1984.
[45] Ένα μέρος εκείνων των επιφυλλίδων συγκεντρώθηκε σ’ έναν τόμο 240 σελίδων με τον τίτλο Νίκου  Καρβούνη, Εκλογή από το έργο του, ό.π.
[46] Σύμφωνα με τον Μ. Μ. Παπαϊωάννου, Από τον Ψυχάρη στο Γληνό, εκδ. Φιλιππότη, Αθήνα 1986, σ. 98, ο Καρβούνης «θα αντιπαραταχτεί από τις στήλες της “Πρωίας” στον ιδεαλιστή Φώτο Πολίτη στη μάχη των επιφυλλίδων [...]».
[47] Αναφέρουμε κάποιους τίτλους, που σηματοδοτούν την ευρύτητα της θεματολογίας αλλά και την κατεύθυνση του συγγραφέα: «Το άτομον και το σύνολον», «Εγωκεντρικός ατομισμός», «Η φενάκη της φιλανθρωπίας», «Συνεργασία και ανταγωνισμός», «Η χαρά της δημιουργίας», «... άνθρωπος και η μηχανή», «Πνευματικός παρασιτισμός», «Η κρίσις και οι “διανοούμενοι”», «Ψυχική τοπογραφία», «Τέχνη και ακαδημαϊσμός», «Προς τα αρχέτυπα», «Η τυραννία των ειδικοτήτων».
[48] Βλ. Β. Γεωργίου, ό.π., σ. 44. Σε παλαιότερο δημοσίευμά του για το ίδιο ζήτημα είχε γράψει ο Β. Γεωργίου με το ψευδώνυμο Βάσος Αλμυρός στο Ριζοσπάστη, 18-2-1975, σ. 4: «Νίκος Καρβούνης. Στόχος του Γεν. Επιτελείου και του μονοπωλιακού κεφαλαίου» (το 2ο σημείωμα της σειράς με τίτλο «95 χρόνια από τη γέννησή του, 28 χρόνια από τον θάνατό του. Νίκος Καρβούνης. Σύντομη σκιαγραφία της προσωπικότητας και της εποχής του», ό.π.): «Θυμάμαι πως ένα βράδυ ο Ν. Κ.[αρβούνης] μας ανακοίνωσε σε φιλικό κύκλο δημοσιογράφων στα γραφεία της Πρωίας: – “Ο Στέφανος [Πεσματζόγλου, ιδιοκτήτης και διευθυντής της Πρωίας] μου είπε τάχα εμπιστευτικά πως το Γενικό Επιτελείο Στρατού έκανε νέο διάβημα για τις επιφυλλίδες μου. Μου φαίνεται πως έως εδώ ήταν. Άλλες δεν θα επιτρέψουν να δημοσιευτούν”. Ήταν η τρίτη ή τέταρτη παράσταση που ’κανε το Γενικό Επιτελείο σε λίγες βδομάδες. Άλλες τόσες είχαν κάνει ο Σύνδεσμος Βιομηχάνων, η Γενική και Ειδική Ασφάλεια, λογής-λογής αντικομμουνιστικές οργανώσεις».
[49] Πέτρος Πετράτος, «Οι επιφυλλίδες του Ιθακήσιου δημοσιογράφου και λογοτέχνη Ν, Καρβούνη στην εφημερίδα Πρωία (1931-1933)», στο Πρακτικά του Συνεδρίου για την πολιτιστική κληρονομιά των Ιονίων Νήσων, (Αργοστόλι, 11-14 Δεκεμβρίου 2008), στο πλαίσιο του έργου «Ενέργειες ανάδειξης σύγχρονου πολιτισμού και ιστορικής κληρονομιάς από το Δήμο Αργοστολίου, τ. Β΄: Ανθολογία Ιονίου Λογοτεχνίας, σσ. 17-24.
[50] Βλ. Β. Γεωργίου, ό.π., σ. 46.
[51] Στο σημείο αυτό οφείλουμε να θυμίσουμε ότι από τον πρώτο καιρό της εγκατάστασής του στην Αθήνα (εικοσάχρονος περίπου τότε) ο Ν. Καρβούνης εξορμούσε στα βουνά της Αττικής και σύντομα μύησε στην ορειβασία αρκετούς από τη φιλολογική του παρέα αλλά και φοιτητές και γενικότερα νέους. Αναφέρουμε κάποια ονόματα: Γ. Μυλωνάς, Νάνος Βαλαωρίτης, Ν. Κυριαζίδης, Χρ. Ανταχόπουλος, Σόλων Μακρής, Αλέκος Καμπάς, Ανδρέας Καμπάς κ.ά., αρκετοί από τους οποίους θα δραστηριοποιηθούν αργότερα, στα κατοχικά χρόνια, μέσα από την αντιστασιακή οργάνωση «Αλήθεια». Δημοσίευε σχετικά με την ορειβασία άρθρα σε διάφορα έντυπα, όπως στο περιοδικό Το βουνό. Για την ορειβατική δραστηριότητα του Ν. Καρβούνη ενδεικτικά βλ. Σόλων Μακρής, «Νίκος Καρβούνης. Γνωριμία μ’ έναν άνθρωπο», Νέα Εστία, τ. 103, τχ. 1216, 1-3-1978, σσ. 323-328, και το δισέλιδο της εφ. Ριζοσπάστης, 27-8-1989, σσ. 32-33, «Από τα ξάγναντα των βουνών. Μάθαμε να μετράμε με σωστό μέτρο τον κόσμο. Νίκος Καρβούνης, ένας πρωτοπόρος της ελληνικής ορειβασίας».
[52] Βλ. Αχ. Μπλάνα, «Πώς φτάσαμε στην ΕΠΟΝ», εφ. Ριζοσπάστης, 3-3-1985, σ. 9.
[53] Βλ. Σπ. Λιναρδάτος, ό.π., σσ. 228-229.
[54] Σοβαρή, επίμονη και καθοριστική υπήρξε η συμβολή της Ομοσπονδίας Κομμουνιστικών Νεολαιών Ελλάδας (ΟΚΝΕ). Στο Αντιδικτατορικό Μέτωπο Νέων συμμετείχαν εκπρόσωποι της ΟΚΝΕ, της Φιλελεύθερης Νεολαίας, της Ένωσης Νέων Ελλάδας, της Σοσιαλιστικής Νεολαίας, της Νεολαίας του Εθνικού Λαϊκού Κόμματος, της Νεολαίας του Προοδευτικού Κόμματος, της Νεολαίας του Εργατοαγροτικού Κόμματος, της Δημοκρατικής Νεολαίας, της Αγροτικής Νεολαίας και της Εθνικής Ενωτικής Νεολαίας. Βλ. ΟΚΝΕ 1922-1943. Λενινιστικό μαχητικό σχολείο των νέων, εκδ. «Οδηγητής», Αθήνα 1975, σ. 55, και Σπ. Λιναρδάτος, ό.π., σ. 243.
[55] Βλ. Στέφανος Γ. Σαράφης, Ιστορικές αναμνήσεις. (Από τα παιδικά χρόνια ως την Κατοχή), Αθήνα 1952, σ. 412.
[56]  Η μαρτυρία προέρχεται από γράμμα του στελέχους του ΚΚΕ Δημήτρη Παπαγιάννη, ο οποίος συνεργάστηκε με τον Ν. Καρβούνη για την ίδρυση της ΟΦΕΒΑ, βλ. Ντούνια Α. Κουσίδου – Σταύρος Γ. Σταυρόπουλος, Η υπόθεση Νίκου Πλουμπίδη. Ιστορία – Αρχεία - Καταθέσεις, εκδ. Διογένης, [Αθήνα 1999], σ. 150.
[57] Πρόκειται για το γνωστό υφυπουργό Δημόσιας Ασφάλειας του βασιλομεταξικού καθεστώτος Κωνσταντίνο Μανιαδάκη.
[58] Αυτό αναφέρει ο Β. Γεωργίου, ό.π., σ. 46, χωρίς ωστόσο να διευκρινίζει ποια ήταν εκείνα τα «ενοχοποιητικά μυστικά».
[59]  Νίκος Καραντηνός, «Νίκος Καρβούνης. 60 χρόνια από το θάνατό του», εφ. Κυριακάτικος Ριζοσπάστης, 18 Φλεβάρη 2007, ένθετο 7 μέρες μαζί, σσ. 3-4.
[60] Αντίθετα, μια άλλη εκδοχή – όχι βέβαια πειστική – κάνει λόγο για «ανεκτικότητα» του Ι. Μεταξά απέναντι στον Ν. Καρβούνη, η οποία  συνδέει το ζήτημα με την προγενέστερη θητεία του τελευταίου στον τεκτονισμό, από τον οποίο είχε περάσει και ο δικτάτορας – ήταν και οι δύο στο παρελθόν μέλη της τεκτονικής στοάς «Ησίοδος». Σε σύντομο άρθρο στο περιοδικό Αλχημιστής (εκδότης-διευθυντής Στ. Ελμάζης), τχ. 2, υπογραμμένο από τον Ι[ορδάνη] Π[ουλκούρα], με το χαρακτηριστικό τίτλο «Η Άγνωστη Ιστορία του Νικολάου Καρβούνη», σσ. 42-43, διαβάζουμε ότι, όταν πληροφορούν τον Ι. Μεταξά για τη σύλληψη του Ν. Καρβούνη, «ο Μεταξάς καλεί τον Μανιαδάκη και του λέει: “Έχεις πιάσει έναν ανόητο, τον Καρβούνη, ασ’ τον να πάει σπίτι του” και του κλείνει το τηλέφωνο!»· παρόμοια ήταν και η αντιμετώπιση από το βασιλιά Γεώργιο Β΄, καθώς και αυτός ήταν μέλος της στοάς «Ησίοδος». Πάντως, οι φιλικές σχέσεις, που ο Ν. Καρβούνης διατηρούσε με τον αξιωματικό της φρουράς του Κ. Μανιαδάκη, (μαρτυρία του Δημήτρη Παπαγιάννη, βλ.  Ντ. Κουσίδου – Στ. Σταυρόπουλος, ό.π, σ. 526), αν και δεν προφύλαξαν τον ίδιο από τις συλλήψεις, φάνηκαν χρήσιμες, όταν ο Ιθακήσιος αγωνιστής, πληροφορούμενος από τον παραπάνω αξιωματικό τις σχεδιαζόμενες συλλήψεις μελών και στελεχών του ΚΚΕ τον Απρίλιο-Μάϊο του 1939, ενημέρωσε τους ενδιαφερόμενους (βλ. ό.π.).
[61] Για παράδειγμα οι φιλελεύθεροι λογοτέχνες Γ. Σεφέρης, Άγγ. Τερζάκης και Π. Πρεβελάκης λόγω της δημοσιοϋπαλληλικής εξάρτησής τους από το δικτατορικό καθεστώς «δεν μπορούσαν να επιτρέψουν στον εαυτό τους μιαν οποιαδήποτε αντιστασιακή διάθεση κ’ ενέργεια» προτιμώντας (οι δυο τελευταίοι, όπως και ο Στρ. Μυριβήλης, ο Ηλ. Βενέζης) «τη φυγή σ’ έναν ειδυλλιακό, “ηρωικό”, προβιομηχανικό κόσμο», και ο κριτικός και ιστορικός της λογοτεχνίας Άρ. Καμπάνης υποστήριξε ανοικτά τη δικτατορία, ενώ oι ποιητές  N. Eγγονόπουλος και Οδ. Ελύτης  ασχολούμενοι με την «εσωτερικευμένη διάβρωση του ανθρώπου» ή μυθοποιώντας  τον «εξωτερικό κόσμο [...] το ελληνικό τοπίο» αντίστοιχα επέλεξαν την παθητικότητα, βλ. Γ. Βελουδής, ό.π., σσ. 31-32. 
[62] Ο Γιάννης Κορδάτος, θύμα κι εκείνος της ίδιας αντίληψης, που βρέθηκε στα κρατητήρια της Γενικής Ασφάλειας μαζί με τους Κ. Βάρναλη, Άγι Θέρο, Ν. Καρβούνη, Κ. Μαρίνη, Ασημ. Πανσέληνο και το φοιτητή Δήμο Μέξη, αναφέρει χαρακτηριστικά ότι ο διοικητής της Ασφάλειας Παξινός τους επισήμανε ότι «η κριτική κατά του φασισμού θίγει το καθεστώς της 4ης Αυγούστου και ότι, αν πρόκειται η Ελλάς να κερδίσει τον πόλεμο και να πέσει το καθεστώς της 4ης Αυγούστου, τότε είναι χίλιες φορές προτιμότερο να μην κερδίσει τον πόλεμο», Γιάνης Κορδάτος, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, τ. Β΄, εκδ. Επικαιρότητα, Αθήνα 1983, σ. 798, σημείωση.
[63] Σημειώνουμε τη σωστή επισήμανση του Ζήση Σκάρου, «Αντιστασιακή Λογοτεχνία», περ. Τέχνη και Πολιτισμός, αρ. 3 (Σεπτ. – Οκτ. 1979), σ. 46: «[...] οι γροθιές του Ν. Καρβούνη, της Σοφίας Μαυροειδή-Παπαδάκη, του Β. Ρώτα είχαν μεγαλύτερη αξία τότε από τα ωραία, τα θαυμάσια, ίσως, λόγια του Οδ. Ελύτη».
[64] Εννοείται ότι ο μηχανισμός του Κ. Μανιαδάκη είχε παραδώσει τους καταλόγους των «εθνικώς επικινδύνων» Ελλήνων στους Γερμανούς. Ανάμεσα στους εικοσιτρείς συλληφθέντες ήταν, εκτός από τον Ν. Καρβούνη, ο αγροτιστής Κώστας Γαβριηλίδης, ο τμηματάρχης του Αστεροσκοπείου της Αθήνας Αθ. Θεοδωρόπουλος, η συγγραφέας Μαρίκα Ιορδανίδου, ο γιατρός Γιάννης Αντωνιάδης, ο λαογράφος Κώστας Μαρίνης, ο ιδιωτικός υπάλληλος Παν. Αυγερινός, ο φοιτητής Μπάμπης Δρακόπουλος κ.ά., ενώ λίγες μέρες αργότερα συμπληρώθηκε η ομάδα με τον Δημήτρη Γληνό. Βλ. σχετικά Κ. Στούρνας, Casa Preventina. Τα πρώτα ιταλικά στρατόπεδα Τρικάλων και Λαρίσης, Αθήνα 1974, σ. 9.
[65] Εκτός από τον Δ. Γληνό, ο οποίος για λόγους υγείας μεταφέρθηκε σε νοσοκομείο της Αθήνας, οι υπόλοιποι οδηγήθηκαν στο στρατόπεδο της Λάρισας. «“Ευτυχώς”, έλεγε ο Καρβούνης, “γιατί ασφαλώς δεν θα άντεχε αυτή τη σκληρή δοκιμασία ο Γληνός”. Κι όταν τον ρωτούσαν “Μα εσείς;” απαντούσε “Μην κοιτάς εμένα. Είμαι τύπος ασκητικός και ορειβάτης”», Κ. Στούρνας, ό.π., σ. 10. Βλ. επίσης Αντώνης Φλούντζης, Στρατόπεδα Λάρισας-Τρικάλων 1941-44, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1978, σ. 56.
[66] Βλ. Γρηγόρης Φαράκος, Μαρτυρίες και στοχασμοί, 1941. 50 χρόνια πολιτικής δράσης, εκδ. Προσκήνιο, Αθήνα 1993, σ. 17· Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, τ. Α΄, 1918-1949, ό.π.,  σ. 372.
[67] Συμμετείχαν οι Χρ. Ανταχόπουλος, Γλύκα Ανταχοπούλου, Μαρία Ανταχοπούλου, Νάνος Βαλαωρίτης, Άγγελος Διαμαντόπουλος, Αλέκος Καμπάς, Ανδρέας Καμπάς, Νίκος Κυριαζίδης, αδελφές Λιάππη, Γιάννης Λιάπης, Σπύρος Λιναρδάτος και ο αδελφός του Κώστας Λιναρδάτος (βλ. Σπ. Λιναρδάτος, Πολιτικοί και πολιτική, εκδ. Προσκήνιο, Αθήνα 2000, σσ. 62-63), Νείλος Μαστραντώνης, Σπύρος Σπέγγος, Νικίας Σταυρουλάκης, Κώστας Φιλίνης. Γραμματέας ήταν ο βιοχημικός Βαγγέλης Μπρίκας.
[68] Με τον Δημ. Μπάτση (εκτελέστηκε μαζί με τον Ν. Μπελογιάννη το Μάρτιο του 1952), τον Κορνήλιο Καστοριάδη κ.ά.
[69] Βλ. για την οργάνωση αυτή Μ.  Γλέζος, ό.π., τ. Α΄, σ. 441 και τ. Β΄, σσ. 1026-1027.  Επίσης βλ.  Θ.  Χατζής, ό.π,, σ. 83.
[70] Βλ. Θ. Χατζής, ό.π., σ. 94.
[71] Βλ. Θ. Χατζής, ό.π., σσ. 60-63, 135-142, και Μ. Γλέζος, ό.π., τ. Α΄, σσ. 681, 693-697.
[72] Βλ. Θ. Χατζής, ό.π., σ. 140, και Μ. Γλέζος, ό.π., σσ. 700-701.
[73] Γι’ αυτήν αλλά και για το γενικότερο οργανωτικό πρόβλημα του ΚΚΕ βλ. παρακάτω.
[74] Βλ. Θ. Χατζής, ό.π., σ. 307. Και αυτοί οι πρώτοι 25 αντάρτες στα επόμενα δυο χρόνια «έγιναν τάγμα, σύνταγμα, ταξιαρχία και τέλος μεραρχία, η 2η Μεραρχία του ΕΛΑΣ της Αττικοβοιωτίας», ό.π., σ. 309.
[75] Για εκείνη τη σημαντική επιχείρηση βλ. τη μαρτυρία ενός από τους συμμέτοχους σε εκείνο το γεγονός, του ελασίτη Δ. Δημητρίου (Νικηφόρου), Το χρονικό του Γοργοπόταμου, Αθήνα 1954. Έχει επισημάνει ο C. M. Woodhouse, υπαρχηγός της Βρετανικής Στρατιωτικής Αποστολής και υπαρχηγός της αγγλικής ομάδας των δολιοφθορέων, στο βιβλίο του, Το μήλο της Έριδος. Η ελληνική αντίσταση και η πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων, εκδ. Εξάντας, Αθήνα 1976, σ. 217: «Το αποτέλεσμα ήταν μια κοινή επιχείρηση, που ίσως ποτέ δεν θα γινόταν αν δεν ήταν ο Ζέρβας και δεν θα σημείωνε επιτυχία αν δεν ήταν ο Άρης Βελουχιώτης». (Πρβλ. Σπύρος Λουκάτος, «Χωρίς Ζέρβα δεν γινόταν, χωρίς Άρη δεν πετύχαινε», στο Ε-Ιστορικά της εφ. Ελευθεροτυπία, 18-11-1999, σσ. 36-37)             .
[76] Βλ. Θ. Χατζής, ό.π., σ. 373.
[77] Χαρακτηριστικά αναφέρουμε τον Γιώργη Σιάντο, ο οποίος τότε εκτελούσε χρέη Γραμματέα της Κ.Ε. λόγω φυλάκισης από το 1936 του Γενικού Γραμματέα Ν. Ζαχαριάδη, τα μέλη του Πολιτικού Γραφείου (Π.Γ.) της Κ.Ε. Νίκο Πλουμπίδη και Γρηγόρη Σκαφίδα, τα μέλη της Γραμματείας του Π.Γ. της Κ.Ε. και βουλευτές του Παλλαϊκού Μετώπου Δημήτρη Παρτσαλίδη, Στέλιο Σκλάβαινα και Βασίλη Νεφελούδη, το μέλος της Κ.Ε και βουλευτή του Παλλαϊκού Μετώπου Κώστα Θέο κ.ά., ενώ η Ασφάλεια είχε ανακαλύψει και δύο τυπογραφεία του κόμματος, βλ. Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, ό.π., σ. 343. Βλ. επίσης  Σ. Κωστόπουλος, ό.π., σσ. 70-71∙  Ντ. Κουσίδου – Στ. Σταυρόπουλος, ό.π., σσ. 73-77.
[78] Την ΠΚΕ καθοδηγούσε ο Ν. Πλουμπίδης, κρατούμενος τότε για λόγους υγείας στο σανατόριο  «Σωτηρία», ο οποίος σε γράμμα του από τη φυλακή το 1954, αναφερόμενος σ’ εκείνη την περίοδο, έκανε λόγο για τη συμμετοχή και του Ν. Καρβούνη στην ΠΚΕ, βλ. Δημοσθένης Α. Παπαχρίστου, Νίκος Πλουμπίδης. Ντοκουμέντα. Γράμματα από τη φυλακή 1953-1954, εκδ. Δελφίνι, Αθήνα 1997, σσ. 140. Βλ. Παράρτημα, αρ. εγγρ. 5. Εκτός από τον Ν. Καρβούνη συμμετείχαν σε αυτό το νέο καθοδηγητικό κέντρο του ΚΚΕ οι Δημήτρης Παπαγιάννης, Βαγγέλης Κτιστάκης, Χρήστος Κανάκης, Σταματίνα (Σοφία) Βιτσαρά-Κτιστάκη, Γιώργης Ελληνούδης κ.ά.  Βλ. επίσης  Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, ό.π., σ. 343∙ Σ. Κωστόπουλος, ό.π., σσ. 72-73∙ Ντ. Κουσίδου – Στ. Σταυρόπουλος, ό.π., σσ. 44, 89, 104.
[79] Βλ. Ντ. Κουσίδου – Στ. Σταυρόπουλος, ό.π., σσ. 89-91.
[80]  Για την τακτική του Κ. Μανιαδάκη βλ. Ντ. Κουσίδου – Στ. Σταυρόπουλος, ό.π., σσ. 75-76.
[81] Βλ. Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, ό.π., σ. 344∙ Σ. Κωστόπουλος, ό.π., σ. 73∙ Ντ. Κουσίδου – Στ.  Σταυρόπουλος, ό.π., σσ. 92-97. Αντίθετα, Θ. Χατζής, ό.π., σσ. 83-84, κατά τρόπο απόλυτο διατυπώνει την άποψη ότι η ΠΔ «είχε δημιουργηθεί με πρωτοβουλία» του έγκλειστου Ν. Ζαχαριάδη, επιμένοντας ότι σε αυτόν «οφείλεται» η δημιουργία της, μόνο που στη συνέχεια «είχε πέσει στα δίχτυα των υπηρεσιών της Ασφάλειας και είχε γίνει [...] όργανο» της δικτατορίας. Αργότερα, βέβαια, ο Θ. Χατζής στο μεταγενέστερο βιβλίο του Οι ρίζες της Εθνικής Αντίστασης, εκδ. Φιλίστωρ, [Αθήνα 22000], σ. 172, συμφωνεί με τη γενικά αποδεκτή άποψη, ότι δηλαδή η ΠΔ ήταν δημιούργημα του Μανιαδάκη: «[...] η βασιλομεταξική δικτατορία [...] σκαρώνει και εμφανίζει ως μόνο ανώτατο καθοδηγητικό κέντρο του ΚΚΕ» την ΠΔ.
[82] Την ΠΔ αποτελούσαν πρώην στελέχη του ΚΚΕ, όπως ο Μιχάλης Τυρίμος, μέλος του Π.Γ. της Κ.Ε. του ΚΚΕ και βουλευτής του Παλλαϊκού Μετώπου, ο Γιάννης Μιχαηλίδης, μέλος του Π.Γ. της Κ.Ε., ο Μανώλης Μανωλέας, βουλευτής του Παλλαϊκού Μετώπου, οι Δημητριάδης (ή Κουτσογιάννης), Καραφύλλας, Μίτλας, Μιχελίδης, Μπακόλα, Τιμογιαννάκης,  κ.ά. Βλ. Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, ό.π., σ. 344·  Σ. Κωστόπουλος, ό.π., σ. 73· . Θ. Χατζής, Οι ρίζες της Εθνικής Αντίστασης, ό.π., σ. 173∙ Ντ. Κουσίδου – Στ. Σταυρόπουλος, ό.π., σ. 97.
[83] Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, τ. Β΄, 1949-1968, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, [Αθήνα 2011], σ. 289.
[84] Για ένα χρονικό διάστημα την ασφαλίτικη ΠΔ υποστήριξαν ο φυλακισμένος από το 1936 Γενικός  Γραμματέας της Κ.Ε. του ΚΚΕ Νίκος Ζαχαριάδης και τα φυλακισμένα στην Ακροναυπλία σημαντικά στελέχη Κ. Θέος, Γ. Ιωαννίδης, Α. Τζήμας κ.ά., οι οποίοι βέβαια στη συνέχεια την κατάγγειλαν. Βλ. σχετικά Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, τ. Α΄, ό.π., σσ. 344-345·  Σ. Κωστόπουλος, ό.π., σσ. 74-75· Θ. Χατζής, ό.π., σσ. 173-177∙ Ντ. Κουσίδου – Στ. Σταυρόπουλος, ό.π., σσ. 97, 100-104.
[85] Βλ. Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, ό.π., σσ. 345-346 και 372· Θ. Χατζής, Η νικηφόρα επανάσταση που χάθηκε, ό.π., σσ. 84-87.
[86] Το πρόβλημα απασχόλησε Συνέδρια και Ολομέλειες της Κ.Ε. του ΚΚΕ, με την εμπλοκή κάποιες φορές και της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Στα κείμενα αυτών των οργάνων - από το 5ο Συνέδριο του ΚΚΕ (Μάρτιος 1934) μέχρι το «Μανιφέστο» της ΠΚΕ (Δεκέμβριος 1940) – παρατηρούνται και αντιφάσεις και αλληλοσυγκρουόμενες θέσεις. Βλ. σχετικά Το ΚΚΕ. Επίσημα κείμενα, τ. 4 (1934-1940), εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1975, σσ. 37-49∙ Θ. Χατζής, Οι ρίζες της Εθνικής Αντίστασης, ό.π., σσ. 155-174, 179-182∙ Ντ. Κουσίδου – Στ. Σταυρόπουλος, ό.π., σσ. 80, 82-83.
[87] Η ΠΚΕ διακήρυσσε τον Αύγουστο του 1940: «[...] Λαέ της Ελλάδας. [...] Ο πόλεμος όπου η δικτατορία  ετοιμάζεται να σκοτώσει τα παιδιά σου, [...] δεν είναι αγώνας για την  πατρίδας μας. Είναι μια άδικη και μάταιη  ανθρωποσφαγή για το χατήρι των άγγλων πλουτοκρατών αφεντικών  του Μεταξά. [...] την ιταλική εισβολή την προκαλεί αυτή τη φορά η τυχοδιωκτική πολιτική της βασιλομεταξικής δικτατορίας. [...] Η δικτατορία κατεβαίνει στον πόλεμο αυτό με μοναδικό “σύμμαχο” την ιμπεριαλιστική Αγγλία. [...]»· αλλά και στις αρχές Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου, σαράντα μόλις μέρες μετά την ιταλική επίθεση, επέμενε ότι «ο πόλεμος αυτός που προκλήθηκε απ’ τη βασιλομεταξική σπείρα, που διατάχτηκε απ’ τους εγγλέζους ιμπεριαλιστές, δε μπορεί νάχει την παραμικρή σχέση με την υπεράσπιση της πατρίδας μας»,  Το ΚΚΕ. Επίσημα κείμενα, τ. 4, ό.π., σ. 503, και τ. 5, ό.π., σ. 13 αντίστοιχα.
[88] Το – πρώτο – αυτό γράμμα «Προς το λαό της Ελλάδας», που ήταν εκείνες τις ώρες της ιταλικής επίθεσης από τις ελάχιστες εκδηλώσεις στήριξης του πολέμου από πολιτικό αντίπαλο του βασιλομεταξικού καθεστώτος (ο Ν. Πλαστήρας από το Παρίσι, ο Σ. Βενιζέλος από τη Νέα Υόρκη και ο Π. Κανελλόπουλος από τον τόπο εκτόπισής του, την Κύθνο, υποστήριξαν τη μεταξική επιλογή για αντιμετώπιση της εχθρικής εισβολής), το έστειλε ο Ν. Ζαχαριάδης από τα κρατητήρια της Γενικής Ασφάλειας της Αθήνας και δημοσιεύτηκε στον ελεγχόμενο από τη δικτατορία αθηναϊκό τύπο στις 2 Νοεμβρίου. Έγραφε, ανάμεσα σε άλλα, ο Ν. Ζαχαριάδης: «Ο φασισμός του Μουσολίνι χτύπησε την Ελλάδα πισώπλατα, [...], με σκοπό να την υποδουλώσει και εξανδραποδίσει. Σήμερα όλοι οι Έλληνες παλεύουμε για τη λευτεριά, την τιμή, την εθνική μας ανεξαρτησία. [...] Ο λαός της Ελλάδας διεξάγει σήμερα έναν πόλεμο εθνικοαπελευθερωτικό [...]. Κάθε πράκτορας του φασισμού πρέπει να εξοντωθεί αλύπητα. Στον πόλεμο αυτό, που τον διευθύνει η κυβέρνηση Μεταξά, όλοι μας πρέπει να δώσουμε όλες μας τις δυνάμεις, δίχως επιφύλαξη. [...]». Βλ. ολόκληρο το κείμενο του γράμματος στο Το ΚΚΕ. Επίσημα κείμενα, τ. 5 (1940-1945), εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1981, σσ. 9-10.  Έχουν, πάντως, γραφτεί αντιφατικές εκτιμήσεις για τη σκοπιμότητα και την αξία αυτού του πρώτου γράμματος του Ν. Ζαχαριάδη. Βλ. σχετικά Νίκος  Ζαχαριάδης, Συλλογή έργων, έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ, [1953], σσ. 119-122· Παύλος Νεφελούδης, Στις πηγές της κακοδαιμονίας, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 1974, σσ.138-142· Σπύρος Λιναρδάτος, Ο Ιωάννης Μεταξάς και οι Μεγάλες Δυνάμεις (1936-1940), εκδ. Προσκήνιο, Αθήνα 1993, σσ. 185-186· Ντ. Κουσίδου – Στ. Σταυρόπουλος, ό.π., σσ. 105-111∙ Θ. Χατζής, ό.π., σσ. 243-252· Σ. Κωστόπουλος, ό.π., σσ. 172-180.
[89] Ακολούθησαν άλλα δύο γράμματα του Ν. Ζαχαριάδη, στα οποία όμως ο κομμουνιστής ηγέτης διατύπωνε αντίθετες θέσεις. Συγκεκριμένα, με το ένα προς την ΠΔ του ΚΚΕ, την οποία εκείνη την περίοδο ο Ν. Ζαχαριάδης θεωρούσε ως έγκυρη, γραμμένο στις 26 Νοεμβρίου 1940, χαρακτήριζε τον πόλεμο ιμπεριαλιστικό και συνιστούσε τη σύναψη ειρήνης και ουδετερότητας με τη μεσολάβηση της ΕΣΣΔ, ενώ με το άλλο προς την Κομμουνιστική Φοιτητική Οργάνωση, γραμμένο στις 5 Ιανουαρίου 1941, χαρακτήριζε την ΠΔ «δημιούργημα και όργανο του Μανιαδάκη» και τον Μεταξά «κύριο εχθρό του λαού και της χώρας», ζητώντας την ανατροπή του, απορρίπτοντας έτσι το πρώτο του γράμμα ως «ένα καθαρό σοσιαλπατριωτικό ντοκουμέντο», και καλούσε το λαό να υπερασπιστεί «μόνο την εθνική του ανεξαρτησία» ενάντια «στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο Αγγλίας-Γερμανίας και Σία» και να ζητήσει «χωριστή, έντιμη, άμεση ειρήνη» με σοβιετική μεσολάβηση. Και τα δύο αυτά γράμματα, όντας έξω φυσικά από τη γραμμή της δικτατορίας, παρακρατήθηκαν από τον Κ. Μανιαδάκη και δόθηκαν από την Ασφάλεια στη δημοσιότητα μετά την Απελευθέρωση. Τα κείμενα αυτών των γραμμάτων βλ. Το ΚΚΕ. Επίσημα κείμενα, ό.π., σσ. 273 και 274-276 αντίστοιχα· Ν. Ζαχαριάδης,  ό.π.,  σσ. 123-130· Σ. Κωστόπουλος, ό.π., σσ. 183-190. Βλ. επίσης Ντ. Κουσίδου – Στ. Σταυρόπουλος, ό.π., σσ. 112-118 καθώς και 119-126.
[90] Ο Ν. Πλουμπίδης, που καθοδηγούσε και άρα επηρέαζε την ΠΚΕ είχε γράψει γι’ αυτό το γράμμα ότι του φαινόταν «όχι σωστό και μύριζε πλαστό», Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, τ. Β΄ 1949-1968, ό.π.,  σ. 285, σημ. 619. Επίσης βλ. Δ. Παπαχρίστου ό.π., σσ. 165-166∙ Ντ. Κουσίδου – Στ. Σταυρόπουλος, ό.π., σ. 44∙ Θ. Χατζής, ό.π., σσ. 231-232. Και η ΠΚΕ σε απόφασή έκανε λόγο για «το πλαστό γράμμα του αρχηγού μας σ.[ύντροφου] Ζαχαριάδη, που η δικτατορία ανάλαβε τη βαρειά ευθύνη να δημοσιέψει με το ξέσπασμα του πολέμου η ίδια στον ημερήσιο τύπο της», Το ΚΚΕ. Επίσημα κείμενα, τ. 5, ό.π., σ. 19. Βλ. και ό.π., σ. 33: «[...] δώστε τη χαριστική βολή στη χαφιέδικη “Προσωρινή Διοίκηση”, που με τις ατιμίες της κ’ ιδιαίτερα με το δημοσιευμένο στις φυλλάδες του Μεταξά τις 2 Νοέμβρη πλαστό γράμμα του μεγάλου μας αρχηγού σ. Ζαχαριάδη, παρέσυρε στην αυτοχτονία το λαό [...]».
[91] Έγραφε, επίσης, σε άλλα σημεία το «Μανιφέστο»: «[...]τραβήχτηκε στον πιο εγκληματικό τυχοδιωκτικό ιμπεριαλιστικό πόλεμο ο λαός μας. [...] Ο πόλεμος αυτός, που προκλήθηκε απ’ τη βασιλομεταξική σπείρα, που διατάχτηκε απ’ τους εγγλέζους ιμπεριαλιστές, δε μπορεί νάχει την παραμικρή σχέση με την υπεράσπιση της πατρίδας μας. [...] Καλούμε τους πολεμιστές μας ν’ αρνηθούν να πολεμήσουν πέρ’ απ’ τα σύνορα της πατρίδας μας. [...] Καλούμε ολόκληρο τον εργαζόμενο λαό [...] να διακηρύξει πως θα κάμει ό,τι μπορεί  για να σταματήσει τον πόλεμο που έφεραν οι εγγλέζοι και ντόπιοι πλουτοκράτες στη χώρα μας. [...]», Το ΚΚΕ. Επίσημα κείμενα, ό.π., σσ. 12, 13, 15, 16. Βλ. επίσης Ντ. Κουσίδου – Στ. Σταυρόπουλος, ό.π., σσ. 107-108.
[92] Το σύνολο σχεδόν των φυλακισμένων και εξόριστων κομμουνιστών ζήτησε να πάει στο πολεμικό μέτωπο, αλλά αρνήθηκε η δικτατορία να ικανοποιήσει το αίτημά τους, αν δεν υπέγραφαν «δήλωση μετανοίας», βλ. Δοκίμιο της Ιστορίας του ΚΚΕ, τ. Α΄, ό.π., σ. 359, και Θ. Χατζής, ό.π., σσ. 223-236. Οι ελεύθεροι, όμως, κομμουνιστές και γενικότερα αριστεροί επιδίωξαν να καταταχθούν στις στρατιωτικές μονάδες, ακόμη και εθελοντικά, για να πολεμήσουν το φασίστα εισβολέα, ενώ στη μάχη της Κρήτης συμμετείχαν συνολικά οι κομμουνιστές, βλ. Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, ό.π., σσ. 365, 366-367, και Σ.  Κωστόπουλος, ό.π., σσ. 212-213.
[93] Σημειώνουμε εδώ ότι παρ’ όλο που οι φυλακισμένοι κομμουνιστές, ενώ οι Γερμανοί προχωρούσαν στο εσωτερικό της χώρας, ζητούσαν από τις ελληνικές αρχές να τους απολύσουν, η κυβέρνηση, πριν εγκαταλείψει την Αθήνα, αμνήστευσε όλα τα πολιτικά αδικήματα εκτός από εκείνα που διαπράχθηκαν εναντίον του κοινωνικού καθεστώτος, δηλαδή παρέδινε τους φυλακισμένους και εξόριστους Έλληνες κομμουνιστές στους κατακτητές, βλ. Σ. Κωστόπουλος, ό.π., σ. 210. Βλ. επίσης χαρακτηριστικά σχετικά έγγραφα στο Γρ. Φαράκος, Ο ΕΛΑΣ και η εξουσία, τ. Β΄, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2000, σσ. 259-261. Τότε, λοιπόν, τέθηκε επιτακτικά το ζήτημα της δραπέτευσης από τις φυλακές και τους τόπους εξορίας. Βλ. Λευτέρης Αποστόλου, Το ξεκίνημα του ΕΑΜ. Αναμνήσεις και διδάγματα, έκδοση Ενωμένης Εθνικής αντίστασης 1941-44, Αθήνα 1982, σσ. 17-18∙ Αντρέας Κέδρος, Η Ελληνική Αντίσταση (1940-1944), μτφρ. Αντ. Μοσχοβάκης, εκδ. Θεμέλιο, [Αθήνα 2004], τ. Α΄, σσ. 114-116.
[94] Πρόκειται για τους Παντελή Καραγκίτση – Σίμο, Πέτρο Ρούσο, Χρύσα Χατζηβασιλείου, Ανδρέα Τζήμα, Κώστα Λαζαρίδη,  Ανδρέα Τσίπα κ.ά., βλ. πρόχειρα Ντ. Κουσίδου – Στ. Σταυρόπουλος, ό.π., σ. 130.
[95] Επρόκειτο για ένα έργο πολλαπλά δύσκολο και σύνθετο. Βλ. Θ. Χατζής, Η νικηφόρα επανάσταση που χάθηκε, ό.π., σσ. 88-110· Λ. Αποστόλου, ό.π., σσ. 24-29∙ Α. Κέδρος, ό.π., σσ. 133-135.
[96] Βλ. Θ. Χατζής, ό.π., σσ. 110-111, και Μ. Γλέζος, ό.π., τ. Α΄, σσ. 483-485.
[97]  Πρόκειται για την 6η Ολομέλεια της νέας Κ.Ε. του Κ.Κ.Ε., από την οποία θα αναδειχτεί Γραμματέας του κόμματος ο Α. Τσίπας.
[98] Βλ. Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, ό.π., σσ. 373-375. Βλ. επίσης Θ. Χατζής, ό.π., σσ. 116-126· Σ. Κωστόπουλος, ό.π., 210-213. Βλ. ακόμη Το ΚΚΕ. Επίσημα κείμενα, ό.π., σσ. 35-45.
[99]  Βλ. εφ. Ριζοσπάστης, 1-8-1941, σ. 1.
[100]  Βλ. Σε διακήρυξή της στις 18 Ιουλίου 1941 η ΠΚΕ αναφέρει ότι «παραδίδει τη διοίκηση του Κόμματος στην (Νέα) Κ.Ε. συντρόφων και εξορίστων» και «καλεί τις οργανώσεις που καθοδηγεί να συσπειρωθούν γύρω από καθοδήγηση», βλ. Ντ. Κουσίδου – Στ. Σταυρόπουλος, ό.π., σ. 130.
[101]  Η ΠΔ, για να διασκεδάσει τις εντυπώσεις, δήλωνε, υπερακοντίζοντας σε «κομματικότητα», ότι «αναγνωρίζει την ανάγκη ανασυγκρότησης και εκκαθάρισης των κομματικών γραμμών από κάθε ύποπτο στοιχείο κάτω από την καθοδήγηση της νέας Κ.Ε.» και αυτοδιαλύεται, βλ. ό.π.
[102] Βλ. Το ΚΚΕ. Επίσημα κείμενα, ό.π., σσ. 39.
[103] Στα Αρχεία του ΚΚΕ σίγουρα θα υπάρχει το απαραίτητο υλικό, αλλά δυστυχώς ακόμη τα Αρχεία αυτά δεν είναι στη διάθεση των ερευνητών. Είναι, νομίζουμε, καιρός να ανοίξουν και να γίνουν προσβάσιμα σε κάθε ερευνητή. Ωστόσο, στα ΑΣΚΙ υπάρχει υλικό από τα Αρχεία του ΚΚΕ, που όμως κάποιοι φάκελοι δεν είναι ακόμη στη διάθεση των ερευνητών, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση το κυτ. 481, κωδ. 29/1, φάκελοι 14, 15, 16, 17, 19, 21 και 34, που περιέχουν ενδιαφέρουσα αλληλογραφία ανάμεσα στον Ν. Καρβούνη, τη νέα Κ.Ε. και άλλα κομματικά μέλη και στελέχη. Επειδή, όμως, στο μεταξύ την αλληλογραφία αυτή είχε μελετήσει ο Γρ. Φαράκος, οποίος και δημοσίευσε τμήματά της στα έργα του  Ο ΕΛΑΣ και η εξουσία, τ. Β΄, ό.π., και Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Σχέσεις ΚΚΕ και Διεθνούς Κομμουνιστικού Κέντρου, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2004, θα χρησιμοποιήσουμε το δημοσιευμένο σε αυτά τα βιβλία υλικό.
[104] Σημειώνουμε εδώ ότι ο πολιτικός μηχανικός Γεράσιμος Πεφάνης, ο άνθρωπος που διαφύλαξε τα σχέδια του Ναυστάθμου από τους Γερμανούς, ήταν φίλος και συνεργάτης του Ν. Καρβούνη,  συνδεδεμένος κι αυτός με την ΠΚΕ, βλ. Ιωάννα Παπαθανασίου [και συνεργάτες Πολίνα Ιορδανίδου, Άντα Κάπολα, Τάσος Σακελλαρόπουλος, Αγγελική Χριστοδούλου], Η Νεολαία Λαμπράκη τη δεκαετία του ’60. Αρχειακές τεκμηριώσεις και αυτοβιογραφικές καταθέσεις, Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας (ΙΑΕΝ) Γενικής Γραμματείας Νέας Γενιάς – Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών ΕΙΕ, Αθήνα 2008, σσ. 510-511.   
[105] Άλλη μια περίπτωση κομμουνιστικού στελέχους, μέλους της ΠΚΕ, που εκείνη την περίοδο κατηγορήθηκε και διαγράφτηκε από το ΚΚΕ ως «προβοκάτορας», αν και ο Ν. Καρβούνης επέμενε για την αγωνιστικότητα, τη συνέπεια και την ιδεολογική καθαρότητα του συντρόφου του. Τελικά αποδείχτηκε ορθή η εκτίμηση του Ν. Καρβούνη και ο Κτιστάκης αποκαταστάθηκε κομματικά το 1943 και προωθήθηκε στην Κρήτη ως Γραμματέας της Περιοχής Κρήτης του ΚΚΕ, αλλά στις 16 Ιουνίου 1944 πιάστηκε και εκτελέστηκε από τους Γερμανούς. Βλ. Γρ. Φαράκος, Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος..., ό.π., σ. 426.
[106] Ο Β. Γεωργίου, επιστρέφοντας τον Ιούνιο του 1942 στην κατοχική Αθήνα από την εξορία (εξόριστος αρχικά στη Φολέγανδρο, μετά στη Γαύδο και τέλος στον Αϊ-Στράτη), όπου τον είχε στείλει η  βασιλομεταξική δικτατορία το 1938, ενδιαφέρθηκε για την τύχη του Ν. Καρβούνη, γι’ αυτό και στο βιβλίο του Β. Γεωργίου, Η ζωή μου, Αθήνα 1992, αφιερώνει κάποιες σελίδες στην περίπτωση του συντρόφου του. Όσα, πάντως, γράφει εδώ τα είχε δημοσιεύσει με το ψευδώνυμο Βάσος Αλμυρός στο Ριζοσπάστη, στη σειρά δημοσιεύσεων με τίτλο «95 χρόνια από τη γέννησή του, 28 χρόνια από τον θάνατό του. Νίκος Καρβούνης. Σύντομη σκιαγραφία της προσωπικότητας και της εποχής του», και συγκεκριμένα στα φύλλα 22-2-1975, σ. 4 («Νίκος Καρβούνης. Ο φλογερός αντιφασίστας» - 6ο Σημείωμα)  και 23-2-1975, σ. 4 («Νίκος Καρβούνης. Ο ποιητής και συνθέτης του “Βροντάει ο Όλυμπος”...» - 7ο Σημείωμα).
[107] Βλ. Β. Γεωργίου, ό.π., σσ. 259-260.
[108] Η κομματική ηγεσία εννοούσε την προσπάθεια που είχε ξεκινήσει από σοσιαλίζοντες, σοσιαλιστές και διάφορους διαφωνούντες με το ΚΚΕ γύρω από τον τέως ηγέτη του Σοσιαλιστικού Κόμματος Ελλάδας (ΣΚΕ) Στρατή Σωμερίτη, η οποία το Δεκέμβριο του 1941 κατέληξε στη δημιουργία της «Μαρξιστικής Εταιρείας Ερευνών» (βλ. Μ. Γλέζος, ό.π., σ. 407) με απώτερο στόχο τη μετατροπή της Εταιρείας αυτής σε ενιαίο για σοσιαλιστές και κομμουνιστές κομματικό οργανισμό, πράγμα όμως που δεν ολοκληρώθηκε χάρη στη σταθερή αντίρρηση και αντίθεση του ΚΚΕ. Σε κάποια από τις προκαταρκτικές συναντήσεις είχε προσκληθεί και ο Ν. Καρβούνης, αλλά δε φαίνεται να είχε ουσιαστική ανάμειξη στην όλη προσπάθεια.  Βλ. σχετικά  Θ. Χατζής, ό.π., σσ. 252—256.
[109] Με επιστολή του (15-6-1942) προς το Π.Γ. της Κ.Ε. διαμαρτυρόταν, ανάμεσα σε άλλα, και γι’ αυτήν την κατάσταση. Ολόκληρο το κείμενο της επιστολής, ανέκδοτο έως τώρα – κάποια αποσπάσματα έχουν δημοσιευθεί στο Ντ. Κουσίδου – Στ. Σταυρόπουλος, ό.π., σσ. 144-145, στο Γρ. Φαράκος, Ο ΕΛΑΣ και η εξουσία, ό.π., σ. 258, και  στο Γρ. Φαράκος, Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος..., ό.π., σ. 323 - δημοσιεύουμε στο Παράρτημα, αρ. εγγρ. 4.
[110] Β. Γεωργίου, ό.π., σ. 260.
[111] Στο μεταξύ, από τις 27 Σεπτεμβρίου 1941 έχει ιδρυθεί το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ) από τους εκπροσώπους του ΚΚΕ (Λευτέρης Αποστόλου), του ΣΚΕ (Χρήστος Χωμενίδης), της ΕΛΔ (Ηλίας Τσιριμώκος) και του ΑΚΕ (Αποστόλης Βογιατζής), βλ. Θ. Χατζής, ό.π., σσ. 148-164· Λ. Αποστόλου, ό.π., σσ. 30-65· Το ΚΚΕ. Επίσημα Κείμενα, ό.π., σσ. 46-56.
[112] Γρ. Φαράκος, Ο ΕΛΑΣ και η εξουσία, ό.π.,  σσ. 257-258, και Γρ. Φαράκος, Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος..., ό.π., σ. 321.
[113]  Ο Γ. Σιάντος εκλέχτηκε Γραμματέας από την 8η Ολομέλεια της Κ.Ε. του ΚΚΕ, τον Ιανουάριο του 1942. 
[114] Γρ. Φαράκος, ό.π., σσ. 321-322. Ολόκληρη την επιστολή του Ν. Καρβούνη προς τον Γ. Σιάντο βλ. Ντ. Κουσίδου – Στ. Σταυρόπουλος, ό.π., σσ. 140-143, την οποία αναδημοσιεύουμε στο Παράρτημα, αρ. εγγρ. 2.
[115] Βενιζελικής προέλευσης πολιτικός και αργότερα αρχηγός του Αγροτικού-Δημοκρατικού ή Αγροτικού-Εργατικού Κόμματος.
[116] Από συζήτηση ανάμεσα στον Ν. Καρβούνη και τον Β. Γεωργίου στα χρόνια της Κατοχής. (Θα αναφερθούμε παρακάτω στη συνάντηση των δύο αυτών ανδρών). Βλ. Β. Γεωργίου, ό.π., σ. 293.
[117] Ο Δημήτρης Παπαγιάννης ήταν σημαντικό στέλεχος του συνδικαλιστικού κινήματος και του ΚΚΕ. Από το 1939 βρισκόταν στην ηγεσία της ΠΚΕ. Η νέα Κ.Ε τον διέγραψε το 1941 από το κόμμα. Αποκαταστάθηκε το 1943 και ανέλαβε υπεύθυνους τομείς της Αντίστασης. Βλ. Γρ. Φαράκος, Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος..., ό.π., σ. 439.
[118] ΑΣΚΙ, κυτ. 145, κωδ. 7/32, φ. 3. Ολόκληρο το κείμενο, ανέκδοτο έως τώρα - κάποια αποσπάσματα βλ. Γρ. Φαράκος, Ο ΕΛΑΣ και η εξουσία, ό.π., σ. 258, και Γρ. Φαράκος, Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος..., ό.π., σσ. 322-323 - δημοσιεύουμε στο Παράρτημα, αρ. εγγρ. 3.
[119] Βλ. Β. Γεωργίου, ό.π., σ. 291.
[120] Ντ. Κουσίδου – Στ. Σταυρόπουλος, ό.π., σ. 143. Βλ. Παράρτημα, αρ. εγγρ. 2.
[121] Β. Γεωργίου, ό.π., σ. 292.
[122]  Ο Ν. Πλουμπίδης, μέλος τότε του Π.Γ. της Κ.Ε του ΚΚΕ, σε κατοπινό από τη φυλακή γράμμα του το 1954, αναφερόμενος σ’ εκείνη την περίοδο, κάνει λόγο και για την αποκατάσταση του Ν. Καρβούνη, βλ. Δ. Παπαχρίστου, ό.π., σ. 141. Βλ. Παράρτημα, αρ. εγγρ. 5. Βλ. επίσης Ντ. Κουσίδου – Στ. Σταυρόπουλος, ό.π., σσ. 104, 132-133. Την κομματική αποκατάσταση του Ν. Καρβούνη επιβεβαιώνει και ο Β. Γεωργίου, «Νίκος Καρβούνης. “Στ’ άρματα, στ’ άρματα”. (Ο αγωνιστής, ο στοχαστής, ο δημοσιογράφος)», ό.π., σ. 47, όπου αναφέρει ότι λίγο πριν ο ίδιος (ο Β. Γεωργίου) φύγει για το αντάρτικο, δοκίμασε «τη μεγάλη χαρά να ξανασυνδέσω τον Νίκο Καρβούνη με την Κ.Ε. του ΚΚΕ».
[123] Γρ. Φαράκος, Ο ΕΛΑΣ στην εξουσία, ό.π.,  σ. 258, και Γρ. Φαράκος, Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος..., ό.π., σ. 323. Βλ. Παράρτημα, αρ. εγγρ. 4.
[124] Ο Ν. Καρβούνης έχει αφηγηθεί στον Β. Γεωργίου κάτω από ποιες συνθήκες το έγραψε: αφού «οργισμένος κι αηδιασμένος» επέστρεψε στο σπίτι του μετά τη συνάντησή του με τον Α. Μυλωνά (βλ. παραπάνω γι’ αυτή), αντέδρασε γράφοντας την ίδια νύχτα τους στίχους και τα χαράματα τη μουσική· «το πρωί το έδωσα σ’ ένα γνωστό μου νέο να το κυκλοφορήσει ανώνυμα», Β. Γεωργίου, Η ζωή μου, ό.π., σ. 293.
[125] Γι’ αυτό, άλλωστε, το τραγούδι εκείνο αμέσως αγαπήθηκε και τραγουδήθηκε από τον αγωνιζόμενο λαό, χωρίς βέβαια ο τελευταίος να γνωρίζει το δημιουργό του. Σημειώνουμε εδώ ότι το ποίημα μελοποίησε ο μουσικός, αγωνιστής κι αυτός της Αντίστασης, Άκης Σμυρναίος (Αστραπόγιαννος), αν και ο ίδιος ο Ν. Καρβούνης είχε συνθέσει δική του μουσική, βλ. Φ. Λάδης (επιμέλεια), Τα αντάρτικα τραγούδια, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1977, σσ. 18, 87.
[126] Αξίζει να ξαναδιαβάσουμε δύο από εκείνα τα άρθρα του, τα οποία εννοείται πως ήταν ανυπόγραφα. Βλ. Παράρτημα, αρ. εγγρ. 6.
[127] Για τη συνεργασία του με τον Ν. Καρβούνη στους παράνομους Πρωτοπόρους έχει γράψει ο Γιώργης Λαμπρινός, βλ. εφ. Ριζοσπάστης, 20-2-1947, σ. 2, «Οι “αρρενωποί τόνοι”».
[128] Έτσι τον θυμάται ο ανιψιός του Κώστας Κουβαράς, ο οποίος, ως εκπρόσωπος της Αμερικανικής Μυστικής Αποστολής «Περικλής» (Γραφείο Στρατηγικών Υπηρεσιών = O.S.S.) και προσκολλημένος από την άνοιξη του 1944 στην Κ.Ε. του ΕΑΜ, τον συνάντησε στα αντάρτικα βουνά, βλ. Κώστας Κουβαράς, O.S.S. με την Κεντρική του Ε.Α.Μ. Αμερικανική Μυστική Αποστολή Περικλής στην κατεχόμενη Ελλάδα, [μτφρ. Γιάννης Κρητικός], εκδ. Εξάντας, [Αθήνα 1976], σ. 46: θείος και ανιψιός συναντήθηκαν στους Κορυσχάδες Ευρυτανίας· «αναγνωρίσαμε αμέσως ο ένας τον άλλον και αγκαλιαστήκαμε. [...] Ο γέρος [= Ν. Καρβούνης] ήταν συγκινημένος που μ’ έβλεπε να έρχομαι από μια τόσο μακρινή χώρα στα ελληνικά βουνά και να βρίσκομαι στο πλευρό της ελληνικής Αντίστασης».
[129] Γράφει ο. Γ. Λαμπρινός, ό.π.: «Τον θυμάμαι [τον Καρβούνη] στην κατοχή με τη μπεζ καμπαρντίνα του, τη σκούρα κατεβαστή ρεπούμπλικα, με το ιδιόρρυθμο βάδισμά του, λιγνός, κοντός, απαρατήρητος, σχεδόν ασήμαντος ερχόταν στο ραντεβού προσεκτικός, γοργός, αλαφροπάτητος και πάντα στην ώρα του. Από μακρυά δεν τον ξεχώριζες ποτέ. Έπρεπε να σιμώσει αρκετά για να διακρίνεις πως αυτός ο συνηθισμένος άνθρωπος, ο γέρος, που κατέβαινε ή ανηφόριζε το απόκεντρο δρομάκι ήταν ο σύντροφος ο Νίκος Καρβούνης. Αλλά τι γέρος! Αλώνιζε τους δρόμους της Αθήνας σε κείνα τα δύσκολα χρόνια και σκαρφάλωνε στα Τουρκοβούνια και στο Λυκαβηττό σαν παιδόπουλο, όπως σκαρφάλωνε σ’ όλη τη ζωή του στις αψηλότερες κορφές των βουνών της Ελλάδας».
[130] Μαζί του έφευγαν τότε για τα αντάρτικα βουνά αρκετά στελέχη του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος, βλ. Θ. Χατζής, Η νικηφόρα επανάσταση που χάθηκε, ό.π., τ. Γ΄, σ. 61.
[131] «Η περίοδος εκείνη της εθνικής μας αντίστασης ήταν, νομίζω, η ωραιότερη περίοδος της ζωής του Καρβούνη», έχει επισημάνει ο Β. Αλμυρός [=Β. Γεωργίου], στη σειρά δημοσιεύσεων με τίτλο «95 χρόνια από τη γέννησή του, 28 χρόνια από τον θάνατό του. Νίκος Καρβούνης. Σύντομη σκιαγραφία της προσωπικότητας και της εποχής του», και συγκεκριμένα στο 7ο Σημείωμα, «Νίκος Καρβούνης. Ο ποιητής και συνθέτης του “Βροντάει ο Όλυμπος”...», εφ. Ριζοσπάστης, 23-2-1975, σ. 4.
[132] Είναι αρκετά χαρακτηριστικό το περιστατικό, που έχει καταγράψει ο ξάδελφός του συγγραφέας και δημοσιογράφος Δώρης Κουβαράς, «Ο διανοούμενος Νίκος Καρβολυνης σαν δημοσιογράφος»,  Το μώλυ (ιθακησιακό περιοδικό), τχ. 1 (Μάρτης-Απρίλης 1983), σσ. 27, 39. Ο Δ. Κουβαράς, ζώντας κατά τη διάρκεια της Κατοχής στην Ιθάκη, αγωνίστηκε μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ και είχε σημαντική συνεισφορά στον τοπικό αγώνα. Αφηγείται ο ίδιος: «Μια νύχτα του Μάρτη του 1944, κάποιος σύνδεσμός μας [εννοείται του ΕΑΜ Κεφαλονιάς και Ιθάκης] με τις οργανώσεις και το αντάρτικο της Δυτικής και Κεντρικής Ελλάδας μού έφερε μαζί με άλλα μηνύματα και ένα μικρό κομμάτι χαρτί πολυτσαλακωμένο και τριμμένο και χνουδερό από τα πολλά χέρια και τους κρυψώνες που είχε περάσει, ώσπου να φτάση στον τοπικό μας σύνδεσμο. Το ξεδίπλωσα προσεχτικά κι εκατάφερα να διαβάσω τις γραμμένες με μολύβι λίγες λέξεις, πριν τα μάτια μου θαμπώσουν από μια πρωτόγνωρή μου χαρά, που την αποδίνει σωστότερα η λέξη αγαλλίαση. Εδιάβασα αυτό το μήνυμα: “Αναπνέω τον αέρα του Βουνού ελεύθερος! –Ε-Λ-Ε-Υ-Θ-Ε-Ρ-Ο-Σ! Ξάδερφος Νίκος».
[133] Β. Γεωργίου, ό.π., σσ. 293-294.
[134] Κώστας Κουβαράς, ό.π., σ. 152.
[135] Βλ. Β. Αλμυρός [=Β. Γεωργίου], ό.π.
[136] Για την ίδρυση, τους σκοπούς και το έργο της ΠΕΕΑ βλ. Ιστορία της Εθνικής Αντίστασης 1940-1945, [συλλογικό έργο], εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 71984, σσ. 205-215, και Μ. Γλέζος, ό.π., τ. Β΄, σσ. 826-831.
[137] Βλ. Β. Γεωργίου, ό.π., σ. 355.
[138] Βλ. Β. Αλμυρός [=Β. Γεωργίου], ό.π.
[139] Ανάμεσα στις ποικίλες δραστηριότητες αυτής της περιόδου ήταν και η συνεισφορά του ως ιδρυτικού μέλους (μαζί με τους Ν. Καζαντζάκη, Άγγ. Σικελιανό, Π. Λεκατσά, Χρ. Θεοδωρίδη, Ρ. Ιμβριώτη, Ν. Κιτσίκη, Στ. Κρητικά, Γ. Κορδάτο κ.ά.) στην ίδρυση το Μάιο του 1945 του Ελληνοσοβιετικού Συνδέσμου, βλ. Παναγιώτης Νούτσος (εισαγωγή, επιμέλεια), Η σοσιαλιστική σκέψη στην Ελλάδα από το 1875 ώς το 1974, τ. Γ΄, (1926-1955), εκδ. Γνώσεις, Αθήνα 1993, σ. 288, σημ. 3.
[140] Ένας από αυτούς ήταν ο Πολύκαρπος Κυριαζής, φοιτητής τότε της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Αθήνας, άριστος γνώστης της αγγλικής γλώσσας, όπως γράφει ο Νίκος Καραντηνός, «Νίκος Καρβούνης. 60 χρόνια από το θάνατό του», ό.π.,  (« Ο “δάσκαλος”»),  σ. 5.
[141] Σε λίγο θα ξεσπούσαν τα Δεκεμβριανά και ο Ν. Καρβούνης δεν είχε αυταπάτες για το ρόλο του αγγλικού «παράγοντα»: «Η Αγγλία δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ ειλικρινά να βοηθήσει την Ελλάδα, αλλά πάντα επενέβαινε στις εσωτερικές της υποθέσεις με γνώμονα τα βρετανικά συμφέροντα», είχε πει, ανάμεσα σε άλλα, στον Κώστα Κουβαρά, ό.π., σ. 152.
[142] Αποστολή ΕΑΜικής αντιπροσωπίας στο εξωτερικό για την ενημέρωση της διεθνούς κοινής γνώμης  είχε αποφασιστεί πριν από ένα περίπου χρόνο, την 1η Δεκεμβρίου του 1944,  σε ευρύτατη συνεδρίαση της Κ.Ε. του ΕΑΜ (βλ. Θ. Χατζής, ό.π., τ. Δ΄, σ. 167), δεν μπόρεσε όμως άμεσα να πραγματοποιηθεί εξαιτίας των γεγονότων, που αμέσως μετά ακολούθησαν: Δεκεμβριανά, Βάρκιζα, Λευκή τρομοκρατία.  
[143] Για το ταξίδι στην Αγγλία βλ. σχετικά Heinz Richter, Η επέμβαση των Άγγλων στην Ελλάδα. Από τη Βάρκιζα στον Εμφύλιο Πόλεμο Φεβρουάριος 1945-Αύγουστος 1946, μτφρ. Π. Βαλλιάνος, Γ. Γιάνναρης, εκδ. Εστία, Αθήνα 1997, σσ. 552-553, 554-556, 562.
[144] Από εκείνο το ταξίδι είχε κρατήσει πλούσιες σημειώσεις από τις συναντήσεις και συζητήσεις που είχε με τους ξένους συνομιλητές του, τις οποίες είχε σκοπό να αξιοποιήσει, πράγμα όμως που δεν έγινε, γιατί στο μεταξύ αρρώστησε και πέθανε. Δυστυχώς το υλικό αυτό αργότερα χάθηκε για πάντα. Βλ. Ν. Καραντηνός, ό.π., σ. 5. 
[145] Βλ. Β. Αλμυρός [= Β. Γεωργίου], ό.π.  Ο Ν. Καρβούνης, βέβαια, μην ξεχνώντας τη δημοσιογραφική του ιδιότητα δημοσίευσε στην Ελεύθερη Ελλάδα σπουδαίες ανταποκρίσεις από εκείνο το ταξίδι του.
[146] Γράφει χαρακτηριστικά ο Β. Αλμυρός [= Β. Γεωργίου], ό.π.: «Από το άλλο πρωί τον βλέπουμε [τον Ν. Καρβούνη] να φοράει τις αρβύλες του κι έτοιμο να ξεκινήσει μ’ έναν οδηγό του Παρισιού στο χέρι. – Για πού, σύντροφε Νίκο; τον ρωτάει η γυναίκα μου. –Σε τελευταίο προσκύνημα στους ιστορικούς χώρους και στα μνημεία της Κομμούνας, αποκρίνεται καλοδιάθετος. Αυτή η λέξη “τελευταίο” μας πάγωσε κυριολεκτικά. Και καθώς κατάλαβε τη φοβερή σημασία που της δώσαμε, πρόσθεσε χαμογελώντας: - Είπα “τελευταίο”, γιατί με την κατάσταση που έχουμε και θα έχουμε για καιρό στην Ελλάδα, ποιος ξέρει αν θα μπορέσω να ξανάρθω στο Παρίσι. Η όψη του δεν ήταν καλή. Φαινόταν πολύ κουρασμένος». Δε θα περάσουν λίγοι μήνες και ο Ν. Καρβούνης θα φύγει από τη ζωή.
[147] Α. Κμανιώτης, ό.π., σ. 163.
[148] Λιτή ήταν η ανακοίνωση της θλιβερής είδησης από το Γραφείο Τύπου της Κ.Ε. του ΕΑΜ: «Η Κεντρική Επιτροπή του ΕΑΜ αναγγέλλει με βαθύτατη λύπη το θάνατο του Νικολάου Καρβούνη, του συναγωνιστή δημοσιογράφου, που τόσα πρόσφερε στους κοινωνικούς, πολιτικούς και εθνικούς αγώνες του ελληνικού Λαού. [...]», εφ. Ριζοσπάστης, 18-2-1947, σ. 3 («Πέθανε ο Ν. Καρβούνης»).
[149] Το νεκρό αποχαιρέτησαν στην εκκλησία ο Στ. Κρητικάς εκμέρους της Κ.Ε. του Συνασπισμού των Κομμάτων του ΕΑΜ και ο Κ. Καραγιώργης εκμέρους της Κ.Ε. του ΚΚΕ και στο νεκροταφείο των Αγίων Αναργύρων ο Γενικός Γραμματέας της Ένωσης Συντακτών Τύπου Εθνικής Αντίστασης Γ. Οικονόμου, ενώ ο Βασίλης Ρώτας απάγγειλε πάνω στο τάφο τους παρακάτω στίχους: «Τη λευτεριά ζητώντας σ’ όρη και λαγκάδια / την ηύρα στον αγώνα με πιστούς συντρόφους∙ / μπήκα μπροστά χορεύοντας και τραγουδώντας. / Μην ψιχαλίσει δάκρυ αν έπεσα στη μάχη / χαμογελώντας έπεσα όπως πέφτει ο ήλιος, / μεγαλωσύνη ολόλαμπρη στεφανωμένος / με δάφνες απ’ τα λεύτερα τα κορφοβούνια∙ / αυτά κι ας μολογούνε την παληκαριά μου / μ’ ένα τραγούδι κλέφτικο ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΒΟΥΝΗΣ / να λέει για λεβεντιά, για λευτεριά, γι’ αγώνα». Στην κηδεία παραβρέθηκαν πολίτες απ’ όλα τα κοινωνικά στρώματα, ο μητροπολίτης Κοζάνης Ιωακείμ, αντιπροσωπίες του ΕΑΜ, του ΚΚΕ, της Ένωσης Λαϊκής Δημοκρατίας-Σοσιαλιστικού Κόμματος Ελλάδας (ΕΛΔ-ΣΚΕ), πολιτικοί αστικών κομμάτων, αντιπροσωπίες της Ένωσης Συντακτών, της ΓΣΕΕ, της Εθνικής Αλληλεγγύης, της ΕΠΟΝ, των αναπήρων, το προσωπικό του Γραφείου Τύπου του ΕΑΜ, πανεπιστημιακοί, δικαστικοί και δημοσιογράφοι. Βλ. εφ. Ριζοσπάστης, 19-2-1947, σ. 3∙ Α. Κμανιώτης, ό.π., σ. 164.
[150] Τα σχετικά με την κηδεία βλ. εφ. Ριζοσπάστης, 19-2-1947, σ. 3 («Χιλιάδες λαού ακολούθησαν την κηδεία του Νικ. Καρβούνη»).
[151] Β. Γεωργίου, ό.π., σ. 260.
[152] Γιάννης Κουχτσόγλου, «Νίκος Καρβούνης», Νέα Εστία, τ. 41, τχ. 472, 1-3-1947, σ. 308.
[153] Αργ. Κμανιώτης, ό.π., σ. 150.
[154] Από τον επικήδειο λόγο του Στ. Κρητικά, εφ. Ριζοσπάστης, 19-2-1947, σ. 3 («Ο ελεύθερος άνθρωπος»).
[155] Κώστας Ουράνης, Δικοί μας και ξένοι, τ. Β΄, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, σ. 203.
[156] Βάσος Βαρίκας, «Εκλογή από το έργο του Ν. Καρβούνη», Συγγραφείς και κείμενα Α΄ 1961-1965, εκδ.  Ερμής, Αθήνα 1975, σ. 18.
[157] Από τον επικήδειο λόγο του Γ. Καραγιώργη, εφ. Ριζοσπάστης, 19-2-1947, σ. 3 («Ο μαχητής»).
[158] Από κείμενο δημοσιευμένο στο περιοδικό Ιλισός, τχ. 16 (Δεκέμβριος  1959), με τίτλο «Πνευματικό μνημόσυνο ενός αξέχαστου Διδασκάλου – Νίκος Καρβούνης. Πώς έβλεπε την εποχή μας».
[159] Ρίτα Τσιντίλη-Βλησμά, «Νίκος Καρβούνης. Μια πολυεδρική φυσιογνωμία», Το μώλυ, ό.π., σ. 21.
[160] Γ. Καραγιώργης,  ό.π. Και διευκρινίζει ο Α. Κμανιώτης, ό.π., σ. 149, ότι αυτή η τελευταία δεκαπενταετία της ζωής του Καρβούνη «συνοψίζει και στεφανώνει όλη του την πορεία, φωτίζει όλη του τη ζωή του Γαριβαλδινού, του Μακεδονομάχου, του ζωντανού κι ανήσυχου και φιλέρευνου άντρα, που αντρίκια και τίμια περπάτησε μέσα στη ζωή και δεν σταμάτησε την αναζήτησή του παρά μόνο όταν βρήκε την αλήθεια – όλη την αλήθεια – και την έκανε πνοή του».
[161] Γιάννης Χατζίνης, «Νίκου Καρβούνη: Εκλογή απ’ το έργο του», Νέα Εστία, τ. 69, 15-2-1961, αρ. 807, σ. 275.
[162] Νίκου Καρβούνη, Εκλογή από το έργο του, ό.π., «Πρόλογος» από τον Πάνο Πολίτη, σ. 10.
[163] Κώστας Βάρναλης, «Νίκος Καρβούνης (σα λογοτέχνης)», εφ. Ριζοσπάστης, 20-2-1947, σ. 2.

1 σχόλιο:

  1. Γράφεις: και τον υπεύθυνο της έκδοσής της Μακρυποδάρα, διευθυντή του «Λαϊκού Βιβλιοπωλείου». Ερώτηση: Ποιός ήταν ο Μακρυποδάρας;

    ΑπάντησηΔιαγραφή