Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2013

Το όραμα της Βαλκανικής Ομοσπονδίας (19ος - 20ος αιώνας)



[Το πλήρες κείμενο της ομιλίας. Στην εκδήλωση του ΤΕΙ Ιονίων Νήσων (Θέατρο Αργοστολίου, 28-7-2013) παραλείφθηκαν κατά την εκφώνηση κάποια τμήματα λόγω του χρονικού περιορισμού]



                    Το κίνημα της διαβαλκανικής συνεννόησης, ενοποίησης, ή ομοσπονδιοποίησης αποτέλεσε μια σημαντική διεργασία σε όλη τη διάρκεια των δύο τελευταίων αιώνων.  Δύο ήταν οι κύριες εκδοχές αυτής της αξιοπρόσεκτης σύλληψης: είτε γόνιμη διακρατική συνεργασία μεταξύ των βαλκανικών κρατών, είτε ίδρυση ομοσπονδιακής κρατικής οντότητας, που θα περιλάμβανε όλες τις εθνότητες της Βαλκανικής. Αυτές, βέβαια, οι εκδοχές/προτάσεις πρέπει να εξετάζονται μέσα στο ιστορικό τους πολιτικοοικονομικό πλαίσιο. Ενδιαφέρθηκαν γι’ αυτή τη μορφή πολιτικής λειτουργίας της Βαλκανικής και αστικές και αστικές-ριζοσπαστικές, αλλά κυρίως  σοσιαλιστικές δυνάμεις. Εμείς στη συνέχεια θα παρακολουθήσουμε το γοητευτικό, θα έλεγα, αλλά και αρκετά διδακτικό ταξίδι της Βαλκανικής Ομοσπονδίας. Πρόκειται για μια «Οδύσσεια», που ακόμη δεν έχει μελετηθεί στο σύνολό της.
            Θα ξεκινήσουμε με μια παραδοχή και μια διευκρίνιση:
-- Η παραδοχή: Δεν είναι επιστημονικά σωστό να βλέπουμε τα Βαλκάνια ως κάτι το στατικό, άρα δεν πρέπει να τα εξετάζουμε «σαλαμοποιημένα» - για να χρησιμοποιήσω έναν «συνδικαλιστικό» όρο – κομματιαστά, εθνοκεντρικά δηλαδή. Πρέπει να συνηθίσουμε να βλέπουμε τον ευρύτερο βαλκανικό χώρο μαζί με ένα μεγάλο τμήμα της Μ. Ασίας ιδιαίτερα μετά από την όψιμη βυζαντινή εποχή και κυρίως από την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας του ως έναν ενοποιημένο ιστορικά χώρο με διαρκή κινητικότητα, με συγκρούσεις τάξεων αλλά και συμβιώσεις ομάδων και εθνοτήτων, με υπόγειες διαδρομές, συγκλίσεις και αποκλίσεις, με διακίνηση ποικίλων ιδεολογικών και φιλοσοφικών ρευμάτων, καθώς ουσιαστικά υπήρξε ένα σταυροδρόμι και συγχρόνως ένα χωνευτήρι. Ο Έλληνας πολιτικός Ιωάννης Σοφιανόπουλος σε δημοσιογραφική του έρευνα για τη Βαλκανική το Δεκέμβρη του 1926 είχε γράψει: «Μα αν υπάρχει γωνιά της γης που το αίμα καθενός είναι ανάμεικτο, αυτή είναι η Βαλκανική, αυτό το απέραντο ψηφιδωτό των λαών. Όλοι, ποιος πολύ, ποιος λίγο, είναι εμποτισμένος με το αίμα του άλλου. Είχε πολύ δίκιο – γράφει - ο σοφός Ρουμάνος καθηγητής Γιόργκα όταν μου έλεγε ότι η Βαλκανική δεν είναι μόνο ένα απέραντο ιστορικό φροντιστήριο, αλλά και ένα τεράστιο εργαστήριο χημικής συνθέσεως λαών». Πάντως αναμφισβήτητο είναι ότι η κοινή βυζαντινή κληρονομιά αλλά και η μακροχρόνια οθωμανική κυριαρχία μαζί με τους συνεχείς αγώνες των υπόδουλων Βαλκανίων για απελευθέρωσή τους δημιούργησαν κοινωνικές, οικονομικές και πολιτισμικές ομοιότητες μεταξύ των βαλκανικών εθνοτήτων, με αποτέλεσμα κάποιοι ιστορικοί να μιλούν για «κοινή βαλκανική συνείδηση».
          Συνεχίζω με τη  διαπίστωση: Με κάθε απόπειρα προσέγγισης της ιδέας της βαλκανικής συνεργασίας ή ομοσπονδιοποίησης, καθώς και των αιτίων και των κρίσιμων συγκυριών που δεν οδήγησαν στην πραγμάτωσή της, ο ιστορικός ή ο πολιτικός αναλυτής οφείλει να παίρνει υπόψη του το κυρίαρχο πολιτικοϊδεολογικό ρεύμα του τέλους του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα Τότε επικρατούσε ο εθνισμός,  η δημιουργία δηλαδή ανεξάρτητων εθνικών κρατών, τότε δημιουργούνταν οι ιδεολογίες ή και ιδεολογήματα για τη «Μεγάλη Ελλάδα», τη «Μεγάλη Βουλγαρία», τη «Μεγάλη Σερβία», που εμπόδιζαν τους λαούς να δουν το διαχρονικό συμφέρον τους. Έχουμε μάθει – ή μάλλον μας έχουν μάθει – να βλέπουμε τον αλυτρωτισμό, το μίσος, τους χωρισμούς και τις αντιπαραθέσεις των κυρίαρχων κοινωνικών τάξεων των βαλκανικών χωρών με την άμεση ή έμμεση καθοδήγηση των Μ. Δυνάμεων και όχι τις αγωνίες, τη ζωή και τους αγώνες των λαών της Βαλκανικής. Έτσι, όταν ακούμε Βαλκάνια, σκεφτόμαστε μόνο το «Βαλκάνια, η πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης». Διευκρίνισε όμως ένας Αλβανός διπλωμάτης το 1930: «Τα Βαλκάνια εθεωρήθησαν πάντοτε, υπό ορισμένων ιθυνόντων [...] ως πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης. Δεν είχαν άδικον αυτοί, διότι οι ίδιοι μας εχορήγουν την πυρίτιδα»    Επομένως το γενικότερο πολιτικό κλίμα, ήταν εντελώς εχθρικό προς την  ομοσπονδιοποίηση, και κάπως ανεκτό προς τη διακρατική συνεργασία και  συνεννόηση.   
         
         Στη συνέχεια θα ανιχνεύσουμε μέσα στις σελίδες της Ιστορίας πρόσωπα και γεγονότα που σχετίζονται με το  θέμα μας. 
          Το αίτημα της βαλκανικής συνεννόησης ακούγεται για πρώτη φορά από έναν Τούρκο, γεννημένο από εξισλαμισμένη Ελληνίδα στην Αδριανούπολη, το σεΐχη Μπεντρεντίν (1358-1420), συμμαθητή του δικού μας Γεωργίου Γεμιστού ή Πλήθωνα στο Ιεροδιδασκαλείο της Αδριανούπολης. Ο Μπεντρεντίν κήρυττε από τις αρχές του 15ου αιώνα, πενήντα δηλαδή περίπου χρόνια πριν από την άλωση της Κων/πολης, την ανάγκη συνύπαρξης χριστιανών και μουσουλμάνων στα Βαλκάνια και τη Μ. Ασία μέσα σε ένα ενιαίο κράτος ισοτιμίας και ισονομίας, με φυλετική και θρησκευτική ανοχή και κοινωνική δικαιοσύνη. Το κίνημά του όμως, που συσπείρωνε χριστιανούς, μουσουλμάνους, και Εβραίους στη Βλαχία, τη Μ. Ασία αλλά και σε αιγαιοπελαγίτικα νησιά, χτυπήθηκε ανελέητα από τη σουλτανική εξουσία.
         Η επόμενη φωνή που καλεί τους Βαλκάνιους σε κοινό αγώνα και κοινή πολιτειακή συγκρότηση είναι εκείνη του Θεσσαλού διαφωτιστή και επαναστάτη Ρήγα Βελεστινλή (1757-1798) στα τέλη του 18ου αιώνα, όταν δηλαδή τα Βαλκάνια    βρίσκονταν κάτω από την οθωμανική κυριαρχία και καταπίεση. Ο Ρήγας καλούσε σε παμβαλκανική εξέγερση κατά της οθωμανικής κυριαρχίας και επιζητούσε τη συγκρότηση πολυεθνικού κράτους, που θα εξασφάλιζε την ισότιμη συμβίωση των βαλκανικών λαών, συμπεριλαμβανομένων και των Τούρκων. Στην «Ελληνική Δημοκρατία», όπως ονομαζόταν η σχεδιαζόμενή του κρατική οργάνωση - προς τιμήν, προφανώς, της αρχαίας αθηναϊκής δημοκρατίας, - όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον «αυτοκράτορα λαό», που αποφασίζει με καθολική ψηφοφορία, συνδυάζοντας θεσμούς αντιπροσωπευτικής και άμεσης δημοκρατίας. Το πολίτευμα του κράτους αυτού έχει φιλελεύθερο χαρακτήρα, καθώς εξασφαλίζει για τους πολίτες του μια σειρά ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, ενώ παράλληλα θεσμοθετεί το δικαίωμα της αντίστασης και της επανάστασης, όταν «η Διοίκηση βιάζει, αθετεί και καταφρονεί τα δίκαια του λαού». Στο 70ό άρθρο του Συντάγματος διαβάζουμε: «Ο αυτοκράτωρ [ο κυρίαρχος, όπως λέμε εμείς σήμερα] λαός είναι όλοι οι κάτοικοι του βασιλείου [=κράτους] τούτου, χωρίς εξαίρεσιν θρησκείας και διαλέκτου, Έλληνες, Βούργαροι, Αλβανοί, Βλάχοι, Αρμένηδες, Τούρκοι και κάθε άλλου είδους γενεάς».
          Ο Ρήγας πίστευε ότι ο κοινός εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας αλλά και η δημιουργία του δημοκρατικού αντιπροσωπευτικού του κράτους θα διαμόρφωνε μια νέα κατάσταση στο βαλκανικό χώρο με ισονομία, ελευθερία και κοινωνική δικαιοσύνη και θα αποφεύγονταν οι μετέπειτα αναπτυχθέντες εθνικιστικοί ανταγωνισμοί. Πίστευε στις ενοποιητικές δυνατότητες της μορφωτικής παράδοσης των οικουμενικών αρχών του Διαφωτισμού, τις οποίες κατοχύρωνε το Σύνταγμά του, και οι οποίες έλπιζε ότι  θα άμβλυναν τους εθνικούς ανταγωνισμούς και τις θρησκευτικές διαφορές και θα καλλιεργούσαν την αφοσίωση στους ενιαίους θεσμούς του δημοκρατικού, φιλελεύθερου πολιτεύματος.  
          Ο Ρήγας, όμως, δεν πρόλαβε να εφαρμόσει τα σχέδιά του, γιατί προδόθηκε από συμπατριώτη του και εκτελέστηκε μαζί με τους συντρόφους του από το Σουλτάνο. Το κήρυγμά του βέβαια βρήκε απήχηση σε όλους τους βαλκανικούς λαούς, οι οποίοι μέχρι σήμερα τιμούν τον Έλληνα διαφωτιστή και επαναστάτη και ως δικό τους διαφωτιστή και ήρωα. Θα σταθώ επιγραμματικά σε τρία ονόματα, όπου θα φανεί η επίδραση του Ρήγα στη σκέψη και τον ιδεολογικό και πολιτικό προσανατολισμό των προσώπων αυτών.
          Ο Βούλγαρος ιδεολόγος και επαναστάτης Γκεώργκι Ρακόφσκι (1821-1867), πενήντα χρόνια μετά το Ρήγα, το έργο και τη δράση του οποίου είχε μελετήσει,, συνέχιζε με το γραπτό του έργο  και τις πολιτικές του πρωτοβουλίες  να κρατά ζωντανό το όραμα του Θεσσαλού αγωνιστή για μια βαλκανική συνεργασία και ενότητα με στόχο τη βαλκανική ομοσπονδία. Και εδώ ακριβώς  εντοπίζεται η διαφορά στο πολιτικό τους πρόγραμμα: ο Ρήγας έκανε λόγο για ενιαίο βαλκανικό κράτος, ενώ ο Ρακόφσκι για βαλκανικό ομοσπονδιακό κράτος. Και τούτο γιατί είχαν στο μεταξύ αλλάξει τα εθνικά και πολιτικά δεδομένα στη Βαλκανική. Πάντως και οι δύο βασίζονταν στις ντόπιες βαλκανικές δυνάμεις, μακριά από ξένες υποστηρίξεις. Ο Ρακόφσκι, μάλιστα, συγκρότησε και συμμετείχε σε αντάρτικα σώματα, αλλά και έκανε συσκέψεις και ταξίδια στην Αθήνα, το Βουκουρέστι, το Βελιγράδι, το Μαυροβούνιο κ.λπ., χωρίς τελικά να μπορέσει να δει υλοποιημένο το όραμά του.
          Ο Σέρβος ποιητής από το Μαυροβούνιο, όπου ήταν μητροπολίτης και ηγεμόνας, ο Πέταρ Πέτροβιτς Νιέγκος (1813-1851) κατέβαλε σοβαρές προσπάθειες για τη βελτίωση και διεύρυνση της διαφώτισης του λαού, όπως άλλωστε είχε πράξει και ο Ρήγας. Ενθουσιαζόταν από τις φιλελεύθερες και επαναστατικές ιδέες της εποχής του και οραματιζόταν τον ξεσηκωμό όλων των λαών της Βαλκανικής εναντίον των Οθωμανών. Κατά τη διάρκεια, μάλιστα, του ευρωπαϊκού επαναστατικού έτους του 1848 έλπιζε ότι θα σήμαινε η απελευθέρωση των Βαλκανίων.  Οι ελπίδες του, όμως, διαψεύστηκαν, έτσι όπως έγινε και με το δικό μας ριζοσπάστη, τον Ιωσήφ Μομφερράτο, ο οποίος πίστεψε τότε σε μια γενικότερη ευρωπαϊκή επανάσταση και ανατροπή των απολυταρχικών καθεστώτων.
           Εννενήντα περίπου χρόνια μετά το θάνατο του Ρήγα, το 1886, ένας Αλβανός διαφωτιστής, ο Ναΐμ Φράσερι, από τους πρωτεργάτες της αλβανικής πνευματικής αναγέννησης, απόφοιτος της Ζωσιμαίας Σχολής Ιωαννίνων και γνώστης της ελληνικής, της λατινικής, της γαλλικής, της τουρκικής, της αραβικής και της περσικής γλώσσας, βασιζόμενος στην εξασθένιση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και στην πεποίθησή του ότι οι βαλκανικοί λαοί μπορούσαν να συνεννοηθούν για την από κοινού αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού, χωρίς την ανάμειξη των Μ. Δυνάμεων, κήρυττε μέσα από τα κείμενά του τον κοινό βαλκανικό αγώνα. Το ότι ένας Αλβανός λόγιος διατύπωνε την κύρια ποιητική του σύνθεση με  το παραπάνω μήνυμα και περιεχόμενο στην ελληνική γλώσσα μαρτυρεί τη διαχρονικότητα του οράματος του Ρήγα αλλά και την ορθότητα της επιλογής  του τελευταίου να προτείνει την ελληνική ως την επίσημη γλώσσα του βαλκανικού κράτους του.
         
          Και τώρα θα αναφερθούμε σε συγκεκριμένες πολιτικές συσσωματώσεις του 19ου αιώνα, που με το λόγο και την πράξη τους διεκδίκησαν την ίδρυση Βαλκανικής Ομοσπονδίας.
          Κατά την ταραγμένη δεκαετία του 1860 λόγω του πρωσο-αυστριακού πολέμου (1866) και της Κρητικής Επανάστασης (1866-69) καταγράφονται σοβαρές εξελίξεις. Τότε στο Βελιγράδι η σοσιαλιστικών τάσεων εφημερίδα Radnik (=Εργάτης) προβάλλει την ιδέα μιας Βαλκανικής Ομοσπονδίας και σύντομα κινούνται προς αυτήν την κατεύθυνση Σέρβοι ριζοσπάστες και σοσιαλιστές με πρωτοπόρο τον Σβέτοσβαρ Μάρκοβιτς, Βούλγαροι επαναστάτες, όπως οι Χρίστο Μπότεφ, Γκεώργκι Ρακόφσκι, Λιούμπεν Καραβέλοφ και Βασίλι Λέφσκι, και ο Κεφαλονίτης ριζοσπάστης Παναγιώτης Πανάς, ο οποίος κατά τη δεκάχρονη παραμονή του στη Ρουμανία προπαγανδίζει τη Βαλκανική Ομοσπονδία, ενώ  συνεργάζεται με τους εκεί εξόριστους Βούλγαρους Καραβέλοφ και Μπότεφ.
          Μέσα σε αυτό το κλίμα ιδρύεται το 1865, ή κατ’ άλλους το 1868, η σημαντικότατη μυστική πολιτική οργάνωση «Δημοκρατική Ανατολική Ομοσπονδία». Λόγω ακριβώς της μυστικότητάς της υπάρχει έλλειψη αναφορών στις διαθέσιμες πηγές και η ιστορική έρευνα δεν έχει καταλήξει στον ακριβή χρόνο και ακριβή τόπο ίδρυσής της. Σύμφωνα με ένα στέλεχός της, τον Κεφαλονίτη αγωνιστή Γεράσιμο Λυκιαρδόπουλο, το σχέδιο ίδρυσης καταρτίστηκε το 1865 στο Βελιγράδι, ενώ άλλες πηγές μεταφέρουν τον τόπο ίδρυσης στο Βουκουρέστι προς τα τέλη της δεκαετίας του 1860 και με την ενεργή πρωτοπόρα συμμετοχή του Παναγιώτη Πανά.
          Σκοπός της «Δημοκρατικής Ανατολικής Ομοσπονδίας» ήταν η συγκρότηση βαλκανικής ομοσπονδίας, με πολίτευμα δημοκρατικό, τελείως δηλαδή αντίθετο προς τα υφιστάμενα μοναρχικά καθεστώτα των βαλκανικών χωρών εκείνης της εποχής, και με την ισότιμη συμμετοχή Ελλήνων Σέρβων, Μαυροβουνίων, Αλβανών, Βουλγάρων, Ρουμάνων, Αρμενίων και Τούρκων. Οι εθνότητες θα είχαν κατοχυρωμένη την αυτονομία τους και τα ομόσπονδα κράτη θα συνδέονταν μεταξύ τους στη βάση των κοινών επιδιώξεων και συμφερόντων τους.
          Τις απόψεις της οργάνωσης ανέλαβε να διαδώσει αρχικά η φιλελεύθερων αρχών σερβική εφημερίδα Vidov Dan, ενώ από το 1869 επίσημο έντυπό της έγινε η γαλλόφωνη εφημερίδα La Confederation Orientale, με έδρα τη Γενεύη και διευθυντή τον Έλληνα Ανδρέα Κουμανούδη.  Επίσης η οργάνωση προέβαλλε τις απόψεις της μέσα από συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις στις βαλκανικές πρωτεύουσες και τη διακίνηση προκηρύξεων ιδιαίτερα κατά την περίοδο της κρίσης του Ανατολικού Ζητήματος το 1875-78. Κατήγγειλε τις εχθρικές διαθέσεις των βαλκανικών κυβερνήσεων απέναντι στην ιδέα της ομοσπονδιακής συγκρότησης των Βαλκανίων  και τις ζημιογόνες επεμβάσεις των Μ. Δυνάμεων και ζητούσε την άμεση κατάργηση των αντιδραστικών  μοναρχιών.
          Η «Δημοκρατική Ανατολική Ομοσπονδία» είχε αποδεχτεί το όραμα του Ρήγα αλλά είχε επηρεαστεί και από σύγχρονες φεντεραλιστικές απόψεις, όπως του Ιταλού πολιτικού και διανοούμενου  Mazzini, και των σοσιαλιστών Saint-Simon, Proudhon, Bakunin και Μάρξ.  Ο πρώτος είχε ήδη διακηρύξει τη θέση του για μια «Ανατολική Ομοσπονδία» με ακρότατα όρια την Κιλικία της Μ. Ασίας και την Κύπρο,  ενώ ο τελευταίος είχε ασχοληθεί με τη ΝΑ Ευρώπη και είχε διατυπώσει τη θέση του για ίδρυση ομοσπονδίας με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη, η οποία θα περιλάμβανε τους Έλληνες, τους Ρουμάνους, τους Σλάβους και τους Ούγγρους. Επιρροή είχε, επίσης, δεχτεί και από τον Μαρξ, όπως φαίνεται με την έκδοση προκήρυξής της υπέρ της Παρισινής κομμούνας (1871).
          Η «Δημοκρατική Ανατολική Ομοσπονδία» δημιούργησε μυστικά κέντρα σε πολλές βαλκανικές πόλεις. Τέτοια έχουν εντοπιστεί στην Ελλάδα, τη Ρουμανία, τη Βουλγαρία, τη Σερβία, ακόμη και στην Κωνσταντινούπολη. Στην Ελλάδα σημαντικότατο ρόλο έπαιξε ο Κεφαλονίτης Π. Πανάς. Με καταβολές στον κεφαλονίτικο ριζοσπαστισμό, ο Πανάς εξελίχθηκε σε έναν από τους κυριότερους εκπροσώπους του ελληνικού δημοκρατικού κινήματος και το βασικότερο εκπρόσωπο του ελληνικού φεντεραλισμού. Το 1868 ίδρυσε στην Ελλάδα το μυστικό κέντρο-παράρτημα της Ομοσπονδίας, το οποίο το 1875  αποτέλεσε το βασικό πυρήνα του πολιτικού συλλόγου «Ρήγας», που θα καταστεί ο επίσημος φορέας της «Δημοκρατικής Ανατολικής Ομοσπονδίας» στον ελληνικό χώρο.
          Ο «Ρήγας» με την εφημερίδα, τα φυλλάδια, τις διαλέξεις, τις ανοικτές συνεδριάσεις και τις δημόσιες συγκεντρώσεις διέδιδε τις ιδέες του και προσείλκυε μέλη. Προπαγάνδιζε τη συνεργασία και αδελφοποίηση των λαών της Βαλκανικής και ευρύτερα της Ανατολής σε μια δημοκρατική ομοσπονδία, προέβαλλε τις δημοκρατικές αρχές, υποδείκνυε τη διοικητική αποκέντρωση, καταδίκαζε τα αντιδραστικά μοναρχικά καθεστώτα, αντιπάλευε τη «Μεγάλη Ιδέα» των ελληνικών κυρίαρχων κύκλων καθώς και την πανσλαβιστική πολιτική της Ρωσίας στα Βαλκάνια. Γρήγορα, βέβαια, μπήκε στο στόχαστρο των αστυνομικών αρχών, οι οποίες παρακολουθούσαν και εμπόδιζαν τις δραστηριότητές του.
          Εντονότατη υπήρξε η παρέμβαση της «Δημοκρατικής Ανατολικής Ομοσπονδίας» και του «Ρήγα» την περίοδο της εξέγερσης στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη το 1875 και του ρωσοτουρκικού, στη συνέχεια, πολέμου (1877-78) με την εμπλοκή όλων σχεδόν των βαλκανικών κρατών αλλά και των Μ. Δυνάμεων. Δεν ήταν όμως εύκολη η αλλαγή της κατάστασης. Οι βαλκανικοί λαοί στη μεγάλη τους πλειοψηφία κατευθύνονταν και επηρεάζονταν από τα ιδεολογήματα των αστικών τους τάξεων και αντιδραστικών τους καθεστώτων και έτσι το φεντεραλιστικό κίνημα έδειχνε σημάδια κάμψης. Το 1880 ο «Ρήγας» δε λειτουργούσε πια και η «Δημοκρατική Ανατολική Ομοσπονδία» είχε σταματήσει τη δράση της.

          Ωστόσο, τέσσερα χρόνια αργότερα, στην Αθήνα γεννήθηκε ένας νέος φεντεραλιστικός φορέας, η «Ανατολική Ομοσπονδία» με πρωτοβουλία του βουλευτή Λεωνίδα Βούλγαρη, ένθερμου θιασώτη της βαλκανικής συνεργασίας με σημαντικές πρωτοβουλίες την προηγούμενη περίοδο στη συμμετοχή ή και την αποστολή εθελοντικών στρατιωτικών σωμάτων στην Κρήτη και τη Θεσσαλία (1876-78). Βασικός σκοπός  της «Ανατολικής Ομοσπονδίας» καθοριζόταν η ίδρυση ομοσπονδίας των βαλκανικών χωρών μέσα από τη συγκρότηση εθνικών επιτροπών. Όμως – και αυτή ήταν η κύρια διαφορά της με τη «Δημοκρατική Ανατολική Ομοσπονδία» – τα μέλη αυτών των επιτροπών ήταν κυρίως πολιτικά πρόσωπα, που διατείνονταν ότι μέσα από διακρατικές συμφωνίες θα μπορούσαν να πετύχουν το σκοπό τους. Αλλά πριν ακόμη συμπληρώσει δεκαετή δράση, η «Ανατολική Ομοσπονδία» διαλύθηκε, καθώς έγινε φανερό ότι κανένας κρατικός αξιωματούχος-μέλος της δεν μπορούσε να θυσιάσει τη σταδιοδρομία του στο βωμό της βαλκανικής ομοσπονδίας – αντίθετης στα συμφέροντα των κυρίαρχων εθνικών κύκλων.

          Η τελευταία φεντεραλιστική προσπάθεια του 19ου αιώνα θα έρθει απ’ έξω, από Βαλκάνιους πολιτικούς φυγάδες, που ζούσαν και δραστηριοποιούνταν στις δυτικοευρωπαϊκές πρωτεύουσες, με πρωτεργάτη τον Μακεδόνα Παύλο Αργυριάδη, που από το 1870 βρισκόταν στο Παρίσι, όπου και συμμετείχε τον επόμενο χρόνο (1871) στην Κομμούνα του Παρισιού. Ο ίδιος προωθούσε την ιδέα της σοσιαλιστικής βαλκανικής ομοσπονδίας, μακριά από τις παρεμβάσεις των Μ. Δυνάμεων, για την υλοποίηση της οποίας πρότεινε την ίδρυση μιας πολυεθνικής οργάνωσης. Έτσι, το 1894 διοργανώθηκε το πρώτο συνέδριο του «Συνδέσμου για τη Βαλκανική Ομοσπονδία», με τη συμμετοχή Ελλήνων, Σέρβων, Βουλγάρων και Αρμενίων αντιπροσώπων. Η κίνηση, όμως, αυτή δεν είχε συνέχεια μετά το θάνατο του Αργυριάδη το 1901.

          Ήδη έχουμε πατήσει το κατώφλι του 20ού αιώνα. Τη σκυτάλη τώρα παίρνουν στην Ελλάδα και στις άλλες βαλκανικές χώρες οι σοσιαλιστές και μετά τη δεύτερη δεκαετία του αιώνα οι κομμουνιστές συνεπικουρούμενοι και από άλλους ριζοσπάστες. Ο 20ός αιώνας θα αρχίσει με την αναθέρμανση της ιδέας της Βαλκανικής Ομοσπονδίας ως μιας σοβαρής εναλλακτικής λύσης του Ανατολικού Ζητήματος, μέσα τώρα από το σοσιαλδημοκρατικό/σοσιαλιστικό κίνημα των βαλκανικών χωρών.  Οι κυριότεροι σοσιαλδημοκρατικοί/σοσιαλιστικοί κομματικοί σχηματισμοί εκείνης της περιόδου (πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα) στις βαλκανικές χώρες ήταν: στη Βουλγαρία μετά τη διάσπαση το 1903 του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος το Βουλγαρικό Εργατικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα ή «Στενό» (ή των «Στενών», με επικεφαλής τον Δήμητερ Μπλαγκόεφ), το Ενιαίο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Βουλγαρίας ή «Πλατύ» (ή των «Πλατιών», με επικεφαλής τον Γιάγκο Ζακόζεφ), το Ρουμάνικο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, το Σερβικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, το Ελληνικό Σοσιαλιστικό Κόμμα του Ιθακήσιου Πλάτωνα Δρακούλη (1858-1942) και η Σοσιαλιστική Εργατική Ομοσπονδία Θεσσαλονίκης, η γνωστή Φεντερασιόν.  
                    Τον Ιανουάριο του 1910 πραγματοποιήθηκε στο Βελιγράδι η Α΄ Βαλκανική Σοσιαλδημοκρατική Συνδιάσκεψη, η οποία κάλεσε τους βαλκανικούς λαούς,  στο πλαίσιο μιας ουσιαστικής μεταξύ τους αλληλεγγύης, να αντιταχθούν στις ιμπεριαλιστικές βλέψεις των Ευρωπαϊκών Μεγάλων Δυνάμεων και στις πολιτικές των αστικών και μοναρχικών καθεστώτων των χωρών τους και να αγωνιστούν για την πραγματική τους ανεξαρτησία και ελευθερία. Έθεσε ως στόχο της την ομοσπονδιακή κρατική συγκρότηση των βαλκανικών εθνοτήτων, κάνοντας λόγο για Βαλκανική  Ομοσπονδιακή Δημοκρατία, η οποία θα κατοχύρωνε την πολιτική ανεξαρτησία και την οικονομική ανάπτυξη των βαλκανικών λαών. Παρόμοια ήταν και η απόφαση της ΙΙης Σοσιαλιστικής Διεθνούς στο Συνέδριο της Κοπεγχάγης τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου. Αλλά και ο Λ. Τρότσκι, εξετάζοντας τα προβλήματα των Βαλκανίων, είχε καταλήξει ότι «η ένωση όλων των λαών της χερσονήσου σε μία οικονομική και πολιτική ενότητα, στη βάση της εθνικής αυτονομίας των συστατικών της μερών» αποτελεί τη μόνη ρεαλιστική λύση του βαλκανικού ζητήματος, ενώ ο Λένιν  λίγο αργότερα, ενόψει της έναρξης του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου το 1912, υποστηρίζοντας ανεπιφύλακτα την ίδρυση Βαλκανικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας, υπογράμμιζε τις δυνατότητες που ανοίγονταν με τη λύση αυτή  για «την αυτοδιάθεση και την πλήρη ελευθερία των [βαλκανικών] λαών».             
           Στο μεταξύ, ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος υπήρξε η «λυδία λίθος», πάνω στην οποία δοκιμάστηκε η αποφασιστικότητα, η συνέπεια και η αξιοπιστία των βαλκανικών σοσιαλδημοκρατικών οργανώσεων. Οι διαμορφωμένοι ήδη  αντίπαλοι συνασπισμοί των ευρωπαϊκών Δυνάμεων, η Τριπλή Συμμαχία ή Κεντρικές Δυνάμεις και η Τριπλή Συνεννόηση ή Αντάντ πυροδότησαν σοβαρές ανακατατάξεις και αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό των βαλκανικών χωρών, καινούριες συμμαχίες των τελευταίων με τις Ευρωπαϊκές Δυνάμεις αλλά και πολεμικές συγκρούσεις στα βαλκανικά εδάφη.
          Η Σερβία με τη στήριξη της Ρωσίας κατόρθωσε να αποκρούσει τις στρατιωτικές επιθέσεις της Αυστρίας· η Βουλγαρία, αδιαφορώντας για την προοπτική της βαλκανικής συνεργασίας, έβλεπε τον Πόλεμο σαν μια ευκαιρία αναθεώρησης της πρόσφατης συνθήκης του Βουκουρεστίου (1913) υπέρ της εδαφικής της επέκτασης, γι’ αυτό και προσανατολιζόταν προς τις Κεντρικές Δυνάμεις, όπως και η αδύναμη πια  Οθωμανική Αυτοκρατορία. Στην Ελλάδα, τέλος, οι άμεσες και έμμεσες πιέσεις και παρεμβάσεις των αντίπαλων ευρωπαϊκών συνασπισμών, προκειμένου ο καθένας για λογαριασμό του να προσεταιριστεί τη χώρα, σύντομα θα οδηγήσει στην αντιπαράθεση του πρωθυπουργού Ελ. Βενιζέλου με το βασιλιά Κωνσταντίνο και στο λεγόμενο «εθνικό διχασμό».
          Μέσα σε αυτά τα δεδομένα των ευρωπαϊκών των εθνικών πολιτικών τα σοσιαλδημοκρατικά/σοσιαλιστικά  κόμματα δεν παρουσίασαν ενιαία γραμμή. Κι αυτό σχετίζεται με τη γενικότερη στάση της ΙΙης Σοσιαλιστικής Διεθνούς – στάση υποστήριξης ουσιαστικά του Πολέμου στο όνομα της «εθνικής ενότητας» και της «προστασίας της πατρίδας», ενώ αντίθετα όφειλε να καταγγείλει την ιμπεριαλιστική, φιλοπόλεμη πολιτική των τότε δύο συνασπισμών, της Αντάντ και των Κεντρικών Δυνάμεων, και να κινητοποιήσει τους λαούς κατά του Πολέμου και υπέρ της ενδυνάμωσης του επαναστατικού αγώνα. Ο Λένιν έγκαιρα αντιτάχθηκε στον Πόλεμο αποκαλύπτοντας τις ιμπεριαλιστικές βλέψεις των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων. Στα Βαλκάνια κατά του Πολέμου τάχθηκαν το Βουλγαρικό Εργατικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα των «Στενών», το Σερβικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα και η αριστερή πτέρυγα του Ρουμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, τα οποία επέμεναν στην αναγκαιότητα της Βαλκανικής Ομοσπονδίας.
          Και στην Ελλάδα τα πράγματα στο σοσιαλδημοκρατικό/σοσιαλιστικό χώρο ήταν συγκεχυμένα, ή καλύτερα η πλειοψηφία των δυνάμεων αυτών δεν αντιτάχθηκε στον Πόλεμο. Οι μόνες αντιπολεμικές φωνές, που το 1914 ακούστηκαν, ήταν αρχικά το κοινό πρωτομαγιάτικο ψήφισμα, που υπέγραψαν το Ελληνικό Σοσιαλιστικό Κόμμα,  τα Σοσιαλιστικά Κέντρα της Αθήνας και του Πειραιά και η Ένωση Εργατικών Συνδικάτων, και λίγο αργότερα, τον Ιούλιο του 1914, η διακήρυξη του Ελληνικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, που έκανε λόγο για την ειρηνική διευθέτηση των διαφορών, μακριά από αστικούς μεγαλοϊδεατισμούς – διακήρυξη που τη συγκεκριμένη στιγμή εξέφραζε τις θέσεις του Κεφαλονίτη σοσιαλιστή Παναγή Δημητράτου και της ομάδας του, της Σοσιαλιστικής Ένωσης Αθηνών, και όχι τη «γραμμή» Δρακούλη.        
           Ο τελευταίος είχε ήδη μετακινηθεί προς την πλευρά της Αγγλίας και στήριζε τον Βενιζέλο στις φιλοανταντικές του επιλογές. Από τις παραμονές του πολέμου (Μάιος – Ιούνιος 1914), περιόδευσε τις βαλκανικές πρωτεύουσες και συναντήθηκε με παράγοντες της πολιτικής και κοινωνικής ζωής των χωρών αυτών, επιδιώκοντας, όπως ο ίδιος αναφέρει, «τον σχηματισμόν αλληλοβαλκανικού κομιτάτου σκοπούντος την καλλιέργειαν αλληλοβαλκανικής συνεννοήσεως προς άμυναν της χερσονήσου από ενδεχομένης επιθέσεως», διατυπώνοντας μάλιστα τη διαπίστωση ότι «εξ όλων των κομμάτων της Βαλκανικής Χερσονήσου οι σοσιαλισταί υπήρξαν οι μόνοι αληθείς συνήγοροι της Βαλκανικής Ομοσπονδίας». Και το 1915 κυκλοφόρησε μια μπροσούρα με το χαρακτηριστικό τίτλο «Η Ελλάς, τα βαλκανικά κράτη και η ομοσπονδιακή λύσις», με την οποία στην πραγματικότητα επιδίωκε να ωθήσει τους Βαλκάνιους στον Πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ, όπως άλλωστε έπραττε με λόγια και με έργα η πλειοψηφία των σοσιαλδημοκρατικών/σοσιαλιστικών κομμάτων των κρατών της Αντάντ, όπως παραπάνω αναφέραμε, αφού προηγουμένως προσπαθούσε να τους πείσει ότι η Αντάντ και ειδικότερα η Αγγλία θα συνέβαλλε στη δημιουργία της Βαλκανικής Ομοσπονδίας.

          Στο μεταξύ, στο ιδρυτικό συνέδριό του (Νοέμβρης του 1918) το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδας (ΣΕΚΕ, μετέπειτα ΚΚΕ) σχετικά με την υπάρχουσα κατάσταση στα Βαλκάνια αποδέχτηκε ότι «ότι ο μόνος τρόπος ενώσεως μεταξύ των βαλκανικών λαών δυνάμενος να εξασφαλίση την συνεννόησιν και διαρκή ειρήνη είναι η Βαλκανική Δημοκρατική Ομοσπονδία». Αυτή, βέβαια, πρέπει να στηρίζεται σε δημοκρατικούς θεσμούς και να εγγυάται «την πλήρη και πραγματικήν πολιτικήν, εθνικήν και γλωσσικήν ελευθερίαν όλων των εθνοτήτων άνευ διακρίσεως φυλής και θρησκεύματος». Στην πράξη επικαιροποιούσε το όραμα του Ρήγα. Πρότεινε, μάλιστα, ως πρώτο βήμα την ταχυδρομική, τηλεγραφική και τελωνειακή ένωση των βαλκανικών κρατών και τη συμμαχία τους σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο εναντίον κάθε ξένης επιρροής και επέμβασης, ενώ έκρινε αναγκαία την άμεση σύγκληση «παμβαλκανικού σοσιαλιστικού εργατικού συνεδρίου προς συνεννόησιν των εργατικών τάξεων της Βαλκανικής δι’ ανάληψιν κοινής υποχρεωτικής δράσεως [...]».
          Και όταν τον Ιανουάριο του 1920 συνήλθε στη Σόφια η Α΄ Συνδιάσκεψη των Βαλκανικών Κομμουνιστικών Κομμάτων, όπου συμμετείχε και το ΣΕΚΕ, έθεσαν τα κόμματα αυτά ως σκοπό τους τη δημιουργία Βαλκανικής Σοβιετικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας (ή Ομοσπονδίας των Βαλκανικών Εργατοαγροτικών Δημοκρατιών) μέσα από μια «προλεταριακή επανάσταση» όλων των βαλκανικών λαών. Τα πράγματα, βέβαια, δεν ήταν ώριμα να οδηγηθούν σε επανάσταση, καθώς τα βαλκανικά κομμουνιστικά κόμματα, παρά τις σοβαρές προσπάθειές τους, παρέμεναν αδύναμα μπροστά στις εθνικές αστικές τάξεις και αστικοφεουδαρχικές συμμαχίες των βαλκανικών εθνικών κρατών. Έτσι, δεν προέκυψε κάποια σοβαρή εξέλιξη, παρ’ όλο που τα κόμματα αυτά συνέχιζαν να διατηρούν στα προγράμματά τους το στόχο της Βαλκανικής Σοβιετικής Ομοσπονδίας.

          Ωστόσο, στην Ελλάδα τα επόμενα χρόνια κάποιες πρωτοβουλίες από δημοκράτες ή σοσιαλίζοντες πολιτικούς κράτησαν στην επικαιρότητα το θέμα της διαβαλκανικής προσέγγισης και συνεργασίας. Σημαντική θεωρείται η κίνηση του Αλέξανδρου Παπαναστασίου, το κόμμα του οποίου (η Δημοκρατική Ένωση από το 1923) είχε θέσει ως προγραμματικό της στόχο τη δημιουργία Βαλκανικής Ένωσης (ή Βαλκανικής Ομοσπονδίας ή Βαλκανικής Κοινωνίας των Εθνών). Έτσι, από το 1930 ο Αλ. Παπαναστασίου πρωτοστατεί στη διοργάνωση Βαλκανικών Διασκέψεων με στόχο τη βαλκανική συνεννόηση και συνεργασία και τον αποκλεισμό του διαφαινόμενου πολέμου ως μέσου επίλυσης των διαφορών μεταξύ των βαλκανικών κρατών. Πιστεύει ότι μέσα από τις Διασκέψεις θα επέλθει η ουσιαστική αλληλογνωριμία των Βαλκάνιων πολιτικών παραγόντων και θα αμβλυνθούν οι όποιες αντιπαλότητες, ενώ με την υπογραφή και εφαρμογή διάφορων κοινών ψηφισμάτων και  αποφάσεων θα προετοιμάζεται το έδαφος για την ίδρυση της Βαλκανικής Ομοσπονδίας.
          Πραγματοποιήθηκαν τέσσερις Βαλκανικές Διασκέψεις από τον Οκτώβρη του 1930 μέχρι το Νοέμβρη του 1933 (η Α΄ στην Αθήνα, η Β΄ στην Κωνσταντινούπολη, η Γ΄ στο Βουκουρέστι και η Δ΄ στη Θεσσαλονίκη) με την αρχική υποστήριξη του Βενιζέλου και τη στήριξη της Κοινωνίας των Εθνών και του Διεθνούς Γραφείου Ειρήνης. Κατά τη διάρκειά τους μελετήθηκαν και συζητήθηκαν αρκετά σοβαρά διακρατικά-διαβαλκανικά θέματα, όπως η καθιέρωση κοινής εργατικής πολιτικής, η τελωνειακή και νομισματική ένωση, η ίδρυση Διαβαλκανικού Επιμελητηρίου, η συνεργασία στα πνευματικά ζητήματα, δημιουργία Διαβαλκανικού Κοινοβουλίου κ.ά., για μερικά από τα οποία υπήρξαν και σχετικές αποφάσεις, χωρίς όμως όλες αυτές να εφαρμόζονται από τις βαλκανικές κυβερνήσεις. Οι γενικότερες, πάντως, διεθνείς εξελίξεις, με εμφανείς τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης και την εμφάνιση και εδραίωση του φασισμού και ναζισμού, σε συνδυασμό με ενδογενείς αδυναμίες  των Διασκέψεων να εξομαλύνουν εκκρεμή προβλήματα αλλά και με τις ανώμαλες εσωτερικές εξελίξεις (δικτατορία Μεταξά) ματαίωσαν την ολοκλήρωση των σχεδίων του Αλ. Παπαναστασίου.  

          Το 1959, και ενώ βρισκόταν στην ακμή του ο Ψυχρός Πόλεμος,  δημιουργήθηκε στην Αθήνα από πολιτικούς, πανεπιστημιακούς, επιστήμονες, δημοσιογράφους κ.ά. η «Κίνηση για τη Βαλκανική Συνεννόηση» με πρόεδρο το βουλευτή Σταμάτη Μερκούρη, (πρώην στρατιωτικό, γιο του δημάρχου Αθήνας κατά το Μεσοπόλεμο Σπ. Μερκούρη και πατέρα της Μελίνας Μερκούρη, ο οποίος πολιτεύτηκε με όλες σχεδόν τις κεντροδεξιές παρατάξεις). Η Κίνηση στη διακήρυξή της εξέφραζε την πίστη της στην ιδέα και τις πρακτικές του Αλ.  Παπαναστασίου, του οποίου το έργο φιλοδοξούσε να συνεχίσει, αλλά επιπλέον προέβαλλε την άμεση ανάγκη διαβαλκανικής συνεννόησης για την αποτροπή «της εγκαταστάσεως ατομικών πυραυλικών βάσεων εις τον Βαλκανικόν χώρον, αι οποίαι θα τον μεταβάλουν εις ερείπια». Μέσα στη δεκαετία του 1960 πραγματοποιήθηκαν αρκετές συναντήσεις των εθνικών επιτροπών των βαλκανικών κρατών και άλλες διασκέψεις ή συνέδρια διαβαλκανικού χαρακτήρα, που ασχολήθηκαν με θέματα κυρίως οικονομίας, επιστήμης και πολιτισμού, ενώ υπογράφτηκαν σημαντικές διακρατικές συμφωνίες, με τις οποίες επαναβεβαιωνόταν ανάμεσα σε άλλα η πίστη όλων των μερών στο απαραβίαστο των συνόρων, το σεβασμό της εδαφικής ακεραιότητας των κρατών και την ειρηνική διευθέτηση των διαφορών.

          Παράλληλα, από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 αναπτύχθηκε στη χώρα μας φιλειρηνικό κίνημα, το οποίο παρουσίασε μια αξιοπρόσεκτη μαζικότητα και μια ξεχωριστή δυναμική στα μέσα της δεκαετίας του 1960, με την εμβληματική προσωπικότητα του βουλευτή της Αριστεράς Γρηγόρη Λαμπράκη και μέσα από τη δράση της Ελληνικής Επιτροπής για τη Διεθνή Ύφεση και Ειρήνη, αλλά και στις δυο πρώτες δεκαετίες της μεταπολίτευσης. Όταν κατά την πρώτη περίοδο (δεκαετία του 1950) αγωνιζόταν κατά του ΝΑΤΟ και των αμερικανικών στρατιωτικών βάσεων, στην πράξη στήριζε τις αρχές της ασφάλειας και της ειρήνης στα Βαλκάνια, καθώς τα παραπάνω (στρατιωτικός σχηματισμός και πολεμικά στηρίγματα) είχαν στο στόχαστρό τους τις τότε Λαϊκές Δημοκρατίες των βαλκανικών κρατών.
          Αλλά και αργότερα, στη δεκαετία του 1960, όταν το ελληνικό φιλειρηνικό κίνημα επικέντρωνε τη δράση του στον πυρηνικό αφοπλισμό και την ειρηνική συνύπαρξη κρατών με διαφορετικά πολιτικο-οικονομικά συστήματα, πάλι έδειχνε το ενδιαφέρον του για τη συνεργασία και την ειρηνική συμβίωση των βαλκανικών κρατών και λαών. Στα μεταπολιτευτικά χρόνια, ενώ συνέχιζε τον αγώνα του κατά του ΝΑΤΟ και των αμερικανικών βάσεων, εστίαζε τη δράση του στο αίτημα για απύραυλη Βαλκανική, για Βαλκανική-ζώνη ειρήνης απαλλαγμένη από πυρηνικά όπλα. Σε ανάλογα πλαίσια κινήθηκαν τότε και τα αντίστοιχα κινήματα ειρήνης των υπόλοιπων βαλκανικών χωρών. Πραγματοποιήθηκαν, μάλιστα, διαβαλκανικές συναντήσεις και συνδιασκέψεις με σοβαρά αποτελέσματα. Το όραμα της βαλκανικής συνεννόησης και συνεργασίας, το όραμα μιας βαλκανικής ομοσπονδιακής κρατικής οντότητας δεν είχε σταματήσει να κατευθύνει τους στοχασμούς και τα βήματα του φιλειρηνικού βαλκανικού κινήματος. 
          Η κατάσταση, όμως, άλλαξε εντελώς μέσα στη δεκαετία του 1990 με το διαμελισμό της πρώην Γιουγκοσλαβίας και τη γενικότερη αποσταθεροποίηση των Βαλκανίων – επιδίωξη και έργο του ΝΑΤΟ με τη στήριξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την ουσιαστική ανοχή του ΟΗΕ, καθώς πια είχε αλλάξει ο διεθνής συσχετισμός δυνάμεων...

          Αλλά εδώ τελειώνει το ταξίδι μας, για να συνεχιστεί μέσα στα νέα, πρωτόγνωρα  δεδομένα της σύγχρονης βαλκανικής πραγματικότητας. Γιατί σήμερα μετά τις τελευταίες σκληρές εθνοτικές συγκρούσεις, κυρίως στην πρώην Γιουγκοσλαβία, και τις συνεχιζόμενες στο βαλκανικό χώρο παρεμβάσεις και επεμβάσεις  διεθνών πολιτικών, οικονομικών και στρατιωτικών κύκλων (ΗΠΑ, Ε.Ε., ΝΑΤΟ, Ρωσία) είναι άμεση ανάγκη να κινητοποιηθεί ο λαϊκός παράγοντας, να δραστηριοποιηθούν φορείς από όλες τις βαλκανικές χώρες, προκειμένου να εξασφαλιστεί τουλάχιστον σε ένα πρώτο επίπεδο η σταθερότητα και η ασφάλεια λαών και κρατών μέσα από τη διαβαλκανική συνεργασία και ενότητα. Το όραμα της Βαλκανικής Ομοσπονδίας μπορεί ακόμη να θερμαίνει τις ελπίδες μας και να κατευθύνει τους αγώνες μας για ειρήνη και λαϊκή ευημερία. Η συνύπαρξη εθνών και θρησκειών είναι μια παράδοση στα Βαλκάνια, πολύ ισχυρότερη από τις «αξίες» της δήθεν προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που μας επιβάλλουν διάφοροι στρατοκράτες και «δημοκράτες» πολιτικοί, όπως παράδοση είναι στα Βαλκάνια η διαρκής επικοινωνία μεταξύ των λαών και ο αμοιβαίος πολιτιστικός εμπλουτισμός.
          Εδώ είναι Βαλκάνια – ας μην το ξεχνάμε.
          Πιστεύω ότι θα βρούμε τον κοινό μας-  βαλκάνιο – βηματισμό.

      Πέτρος Πετράτος