Πέμπτη 18 Αυγούστου 2016

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΒΙΒΛΙΟΥ-ΛΕΥΚΩΜΑΤΟΣ: ΜΕΜΑ ΚΑΛΟΓΗΡΑΤΟΥ ΓΛΥΠΤΟΘΗΚΗ







 Το κείμενο της ομιλίας κατά τα εγκαίνια της Διαρκούς Έκθεσης Γλυπτικής του Μεμά Καλογηράτου , 
όπου ανάμεσα σε άλλα παρουσιάστηκε το Βιβλίο-Λεύκωμά του (επιμέλεια Δ. Μαρκάτου, 
                                                                                                Αργοστόλι 2015, σελ. 256) στο σπίτι-κήπο του καλλιτέχνη, 13-8-2016. 




           Απόψε ζούμε, βιώνουμε – δεν είναι υπερβολή – μια μοναδική, μια ιστορική στιγμή για το νησί μας:   ανοίγει τις πόρτες του ένα Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης σε μια επαρχιακή περιοχή – είναι το πρώτο στον ιόνιο χώρο, είναι το δεύτερο πανελλαδικά σε νησί (μετά το Μουσείο του Πολύγνωτου Βαγή στη Θάσο στο βόρειο Αιγαίο) και το δεύτερο στη δυτική Ελλάδα (μετά από εκείνο του Χρήστου Καπράλου στο γειτονικό Αγρίνιο). Ειδικότερα για το Ιόνιο πρέπει να θεωρείται πρωτοποριακή η πράξη του Μεμά να στήσει τη Γλυπτοθήκη του εδώ στο χωριό διαμονής του, έχοντας διανύσει μισό αιώνα συνεπούς και συνεχούς εργασίας στο χώρο της γλυπτικής και της χύτευσης. Αλλά γι’ αυτά θα μας μιλήσει η αγαπητή Δώρα Μαρκάτου, πρώην αναπληρώτρια καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.
          Η δική μου η συμμετοχή στην αποψινή εκδήλωση περιορίζεται στην παρουσίαση βιβλίου. Πρόκειται για το βιβλίο-λεύκωμα με τίτλο «Μεμά Καλογηράτου, Γλυπτοθήκη», την επιστημονική επιμέλεια του οποίου είχε η Δώρα Μαρκάτου. Και είναι εγγύηση γι’ αυτό το βιβλίο-λεύκωμα η εμπλοκή της κ. Μαρκάτου, καθώς είναι από τους ελάχιστους στην Ελλάδα ιστορικούς της τέχνης που διαθέτουν σφαιρική γνώση για τη νεοελληνική γλυπτική αλλά και η μοναδική, αν δεν κάνω λάθος, ιστορικός τέχνης στη χώρα μας που έχει ασχοληθεί συστηματικά με την τέχνη στα Επτάνησα και ειδικότερα με την επτανησιακή γλυπτική.         
          Το βιβλίο, που σήμερα παρουσιάζουμε, αποτελεί μια καλαίσθητη έκδοση. Εκδόθηκε το 2015, αλλά κυκλοφορεί από σήμερα, καθώς ο Μεμάς θέλησε να συνδυάσει την κυκλοφορία αυτού του βιβλίου με την έναρξη της μόνιμης έκθεσης των γλυπτών του. Αποτελείται από τέσσερα μέρη, εκτός από ένα σύντομο προλόγισμα της Δώρας Μαρκάτου. Το πρώτο μέρος αναφέρεται στις σπουδές και το έργο του καλλιτέχνη, το δεύτερο περιλαμβάνει τις φωτογραφίες 134 γλυπτών του, που εκτίθενται στη Γλυπτοθήκη, το τρίτο μέρος περιέχει καταλόγους και βιβλιογραφία και στο τελευταίο μέρος ως παράρτημα διαβάζουμε κείμενα, που γράφτηκαν για τον Μεμά ως άνθρωπο και ως καλλιτέχνη.
          Το πρώτο μέρος το έχει συγγράψει η Δώρα Μαρκάτου. Με γραφή σαφή και κατανοητή ακόμη και από τον μη ειδικό, αλλά πάντοτε μέσα στο πλαίσιο της επιστημονικής εγκυρότητας, η συγγραφέας διαγράφει την καλλιτεχνική πορεία του Μεμά, εμπλουτίζοντας έτσι στον καλύτερο δυνατό βαθμό τις γνώσεις μας για το γλύπτη, που μισόν αιώνα τώρα ασταμάτητα εξακολουθεί να θεραπεύει τη γλυπτική τέχνη.
         Τα χρόνια των σπουδών του στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών συνέβαλαν καθοριστικά, μαζί με τα προσωπικά και οικογενειακά του βιώματα, στη διαμόρφωση της κοινωνικής του συνείδησης. Το πρώτο μισό της δεκαετίας του 1960, που φοιτά ο Μεμάς, έχει φουντώσει στην Αθήνα το φοιτητικό κίνημα, στο οποίο θα συμμετάσχει  ενεργά και μέσα και από το Δ.Σ. της ΕΦΕΕ.  Μετά την αποφοίτησή του το 1966, έμεινε και εργάστηκε στην Αθήνα μέχρι το 1982, διοργανώνοντας ατομικές εκθέσεις ή συμμετέχοντας σε ομαδικές, αλλά και συμμετέχοντας στα πολιτικο-κοινωνικά δρώμενα της πρωτεύουσας και ειδικότερα μέσα από τις γραμμές της Πανελλήνιας Πολιτιστικής Κίνησης και της Πανεπιστημονικής. Το 1982 έχει πάρει τη σημαντική απόφαση και επιστρέφει στο γενέθλιο νησί. Εγκαθίσταται στα Μαζαρακάτα, όπου στήνει το σπιτικό του και το χυτήριό του και συνεχίζει να παίρνει παραγγελίες και να δουλεύει. Παράλληλα, διδάσκει για κάποια περίοδο σχέδιο και ζωγραφική στη ΝΕΛΕ Κεφαλονιάς και για μια περίπου δεκαετία ασχολείται με το ανέβασμα αρχαιοελληνικής κυρίως τραγωδίας μέσα από την «Κεφαλονίτικη Εταιρία Καλλιτεχνικής Αναζήτησης» - μια δραστηριότητα που δεν ήταν ξεκομμένη από την πλαστική του δημιουργία.
          Ήδη από την πρώτη περίοδο της καλλιτεχνικής του πορείας ο Μεμάς είχε δείξει τις προτιμήσεις του στη μοντέρνα τέχνη, γεγονός που δείχνει, όπως σημειώνει η Μαρκάτου, «φύση ανεξάρτητη που επιθυμεί να συμπορευτεί με την εποχή του». Από την αρχή o καλλιτέχνης προβληματίζεται για το ρόλο του γλυπτού όγκου και την ένταξή του στο χώρο. Και επειδή από νωρίς λειτουργεί ως άγρυπνη συνείδηση της κοινωνίας, ως σεισμογράφος που καταγράφει ερεθίσματα και προβληματισμούς, τα έργα του αντανακλούν τον αγώνα και την αγωνία του ανθρώπου για απελευθέρωση από κάθε είδους δεσμά.
          Στα μετέπειτα χρόνια ο ανθρωποκεντρικός χαρακτήρας της γλυπτικής του γίνεται ξεκάθαρος. Τα θέματά του τα αντλεί από τη μυθολογία και τη λογοτεχνία και κυρίως από την κοινωνία και τους λαϊκούς αγώνες. Με εφαλτήριο τον εξπρεσιονισμό αισθητοποιεί ανθρώπινα συναισθήματα και απεικονίζει εσωτερικές καταστάσεις, δίνοντας μορφές λιτές και επιμήκεις, με αρκετά σημάδια αφαίρεσης, αναδιπλωμένες στον εαυτό τους – μορφές που ενεργοποιούν τη σκέψη και θέτουν το θεατή σε μια πορεία αναστοχασμού.  Ωστόσο, πάντοτε προσπαθεί να κρατήσει επαφή με την αρχαία γλυπτική χωρίς να παραβλέπει τη νεοελληνική παράδοση και πάντοτε κινείται με μέτρο και αρμονία.
          Αλλά και κατά την τελευταία περίοδο, εκείνη της εγκατάστασής του στην Κεφαλονιά, ο γλύπτης συνεχίζει να δουλεύει εντατικά. Τότε είναι που ο Μεμάς δέχεται σπουδαίες παραγγελίες για μεγάλης κλίμακας έργα, τα οποία θα κοσμήσουν δημόσιους χώρους και νεκροταφεία – έργα που εικονίζουν πρόσωπα ή αποτυπώνουν γεγονότα, που σημάδεψαν τη σύγχρονη ιστορία μας. Αλλά γι’ αυτά χρειάζεται ειδική μελέτη και ξεχωριστό βιβλίο-άλμπουμ, για να έχουμε έτσι ολοκληρωμένη την εικόνα της γλυπτικής προσφοράς του Μεμά. Πάντως, προσηλώνεται, εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις, στην ανθρώπινη μορφή, είτε ως προσωπογραφία, οπότε αξιοποιεί τα ατομικά χαρακτηριστικά για να δώσει στοιχεία του χαρακτήρα, είτε ως ανθρώπινο τύπο, οπότε με ελεύθερο τρόπο κινείται από το ρεαλισμό μέχρι τον εξπρεσιονισμό, κάποτε με έκδηλα τα στοιχεία του υπερρεαλισμού.
           Τα εξπρεσιονιστικά του έργα χαρακτηρίζονται από μια εσωτερικότητα, από μια εσώτερη δόνηση. Αφαιρώντας τις φυσικές αναλογίες και απαλείφοντας τα ατομικά γνωρίσματα, καταλήγει ο γλύπτης στις ψηλόλιγνες μορφές, που γίνονται σιγά-σιγά αλλά σταθερά το προσδιοριστικό στίγμα της γλυπτικής του. Επιπλέον αυτήν την περίοδο ο Μεμάς δουλεύει και συμβολικά έργα, ενώ παράλληλα προσπαθεί και εκφράζει γλυπτικά αφηρημένες έννοιες, όπως είναι το πείσμα, το πάθος, η αναμονή, η απόγνωση, η συμπόνοια. Και όπως χαρακτηριστικά σημειώνει στο βιβλίο η Δώρα Μαρκάτου, αυτή ακριβώς η στροφή του καλλιτέχνη προς τον εννοιολογικό χώρο «προϋποθέτουν ωριμότητα» και αποτελούν κριτήριο ότι ο Μεμάς «ως καλλιτέχνης έχει συνειδητοποιήσει τις δυνατότητές του και είναι κύριος των εκφραστικών του μέσων».
          Με το κείμενό της αυτό η Δώρα Μαρκάτου επιχείρησε μια περιγραφή και ερμηνεία της πορείας του γλύπτη – κάτι που για πρώτη φορά γίνεται και γι’ αυτό ακριβώς τούτο το κείμενο συνιστά σημαντικότατη συμβολή όχι μόνο στην ανάδειξη της προσφοράς του συγκεκριμένου γλύπτη αλλά στην ιστορία της σύγχρονης γλυπτικής.
         
          Στη δεύτερη ενότητα του βιβλίου-λευκώματος παρουσιάζονται κατά χρονολογική σειρά δημιουργίας τα 134 έργα - όλα εκείνα δηλαδή που εκτίθενται στη Γλυπτοθήκη - 128 ορειχάλκινα, 4 πώρινα και 2 ξύλινα. Μπορεί ο Μεμάς να δούλευε και να δουλεύει τον ορείχαλκο, πάντοτε όμως ήταν ερωτευμένος με την πέτρα. Τον γοήτευε το πέτρινο υλικό, και ειδικότερα ο πωρόλιθος της Κεφαλονιάς. καθώς γι’ αυτόν τα κεφαλονίτικα πωριά είναι φορείς μνήμης και τεκμήρια ιστορίας. Τελευταία, πειραματίστηκε και στο ξύλο. Θα θαυμάσουμε τα δύο ξύλινα έργα του στη Γλυπτοθήκη.
          Τα έργα του βιβλίου-λευκώματος είναι φωτογραφημένα από τον Θεοδόση Καραγιώργο, που τον γνωρίζουμε από την γκαλερί «Πολύτροπον» στο Κάστρο με τις ενδιαφέρουσες εκθέσεις και τις ποικίλου είδους εκδηλώσεις του. Οι φωτογραφίες των έργων συνοδεύονται με τρεις ενδείξεις: το χρόνο δημιουργίας, το είδος του υλικού και τις αναγκαίες μετρήσεις, οι οποίες έγιναν από μια νέα ερευνήτρια  και παλιά μου μαθήτρια στο Λύκειο του Αργοστολιού και τωρινή υποψήφια διδάκτορας της ιστορίας της τέχνης, τη Σταλίνα Βουτσινά. Η ίδια έχει συντάξει και το συνοπτικό κατάλογο των έργων, πλαισιωμένο τώρα με επιπλέον σύντομες κατατοπιστικές πληροφορίες, όπου χρειαζόταν. Στη Σταλίνα Βουτσινά, επίσης, οφείλονται η σύνταξη της βιβλιογραφίας και του καταλόγου των κατά καιρούς εκθέσεων του Μεμά.

           Η τελευταία ενότητα του βιβλίου-λευκώματος περιλαμβάνει 4 κείμενα γραμμένα από ισάριθμους συγγραφείς, τον Πέτρο Πετράτο, τον Διονύση Γεωργόπουλο, τον Νίκο Αλεξίου και την Εύα Δελαβίνια. Οι δύο πρώτοι, Ο Πετράτος και ο Γεωργόπουλος δίνουν στοιχεία του ανθρώπου Μεμά, του ενεργού πολίτη Μεμά. Τον έχουν ζήσει από κοντά στις ποικίλες εκφάνσεις της ζωής του εδώ στο νησί - στις πολιτιστικές του δραστηριότητες, στους πολιτικούς του αγώνες, στις κοινωνικές του συναναστροφές - και καταθέτουν την άποψη και εκτίμησή τους για το συναγωνιστή και φίλο τους Μεμά.
          Ο εξαίρετος τεχνοκριτικός Ν. Αλεξίου κάνει λόγο για «πολυδιάστατη» γλυπτική του Μεμά, η οποία «ανθολογεί εκφραστικά σύμβολα από τ’ απόμακρο παρελθόν και το απτό σήμερα», για να μας δίνει μια γλυπτική «άλλοτε λυρική και άλλοτε δυναμικά ρεαλιστική, ανάλαφρη, πνευματοποιημένη, ανάλογα με τις συναισθηματικές δονήσεις που αποκομίζει ο καλλιτέχνης απ’ τις σχέσεις του με τη ζωή και τα πράγματα». Για την ποιήτρια, τέλος, Εύα Δελαβίνια ο γλύπτης Μεμάς δίνει στις λιτές του φόρμες κίνηση, απελευθερώνοντας το πνεύμα της ύλης. «Αν και η γλυπτική, σημειώνει εύστοχα η Δελαβίνια, από τη φύση της είναι τέχνη στατική, ο Μεμάς εξαφάνισε τη στατικότητα δίνοντας στην τέχνη του την εσωτερική ορμή της ανθρώπινης ανεξαρτησίας».

          Το βιβλίο-λεύκωμα με το χαρακτηριστικό τίτλο «Μεμά Καλογηράτου Γλυπτοθήκη» συνιστά έργο βάσης και βοήθημα για κάθε ερευνητή/μελετητή του έργου του γλύπτη. Διακρίνεται για την επιστημονική του αρτιότητα. Πρόκειται για ένα ολοκληρωμένο έργο-συμβολή στην ιστορία της γλυπτικής, που εμπλουτίζει τη βιβλιογραφία της νεοελληνικής γλυπτικής. Ταυτόχρονα, η έκδοση αυτή θα λειτουργήσει και ως οδηγός για τους επισκέπτες της Γλυπτοθήκης – μιας Γλυπτοθήκης που την ονειρευόταν και τη σχεδίαζε ο Μεμάς μαζί με τη γυναίκα του την Ελένη, η οποία σήμερα θα χαίρεται ιδιαίτερα που υλοποιείται εκείνο το όνειρό τους. Μόνο που δεν είναι κοντά μας, όπως πολύ θα το ήθελε ο Μεμάς.
          Να ευχηθούμε, πάντως, αυτός ο χώρος της Γλυπτοθήκης να γίνει τόπος επίσκεψης των Κεφαλονιτών και κάθε φιλότεχνου συμπολίτη, χώρος μάθησης και εκπαίδευσης για τους μαθητές των σχολείων μας, χώρος καλλιτεχνικής, και γενικότερης παιδείας και τούτο το βιβλίο-λεύκωμα να συνοδεύει όλες αυτές τις δραστηριότητες.

 

ΟΙ ΔΡΟΜΟΙ ΤΟΥ ΑΡΓΟΣΤΟΛΙΟΥ. ΕΝΑ ΣΥΜΦΩΝΗΤΙΚΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΣΚΕΥΗ - ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΔΡΟΜΩΝ ΣΤΟ ΑΡΓΟΣΤΟΛΙ ΤΟ 1806



          
 Δημοσιεύτηκε στα Κεφαλληνιακά Χρονικά, τ. 16 (2015), Αφιέρωμα
στη μνήμη Μαρίνου και Ελένης Κοσμετάτου, σσ. 269-280
 

           Είναι γενικά παραδεκτό ότι το Αργοστόλι πήρε τα χαρακτηριστικά πόλης άρτια συγκροτημένης κατά την περίοδο της Αγγλοκρατίας (1809-1864) και ειδικότερα κατά την περίοδο της διοίκησης της Κεφαλονιάς αρχικά από τον Charles-Philippe de-Bosset (1810-1814)[1] και στη συνέχεια από τον Charles James Napier (1822-1830).[2] Σημαντικότατο έργο του πρώτου και ένα από τα πρώτα τεχνικά έργα εκείνης της εποχής ήταν η γέφυρα, που ένωσε την πόλη του Αργοστολιού με την  απέναντι ακτή του Δραπάνου και συνακόλουθα με τα απέναντι χωριά του νησιού,[3] ενώ ο δεύτερος σχεδίασε και υλοποίησε το σχέδιο της ρυμοτομίας του Αργοστολιού, επιμένοντας ιδιαίτερα στην επισκευή-διαπλάτυνση των παλιών στενών δρόμων και στη  διάνοιξη νέων, στην κατασκευή της προκυμαίας και στην ανέγερση δημόσιων κτηρίων.[4] Ίσως αυτή η εικόνα να έχει καθιερωθεί, επειδή το υλικό αυτής της περιόδου έχει μελετηθεί περισσότερο αλλά και επειδή ένας από τους πρωτεργάτες αυτού του εκσυγχρονιστικού προγράμματος της πόλης του Αργοστολιού, ο C. J. Napier, μας άφησε αποτυπωμένη στα βιβλία του την όλη δραστηριότητά του.[5]
          Ωστόσο, και κατά τις αμέσως προγενέστερες περιόδους  - όχι τόσο κατά την πρώτη (1797-1799) και δεύτερη (1807-1809) Γαλλοκρατία, λόγω της βραχύβιας διάρκειας των δύο φάσεών της, όσο κατά την περίοδο της Επτανήσου Πολιτείας (1800-1807) - έγιναν προσπάθειες από τις τοπικές αρχές για την ανέγερση δημόσιων κτηρίων, για τη βελτίωση του οδικού δικτύου και τη διαμόρφωση κοινόχρηστων ανοικτών χώρων, για την κατασκευή δημόσιων έργων πρώτης ανάγκης  και γενικότερα για το δημόσιο χώρο της πόλης, ο οποίος και συνιστούσε τον κύριο παράγοντα δημιουργίας της αστικότητας. H επιστημονική έρευνα μόλις τις δυο τελευταίες δεκαετίες έχει αρχίσει να προσεγγίζει το θέμα, τουλάχιστον για την πόλη της Κέρκυρας, και έχει πιστοποιήσει το ενδιαφέρον της Επτανήσου Πολιτείας για τον πολεοδομικό σχεδιασμό των αστικών κέντρων και γενικότερα για την εφαρμογή αξιοπρόσεκτης χωροταξικής πολιτικής.[6]
          Το Αργοστόλι τότε (πρώτη δεκαετία του 19ου αιώνα), πενήντα περίπου χρόνια μετά την καθιέρωσή του, το 1757, ως πρωτεύουσας της Κεφαλονιάς,[7] είχε την όψη μιας μικρής αυτοσχέδιας πολιτείας με όρια προς νότια τα Λυκιαρδοπουλάτα και προς βόρεια τους Στρατώνες, ενώ προς δυτικά τα σπίτια έφταναν από τους πρόποδες των λόφων κάτω από τα Σπήλια, στη συνέχεια στο Κουτούπι (σημερινό Κήπο) του Νάπιερ μέχρι και στις παρυφές του λόφου του Αι-Θανάση και προς ανατολικά την ακτογραμμή από τον Κούταβο μέχρι το παραθαλάσσιο μέρος των Στρατώνων. Την πόλη διέσχιζε εσωτερικά ένας κεντρικός δρόμος, γνωστός ως Φόρος, που αντιστοιχεί γενικά στο σημερινό Λιθόστρωτο, προεκτεινόμενο νοητά προς τα βόρεια μέχρι τη σημερινή κεντρική πλατεία του Αργοστολιού.[8] Η τότε κύρια πλατεία της πόλης ήταν η πλατεία του Αγίου Μάρκου, η σημερινή πλατεία Καμπάνας με προέκταση προς ανατολικά, που εκτεινόταν κάτω από τον κεντρικό δρόμο/Φόρο.[9]

          Το έγγραφο που εδώ παρουσιάζουμε,[10] αναφέρεται στην επισκευή και τη συντήρηση δρόμων και καντουνιών του Αργοστολιού κατά την περίοδο της Επτανήσου Πολιτείας, συγκεκριμένα το 1806: καταγράφεται η διαδικασία που ακολουθούσε η Τοπική κυβέρνηση για την επισκευή και συντήρηση των δρόμων ενός αστικού κέντρου, αλλά αναδεικνύονται μέσα από τη μελέτη αυτού του κειμένου και άλλες παράμετροι σχετικές με την τοπογραφία και χωροταξία της πόλης.
          Στις 18 Μαΐου 1806 έ. π. (= έτος παλαιό) στο Αργοστόλι υπογράφεται στο γραφείο του νοτάριου Ηλία Μυλωνά[11] ένα συμφωνητικό ανάμεσα στην τριμελή επιτροπή την επιφορτισμένη από την Τοπική κυβέρνηση για την υλοποίηση και τον έλεγχο του έργου των επισκευών της οδοποιίας,[12] η οποία αποτελείται από τους ευγενείς Μαρή Μεταξά Λυσέο,[13] Νικόλαο Καρούσο του Σπυρίδωνα[14] και Τζανέτο Φουκά του Κωνσταντίνου, και στο χτίστη μαστρο-Μικέλη Γοργορίνη του Δημητρίου για την επισκευή και συντήρηση δρόμων και καντουνιών του Αργοστολιού. Στο συμφωνητικό αυτό καταγράφονται οι δρόμοι («στράτες»), τα δρομάκια («στρατούλες») και τα καντούνια, που θα επισκευαστούν και θα συντηρηθούν, καθορίζονται το ποσό και ο τρόπος πληρωμής του μάστορα και των εργατών του, η διαδικασία προμήθειας των αναγκαίων υλικών, τα χρονικά περιθώρια και άλλα δικαιώματα και υποχρεώσεις και των δύο πλευρών. Πιο συγκεκριμένα:
Α. Οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα και των δύο πλευρών είναι:
1. Το ποσό καθορίζεται στα 485 τάλιρα,[15] όσα ακριβώς ζήτησε ο ίδιος ο μαστρο-Μικέλης Γοργορίνης  Και τα χρήματα αυτά δε θα του καταβληθούν όλα μαζί, αλλά σε δόσεις, παράλληλα με την πορεία των εργασιών: «από φοράν ης φοράν καθός χριαστούν».
2. Ο ίδιος ο μαστρο-Μικέλης αναλαμβάνει την υποχρέωση με το παραπάνω ποσό των 485 ταλίρων να προμηθευτεί τα απαραίτητα για το έργο υλικά και να πληρώσει μαστόρους και βοηθούς τους («μάστορες» και «λαγουρέντες»).
3. Δεν του επιτρέπεται, με βάση τη συμφωνία, να ζητήσει οτιδήποτε άλλο με κάποια ενδεχομένως πρόφαση ή αιτία, γιατί η επιτροπή δεν έχει άλλη νομική υποχρέωση: «χορίς το παραμικρό{ς} άλο αγραβιό [= άλλη επιβάρυνση] τον αυτόν αρχόντον διά καμίας λογής πρόφασι ή ετία».
4. Βέβαια, η επιτροπή έχει το δικαίωμα να επιβλέπει την πορεία του έργου και να παρεμβαίνει όποτε το κρίνει αναγκαίο για τη διόρθωση κάποιας εργασίας: «Η αυτή άρχοντες να επιστατέβουν ης τες αυτές φτιάσες κ(αι) [...] να κάνουν να διορθόνετε η φτιάσις ης εκίνο το μέρος […]»).
5. Τέλος, οι εργασίες πρέπει να αρχίσουν την 1η του επόμενου μήνα Ιουνίου και να συνεχιστούν «δίχος αντίσκοψιν [= διακοπή] έος τιν τελίοσιν τις συμφονισμένις εργασίας».
 Β. Τα είδη των εργασιών, που το συμφωνητικό καθορίζει, μπορούν να καταταχθούν σε πέντε  ομάδες:
α) «Σαλί(ν)τζωμα»: Πρόκειται για το στρώσιμο του δρόμου κυρίως με γουλιά (βότσαλα της θάλασσας) ή μικρές πέτρες (με επίπεδη την πάνω επιφάνειά τους), για να δημιουργηθεί, έτσι, το «σαλί(ν)τζο» (ή η «σαλι(ν)τζάδα»), το γουλόστρωτο δηλαδή ή λιθόστρωτο τμήμα του δρόμου.[16] Προτιμούσαν τότε το «σαλί(ν)τζο»: φαίνεται ότι γενικότερη κατεύθυνση ήταν οι δρόμοι μέσα στην πόλη να είναι «σαλι(ν)τζωμένοι» κυρίως με γουλιά – υλικό που εύκολα το έβρισκαν στην ακροθαλασσιά και που εύκολα το χειρίζονταν, καθώς στρογγυλεμένο, όπως ήταν, εύκολα το έμπηγαν μέσα στο χώμα, μέσα στο οδόστρωμα.
 β) «Σαλί(ν)τζωμα» και επίστρωση με κιαρίνα ή άμμο θάλασσας: Η κιαρίνα είναι άσπρη άμμος, που εξαγόταν από συγκεκριμένα σημεία κάποιων νταμαριών.[17] Συνηθιζόταν να σκεπάζεται το σαλί(ν)τζο με κιαρίνα ή άμμο, γιατί έτσι  «έδενε» καλύτερα το σαλί(ν)τζο, γινόταν πιο στέρεο και ανθεκτικό.
γ) Τοποθέτηση «κο(υ)ρτελάδων»: «Κο(υ)ρτελάδες» είναι πέτρες ίσιες και σχεδόν ισόπαχες, που τοποθετούνται στις άκρες του δρόμου, κάτι σαν τα σημερινά κράσπεδα του πεζοδρομίου από την πλευρά του οδοστρώματος[18]. Έτσι, ουσιαστικά οριοθετείται δεξιά και αριστερά ο δρόμος, ενώ ταυτόχρονα συγκρατείται το χώμα ή το «σαλί(ν)τζο» του δρόμου.
δ) Διεύρυνση/διαπλάτυνση δρόμων: Η πόλη διέθετε πολύ στενούς δρόμους, κάποιοι από τους οποίους ήταν αδιέξοδοι. Η κατεύθυνση είναι να γίνει προσπάθεια – σε μικρή όμως κλίμακα, όπως φαίνεται – για στοιχειώδη διαπλάτυνση σε τμήματα κάποιων δρόμων.
ε) Διευθέτηση των υδάτων – ομβρίων και άλλων υδάτων: Το νερό στους δρόμους δεν ήταν μόνο το βρόχινο· εκεί συγκεντρώνονταν και τα απόνερα των σπιτιών, δημιουργώντας έτσι αντιαισθητικές εικόνες αλλά και εστίες μόλυνσης.[19] Με ανύψωση ή με μικρή κλίση, όμως, του «σαλί(ν)τζου»  δημιουργούσαν ρείθρα, για να διοχετεύεται το νερό σε σημεία και μέρη, όπου έκριναν κατάλληλα για τη συγκέντρωσή τους.[20] Έτσι, θα εξαφανίζονταν τα στάσιμα νερά και θα καθαριζόταν ο αέρας του ευρύτερου δημόσιου χώρου (του δρόμου ή του καντουνιού) από τη δυσοσμία.[21]
Γ. Το συμφωνητικό καθόριζε σε ποιους δρόμους, δρομάκια και καντούνια και γενικότερα σε ποιες συνοικίες της πόλης θα γίνονταν οι παραπάνω εργασίες:
1. Στα Λυκιαρδοπουλάτα,[22] το τμήμα του δρόμου που είναι δίπλα στο λιοστάσι του Βαλσαμάκη από βορειοδυτικά προς νότια/νοτιοδυτικά και μέχρι εκεί, όπου είναι «σαλι(ν)τζωμένο», πρέπει να κρασπεδωθεί. Συγκεκριμένα, στο τμήμα αυτό πρέπει να μπουν «κο(υ)ρτελάδες»  σταυρωτές, ενώ παράλληλα το ίδιο τμήμα του δρόμου  πρέπει να γεμίσει με «πετρούλες» και να σκεπαστεί με κιαρίνα.
2. Στη συνοικία του Αγίου Νικολάου των Ξένων[23] στο τμήμα του ομώνυμου δρόμου, που είναι μπροστά από τα μαγαζιά των παιδιών του  Ανδρέα Μανιάτη, λιμνάζουν νερά («σταματένη το νερό»). Στο τμήμα αυτό πρέπει να σηκωθεί όσο χρειάζεται η «σαλι(ν)τζάδα», έτσι ώστε να κυλάνε τα νερά στο γειτονικό καντούνι («διά να του δόση τρέξιμον ης το κοντακιανό καντούνι»).
3. Παρόμοιες είναι οι οδηγίες του συμφωνητικού και για το «σαλι(ν)τζωμένο» τμήμα του δρόμου μπροστά από το σπίτι του Κοντομίχαλου. Εδώ χρειάζεται να διευθετηθεί («να ισιάσι») μαζί με τη «σαλι(ν)τζάδα» και η «μπούκα», η είσοδος δηλαδή, του γειτονικού καντουνιού, στο οποίο θα διοχετευθούν τα νερά.
4. Τα δύο καντούνια, το πρώτο, με κατεύθυνση βορειοανατολικά-νοτιοδυτικά, από το σπίτι  του Ινκιόστρου μέχρι  το σπίτι του Καμπίτζη, και στη συνέχεια το δεύτερο, με κατεύθυνση νοτιοανατολικά-βορειοδυτικά, από το σπίτι του Καμπίτζη μέχρι το καθολικό μοναστήρι του Αγίου Νικολάου[24] να  «σαλιντζαριστούν με γουλί» και να σκεπαστούν με κιαρίνα.
5. Να «σαλι(ν)τζαριστεί», όπου είναι αναγκαίο, το τμήμα του δρόμου μπροστά από το σπίτι του δόκτορα Σκιαδά και στη συνέχεια μπροστά από το σπίτι του Πινιατόρου και του Βένετου και, όπου χρειαστεί, να ισιωθεί και να «σαλι(ν)τζαριστεί» εκείνο το τμήμα του δρόμου μπροστά από το σπίτι του Τζουλάτη μέχρι το σπίτι, με κατεύθυνση βορειοανατολικά-νοτιοδυτικά, του Αν. Πήλικα  («όθεν χριαστή σαλίτζο και ίσιασις να τα κάνη»).
6. Τα δυο μικρά δρομάκια («τες δύο στρατούλες»), το ένα κολλητά στα σπίτια του Πήλικα και το άλλο κολλητά στο σπίτι του Κολοχειρίδη, που βρίσκονται στην ενδιάμεση απόσταση από το σπίτι του Αν. Πήλικα[25] προς νοτιοδυτικά μέχρι τη Γέφυρα («τον Πόντε»),[26] αφού χαλαστούν, να γίνουν γουλόστρωτα («να χαλάη τελίος τες δύο στρατούλες […] και να  φτιάνι τούτες με γουλί λιανό»). Επιπλέον, επιβάλλεται να διευθετηθεί η νεροσυρμή «με πέτρες χοντρές», οι οποίες πρέπει να σκεπαστούν με άμμο, έτσι ώστε να ανακόπτονται τα πολλά νερά, που περνούν από εκεί. Τέλος, για τη διευκόλυνση της κυκλοφορίας πρέπει να κοπούν, όπου εξέχουν, οι πέτρες από τους εξωτερικούς τοίχους  των σπιτιών του Πήλικα και του Κολοχειρίδη.
7. Από το παραπάνω σημείο ο δρόμος μέχρι την εκκλησία του Φουσάτου[27] και από εκεί προς βορειοδυτικά μέχρι το δρόμο, που κατεβαίνει στο καντούνι του σπιτιού του Δομένιγου Χωραφά, να «σαλι(ν)τζαριστεί» και να σκεπαστεί με κιαρίνα, αφού προηγουμένως ευθυγραμμιστεί το «σαλι(ν)τζωμένο» τμήμα μπροστά από το σπίτι του Σπ. Κρασά.
8. Να «σαλι(ν)τζαριστεί» ένα μικρό τμήμα του δρόμου μπροστά από τη γωνία του σπιτιού του κόντε Γεράσιμου Δελλαδέτζιμα[28] καθώς και εκείνο μπροστά από το σπίτι του πατέρα κόντε Αλιβίζη, προκειμένου να διαπλατυνθεί ο δρόμος σε εκείνα τα μέρη.

           Όλες οι παραπάνω εργασίες προδίδουν την πρόθεση της Διοίκησης να εξωραΐσει στο δυνατό βαθμό το αστικό οδικό δίκτυο, παίρνοντας υπόψη κάποιες βασικές προδιαγραφές. Την ενδιαφέρει να εξασφαλίσει την καλύτερη βατότητα των δρόμων. Γι’ αυτό επιδιώκει να «σαλι(ν)τζαριστούν» αρκετοί δρόμοι και δρομάκια και, όπου είναι δυνατόν, να διαπλατυνθούν. Προσπαθεί, επίσης, να πετύχει την καθαριότητα των δρόμων και των καντουνιών στον τομέα τουλάχιστον των τρεχούμενων αλλά και των στάσιμων νερών. Γι’ αυτό με τη διευθέτηση της «σαλι(ν)τζάδας» και την τοποθέτηση «κο(υ)ρτελάδων» δημιουργεί ρείθρα για την ανεμπόδιστη απορροή των υδάτων, περιορίζοντας τη δυσοσμία και εξασφαλίζοντας τη δημόσια υγιεινή.
          Τα παραπάνω σηματοδοτούν τη μέριμνα της Διοίκησης για το δημόσιο χώρο της πόλης. Οι δρόμοι («στράτες»), τα δρομάκια («στρατούλες») και τα καντούνια, στα οποία άλλωστε αναφέρεται το έγγραφο, που εδώ παρουσιάσαμε, αποτελούν (και) για την εποχή εκείνη τον υποδοχέα της κυκλοφορίας και της εμπορικής κίνησης αλλά και της αλληλογνωριμίας και της κοινωνικής επαφής των κατοίκων. Η αναβάθμιση, λοιπόν, του οδικού δικτύου του Αργοστολιού ως τμήματος του δημόσιου χώρου της πόλης συνέβαλε αναμφισβήτητα στον εκσυγχρονισμό και την αναμόρφωσή της στις αρχές του 19ου αιώνα, όπως ήταν άλλωστε μια από τις πρώτες φροντίδες της Επτανήσου Πολιτείας.[29]








ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ


ΓΑΚ- Αρχεία Νομού Κεφαλονιάς, Αρχείο Επτανήσου Πολιτείας, Pritano, Lettere interne,  Ιούλιος-Σεπτέμβριος 1806, Δέσμη 3, αρ. εγγρ. 61, συνημμένο α (61α).[30]



Κόπια.        1806. οκτακοσίους έξη Μαγιού 18. Ε. Π. Αργ(οστό)λι.  Η ευγενίς άρχοντες Δ(όκτο)ρ S(ignor) Μαρίς Μεταξάς Λισεέος, Νικόλαος Καρούσος Σπυριδόνου, κ(αι) Τζανέτος Φουκάς Κοσταντίνου διορισμένι από τιν Κιβέρνισιν  τούτης της Νίσου ης τον φτιασμόν τον στρατόν της χόρας τούτις Αργοστολίου συμφονούν με τον εδό παρόντα μαστρο Μικέλι Γοργορίνι π(οτ)έ  Διμίτρι διά να έχη αυτός ος τεχνίτις κτίστις οπού ήνε να τες φτιάση ος κάτοθεν.
Πρότον.    Πέρνη αυτός απάνου του τιν αυτίν υπόσχεσιν της φτιάσις τους βάνοντας όλα κ(αι) ότι ματέριαλ [= υλικά] ήχε χριαστή, κ(αι) εργασίαν μαστόρον κ(αι) λαγουρέντον, χορίς το παραμικρό{ς}  άλο αγραβιό [= άλλη επιβάρυνση] τον αυτόν αρχόντον διά καμίας λογής πρόφασι, ή ετία, πάρεξ να του μετρίσουν τάλαρα βενέτικα τετρακόσια ογδοινταπέντε όσον αυτός εγίρεψε, κ(αι) εσιμίοσε μίαν προς μίαν καθός τις εθεόρισε.
Δεύτερον.  Η αυτή ποσότις σολδίου να έχη να του δοθή από φοράν ης φοράν καθός χριαστούν, σιμιόνοντας υποκάτο της παρούσις τιν ποσότιτα όπου κάθε φοράν ήχε λάβη.
Τρίτον.        Αυτές η στράτες ήνε: 1. Εκίνο το κομάτη ης τα Λικιαρδοπουλάτα όπου ήνε σίνγγελο [= πλησίον] του λιοστασιού S(ignor) Βαλσαμάκη αρχινόντας από μαΐστρο, κ(αι) πιγένοντας περ σιρόκο έος εκί όπου ήνε σαλιτζομένο, ης το οποίο κομάτη να βάνη κορτελάδες σταβροτές ης όλες τες κασέλες οπού ηβρίσκοντε, να σκάψη κ(αι) χόση πετρούλαι<ς> κ(αι) γιομίσι το τελίος σκεπάζοντάς το κ(αι) με γγιαρίνα. 2. Ης τιν στράτα του Αγίου Νικολάου ονομαζομένου τον Ξένον ομπρός ης τα μαγαζιά τον πεδιόν π(οτ)έ Αντρέα Μανιάτη να ασικόσι όθεν χριαστή την σαλιτζάδα όθεν σταματένη το νερό διά να του δόση τρέξιμον ης το κοντακιανό καντούνι ονομαζόμενο του Μανιάτι. 3. Ομοίος να ισιάσι κ(αι) το κομάτη σαλιτζάδα ομπροός ης του S(ignor) Κοντομίχαλου όθεν κ(αι) εκή σταματένουν τα νερά διά να τους δόσι τρέξιμον ης το καντούνι όπου ήνε ευθύς εδεκί [= ακριβώς εκεί], ισιάζοντας κ(αι) τιν μπούκα του καντουνιού διά να τρέχουν εύκολα τα νερά. 4. Την // στράτα ης το καντούνι όπου από το σπίτη S(ignor) Iνκιόστρου αριβάρι [= φτάνει, τερματίζει] ης εκίνο του S(ignor) Καπίτζι γρέγο γαρμπή, κ(αι) από του S(ignor) Καπίτζι σιρόκο μαΐστρο έος με το Μοναστίρι λατινικό του Αγίου Νικολάου, η οποίες στράτες να σαλιντζαριστούν με γουλί, κ(αι) σκεπαστούν με γγιαρίνα. 5. Τιν στράτα όθεν χριάζετε κ(αι) λύπι από σαλίτζο ήγουν εκίνο το ολίγο μέρος οπού ήνε ομπρός ης του S(ignor) Δ(οκτό)ρου Σκιαδά και έτζι ιν κοντινουατζιόν [= σε συνέχεια] ομπρός ης του S(ignor) Πινιατόρου, και Βένετου, και ης όμοιον τρόπον τιν στράτα από το σπίτη του S(ignor) Τζουλάτη, έος ης το σπίτη S(ignor) Αναστάση Πίλικα γρέγο γαρμπί όθεν χριαστή σαλίτζο, κ(αι) ίσιασις να τα κάνη. 6. Από το ατζούπι [= τον κατά πλάτος τοίχο του σπιτιού] περ γαρμπί του αυτού S(ignor) Πήλικα έος με τον Πόντε [= Γέφυρα] να χαλάη τελίος τες δύο στρατούλες μία κολιστί [= κολλητή] ης τα σπίτια Πίλικα, κ(αι) η άλλη ης το σπίτι Κολοχιρίδι, κ(αι) να φτιάνι τούτες με γουλί λιανό, κ(αι) να στρόνη τιν νεροσιρμίν με πέτρες χοντρές δένοντάς τες καθός πρέπη διά να ρεσιστέρουν [= ανακόπτουν] ης το τρέξιμον το{ν} πολί{ν} νερόν οπού εκίθεν κατεβένουν, σκεπάζοντας με άμο όθεν χριάζετε, κ(αι) να κόβη κ(αι) τες πέτρες οπού κρεσέρουν [= περισσεύουν/εξέχουν] από τους πύργους [= τους εξωτερικούς τοίχους] τον αυτόν σπιτιόν Πίλικα κ(αι) Κολοχιρίδι. 7. Τιν στράτα από τιν άνοθεν νεροσιρμίν έος ης την κόχιν της εκλισίας Φουσάτου, κ(αι) από τιν εκλισίαν όθεν λίπι σαλίτζο να αριβάρι περ μαΐστρο έος ης τιν στράτα οπού κατεβένι ης το καντούνι του σπιτιού π(οτ)έ Δομένιγου Χοραφά, χαλόντας την σαλιτζάδα οπού ήνε ομπρός ης το σπιίτη S(ignor) Σπίρου Κρασά διά να γίνη όλη η στράτα ίσια κ(αι) απλιά, σαλιτζάροντας κ(αι) σκεπάζοντας με γγιαρίνα όλιν τιν τοποθεσίαν οπού περιέχη το παρόν άρθρον. 8. Να σαλιτζάρι το ολίγο μέρος στράτας ομπρός ης το αγγονάρι του σπιτιού S(ignor) Κό(ντε) Γεράσιμου Δελαδέτζιμα, κ(α)ι κίνο πατρός του S(ignor) Κό(ντε) Αλιβίζι διά να πλατίνι η αυτή στράτα.
Τέταρτον.  Η αυτή άρχοντες να επιστατέβουν ης τες αυτές φτιάσες, κ(αι) αν // ήχε το γνορίσουν αναγγέον να κάνουν να διορθόνετε η φτιάσις ης εκίνο το μέρος όπου ήχε το καλέση η χρία διά την σοδέτζα [= σταθεροποίηση], κ(αι) σουσιστέντζα [= υποστήριξη] τον αυτόν στρατόν, (και)  καλίν ευταξίαν.
Πέμπτον     Πέρνη υπόσχεσι{ς} ο άνοθεν μάστορας να αρχινίσι τις άνοθεν φτιάσες όθεν ήχε του διοριστί από τιν πρότι του ερχαμένου μηνός Ιουνίου, κ(αι) να                                    κοντινουάρη [= να συνεχίζει] δίχος αντίσκοψιν [= διακοπή] έος τιν τελίοσιν τις συμφονισμένις εργασίας. Ούτος επίησαν ευχαριστιμένα τα μέρη βεβεόνοντας η άνοθεν ευγενίς άρχοντες ηδιοχίρος τους, υπογράφοντας έτερος κ(αι) διά τον άνοθεν μαστρο Μικέλι Γοργορίνι χτίστι παρακαλεστός από αυτόν διά όνομά του έσοντας κ(αι) αυτός ος λέγη δεν ηξεύρη να γράψη, κ(αι) υπό μαρτηρίας
                         Γεράσιμος Πανάς παρακαλεστός από τον όπιστεν μαστρο Μικέλι           
                         Γοργορίνι χτίστη υπογράφο διά όνομά του επιδή  ος λέγη δεν ηξεύρη    
                        γράμματα, κ(αι) μαρτυρό
                        Marin Metaxa Liseo Comissionato
                       Niccolo Caruso Spiro Comissionato
                       Zaneto Focca Comissionato
                            
                                            Ηλίας Μιλονάς Νοτάρ(ιο)ς  = Χ. Α. =                                           



         


[1] Για το διοικητή της Κεφαλονιάς χιλίαρχο του βρετανικού στρατού μηχανικό Ch. Ph. De Bosset και το έργο του στην Κεφαλονιά βλ. Ηλίας Τσιτσέλης, Κεφαλληνιακά Σύμμικτα. Συμβολαί εις την Ιστορίαν και Λαογραφίαν της νήσου Κεφαλληνίας, τ. Β΄, εν Αθήναις 1960, σσ. 561-565· Ν. Φωκάς Κοσμετάτος, «Κάρολος Φίλιππος Ντε Μποσέ, στρατιωτικός και πολιτικός διοικητής Κεφαλληνίας (1810-1814)», Παρνασσός, τ. ΙΕ΄ (1973), σσ. 182-194· Γεράσιμος Η. Πεντόγαλος, «Charle-Philippe de Bosset. Ανέκδοτα έγγραφα σχετικά με την παρουσία του στην Κεφαλονιά (1810-1814)», Παρνασσός, τ. ΙΗ΄ (1976), σσ. 336-352· Ε. Κοσμετάτου, Αναφορά στους δρόμους της Κεφαλονιάς, έκδοση Κοργιαλένειου Ιστορικού και Λαογραφικού Μουσείου, 1991, σσ. 17-39.
[2] Για τον τοποτηρητή της Κεφαλονιάς στρατηγό Charles James Napier και το έργο του στην Κεφαλονιά βλ. Η. Τσιτσέλης, ό.π., τ. Β΄, σσ. 584-587· Παναγιώτης Βεργωτής, «Ο έξοχος Διοικητής της Κεφαλονιάς Κάρολος Τζέιμς Νάπιερ», Παρνασσός, τ. ΙΣΤ΄ (1893-1894), σσ. 447-457· Νικόλαος Δ. Τζουγανάτος, «Κάρολος Τζέιμς Νάπιερ. Ένας μεγάλος φιλέλληνας και φίλος της Κεφαλονιάς», Παρνασσός, τ. ΚΖ΄ (1985), σσ. 210-233· Ε. Κοσμετάτου, ό.π., σσ. 41-166. Βλ. επίσης  W. Napier, The life and the opinions of General Sir Charles James Napier, Λονδίνο 1857. Αξιόλογο τεχνικό σύμβουλό του ο Napier είχε το στρατιωτικό μηχανικό John Pitt Kennedy (1822-1831), για τον οποίο βλ. Ε. Κοσμετάτου, ό.π., σσ. 50-51, καθώς και την ενδιαφέρουσα μελέτη της Βερόνας Γ. Πεντογάλου, «Επιστολές του Ιρλανδού μηχανικού John Pitt Kennedy προς τον  sir Charles Napier. Άγνωστες πτυχές των προβλημάτων και της πραγματικότητας στο νησί της Κεφαλονιάς κατά τα έτη 1826-1830», Κεφαλληνιακά Χρονικά, τ. 15 (2014), σσ. 663-679, όπου σημαντικά στοιχεία για τα εκτελούμενα με την καθοδήγηση και επίβλεψη του  Kennedy έργα υποδομής στην Κεφαλονιά.
[3] Για τη λεγόμενη «Γέφυρα του Δεβοσέτου» βλ. Μαρίνος-Παναγής Σολομός, Γενική δημοσιονομία της Κεφαλληνίας, μτφρ. Παν. Άννινος Καβαλιεράτος, Αθήναι 1996, σσ. 62-70· Αγγελο-Διονύσης Δεμπόνος, Κούταβος. Το χρονικό ενός βάλτου, έκδοση Δήμου Αργοστολίου, Αργοστόλι 1999, σσ. 79-98· Πέτρος Πετράτος, «Η Γέφυρα του Δεβοσέτου στο Αργοστόλι», Πρακτικά Β’ Επιστημονικής Συνάντησης ΚΕ.ΜΕ.ΠΕ.Γ. «Περί Πετρογέφυρων… Γεφυριών Ιστορίες», (Αθήνα, 20 Νοεμβρίου 2004), Κέντρο Μελέτης Πέτρινων Γεφυριών, Αθήνα 2005, σσ. 245-264.
[4] Έκτισε το δικαστικό μέγαρο, τις φυλακές, επεξέτεινε το παλιό λοιμοκαθαρτήριο κ.ά. Βλ. σχετικά Μ.-Π. Σολομός, ό.π., σσ. 70-75· Ε. Κοσμετάτου, ό.π., σσ. 137-151.
[5] Τα σχετικά βιβλία  του Ch. Napier   είναι: Memoir on  the roads of Cefalonia, James Ridgway, Λονδίνο 1825, και The Colonies, Treating of their value generally, of the Ionian Islands in particular: The importance of the latter in war and commerce etc., Thomas and William Boone, Λονδίνο 1833.
[6] Βλ. Μαρία Μελέντη, «Η Επτάνησος Πολιτεία και οι όψεις των πόλεων των Ιόνιων Νησιών: η περίπτωση της Κέρκυρας (1800-1807)», Πρακτικά του Συνεδρίου «Επτάνησος Πολιτεία (1800-1807). Το πρώτο ανεξάρτητο ελληνικό κράτος», (Αργοστόλι, 28-31 Οκτωβρίου 2000), έκδοση Εταιρείας Κεφαλληνιακών Ιστορικών Ερευνών, Αργοστόλι 2003, σσ. 345-355· Αφροδίτη Μπιρμπίλη-  Aγοροπούλου, «Η εγκαθίδρυση του Σώματος των μηχανικών στην Κέρκυρα κατά την διάρκεια της Επτανήσου Πολιτείας», ανακοίνωση (αδημοσίευτη) στο Διεθνές Συνέδριο  «Επτάνησος Πολιτεία 1800-1807», Κέρκυρα, Μάιος 2000.  
[7] Για την οριοθέτηση της πόλης του Αργοστολιού εκείνης της εποχής (πρώτη δεκαετία του 19ου αιώνα) έχουμε λάβει υπόψη μας τη μελέτη του Γεράσιμου Πεντόγαλου, «Αργοστόλι 1757. Ο χώρος και οι κάτοικοι», Πρακτικά του Συνεδρίου «Από το Κάστρο του Αγίου Γεωργίου στο Αργοστόλι (1757-2007). Η Βενετική κυριαρχία στην Κεφαλονιά (1500-1797»), (Αργοστόλι, 27-30 Σεπτεμβρίου 2007), έκδοση Δήμου Αργοστολίου, Αργοστόλι 2010, τ. Α΄, σσ. 48-59, παρ’ όλο που αναφέρεται στα πρώτα χρόνια ζωής του Αργοστολιού, δηλαδή μισό περίπου αιώνα παλαιότερα από την περίοδο που εδώ μας ενδιαφέρει, σε συνδυασμό με τη μελέτη του Γερ. Μ. Βλάχου «Αφίξεις ιστιοφόρων στο Αργοστόλι – Ιούνιος 1796/Ιούλιος 1797. Προέλευση/προορισμός, σημαίες, πορτάδα, φορτία και ναυτικοί. Η πόλη και ο λιμένας Αργοστολίου», Πρακτικά του Συνεδρίου «Από το Κάστρο του Αγίου Γεωργίου στο Αργοστόλι (1757-2007). Η Βενετική κυριαρχία στην Κεφαλονιά (1500-1797»), (Αργοστόλι, 27-30 Σεπτεμβρίου 2007), ό.π., τ. Α΄, σσ. 120-126, που παρουσιάζει ένα σχεδιάγραμμα της πόλης του 1813 και μια αχρονολόγητη ελαιογραφία με ante quam χρονικό όριο το 1822 – χρονολογίες σχετικά κοντά στην εποχή που μας ενδιαφέρει. 
[8] Πρόκειται για την οδό Κρανίου, μετέπειτα Διαδόχου Κωνσταντίνου και σήμερα Λιθόστρωτο, που ξεκινούσε – και ξεκινά – από τη σημερινή οδό Δεβοσέτου. Σύμφωνα με πληροφορία του ερασιτέχνη φωτογράφου Ν. Τρίκαρδου, «αύτη [η οδός] υπό την αγγλικήν προστασίαν [1810-1864] ήτο άπασα γουλόστρωτος και ωνομάζετο οδός Κρανίου, η δε λιθόστρωτος από της οικίας Μεταξά Ευσταθιάδου μέχρι του Ωρολογίου [= πλατεία Καμπάνας] εγένετο το 1872 υπό την δημαρχίαν Π. Βινιεράτου, από δε του Ωρολογίου  μέχρι της οικίας Μοντεσάντου προς τον Άγιον Νικόλαον των Ξένων υπό την δημαρχίαν Β. Καρύδη το 1876», βλ. Κ. Π. Φωκάς – Κοσμετάτος, Κεφαλληνιακά, Β΄ Αρχιτεκτονικά, Αθήναι 1962, σ. 8, σημ. 1.
[9] Για την ιστορική σημασία της πλατείας Καμπάνας βλ. Σπύρος Λουκάτος, «Πλατεία Καμπάνας», Οδύσσεια Κεφαλλονιάς-Ιθάκης, Αργοστόλι 2000, σσ. 16-19, και για τον «Πύργο του Ωρολογίου» στην πλατεία αυτήν βλ. Αγγελο-Διονύσης Δεμπόνος, Σταθμοί στην πολιτικοκοινωνική και πολιτισμική ζωή του Αργοστολιού, έκδοση ΔΕΠΑΨ, Αργοστόλι 1994, σσ. 21-36.
[10] Βλ. ΓΑΚ-Αρχεία Νομού Κεφαλονιάς (ΑΝΚ), Αρχείο Επτανήσου Πολιτείας (ΑΕΠ), Pritano, Lettere interne,  Ιούλιος-Σεπτέμβριος 1806, Δέσμη 3, αρ. εγγρ. 61, συνημμένο α (61α). Bλ. το έγγραφο στο Παράρτημα.
[11] Βλ. Αναστασία Σιφωνιού-Καράπα, Μενέλαος Τουρτόγλου, Σπυρίδων Τρωιάνος, «Το Νοταριακόν Αρχείον Κεφαλληνίας», Επετηρίς του Κέντρου Ερεύνης της Ιστορίας του Ελληνικού Δικαίου της Ακαδημίας Αθηνών, τ. 16-17 (1969-1970), σ. 130, όπου σημειώνεται ότι τα διασωθέντα συμβόλαια του νοτάριου Ηλία Μυλωνά είναι των ετών 1774-1820.
[12] Σύμφωνα με τους σχετικούς κανονισμούς της Επτανήσου Πολιτείας η Τοπική κυβέρνηση όριζε υπεύθυνη επιτροπή, η οποία είχε την υποχρέωση, μετά από επιτόπιο έλεγχο να υποβάλει έκθεση των αναγκών  και πόρισμα για τα έξοδα των εργασιών, και στη συνέχεια ήταν υπεύθυνη για την υλοποίηση και τον έλεγχο του έργου, βλ. Μ. Μελέντη, ό.π., σσ. 346, 353.
[13] Ο Μαρής (=Μαρίνος) Μεταξάς Λυσέος (1752-1820), γόνος αριστοκρατικής οικογένειας,  συμμετείχε στην τοπική κυβέρνηση, που σχηματίστηκε τον Αύγουστο/Σεπτέμβριο 1800, βλ. Γεώργιος Μοσχόπουλος, Ιστορία της Κεφαλονιάς (1797-1940). Πολιτική Ιστορία – Πολιτισμός – Παιδεία – Γράμματα - Τέχνες, Αθήνα 1910, σ. 48. Περισσότερα για τον Μ. Μεταξά Λυσέο βλ. Η. Τσιτσέλης, ό.π., τ. Α΄, εν Αθήναις 1904, σσ. 436-437.
[14] Ο Νικόλαος Καρούσος, γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, συμμετείχε στην προσωρινή τοπική κυβέρνηση, την οποία αμέσως μετά την κατάληψη του νησιού τον Οκτώβριο του 1798 από τους Ρωσότουρκους διόρισαν οι νέοι κυρίαρχοι, και ήταν ένας από τους τρεις εκλεγμένους από το Μεγάλο Συμβούλιο των ευγενών τον Ιούλιο του 1801 γερουσιαστές του νησιού, ενώ αργότερα κατά τη «μεταβίβαση» του νησιού από τους αυτοκρατορικούς Γάλλους στους Άγγλους θα δράσει ως πράκτορας των τελευταίων, βλ. Γ. Μοσχόπουλος, ό.π., σσ. 39, 51 και 60 αντίστοιχα.
[15] Δεν προκύπτει από το έγγραφο αν οι πόροι για την επισκευή προέρχονταν αποκλειστικά από το τοπικό ταμείο ή είχαν συμμετοχή και οι κάτοικοι ή οι καταστηματάρχες, των οποίων οι κατοικίες ή τα καταστήματα βρίσκονταν στις πλευρές των συγκεκριμένων δρόμων, γιατί υπήρχαν και τέτοιες περιπτώσεις, όπως συνέβη το ίδιο έτος (1806) στην Κέρκυρα, βλ. Μ. Μελέντη, ό.π., σ. 353. 
[16] Βλ. Η. Τσιτσέλης, ό.π., τ. Γ΄, Γενική επιμέλεια Γεώργιος Μοσχόπουλος, Αθήνα 2003, σ. 429 (λ. σαλιντζάδα) και σ. 595 (λ. σαλίντζο). Βλ. επίσης Διονύσης Πανταζάτος, Για να μη σβύσει η παλιά κεφαλονίτικη και θιακιά ντοπιολαλιά, χ.τ.,  2000, σ. 228 (λ. σαλίτζο).
[17] Βλ. Η. Τσιτσέλης, ό.π., τ. Γ΄, σσ. 252, 550 (λ. κιαρίνα-γκιαλίνα) και Δ. Πανταζάτος, ό.π., σ. 102 (λ. κιαρίνα).
[18] Βλ. Η. Τσιτσέλης, ό.π., τ. Γ΄, σσ. 278, 558, (λ. κουρτελάδα) και Δ. Πανταζάτος, ό.π., σ. 119 (λ. κουρτελάδες).
[19] Προφανώς η επιτροπή, παίρνοντας υπόψη τις εκθέσεις των επιθεωρητών καθαριότητας – θεσμός που τότε καθιερώθηκε (βλ. Μ. Μελέντη, ό.π., σ. 353) – αλλά και το πόρισμα της δικής της αυτοψίας,  έπρεπε να δώσει λύση στο πρόβλημα της καθαριότητας των δρόμων.
[20] Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι εκατό χρόνια αργότερα (πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα) η Δημοτική Αρχή του Αργοστολιού  εξακολουθούσε να κάνει «γουλοστρώσεις», «επιστρώσεις διά κιμιλιάς [= κιαρίνας]», «κρασπεδώσεις [= «να βάνη κο(υ)ρτελάδες»]» και να κατασκευάζει «ρείθρα» στους δρόμους της πόλης. Βλ. τα σχετικά από τη λογοδοσία του δημάρχου Αργοστολιού κατά την τετραετία 1904-1907, Μαρίνος Σπ. Φωκάς-Κοσμετάτος, Δύο Δημαρχίες στο Αργοστόλι. Μαρ. Σπ. Φωκά-Κοσμετάτου (1975-1982), Σπ. Γερ. Φωκά-Κοσμετάτου (1903-1914). Προγραμματισμοί – Αγώνες – Επιτεύγματα, Αργοστόλι 1983, σσ. 378-381.
[21] Το πρόβλημα αυτό δεν ήταν εύκολο να λυθεί. Βασάνιζε την πόλη του Αργοστολιού και κατά την περίοδο της Αγγλοκρατίας αλλά και μετά την Ένωση (1864) μέχρι και τις αρχές του 20ού αιώνα , βλ. Α-Δ. Δεμπόνος, «Ρύπανση – Δυσωδία. Το δίπτυχο και διαχρονικά αθεράπευτο σύμπτωμα μιας ψιμυθιωμένης κοινωνίας», Κυμοθόη, τ. 22-23 (2012-2013), σσ. 339-370.
[22] Τα Λυκιαρδοπουλάτα εκτείνονταν – και εκτείνονται - στη νότια πλευρά της πόλης. Αρχικά, μέχρι τα τέλη του 17ου αιώνα, το νοτιοανατολικό τμήμα τους αποτελούσε τμήμα της λιμνοθάλασσας του Κουτάβου, το οποίο στη συνέχεια μπαζώθηκε και μετατράπηκε σε βάλτο, αλλά κατά την τελευταία δεκαετία της Βρετανικής Προστασίας αποξηράνθηκε και λίγα χρόνια μετά την Ένωση έγινε δημοτική ιδιοκτησία, βλ. Α-Δ. Δεμπόνος, Κούταβος. Το χρονικό ενός βάλτου, έκδοση Δήμου Αργοστολίου, Αργοστόλι 1999, σσ. 99-107.
[23] Η εκκλησία του Αγίου Νικολάου των Ξένων, η πρώτη από τη (νότια)  είσοδο του Αργοστολιού, οφείλει την επωνυμία «των Ξένων» στο ότι στο δικό της νεκροταφείο ενταφιάζονταν οι ξένοι, που πέθαιναν στην πόλη, βλ. Γ. Πεντόγαλος, ό.π., σ. 49.
[24] Η εκκλησία και το μοναστήρι του Αγίου Νικολάου των Καθολικών βρισκόταν εκεί που σήμερα είναι κτισμένη η καθολική εκκλησία του Αγίου Νικολάου, στο Λιθόστρωτο
[25] Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το έγγραφο, από το «ατζούπι» του σπιτιού, δηλαδή από τον κατά πλάτος τοίχο. «Ατζούπι/ατσούπι» σημαίνει την τριγωνική απόληξη του κατά πλάτος τοίχου του σπιτιού, όπου στηρίζεται η δίριχτη στέγη, και συνεκδοχικά το συγκεκριμένο τοίχο, βλ. Η. Τσιτσέλης, ό.π., τ. Γ΄, σσ. 144 (λ. ατσούπι),  532 (λ. ατσούπι-καβελαριά)  και Δ. Πανταζάτος, ό.π., σ. 42  (λ. ατσούπι).
[26] Εντύπωση προκαλεί  η αναφορά σε «Πόντε». Η λέξη σημαίνει α) την αποβάθρα/προβλήτα, β) το μαδέρι με το οποίο επικοινωνούν τα πληρώματα των πλοίων με την προβλήτα και γ) τη γέφυρα, βλ. Δ. Πανταζάτος, ό.π., σ. 208 (λ. πόντε)· Χριστοφ. Γ. Λάζαρης, Τα Λευκαδίτικα. Ετυμολογικόν και ερμηνευτικόν λεξιλόγιον των γλωσσικών ιδιωμάτων της νήσου Λευκάδος, Ιωάννινα 1970, σ. 142 (λ. πόντες)· Γεράσιμος Χυτήρης, Κερκυραϊκό Γλωσσάρι. Ακατάγραφες και δίσημες λέξεις, έκδοση Εταιρείας Κερκυραϊκών Σπουδών, Κέρκυρα 21992, σ. 155 (λ. πόντες). Με την πρώτη σημασία (αποβάθρα/προβλήτα) έχουμε τις ιδιωτικές αποβάθρες, που διάφορες οικογένειες του Αργοστολιού για τις δικές τους εμπορικές δοσοληψίες είχαν κατασκευάσει στην ακτογραμμή (και τις χρησιμοποιούσαν ακόμη και εκείνη την περίοδο), πριν ο  Ch. J. Napier διαμορφώσει την προκυμαία της πόλης, βλ. Γ. Πεντόγαλος, «Αργοστόλι 1757. Ο χώρος και οι κάτοικοι», ό.π., σ. 50, και Γ. Βλάχος, ό.π., σσ. 122, 124.   Επειδή όμως δεν προσδιορίζεται ποιας οικογένειας είναι ό «πόντες», συμπεραίνουμε ότι η λέξη του εγγράφου δε σημαίνει αποβάθρα αλλά γέφυρα.  Για να γίνεται στο έγγραφο αναφορά σε γέφυρα δύο πράγματα μπορεί να συμβαίνουν: είτε μέχρι εκείνη την περίοδο ήταν λειτουργική, με τα όποια ενδεχομένως προβλήματά της, μια ξύλινη προφανώς σε πασσάλους στηριγμένη γέφυρα, είτε μπορεί – το πιθανότερο - να είχε καταστραφεί, αλλά να είχε παραμείνει ο όρος ως τοπωνύμιο. Αν τα πράγματα έχουν έτσι, τότε η συγκεκριμένη αναφορά του εγγράφου έχει την αξία της, καθώς τεκμηριώνει την ύπαρξη γέφυρας πολύ πριν ο Ch. Ph. De Bosset κατασκευάσει τη γνωστή σε όλους μας «Γέφυρα του Δεβοσέτου». Πάντως, σε παλαιότερη μελέτη μας (βλ. Π. Πετράτος, ό.π. σσ. 245-246 και σ. 260, σημ. 6 και 7) είχαμε επισημάνει την περίπτωση αυτή, την ύπαρξη δηλαδή γέφυρας ανάμεσα στο Αργοστόλι και την απέναντι ακτή, με βάση σχετικές βιβλιογραφικές αναφορές και σχετικούς χάρτες του 17ου αιώνα. Έξι χρόνια αργότερα, ο Ch. Ph. De Bosset θα έρθει να εφαρμόσει τα σχέδιά του για μονιμότερη πλέον γεφύρωση των δύο ακτών του κόλπου του Αργοστολιού.
[27] Η εκκλησία της Ευαγγελίστριας του Φουσάτου βρισκόταν εκεί περίπου που σήμερα έχει ανεγερθεί ο μητροπολιτικός ναός της πόλης. Βλ. Γ. Πεντόγαλος, ό.π., σ. 50.
[28] Πρόκειται για δρόμο στη συνοικία του Αγίου Γερασίμου, η οποία εκτεινόταν ανατολικά από τη σημερινή κεντρική πλατεία του Αργοστολιού, όπου εκεί είχε τα σπίτια της η οικογένεια Δελλαδέτσιμα· άλλωστε, ο ναός του Αγίου Γερασίμου ήταν κτητορικός των Δελλαδέτσιμα, βλ. Γ. Πεντόγαλος,  ό.π., σ. 51.  
[29] Βλ. Μ. Μελέντη, ό.π., σσ. 345, 355.
[30] Το έγγραφο είναι σχετικά ευανάγνωστο, αλλά αρκετά ανορθόγραφο και με ελάχιστους τονισμούς. Κατά τη μεταγραφή θεωρήσαμε σωστό για την καλύτερη ανάγνωση και κατανόηση του κειμένου να χρησιμοποιήσουμε το μονοτονικό σύστημα, παρά το γεγονός ότι πρόκειται για κείμενο παλαιότερης εποχής – μόνο προβλήματα θα δημιουργούσε η εφαρμογή πολυτονικού συστήματος σε ένα ανορθόγραφο κείμενο.  Κεφαλαιοποιήσαμε τα αρχικά γράμματα των κύριων ονομάτων (προσώπων και τόπων) και διαχωρίσαμε τα εγκλιτικά από τις λέξεις τους, ενώ διατηρήσαμε τη στίξη, όπως ήταν. Αναπτύξαμε τις συντμήσεις και τις συντομογραφίες των λέξεων Αργ(οστό)λι, S(ignor), Δ(όκτο)ρ, Κό(ντε), Νοτάρ(ιο)ς, κ(αι), π(οτ)έ. Χρησιμοποιήσαμε τα εξής κριτικά σημεία: [   ] = ερμηνεία ιδιωματισμών, <  > = γράμματα που παρέλειψε ο νοτάριος, {  }= διαγραφή γραμμάτων.