Τρίτη 13 Ιουνίου 2017

ΜΕΜΑΣ [ΚΑΛΟΓΗΡΑΤΟΣ], Ο ΚΑΛΟΣ ΦΙΛΟΣ





Δημοσιεύτηκε στον τόμο Μεμά Καλογηράτου, Γλυπτοθήκη,  
επιστημονική επιμέλεια, κείμενα Δώρα Φ. Μαρκάτου, 
Αργοστόλι 2015, σσ. 243-245.
 



          Τον συναντάς στο δρόμο, στο καφενείο, σε ανοικτές εκδηλώσεις και δεν υποψιάζεσαι πως αυτός είναι ο γνωστός και καταξιωμένος πανελλαδικά γλύπτης Μεμάς Καλογηράτος. Γιατί ο Μεμάς είναι απλός και καταδεκτικός άνθρωπος. Δεν κουβαλάει τα «σημάδια» του φτασμένου και τις αδυναμίες του «κουλτουριάρη». Απόλυτα προσγειωμένος και κατασταλαγμένος, μπορεί και συνδιαλέγεται με κάθε κατηγορίας συμπολίτη του, αλλά και ο τελευταίος μπορεί να κάνει παρέα μαζί του, χωρίς να νιώθει μειονεκτικά.
          Γι’ αυτόν τον Μεμά θα γράψω: για τον άνθρωπο, για τον πολίτη Μεμά και όχι για τον Μεμά καλλιτέχνη, καθώς δεν είμαι ειδικός. Η συναναστροφή μου μαζί του 30 περίπου χρόνια τώρα μου δίνει το «δικαίωμα» να μιλήσω με σιγουριά για τον άνθρωπο και τον πολίτη Μεμά, καθώς  αμέτρητες οι συναντήσεις και οι συζητήσεις μαζί του, πολλές οι περιηγήσεις στις φυσικές ομορφιές, στα αρχαιολογικά κατάλοιπα και στους ιστορικούς τόπους του νησιού μας, αρκετές οι συνεργασίες μαζί του.
          Θα το πω από την αρχή και χωρίς περιστροφές:
-- Απλός και λιτός είναι ο Μεμάς ως άνθρωπος, σχεδόν  δωρικός θα έλεγα -  γνωρίσματα  εξάλλου που έχουν «μετακενωθεί» στα ίδια τα γλυπτά του δημιουργήματα, όπως άλλωστε έχουν γράψει οι ειδικοί. Και όντας λιτός και απλός, δίνει  ιδιαίτερη σημασία στα απλά πράγματα, καθώς η ίδια η ζωή τού έχει μάθει  τη μεγαλοσύνη των καθημερινών ανθρώπων και των καθημερινών πραγμάτων.
-- Ευαίσθητος κοινωνικά και ενεργός πολιτικά είναι ως πολίτης ο Μεμάς. Μόνο που η κοινωνικότητά του αυτή δεν είναι θορυβώδης και η πολιτική του ενασχόληση δεν είναι επιδεικτική· αντίθετα, είναι μαχητική και ταυτόχρονα διακριτική. Ποτέ δε δημοσιοποίησε, για παράδειγμα, την ουσιαστική συμμετοχή στο Δ.Σ. της ΕΦΕΕ, στις αρχές της ταραγμένης δεκαετίας του 1960 και τις διώξεις που είχε υποστεί.
-- Και ως σύνθεση όλων των παραπάνω – όσο κι αν φαίνεται αυτό οξύμωρο – είναι μοναχικό άτομο ο Μεμάς – όχι με την έννοια της άρνησης της κοινωνίας ή της ηθελημένης απομόνωσης, αλλά με τη διαλεκτική σημασία των όρων “μοναξιά” (: η δυνατότητα να μπορείς ν’ ακούσεις το βουητό του κόσμου), ή “μοναχικό άτομο” (: αυτός που συνδιαλέγεται με τη φύση ολόκληρη και την κοινωνία ολάκερη). Άλλωστε, η μοναξιά είναι γνώρισμα κάθε αληθινού καλλιτέχνη.
          Χαρακτηριστική απόδειξη όλων των παραπάνω αποτελεί, νομίζω, η μόνιμη εγκατάστασή του στο γενέθλιο νησί του, την Κεφαλονιά. Και τούτο γιατί αυτή η μετακίνηση έγινε σε μια περίοδο που ο Μεμάς βρισκόταν στην ακμή της καλλιτεχνικής του δραστηριότητας και έγινε από τη γεμάτη καλλιτεχνική ζωή και ζύμωση αθηναϊκή πρωτεύουσα σ’ ένα νησιωτικό χώρο που τότε (1980) δεν παρουσίαζε κάποια ζηλευτή πνευματικότητα ή κάποια ξεχωριστή καλλιτεχνική κινητικότητα. Άφησε το κέντρο το καλλιτεχνικό, για  να εγκατασταθεί μόνιμα σ’ έναν τόπο της περιφέρειας. Αν και διακυβευόταν το καλλιτεχνικό του μέλλον, τόλμησε να υπερβεί τα «εσκαμμένα», για να ζήσει μια πιο απλή, πιο φυσική, πιο ανθρώπινη ζωή με τη γυναίκα του, κοντά στη φύση, που πάντα αγαπούσε, αγαπά και θαυμάζει, κοντά στον απλό, καθημερινό άνθρωπο της επαρχίας και μακριά ενδεχομένως από τις καλλιτεχνικές ή «κουλτουριάρικες» ομαδοποιήσεις του κέντρου.
          Έτσι, λοιπόν, «εξαιτίας» εκείνου του ερχομού και της μόνιμής του εγκατάστασης στην Κεφαλονιά, γνωριστήκαμε με τον Μεμά και από τότε καλά κρατεί η φιλία μας.
          Μέσα από τις κατά καιρούς συνεργασίες μας σε διάφορα θέματα έχει καταγραφεί η εργατικότητα και η συνέπειά του στο καθετί που ανελάμβανε, έτσι ώστε οι υπόλοιποι της ομάδας να είμαστε σίγουροι για την αποτελεσματικότητα της συμμετοχής του. Η θετική του σκέψη πάντα μας ήταν χρήσιμη και η δράση του πολύτιμη. Όντας βαθιά πεισμένος στην αναγκαιότητα του ομαδικού, του συνεργατικού πνεύματος,  γινόταν την ώρα της κριτικής αυστηρότατος κριτής της ανευθυνότητας και της ασυνέπειας, παρ’ όλο που κατά τη διάρκεια υλοποίησης κάποιων κοινών αποφάσεων έδειχνε ανεκτικός προς τους άλλους.  Βέβαια, χωρίς ο ίδιος να το καταλαβαίνει και να το παραδέχεται,  υπήρχαν φορές που γινόταν υπερβολικός ή και  άδικος, καθώς δεν έκρινε σφαιρικά και διαχρονικά πρόσωπα και καταστάσεις, εμμένοντας μόνο στη συγκεκριμένη περίπτωση. Αλλά κι αυτή η εμμονή του φανέρωνε την αγωνία του να υλοποιηθεί σωστά η κοινή απόφαση.
          Θαύμαζα, πάντως, την υπομονή και επιμονή του, την τόλμη και αποφασιστικότητά του, τη μεθοδικότητα, με την οποία «κατέστρωνε» το πρόγραμμα  υλοποίησης μιας προσωπικής του ή μιας συλλογικής απόφασης. Ποτέ δεν το φόβισε ο όγκος της δουλειάς, ποτέ δεν άφησε στη μέση κάποια υπόθεση. Και αυτή η τόλμη του στις πρακτικές δουλειές πρόδιδε την τόλμη του στην έκφραση της άποψής του. Ποτέ δε δίσταζε να διατυπώνει την άποψή του. Την έλεγε θαρρετά κι ας γνώριζε πως θα γινόταν αντιπαθής, κι ας γνώριζε πως ενδεχομένως θα έχανε την «παραγγελία» - γιατί συνέβησαν και τέτοια περιστατικά.
          Από τα κύρια ενδιαφέροντά του παραμένει ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός. Έχοντας εντρυφήσει στην αρχαιοελληνική τέχνη και μελετήσει την  αρχαιοελληνική σκέψη και φιλοσοφία, πάντα του άρεσε στις συναντήσεις μας να συζητάμε τέτοια θέματα. Δε σταματά να διαβάζει σχετικά άρθρα και βιβλία και να προκαλεί σχετικές συζητήσεις. Πάντως, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που η αρχαιοελληνική μυθολογία και ιστορία του έδωσαν  τα ερεθίσματα  στη γλυπτική και ζωγραφική του ενασχόληση.
          Αλλά υπάρχει και ένας άλλος μίτος που έφερε σ’ επαφή τον Μεμά με την αρχαιοελληνική σκέψη. Ο κεφαλονίτης γλύπτης καταπιάστηκε για μια ολόκληρη περίοδο με το ανέβασμα αρχαίας ελληνικής τραγωδίας. Εγχείρημα δύσκολο και μάλιστα σε μικρή επαρχιακή πόλη, όπως είναι το Αργοστόλι, το υπηρέτησε όμως με συνέπεια και ευθύνη. Συγκρότησε τη θεατρική ομάδα και ανέλαβε ο ίδιος τη σκηνοθεσία και τα σκηνικά. Οι γνώσεις του αλλά κυρίως η αγάπη του προς το αρχαίο ελληνικό θέατρο, το μεράκι και η ανιδιοτέλεια ήταν εκείνα που του έδωσαν τη δύναμη να ανεβάσει τελικά σημαντικές τραγωδίες («Αγαμέμνων», «Ικέτιδες» κ.ά).
          Και δεν ήταν, νομίζω, τυχαίο που διάλεξε την αρχαία ελληνική τραγωδία. Γνώριζε ο Μεμάς ότι αυτά τα θεατρικά κείμενα εμπεριέχουν τον αγώνα της αρχαίας Αθήνας για την εγκαθίδρυση και σταθεροποίηση του δημοκρατικού πολιτεύματος, ότι τα νοήματα που κουβαλούν οι στίχοι τους βοηθούν και το σημερινό άνθρωπο να σκέφτεται και να διαλέγεται με τον κοινωνικό περίγυρο, να κρίνει και να κατακρίνει την εξουσία, να επιμένει και να τολμά, να απαιτεί και να επαναστατεί. 
          Ωστόσο, και η νεότερη ιστορία, κυρίως πρόσωπα που έδρασαν και γεγονότα που συνέβησαν σε ιστορικά μεταίχμια, δεν είναι έξω από τα ενδιαφέροντα του Μεμά. Άλλωστε, έχει φιλοτεχνήσει κυρίως προτομές προσωπικοτήτων της νεότερης Ελλάδας και ιδιαίτερα από το χώρο του λαϊκού κινήματος. Εντυπωσιακές είναι οι συνθέσεις  του αναφορικά με την Εθνική Αντίσταση. Ας σημειωθεί εδώ ότι σε ηλικία μόλις έξι χρόνων έγινε μάρτυρας της πυρπόλησης του πατρικού του σπιτιού από τις τοπικές  μετακατοχικές παρακρατικές ομάδες, γεγονός που έχει χαραχθεί στη μνήμη του.  Ο ίδιος πάντως από τη δεκαετία του 1960 και μετά κινείται μες στο λαϊκό κίνημα, έχοντας τη δική του συμβολή στους σύγχρονους αγώνες του λαού μας.
          Έντονο είναι το ενδιαφέρον του Μεμά για τη λαϊκή αρχιτεκτονική του νησιού. Στις συναντήσεις μας πάντα μιλούσε με σεβασμό για τους λαϊκούς μαστόρους. Με θυμό και αγανάκτηση αντιμετώπιζε τις σύγχρονες παρεμβάσεις που αλλοίωναν την παραδοσιακή φυσιογνωμία. Ο ίδιος, ερχόμενος για τη μόνιμη εγκατάστασή του στην Κεφαλονιά, έκτισε ένα νεοκλασικό σπίτι στα Μαζαρακάτα, λίγο έξω από το Αργοστόλι, πραγματικό διαμάντι, για να στεγάσει τη ζωή και την τέχνη του, αποφεύγοντας σύγχρονες ισοπεδωτικές αρχιτεκτονικές αντιλήψεις ή «κιτσάτες» νεοελληνικές καρικατούρες.  Και μέσα από αυτή την ενέργειά του ήθελε να δηλώσει την προσήλωσή του στην παράδοση και την υποχρέωσή μας να την υπερασπιστούμε.      
          Ο  καλός φίλος Μεμάς, όπως είναι ένας επιδέξιος πλάστης του χαλκού και της πέτρας, έτσι έχει καταστεί επιδέξιος πλάστης της παρέας μας αλλά και της καθημερινότητάς μας χρόνια τώρα. Έχοντας συμβάλλει με τη γλυπτική του στην ευαισθητοποίηση του ανθρώπου για τα τεκταινόμενα, έτσι και με τις παρεμβάσεις του στις φιλικές συναντήσεις και συζητήσεις μας συμβάλλει στο μπόλιασμά μας με αντισώματα για την επαναπροσέγγιση του «ανθρώπινου μέτρου» και την επανακατάκτηση της απλότητας και αμεσότητας. Τον ευχαριστούμε ολόψυχα.
 


ΟΙ "ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΣΚΛΑΒΟΙ" ΤΟΥ ΧΑΛΑΝΔΡΙΟΥ ΚΑΙ Ο ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΙΑΚΟΣ ΚΕΦΑΛΟΝΙΤΗΣ ΝΙΚΟΣ ΜΟΣΧΟΠΟΥΛΟΣ




 Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Κεφαλληνιακά Χρονικά, τ. 17 (2016), σσ. 89-132
 


Ι. Κατοχή στην Αθήνα. Ξεκινά η αντίσταση[1]

          Το πολεμικό μέτωπο έχει υποχωρήσει, έχει υπογραφεί η συνθηκολόγηση, ομάδες-ομάδες οι Έλληνες φαντάροι, όσοι δεν αιχμαλωτίστηκαν, προδομένοι από την ηγεσία τους και ταλαιπωρημένοι επιστρέφουν στις εστίες τους και οι οπισθοφυλακές των Βρετανών  δίνουν τις τελευταίες μάχες. Ο βασιλιάς και η κυβέρνησή του έχουν εγκαταλείψει την Αθήνα για την Κρήτη και η Ελλάδα έχει μείνει ακυβέρνητη. Στην Αθήνα ο στρατιωτικός διοικητής Αττικοβοιωτίας στρατηγός Χ. Καβράκος προετοιμάζει το «κλίμα» αποδοχής και υποδοχής της Κατοχής και πρωί της 27ης Απριλίου 1941 παραδίνει την ελληνική πρωτεύουσα στους Γερμανούς κατακτητές[2].  
          Ο πρώτος κατοχικός χειμώνας 1941-42 φέρνει την πείνα, η οποία κυρίως πλήττει τα φτωχά και μεσαία στρώματα του πληθυσμού της Αθήνας και του Πειραιά και της ευρύτερης περιοχής τους με άμεσο συνακόλουθό της τη μαύρη αγορά και έτσι το πρόβλημα της εξασφάλισης της καθημερινής επιβίωσης αναδεικνύεται σε πρώτιστο θέμα ύπαρξης[3]. Στις ατέλειωτες ουρές των συσσιτίων, που καθημερινά δημιουργούνται στο κέντρο και τις περισσότερες αθηναϊκές συνοικίες, στις καθημερινές, επίπονες και παράτολμες ατομικές και συλλογικές προσπάθειες για την αντιμετώπιση της πείνας ο λαός συνειδητοποιεί την ανάγκη του οργανωμένου συλλογικού αγώνα, την αναγκαιότητα της Αντίστασης[4]. Ο αγώνας για την επιβίωση του πληθυσμού, που εκδηλώθηκε μέσα από τη δημιουργία επιτροπών και τη διοργάνωση διαδηλώσεων και απεργιών, είναι μια πρώτη μαζική αντιστασιακή πράξη[5].
          Βέβαια, από τις πρώτες ημέρες της Κατοχής το σύνολο σχεδόν του ελληνικού λαού  – με τις απαραίτητες, σε τέτοιες περιπτώσεις, εξαιρέσεις – ατομικά ή ομαδικά,  αρχίζει να δηλώνει την αντίθεσή του στη «νέα τάξη πραγμάτων», που επιβλήθηκε στη χώρα του. Και τη δείχνει ενεργητικά[6] με διάφορους τρόπους: με τη διανομή χειρόγραφων ή τυπωμένων προκηρύξεων[7], με την απόκρυψη όπλων και τη συγκρότηση των πρώτων ένοπλων ομάδων στην ύπαιθρο[8], με την απόκρυψη, περίθαλψη και φυγάδευση Βρετανών, Αυστραλών και Νεοζηλανδών στρατιωτών παρά την απειλή θανάτου[9], με το κατέβασμα της γερμανικής σημαίας από την Ακρόπολη από τους Αποστόλη Σάντα και Μανώλη Γλέζο[10], με δολιοφθορές στην Αθήνα και άλλες πόλεις[11], με κρυφές αναχωρήσεις-φυγαδεύσεις Ελλήνων δημοκρατικών αξιωματικών, οπλιτών και ναυτεργατών αλλά και Βρετανών από τις ελληνικές ακτές και τα αιγαιοπελαγίτικα νησιά στη Μέση Ανατολή[12], ακόμη και με προσωπική θυσία[13].
          Στο μεταξύ, επιτακτική γίνεται η ανάγκη να συγκροτηθεί ενιαίο αντιστασιακό κίνημα. Αρχικά, πολλοί πατριώτες παίρνουν πρωτοβουλίες και σχηματίζουν αντιστασιακές οργανώσεις με αρχές και πρόγραμμα, από τις οποίες άλλες παραμένουν και δρουν ανεξάρτητες και αυτόνομες μέχρι το τέλος της Κατοχής και άλλες συνεργάζονται ή συγχωνεύονται με τις πανελλήνιες[14], αφότου οι τελευταίες αυτές ιδρυθούν μέσα στο Σεπτέμβριο του 1941 με μαζικότερη και ενεργητικότερη το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ)[15].  Ανάμεσα σε εκείνες τις πρώτες προδρομικές οργανώσεις, που ιδρύθηκαν και έδρασαν στο χώρο της ευρύτερης περιοχής της Αθήνας, συγκαταλέγεται και η οργάνωση με την επωνυμία «Ελεύθεροι Σκλάβοι», της οποίας δραστήριο μέλος υπήρξε ο κεφαλονίτικης καταγωγής κάτοικος Χαλανδρίου Νίκος Μοσχόπουλος.        
        

ΙΙ. Ο Νίκος Μοσχόπουλος μαθητής και σπουδαστής

          Κεφαλονίτικη η οικογένεια του Ν. Μοσχόπουλου· καταγόταν από τα Χαβριάτα της Παλικής. Εκεί γεννήθηκε ο πατέρας του Γεράσιμος, τον οποίον όμως οι ανάγκες της οικογένειας και γενικότερα της ζωής τον οδήγησαν μαζί με τη γυναίκα του Μαρία στη μετανάστευση. Εγκαταστάθηκαν και εργάστηκαν οι γονείς στις ΗΠΑ (Burlington, Vermont), όπου το 1918[16] γεννήθηκε ο Νίκος[17]. Ο πατέρας Γεράσιμος, ο οποίος στο μεταξύ είχε «στήσει» δικό του εστιατόριο, έστειλε στις αρχές της δεκαετίας του 1920 τη γυναίκα του Μαρία και τα δυο παιδιά τους Νίκο και Ρόζα στην Κεφαλονιά, για να παρακολουθήσουν τα μαθήματα του Δημοτικού και του Γυμνασίου. Μητέρα και παιδιά εγκαταστάθηκαν στο Αργοστόλι, στα Σχολεία του οποίου φοίτησαν.
      Ο Νίκος μετά το Α΄ Δημοτικό Σχολείο Αργοστολίου φοίτησε στο Γυμνάσιο Αρρένων Αργοστολίου, στην Α΄ τάξη του οποίου εγγράφηκε στις 30-9-1931[18]. Ήταν καλός μαθητής αλλά ίσως λίγο ζωηρός, καθώς στην Δ΄ τάξη η διαγωγή του μετατράπηκε από «κοσμιοτάτη» σε «κοσμία», χωρίς να έχει καταγραφεί σε Πράξη του Σχολείου ο λόγος[19]. Πάντως, κατά τη διάρκεια της φοίτησής του στην Ε΄ τάξη, το Δεκέμβριο του 1935, αποβάλλεται από το Σχολείο για 6 ημέρες. Και να ποιος ήταν ο  λόγος, σύμφωνα με τη σχετική Πράξη του Συλλόγου Διδασκόντων του Γυμνασίου: κατά την ημέρα της ονομαστικής γιορτής του (6 Δεκεμβρίου) ο Νίκος κάλεσε στο σπίτι του «απουσία των γονέων του» μαθητές, μαθήτριες και εξωσχολικούς και «προέβησαν εις φωνασκίας προκαλέσαντες την κοινήν προσοχήν» και γενικά δεν τήρησαν «κοσμιότητα και ευπρέπειαν»[20]. Ίσως και γι’ αυτόν το λόγο η οικογένεια υποχρεώθηκε να στείλει τον Νίκο στην Αθήνα, για τη συνέχιση των γυμνασιακών του σπουδών. Πάντως, τότε η αδελφή του Ρόζα ήταν ήδη φοιτήτρια στη Σχολή Ιατρικής του Πανεπιστημίου της Αθήνας (πήρε πτυχίο το 1940) και μάλλον θεώρησαν καλό οι γονείς να μετακινηθεί η μητέρα με τον Νίκο στην πρωτεύουσα, και συγκεκριμένα στην περιοχή του Χαλανδρίου, όπου και εγκαταστάθηκαν. Έτσι, στις 17 Ιανουαρίου 1936 ο Νίκος παίρνει (με διαγωγή, εννοείται, κοσμία)[21] μετεγγραφή για Γυμνάσιο της Αθήνας[22].
          Τον Ιούλιο του 1938 παίρνει το απολυτήριο του Γυμνασίου (με βαθμό απόλυσης 13 «καλώς»), αλλά δε συνεχίζει αμέσως τις σπουδές του στην Ανώτατη Εκπαίδευση. Προφανώς αρχίζει να εργάζεται, προετοιμαζόμενος παράλληλα για τις εισαγωγικές εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο. Στο μεταξύ ξεκινά ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, εισβάλλουν Ιταλοί, Γερμανοί και Βούλγαροι στην Ελλάδα  και η νέα κατοχική κατάσταση δυσκολεύει ακόμη περισσότερο την οικογένεια του Νίκου, ενώ η αναστάτωση που προκαλείται στη λειτουργία και τα προγράμματα των Ανωτάτων Σχολών τον κρατά μακριά από τις τελευταίες. Τελικά, με την επαναλειτουργία των Σχολών αυτών από το Σεπτέμβριο του 1941 ο Νίκος υποβάλλει τότε αίτηση προς την Ανώτατη Σχολή Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών (ΑΣΟΕΕ) για συμμετοχή του στις εισιτήριες εξετάσεις, στις οποίες πετυχαίνει. Έτσι, το ακαδημαϊκό έτος 1941-42 είναι το πρώτο φοιτητικό έτος του Νίκου[23].
          Εκείνη την ακαδημαϊκή χρονιά (1941-42) στην ΑΣΟΕΕ παρουσιάζεται μια φοιτητική κινητικότητα με αιτήματα φοιτητικά αλλά και πολιτικά: κατάργηση διδάκτρων, καθιέρωση συσσιτίου, έναρξη λειτουργίας της Βιβλιοθήκης της Σχολής, αλλά και παρεμπόδιση φιλομεταξικών καθηγητών να εκτελέσουν τα διδακτικά τους καθήκοντα[24]. Μπορούμε βάσιμα να υποθέσουμε ότι και ο Νίκος θα είχε τη συμμετοχή του σε αυτές τις ενέργειες, καθώς στο μεταξύ από το Μάιο του ίδιου χρόνου δρα στο πλαίσιο αντιστασιακής οργάνωσης, για τη δημιουργία της οποίας εργάστηκε και ο ίδιος, στον τόπο κατοικίας του, το Χαλάνδρι, όπως θα αναφερθεί παρακάτω.

         
ΙΙΙ. Η αντιστασιακή οργάνωση «Ελεύθεροι Σκλάβοι» του Χαλανδρίου

          Η Αθήνα, ο Πειραιάς και οι συνοικίες τους ζουν κάτω από το πέπλο της Κατοχής. Οι κάτοικοί τους, όμως, που ήδη συνειδητοποιούν τη βίαιη ανατροπή της καθημερινότητάς τους, δε μένουν με τα χέρια σταυρωμένα. Χωρίς να περιμένουν την παρότρυνση ή την καθοδήγηση από κάποια πολιτικά ή κομματικά κέντρα, έγκαιρα δραστηριοποιούνται. Κυρίως οι νέοι των περιοχών αυτών, όσοι δε φεύγουν για τη Μέση Ανατολή και μένουν στη σκλαβωμένη πατρίδα, αλλά δε «βολεύονται»[25]  με τη νέα κατάσταση, αρχίζουν κρυφά-κρυφά τις συναντήσεις, τις συζητήσεις και παίρνουν τις αποφάσεις τους[26]. Κάπως έτσι ιδρύθηκε και λειτούργησε στο Χαλάνδρι η μικρή αλλά δραστήρια αντιστασιακή οργάνωση «Ελεύθεροι Σκλάβοι» - άγνωστη στους ερευνητές αυτής της περιόδου[27].
           Ένα από τα ιδρυτικά της μέλη, ο Τάσος Δανιήλ, σε συνέντευξή  του το 1999 ανέφερε το ιστορικό της ίδρυσης[28]. Η κατάκτηση της χώρας άλλαξε τη ζωή και τη σκέψη της νεανικής παρέας στο Χαλάνδρι[29]. Την ταρακούνησαν τα νέα δεδομένα. Η καθημερινή παρουσία των κατακτητών με το φόβο και την τρομοκρατία, που εφάρμοζαν, προβλημάτισε αρκετούς Χαλανδριώτες νέους, τον Τ. Δανιήλ, πειραιώτικης καταγωγής, και τον Νίκο Μοσχόπουλο, κεφαλονίτικης καταγωγής, ενταγμένους στο κομμουνιστικό κίνημα, σύμφωνα με τον πρώτο, καθώς και τους Λευτέρη Κιοσσέ, πειραιώτικης καταγωγής, Γιώργο Γκολέμη, Απόστολο Ανυφαντάκη, τον αδελφό του Τ. Δανιήλ[30] μαζί με άλλους έξι[31], κάποιοι από τους οποίους κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου είχαν συγκροτήσει θεατρική ομάδα και ανέβασαν στο Χαλάνδρι παράσταση με έργο «γύρω από την ανάγκη αντίστασης απέναντι στους Ιταλούς» με επιτυχία, για να εμψυχώσουν τον κόσμο στον αγώνα του ελληνικού λαού κατά των Ιταλών. Και τώρα με τους κατακτητές κάθε μέρα μπροστά τους δεν μπορούσαν να αποδεχτούν την ιδέα της σκλαβιάς· ήθελαν να ζουν ελεύθεροι.
          Έτσι, η παρέα των «ανέμελων νέων, που βολτάριζε και πείραζε τα κορίτσια, μεταβλήθηκε απ’ τη μια μέρα στην άλλη σε αντιστασιακή ομάδα. Χωρίς να το πάρουμε χαμπάρι αναλάβαμε στους ώμους μας καθήκοντα», λέει με έμφαση ο αφηγητής Τ. Δανιήλ. Συζήτησαν και ξανασυζήτησαν. Γνώριζαν ότι η απόφαση για ίδρυση οργάνωσης συνεπαγόταν εγκατάλειψη της ανέμελης ζωής τους αλλά και ταυτόχρονη έκθεση τους σε κινδύνους[32]. Και προς τα τέλη Μαΐου 1941 – ένα δηλαδή μήνα από την έναρξη της Κατοχής – είχαν πάρει την απόφασή τους: θα  ιδρύσουν οργάνωση αντίστασης κατά των κατακτητών. Την ονομάτισαν «Ελεύθεροι Σκλάβοι»[33] - μια επωνυμία που παραπέμπει στον τίτλο του ποιήματος «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» του εθνικού ποιητή Δ. Σολωμού αλλά και σε εκείνον του Κώστα Βάρναλη «Σκλάβοι Πολιορκημένοι».
          Συμφώνησαν, μάλιστα, και στη διατύπωση καταστατικού, όπου συμπεριέλαβαν συγκεκριμένες αρχές. Ο αφηγητής μας είναι ξεκάθαρος, όπως ξεκάθαρος θα ήταν και ο προβληματισμός των δώδεκα εκείνων Χαλανδριωτών νέων. «Το πιο ξεκάθαρο ήταν ότι θέλαμε να πολεμήσουμε και από αυτή την άποψη δεν εμποδίζαμε κανένα». Δηλαδή η οργάνωση θα είναι ανοικτή σε κάθε πατριώτη, αδιάφορη ποια ήταν η κομματική του θέση. «Εκείνο που είχε σημασία είναι ότι από την αρχή είχαμε ξεκαθαρίσει ότι μπορεί να συμμετάσχει όποιος θέλει ασχέτως που ανήκει, πράγμα που έδειχνε ότι δεν είχαμε απολύτως καμιά προκατάληψη με το κομμουνιστικό κόμμα και τους αγωνιστές του». Και αυτή η διευκρίνιση είχε μεγάλη σημασία για εκείνη την περίοδο.
          Το καταστατικό, επίσης, είχε μια σοφή πρόβλεψη. Αναφέρει ο Τ. Δανιήλ: «Καταλαβαίναμε πολύ καλά ότι μόνοι μας δεν κάναμε απολύτως τίποτε και ότι θα χρειαζόταν μια πανελλαδική οργάνωση». Γι’ αυτό ακριβώς το καταστατικό της οργάνωσης δέσμευε τα μέλη της, «μόλις παρουσιασθεί μια πανελλαδική οργάνωση»,  να αυτοδιαλυθούν οι «Ελεύθεροι Σκλάβοι» και να ενταχθούν στην πανελλαδική αντιστασιακή οργάνωση. Αυτή η καταστατική αρχή είχε τη σημασία της: διαπαιδαγωγούσε τα μέλη της οργάνωσης στην ενότητα και την ομοψυχία. Και έτσι θα είναι έτοιμα, όταν θα ιδρυθεί το ΕΑΜ και θα κάνει το πανεθνικό, ενωτικό σάλπισμά του.
          Τα μέσα και οι τρόποι, με τους οποίους θα αντιστέκονταν στους κατακτητές, καθορίζονταν από το καταστατικό. Πρώτα-πρώτα στόχευαν στην ενημέρωση των συμπολιτών τους. Με αναγραφή συνθημάτων στους τοίχους, με εκτύπωση και διανομή προκηρύξεων και με έκδοση εφημερίδας. Πώς, όμως, θα έγραφαν τα συνθήματα; Κουβάδες και βούρτσες δεν είχαν, αλλά κι αν ακόμη αγόραζαν, ίσως να κινούσαν τις υποψίες. Γι’ αυτό χρησιμοποίησαν κερί, το οποίο και πάλι για λόγους περιφρούρησης δεν το αγόραζαν αλλά το …. έκλεβαν από τις εκκλησίες. Το κερί, εξηγεί ο Τ. Δανιήλ, «το χύναμε με μίνιο και φτιάχναμε πολύ χοντρά κραγιόνια». Και με αυτά έγραφαν στους τοίχους του Χαλανδρίου συνθήματα αντικατοχικού, αντιγερμανικού, αντιφασιστικού, απελευθερωτικού, γενικότερα αντιστασιακού περιεχομένου. Κάποια, μάλιστα, με τη φροντίδα του γερμανομαθούς Τ. Δανιήλ, γράφονταν στη γερμανική γλώσσα.
          Οι προκηρύξεις και η εφημερίδα τυπώνονταν σε αυτοσχέδιο πολύγραφο, κατασκεύασμα του Τ. Δανιήλ, όπως ο ίδιος αναφέρει: «Τον πολύγραφο τον έφτιαξα εγώ με δύο τελάρα τοποθετημένα το ένα πάνω στο άλλο. Το ένα είχε μια οργαντίνα. Από κάτω βάζαμε πανί. Είχαμε και ένα κύλινδρο, βάζαμε το χαρτί, κατεβάζαμε την οργαντίνα, την περνούσαμε μια δύο φορές και έβγαινε η εφημερίδα μας». Και διευκρινίζει ότι ως πρωτότυπο για αναπαραγωγή είχαν τα «στένσιλ» (stencil). Aυτά «ήταν κάτι μεμβράνες που τις πουλούσαν στο εμπόριο, άφηναν μια πληγή στη θέση του γράμματος[34]. Αποτέλεσμα ήταν ότι, καθώς περνούσε ο κύλινδρος με το μελάνι, το γράμμα έβγαινε από κάτω». Έτσι, η χαλανδριώτικη αντιστασιακή οργάνωση κατασκεύασε τον πολύγραφό της για την εκτύπωση του έντυπου προπαγανδιστικού της υλικού.
          Τις προκηρύξεις και τα φυλλάδιά τους τα μέλη της οργάνωσης τα μοίραζαν «χέρι με χέρι» ή κυρίως τα άφηναν στα τραπέζια των καφενείων. Το περιεχόμενό τους σχετιζόταν προφανώς με την υπάρχουσα κατάσταση, χωρίς όμως να μένουν οι νέοι του Χαλανδρίου σε απλές διαπιστώσεις· προχωρούσαν σε παροτρύνσεις, σε δυναμικές προτάσεις: «Χίτλερ, ο φανατικός και φιλόδοξος εγκληματίας – Ζούμε κάτω από ζυγό κτηνών – Χρειάζεται δραστήρια μάχη εναντίον του τυράννου – Θάνατος στους βασανιστές μας Γερμανοϊταλούς – Όλοι ας γίνουμε επαναστάτες». Επίσης, μέσω αυτού του έντυπου υλικού μετέδιδαν στους συμπολίτες τους και ειδήσεις προερχόμενες από τους συμμαχικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς[35].
          Διακινούσαν, επιπλέον, με τον ίδιο παραπάνω τρόπο και την εφημερίδα τους. Γιατί εξέδωσαν και εφημερίδα[36], δεκαπενθήμερη, την οποία ονομάτισαν Η Φωνή των Σκλάβων. Δυστυχώς, το έντυπο λανθάνει[37]. Έτσι, γι’ αυτήν την πράγματι σπουδαία και ριψοκίνδυνη δραστηριότητα της οργάνωσης δε γνωρίζουμε σχεδόν τίποτε. Δε γνωρίζουμε ποιος ήταν  υπότιτλος ή αν η εφημερίδα είχε μότο, όπως συνήθως είχαν όλες σχεδόν οι παράνομες αντιστασιακές εφημερίδες της εποχής, δε γνωρίζουμε τη διάρθρωση της ύλης, τις μόνιμες στήλες και το περιεχόμενό τους, δε γνωρίζουμε αν είχε καλλιτεχνικό υλικό (σχέδια κ.λπ.)[38]. Πάντως, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Τ. Δανιήλ, πρόλαβαν και τύπωσαν τέσσερα φύλλα σε 500 αντίτυπα/τραβήγματα κάθε φορά.
          Το καταστατικό, επίσης, προέβλεπε την πραγματοποίηση ενεργειών-δολιοφθορών, που σκοπό θα είχαν είτε να προκαλέσουν ζημιά, υλική ή ηθική, στους κατακτητές είτε να αναπτερώσουν το ηθικό των συμπολιτών τους. Και τέτοιες ενέργειες αναφέρει στη συνέντευξή του ο Τ. Δανιήλ, υπογραμμίζοντας ταυτόχρονα την «αφέλεια» και την «απειρία» των μελών της οργάνωσης.
        Στο στόχαστρο της οργάνωσης μπήκε χιτλερική σημαία, που οι κατακτητές είχαν κρεμάσει και δέσποζε σε όλο το πλάτος του κεντρικού δρόμου της Πεντέλης, 20-30 μέτρα από την πλατεία του Χαλανδρίου. Δεν ήταν πρακτικά εύκολη υπόθεση, αλλά μετά από σχετικές συζητήσεις κατέληξαν οι Χαλανδριώτες νέοι να την ψεκάσουν από κάτω με θεϊκό οξύ με μια δυνατή τρόμπα από εκείνες που πότιζαν τα λουλούδια. Τον ψεκασμό τον ανέλαβε ο Τ. Δανιήλ, όμως απέτυχε η προσπάθεια, γιατί το αεράκι εκείνης της νύχτας δεν το είχε σύμμαχο. Αντίθετα, έστελνε ο οξύ στο πρόσωπο του «δράστη», με αποτέλεσμα να σταματήσει η προσπάθεια, καθώς τα εγκαύματα ήταν εμφανή παρά το ξέπλυμα που του έγινε από την υπόλοιπη ομάδα στη μαρμάρινη βρύση του Χαλανδρίου. Άδοξα αποχώρησε η ομάδα με την απογοήτευση στα πρόσωπα. Όμως «το απογευματάκι [της επόμενης ημέρας] έκανε [η σημαία] κάτι λεκέδες, το βράδυ είχε κάτι τρύπες και την επομένη μέρα ήταν ρεζίλι και των σκυλιών να την βλέπεις, οπότε την μάζεψαν οι Γερμανοί να μη τους ξεφτιλίζει περισσότερο», κατέληξε ο αφηγητής μας γεμάτος περηφάνεια για το κατόρθωμα της οργάνωσής τους.
          Άλλη παράτολμη ενέργεια των «Ελεύθερων Σκλάβων» ήταν μια δολιοφθορά στα Μελίσσια Αττικής. Εκεί είχε χτιστεί από το 1936 το Σισμανόγλειο νοσοκομείο, το οποίο στα κατοχικά χρόνια λειτουργούσε ως γενικό νοσοκομείο των στρατευμάτων Κατοχής[39]. Η οργάνωση αποφάσισε να διακόψει την παροχή του ηλεκτρικού ρεύματος, για να προκαλέσει πανικό - κάτι που προγραμματίστηκε και σωστά πραγματοποιήθηκε. Λόγω του βραχυκυκλώματος «έμεινε μισή μέρα-μια μέρα το νοσοκομείο χωρίς φώς. Εμείς τότε το θεωρήσαμε ότι ήταν σπουδαία προσφορά», συμπληρώνει ο Τ. Δανιήλ.
          Ωστόσο, οι «Ελεύθεροι Σκλάβοι» μέσα από τη συγκεκριμένη δράση τους συνειδητοποιούν ότι οι προκηρύξεις, τα συνθήματα στους τοίχους και η παράνομη εφημερίδα δεν αρκούν. Η οργάνωση πρέπει να γίνει πιο μαχητική, πιο δυναμική. Άλλωστε, η Κατοχή είναι τέτοια, που δεν αντιμετωπίζεται με τα παραπάνω ή μόνο με τα παραπάνω. Χρειάζεται συντονισμένος ένοπλος αγώνας: «χρειαζόντουσαν όπλα για αυτή την υπόθεση», διαπιστώνει η αντιστασιακή ομάδα. Έτσι, αποφασίζει να στραφεί προς μια τέτοια κατεύθυνση. Όμως, τα ίδια τα μέλη τους δεν έχουν τις κατάλληλες γνώσεις για μια τέτοια μετεξέλιξη της οργάνωσης. Γι’ αυτό και στρέφονται στον εντοπισμό των κατάλληλων ατόμων.
          Γίνεται προσπάθεια να προσηλυτίσουν ευέλπιδες, που είχαν λάβει μέρος στη Μάχη της Κρήτης. Εκτιμούν ότι είναι «ένα υλικό κατάλληλο» για την προσπάθειά τους, «γιατί αφενός επάγγελμα και υποχρέωση ήταν ο πόλεμος αφετέρου είχαν ήδη κάποιες πολεμικές εμπειρίες». Αναλαμβάνει ο Τ. Δανιήλ να πλησιάσει άτομα αυτής της κατηγορίας, επειδή ο ίδιος είχε σε αυτό το χώρο παιδικούς φίλους. Οι ευέλπιδες, όμως, τον απογοήτευσαν, όταν του απάντησαν «εμείς δεν έχουμε τα τσιγάρα μας και συ μας μιλάς για αντίσταση»[40].
          Οι προσπάθειες, πάντως, συνεχίστηκαν προς αυτήν την κατεύθυνση. Μέχρι που μια απ’ αυτές στάθηκε μοιραία για τη χαλανδριώτικη οργάνωση των «Ελεύθερων Σκλάβων». Έχει μπει το 1942 και η οργάνωση πλησιάζει ένα Γιουγκοσλάβο αεροπόρο – είναι από εκείνους που βρίσκονταν στη χώρα μας «εγκλωβισμένοι», μέχρι να φύγουν κι αυτοί για τη Μέση Ανατολή[41]- τον Γιοβάνοβιτς (Ratko Jovanović), ο οποίος εκδήλωσε τα αντιφασιστικά του αισθήματα και δέχτηκε να βοηθήσει την οργάνωση με «όπλα, χρήματα και εξοπλισμό». Φαίνεται, όμως, ότι τον  παρακολουθούσαν οι γερμανικές Αρχές, γι’ αυτό και σύντομα τον συνέλαβαν. Κατά την ανάκριση αναγκάστηκε να μαρτυρήσει τους Χαλανδριώτες νέους[42] και οι Γερμανοί άρχισαν τις συλλήψεις. Τα χαράματα της 24ης Φεβρουαρίου 1942[43] συνέλαβαν, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Τ. Δανιήλ, τους Νίκο Μοσχόπουλο, Λευτέρη Κιοσσέ και Γιώργο Γκολέμη. Ο ίδιος ο Τ. Δανιήλ κατόρθωσε να διαφύγει τη σύλληψη και από τότε πέρασε στην παρανομία[44].
          Έτσι, μετά από εννιά μήνες δράσης της η χαλανδριώτικη αντιστασιακή οργάνωση των «Ελεύθερων Σκλάβων» σταματούσε τη λειτουργία της. Οι κατοχικές Αρχές είχαν συλλάβει βασικά της στελέχη, ενώ από τα υπόλοιπα κάποια «πέρασαν» στην παρανομία και άλλα προτίμησαν να σταθούν λίγο απόμακρα, ή μάλλον δε γνωρίζουμε τι έκαναν. Πάντως ο Τ. Δανιήλ, σύμφωνα με τη δική του αφήγηση,  συνέχισε την αντιστασιακή του δράση μέσα από τη Σπουδάζουσα του Πολυτεχνείου. Μια νεανική αντιστασιακή κίνηση έκλεινε τον κύκλο της, η αντίσταση ωστόσο κατά των κατακτητών δυνάμωνε, καθώς η Αθήνα – μετά το χειμώνα του 1941-42 - ολοένα και βαθύτερα  συνειδητοποιούσε τη νέα κατάσταση και πλήθαιναν, παρά το φόβο και την τρομοκρατία, την πείνα και την εξαθλίωση, οι δολιοφθορές και οι μαζικές αντικατοχικές/αντιστασιακές εκδηλώσεις[45].  
           Η ίδρυση και λειτουργία της χαλανδριώτικης οργάνωσης πρέπει να αποτιμηθεί στην πραγματική της κλίμακα, παίρνοντας υπόψη της συνθήκες της εποχής. Η αρχική «ανέμελη» παρέα, που συγκροτούσε μια απλή συλλογικότητα, μετεξελίχθηκε σε μια αντιστασιακή οργάνωση. Και η αυτή οργάνωση έγινε ο χώρος, όπου δοκιμάστηκε ο πατριωτισμός, η πολιτική συνείδηση και ο δυναμισμός μιας πρωτοπόρας νεολαίας, που βγήκε και δραστηριοποιήθηκε σοβαρά και υπεύθυνα στο προσκήνιο της πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας, διεκδικώντας έτσι θέση και λόγο στη συνδιαμόρφωση των γεγονότων και των εξελίξεων[46]. Πράγματι, η νεολαία έδωσε το αγωνιστικό της «παρών» στον αντικατοχικό-απελευθερωτικό αγώνα με βαρύ το τίμημα.


IV. Η προφυλάκιση του Νίκου Μοσχόπουλου

           Ο 19χρονος τότε ο Λ. Κιοσσές, ο 24χρονος Ν. Μοσχόπουλος και ο συνομήλικός του περίπου Γ. Γκολέμης πέρασαν το Φεβρουάριο του 1942 την πόρτα της φυλακής, χωρίς να γνωρίζουν ποια θα ήταν η κατάληξη αυτής της σύλληψης. Εκεί θα ζήσουν μια νέα εμπειρία. Εμείς θα περιοριστούμε στον κεφαλονίτικης καταγωγής Ν. Μοσχόπουλο, βασιζόμενοι κυρίως στην αλληλογραφία της φυλακής εκείνης της περιόδου[47].  
          Αμέσως μετά τη σύλληψη οδήγησαν τον Νίκο Μοσχόπουλο στις φυλακές Αβέρωφ[48] μαζί με τους άλλους δυο συντρόφους του[49]. Σε αυτές είχε συστηματική εφαρμογή ο εγκλεισμός σε κελιά απομόνωσης κάτω από άθλιες συνθήκες. Γιατί εγκλεισμός δεν είναι απλά και μόνο το «κλείσιμο» σε ένα κελί φυλακής, δεν είναι τα άνοστα φαγητά, αλλά είναι και οι απειλές και η καθημερινή τρομοκρατία και τα βασανιστήρια και κυρίως ο χωρισμός από τα αγαπημένα πρόσωπα, είναι στέρηση ή ο υπερβολικός περιορισμός των σχέσεων του κρατουμένου με τον «έξω κόσμο», με την ελεύθερη κοινότητα[50]. 
          Ο Νίκος τοποθετήθηκε στο κελί 13 και από τη στιγμή εκείνη μετατρεπόταν, όπως όλοι οι συγκρατούμενοί του και έγκλειστοι σε κελιά, σε ένα νούμερο, το «13». Με πίκρα ομολογεί ο ίδιος: «Ἐδῶ δέν εἴμαστε παρά νούμερα. Καί μεταξύ μας ἀκόμη, ὅταν συναντιόμαστε στόν καμπινέ, ἔτσι συνονογιόμαστε». Και αυτή η πραγματικότητα τον στενοχωρεί πάρα πολύ, γιατί επηρεάζει αρνητικά και τον ίδιο και τον αγαπημένο του σύντροφο Λευτέρη Κοισσέ: «Καμμιά φορά τήν νύχτα, ὅταν εἶναι ἡσυχία στό διάδρομο καί ὁ φρουρός ἔχει ἀπομακρυνθῆ, ἀκούω τήν φωνή τοῦ Λευτέρη ἀπό πολύ μακρυά —13! τί ὥρα εἶναι;», (αρ. 2, 17-4-1942, 1)[51].
          Ο κρατούμενος έμενε μέρα-νύχτα στο κελί του και μόνο δέκα λεπτά έβγαινε στο προαύλιο πάντοτε με επιτήρηση. Αλλά και ο δεκάλεπτος προαυλισμός κοβόταν σε περίπτωση παράβασης κάποιου όρου του κανονισμού, (αρ.2, 17-4-1942, 2). Έγραφε από κελί 13 της απομόνωσής του στην αδελφή του Ρόζα: «Εἶναι πολύ ἐπιστημονικό μαρτύριο ἡ ἀπομόνωση: νά μή μιλῆς, νά μήν ἀκοῦς, νά μή μαθαίνης τίποτε ἀπολύτως», (αρ. 3, 24-4-1942, 2). Αναμφίβολα, πρόκειται για ένα μοντέλο εγκλεισμού απάνθρωπο, πολύ επικίνδυνο για την ψυχική υγεία του κρατούμενου, ο οποίος  εύκολα μπορούσε να οδηγηθεί στην απόγνωση και την τρέλα[52].
          Το γνώριζε αυτό ο Νίκος, γι’ αυτό και επιδίωκε να βρίσκεται σε διαρκή εγρήγορση, να χρησιμοποιεί το μυαλό του, να σκέφτεται. Μέσα από την περισυλλογή μπόρεσε να δει με διαφορετική ματιά τον εαυτό του: «Ἡ [= Οἱ] ἀτέλειωτες ὥρες τῆς ἀπομόνωσης μᾶς δείχνουν ὅλο τόν ἑαυτό μας μέ τά ἐλαττώματά του καί τίς ἀδυναμίες του», εξομολογείται στον Κόκο[53]. Η απομόνωση στην περίπτωση αυτή λειτουργεί ως καθαρτήριο, (αρ. 1, 8-4-1942, 2). Άλλωστε, «[…] ἡ [= οἱ] δοκιμασίες χρειάζονται στή ζωή. Σοῦ φανερώνουν τόν ἑαυτό σου γυμνό ἀπό κάθε στολίδι, σοῦ δίνουν τήν εὐκαιρία νά τόν διορθώσης. Κι’ εἶναι τόσο καλό αὐτό», (αρ. 2, 17-4-1942, 4). Παράλληλα, αναστοχάζεται για τη ζωή και τους ανθρώπους: «[…] τήν ἀγαποῦσα τήν ζωή μου, μά τώρα τήν ἀγαπῶ πιό πολύ. Κι’ ἄν θέλω μέ τόσο πόθο νά ζήσω, εἶναι γιατί τώρα θά ξέρω νά ζήσω πολύ καλλύτερα ἀπό πριν», (αρ. 1, 8-4-1942, 2).   
          Επιδιώκει να διαβάζει και να γράφει. Ζητεί συνέχεια από την αδελφή του και από άλλους γνωστούς βιβλία, ζητεί εφημερίδες. Με το διάβασμα περνά ο χρόνος  Με ένα βιβλίο στο χέρι, με τη μελέτη «πλαταίνει τό κελλί, ἀραιόνουν τά κάγκελα», όπως ο ίδιος –ποιητικά- γράφει, (αρ. 5, 26-4-1942). Επιδιώκει, επίσης, να γράφει· να γράφει στην αγαπημένη του μανούλα, στην αγαπημένη του αδελφή και σε άλλα αγαπητά του πρόσωπα, (αρ. 2, 17-4-1942, 1 και αρ. 7, 29-5-1942, 2). Το γράψιμο είναι γι’ αυτόν μια διέξοδος. Περνούν οι ώρες του απαίσιου εγκλεισμού, μπαίνει το μυαλό του σε κίνηση. Αν δεν έχει τι άλλο να κάνει, πρέπει να γράψει. Είναι πολύ χαρακτηριστικά όσα εξομολογείται στην αδελφή του: «[…] χθές δέν ἔγραψα τίποτα, γιατί δέν εἶχα καί τί νά γράψω. Μά σάμπως ἔχω καί σήμερα; Μά ἔχω ξεχάση τί σοὔγραψα προχτές. Ἔτσι θά γράψω τά ἴδια μ’ ἄλλα λόγια. Μή μέ πῆς κουτό, μά ἡ ὥρα δέν περνάει, ἄν δέν κάνη κανείς κάτι», (αρ. 3, 24-4-1942, 1).
              Και μαζί με όλα αυτά συνειδητοποιεί «τήν μεγάλη ἀλήθεια: ἄν φοβηθῶ, χάθηκα!», (αρ. 2, 17-4-1942, 2). Προέχει η νίκη πάνω στο φόβο. Υπάρχουν, όμως και φορές που τον κυριεύει ο φόβος, η απαισιοδοξία. Εξομολογείται στην αδελφή του: «ἔχω κρίσεις αἰσιοδοξίας καί ἀπαισιοδοξίας, πότε ἐλπίζω ὅλα θά πᾶνε καλά, πότε τά βλέπω ὅλα μαῦρα», (αρ. 2, 17-4-1942, 2). Και τότε είναι που ζητεί την «έξωθεν» στήριξη: ένα γράμμα, ένα δέμα, ένα δέμα μαζί με ένα «χαρτάκι»/σημείωμα, μια επίσκεψη – έστω εκείνη τη δεκάλεπτη επίσκεψη, (αρ. 2, 17-4-1942, 1). «Μέ χτυποκάρδι» περιμένει κάθε μέρα το δέμα από το σπίτι του· και όταν το παραλαβαίνει, είναι για τον ίδιο «ἡ πιό γλυκειά ὥρα τῆς μέρας». Όταν όμως αργεί να έρθει το δέμα,  απελπίζεται. «Μά ξάφνου, τσάκ, ἡ πόρτα ἀνοίγει, γιά νά μοῦ φέρη μιά πνοή ζωῆς», (αρ. 2, 17-4-1942, 1). Γράφει στην αδελφή του σ’ ένα σύντομο σημείωμα, αφού παρέλαβε ένα δέμα με το «χαρτάκι» του: «Μά ἔφτασε αὐτό τό χαρτάκι κι’ ἦρθε μέ τό δέμα, γιά νά μέ εὐχαριστήση. Τώρα θά ξαναζήσω. Εἶμαι χορτασμένος, καθαρός, εὐχαριστημένος. Τί ἄλλο θέλω; Ἕνα βιβλίο πού ἦρθε θά διώξη καί τά τελευταῖα ἴχνη τῆς ἀνίας», (αρ. 5, 26-4-1942).
          Πιστεύει ότι πετυχαίνει, επίσης, υπέρβαση της απομόνωσης, όταν ρωτά και  μαθαίνει για φίλους και γνωστούς, μικρούς και μεγάλους: για τον Κόκο, τον Ανδρέα[54], την Ελένη, τη Μαιρούλα, τον Αποστόλη, τον Τάκη, τη Φώφω, τον Όθωνα, τον Θαλή. Είναι πρόσωπα, που τον συνδέουν με τον έξω κόσμο, που τον βγάζουν έξω από το κελί του, στη ζωή. Νιώθει ότι έτσι εξασφαλίζει μια έμμεση, έστω, επικοινωνία με τον κόσμο. «Ἡ Μαιρούλα τί κάνει; Θά ἔχει μεγαλώση καί ὀμορφήνη τώρα», (αρ. 6, χ.η.).   Ακόμη και για το σκυλάκι της οικογένειας θα ρωτήσει: «Ἡ Ντόλυ τί κάνει; Γέννησε φέτος», (αρ. 2, 17-4-1942, 4). Με αυτήν, λοιπόν, την τακτική έχει κατορθώσει ο Νίκος να αντιμετωπίσει την απομόνωση. Και νιώθει δυνατός. «Ἄν μοὔλεγαν ἐδῶ καί μῆνες», εξομολογείται ο ίδιος, «πῶς θ’ ἀναγκαστῶ νά ζήσω μέ τίς συνθῆκες πού τώρα ζῶ, ἀσφαλῶς δέν θά φανταζόμουνα ὅτι θἄντεχα», (αρ. 7, 29-5-1942, 1).
          Ωστόσο, έχει λαχταρήσει την ελεύθερη – την έξω από τη φυλακή εννοείται - ζωή. Ένιωσε πολύ όμορφα την ημέρα της δίκης, επειδή βγήκε έξω από τη φυλακή, επειδή απόλαυσε τη φύση, είδε ανθρώπους, «συναντήθηκε» επιτέλους – έστω και λίγο – με τη ζωή: «Ἡ ζωή πού τήν εἶδα νά κυλᾶ τόσο ἥσυχα, ὁ ἥλιος πού φώτιζε τόσο πολύ, ἡ πλάση πού τήν εἶδα τόσο καινούργια ὕστερα ἀπό τρεῖς μῆνες ἀπομόνωση τέλεια», γράφει στην αδελφή του. Και αυτή η «συνάντηση» με τον έξω κόσμο και τη φύση τού έδωσε κουράγιο, αυτοπεποίθηση, αισιοδοξία: «Μή φοβᾶστε, θά ζήσω! Θά βγῶ γερός ἀπό τήν δοκιμασία.», (αρ. 7, 29-5-1942, 1). Εξάλλου, αυτήν τη λαχτάρα του για τη φύση τη νιώθει ο καθένας που διαβάζει τούτη τη φράση του: «Κάνει κάτι μέρες ἔξω, πού θἆνε μούρλια. Χθές τό χάραμα ἄκουσα δυό χελιδόνια πού πέρασαν κοντά στό παράθυρο», (αρ. 3, 24-4-1942, 2). Πόσο θα ήθελε και ο ίδιος να ήταν έξω, να ήταν ελεύθερος σαν τα χελιδόνια
         Συνέχεια σκέφτεται τα αγαπημένα του πρόσωπα, τη μανούλα και την αδελφή του Ρόζα. Γνωρίζει πολύ καλά ότι η περιπέτειά του, η σύλληψη και η φυλάκισή του δηλαδή, έχουν στοιχίσει στην οικογένειά του. Έχει αφήσει μόνες δυο γυναίκες, καθώς ο πατέρας του εργάζεται μετανάστης στις ΗΠΑ, (αρ. 6, χ.η.). Έτσι, νιώθει ότι ακόμη πιο δύσκολη έχει γίνει η ζωή μάνας και αδελφής. Γι’ αυτό ζητεί από τον Κόκο/Νικ. Φοσκαρίνη να μη σταματήσει να γνοιάζεται τις δυο γυναίκες: «Γίνε ἐσύ παιδί τῆς μητέρας μου καί ἀδελφός τῆς Ρόζας», (αρ. 1, 8-4-1942, 1). Γι’ αυτό, επιπλέον, ζητεί από την αδελφή του να δίνει κουράγιο στη μάνα, «θερμαίνοντάς την μέ τή σκέψη πῶς θά γυρίσουμε κι’ ἐγώ κι’ ὁ μπαμπᾶς μιά μέρα στό σπίτι», (αρ. 2, 17-4-1942, 4), ή σε άλλη επιστολή διατυπώνει την πεποίθησή αυτή, σημειώνοντας μέσα σε ξεχωριστό πλαίσιο τη συγκεκριμένη φράση: «Ἐγώ καί ὁ Μπαμπᾶς θαρθοῦμε μαζί στό σπίτι», (αρ. 7, 29-5-1942, 2). 
          Πάντως, μόνιμη είναι η έγνοια του για τη μάνα. Την έχει πολύ επιθυμήσει, θέλει πολύ να την δει. Ζητεί από την αδελφή του και τα άλλα αγαπημένα του πρόσωπα να την προσέχουν και κυρίως να της απαλύνουν τον πόνο. Συμβουλεύει την αδελφή του να κρύβει από τη μάνα τα άσχημα, να μην της λέει πάντοτε και όλη την αλήθεια, (αρ. 7, 29-5-1942, 1). Στο μοναδικό προς την «αγαπημένη  μαννούλα» του γράμμα, που έχει διασωθεί (αρ. 6, χ.η.), ο Νίκος γίνεται πολύ τρυφερός και πολύ προστατευτικός. Εμψυχώνει τη μάνα του: «Νά κάνης κουράγιο, ὅπως κάνω κι’ ἐγώ καί νά ἐλπίζης ὅτι γρήγορα θά γυρίσω κοντά σας». Γι’ αυτό και πρέπει να προσέχει την υγεία της: «Νά μήν ἀδυνατίσης, μήπως ἀρρωστήσης, γιατί θά τρελλαθῶ», της γράφει. Αλλά θέλει και ο ίδιος να ξέρει ότι τον σκέφτεται και τον αγαπά η μάνα του - το έχει ανάγκη: «Νά μή μέ ξεχνᾶς καί νά μέ ἀγαπᾶς», (αρ. 6, χ.η.).   
          Αλλά και την αδελφή του τη Ρόζα τη λατρεύει και θέλει όλο και πιο συχνά να τη βλέπει: «Αὔριο κλεῖ [=κλείνει] μιά βδομάδα ἀπό τότε πού σέ εἶδα. Πῶς θέλω νά σέ ξαναδῶ! Φρόντισε πολύ γιαυτό, μέ τόν τρόπο πού σοῦ γράφω. Νά μποροῦσα νά σ’ ἔβλεπα κάθε βδομάδα», (αρ. 3, 24-4-1942, 2). Έχει, βέβαια, μεγάλη ανάγκη και από τη δική της έγνοια και αγάπη: «Ροζούλα μου, νά μέ θυμᾶσαι πάντα. Εἶσαι ἡ μόνη μου χαρά», (αρ. 5, 26-4-1942). Σημειώνονται, όμως, και περιπτώσεις, που ο Νίκος σε στιγμές έντονης προσωπικής του αγωνίας και ψυχικής έντασης γίνεται άλλοτε αυστηρός και άλλοτε φορτικός μαζί της: δεν έχει φροντίσει, κατά τη γνώμη του, η Ρόζα να τον ενημερώσει τι γίνεται με την επερχόμενη δίκη· της παραπονιέται, επειδή ακόμη δεν τον έχει επισκεφτεί ο δικηγόρος του: «Γιατί δέν φροντίσατε τόσο καιρό νἄρθη ἕνας δικηγόρος νά μέ δῆ;», (αρ. 2, 17-4-1942, 3). Κι ακόμη: «Ὁ δικηγόρος δέν φαίνεται»[55], (αρ. 3/24-4-1942, 1). Το ότι, πάντως, την υπεραγαπά φαίνεται από την κατακλείδα της επιστολής του προς τη μάνα του: «Νά ἀγαπᾶς τήν Ροζούλα πιό πολύ ἀπό μένα, γιατί εἶναι πιό καλή», (αρ. 6, χ.η.).
          Γνωρίζει πολύ καλά ότι η οικονομική κατάσταση της οικογένειας είναι άθλια. Αισθάνεται πως έχει γίνει βάρος στους δικούς του. Συμμερίζεται σε απόλυτο βαθμό την ανέχεια των δικών του και τους παρακαλεί να μη του στέλνουν πολύ φαγητό με τα δέματα, αλλά να κρατούν περισσότερο για τις δικές τους ανάγκες: «[…] μή μοῦ στέρνετε πάρα πολύ καί τό στερήστε», (2/17-4-1942, 1). Άλλωστε, επειδή γνωρίζει ότι εκείνες τις ημέρες δεν έχουν πάρει τρόφιμα, τους καθησυχάζει: «Τρόφιμα δέν θἄχετε λάβη. Μή στενοχωριέσται [= στενοχωριέστε] γιά μένα. Ἔχω συνηθίση»,  (αρ. 3, 24-4-1942, 1). Αυτά που συνήθως έχει ανάγκη να του στέλνουν ή του στέλνουν από το σπίτι είναι λίγο ψωμί, σταφίδες, γάλα, ελιές, σύκα, αλλά και σπίρτα και σαπούνι, (αρ. 3, 24-4-1942, 1, αρ. 4, 25-4-1942, αρ. 8, χ.η.).  Ενδιαφέρεται, βέβαια, και μέσα από το κελί της απομόνωσής του για την κατάσταση της καθημερινής τους διατροφής – ουσιαστικά της επιβίωσής τους[56]. Εξάλλου, κάποια φορά του το διευκρίνισε χωρίς περιστροφές η Ρόζα: «Εἴχαμε μείνει χωρίς τίποτα – αὐτό τό λίγο πού σοῦ στέρναμε ἦταν ἀπό τό συσσίτιο», (αρ. 4, 25-4-1942). Γι’ αυτό και τους υπενθυμίζει να φροντίσουν για το δελτίο τροφίμων, (αρ. 3, 24-4-1942, 1). Τους συμβουλεύει, επίσης, να μην εγκαταλείψουν το σπίτι στο Χαλάνδρι για κάποιο άλλο φθηνότερο σε άλλη συνοικία, γιατί τουλάχιστον εκεί έχουν και κάποιους γνωστούς, αλλά και το υπάρχον νοίκι δεν είναι υψηλό, (αρ. 2, 17-4-1942, 2).
          Πάντως, σε γενικές γραμμές ο Νίκος είναι ένας αισιόδοξος νέος. Κάνει υπομονή, προσπαθεί να «εκμεταλλευτεί» την περιπέτειά του για προσωπική βελτίωση και αναστοχασμό, ελπίζει σ’ ένα καλύτερο αύριο για όλο τον κόσμο. Γνωρίζει ότι υπάρχουν και χειρότερες περιπτώσεις: «Περάσαμε, περνοῦμε μαρτυρικές στιγμές. Ἴσως νά ἔρθουν καί χειρότερες, μά σφίγγουμε τά δόντια καί κάνουμε κουράγιο. Ὑπάρχουν κι’ ἄλλοι περισσότερο δυστυχισμένοι ἀπό μᾶς. Τί νά ποῦμε λοιπόν;  Ὑπομονή κι’ ἐλπίδα», (αρ. 1, 8-4-1942, 1). Η φυλακή του δίνει δύναμη. Γνωρίζει, γιατί βρίσκεται εκεί.
          Μπορεί ενδεχομένως να μην μπορεί ή να μην πρέπει να εξωτερικεύσει την αγωνιστικότητά του, μπορεί να μη γράφει για βασανιστήρια, όμως είναι έτοιμος και για τα χειρότερα: «Μά τώρα καί διπλά χειρότερα να γίνο<υ>ν{ο}, εγώ θα ζήσω», (αρ. 7, 29-5-1942, 1). Άλλωστε, όπως ο ίδιος γράφει, «ὅσο χειροτερεύουν οἱ ὅροι τῆς ζωῆς, μέ τόσο περισσότερη δύναμη ἀντιδρῶ», (αρ. 7, 29-5-1942, 2). Είναι γεμάτος με αισιοδοξία και αυτοπεποίθηση και πίστη στη ζωή. Είναι σίγουρος ότι «ὁ πόλεμος θά τελειώση καί θά τελειώση καλά», (αρ. 2, 17-4-1942, 4).  Γράφει στην αδελφή του: «Μή σᾶς μέλλει τίποτε. Ἡ [=Οἱ] καμπάνες τῆς εἰρήνης δέν θἀργήσουν νά χτυπήσουν χαρμόσυνα…», (αρ. 7, 29-5-1942, 2). Και τότε: «Ζήτω ἡ ζωή, μοῦ φωνάζει ὁ Λευτέρης. Ζήτω, τοῦ ἀπαντῶ. Θά φᾶμε σταφύλια τόν Σεπτέμβρη στή Βρύση[57], Θά φᾶμε, μοῦ λέει καί ζοῦμε», (αρ. 7, 29-5-1942, 2).

V.  Από τη δίκη στην εκτέλεση

          Ωστόσο, επειδή πλησιάζει η ημέρα της δίκης, μεγαλώνει η αγωνία του Νίκου. Δεν έχει πληροφόρηση, δεν ξέρει τι γίνεται με το δικηγόρο του και δικαιολογημένα ανησυχεί. «Ὅπως φαίνεται ἡ δίκη δέν θἀργήση νά γίνη.  Γιαυτό μή χάνεται [=χάνετε] καθόλου καιρό», γράφει γεμάτος αγωνία στην αδελφή του, (αρ. 2, 17-4-1942, 4). Επειδή γνωρίζει καλά ότι απαιτούνται χρήματα για το δικηγόρο, προτείνει στην οικογένειά του να εξαντλήσει όλες τις δυνατές λύσεις για την εξεύρεση των απαιτούμενων χρημάτων: «[…] κάμετε ὅ,τι μπορεῖτε, πουλῆστε ὅ,τι εἶναι δυνατόν νά πουληθῆ, καί μή σᾶς μέλλη τίποτε· ἄν βγῶ, θά τά κάνω χρυσᾶ». Κι ακόμη: «Μή ντραπῆτε νά ζητήσετε τήν βοήθεια ὁποιουδήποτε. Τώρα θά δοῦμε ποιός πραγματικά ἐνδιαφερόταν γιά μέ», (αρ. 2, 17-4-1942, 3, 4). Πάντως, είναι ανάγκη ο δικηγόρος του να συνεργαστεί με τους συναδέλφους του Σάββα Λο(υ)ϊζίδη και Κωνσταντίνο Γεωργάκη[58], που είναι οι δικηγόροι των συγκατηγορουμένων του, του Λευτέρη Κιοσσέ και του αδελφού τού Τάσου[59] αντίστοιχα, προκειμένου να αναζητήσουν τυχόν ελαφρυντικά και γενικότερα να έχουν κοινή γραμμή, (αρ. 2, 17-4-1942, 3). Τελικά, στο Στρατοδικείο θα τον υπερασπιστεί ο Κ. Γεωργάκης[60].
          Στο μεταξύ, από επιστολή του προς την αδελφή του (αρ. 2, 17-4-1942, 3)  μαθαίνουμε ότι κατά την ανάκριση, που κράτησε έξι ημέρες, του φέρθηκαν γενικά καλά, ακριβώς γιατί, όπως γράφει, είπε την αλήθεια, καθώς εξάλλου είχε συνεννοηθεί με τον Λευτέρη Κιοσσέ. Στέλνει, μάλιστα, στην αδελφή του την κατάθεσή του για τη δική της ενημέρωση αλλά και του δικηγόρου. Κατηγορούνται ο ίδιος και ο Λ. Κιοσσές ότι εξέδιδαν εφημερίδα, η οποία στρεφόταν κατά των Αρχών Κατοχής. Το ζητούμενο είναι πώς θα χαρακτηριστεί το έντυπό τους Η Φωνή των Σκλάβων από το Στρατοδικείο, γιατί, σύμφωνα με τις πληροφορίες του, το ύψος της ποινής της φυλάκισης θα εξαρτηθεί από το χαρακτηρισμό της εφημερίδα: έντυπο με εθνικό περιεχόμενο επιφέρει  φυλάκιση 1-3 ετών, ενώ με κομμουνιστικό περιεχόμενο 3-10 ετών. Ο ίδιος πιστεύει ότι «δέν ἦταν κομμουνιστικό» αλλά αντικατοχικό, αντιστασιακό έντυπο. Πάντως, σε κάθε περίπτωση η ποινή θα είναι  φυλάκιση και  την φυλάκιση μπορεί να την αντιμετωπίσει: «Ἡ φυλάκιση δέν μέ τρομάζει· θά ὀργανώσω τή ζωή μου καλά καί θά περιμένω χωρίς παράπονο τό τέλος τοῦ πολέμου. Μπορεῖ νά μᾶς στείλλουν στά ἔργα, ὁπότε ἡ μιά μέρα λογίζεται γιά δυό. Καί κεῖ ἡ δουλειά σέ κάνει νά τά ξεχνᾶς ὅλα», (αρ. 2, 17-4-1942, 4). Και οι σκέψεις αυτές του δίνουν κουράγιο, του χαρίζουν ελπίδα και είναι έτοιμος να αντιμετωπίσει το Στρατοδικείο.
           Το Μάιο του 1942 ο Ν. Μοσχόπουλος δικάστηκε μαζί με τον Λ. Κιοσσέ από το Γερμανικό Στρατοδικείο[61] με την κατηγορία της «ἔκδοσης ἐντύπων στρεφομένων κατά τῶν Ἀρχῶν Κατοχῆς»[62]. Οι δυο κατηγορούμενοι παραδέχτηκαν, προφανώς, ότι εξέδιδαν τη Φωνή των Σκλάβων, προσπάθησαν όμως να υποστηρίξουν ότι το έντυπό τους δεν ήταν κομμουνιστικού περιεχομένου, πράγμα που συνεπαγόταν μειωμένη ποινή, (αρ. 2, 17-4-1942, 3). Οι συνήγοροί τους, πάντως, δικαιολόγησαν τη συμπεριφορά των δυο νέων, εξηγώντας στους στρατοδίκες «το ψυχολογικό κλίμα, όπου βρέθηκε εξαφνικά η ελληνική νεολαία, σκλαβωμένη και κατατρεγμένη μέσα σε φρικτές στερήσεις κι’ ανείπωτη κατάθλιψι»[63].
            Φαίνεται, ωστόσο, ότι δεν έπεισαν τους στρατοδίκες, παρ’ όλο που ο πρόεδρος του Στρατοδικείου δρ Μπέρκερ προσπάθησε να διασκεδάσει τις εντυπώσεις, που θα άφηνε η καταδικαστική απόφαση: κατανοεί τη θέση και τις αντιδράσεις της ελληνικής νεολαίας, αλλά δεν μπορεί να συμφωνήσει με τις επαναστατικές διακηρύξεις και τα προσβλητικά για τους Γερμανούς κείμενα των δύο νέων[64]. Η ποινή, που ανακοινώθηκε  στις 27 Μαΐου 1942, ορίστηκε στα «πέντε χρόνια ειρκτή στον καθένα»[65]. Έτσι, οι δυο αντιστασιακοί νέοι δικάστηκαν και καταδικάστηκαν από τους κατακτητές, γιατί θεωρήθηκαν επικίνδυνοι για τη «νέα τάξη πραγμάτων». Γνώριζαν  πολύ καλά οι Αρχές Κατοχής ότι αυτές οι μικρές, τοπικές εφημεριδούλες έπαιζαν καταλυτικό ρόλο τόσο στην ανύψωση του φρονήματος και την εμπέδωση του ηθικού του κατακτημένου λαού όσο και στην ίδια την καθοδήγηση και την οργάνωσή του.
          Πάντως, ο Νίκος έμεινε σχετικά ικανοποιημένος  από το αποτέλεσμα της δίκης: «[...] εὐχαριστήθηκα ἀπό τήν δίκη – σχετικά βέβαια - καί γύρισα [στη φυλακή] κάπως χαρούμενος», γράφει δυο ημέρες αργότερα από τις φυλακές Αβέρωφ, όπου τον μετέφεραν, (αρ. 7, 29-5-1942, 1). Η φυλάκιση είναι κάτι που το περίμενε. Τώρα αυτό που μένει είναι να μάθει σε ποιες φυλακές θα γίνει η μεταγωγή του, για να εκτίσει την ποινή του.
          Επειδή εκείνες τις ημέρες επιβάλλεται καραντίνα στις φυλακές Aβέρωφ, λόγω ύποπτου κρούσματος επιδημίας, γίνονται μετακινήσεις και αλλαγές στα κελιά, με αποτέλεσμα να τον κλείσουν σε κελί  με ένα «φυματικό κατάδικο», όπου όμως οι συνθήκες είναι ανυπόφορες και φοβάται για την υγεία του: «[…] τά παπούτσια βρωμᾶνε, στό δοχεῖο σαπίζει τό κάτουρο τοῦ συνάδελφου. Τό φῶς πού μπαίνει εἶναι ἐλάχιστο […]». Γι’ αυτό παρακαλεί την αδελφή του να προσπαθήσει σε συνεννόηση με το γιατρό να τον μεταφέρουν στη Σωτηρία ή σε κάποιο άλλο νοσοκομείο «γιά λίγο τουλάχιστο καιρό», (αρ. 7, 29-5-1942, 1, 2). Σε κάθε περίπτωση, πάντως, πρέπει να του ετοιμάσει «μέ τήν πρώτη εὐκαιρία» μια βαλίτσα με όλα τα απαραίτητα, «ροῦχα, φαγώσιμα, βιβλία, χαρτί, μολύβια. Ποιός ξέρει ποῦ θά μέ πᾶνε ἀπό δῶ, μά πάντως πιθανότατα στήν Βουλιαγμένη», (αρ. 7, 29-5-1942, 2).  
          Τελικά, η μεταγωγή του Ν. Μοσχόπουλου και του Λευτέρη Κιοσσέ γίνεται στις φυλακές της Βουλιαγμένης[66]. Κανείς τους, βέβαια, δεν υποψιάζεται το τι θα γίνει στις αμέσως επόμενες μέρες. Ο Νίκος, μάλιστα, είναι απόλυτα πεισμένος ότι θα ’ρθει η μέρα της αποφυλάκισης: ο χρόνος της φυλάκισης, είτε με τον ένα είτε με τον άλλο τρόπο, θα περάσει και κάποια μέρα θα αποφυλακιστεί, για να ζήσει έξω από τα κάγκελα της φυλακής. Έχει πάρει την προσωπική του απόφαση: νιώθει τόσο δυνατός, που είναι έτοιμος να αντιμετωπίσει όλων των ειδών τις στερήσεις και τα βασανιστήρια, γιατί έχει πιστέψει ότι πρέπει να ζήσει και θα ζήσει: «Μή φοβᾶστε, θά ζήσω! Θά βγῶ γερός ἀπό τήν δοκιμασία», γράφει με αυτοπεποίθηση στην αδελφή του· «[…] ἐγώ θά ζήσω», γράφει σε άλλο σημείο της ίδιας επιστολής. «Κι’ ὅμως εἶμαι βέβαιος πῶς θά ζήσω καί θά σᾶς ξαναδῶ καί σύντομα μάλιστα», είναι από τα τελευταία λόγια της ίδιας παραπάνω επιστολής – της τελευταίας προς την αγαπημένη του αδελφή Ρόζα, (αρ. 7, 29-5-1942, 1, 2).
          Τι θα μεσολαβήσει, όμως, και δε θα πραγματοποιηθεί το όνειρο του Νίκου; Από τις αρχές του 1942 η αντίσταση του ελληνικού λαού αρχίζει να παίρνει μαζικό χαρακτήρα. Στα βουνά της Ρούμελης και στη Θεσσαλία  συγκροτούνται τα ένοπλα αντάρτικα σώματα του ΕΛΑΣ, που αναγγέλλουν την έναρξη του ένοπλου αγώνα κατά των κατακτητών[67], και στις πόλεις και κυρίως στην Αθήνα με την καθοδήγηση του ΕΑΜ οι αντικατοχικές εκδηλώσεις και οι αντιστασιακές πράξεις αγκαλιάζονται από το μεγαλύτερο τμήμα της νεολαίας και του λαού, καθώς συγκρούονται τώρα μαζικά και σθεναρά με τις δυνάμεις καταστολής των κατοχικών Αρχών μέσα από διαδηλώσεις και απεργίες[68], ενώ συνεχίζονται οι προσπάθειες διαφυγής πατριωτών στη Μέση Ανατολή και πληθαίνουν οι πράξεις δολιοφθοράς από την πλευρά αντιστασιακών ομάδων και οργανώσεων κυρίως στις πόλεις.
          Οι Αρχές Κατοχής ειδικά για τις δολιοφθορές παίρνουν αυστηρότατα μέτρα, προκειμένου να τις σταματήσουν. Ο Γερμανός Στρατιωτικός Διοικητής της Νότιας Ελλάδας Χέλμουτ Φέλμι σε ανακοίνωσή του στις 4 Ιουνίου 1942 κάνει λόγο για πρώτη φορά για σύλληψη και εκτέλεση ομήρων σε περιπτώσεις δολιοφθορών[69]. Αυτό σημαίνει ότι όποιος κρατούμενος χαρακτηριζόταν ως όμηρος ήταν σίγουρο ότι θα κατέληγε στην εκτέλεση αμέσως μετά από μια πράξη δολιοφθοράς από την πλευρά των αντιστασιακών οργανώσεων. Με το μέτρο της εκτέλεσης ομήρων οι κατακτητές σκοπεύουν μέσα από την τρομοκράτηση του λαού να αποτρέψουν ή τουλάχιστον να εμποδίσουν το δυνάμωμα του ελληνικού αντιστασιακού αγώνα[70].
          Στο μεταξύ, τη νύχτα της 3ης προς 4η Ιουνίου 1942 καταστράφηκε στα Λιόσια  Αττικής τμήμα της σιδηροδρομικής γραμμής των Σιδηροδρόμων Ελληνικού Κράτους (ΣΕΚ) μετά από δολιοφθορά ομάδας πατριωτών[71]. Αμέσως οι Αρχές Κατοχής ανακοίνωναν στον ελληνικό λαό ότι «διετάχθη η εκτέλεσις ωρισμένου αριθμού κρατουμένων»[72]. Επρόκειτο για οχτώ κρατούμενους των φυλακών Βουλιαγμένης, οι οποίοι από τις 27 Μαΐου είχαν ειδοποιηθεί ότι κρατούνται ως όμηροι[73], και συγκεκριμένα για  τους Νίκο Μοσχόπουλο και Λευτέρη Κιοσσέ, που  μόλις εκείνες τις ημέρες είχαν μεταφερθεί  στις φυλακές της Βουλιαγμένης, και για άλλους έξι Έλληνες πατριώτες, τον αξιωματικό Αεροπορίας και ποιητή Μιχάλη Ακύλα[74], τους υποπλοίαρχους λιμενικούς Ηλία Καζάκο[75] και Γεώργιο Κωτούλα[76], τους ναυτικούς Δημήτριο Γιαγκουδάκη[77] και Παναγιώτη Θυμαρά[78], και τον εργάτη Γεώργιο Αναγνωστόπουλο[79], οι οποίοι είχαν συλληφθεί την 1η Απριλίου 1942[80], όταν προσπαθούσαν να διαφύγουν με το ιστιοφόρο του Δ. Γιαγκουδάκη και με ναύτη τον Π. Θυμαρά από τον Πειραιά για την Αίγυπτο[81].  
          Εφόσον ο Ν. Μοσχόπουλος και οι εφτά παραπάνω συγκρατούμενοί του – ο ίδιος και ο Λ. Κιοσσές καταδικασμένοι σε πενταετή φυλάκιση και οι υπόλοιποι έξι υπόδικοι - χαρακτηρίστηκαν ως όμηροι, ήταν βέβαιο ότι θα οδηγούνταν για εκτέλεση[82]. Έτσι, την ίδια κιόλας μέρα, Πέμπτη, 4 Ιουνίου, μεταφέρονται  στις φυλακές Αβέρωφ, οι οποίες λειτουργούσαν και ως «προθάλαμοι» των εκτελέσεων: «[…] ἀπόψε στίς 4/6/42 μᾶς ἔφεραν [τους οχτώ ομήρους/μελλοθάνατους] στίς φυλακές Ἀβέρωφ. […]. Σ’ ἕνα  κελλί[83] δυό-δυό δεμένοι  μέ χειροπέδες, περιμένουμε...», γράφουν στο κοινό τελευταίο γράμμα τους οι Ν. Μοσχόπουλος και Λ. Κιοσσές, (αρ. 9, 4-6-1942, 1). Το βραδάκι της ίδιας ημέρας οι ιερείς, οι ορισμένοι από την Αρχιεπισκοπή[84], φτάνουν στις φυλακές «προς εκτέλεσιν θλιβερού μεν, επιβεβλημένου δε καθήκοντος», δηλαδή να «κοινωνήσουν» τους μελλοθάνατους[85]. Αρχικά  υποδέχτηκαν τους ιερείς στις γυναικείες φυλακές, όπου έμειναν μέχρι τα χαράματα της επόμενης μέρας (5 Ιουνίου) «αγρυπνούντες, κατεχόμενοι υπό βαθυτάτης θλίψεως και συνοχής καρδίας». Στις 3.40 π.μ. οδηγήθηκαν στις ανδρικές φυλακές, απ’ όπου στις 4.10 είδαν να βγαίνουν με συνοδεία Γερμανών οι οχτώ μελλοθάνατοι «προσδεδεμένοι ανά δύο διά χειροπέδων» με «ιλαρά» τα πρόσωπα και «λεβεντιά» στο παράστημα. Αμέσως μετά όλοι επιβιβάστηκαν στο αυτοκίνητο για τον τόπο της εκτέλεσης, το Σκοπευτήριο της Καισαριανής[86].
          Κατά τη διαδρομή δόθηκε η ευκαιρία στους ιερείς να έχουν μια πρώτη γνωριμία-επικοινωνία με τους μελλοθάνατους, τους οποίους, αφού έφτασαν στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής, τους «κοινώνησαν» και μετά, «αποσυρθέντες μετά των μελλοθανάτων ένδον του Σκοπευτηρίου», συζήτησαν μαζί τους και δέχτηκαν «τας τελευταίας θελήσεις των, προφορικάς, επιστολάς, σημειώσεις, διευθύνσεις τηλεφωνικάς και μετ’ οικείων, συγγενών και φίλων, αναμνηστικά τινα αντικείμενα». Ανάμεσα σε αυτά ήταν και τα τελευταία τους γράμματα, τα οποία οι περισσότεροι στο μεταξύ τα είχαν γράψει είτε την προηγούμενη, 4 Ιουνίου, ή την ίδια μέρα, 5 Ιουνίου. Μέχρι σήμερα είναι γνωστά τα γράμματα του Γ. Κωτούλα[87], του Η. Καζάκου[88] και του Λ. Κιοσσέ[89]- γράμματα που αποπνέουν αίσθηση του καθήκοντος, γράμματα δηλωτικά δύναμης και πίστης στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, γράμματα γεμάτα αγάπη προς τα αγαπημένα τους πρόσωπα.
          Με το κείμενό μας αυτό φέρνουμε στο φως άλλο ένα υπέροχο γράμμα[90]. Το γράφει ο Νίκος με τη σύμφωνη γνώμη και του συντρόφου του Λ. Κιοσσέ την παραμονή της εκτέλεσής τους, Πέμπτη, 4 Ιουνίου 1942, το οποίο και συνυπογράφουν, καθώς είναι δεμένοι χέρι-χέρι με χειροπέδες στο κελί των μελλοθανάτων στις φυλακές Αβέρωφ και το απευθύνουν στους ανθρώπους, γενικά στον κάθε συνάνθρωπό τους: «Ἄνθρωποι» είναι η προσφώνηση. Και τους ενημερώνουν ότι έχουν ετοιμαστεί για τη θυσία. Αλλά «δέν πειράζει. Δέν ὑπάρχουν ἀγῶνες χωρίς θύματα», (αρ. 9, 4-6-1942, 1). Απόλυτα συνειδητοποιημένοι οι δυο νέοι, γνωρίζουν πολύ καλά ότι το «δέντρο τῆς λευτεριᾶς» χρειάζεται πότισμα. Άλλωστε, όταν πριν από έναν περίπου χρόνο ξεκινούσαν την οργανωμένη αντιστασιακή δράση τους, ένιωθαν ταυτόχρονα έτοιμοι να αντιμετωπίσουν κάθε ενδεχόμενο. Γι’ αυτό ψύχραιμα και υπερήφανα αντιμετωπίζουν την εκτέλεση, φεύγοντας από τη ζωή με ήσυχη τη συνείδησή τους, καθώς σημειώνουν στο τελευταίο τους γράμμα: «Εἴμαστε ψύχραιμοι καί ὑπερήφανοι, γιατί κάναμε τό καθῆκον μας, καί κανένα βάρος δέν πιέζει τήν συνείδησή μας», (αρ. 9, 4-6-1942, 1).
          Έτσι λοιπόν, οι δυο νέοι με ψυχραιμία αντιμετωπίζουν το θάνατο και νιώθουν υπερήφανοι για τη θυσία τους. Εξάλλου, η εκπλήρωση του καθήκοντος για την προάσπιση της πατρίδας και της ζωής είναι κάτι το αυτονόητο. Γι’ αυτό οι δυο μελλοθάνατοι  καλούν τον καθένα να φανεί συνεπής απέναντι στο καθήκον του «καί τότε γρήγορα θἀρτη στόν κόσμο τό φῶς». Και το «φως» θα το φέρει η ειρήνη. Μόνο αυτή μπορεί να διώξει το «σκοτάδι» του φασισμού και της αλληλοεξόντωσης. Είναι δηλαδή ανάγκη να σταματήσει ο πόλεμος, η σκλαβιά, η καταστροφή. Αυτά δε συνάδουν προς την ανθρώπινη οντότητα. Αντίθετα, ασχημίζουν τη ζωή μας. «Ἄσκοπα» χύνεται τόσο αίμα πάνω στη γη. Οι ίδιοι, πάντως, ως νέοι γεμάτοι αισιοδοξία, είναι σίγουροι για το σταμάτημα του πολέμου και τον ερχομό της ειρήνης: «Κουράγιο, παιδιά. Σᾶς τό φωνάζουν δυό μελλοθάνατοι. Εἰρήνη θἀρτη, λυπούμαστε πού δέν θά ζήσουμε, γιά νά τήν χαιρετήσουμε καί μεῖς», (αρ. 9, 4-6-1942, 1).
           Επρόκειτο, λοιπόν, για παλικάρια, που άφοβα πήγαιναν στο θάνατο και άρα δεν είχαν ανάγκη από την ενθάρρυνση των ιερέων, οι οποίοι, στην προσπάθειά τους να τονώσουν το πατριωτικό και θρησκευτικό συναίσθημα των μελλοθανάτων, διαπίστωσαν ότι οι τελευταίοι «κατείχοντο και από υπερεκχειλίζουσαν πίστιν και θερμότατον πατριωτισμόν». Τραγούδησαν, μάλιστα, με την παρουσία των Γερμανών αξιωματικών και στρατιωτών, τον Εθνικό Ύμνο, «την τελευταίαν στροφήν “και σαν πρωτ’ ανδρειωμένοι…” επαναλαμβάνοντες τετράκις και γεγονυία τη φωνή με κατακλείδα “Ζήτω η Ελλάς”»[91].
          Αμέσως μετά οι υπεύθυνοι Γερμανοί αξιωματικοί κατέταξαν τους οχτώ πατριώτες σε ομάδες, ώστε έτσι να οδηγηθούν στο εκτελεστικό απόσπασμα. Και κάθε ομάδα, πριν πάει να στηθεί στο σημείο της εκτέλεσης, αποχαιρετούσε τους υπόλοιπους καθώς και τους ιερείς – «θέαμα προκαλέσαν σπαρασσούσας συγκινήσεις», κατά τη διατύπωση του συντάκτη ιερέα της «Έκθεσης». Η πρώτη ομάδα, που εκτελέστηκε, περιλάμβανε τους Νίκο Μοσχόπουλο, Λευτέρη Κιοσσέ και Γεώργιο Αναγνωστόπουλο, η δεύτερη τους Ηλία Καζάκο, Γεώργιο Κωτούλα και Παναγιώτη Θυμαρά και η τρίτη τους Μιχάλη Ακύλα και Δημήτρη Γιαγκουδάκη[92].
          Οι ιερείς, αφού αναχώρησαν από το Σκοπευτήριο της Καισαριανής μετά την εκτέλεση των οχτώ πατριωτών,  έσπευσαν να εκπληρώσουν τις τελευταίες επιθυμίες των εκτελεσμένων, πληροφορώντας τους οικείους τους[93]. Η αδελφή του Νίκου, η Ρόζα, παρέλαβε τα αντικείμενα του αγαπημένου της αδελφού, τον οποίο έθαψε σε οικογενειακό τάφο στο Γ΄ Νεκροταφείο της Νίκαιας, κρυφά από τη μάνα τους, τη Μαρία Μοσχοπούλου. Και τούτο, γιατί η Ρόζα και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας συμφώνησαν να κρατήσουν μακριά από τη μάνα την εκτέλεση του γιου της, όπως άλλωστε το είχε ζητήσει και ο Νίκος. Για να διασκεδάσουν, βέβαια, τις υποψίες της ανέλαβε η Ρόζα να συνεχίζει να πηγαίνει κάθε μέρα στις φυλακές το δέμα με το φαγητό στο Νίκο, όπως έκανε μέχρι τότε. Όμως αυτή η «σκηνοθεσία» δεν μπορούσε να κρατήσει για μεγάλο διάστημα. Ήταν, άλλωστε, επώδυνη και για την ίδια την «ηθοποιό» Ρόζα: η ετοιμασία του δέματος προφανώς μαζί με τη μάνα, η μεταφορά του στις φυλακές, τα νέα από το – νεκρό - Νίκο κ.λπ. Έτσι, κάποια στιγμή αποφασίστηκε να πουν στη μάνα ένα δεύτερο ψέμα: τον Νίκο τον μετέφεραν ... σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Γερμανία[94].  
          Στο μεταξύ, η είδηση της εκτέλεσης των οχτώ πατριωτών «προκάλεσε βαθύτατη θλίψη σε όλη την Αθήνα»[95]. Η συγκεκριμένη εκτέλεση[96] περιλαμβανόταν ανάμεσα στις πρώτες εκτελέσεις της Κατοχής[97]. Ο Νίκος Μοσχόπουλος και οι υπόλοιποι εφτά συναγωνιστές του έφευγαν από τη ζωή με αυτόν τον οδυνηρό τρόπο, σηματοδοτούσαν όμως με τις προσπάθειές τους, τον αγώνα τους, τα γραπτά τους και τη θυσία τους το δρόμο, που οφείλει να ακολουθήσει κάθε πατριώτης, προκειμένου να απελευθερωθεί η Ελλάδα από την τριπλή κατοχική κυριαρχία και να στεριώσουν στη χώρα η δημοκρατία και η κοινωνική αλλαγή[98].




































ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ*



1

Φυλακές Αβέρωφ  8/4/42
Ἀγαπητέ μου Κόκο,
Περιμένω σήμερα  αὔριο τήν Ροζούλα νά ἔρθη νά μέ δῆ. Ἄν εἴσουν ἐδῶ θἄθελα νά σ’ ἔβλεπα, σ’ ἔχω πολύ πιθυμήση. Ἄν καί συχνά μαλλώναμε καί δέν συμφονούσαμε σέ πολλά, ἐν τούτοις καί πρίν μά καί τώρα περισσότερο ξέρω πῶς μέ ἀγαποῦσες καί στάθηκες καλύτερα ἀπό ἀδελφός γιά μένα. Δέν ξέρω ἄν θά μπορέσω ποτέ νά σοῦ δείξω ὅση ἀγάπη σοὔχω κι ὅση εὐγνομοσύνη νοιώθω γιά σένα.
Περάσαμε, περνοῦμε μαρτυρικές στιγμές. Ἴσως νά ἔρθουν καί χειρότερες, μά σφίγγουμε τά δόντια καί κάνουμε κουράγιο. Ὑπάρχουν κι ἄλλοι περισσότερο δυστυχισμένοι ἀπό μᾶς. Τί νά ποῦμε λοιπόν;  Ὑπομονή κι ἐλπίδα.
Θἄθελα πολύ νά βρίσκεσαι ἐδῶ τήν ἡμέρα τῆς δίκης, δέν ξέρει κανείς τί θά συμβῆ. Μά ὅ,τι καί νἆναι, νά μήν ἐγκαταλείψης τό σπῆτι μου, Κόκο. Γίνε ἐσύ παιδί τῆς μητέρας μου καί ἀδελφός τῆς Ρόζας. Ἔτσι θἆμαι πιό ἥσυχος καί τά βράδυα, ὅταν μόνο ἡ κλειδαρότρυπα φωτίζη τό σκοτεινια<σ>μένο κελλί, θά κοιμᾶμαι χωρίς ἐφιάλτες. Ἄν τό ἀποτέλεσμα τῆς δίκης εἶναι εὐνοϊκό, ὅπως λέει καί ὁ δικηγόρος, τότε κάνετε ὅ,τι καταλαβαίνετε, ἄν θέλετε φύγεται [= φύγετε] γιά τήν Γραβιά, ἐάν αὐτό σέ ἐξυπηρετῆ. Ἐγώ, δέν πειράζη. Ὅταν θἆμαι ἥσυχος γιά τό μέλλον, θά περνῶ καί χωρίς πολύ φαΐ. Ὕστερα μπορεῖ νά βρῆτε ἕνα τρόπο νά τό κανονίσετε κι αὐτό, νά μοῦ φέρνουν κάθε βδομάδα ἤ 10 μέρες καί ἄς ἔρχεται ὁ Ἀνδρέας νά μέ βλέπη.
Μέ εὐχαρίστησε πολύ ἡ γενναιοδωρία τοῦ Βιζωνῆ, μά ἄν, Κόκο, ὅμως κρίνεται [= κρίνετε] ὅτι ὑπάρχη κάποιος μικρός ἔστω λόγος, μήν ἀρκεστῆτε μόνο σ’ αὐτή.  Πουλῆστε ὅ,τι εἶναι δυνατό νά πουληθῆ ἀπό τά δικά μου πράμματα. 
Ὅταν εἶσαι ἐδῶ νά μοῦ στέρνης κανένα βιβλίο καί νά μοῦ γράφης, ὅταν ἔρχεται ἡ Ρόζα. Μή φοβᾶσαι, δέν ὑπάρχη λόγος.
Νά σοῦ πῶ, Κόκο μου, τήν ἀγαποῦσα τήν ζωή μου, μά τώρα τήν ἀγαπῶ πιό πολύ. Κι ἄν θέλω μέ τόσο πόθο νά ζήσω, εἶναι γιατί τώρα θά ξέρω νά ζήσω πολύ καλλύτερα ἀπό πρίν. Ἡ [= Οἱ] ἀτέλειωτες ὧρες τῆς ἀπομόνωσης μᾶς δείχνουν ὅλο τόν ἑαυτό μας μέ τά ἐλαττώματά του καί τίς ἀδυναμίες του. Αὐτή ἡ φυλακή  ὅπως [δυσανάγνωστες λέξεις λόγω φθοράς του φύλλου] τό καθαρτήριο.



*  Για την έκδοση των επιστολών, οι οποίες γράφτηκαν είτε σε φύλλα αλληλογραφίας ή τετραδίου είτε σε άλλα χαρτιά, αναφέρουμε τα εξής: κατά τη μεταγραφή τους ακολουθήσαμε την καθιερωμένη διπλωματική μέθοδο με κεφαλαιοποίηση των αρχικών γραμμάτων στα κύρια ονόματα, με χρησιμοποίηση των σημείων στίξης, όπου ήταν απαραίτητο για την κατανόηση του κειμένου, με σιωπηρή διόρθωση του αναφορικού ό,τι και με διατήρηση του πολυτονικού συστήματος, ενώ χωρίσαμε τα κείμενα σε παραγράφους για την καλύτερη  κατανόησή τους.
[…]    γράμματα που λείπουν και δεν έγινε κατορθωτό να συμπληρωθούν
{    }   δικές μας διαγραφές
<   >   γράμματα που παρέλειψε ο συγγραφέας.



Τήν βαλίτσα δέν τήν ξέχασα. Ἄν βγῶ ποτέ, θά σοῦ τήν ἀγοράσω μεγάλη καί πέτσινη!
Ἀντίο, Κόκο μου. Νά πηγαίνης, ὅταν ἔρθης, συχνά στόν δικηγόρο καί νά μέ εἰδοποιῆς σχετικά.

                                                                           Σέ φιλῶ                                       
                                                                            Νίκος                     
8/5/42 [αντί: 8/4/42]


2

                                                                                            Φυλακές Ἀβέρωφ{η}       17/4/42

Ἀγαπητή μου Ροζούλα

Σήμερα ἦρθε ὁ πατέρας τοῦ Λευτέρη καί τόν εἶδε. Τοῦτο μέ κάνει νά ἐλπίζω πῶς  γρήγορα θά νοιώσω τήν μεγάλη χαρά νά σέ δῶ. Γι’ αὐτό ἑτοιμάζω τοῦτο τό γράμμα, γιατί στό σύντομο διάστημα ποῦ θά μοῦ επιτρέψουν, [διαγραμμένες λέξεις] πολύ λίγα θά μπορέσουμε νά ποῦμε. Ροζούλα μου, ἡ ελπίδα πῶς θά σέ δῶ, ἔστω καί γιά δέκα λεπτά στόν ξύπνηο μου, γιατί στόν ὕπνο μου κάθε νύχτα ἐσύ, ἡ μαμά καί ὁ καλός καί ἀγαπητός μας Κόκος συντροφεύεται [= συντροφεύετε] τά ταραγμένα ὄνειρά μου. Αὐτή ἡ ἐλπίδα μοῦ γλυκαίνει τή ζωή. Ἡ [= Οἱ] δοκιμασίες μοὖχουν ψαλιδίση τά φτερά, δέν τολμάω νά ἐλπίσω οὔτε νά ὀνειρευτῶ τίποτε πού νά βρίσκεται μακρύτερα ἀπό τό σήμερα καί τό αὔριο μπορεῖ αὐτό νἆναι ἀδυναμία μά εἶναι κι ἕνα ὅπλο ἐνάντια σέ κάθε νέα ἀπογοήτευση ἤ δοκιμασία πού μπορεῖ ναρθῆ.
Κάθε πρωΐ περιμένω μέ χτυποκάρδι νἄρτη τό δέμα σας, εἶναι ἡ πιό γλυκειά ὥρα τῆς μέρας. Καμμιά φορά ἀργῆ. Ἀρχίζω νά μήν ἐλπίζω. Μά ξάφνου, τσάκ, ἡ πόρτα ἀνοίγει, γιά νά μοῦ φέρη μιά πνοή ζωῆς. Τώρα, δέν ξέρω - πολύ καλοσύνη; καμμιά δική σας ἐνέργεια; - μά μοῦ φέρνουν, ἄν καί ἀπαγορεύεται, τό δέμα στό κελλί μου. Γι’ αὐτό καμμιά φορά σᾶς γράφω στείλτε μου λίγα τσιγάρα, λίγα λεπτά. Κάθε καλοσύνη πρέπει νά πληρώνεται, γιά νά διατηρήτε [= διατηρῆται].
Καταλαβαίνω πῶς στενοχωριέσται [= στενοχωριέστε] οἰκονομικῶς, καί σᾶς [δυσανάγνωστη λέξη λόγω φθοράς του φύλλου] βάρος. Δέν ἔχω ἀλήθεια μυαλό [δυσανάγνωστη φράση λόγω φθοράς] ὁ ἐρχομός τοῦ πακέτου δέν εἶναι τόσο τό φαΐ ὅσο ἡ σκέψη ὅτι ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού ἐνδιαφέρονται γιό τό 13, ὅτι κάποιος ἔρχεται κάθε μέρα μέχρι τήν πόρτα τῆς φυλακῆς γιά μένα, γιά τόν Νίκο. Νοιώθω γιά μιά στιγμή ὅτι δέν εἶμαι ἕνα νούμερο μά ἕνας ἄνθρωπος σάν τούς ἄλλους, με παρελθόν, μέ παρόν. Κλείνω τά μάτια καί νομίζω πῶς σέ βλέπω νἄρχεσαι μέχρι τήν εἴσοδο τῆς φυλακῆς μέ τό δέμα στό χέρι. Κυττάζω τά σίδερα τοῦ παραθυριοῦ, εἶναι πολύ χοντρά, καί ἡ πόρτα γερά ἀμπαρομένη, δέν θέλω νά δραπετεύσω μά νά τρέξω μέχρι τήν εἴσοδο νά σέ δῶ, κι ὕστερα νά ξαναγυρίσω στό κελλί. Ἐδῶ δέν εἴμαστε παρά νούμερα. Καί μεταξύ μας ἀκόμη, ὅταν συναντιόμαστε στόν καμπινέ, ἔτσι συνονογιόμαστε. Καμμιά φορά τήν νύχτα ὅταν εἶναι ἡσυχία στό διάδρομο καί ὁ φρουρός ἔχει ἀπομακρυνθῆ, ἀκούω τήν φωνή τοῦ Λευτέρη ἀπό πολύ μακρυά —13! τί ὥρα εἶναι;
Ἔχω συνηθίση πιά στήν μοναξιά, τό φαΐ εἶναι ἀρκετό — μή μοῦ στέρνετε πάρα πολύ καί τό στερήστε — βιβλία ἔχω αὐτά πού μοῦ στείλετε καί κανένα ποῦ μοῦ δίνουν οἱ διπλανοί,  διαβάζω καί λίγη φυσική καί περνάω τήν μέρα. Ἄν εἶχα δικαστῆ, δέν θά μ’ ἐ<ν>διέφερε τίποτε, εἶμαι ἄνθρωπος πού δέν ἔχη πολλές ἀπαιτήσεις.  Ἐμεῖς πού εἴμαστε στήν ἀπομόνωση, καί δέν εἴμαστε λίγοι, δέν ὀνειρευόμαστε σάν τούς ἄλλους νά βγοῦμε ἀπό τήν φυλακή, μά νά μᾶς βάλλουν στά κελλιά τρεῖς-τρεῖς, τέσσαρους-τέσσαρους, ὅπως οἱ ἄλλοι. Τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος.
[σ. 2] Ἔτσι ὅταν μιά μέρα μέ τιμώρησαν - χωρίς νά ξέρω τό γιατί - νά μή βγῶ καθόλου ἔξω στά δέκα λεπτά, πού μᾶς βγάζουν κάθε πρωΐ, στενοχωρήθηκα καί ἔλεγα πόσο καλά ἦταν πρίν. Εὐτυχῶς καί μιά μέρα κράτησε ἡ τιμωρία μου. Ἔχω κρίσεις αἰσιοδοξίας καί ἀπαισιοδοξίας, πότε ἐλπίζω ὅτι ὅλα θά πᾶνε καλά, πότε τά βλέπω ὅλα μαῦρα. Καί ἡ [= οἱ] πιό μικρές λεπτομέρειες ἔχουν γιά μᾶς σημασία. Βλέπεις δέν κάνουμε τίποτε ἄλλο παρά νά σκεφτόμαστε καί κάθε τί τό μεγαλοποιοῦμε.
Σταματῶ τώρα, εἶναι 6 μμ καί δέν βλέπω πιά. Αὔριο πάλι.
Ἡ μέρα σήμερα [18/4/42] εἶναι πολύ σκοτεινιασμένη, ἔκανε τήν νύχτα κρῦο. Κάθε πρωΐ πρέπει νά πηγαίνουμε στή βρύση μόνο μέ τό πανταλόνι. Στήν ἀρχή κρυόναμαι [= κρυώναμε], τώρα ἔχουμε συνηθίση. Τό περασμένο Σάββατο μᾶς ἔκαναν ντούς. Πρώτη φορά πού ἔκανα, ἦταν πολύ κρῦο, μά περίεργο, ἄν καί μόλις εἶχα φάει, ἐν τούτοις ὄχι μόνο δέν μέ πείραξε, ἀλλά ἔννοιωθα καί μιά μεγάλη εὐδιαθεσία. Νά μᾶς πήγαιναν καί σήμερα καλά θἆταν.
Ἀπό τόν πατέρα τοῦ Λευτέρη μάθαμε ὅτι ἡ ζωή ἔξω εἶναι φριχτή. Τό λάδι ἔχει 5000. Φαντάζομαι πόσο θά στενοχωριόσαστε. Ἄν δέν ἦταν ὁ καϋμένος ὁ Κόκος … Θά μπορέσουμε ποτέ νά τοῦ πληρώσουμε ὅσα ἔχει κάνει γιά μᾶς; Καμμιά φορά σκέφτομαι πῶς τόν ἔκανα καί θύμωνε καί στενοχωριέμαι. Θέλω πολύ νά ζήσω, γιά νά σᾶς δείξω πόσο ξέρω νά εὐγνομονῶ. Ἡ περιπέτεια αὐτή, ἄν δέν μέ τσακίση, θά μέ κάνη ἄνδρα. Μοὔδειξε ὅτι μπορῶ νά ζήσω καί χωρίς τήν βοήθεια κανενός, ὅτι μπορῶ κι’ ἀπό τόν ἑαυτό μου μόνο νά ἀντλῶ δυνάμεις, καί μοὔμαθε τήν μεγάλη ἀλήθεια: ἄν φοβηθῶ, χάθηκα!
Σκέφτομαι ὅτι θά πρέπη ὁ Κόκος, σέ λίγο καιρό νά φύγη γιά τήν Γραβιά, ἄν δέν ἔχη φύγη κιόλας, θά μείνετε μόνες, κι’ εἶναι ἄσχημο αὐτό. Δέν θά φύγατε ἀκόμη ἀπό τό Χαλάνδρι, μοὖχες γράψη γιά κάποιο φτηνό σπῆτι πού βρίκατε. Δέν θά τό πήρατε, φαντάζομαι. Ἄν τά καταφέρνετε μέ τήν συγκοινωνία κάπως ὑποφερτά, μείνετε ἐκεῖ. Ἔχετε ἕνα δυό γνωστούς, τό νοῖκι εἶναι φτηνό, κανείς δέν ξέρη τί θά συμβῆ στό μέλλον. Εἶναι ἀλήθεια κουτό νά σᾶς συμβουλεύω ἐγώ ἀπό δῶ μέσα, ἐσεῖς ξέρετε τί θά κάνετε.
Γιά τήν ὑπόθεσή μου δέν ξέρω τί ἔχετε μάθη. Δέν φροντίσατε νά μοῦ μεταδώσετε τίποτε. [διαγραμμένη λέξη] Ρωτῶ ἀπό δῶ κι’ ἀπό κεῖ, καί [σ. 3] [διαγραμμένη λέξη] {και} μαθαίνω τά πιό ἀντιφατικά πράμματα. Ἀνεύθυνοι εἶναι βέβαια οἱ ἄνθρωποι κι’ ὁ καθένας λέει ὅ,τι τοῦ κατέβη στό κεφάλι. Ἡ [= Οἱ] ἀνακρίσ<ε>ις μου κράτησαν 6 μέρες. Μοῦ φέρτηκαν καλά, ἴσως γιατί δέν προσπάθησα νά τούς κρύψω τήν ἀλήθεια – θἆταν ἄσκοπο. Ὓστερα εἶχα καί τόν Λευτέρη μαζί, πού μοῦ ἀπηγόρευε τίς ἀκροβασίες. Γιατί δέν φροντίσατε τόσο καιρό νἄρθη ἕνας δικηγόρος νά μέ δῆ; Δέν θἆταν ἀπαραίτητο νά δεσμευθῆτε μαζί του. Μοῦ γράψατε ὅτι μοὔχατε βρῆ δικηγόρο, μά ποιός εἶναι δέν ἔμαθα. Πῶς θά κάνετε γιά νά τόν πληρώσετε; Καί φαντάζομαι ὅτι θά ζητήση πολλά. Καί μ’ αὐτούς δέν πρέπει νά κάνη κανείς παζάρια. Εἶναι τόσο [διαγραμμένη λέξη] ἀσυνείδητοι. 
Νομίζω ὅτι μπορῆ νἄχουμε ἐλπῖδες νά γλυτώσω μόνο μέ φυλάκιση. Τώρα ἔμαθα [διαγραμμένη λέξη] τά ἑξῆς - ὁ δικηγόρος Γιωργάκης [= Γεωργάκης] τά εἶπε – ἡ [= οἱ] ποινές πού ὁρίζονται εἶναι 1-3 χρόνια σέ περίπτωση πού τό ἔντυπο θά χαρακτηρισθῆ ὡς ἐθνικοῦ περιεχομένου, καί 3-10 ἄν χαραχτηρισθῆ ὡς κομμουνιστικό. Δέν ἦταν κομμουνιστικό. Τώρα αὐτό ἐξαρτᾶται ἀπό τήν κρίση τῶν στρατοδικῶν ἤ μᾶλλον τοῦ εἰσηγητοῦ - αὐτοῦ πού θά κάμη τήν σχετική ἔκθεση στό στρατοδικεῖο. Γι’ αὐτό ὁ δικηγόρος πρέπει νά κουνηθῆ. Ἄν τά παραπάνω ἀληθεύουν, τότε κάμετε ὅ,τι μπορεῖτε, πουλῆστε ὅ,τι εἶναι δυνατόν νά πουληθῆ, καί μή σᾶς μέλλη τίποτε - ἄν βγῶ, θά τά κάνω χρυσᾶ. Μήπως θά μπορούσατε νά ζητήσετε τήν βοήθεια τοῦ [διαγραμμένη λέξη] Βελανῆ; Δέν πιστεύω νά σᾶς τήν ἀρνηθῆ. Μ’ ἀγαποῦσε καί μ’ ἐκτιμοῦσε. Εἶναι τόσο καλός. Ὁ ἀδελφός του εἶναι δικηγόρος. Ἴσως κι’ αὐτός νά σᾶς βοηθοῦσε.
Κατηγορoύμαστε γιά ἔκδοση ἐντύπων στρεφομένων κατά τῶν Ἀρχῶν Κατοχῆς. Σᾶς στέρνω τήν κατάθεσή μου γιά νἄχετε ὑπ’ ὄψη σας τί εἶπα - τοῦ Λευτέρη εἶναι σχεδόν ὅμοια, διαφέρει σέ πολύ λίγα σημεῖα, μᾶλλον ἐπουσιώδη. Δέστε τί ἐλαφρυντικά μποροῦμε νά μεταχειριστοῦμε καί μυνῆστε μου μέσω τοῦ δικηγόρου μου. Θἆταν καλό ἄν αὐτός ἐρχόταν σέ ἐπαφή μέ τόν Λουιζίδη, τόν δικηγόρο τοῦ Λευτέρη, καί τόν Γιωργάκη, τόν δικηγόρο τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ Τάσου, εἶναι ἀπό τούς ἁρμοδιώτερο<υς> γιά τό γερμανικό στρατοδικεῖο καί ἔχουν μέσα. Θά μποροῦσαν νά πάρουν μιά κοινή ἀπόφαση.[σ. 4] Ὅπως φαίνεται ἡ δίκη δέν θἀργήση νά γίνη. Γιαυτό μή χάνεται [= χάνετε] καθόλου καιρό. Ὁ Κόκος ἄς μείνη λίγες μέρες, νἆναι ἐδῶ τήν ἡμέρα ἐκείνη. Μή ντραπῆτε νά ζητήσετε τήν βοήθεια ὁποιουδήποτε. Τώρα θά δοῦμε ποιός πραγματικά ἐνδιαφερόταν γιά μέ.
Τώρα τίς 20 τοῦ μηνός εἶναι τά γενέθλια τοῦ Χίτλερ. Ὅλοι περιμένουν χάρη.  Βέβαια δέν θά ἀφορᾶ ἐμᾶς τούς ὑπόδικους, μόνο αὐτούς πού ἔχουν δικαστῆ. Ἄς κάνουμε κουράγιο. Ἡ φυλάκιση δέν μέ τρομάζει· θά ὀργανώσω τή ζωή μου καλά καί θά περιμένω χωρίς παράπονο τό τέλος τοῦ πολέμου. Μπορεῖ νά μᾶς στείλλουν στά ἔργα, ὁπότε ἡ μιά μέρα λογίζεται γιά δυό. Καί κεῖ ἡ δουλειά σέ κάνει νά τά ξεχνᾶς ὅλα.
Ὅταν θά τελειώση ἡ δίκη, δέν θά θέλω νά ξαναφροντίσετε γιά μέ. Θά φροντίζετε μόνο τήν μανοῦλα μου, πού θἄδεινα τό ’να χέρι μου γιά νά τῆς φιλοῦσα τά μαλλιά – κι’ ἄς μήν τά πλένη. Ἄν ἡ ποινή εἶναι φυλάκιση, νά τῆς πῆτε ὅτι δικάστηκα μόνο λίγους μῆνες, γιά νά μή στενοχωρηθῆ πολύ. Νά τήν προσέχετε καί νά τῆς δύνεται [= δίνετε] κουράγιο, θερμαίνοντάς την μέ τήν σκέψη πῶς θά γυρίσουμε κι’ ἐγώ κι’ ὁ μπαμπᾶς μιά μέρα στό σπῆτι. Ὁ πόλεμος θά τελειώση καί θά τελειώση καλά. Κι’ ἄν ποτέ ἔρθη ἡ μέρα πού θά μᾶς βρῆ ὅλους μαζεμένους στό σπῆτι, θά ξαναγεννηθοῦμε, θά τά ξεχάσουμε ὅλα. 
Ροζούλα μου ἀγαπημένη, ἡ [= οἱ] δοκιμασίες χρειάζονται στή ζωή. Σοῦ φανερώνουν τόν ἑαυτό σου γυμνό ἀπό κάθε στολίδι, σοῦ δίνουν τήν εὐκαιρία νά τόν διορθώσης. Κι’ εἶναι τόσο καλό αὐτό.
Προχτές ἔλαβα ἕνα δέμα στ’ ὄνομά μου. Τὄστειλε ὁ Ἐρυθρός Σταυρός. Φαντάζομαι ὅτι θἆταν ἐνέργεια τῆς Ἑλένης. Τήν εἶδα ξαφνικά μιά μέρα ἔξω ἀπό τήν πόρτα τοῦ κελλιοῦ, πού παράστεκε στό μοίρασμα τοῦ φαγητοῦ - σῦκα κι’ ἐληές - καί μέ κύτταξε μ’ ἕνα βλέμα - ἤ μᾶλλον δέν μέ κύτταξε - σάν νἄβλεπε μπρός της κανένα λεπρό ἤ πεθαμένο. Παρά τήν τραγικότητα τοῦ πράγματος δέν μπόρεσα νά μήν ψιθυρίσω χιουμοριστικά - εἶναι νωρίς ἀκόμη Ἐλένη!  Πές της εὐχαριστῶ καί νά μοῦ βρῆ κανένα βιβλίο μέ πολλές σελίδες.
Μή ξεχνᾶτε ἐφημερίδα νά μοῦ στέρνετε. Πέρασα νύχτες πού δέν θἄθελα νά τίς περάση ὁ μεγαλύτερός μου ἐχθρός. Δέν φαντάζομαι νά ξαναγυρίσουν.
Ἡ Ντόλυ τί κάνει; Γέννησε φέτος. Νά τῆς πῆτε νά ζητήση ἐπισκεπτήριο νά μέ δῆ.
Βρῆτε ἕνα τρόπο νά μοῦ γράφετε. Μή φοβᾶστε τόσο πολύ.
Χαιρετισμούς σέ ὅλους. Πές τοῦ Κόκου νά ξεχάση, ἄν τοὔχω κάνει τίποτε.

                                                                                    Σᾶς φιλῶ πολύ

                                                                                            Νίκος.



3
Φυλακές  Ἀβέρωφ{η}   24/4/42

Ροζούλα μου Ἀγαπημένη, χθές δέν ἔγραψα τίποτα, γιατί δέν εἶχα καί τί νά γράψω. Μά σάμπως ἔχω καί σήμερα; Μά ἔχω ξεχάση τί σοὔγραψα προχτές. Ἔτσι θά γράψω τά ἴδια μ’ ἄλλα λόγια.Μή μέ πῆς κουτό, μά ἡ ὥρα δέν περνάει, ἄν δέν κάνη κανείς κάτι.
Σήμερα κλείνουν δυό μῆνες - τόσο λίγο! Καί μοῦ φαίνεται ἕναν αἰώνα πῶς λείπω ἀπό τήν ζωή. Πολλοί γνωστοί φεύγουν, μᾶς φωνάζουν ἀντίο ἔξω ἀπό τήν πόρτα καθώς περνοῦν, τούς λέμε στό καλό! ὄχι δίχως πίκρα. Πόσο τούς ζηλεύουμαι [= ζηλεύουμε]. Θἄρτη καί γιά μᾶς  μιά τέτοια μέρα; Ἴσως καί τότε πόσο διαφορετικά θά ζήσω, ἐδῶ ἔχω μάθη πῶς πρέπει νά ζῆ κανείς.
Ὁ δικηγόρος δέν φαίνεται. Τόν περιμένω μέ λαχτάρα ὄχι μόνο γιά νά [διαγραμμένες δυο λέξεις] τόν ρωτήσω γιά τήν ὑπόθεσή μου, μά γιά νά σοῦ φέρη κι’ αὐτά. Ἴσως νά σοῦ κόψη τό μυαλό νά τοῦ δόσης γράμμα μέ νέα σας. Γιά τήν ὑπόθεσή μου δέν φαντάζομαι νά μοῦ πῆ σπουδαῖα πράμματα. Θά τόν ἔχης δασκαλέψη προηγουμένως. Θά μοῦ πῆ ψέμματα, θά τό καταλάβω, καί δέν θά βγῆ τίποτε ἀπό τήν συνάντηση.
Χθές πῆρα τό πακέττο σας, γάλα, ἐληές, σῦκα. Νά τά κάνετε ὅλα ἕνα πακέττο, γιά νά μή σκορπίζονται. Αὐτές τίς μέρες εἶχα νοιώση τήν ἀνάγκη του, ἄν καί ἀπό χτές ἄρχισαν νά μᾶς δίνουν ρύζι  χυλό τό μεσημέρι. Εἶναι βέβαια πολύ καλύτερα ἀπό τά χόρτα. Τρόφιμα δέν θἄχετε λάβη. Μή στενοχωριέσται [= στενοχωριέστε] γιά μένα. Ἔχω συνηθίση.
Ἐσεῖς πῶς περνᾶτε; Αὐτές τίς μέρες πρόκειται νά γίνη ἀπογραφή γιά [σ. 2] τά δελτία. Γιά φρόντισε, ὅσο μπορῆς, νά μή τά χάσετε. Καί δέν εἶναι κι’ ὁ Κόκος νά σᾶς βοηθήση. Μελέτησε πῶς ἔχει τό ζήτημα καί κύτταξε νά τά γλυτώσης. [τρεις διαγραμμένες λέξεις] Θά σοῦ στείλλω αὔριο καί ἕνα οἰκογενιακό δελτίο πού ἔχω, καί μιά ἄδεια τροφίμων - κι’ ἄς μή σᾶς χρηαστοῦν.
Βαριέμαι πολύ. Εἶναι πολύ ἐπιστημονικό μαρτύριο ἡ απομόνωση: νά μή μιλῆς, νά μήν ἀκοῦς, νά μή μαθαίνης τίποτε ἀπολύτως. Καί νἄχω καί σᾶς νά μή μοῦ στέρνετε μιά ἐφημερίδα, τίποτε νέα σας. Νἄχω τουλάχιστο κάτι νά σκέφτομαι. Βαρέθηκα τά ἴδια καί τά ἴδια. Εἶναι τόσο πληχτικά στήν θλίψη τους.
Αὔριο κλεῖ [= κλείνει] μιά βδομάδα ἀπό τότε πού σέ εἶδα. Πῶς θέλω νά σέ ξαναδῶ! Φρόντισε πολύ γιαυτό, μέ τόν τρόπο πού σοῦ γράφω. Νά μποροῦσα νά σ’ ἔβλεπα κάθε βδομάδα. Θἆταν τρέλλα. Κάνει κάτι μέρες ἔξω, πού θἆνε μούρλια. Χθές τό χάραμα ἄκουσα δυό χελιδόνια πού πέρασαν κοντά στό παράθυρο.
Ἄν δέν μοὒχης  στείλη σπίρτα, νά μοῦ στείλης 3-4 κουτιά. Θέλω νά τά δόσω σέ κάποια καλά παιδιά. Θά κρατήσω κι’ ἐγώ. Εἶναι τό σπανιώτερο εἶδος ἐδῶ μέσα. Ξέρω πῶς ἔχετε, γι’ αὐτό τά ζητῶ. Ὁ Ὄθωνας δέν μέ θυμήθηκε καθόλου. Πέστου πῶς παραπονιέμαι γι’ αὐτό. Βάζε μου ἕνα σημειωματάκι κάθε μέρα ἀπ’ ἔξω ἀπό τό δέμα κάτω ἀπό τ’ ὄνομα. Μπορεῖ νά τό σκίζουν, δέν πειράζει,  κάποιο ἀπό τά πολλά θἄρτη. Ὁ Ἀποστόλης δέν θἄχη δουλειά. Πέστο καί σύ τοῦ Ὄθωνα. Τοῦ τό γράφω καί ἐγώ. Εἶναι καλό παιδί καί θἄχη ἀνάγκη ἀπό λεφτά.
Σέ λίγο θἄρτη τό δέμα. Τό περιμένω μέ χαρά. Ποιός ξέρη, μπορῆ νά γράφη καί δυό λόγια.
Ἀντίο χρυσή μου Ροζούλα.
Στή μαννούλα ἕνα φιλί. Τό παλτό τσάμπα τὄφτιασε. Μπῆκε καλοκαίρι πιά!
                                                                                          Νίκος


4

Σάββατο βράδυ [= 25/4/42]
                         
Ἀγαπητέ μας Νῖκο,

Ὁ Κόκος ἔφυγε. Θά γυρίση ὅμως γρήγορα, γιά νά εἶναι ἐδῶ ἅμα θά χρειασθῆ. Εἴχαμε μείνει χωρίς τίποτα – αὐτό τό λίγο πού σοῦ στέρναμε ἦταν ἀπό τό συσσίτιο. Εὐτυχῶς σήμερα μᾶς ἔστειλε κάτι πραγματάκια. Μήν ἀνησυχῆς καθόλου γιά τό ζήτημά σου· φροντίζω γιά ὅλα.
Σοῦ στέρνω ἕνα βιβλίο τήν Μίς Σάρπ. Ὅσα διαβάζης ἐπίστρεφέ τα· εἶναι ξένα. Τήν Παρασκευή θά ζητήσω ἄδεια γιά νά σέ δῶ. Φαντάζομαι νά μοῦ δώσουν.
Τίς ἐφημερίδες τίς παίρνεις; Σοῦ στέρνω καί σήμερα. Σοῦ στέρνω σαποῦνι καί σπίρτα.

                                                                                Φιλιά ἀπό τή μαμά
26/4/4                                         
Κυριακή                                                                           Ρόζα   

                                                                                                                                                             

                                                                      5
                                                                                    26/4/42   Κυριακή

Πόσο λίγο χρειάζεται, γιά νἆναι κανείς εὐτυχισμένος! Μιά καθαρή μαξιλαροθήκη, λίγο φαΐ, ἕνα βιβλίο. Πλαταίνει τό κελλί, ἀραιόνουν τά κάγκελα καί νοιώθεις τήν γλύκα της ελπίδας. Τί σοῦ τήν ἔδωσε; Τίποτε!
Εἴμουν ἀπογοητευμένος, δέν θἄχω καί σήμερα δέμα. Σκεφτόμουνα αὐτό, ἡ μέρα ἡ σημερινή πού πάντα στή ζωή μου εἶχε κάποιο θέλγητρο, κάτι καινούργιο, τό ἀβέβαιο μέλλον, πού τό κάνουν μαῦρο ἡ [= οἱ] βαθειές, ἀλλοίμονο, σκέψεις, ἡ ἔλλειψη κάποιου ἐνδιαφέροντος βιβλίου. Ὅλα αὐτά μοῦ χαλοῦσαν τήν διάθεση. Μά ἔφτασε αὐτό τό χαρτάκι κι’ ἦρθε μέ τό δέμα, γιά νά μέ εὐχαριστήση. Τώρα θά ξαναζήσω. Εἶμαι χορτασμένος, καθαρός, εὐχαριστημένος. Τί ἄλλο θέλω; Ἕνα βιβλίο πού ἦρθε, θά διώξη καί τά τελευταῖα ἴχνη τῆς ἀνίας. Πόσο θά κρατήση  ἡ εὐδιαθεσία; Τρεῖς, τέσσαρες ὧρες. Ὕστερα πάλι θἄρτουν ἡ [= οἱ] μαῦρες σκέψεις, γιά νά κρατήσουν μέχρι αὔριο, πού θἄρτη πάλι τό δέμα.
Ροζούλα μου, νά μέ θυμᾶσαι πάντα. Εἶσαι ἡ μόνη μου χαρά.
                                                                                                        [Νίκος]

 6

Ἀγαπημένη μου Μαννούλα.
Σέ ἔχω πολύ πιθυμήση, σέ βλέπω συχνά στό ὄνειρό μου. Θέλω νά μαθαίνω ὅτι δέν στενοχωριέσαι πολύ. Νά κάνης κουράγιο, ὅπως κάνω κι’ ἐγώ καί νά ἐλπίζης  ὅτι γρήγορα θά γυρίσω κοντά σας. Ἀπό τόν μπαμπᾶ ἔμαθα ὅτι λάβατε γράμμα καί εὐχαριστήθηκα πολύ.
Ὁ Κόκος θά εἶναι τώρα στή Γραβιᾶ. Εὐχαριστήθηκα πολύ πού τόν πῆραν στή δουλειά μου καί ἔχετε λίγα λεφτά. Εἴδες πόσο μέ ἀγαποῦσαν στό γραφεῖο μου, πού καί τώρα πού [σ. 2] έφυγα, σᾶ{ν}<ς> δίνουν τόν μισθό μου.
Νά μή φύγετε ἀπό τό σπῆτι αὐτό. Θέλω νά γυρίσω καί νά σᾶς βρῶ στό ἴδιο. Τό ἀγαπῶ.
Ἡ Μαιρούλα τί κάνη; Θά ἔχει μεγαλώση καί ὀμορφήνη τώρα. Νά τήν φιλήσης ἀπό μέρους μου. Νά μή μέ ξεχνᾶς καί νά μέ ἀγαπᾶς. Θέλω πολύ νά σέ δῶ. Νά μή στερήσθε τίποτε γιά μένα. Νά μήν ἀδυνατίσης, μήπως ἀρρωστήσης, γιατί θά τρελλαθῶ. Νά ἀγαπᾶς τήν Ροζούλα πιό πολύ ἀπό μένα, γιατί εἶναι πιό καλή.
                                                                                             Σέ φιλῶ
                                                                                              Νίκος


7

 29/5/42
Ἀγαπημένη μου [διαγραμμένη λέξη: Ροζούλα],
Καί μέσα ἀπό τήν κόλαση νά πάω, πάλι θά βρῶ τρόπο νά σοῦ γράψω. Ἐνῶ εὐχαριστήθηκα ἀπό τήν δίκη – σχετικά βέβαια - καί γύρισα κάπως χαρούμενος, ὑπολογίζοντας ὅτι ἡ πρώτη φάση τοῦ δράματος τελείωσε καί μέ τήν ἐλπίδα ὅτι τήν ἑπόμενη θά σᾶς ἔβλεπα καί θἄτρωγα, γιατί πεινοῦσα πολύ, ἦρθε αὐτό τό ξαφνικό, νά σημειωθῆ κάποιο ὕποπτο κροῦσμα καί νά γίνη καραντίνα στήν φυλακή. Αὐξήθηκαν οἱ περιορισμοί καί ἡ ἄτιμη ἡ τύχη μου μ’ ἐκδικήθηκε: μ’ ἔβγαλαν ἀπό τό καθαρό κελλί μου, πού μέ τόσους κόπους εἶχα καταφέρη νά καθαρίσω, τό πρωΐ τῆς ἴδιας μέρας τό σφουγγάρισα, καί μ’ ἔβαλαν στό 15 μαζί μ’ ἕνα φυματικό κατάδικο. Παραπονέθηκα στόν ἀξιωματικό, μά τίποτε. Τό εἶπα καί στόν γιατρό καί μοῦ εἶπε ὅτι δέν εἶναι ἀνοικτή φυματίωση καί νά μή φοβᾶμαι. Τί νά κάνω. Τώρα πάλι κοιμᾶμαι [διαγραμμένη λέξη] χάμω, γιατί δέν παίρνει δυό κρεββάτια καί στενοχωριέμαι πού δέν ἔρχεται οὔτε δέμα οὔτε μπορῶ νά σᾶς δῶ. Δές τήν Ἑλένη μή μπορέση νά μοῦ στείλη τίποτε, λίγο λάδι κυρίως ἤ σταφίδες, κανένα αὐγό. Δέν πειράζει ὅμως κι’ ἄν δέν μπορῆ.
Ἡ ζωή πού τήν εἶδα νά κυλᾶ τόσο ἥσυχα, ὁ ἥλιος πού φώτιζε τόσο πολύ, ἡ πλάση, πού τήν εἶδα τόσο καινούργια ὕστερα ἀπό τρεῖς μῆνες ἀπομόνωση, τέλεια. Ὅλα αὐτά μοὔδωσαν κουράγιο. Μή φοβᾶστε, θά ζήσω! Θά βγῶ γερός ἀπό τήν δοκιμασία. Τήν πεῖνα τήν [διαγραμμένη λέξη] νικάω ξαπλωμένος ὅλη μέρα, τήν ἀπομόνωση, τήν στενοχωρία τῆς σκλαβιᾶς μέ τήν ἔντονη θύμησή σας καί τήν ὀνειροπόληση τοῦ μέλλοντος, πού θἆναι πιό ὡραῖο ἀπό τό φριχτό παρόν.
Ἄν μπορῆς νά πᾶς στόν γιατρό νά δῆτε τί μπορεῖ νά γίνη μέ μένα τώρα πού δικάστηκα. Στήν Αἴγινα ἡ [= οἱ] φυλακές καταργήθηκαν καί δέν ὑπάρχει φόβος, μένει ἡ Βουλιαγμένη καί τό Τατόϊ καί ἡ Σωτηρία. Στήν Βουλιαγμένη θἆμαι σέ θάλαμο μαζί μέ 30-40 ἄλλους, θά παίρνω δέμα 3 φορές τήν βδομάδα - ἄν καί δέν ξέρω ἄν ἐπιτρέπεται στούς καταδικασμένους σέ εἰρκτή – στό Τατόϊ θἆμαι ὅλη μέρα στό ὕπαιθρο καί θά τρώγω γερμανικό φαΐ, ὅπως τρῶνε οἱ στρατιῶτες δηλαδή, ἡ δουλειά δέν θἆναι σπουδαία καί ἔτσι δέν θά στενοχωριέμαι πολύ.  Μόνο πού δέν θά σᾶς βλέπω καί δέν θά μπορῆται [= μπορῆτε] νά μοῦ στέρνετε φαΐ καί βιβλία.
Γιά τήν Σωτηρία ἤ γιά κανένα ἄλλο νοσοκομεῖο φρόντισε ἐσύ μέ τόν γιατρό γιά λίγο τουλάχιστο καιρό. Ἐδῶ εἶναι ἀφόρητες ἡ [= οἱ] συνθῆκες: πέντε λεπτά μᾶς ἀνοίγουν τήν πόρτα τοῦ κελλιοῦ, ἔκοψαν τά δέματα καί [διαγραμμένη λέξη] φοβᾶμαι μέ αὐτές τίς ἀρρώστειες, αυτή τήν ἐξασθένηση. Δέν ξέρω τί κίνδυνο παρουσιάζουν τά δέματα, μά νομίζω πῶς ἡ πεῖνα εἶναι ὁ καλύτερος φίλος τῆς ἐξαπλώσεως κάθε ἐπιδημίας. Πήγαινε στόν γιατρό καί πέστου ὅ,τι καταλαβαίνης.
Πάντως μή στενοχωριέσθαι [= στενοχωριέσθε] καθόλου. Ὅλα μέ τήν θέληση καί τήν αὐτοπεποίθηση, πού ἡ ἴδια ἡ φυλακή μοῦ χάρισε, θά τα διαβοῦμε ὅλα. Ἄν μοὔλεγαν ἐδῶ καί μῆνες πῶς θά ἀναγκαστῶ νά ζήσω μέ τίς συνθῆκες πού τώρα ζῶ, ἀσφαλῶς δέν θά φανταζόμουνα ὅτι θἄντεχα. Μά τώρα καί διπλά χειρότερα νά γίνο<υ>ν{ο}, ἐγώ θά ζήσω. Σκέφτομαι πόσα  καλά θά μοῦ στείλετε τήν Πέμπτη καί μέ πιάνει λιγοῦρα. Στήν μαμά νά μή πῆς καρ<μ>πόνι [= καρμπόν] τήν ἀλήθεια. [σ. 2]
Νά περνάη κανείς κάπου-κάπου νά ρωτάη στήν φυλακή μήπως ἤρθη ἡ καραντίνα καί μέ τήν πρώτη εὐκαιρία νά μοῦ στείλετε μιά βαλίτσα, τήν ξύλινη - ἡ ἄλλη μοῦ εἶναι ἀπαραίτητη - καί νά βάλετε μέσα ὅ,τι μπορῆ νά μοῦ χρειαστῆ, ροῦχα, φαγώσιμα, βιβλία, χαρτί, μολύβια. [διαγραμμένη λέξη] Ποιός ξέρει πού θά μέ πᾶνε ἀπό δῶ, μά πάντως πιθανότατα στήν Βουλιαγμένη. Ἄν θέλης τίποτε νά μοῦ γράψης, κᾶμε ἕνα γράμμα καί φέρτο μέχρι τήν φυλακή. Ἴσως νά βρῆς κανένα τρόπο πού νά μοῦ τό στείλης. - [διαγραμμένες λέξεις] 15 -.
Πές στήν Φώφω χαιρετίσματα καί νά μοῦ μαζεύη κανένα βιβλίο, γιατί σύντομα φαντάζομαι νά μπορῆται [= μπορῆτε] νά μοῦ τά στείλετε. Ἀπό τά δικά της θά τῆς στείλω μερικά πίσω, ἕνα-δυό τἄχασα.
Δόσε αὐτό τό γράμμα στόν Τάκη. Για ὅλους ἑτοίμαζα γράμματα, γιατί νόμιζα πῶς θά σ’ ἔβλεπα, πάντως λίαν προσεχῶς.
Φιλιά σ’ ὅλους. Στήν μανούλα, στή Μαίρη, στόν Κόκο, στόν Ἀνδρέα.
Χθές ἔστειλα τό σακκάκι. Ἀνησυχῶ μήν ἐχάθηκε.
Γειά σου χρυσή μου Ροζούλα.   
[Αριστερά, σε πλαίσιο:] Ἐγώ καί ὁ Μπαμπᾶς θαρθοῦμε μαζί στό σπῆτι.
                                                                                  Νίκος
[Στο κάτω αριστερό τμήμα της σελίδας διαβάζουμε:]
Κυττάζω γύρω μου, τά παπούτσια βρωμᾶνε, στό δοχεῖο σαπίζει τό κάτουρο τοῦ συνάδελφου. Τό φῶς πού μπαίνει εἶναι ἐλάχιστο, ἔχει σήμερα σύννεφα καί μόλις βλέπω νά γράψω. Εἶναι 7 πρωΐ καί δέν ἔχω τίποτε νά κάνω οὔτε νά διαβάσω. [διαγραμμένη λέξη] Πεινάω φοβερά, σέ λίγο θά μᾶς δώσουν χαρουπόζουμο. [διαγραμμένη λέξη]
Κι’ ὅμως εἶμαι βέβαιος πῶς θά ζήσω καί θά σᾶς ξαναδῶ καί σύντομα μάλιστα. Δέν ξέρω, μά ὅσο χειροτερεύουν οἱ ὅροι τῆς ζωῆς, μέ τόσο περισσότερη δύναμη ἀντιδρῶ.
Ζήτω ἡ ζωή, μοῦ φωνάζει ὁ Λευτέρης. Ζήτω, τοῦ ἀπαντῶ. Θά φᾶμε σταφύλια τόν Σεμπτέβρη στή Βρύση; Θά φᾶμε! μοῦ λέει καί ζοῦμε.
[Στο κάτω δεξιά τμήμα της σελίδας διαβάζουμε:]
Ἡ Ντόλυ τί κάνει; Τό Ντολάκι νά μή τό δόσετε, ἐκτός ἄν τό θέλουν στοῦ Ἀποστόλη. Νά μή τό παντρέψετε μακρυά, γιά νά τό δῶ, ὅταν ἔρθω.
Μή σᾶς μέλλει τίποτε. Ἡ [=Οἱ] καμπάνες τῆς εἰρήνης δέν θἀργήσουν νά χτυπήσουν χαρμόσυνα…


8
[χ.η.]
[διαγραμμένη λέξη: --απητέ]
Ἀγαπητέ μου Νῖκο
Σοῦ στέρνω 3 αὐγά, σταφίδες καί ½ ὀκᾶ ψωμί. 
Τή Κυριακή θἀρθῶ μέ τή γυναῖκα τοῦ Θαλῆ, μήπως κατορθώσουμε νά μᾶς ἐπιτραπῆ νά σοῦ φέρνουμε φαΐ.
                                                                              Σέ φιλῶ
                                                                              Ροζούλα          
 Χθές ἤρθαμε μέ τή μαμά, ἀλλά [σ. 2] δέν μᾶς ἐπέτρεψαν νά σέ δοῦμε.



9
[Το τελευταίο γράμμα Νίκου Μοσχόπουλου και Λευτέρη Κιοσσέ]

Ἄνθρωποι, ἀπόψε στίς 4/6/42, μᾶς ἔφεραν στίς φυλακές Ἀβέρωφ. Ὀχτώ ὅμηροι περιμένουμε ἀπό ὥρα σ’ ὥρα νά πεθάνουμε. Ὑπόδικοι οἱ περισσότεροι, ἐμεῖς δικασμένοι ἀπό τό γερμ. στρατοδικεῖο σέ φυλάκιση. Σ’ ἕνα  κελλί  δυό-δυό, δεμένοι  μέ
χειροπέδες, περιμένουμε...
Δέν πειράζει. Δέν ὑπάρχουν ἀγῶνες χωρίς θύματα. Μέσα στίς χιλιάδες τῶν ἀθώων κι ἄλλοι ὀκτώ θά ποτίσουμε τό δένδρο τῆς λευτεριᾶς, πού κάποτε θά φυτρώση στή γῆ.
Μή μᾶς κλάψετε. Δέν πεθαίνουμε ἀπό ἀρρώστεια οὔτε ἀπό ἀτύχημα. Θά μᾶς σκοτώσουν οἱ συνάνθρωποί μας, γιατί πιστέψαμε σέ κάτι καί ἀγαπήσαμε τήν πατρῖδα μας καί τον κόσμο.
Εἴμαστε ψύχραιμοι καί ὑπερήφανοι, γιατί κάναμε τό καθῆκον μας, καί κανένα βάρος δέν πιέζει τήν συνείδησή μας. Κάνετέ το καί σεῖς καί τότε γρήγορα θἀρτη στόν κόσμο τό φῶς. Κουράγιο, παιδιά, σᾶς τό φωνάζουν δυό μελλοθάνατοι. Εἰρήνη θἀρτη. Λυπούμαστε πού δέν θά ζήσουμε, γιά νά τήν χαιρετήσουμε καί μεῖς. Θἀρτη, γιά νά διώξη τό σκοτάδι καί νά φέρη τό φῶς.
[σ. 2] Τό δικό μας αἷμα εἶναι μιά σταγόνα στόν ὠκεανό αἵματος, πού πλημυρίζει τόσο ἄσκοπα τήν γῆ. Θέλουμε νἆναι τό τελευταῖο πού χύνεται. Τό πιστεύουμα<ι> [= πιστεύουμε], γιαυτό πεθαίνουμε ἥσυχοι.
Γειά σας.
Ν[ικόλαος] Μοσχόπουλος καί Ἐ[λευθέριος] Κιοσσές









[1] Χάρη στην πρωτοβουλία, την παρότρυνση και τις πρώτες πληροφορίες του καλού φίλου και συνάδελφου Παναγή Μοσχόπουλου γράφτηκε από μένα τούτο το κείμενο. Τον ευχαριστώ θερμά, που μ’ έβαλε σε αυτήν ... τη δοκιμασία.
[2] Για όλα αυτά τα γεγονότα βλ. ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΣΤΡΑΤΟΥ ΤΩΝ ΗΠΑ, Η εκστρατεία των Γερμανών στα Βαλκάνια (Άνοιξη 1941), μτφρ. Νικόλαος Κολόμβας, εκδ. Εκάτη, Αθήνα 1996, σσ. 113-209, όπου η στρατιωτική πλευρά τους, αλλά βλ. και την ενδιαφέρουσα αφήγηση του ΘΑΝΑΣΗ ΧΑΤΖΗ, μετέπειτα γενικού γραμματέα του ΕΑΜ, Οι ρίζες της Εθνικής Αντίστασης, εκδ. Φιλίστωρ, [Αθήνα 1996], σσ. 385-399.
[3] Βλ. ΣΤΑΥΡΟΣ ΘΩΜΑΔΑΚΗΣ, «Μαύρη αγορά, πληθωρισμός και βία στην οικονομία της κατεχόμενης Ελλάδας», στο Η Ελλάδα στη δεκαετία 1940-1950. Ένα έθνος σε κρίση, μτφρ. Μ. Δρίτσα, Α. Λυκιαρδοπούλου, εκδ. Θεμέλιο, [Αθήνα 2006], σσ. 117-144· ΧΑΓΚΕΝ ΦΛΑΪΣΕΡ, Στέμμα και σβάστικα. Η Ελλάδα της Κατοχής και της Αντίστασης, 1941-1944, τ. Α΄, έκδοση Το Βήμα βιβλιοθήκη, Αθήνα 2009, σσ. 213-240· ΕΛΕΝΗ ΝΙΚΟΛΑΪΔΟΥ, Οι συνταγές της … πείνας. Η ζωή στην Αθήνα την περίοδο της Κατοχής, εκδ. Οξυγόνο, [Αθήνα 2011].
[4] Βλ. ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ, Η εμπειρία της Κατοχής και της Αντίστασης στην Αθήνα, εκδ. Αλεξάνδρεια, [Αθήνα 2012], σσ. 65-105, όπου κατά διαλεκτικό τρόπο παρουσιάζεται η μετάβαση από τον αγώνα για επιβίωση στον αγώνα για απελευθέρωση και η καθοριστική εμπλοκή του ΕΑΜ σε αυτήν τη μετεξέλιξη.
[5] Και όλη αυτή η «επιχείρηση» του συσσιτίου «στην πραγματικότητα […] στηριζόταν στο ακέραιο στο ΕΑΜ, τη μεγάλη Οργάνωση Αντίστασης, που είχε μόλις ιδρυθεί [το Σεπτέμβριο του 1941] με την πιο μεγάλη μυστικότητα. Έτσι παράδοξα, η πρώτη εκδήλωση αυτής της κρυφής και μαχητικής οργάνωσης έπαιρνε, για την ώρα, νόμιμα πλαίσια, για να διαφυλάξει την ίδια την ύπαρξη των μελλοντικών μαχητών της», ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΕΔΡΟΣ, Η Ελληνική Αντίσταση 1940-44, μτφρ. Α. Μοσχοβάκης, τ. Α΄, εκδ. Θεμέλιο, [Αθήνα 2004], σσ. 106-107.
[6] Υπάρχει, βέβαια, και η παθητική αντίσταση, η οποία ουσιαστικά συμπυκνώνεται στην άρνηση κάθε συνεργασίας με τους κατακτητές. Βλ. τις ενδιαφέρουσες επισημάνσεις του ΔΗΜΗΤΡΗ ΓΛΗΝΟΥ στο βιβλιαράκι Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ, εκδ. Ο Ρήγας, Αθήνα 1944, σσ. 60-61.
[7] Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΑΤΟΠΟΥΛΟΣ, Ιστορία της Κατοχής, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα 1955, σ. 791, μας πληροφορεί ότι την επόμενη από την «είσοδο» των Γερμανών στην Αθήνα, δηλαδή τη «Δευτέρα 28 Απριλίου ήταν σπαρμένα στο δρόμο κάτι μικρά τυπωμένα χαρτάκια που έγραφαν: “Μην ακούτε πια τον Ελληνικό Ραδιοφωνικό Σταθμό. Δεν είναι πια Ελληνικός. Είναι γερμανικός. Μη διαβάζετε Ελληνικές εφημερίδες, δεν είναι Ελληνικές, είναι γερμανικές”». Και διευκρινίζει: «Η ωραία αυτή εκδήλωσις αντιστάσεως κατά των κατακτητών ήτο έργον Ελλήνων τυπογράφων». Τις ίδιες, επίσης ημέρες «ένας κομμουνιστής έριχνε στο Μαρούσι χειρόγραφη προκήρυξη και καλούσε το λαό στον αγώνα για τη λευτεριά», ΒΑΣΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ (επιμέλεια), Ιστορία της Αντίστασης 1940-45, τ. 1, εκδ. Αυλός, Αθήνα [1979], σ. 186.  
[8] Βλ. ΘΑΝΑΣΗΣ ΧΑΤΖΗΣ, Η νικηφόρα Επανάσταση που χάθηκε, τ. Α΄, εκδ. Δωρικός, Αθήνα 1983, σσ. 59-63.
[9] Έχει γράψει χαρακτηριστικά ο C. M. WΟΟDHOUSE, Το Μήλο της Έριδος. Η Ελληνική Αντίσταση και η πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων, εκδ. Εξάντας, Αθήνα 1975, σ. 50: «Στο εξής, δεν πρέπει να σκέφτεται κανείς την Ελλάδα, χωρίς να φέρει πρώτα στο νου του εκείνες τις γυναίκες, που πήραν τις σκούπες απ’ τα χέρια των Βρετανών αιχμαλώτων που σσκούπιζαν τους δρόμους, για να κάνουν στο πόδι τους αυτή τη δουλειά· τα χαμίνια των δρόμων, που έρριχναν τα τσιγάρα απ’ τα οποία κέρδιζαν το ψωμί τους, μέσα στα φορτωμένα με Βρετανούς αιχμαλώτους καμιόνια, καθώς περνούσαν· τις οικογένειες που πέθαναν στο στρατόπεδο του Χαϊδαριού, επειδή βοήθησαν Βρετανούς αιχμαλώτους να δραπετεύσουν. Όταν ο απλός λαός κάνει τέτοιες πράξεις επηρεάζει κι αυτός την την ιστορία των ανθρώπινων σχέσεων· […]. Αφήνω τους απλούς ανθρώπους της Αθήνας με σεβασμό […]».
[10] Βλ. σχετικά ΓΕΩΡΓΙΟΥ, ό.π., τ. 1, σσ. 218-231, όπου και μαρτυρίες των δύο πρωταγωνιστών.
[11] Όπως καταστροφή πολεμικού υλικού, τρύπημα λάστιχων στρατιωτικών αυτοκινήτων, τοποθέτηση άμμου στους κινητήρες, «κοτρώνες στο δρόμο», κόψιμο τηλεφωνικών καλωδίων κ.ά. Βλ. ΧATΖΗΣ, ό.π., τ. Α΄, σσ. 63-64· ΓΕΩΡΓΙΟΥ, ό.π., τ. 1, σ. 186· ΜΑΝΩΛΗΣ ΓΛΕΖΟΣ, Εθνική Αντίσταση 1940-1945, τ. Β΄, εκδ. Στοχαστής, [Αθήνα 2006-7], σ. 855.
[12] Το πρώτο δρομολόγιο διαφυγής έγινε στις αρχές Ιουνίου 1941, βλ. ΘΑΝΑΣΗΣ ΠΙΣΤΙΚΙΔΗΣ, Ριζώματα, βιώματα, παθήματα. Αληθινές ιστορίας, Ραφήνα 1985, σ. 152. Βλ. επίσης ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΑΤΡΟΥ, «Οι φυγαδεύσεις Ελλήνων και Συμμάχων από την ακτογραμμή της Κερατέας στη διάρκεια της Κατοχής, στο Πρακτικά ΙΒ¨ Επιστημονικής Συνάντησης ΝΑ. Αττικής (Παλλήνη, 30 Νοεμβρίου-3 Δεκεμβρίου 2006), έκδοση Εταιρείας Μελετών Νοτιοανατολικής Αττικής, Καλύβια Θορικού Αττικής 2008, σσ. 511-524· ΝΙΚΟΣ ΠΗΓΑΔΑΣ, Εθελοντές στα κονβόι του θανάτου. Οι Έλληνες ναυτικοί στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, εκδ. Το Ποντίκι, [Αθήνα 2007], σσ. 254-261. Η Λέλα Καραγιάννη, που την εκτέλεσαν οι κατοχικές δυνάμεις τον Σεπτέμβριο του 1944, με την οικογένειά της και άλλα φιλικά της πρόσωπα από νωρίς δημιούργησε από τη δεύτερη κιόλας εβδομάδα της Κατοχής αξιόλογο δίκτυο απόκρυψης και φυγάδευσης Βρετανών στρατιωτών, βλ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΖΑΟΥΣΗΣ, Λέλα Καραγιάννη. Η Μπουμπουλίνα της Κατοχής, 1941-1944, εκδ. Ωκεανίδα, Αθήνα 2004. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην Ιταλία δημιουργήθηκε αντιναζιστική/αντιφασιστική οργάνωση με την επωνυμία «Λέλα Καραγιάννη» από τους Ιταλούς, που η ίδια περιέθαλψε μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας, βλ. ΓΛΕΖΟΣ, ό.π.,  τ. Β΄, σ. 1104.
[13] Αναφέρουμε την άγνωστη γενικά περίπτωση του 17χρονου μαθητή Γυμνασίου Μάθιου Πόταγα, ο οποίος στις 2 Μαΐου 1941 στη Βυτίνα σταμάτησε μπροστά στη γερμανική φάλαγγα των αρμάτων μάχης και υψώνοντας το χέρι φώναξε: «Σταθείτε. Δεν θα μας σκλαβώσετε. Είμαι εδώ μόνος. Αλλά η Ελλάδα ολόκληρη ακολουθεί», για να τον σκοτώσει αμέσως ο γερμανός διοικητής και οι στρατιώτες του να συνθλίψουν το κεφάλι του νεκρού ήρωα, βλ. ΓΛΕΖΟΣ, ό.π., τ. Α΄, σσ. 339-341.
[14] Ανάμεσα σε αυτές είναι όσες δημιουργήθηκαν με πρωτοβουλία δημοκρατικών πατριωτικών στοιχείων και όσες με πρωτοβουλία των ξεκομμένων μελών ή οργανώσεων του ΚΚΕ. Για τις τελευταίες βλ. ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΤΗΣ ΚΕ ΤΟΥ ΚΚΕ, Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, τ. Α΄ (1918-1949),  εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1995, σσ. 372-374· ΓΛΕΖΟΣ, ό.π., τ. Α΄. σσ. 453-491.
[15] Ως κατεξοχήν πανελλήνια αντιστασιακή οργάνωση μόνο το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ) μπορεί να θεωρηθεί, το οποίο θα ιδρυθεί στις 27 Σεπτεμβρίου 1941 με πρωτοβουλία του ΚΚΕ και σύμπραξη του Σοσιαλιστικού Κόμματος Ελλάδας (ΣΚΕ), του Αγροτικού Κόμματος Ελλάδας (ΑΚΕ) και της Ένωσης Λαϊκής Δημοκρατίας (ΕΛΔ) - (είχε προηγηθεί  με πρωτοβουλία του ΚΚΕ η Εθνική Αλληλεγγύη στις 28 Μαΐου 1941 και το Εργατικό ΕΑΜ στις 16 Ιουλίου 1941) - με τον Άρη Βελουχιώτη ως αρχηγό στο ένοπλο τμήμα του (Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός – ΕΛΑΣ – από το Φεβρουάριο του 1942). Πολύ μικρότερης εμβέλειας, καθώς θα περιορίσει τη δράση του στην Ήπειρο και το Βάλτο, θα είναι ο Εθνικός Δημοκρατικός Ελληνικός Σύνδεσμος (ΕΔΕΣ), που θα ιδρυθεί στις 9 Σεπτεμβρίου 1941 με αρχηγό το στρατηγό Νικόλαο Πλαστήρα και το στρατηγό Ναπολέοντα Ζέρβα ως αρχηγό στο ένοπλο τμήμα του (Εθνικές Ομάδες Ελλήνων Ανταρτών – ΕΟΕΑ – από τον Ιούλιο του 1942). Βλ. σχετικά ΧΑΤΖΗΣ, ό.π., τ. Α΄, σσ. 148-167, 212-216· ΓΕΩΡΓΙΟΥ, ό.π., τ. 1, σσ. 254-261, 269-274. 
[16] Σε έγγραφο του ο δήμαρχος του Αργοστολιού Κων. Γεράκης βεβαιώνει ως έτος γέννησης το 1918, ενώ  στο απολυτήριο Γυμνασίου του Ν. Μοσχόπουλου αναγράφεται το 1919. Και τα δύο έγγραφα στο φάκελο του Ν. Μοσχόπουλου, που απόκειται στο Αρχείο του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών (πρώην ΑΣΟΕΕ), όπου αργότερα, αλλά για λίγο διάστημα, θα σπουδάσει ο Ν. Μοσχόπουλος. Ευχαριστώ και από τη θέση αυτή τη Διεύθυνση Εκπαίδευσης του παραπάνω Πανεπιστημίου και ιδιαίτερα την υπάλληλο κ. Χριστίνα Βάγγη για την πρόθυμη συνδρομή της στη δική μου αναζήτηση. 
[17] Είχε προηγηθεί το 1916 η γέννηση της Ρόζας, η οποία σπούδασε Ιατρική στην Αθήνα (πτυχιούχος του 1940). Στάθηκε το βασικό στήριγμα της μάνας της Μαρίας κατά την περίοδο φυλάκισης του Νίκου και ιδιαίτερα μετά την εκτέλεσή του από τους Γερμανούς (1942), ενώ ο πατέρας Γεράσιμος έλειπε στις ΗΠΑ. Μετά το γάμο της (1946) εγκαταστάθηκε στις ΗΠΑ. Στο βιβλίο της ΙΩΑΝΝΑΣ ΤΣΑΤΣΟΥ (πρόλογος και φροντίδα), Εκτελεσθέντες επί Κατοχής, Οι Εκδόσεις των Φίλων, [Αθήνα 21976, (1η έκδοση 1947)], σ. 53, όπου γίνεται λόγος για την εκτέλεση του Νίκου, αναγράφεται λαθεμένα ότι ο τελευταίος είχε αδελφό.
[18] Βλ. ΓΑΚ – Αρχεία Νομού Κεφαλονιάς, Εκπαιδευτικά, Φ. 37, Μαθητολόγια.
[19] Οι βαθμοί του Νίκου ήταν 8 (με άριστα το 10) στην Α΄ τάξη, 7 και 1/12 στη Β΄, 7 στην Γ΄ και διαγωγή σε όλες αυτές τις τάξεις «κοσμιοτάτη», ενώ στην Δ΄ τάξη 7 και διαγωγή «κοσμία», βλ. ΓΑΚ-Αρχεία Ν. Κεφαλονιάς, ό.π.  Δεν έχουμε στοιχεία για τις τάξεις Ε΄ και ΣΤ΄, που φοίτησε στο Γυμνάσιο Χαλανδρίου.
[20] Βλ. ΓΑΚ – Αρχεία Νομού Κεφαλονιάς, ό.π., Φ. 34, Βιβλία Πράξεων (Πράξις 12, 9-12-1935): εκτός από τον Νίκο με την 6ήμερη αποβολή τιμωρήθηκαν και οι υπόλοιποι/ες  μαθητές/τριες με 3ήμερη αποβολή.
[21] Βλ. ΓΑΚ – Αρχεία Νομού Κεφαλονιάς, ό.π.,  Φ. 37, Μαθητολόγια.  
[22] Στο Μαθητολόγιο, βλ. ό.π., δεν αναφέρεται το συγκεκριμένο Γυμνάσιο, στο οποίο μετεγγράφηκε ο Νίκος, ούτε εμείς μπορέσαμε να το εντοπίσουμε. Υποθέτουμε, ωστόσο, ότι μάλλον μετεγγράφηκε σε Γυμνάσιο του Πειραιά, επειδή το απολυτήριό του το πήρε μετά από εξετάσεις «ενώπιον της εξεταστικής επιτροπής Πειραιώς», όπως αναγράφεται στο ίδιο το απολυτήριο, το οποίο απόκειται στο Αρχείο του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών (πρώην ΑΣΟΕΕ).   
[23] Με αριθμό μητρώου 305, βλ. Αρχείο Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου στο Φάκελό του και  η αίτηση συμμετοχής του στις εισιτήριες εξετάσεις. Η αρχική μας πληροφορία ήταν ότι ο Νίκος σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα, καθώς είχαν διασωθεί από την οικογένειά του αρκετά ζωγραφικά και σχεδιαστικά δοκίμιά του. Η έρευνά μας όμως στο Αρχείο της Σχολής αυτής δεν απέδωσε τίποτε το σχετικό. Ευχαριστώ και από αυτήν τη θέση τη Σταλίνα Βουτσινά, η οποία ανέλαβε την έρευνα στο Αρχείο της Σχολής Καλών Τεχνών.
[24] Αυτά αναφέρει ο ΓΛΕΖΟΣ, ό.π., τ. Β΄, σσ. 916-917, ο οποίος ήταν, όπως προκύπτει, συμφοιτητής του Ν. Μοσχόπουλου.
[25] Για να θυμηθούμε τους στίχους του αγωνιστή ποιητή Γιάννη Ρίτσου από τη Ρωμιοσύνη του: «Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό, / αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ’ τα ξένα βήματα, / αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο, / αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο».
[26] Τέτοιες πρωτοβουλίες,  που κατέληξαν μέσα στο 1941 στην ίδρυση οργανώσεων και έδρασαν στην Αθήνα, τον Πειραιά ή και σε κάποιες συνοικίες τους, είναι αρκετές και έχουν καταγραφεί από τον ΓΛΕΖΟ στο δίτομο έργο του Εθνική Αντίσταση 1940-1945. Αναφέρουμε ενδεικτικά: από μαθητές οι «Αδούλωτοι Έλληνες» (βλ. ό.π., τ. Β΄, σσ. 1023-1024) και το «Ξύτπνημα» (βλ. ό.π., σ. 1082), από φοιτητές η «Φιλική Εταιρεία Νέων» - ΦΕΝ (βλ. ό.π., σ. 1102), η «Αλήθεια» (βλ. ό.π., σσ. 1026-1027· βλ. και ΠΕΤΡΟΣ ΠΕΤΡΑΤΟΣ, «Νίκος Καρβούνης. Η δράση του κατά τις δεκαετίες του 1930 και 1940», Κεφαλληνιακά Χρονικά, τ. 15 (2014), σσ. 327-328) και η «Φοιτητική Κομμουνιστική Οργάνωση» - ΦΚΟ (βλ. Μ. Γλέζος, ό.π., τ. Β΄, σ. 1103), από φοιτητές και άλλους νέους η «Πανελλήνια Ένωση Αγωνιζόμενων Νέων» – ΠΕΑΝ (βλ. ό.π., σ. 1089-1090· βλ. και ΕΥΑΝΘΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, ΠΕΑΝ (1941-1945. Πανελλήνιος Ένωση Αγωνιζόμενων Νέων, Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, Αθήνα 2004) και η «Ενιαία Εθνικοαπελευθερωτική Εργατοϋπαλληλική Νεολαία» - ΕΕΕΝ (βλ. ΓΛΕΖΟΣ, ό.π., τ. Β΄, σ. 1056), από αξιωματικούς οι «Φίλοι του Λαού» μετά από σύσκεψη στην Αγία Παρασκευή (βλ. ό.π., σσ. 1102-1103) και η «Εφέδρων Αξιωματικών Πατριωτική Οργάνωση» - ΕΑΠΟ (βλ. ό.π., σ. 1050)· επίσης ο «Δημοκράτης» (βλ. ό.π., σ. 1044), η «Μπουμπουλίνα» (βλ. ό.π., σ. 1079), η «Στρατιά Σκλαβωμένων Νικητών» – ΣΣΝ» (βλ. ό.π., σ. 1097)), και κάποιες ανώνυμες, όπως νέοι στο Παγκράτι (βλ. ό.π., τ. Α΄, σ. 501).
[27] Ο ΓΛΕΖΟΣ, ό.π., τ. Β΄, σ. 1069, καταγράφει οργάνωση με την επωνυμία «Ελεύθεροι Σκλάβοι», η οποία, όπως σημειώνει, εξέδιδε ομώνυμο έντυπο, και παραπέμπει στο έργο  της ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΣΤΡΑΤΟΥ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΠΙΤΕΛΕΙΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ, Αρχεία Εθνικής Αντίστασης (1941-1944), τ. Ζ΄, σ. 566. Σε αυτήν τη σελίδα (σ. 566) αναγράφεται στον αύξοντα αριθμό 37 ενός καταλόγου «Παράνομων εντύπων» τίτλος παράνομης εφημερίδας Ελεύθεροι Σκλάβοι, που εκδιδόταν από την ομώνυμη οργάνωση. Αυτή, όμως, η οργάνωση δεν έχει καμιά σχέση με την – ομώνυμη κατά τα άλλα -  χαλανδριώτικη οργάνωση των «Ελεύθερων Σκλάβων», γιατί ακριβώς η τελευταία εξέδιδε σύμφωνα με συγκεκριμένη μαρτυρία,  όπως αμέσως παρακάτω θα αναφερθεί, εφημερίδα με τον τίτλο Η Φωνή των Σκλάβων.
[28] Ο Τάσος Δανιήλ, από τα στελέχη του κομμουνιστικού κινήματος, ζούσε προπολεμικά στον Πειραιά, αλλά μετά το βομβαρδισμό του σπιτιού της οικογένειάς του στον Πειραιά εγκαταστάθηκε η οικογένεια  μόνιμα στο Χαλάνδρι στην εξοχική κατοικία που διατηρούσε. Στον Πειραιά φαίνεται ότι τελείωσε τις εγκύκλιες σπουδές του ο Τάσος, έχοντας και τη συμμετοχή του στο πειραιώτικο μαθητικό κίνημα, και το 1939 γράφτηκε στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Πολυτεχνείου, απ’ όπου πήρε πτυχίο το … 1958, γιατί στο μεταξύ η συμμετοχή του στο αντιστασιακό κίνημα και αργότερα στα Δεκεμβριανά με τις διώξεις και εξορίες, που ακολούθησαν, δεν του επέτρεψαν μια ομαλή προσωπική και κατά συνέπεια φοιτητική ζωή. Αυτά ο ίδιος τα ανέφερε στη συνέντευξη, που έδωσε για την οργάνωση των «Ελεύθερων Σκλάβων» το 1999 στους Κώστα Ευθυμίου και Εύη Ολυμπίτου και δημοσιεύτηκε  το Μάρτιο του 1999 στο 5ο φύλλο της εφημερίδας Στάση (Χαλανδρίου) με υπέρτιτλο «Από την Ιστορία του Χαλανδρίου», με τίτλο «”Ελεύθεροι Σκλάβοι”: Μια άγνωστη ομάδα του Χαλανδρίου στην αρχή της Κατοχής» και με υπότιτλο «Μιλάει στη Στάση ο Τάσος Δανιήλ», απ’ όπου  αντλούμε τις πολύτιμες πληροφορίες για την ίδρυση και λειτουργία των «Ελεύθερων Σκλάβων». Βλ. https://syrizahalandriou.wordpress.com/2013/10/31/ελευθεροι-σκλαβοι-μια-αγνωστη-αντισ/  Ευχαριστώ και από αυτήν τη θέση τον κ. Κώστα Ευθυμίου, που πρόθυμα δέχτηκε να μου παράσχει   έντυπο υλικό και να απαντήσει σε σχετικά ερωτήματά μου. 
[29] Να διευκρινίσουμε εδώ ότι οι νέοι της παρέας αυτής δεν ήταν όλοι εξαρχής μόνιμοι κάτοικοι του Χαλανδρίου. Τότε, το Χαλάνδρι φιλοξενούσε κυρίως εξοχικές κατοικίες. Κάποιες, όμως, από τις οικογένειες αυτών των νέων προέρχονταν από τον Πειραιά, από τον οποίο αναγκάστηκαν να μετακομίσουν για μόνιμη διαμονή στο Χαλάνδρι εξαιτίας των γερμανικών βομβαρδισμών της πόλης.
[30] Το πρόσωπο αυτό το συμπεραίνουμε από επιστολή του φυλακισμένου αργότερα Ν. Μοσχόπουλου, βλ. παρακάτω δική μας σημείωση 58.
[31] Δεν ονοματίζει ο Τ. Δανιήλ και τους δώδεκα πρωτοπόρους νέους του Χαλανδρίου. Αναφέρει μόνο ότι συνελήφθηκαν τρεις, οι Νίκος Μοσχόπουλος, Λευτέρης Κιοσσές και Γιώργος Γκολέμης, από τους οποίους οι δυο πρώτοι εκτελέστηκαν, και ακόμη ότι εκείνη την περίοδο της συνέντευξής του (1999) δύο ήταν οι επιζώντες, ο ίδιος και ο Απόστολος Ανυφαντάκης – οι υπόλοιποι είχαν φύγει από τη ζωή είτε λόγω εκτελέσεων, είτε λόγω γηρατειών.
[32] «Η δυνατότητα του να ορίζεις τον κίνδυνο που σε απειλεί, η έξοδος από την αδράνεια και την αναμονή, η ένταξη σε μια παράνομη συλλογικότητα, η επαφή με άτομα της ίδιας ηλικιακής ή κοινωνικής ομάδας αποτέλεσαν μερικούς από τους παράγοντες που προσέδωσαν λυτρωτικό χαρακτήρα στην ψυχολογία των ατόμων που εντάχθηκαν στην Αντίσταση», εκτιμά ο ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ, ό.π., σ. 117.
[33] Πρέπει να διευκρινίσουμε στο σημείο αυτό το εξής: Ο ΚΩΝ. ΚΟΥΚΚΙΔΗΣ, Η Δικαιοσύνη τους! Γερμανικά και Ιταλικά Στρατοδικεία Κατοχής: οργάνωσι, σύνθεσι, δίκες και παρασκήνια, Αθήναι 1946, σ. 133, επικαλούμενος υλικό της δικογραφίας (θα αναφερθούμε παρακάτω στη σύλληψη και δίκη μελών αυτής της οργάνωσης), ονοματίζει την οργάνωση «Ελεύθεροι Νέοι». Μάλλον θα πρόκειται για λάθος από παραδρομή του συγγραφέα, καθώς ο Τ. Δανιήλ με σιγουριά μιλεί για «Ελεύθερους Σκλάβους».
[34] Το στένσιλ (stencil) ήταν - και είναι - μια τεχνική με στάμπα, που χρησιμοποιήθηκε τότε για το τύπωμα πανομοιότυπων γραμμάτων, αλλά σήμερα δίνει μια ποικιλία σχεδίων.
[35] Βλ. ΚΟΥΚΚΙΔΗΣ, ό.π., σ. 133.
[36] Άλλωστε, η έκδοση εντύπων ήταν στενά συνυφασμένη με κάθε αντιστασιακή δραστηριότητα.
[37] Όπως διαβεβαιώνει ο Τ. Δανιήλ, παρ’ όλο που διατηρούσε αρχείο της εφημερίδας, οι έφοδοι της Ασφάλειας στο σπίτι του στα πέτρινα χρόνια τού στέρησαν το σχετικό υλικό. Αλλά ούτε κι εμείς μπορέσαμε να εντοπίσουμε φύλλο της παράνομης αυτής εφημερίδας. Ούτε και η ΟΝΤΕΤ ΒΑΡΩΝ το αναφέρει στην εξαίρετη μελέτη της Ελληνικός Νεανικός Τύπος (1941-1945). Καταγραφή, τόμοι Α΄ και Β΄, Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας - Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς, Αθήνα 1987.
[38] Βάσιμη είναι η υπόθεσή μας ότι θα ήταν εικονογραφημένη, καθώς ο Νίκος Μοσχόπουλος είχε επίδοση στο σχέδιο και τη ζωγραφική γενικότερα.
[39] Παρ’ όλο που η δωρεά των αδελφών Σισμανόγλου το 1936 αφορούσε σε Αντιφυματιολογικό Ινστιτούτο, κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου τόσο η ελληνική κυβέρνηση όσο και στην κατοχική περίοδο οι Γερμανοί το χρησιμοποίησαν ως Γενικό Νοσοκομείο, για να λειτουργήσει μετά την Απελευθέρωση ως Νοσοκομείο Θώρακα.
[40] Συμπληρώνει, ωστόσο, ο Τ. Δανιήλ: «Μερικοί από αυτούς εξελίχτηκαν σε συνταγματάρχες στην εποχή της Χούντας. Κάποια στιγμή που για μένα στη Χούντα ζορίσανε φοβερά τα πράγματα, καθώς ήμουνα και τότε παράνομος και κρυβόμουνα, ορισμένοι από αυτούς τους αξιωματικούς παρενέβησαν και ζήτησαν να μην με κυνηγούνε πολύ».    
[41] Μια από τις άμεσες συνέπειες της αιφνιδιαστικής γερμανικής επίθεσης εναντίον της Γιουγκοσλαβίας στις 6 Απριλίου 1941- έγινε ταυτόχρονα με εκείνη εναντίον της Ελλάδας – ήταν το να προσγειωθούν, λόγω της ανεπάρκειας της γιουγκοσλαβικής αεροπορίας, αρκετά αεροσκάφη της σε κάποια  υπό εθνικό ακόμη έλεγχο ελληνικά αεροδρόμια (Παραμυθιά, Ελευσίνα κ.ά.), με αποτέλεσμα πολλοί Γιουγκοσλάβοι αεροπόροι να «εγκλωβιστούν» στη χώρα μας. Αργότερα πολλοί διέφυγαν στη Μέση Ανατολή και τέθηκαν στη διάθεση της RAF. Bλ. σχετικά ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΣΤΡΑΤΟΥ ΤΩΝ ΗΠΑ, ό.π., σσ. 65, 87, 109· CHRISTOPHER SHORES, BRIAN CULL, NICOLA MALIZIA, Ο αεροπορικός πόλεμος στην Ελλάδα 1940-1941. Από την Ήπειρο και την Μακεδονία έως την μάχη της Κρήτης, μτφρ. Γιώργος Παπαδημητρίου, Δημήτρης Σταυρόπουλος, εκδ. Eurobooks, Aθήνα 2009, σσ. 328-331, 345.
[42] Μετά την απελευθέρωσή του ο Γιοβάνοβιτς κατέφυγε στην Αίγυπτο και πολέμησε μέσα από τις γραμμές της RAF· έχασε όμως τη ζωή του σε αερομαχίες στη Μεσόγειο. Ευχαριστούμε και από αυτήν τη θέση το δρα Bojan Dimtrijevic του Ινστιτούτου Σύγχρονης Ιστορίας στο Βελιγράδι για τη βοήθεια του καθώς και το φίλο Βίκτωρα Ρουχωτά για τη διαμεσολάβησή του.
[43] Αυτό προκύπτει από γράμμα του Ν. Μοσχόπουλου προς την αδελφή του Ρόζα. Γράφει από τις φυλακές στις 24 Απριλίου 1942: «Σήμερα κλείνουν δυό μῆνες - τόσο λίγο! Καί μοῦ φαίνεται ἕναν αἰῶνα πῶς λείπω ἀπό τήν ζωή». Βλ. Παράρτημα, αρ. εγγρ. 3.
[44] Οι Γερμανοί, επειδή δεν εντόπισαν τον Τ. Δανιήλ, συνέλαβαν, κατά την προσφιλή τους μέθοδο, όλα τα αρσενικά μέλη της οικογένειάς του, όπως ο ίδιος αναφέρει.
[45] Βλ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, ό.π., τ. 1, σσ. 328-335, όπου οι ανοιξιάτικες κινητοποιήσεις στην κατεχόμενη Αθήνα για την εθνική επέτειο της 25ης Μαρτίου και για τη δυναμική απεργία των δημοσίων υπαλλήλων τον Απρίλιο του 1942 με την καθοδήγηση του ΕΑΜ.
[46] Έχει γράψει χαρακτηριστικά η ΒΑΡΩΝ, «Αντιστασιακές Οργανώσεις Νέων (1941-1944). Από το ατομικό στο συλλογικό», Μνήμων, τ. 14 (1992), σ. 120: οι αντιστασιακές οργανώσεις της νεολαίας «υπήρξαν ο χώρος όπου ένα σημαντικό κομμάτι της νεολαίας απέκτησε για πρώτη φορά συνείδηση του πολιτικού και κοινωνικού του ρόλου και δυναμισμού, ο χώρος όπου η νεολαία μετατρεπόταν σε ένα εν δράσει συλλογικό υποκείμενο». 
[47] Θα βασιστούμε στις πληροφορίες, που αντλήσαμε από την αλληλογραφία εκείνης της περιόδου του εγκλεισμού του Νίκου Μοσχόπουλου: επιστολές από και προς τον Νίκο από αγαπημένα του πρόσωπα με σπουδαίο υλικό για την καθημερινότητα και τα προβλήματα του συγκεκριμένου κρατούμενου και για την κατάσταση της οικογένειάς του. Αυτήν την αλληλογραφία διέσωσε – όση διέσωσε - τότε η αδελφή του Ρόζα και μετά με ιδιαίτερη φροντίδα κράτησε ως ανεκτίμητο θησαυρό η κόρη της κ. Mαρία Φοσκαρίνη, που σήμερα ζει και εργάζεται στις ΗΠΑ. Νιώθω την υποχρέωση και από τη θέση αυτή να ευχαριστήσω θερμότατα την κ. Μ. Φοσκαρίνη, που μου εμπιστεύτηκε το υλικό αυτό της αλληλογραφίας καθώς και μια σειρά φωτογραφιών, σχεδίων και ζωγραφικής του θείου της Ν. Μοσχόπουλου. Χωρίς τις χρήσιμες πληροφορίες της για τις οικογένειες Μοσχόπουλου και Φοσκαρίνη. δε θα ολοκληρωνόταν αυτό το κείμενο.
[48] Οι φυλακές Αβέρωφ βρίσκονταν στην οδό Αλεξάνδρας στη θέση του σημερινού Δικαστικού Μεγάρου. Ανεγέρθηκαν με δαπάνη του Γεωργίου Αβέρωφ. Πρωτολειτούργησαν το 1896 ως χώρος σωφρονισμού των ανήλικων κρατουμένων και αργότερα, με την προσθήκη και άλλων κτηρίων, μετατράπηκαν σε κανονική φυλακή. Στα κατοχικά  χρόνια «φιλοξένησαν» πατριώτες της Αντίστασης, ενώ το δυτικό τους προαύλιο χρησιμοποιήθηκε από τους κατακτητές ως χώρος εκτελέσεων. Αμέσως μετά την Απελευθέρωση κρατήθηκαν εκεί για λίγο οι συλληφθέντες δωσίλογοι, αλλά κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου γέμισε με πολιτικούς κρατούμενους, κομμουνιστές κυρίως, ενώ το τμήμα των Γυναικείων Φυλακών μετατράπηκε σε κολαστήριο εκατοντάδων γυναικών με τα παιδιά τους. Η λειτουργία τους διακόπηκε επί Χούντας, το 1971,  και το 1972 κατεδαφίστηκαν, για να ανεγερθεί αργότερα το Δικαστικό Μέγαρο, στον προαύλιο χώρο του οποίου έχει στηθεί (2000) τουτηδώ η μαρμάρινη στήλη: «Αιωνία η μνήμη στους Έλληνες και τις Ελληνίδες που κρατήθηκαν και θυσιάστηκαν στις Φυλακές Αβέρωφ στο όραμα της Εθνικής Ελευθερίας και της Δημοκρατίας. – Στο χώρο αυτό λειτούργησαν επί δεκαετίες οι Φυλακές Αβέρωφ». Βλ. https://el.wikipedia.org/wiki/Φυλακές_Αβέρωφ 11-12-2016, και boraeinai.blogspot.gr/2013/04/blog-post_5991.html 11-12-2016.  Βλ. επίσης ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΕΡΒΟΣ, Παράνομες χειρόγραφες εφημερίδες απ’ τις φυλακές και τις εξορίες,, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2003, σσ. 33-34· ΟΛΥΜΠΙΑ ΠΑΠΑΔΟΥΚΑ, Κεντρικαί Γυναικείαι Φυλακαί Αβέρωφ, Αθήνα 1981.
[49] Εκεί, προφανώς, οδηγήθηκαν και οι άλλοι δυο σύντροφοί του Λ. Κιοσσές και Γ. Γκολέμης. Για τον πρώτο κάνει λόγο ο Ν. Μοσχόπουλος στις επιστολές του, ενώ δεν αναφέρεται καθόλου στο δεύτερο, τον οποίο, επειδή ήταν φυματικός, «αφού τον έφεραν στα τελευταία του από τα βασανιστήρια και το ξυλοκόπημα, τον άφησαν στο τέλος να πεθάνει στο σπίτι του», όπως μας πληροφορεί ο σύντροφός του Τ. Δανιήλ.
[50] Για την απομόνωση ως φιλοσοφία και πρακτική στις ελληνικές φυλακές και τους τόπους εξορίας βλ. ΠΟΛΥΜΕΡΗΣ ΒΟΓΛΗΣ, Η εμπειρία της φυλακής και της εξορίας. Οι πολιτικοί κρατούμενοι στον εμφύλιο πόλεμο, μτφρ. Γιάννης Καστανάρας, εκδ. Αλεξάνδρεια, [Αθήνα 2004], σσ. 210-215.
[51] Η παρένθεση αυτή και όσες θα ακολουθήσουν, παραπέμπουν στο Παράρτημα, όπου οι επιστολές: ο πρώτος αριθμός δηλώνει τον αύξοντα αριθμό της επιστολής στο Παράρτημα, ακολουθεί η ημερομηνία και ο αριθμός σελίδας της επιστολής, εκτός εάν πρόκειται για μονοσέλιδη επιστολή. Όταν λείπει η ημερομηνία, σημειώνεται: χ.η.= χωρίς ημερομηνία.
[52] Βλ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ ΓΛΥΚΟΦΡΥΔΗΣ, Φυλακαί, Αθήναι 1932, σ. 65. Εξάλλου, είναι γνωστή η περίπτωση του φοιτητή Χρήστου Μαλτέζου, γραμματέα της Ομοσπονδίας Κομμουνιστικών Νεολαιών Ελλάδας (ΟΚΝΕ), ο οποίος εξαιτίας της απομόνωσης και των ανελέητων ξυλοδαρμών έχασε το λογικά του και τη ζωή του στις φυλακές της Κέρκυρας, βλ. ΒΑΣΙΛΗΣ ΝΕΦΕΛΟΥΔΗΣ, Αχτίνα Θ. Αναμνήσεις 1930-1940, εκδ. Ολκός, Αθήνα 1974, σσ. 157-161. 
[53] Ο Κόκος, παρωνύμιο του Νικολάου Φοσκαρίνη, μελλοντικού συζύγου της Ρόζας, εργαζόταν εκείνη την περίοδο στη Γραβιά της Βοιωτίας ως αγρονόμος, πηγαινοερχόταν όμως στην Αθήνα, εφοδιάζοντας  την οικογένεια με τρόφιμα από την επαρχία και στηρίζοντάς την γενικότερα στις δύσκολες εκείνες περιστάσεις.
[54] Ο Ανδρέας Φοσκαρίνης, αδελφός του Κόκου/Νικολάου Φοσκαρίνη, συμμετείχε στο αντιστασιακό κίνημα· εχθρικός πυροβολισμός τον κατέστησε ανάπηρο στο πόδι για όλη του τη ζωή. (Η πληροφορία από την κ. Μαρία Φοσκαρίνη).
[55] Αμέσως, βέβαια, θα τον καθησυχάσει η Ρόζα: «Μήν ἀνησυχῆς καθόλου γιά τό ζήτημά σου· φροντίζω γιά ὅλα», (αρ. 4, 25-4-1942).
[56] Ας μην ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε στην άνοιξη του 1942 και μόλις είχε προηγηθεί η θανατηφόρα για την Αθήνα και τον Πειραιά πείνα του χειμώνα 1941-42.
[57] Η Βρύση εκτός από αξιόλογο μνημείο νεοελληνικής γλυπτικής συνιστά και σημαντικό τοπόσημο του Χαλανδρίου, γι’ αυτό και κοσμεί το έμβλημα του ομώνυμου Δήμου. Βρίσκεται στην Πλατεία Ελευθερωτών (Αγίου Νικολάου) και χτίστηκε το 1929. Οι δυο φυλακισμένοι θυμούνται τις ξέγνοιαστες συναντήσεις τους στη Βρύση και ελπίζουν ότι θα τις ξαναζήσουν.
[58] Οι δικηγόροι που συμμετείχαν στις δίκες των Γερμανικών Στρατοδικείων, ήταν είκοσι περίπου, καθώς έπρεπε να γνωρίζουν τη γερμανική γλώσσα και φυσικά το γερμανικό ποινικό δίκαιο, βλ. http://stasi.gr/old/index.php?option=com_content&view=article&id=1174:q-qu-&catid=12:2009-05-31-15-29-05&Itemid=19
[59] Υποθέτουμε ότι θα πρόκειται για αδελφό του Τάσου Δανιήλ. Ο τελευταίος, βέβαια, δεν τον αναφέρει στη γνωστή συνέντευξη, όπως άλλωστε δεν ονοματίζει και άλλα μέλη της νεανικής αντιστασιακής οργάνωσης των «Ελεύθερων Σκλάβων». Επειδή, ωστόσο, δεν τον αναφέρει ούτε στη σύλληψη των τριών νέων Ν. Μοσχόπουλου, Λ. Κιοσσέ και Γ. Γκολέμη, μπορούμε βάσιμα να υποθέσουμε ότι η σύλληψη και φυλάκιση του αδελφού του έγινε κάποια άλλη ημέρα. Πάντως, σύμφωνα με τα γραφόμενα του Ν. Μοσχόπουλου στην επιστολή του της 17ης-4-1942, σ. 3, (βλ. Παράρτημα, αρ. εγγρ. 2), ο αδελφός του Τάσου αντιμετώπιζε την ίδια με τους Μοσχόπουλο και Κιοσσέ κατηγορία.
[61] Έδρα του Στρατοδικείου ήταν το κτήριο του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός» στην πλατεία Καρύτση. Αναφέρει χαρακτηριστικά η ΙΩΑΝΝΑ ΤΣΑΤΣΟΥ (1909-2000), πού εκείνη την κατοχική περίοδο χρημάτισε προϊσταμένη της «Υπηρεσίας Προστασίας Απορφανισθεισών Οικογενειών» της Αρχιεπισκοπής Αθηνών, στον πρόλογο του βιβλίου Εκτελεσθέντες επί Κατοχής, ό.π., σ. 9: «Πόσες ώρες στην κάψα ή στην παγωνιά περιμέναμε εκεί στο θέατρο Μουσούρη [στην πλατεία Καρύτση] την απόφαση του Γερμανικού Στρατοδικείου που είχε την έδρα του στον «Παρνασσό». Ένα παράγγελμα, ένα καμιόνι κ’ έπειτα από την πόρτα του «Παρνασσού» η σειρά των καταδικασμένων. Και οι μάνες που στέκονταν στον κόσμο μέσα θάλεγες πως τα μπράτσα τους μακραίνανε να τους αγγίξουν, να τους χαϊδέψουν». (Σημειώνουμε εδώ ότι το παραπάνω βιβλίο – αξιολογότατη μαρτυρία καθώς δημοσιεύει κατάλογο κατά έτος εκτελεσμένων με ενδιαφέροντα βιογραφικά στοιχεία των τελευταίων, προκειμένου να συνταξιοδοτηθούν τότε (1947), αλλά και «Εκθέσεις» των ιερέων, που συνόδευαν τους μελλοθάνατους, από τα αρχεία της Αρχιεπισκοπής – γνώρισε και μια τρίτη έκδοση το 2001, επί αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου,  με λογοκριμένες κάποιες «Εκθέσεις» ιερέων: διαγράφονταν τμήματα των «Εκθέσεων», που αναφέρονταν είτε σε τελευταία λόγια ή σε δηλώσεις μελλοθάνατων ΕΑΜιτών ή κομμουνιστών, είτε σε αντικομμουνιστικές κρίσεις ιερέων. Το αρχιεπισκοπικό αυτό «ατόπημα» επισημαίνει στον πρόλογο του βιβλίου, που επιμελήθηκε ο ΒΑΡΔΗΣ ΒΑΡΔΙΝΟΓΙΑΝΝΗΣ «Δεν θέλω να μου δέσετε τα μάτια …», έκδοση Εταιρίας Διάσωσης Ιστορικών Αρχείων 1940-1974 (ΕΔΙΑ), [Αθήνα 2004], σ. 15).
[62] Αυτή ήταν η κατηγορία, για την οποία άλλωστε κάνει λόγο ο ίδιος ο Ν. Μοσχόπουλος σε επιστολή του προς την αδελφή του, όπως έχουμε αναφέρει παραπάνω. Ωστόσο, στο βιβλίο του ΓΕΩΡΓΙΟΥ, ό.π., τ. 1, σ. 336, αναγράφεται ως κατηγορία η διανομή προκηρύξεων εθνικού περιεχομένου, ενώ στο βιβλίο της ΤΣΑΤΣΟΥ, ό.π., σ. 54, προστίθεται επιπλέον για τον Λ. Κιοσσέ και η κατηγορία της περίθαλψης Άγγλων. 
[63] ΚΟΥΚΚΙΔΗΣ, ό.π., σ. 133.
[64] «Δεν είμαι, είπε [ο Μπέρκερ], απ’ εκείνους που δεν κατανοούν την εξαιρετικά δύσκολη θέσι, που κάνει την ελληνική νεολαία να συνταράζεται. Το ξέρω καλά, διότι πρόκειται για τη νεολαία που ζη στην κλασική χώρα της ελευθερίας. Θα δυσκολευόμουν γι’ αυτό να της επιβάλω κατά τη σημερινή υπόθεσι και την παραμικρή ποινή. Αλλά για τέτια απαλλαγή θα έπρεπε να λείπουν από τα φυλλάδια [της οργάνωσης] οι επαναστατικές και υβριστικές φράσεις γραμμένες σε ύφος ασήκωτο για τους Γερμανούς», ΚΟΥΚΚΙΔΗΣ, ό.π., σ. 133.
[65] Βλ. ό.π. Για τέσσερα χρόνια φυλάκιση γίνεται, λαθεμένα, λόγος στο ΓΕΩΡΓΙΟΥ, ό.π., τ. 1, σ. 336. Είναι, επίσης, λαθεμένη η πληροφορία, που αναγράφεται στο ΤΣΑΤΣΟΥ, ό.π., σσ. 52-53, ότι ο Ν. Μοσχόπουλος «καταδικάστηκε σε θάνατο», όπως επίσης και εκείνη, που αναφέρει η ΚΟΥΛΑ ΞΗΡΑΔΑΚΗ, Κατοχικά. Κατάλογοι εκτελεσθέντων, ομαδικά σφαγιασθέντων αμάχων, πεσόντων της Αντίστασης, [σε ενιαίο βιβλίο οι τόμοι Α΄, Β΄, Γ΄], εκδ. Κουκκίδα, Αθήνα 2012 (νέα έκδοση συμπληρωμένη), σ. 33, ότι ο Λ. Κιοσσές καταδικάστηκε σε θάνατο.
[66] Πήραν το όνομά τους από την οδό Βουλιαγμένης, όπου στεγάζονταν αυτές οι στρατιωτικές ποινικές φυλακές.
[67] Βλ. σχετικά ΧΑΤΖΗΣ, ό.π., τ. Α΄, σσ. 266-275, 283-289· ΓΕΩΡΓΙΟΥ, ό.π., τ. 2, σσ.  475-507.
[68] Ενδεικτικά αναφέρουμε για τους πρώτους μήνες του 1942 την πρώτη φοιτητική διαδήλωση (25 Μαρτίου) και την πρώτη καθολική απεργία (Απρίλιος). Βλ. σχετικά ΧΑΤΖΗΣ, ό.π., τ. Α΄, σσ. 244-251· ΓΕΩΡΓΙΟΥ, ό.π., τ. 1, σσ. 328-335.
[69] «[…] Η γερμανική Βέρμαχτ συνέλαβε έναν αριθμό ομήρων από την κατεχόμενη απ’ αυτήν περιοχή. Σε οποιεσδήποτε απόπειρες, πράξεις δολιοφθοράς κ.λπ., που στρέφονται κατά της γερμανικής Βέρμαχτ, οι όμηροι αυτοί θα εκτελεστούν. […] Ανάλογα αυστηρότατα μέτρα θα παρθούν επίσης εναντίον των μελών των οικογενειών εκείνων των Ελλήνων που ταξιδεύουν στο εξωτερικό, για να πολεμήσουν κατά της Γερμανίας-Ιταλίας. Για την αποφυγή εκτέλεσης ομήρων, που θα πλήξουν τον ελληνικό λαό με εξαιρετική σκληρότητα, καλείται ο πληθυσμός να μην πάρει μέρος σε απόπειρες, πράξεις δολιοφθοράς κ.λπ. και να καταγγείλει στις αρμόδιες υπηρεσίες της Βέρμαχτ γνωστούς ή πιθανούς δράστες», ΜΑΡΤΙΝ ΖΕΚΕΝΤΡΟΦ (Έρευνα-παρουσίαση), Η Ελλάδα κάτω από τον αγκυλωτό σταυρό. Ντοκουμέντα από τα Γερμανικά Αρχεία, μτφρ. Θανάσης Γεωργίου, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1991, σ. 132. Βλ. και ΤΣΑΤΣΟΥ, ό.π., σ. 55.  Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι ήδη είχε προηγηθεί πλήθος ατομικών και ομαδικών εκτελέσεων και από τους τρεις κατακτητές του ελλαδικού χώρου, αλλά τώρα είχαμε την επίσημη καθιέρωση του μέτρου της εκτέλεσης ομήρων – μέτρου που σύντομα θα αποκτούσε ευρείες διαστάσεις.
[70] Προηγούμενα μέτρα της χιτλερικής Γερμανίας στις κατεχόμενες χώρες για την αντιμετώπιση των αντιστασιακών κινημάτων «αποδείχτηκαν ανεπαρκή» εκτιμούσε το Σεπτέμβριο του 1941 ο Γερμανός στρατάρχης Βίλχελμ Κάιτελ. Γι’ αυτό και διέτασσε κατεξοχήν την επιβολή της θανατικής ποινής από τα στρατοδικεία: «[…] μια ανθρώπινη ζωή στις θιγόμενες [= κατεχόμενες] χώρες πολλές φορές δεν αξίζει τίποτα […]. Σαν εξιλέωση για τη ζωή ενός γερμανού στρατιώτη πρέπει σ’ αυτές τις περιπτώσεις να ισχύει γενικά σαν ανάλογη η θανατική ποινή για 50-100 κομμουνιστές. […] Ιδιαίτερα ενέργειες κατασκοπείας, πράξεις δολιοφθοράς και προσπάθειες προσχώρησης στην υπηρεσία ενός ξένου στρατού [δηλαδή των Συμμάχων] πρέπει να τιμωρούνται βασικά με θάνατο. Επίσης και σε περιπτώσεις ανεπίτρεπτης κατοχής όπλων […]», ΖΕΚΕΝΤΡΟΦ, ό.π., σσ. 89-90.
[71] Τις προηγούμενες μέρες «ανατινάχτηκαν δυο αυτοκίνητα στην οδό Πανεπιστημίου και την οδό Κοραή. Βρέθηκε ένα φυσίγγιο δυναμίτη – ή πρόχειρη μπόμπα – στην οδό Θεμιστικλέους», γράφει στο Ημερολόγιό του ο ΧΡ. ΧΡΗΣΤΙΔΗΣ, Χρόνια Κατοχής 1941-1944. Μαρτυρίες Ημερολογίου, Αθήνα 1971, σσ. 281-282.
[72] «Η Ανωτάτη Διοίκησις των Ιταλικών Ενόπλων Δυνάμεων εν Ελλάδι και η Γερμανική Διοίκησις Νοτίου Ελλάδος ανακοινούν: Κατόπιν της διαπραχθείσης αποπείρας κατά την νύκτα προς την 4ην Ιουνίου [1942] επί του τμήματος της σιδηροδρομικής γραμμής Λιοσίων – Αθηνών, διετάχθη η εκτέλεσις ωρισμένου αριθμού κρατουμένων ήδη εις την διάθεσιν των δύο Διοικήσεων των Ενόπλων Δυνάμεων Κατοχής. Μέτρα διαρκώς σοβαρότερα θέλουσι ληφθή εν περιπτώσει επαναλήψεως τοιούτων αποπειρών»,  ΓΕΩΡΓΙΟΥ, ό.π., τ. 1, σ. 336.
[73] Βλ. ΤΣΑΤΣΟΥ, ό.π., σ. 55.
[74] Γεννήθηκε στο Άργος το 1900. Παράλληλα με τις επαγγελματικές του ασχολίες έγραφε ποίηση και διηγήματα. Συνελήφθη κατά τη διαφυγή του στην Αίγυπτο με το ιστιοφόρο του Δ. Γιαγκουδάκη. Ο Ηλίας Βενέζης και ο Γιάννης Μαγκλής δημοσίευσαν στη μνήμη του πατριώτη λογοτέχνη Μ. Ακύλα κείμενά τους στη Νέα Εστία του 1945 και ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος στα Γράμματα του 1946 αφήγημα με τίτλο «Δάφνη». Βλ. www.argolikeseidhseis.gr/2014/11/1900-1942.html  Βλ. επίσης ΙΩΑΝΝΑ ΤΣΑΤΣΟΥ, Φύλλα Κατοχής, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», [Αθήνα 1966], σσ. 43, 44, 45-46· ΞΗΡΑΔΑΚΗ, ό.π., σσ. 369-370, όπου λαθεμένα αναγράφεται ότι γεννήθηκε στη Σαντορίνη το 1894.
[75] Γεννήθηκε στο Λιθοβούνι Μακρυνείας το 1905. Κατά την Κατοχή συγκρότησε το Μάιο του 1941 μαζί με άλλους στη Μυτιλήνη, όπου υπηρετούσε, αντιστασιακή ομάδα με σκοπό τη φυγάδευση πατριωτών μέσω της Τουρκίας στη Μ. Ανατολή και τη διοχέτευση πληροφοριών στους Άγγλους. Όταν κατάλαβε ότι τον αντιλήφθηκαν οι Γερμανοί, έφυγε για την Αθήνα, όπου συνελήφθη και φυλακίστηκε, αλλά μετά την αποφυλάκισή του, στην προσπάθειά του να διαφύγει από τον Πειραιά με το ιστιοφόρο του Δ. Γιαγκουδάκη, τελικά συνελήφθη μαζί με άλλους. Βλ. σχετικά Ιστορία του Λιμενικού Σώματος, έκδοση Ένωσης Αποστράτων Αξιωματικών Λιμενικού Σώματος, Πειραιάς 1999, σσ. 152-153·  ΓΛΕΖΟΣ, ό.π., τ. Α΄, σ. 437 και τ. Β΄, σ. 1039· ΞΗΡΑΔΑΚΗ, ό.π., σ. 437, όπου αφήνεται –λαθεμένα- να εννοηθεί ότι εκτελέστηκε στη Μυτιλήνη. Στην ηλεκτρονική σελίδα www.aasr.gr/μεγάλη-στοά/πονήματα-μελέτες/τέκτονες-βαλκανικών-πολέμων/ διαβάζουμε ότι ο Η. Καζάκος, που  υπήρξε μέλος της Σ. Στοάς Αναγέννησις Αθηνών, εντάχθηκε στην αντιστασιακή οργάνωση δολιοφθοράς και πληροφοριών «Όμηρος» - κάτι όμως που δεν αναφέρεται σε σχετικό με την οργάνωση αυτή κείμενο, γραμμένο από στέλεχος του «Ομήρου», βλ. Εθνικές Αντιστασιακές Οργανώσεις 1941-1945. (Πρακτικά του 1ου Πανελληνίου Συνεδρίου της Συνομοσπονδίας Εθνικών Αντιστασιακών Οργανώσεων), έκδοση Συνομοσπονδίας Εθνικών Αντιστασιακών οργανώσεων, Αθήνα χ.χ., σσ. 168-176.
[76] Γεννήθηκε στην Καρδίτσα το 1906. Αμέσως μετά την κατάρρευση του μετώπου, παρ’ όλο που  ζήτησε από την υπηρεσία του – μεταξικής εννοείται νοοτροπίας - να του επιτραπεί να συνεχίσει τον πόλεμο στη Μ. Ανατολή, δεν έγινε κατορθωτό. Όταν αργότερα θα επιχειρήσει να πραγματοποιήσει τη διαφυγή του στην Αίγυπτο με το ιστιοφόρο του Δ. Γιαγκουδάκη θα συλληφθεί. Βλ. ΠΙΠΙΤΣΑ ΖΗΤΡΙΔΟΥ, Γεώργιος Κωτούλας. Ο εθνομάρτυς αξιωματικός, έκδοση της Ιστορικής και Λαογραφικής Εταιρείας των Θεσσαλών εν Αθήναις, Τμήμα Διαλέξεων, τ. Ε΄, τχ. Β΄, [Αθήναι 1955]·  Ιστορία του Λιμενικού Σώματος, ό.π., σσ. 73, 150-152.
[77] Ο Δ. Γιαγκουδάκης (και όχι Διακουδάκης, όπως αναγράφεται στο ΓΕΩΡΓΙΟΥ, ό.π., τ. 1, ό.π., σ. 336) γεννήθηκε το 1889 στην Εύβοια - την εποχή της σύλληψής του έμενε στα Νέα Ψαρά Χαλκίδας. Ήταν πλοίαρχος του ιστιοφόρου «Αγία Παρασκευή», με το οποίο είχε πραγματοποιήσει αρκετές πετυχημένες αποστολές διαφυγής. Την 1η Απριλίου 1942, ενώ με το πλεούμενό του παράπλεε τη νησίδα του Αργοσαρωνικού Φλέβες, έχοντας κατορθώσει να φύγει κρυφά από τον Πειραιά με τους Μ. Ακύλα, Η. Καζάκο, Γ. Κωτούλα και Γ. Αναγνωστόπουλο, τους συνέλαβαν οι Γερμανοί. Βλ. ΤΣΑΤΣΟΥ, ό.π., σσ. 53-56· άρθρο του Ν. ΠΗΓΑΔΑ στην Εφημερίδα των Συντακτών
[78] O Π. Θυμαράς (και όχι Δημαράς, όπως αναγράφεται στο ΓΕΩΡΓΙΟΥ, ό.π., σ. 336) ήταν ναύτης στο ιστιοφόρο του Δ. Γιαγκουδάκη και συνελήφθη μαζί με τους υπόλοιπους την 1η Απριλίου 1942, βλ. ΤΣΑΤΣΟΥ, ό.π., σ. 56.
[79] Εργάτης από τον Πειραιά, γεννημένος το 1916. Συνελήφθη κατά τη διαφυγή του στην Αίγυπτο με το ιστιοφόρο του Δ. Γιαγκουδάκη, βλ. ό.π., σ. 54.
[80] Την προηγούμενη μέρα, 31 Μαρτίου, από τη Ραφήνα έφευγε με πλαστή ταυτότητα ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος με τη σύζυγό του και άλλα δυο πρόσωπα και μετά από οδύσσεια αρκετών ημερών θα έφτανε στη Σμύρνη και από εκεί στο Κάιρο, όπου θα αναλάμβανε τη θέση του αντιπροέδρου στην εξόριστη ελληνική κυβέρνηση του Εμμανουήλ Τσουδερού, βλ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, Ημερολόγιο 31 Μαρτίου 1942 – 4 Ιανουαρίου 1945, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1977, σσ. 21-39. 
[81] Βλ. ΤΣΑΤΣΟΥ, ό.π., σσ. 52-56· ΓΕΩΡΓΙΟΥ, ό.π., τ. 1, σ. 336.
[82] Ο ΚΟΥΚΚΙΔΗΣ, ό.π., σ. 134, εκτιμά ότι ετοιμάσαν για το εκτελεστικό απόσπασμα με τον ταυτόχρονο χαρακτηρισμό τους ως ομήρων τους Μοσχόπουλο και Κιοσσέ, παρ’ όλο που τους είχαν καταδικάσει σε πενταετή φυλάκιση, μετά από παρέμβαση ανώτερου αξιωματούχου των γερμανικών Κατοχικών Αρχών, ο οποίος ενοχλήθηκε σοβαρά από τη μικρή ποινή, που τους επιβλήθηκε, αλλά και από την απαράδεκτη, κατά τη γνώμη του, «κατανόηση», που έδειξε ο πρόεδρος του Στρατοδικείου δρ Μπέρκερ, τον οποίο τις επόμενες ημέρες μετέθεσαν σε άλλη χώρα. 
[83] Το κελί αυτό, όπου περνούσαν τις τελευταίες ώρες της ζωής τους οι μελλοθάνατοι, το αποκαλούσαν οι τελευταίοι «Γολγοθά», βλ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΣΕΡΒΟΣ, Παράνομες χειρόγραφες εφημερίδες απ’ τις φυλακές και τις εξορίες, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2003, σ. 33.
[84] Οι υπεύθυνοι των εκτελέσεων ζητούσαν από την Αρχιεπισκοπή ιερείς, ανάλογα με τον αριθμό των μελλοθανάτων, για να «κοινωνήσουν» τους τελευταίους και να πληροφορηθούν τις τελευταίες τους επιθυμίες, γι’ αυτό και η Αρχιεπισκοπή είχε γνώση των εκτελέσεων και των εκτελεσμένων, αναφέρει η Ιωάννα Τσάτσου στο Εκτελεσθέντες επί Κατοχής, ό.π., σ. 17.
[85] Έχει δημοσιευτεί η «Έκθεσις» του πρωτοπρεσβύτερου Α. Αντωνόπουλου για την εκτέλεση των παραπάνω οχτώ πατριωτών στο ΤΣΑΤΣΟΥ, ό.π., σσ. 134-136, απ’ όπου αντλούμε όσες σχετικές πληροφορίες αναφέρουμε παρακάτω. 
[86] Βλ. ό.π., σσ. 134-135. Για το Σκοπευτήριο της Καισαριανής ως τόπο εκτελέσεων βλ. ΓΙΑΝΝΗΣ Γ. ΚΟΥΒΑΣ, Σκοπευτήριο Καισαριανής. Η ματωμένη καρδιά της Ελλάδας, εκδ. Εντός, Αθήνα 2003.
[87] Βλ. ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ 1941-1944, Γράμματα και μηνύματα εκτελεσμένων πατριωτών, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1974, σσ. 89-90, όπου το γράμμα του Γ. Κωτούλα στον αδελφό του γραμμένο την Πέμπτη, 4 Ιουνίου 1942, 10 η ώρα το βράδυ (: «[…] Πεθαίνω μέ τό ὄνομα τῆς γλυκειᾶς Ἑλλάδας στά χείλη. Ἡ τύχη […] μοῦ δίνει τήν εὐκαιρία νά προσφέρω τή ζωή μου γιά τήν Πατρίδα, πού τήν ὀνειρεύομαι μεγάλη. Ἐκφράζω στούς ἀγαπητούς γονεῖς μου τήν εὐγνωμοσύνη μου γιά τή στοργή μέ τήν ὁποίαν μέ μεγάλωσαν. Πρέπει νά πάρουν ἀπόφαση τό θάνατό μου. Στά ἀγαπημένα μου ἐξαδέλφια Μῆτσο καί Νίκο ἀφήνω κληρονομιά τήν ἀγάπη γιά τήν Πατρίδα. […]») και ένα σημείωμα σε πακέτο τσιγάρων προς τον αστυνόμο για την ταφή του.
[88] Βλ. ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ 1941-1944, ό.π.,  σ. 53, όπου το γράμμα του Η. Καζάκου προς τη γυναίκα του: «[…] Μετά 10 λεπτά εἴμεθα πρό ἐκτελεστικοῦ ἀποσπάσματος. Θάρρος, ὑπερηφάνεια. Πάντες, 8 ἐν ὅλῳ, ἐστάθημεν καί εἴμεθα ψύχραιμοι […]». Βλ. και ΤΣΑΤΣΟΥ, ό.π., σ. 53, καθώς και ΜΗΤΣΟΣ ΚΑΪΛΑΣ, Μαρτυρίες. ΕΛΑΝ. Στερνές υποθήκες των ηρώων μας, εκδ. Νέα Σύνορα, Αθήνα 1975, σσ. 108-109.                 .
[89] Βλ. ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ 1941-1944, ό.π., σ. 69, όπου το γράμμα του 19χρονου Λ. Κιοσσέ προς την οικογένειά του (και στις σσ. 182-183 φωτογραφίες του χειρόγραφου γράμματος): «[…] Σήμερα 5-6-42 θά ἐκτελεστοῦμε. Πεθαίνουμε σάν ἄντρες γιά τήν πατρίδα. […]Δέν τρέμω καθόλου, ἀλλά γράφω ὄρθιος. […] Ἔχετε γειά. Νά κρατηθῆτε ὅλοι στό ὕψος σας. Γειά σας ἀδελφοῦλες μου. Γειά σου Πατερούλη καί γλυκειά Μανούλα. Κουράγιο. Ζήτω ἡ Πατρίδα. […]». Βλ. επίσης ΤΣΑΤΣΟΥ, ό.π., σσ. 54-55· ΚΑΪΛΑΣ, ό.π., σ. 113· ΚΩΣΤΑΣ Ν. ΧΑΤΖΗΠΑΤΕΡΑΣ, ΜΑΡΙΑ Σ. ΦΑΦΑΛΙΟΥ, Μαρτυρίες 40-44, εκδ. Κέδρος, [Αθήνα 21992], σ. 340· ΚΟΥΚΚΙΔΗΣ, ό.π., σ. 134. Ο ΚΟΥΒΑΣ, ό.π., σ. 52, όπου παρουσιάζει το γράμμα του Λ. Κιοσσέ και κάνει λόγο για την εκτέλεση των οχτώ, λαθεμένα αναφέρει τον Ν. Μοσχόπουλο ως φοιτητή της Ιατρικής.
[90] Το υπέροχο αυτό γράμμα βλ. Παράρτημα, αρ. εγγρ. 9.
[91] Βλ. ΤΣΑΤΣΟΥ, ό.π., σ. 135. Και σίγουρα έτσι συνέβησαν τα γεγονότα: τον Εθνικό Ύμνο τον έψαλλαν οι μελλοθάνατοι, ενώ ήταν στημένοι απέναντι στο εκτελεστικό απόσπασμα. Διαφορετική περιγραφή δίνει ο Δημ. Γατόπουλος, που αναδημοσιεύεται στο ΓΕΩΡΓΙΟΥ, ό.π., τ. 1, σ. 337.
[92] Βλ. ΤΣΑΤΣΟΥ, ό.π.,  σσ. 135-136.  Η ΞΗΡΑΔΑΚΗ, ό.π., σ. 32, λαθεμένα αναφέρει ότι η εκτέλεση έγινε στις φυλακές Αβέρωφ.
[93] Βλ. ΤΣΑΤΣΟΥ, ό.π., σ. 136.  Να σημειωθεί εδώ ότι η Αρχιεπισκοπή είχε συστήσει την «Υπηρεσία Προστασίας Κρατουμένων» και αρκετά αργότερα, την άνοιξη του 1943, ειδική Υπηρεσία για την οικονομική και ηθική στήριξη των οικογενειών των εκτελεσμένων με τον τίτλο «Υπηρεσία Προστασίας Απορφανισθεισών Οικογενειών» με προϊσταμένη την Ιωάννα Τσάτσου, βλ. ΤΣΑΤΣΟΥ, Φύλλα Κατοχής, ό.π., σσ. 82-86, καθώς και ΤΣΑΤΣΟΥ, Εκτελεσθέντες επί Κατοχής, ό.π., σσ. 14-23.
[94] Αυτήν την πληροφορία έχω από την κόρη της Ρόζας κ. Μαρία Φοσκαρίνη.
[95] Όπως σημειώνει στο Ημερολόγιό του ο ΧΡΗΣΤΙΔΗΣ, ό.π., σ. 282.
[96] Την ίδια ημέρα, 5 Ιουνίου 1942, εκτελέστηκε από τους Γερμανούς, χωρίς όμως να γνωρίζουμε το λόγο και τον τόπο της εκτέλεσης, ο αρμένικης καταγωγής Αράμ Ιρινιάν, βλ. ΤΣΑΤΣΟΥ, ό.π., σ. 52.
[97] Mέχρι τότε (από τον Οκτώβριο του 1941 μέχρι το Μάιο του 1942) οι επίσημα, βέβαια, γνωστοί εκτελεσμένοι ήταν 18, βλ. ό.π., σσ. 25-26. Το όργιο των εκτελέσεων θα λάβει χώρα στα δυο τελευταία χρόνια της Κατοχής.
[98] Ο δήμος Χαλανδρίου έχει ονοματίσει μια πλατεία του προς τιμή του Λευτέρη Κιοσσέ. Για κάποιους λόγους, άγνωστους σ’ εμάς, λησμονήθηκε το όνομα του Νίκου Μοσχόπουλου, συντρόφου του Λ. Κιοσσέ, κάτοικου τότε του Χαλανδρίου. Είναι, νομίζουμε, καιρός να αποκατασταθούν τα πράγματα: να μετονομαστεί η πλατεία σε «Πλατεία Κιοσσέ και Μοσχόπουλου» και να τοποθετηθεί πλάκα με το κείμενο του τελευταίου υπέροχου γράμματος των δύο εκτελεσμένων νέων του κατοχικού Χαλανδρίου.