Δευτέρα 4 Ιουλίου 2016

ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟ ΤΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΜΕΤΑΞΑ




Ομιλία στην Κοργιαλένεια Βιβλιοθήκη στις 1-11-2007 κατά την παρουσίαση του βιβλίου 
του Letterio Augliera "Βιβλία, Πολιτική, Θρησκεία στην Ανατολή τον 17ο αιώνα"-
εκδήλωση διοργανωμένη από την Τοπική Ένωση Δήμων και Κοινοτήτων Κεφαλονιάς και Ιθάκης.


          Με πρωτοβουλία του μακαρίτη Γεράσιμου Αποστολάτου και του θαλερού Γεράσιμου Σταματάτου, που μέχρι τελευταία ο δεύτερος γνοιαζόταν γι’ αυτή την υπόθεση, και χάρη στη χορηγία της Τοπικής Ένωσης Δήμων και Κοινοτήτων Κεφαλονιάς και Ιθάκης (ΤΕΔΚΚΙ) εκδόθηκε το βιβλίο του Ιταλού Letterio Augliera «Βιβλία-Πολιτική- Θρησκεία στην Ορθόδοξη Ανατολή. Το τυπογραφείο του Νικόδημου Μεταξά πρώτου εκδότη ελληνικών κειμένων στην Ορθόδοξη Ανατολή», με καλή μετάφραση του Στάθη Μπίρταχα και με την επιστημονική επιμέλεια του Νίκου Μοσχονά. Πρόκειται για συμπληρωμένη, σε σχέση με την πρώτη- ιταλική έκδοση του βιβλίου, καθώς ο συγγραφέας, με την ευκαιρία της ελληνικής μετάφρασης της μονογραφίας του, χρησιμοποίησε τις νέες μελέτες, που στο μεταξύ μετά το 1996 δημοσιεύτηκαν, εμπλουτίζοντας κυρίως τις σημειώσεις και διασαφηνίζοντας κάποια άλλα σημεία της ιστορικής αφήγησης.

          Το νήμα του έργου πλέκεται γύρω από την προσωπικότητα του Κεφαλονίτη Νικόδημου Μεταξά, αρχιεπισκόπου Κεφαλονιάς και Ζακύνθου κατά το διάστημα 1628-1647, χάρη στον οποίο ακούστηκαν για πρώτη φορά τα «χτυπήματα» τυπογραφικού πιεστηρίου στην Ανατολή, και συγκεκριμένα στην Κωνσταντινούπολη αλλά και στην Κεφαλονιά. Στο πρώτο μέρος γίνεται λόγος για την παρουσία του Νικόδημου Μεταξά στο Λονδίνο και τη δράση του, στη συνέχεια, στην Κωνσταντινούπολη, όπου μετέφερε, εγκατέστησε και έθεσε σε λειτουργία το πρώτο τυπογραφείο στην υπηρεσία του Πατριαρχείου και όλα αυτά σε συνεννόηση και αρμονική συνεργασία με τον πατριάρχη Κύριλλο Λούκαρι. Το δεύτερο μέρος του βιβλίου, το οποίο θα μας απασχολήσει στη συνέχεια, αναφέρεται στις δραστηριότητες του Κεφαλονίτη ιερωμένου στη γενέτειρά του ως αρχιεπισκόπου Κεφαλονιάς και Ζακύνθου, στις επαφές του με τη Ζάκυνθο και σε μια δίχρονη περίπου παρουσία του στη Βενετία. Η μονογραφία ολοκληρώνεται με τα συμπεράσματα του συγγραφέα. Το βιβλίο ακόμη περιέχει σε Παράρτημα τρία σημαντικότατα έγγραφα, που αναφέρονται στον Μεταξά και το τυπογραφείο του στο νησί μας και κλείνει με έναν κατάλογο 13 βιβλίων, που τυπώθηκαν για ή από τον Μεταξά στο Λονδίνο, στην Κωνσταντινούπολη και στην Κεφαλονιά, ενώ στις τελευταίες σελίδες του φιλοξενούνται φωτογραφίες εξωφύλλων από τα παραπάνω βιβλία.
           Η όλη μονογραφία του Augliera βασίζεται ουσιαστικά σε πρωτογενείς αρχειακές πηγές, δημοσιευμένες αλλά και ανέκδοτες, από τα Κρατικά Αρχεία της Βενετίας και από τα Δημόσια Αρχεία του Λονδίνου, ενώ αξιοποιεί κριτικά την πλούσια πράγματι υπάρχουσα βιβλιογραφία. Ο λόγος είναι ζωντανός, ενώ η σοβαρή τεκμηρίωση τον καθιστά ταυτόχρονα αυθεντικό. Οι προσεγγίσεις είναι λογικά δομημένες. Η μετάβαση από το ένα θέμα στο άλλο μπορεί κάποιες φορές να προκαλεί «χάσμα» στην ιστορική αφήγηση, διατηρεί όμως αναντίρρητα την εσωτερική σχέση και σύνδεση με τα προηγούμενα και τα επόμενα.

         Αλλά ας έρθουμε στη δεύτερη ενότητα του έργου, η οποία επιγράφεται «Μεταξύ Βενετίας και Ιόνιων νησιών», για να δώσουμε το κοινωνικο-πολιτικό και εκκλησιαστικό πλαίσιο της εποχής – πλαίσιο που διαφαίνεται και μέσα από τις ποικίλες αναφορές του βιβλίου - προκειμένου να κατανοηθούν καλύτερα οι δραστηριότητες του Νικόδημου Μεταξά στην Κεφαλονιά.
          Βρισκόμαστε στην τρίτη δεκαετία του 17ου αιώνα και η Βενετοκρατία στην Κεφαλονιά, όπως και στα υπόλοιπα Επτάνησα, καλά κρατεί. Η Βενετία διατηρεί και εντείνει την ταξικότητα των τοπικών κοινωνιών: Εξουσιάζει η κληρονομική αριστοκρατία, αν και ήδη έχουν φανεί τα πρώτα σημάδια του οικονομικού ξεπεσμού της. Τα αστικά στοιχεία, ευνοούμενα από τις γενικότερες εκείνης της εποχής ανακατατάξεις, ισχυροποιούνται σιγά-σιγά οικονομικά και αρχίζουν να απαιτούν παραχωρήσεις και μερίδιο στην τοπική διοίκηση. Ο αγροτικός πληθυσμός εξακολουθεί να βιώνει την αμάθεια, την εξαντλητική φορολογία, τη σκληρή αγγαρεία, την υποχρεωτική στράτευση και γενικότερα μια πολυεπίπεδη καταπίεση καιεκμετάλλευση.
          Η εκκλησιαστική οργάνωση και διοίκηση, που εδώ μας ενδιαφέρει, έχει ρυθμιστεί από τη Γαληνότατη Δημοκρατία της Βενετίας με βάση αποκλειστικά τα συμφέροντά της. Η συνύπαρξη, τις περισσότερες φορές με εντάσεις, ορθόδοξων και καθολικών της δημιουργούν σοβαρό πρόβλημα. Ενώ ο ντόπιος πληθυσμός παραμένει αφοσιωμένος στην ορθόδοξη πίστη του, οι παπικοί μισιονάριοι εργάζονται για τον προσηλυτισμό περισσοτέρων γηγενών. Και η Βενετική Πολιτεία, μπορεί να δείχνει μια αμερόληπτη στάση και μια ανοχή απέναντι στα δυο δόγματα, στην πράξη όμως διευκολύνει όλες σχεδόν τις φορές τους ορθόδοξους, που συνιστούν τη συντριπτική πλειοψηφία των υπηκόων της στα νησιά του Ιονίου. Και τούτο, γιατί την ενδιέφερε η διασφάλιση της κοινωνικής γαλήνης και η νομιμοφροσύνη των νησιωτικών πληθυσμών.
          Ωστόσο, είχε να αντιμετωπίσει τις διενέξεις και έριδες μεταξύ των ίδιων των ορθοδόξων. Συγκεκριμένα, υπήρχε σοβαρότατη και εντονότατη διάσταση μεταξύ Κεφαλονιάς κα Ζακύνθου για το ζήτημα της εκλογής του ορθόδοξου επισκόπου των δύο νησιών από την εποχή των Τόκκων. Από τα μέσα του 15ου αιώνα (1452) οι Τόκκοι είχαν ορίσει τη Ζάκυνθο για έδρα του λατίνου επισκόπου Κεφαλονιάς και Ζακύνθου και την Κεφαλονιά για έδρα του ορθόδοξου προκαθήμενου των δύο νησιών. Ο λατίνος επίσκοπος διοριζόταν απευθείας από τον πάπα, ενώ ο ορθόδοξος εκλεγόταν αποκλειστικά και μόνο από τον κεφαλονίτικο κλήρο, εγκρινόταν από τον πατριάρχη της Κων/πολης και υπαγόταν διοικητικά στον ορθόδοξο μητροπολίτη Κορίνθου. Υποψήφιοι, βέβαια, για τον ορθόδοξο θρόνο μπορεί να ήταν Κεφαλονίτες και Ζακυνθινοί, σχεδόν πάντα όμως εκλεγόταν Κεφαλονίτης – εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις που ήταν Ζακυνθινός.
          Η Γαληνότατη, που διατήρησε αυτό το καθεστώς, προσπαθούσε να αποφύγει κάθε ανάμειξη στις συνεχείς προστριβές που αυτή η πρακτική δημιουργούσε μεταξύ των δύο νησιών, αλλά παράλληλα μεριμνούσε για τον περιορισμό των σχέσεων του ορθόδοξου κλήρου με την πατριαρχική έδρα της Κων/πολης, με απώτερο σκοπό να υποτάξει την ορθόδοξη εκκλησία απευθείας στις δικές της αρχές. Από την άλλη πλευρά το ζακυνθινό αρχοντολόι μετά από πολύ κόπο κατόρθωσε – σε αντιστάθμισμα της μη συμμετοχής του στη διαδικασία εκλογής του επισκόπου – να κερδίσει τη δυνατότητα εκλογής του πρωτοπαπά του νησιού του, ώστε να μην ορίζεται από τον επίσκοπο Κεφαλονιάς και Ζακύνθου. Και αυτή η κατάκτηση είχε την ταξική της σημασία, καθώς το αριστοκρατικό σώμα του Συμβουλίου της Κοινότητας της Ζακύνθου αποκτούσε μέσω αυτής της διαδικασίας συμμετοχή στα εκκλησιαστικά πράγματα, και μάλιστα αφότου ο πρωτοπαπάς απέκτησε διευρυμένες αρμοδιότητες καθιστάμενος σημαντική και αντιπροσωπευτική αρχή του νησιού.

          Αλλά είναι καιρός να δούμε τη δράση του Νικόδημου Μεταξά μέσα σε αυτό το περιβάλλον και κλίμα, με βάση τα στοιχεία που ο Augliera παραθέτει στο βιβλίο του.
          Ήταν τέλη Αυγούστου με αρχές του Σεπτέμβρη του 1628, όταν ο Μεταξάς ερχόταν στη γενέτειρά του την Κεφαλονιά ορισμένος ως αρχιεπίσκοπος Κεφαλονιάς και Ζακύνθου από τον πατριάρχη Κων/πολης Κύριλλο Λούκαρι. Και ήταν η πρώτη φορά – όπως επισημαίνει ο συγγραφέας – που η καθολική πλευρά και οι βενετικοί αξιωματούχοι ανησυχούν πάρα πολύ για την επιλογή του Μεταξά, καθώς ισχυρίζονται και οι δυο πλευρές ότι διακυβεύονται οι επιδιώξεις της Καθολικής Εκκλησίας αλλά και τα πολιτικο-οικονομικά συμφέροντα της Βενετίας με την παρουσία στο Ιόνιο ενός φιλοκαλβινιστή ιεράρχη και εν δυνάμει υποστηρικτή των αγγλικών συμφερόντων. «Η συμπόρευσή του με τον [φιλοκαλβινιστή] Λούκαρι και η διαμονή του στο [καλβινιστικό] Λονδίνο αποτελούσαν από μόνες τους αιτίες επαρκείς […], ώστε να τον στιγματίσουν [τον Μεταξά] ως καλβινιστή […] και να τον παρουσιάσουν ως έναν επικίνδυνο φορέα αιρετικών ιδεών», (σ. 128).
          Αν και ο Κεφαλονίτης ιεράρχης ποτέ του δεν απομακρύνθηκε από την πιστή τήρηση της παραδοσιακής ορθοδοξίας, παραταύτα θεωρήθηκε «ισχυρό αγκάθι στο πλευρό του καθολικού μετώπου». Αυτό, ωστόσο, το τελευταίο έχει πραγματική βάση όχι επειδή ο Μεταξάς μπορεί να ήταν φιλοκαλβινιστής, αλλά επειδή αγωνιζόταν να διαφυλάξει και να ενδυναμώσει την ορθόδοξη πίστη των ορθόδοξων συμπατριωτών του. Έτσι λοιπόν, κινητοποιούνται όλοι οι μηχανισμοί της βενετικής διοίκησης. Ο λατίνος επίσκοπος από τη Ζάκυνθο ζητά τη δυναμική παρέμβαση του πάπα, για να εμποδιστεί η άνοδος στον αρχιεπισκοπικό θρόνο του Μεταξά, ο οποίος, ας μη το λησμονούμε, ώθησε σε παραίτηση τον μέχρι τότε επίσκοπο των νησιών, τον Ζακυνθινό Παρθένιο Δοξαρά, ο οποίος ήταν άνθρωπος έμπιστος των Ιησουιτών και φιλικά διακείμενος προς την Καθολική Εκκλησία. Παράλληλα, το ζακυνθινό αρχοντολόι, που έβλεπε με καχυποψία, δυσπιστία αλλά και φόβο το νέο ιεράρχη του, θα χρησιμοποιήσει, όπως αναφέρει ο συγγραφέας, «όλα τα μέσα ακόμη και για να εξολοθρεύσει τον επικίνδυνο αντίπαλο», (σ. 148).
          Αλλά και ο ίδιος ο αρχιεπίσκοπος Νικόδημος Μεταξάς ήταν αποφασισμένος να συγκρουστεί με τους ευγενείς της Ζακύνθου. Η στιγμή ήταν κατάλληλη, καθώς στο νησί είχε ξεσπάσει από το 1628 το Ρεμπελιό των ποπολάρων. Επρόκειτο για μοναδική στα χρονικά της νεότερης Ελλάδας λαϊκή εξέγερση με πρωτοπορία τους ποπολάρους της πόλης, των οποίων η άρνηση να εγγραφούν στους καταλόγους της πολιτοφυλακής τους έφερε ουσιαστικά αντιμέτωπους με το αρχοντολόι του νησιού τους. Κατά τρόπο υπεύθυνο και συγκεκριμένο κατήγγειλαν τις αυθαιρεσίες, τους εκβιασμούς και άλλες παράνομες ενέργειες των ευγενών και για τέσσερα περίπου χρόνια ανέλαβαν τη διοίκηση του νησιού απαιτώντας από τη Βενετική Πολιτεία την πλήρη και ισότιμη συμμετοχή τους στη διοίκηση των κοινών. Αν και τελικά καταπνίγηκε η εξέγερση, δεν έχασε τίποτε από την αξία της και την επικαιρότητα των αιτημάτωντης.
          Ενώ, λοιπόν, τα πράγματα ήταν έκρυθμα στη Ζάκυνθο, ο νέος αρχιεπίσκοπος αποφάσιζε να πραγματοποιήσει την πρώτη του ποιμαντική επίσκεψη στο νησί το Μάρτη του 1629. ¨Όλα τα τεκμήρια συνηγορούν υπέρ των συνεννοήσεων του ιεράρχη με τους εξεγερθέντες, με μοναδικό σκοπό τον περιορισμό της δύναμης των ευγενών. Και για να πετύχει αυτό, τουλάχιστο στο δικό του χώρο ευθύνης, στράφηκε εναντίον του πρωτοπαπά και των αρμοδιοτήτων του – δημιουργήματα και κατακτήσεις της άρχουσας τάξης. Κήρυξε άκυρη κάθε πράξη του πρωτοπαπά, τον οποίο αναπλήρωσε με ένα βικάριο προερχόμενο από το κοινωνικό στρώμα των ποπολάρων. Από τον ίδιο κοινωνικό χώρο παίρνει και τοποθετεί ιερείς στις κενές θέσεις που ο ίδιος δημιουργεί με την παύση κληρικών, γόνων αριστοκρατικών οικογενειών, υπαίτιων για καταχρήσεις και ποικίλες ύποπτες δοσοληψίες.
          Με αυτές του τις ενέργειες ο Μεταξάς επεδίωκε να υποβαθμίσει το κύρος του πρωτοπαπά και να περιορίσει την εκκλησιαστική δύναμη των ευγενών, στην ουσία όμως στόχευε κατά του αρχοντολογιού. Ο αρχιεπίσκοπος ήδη είχε επιλέξει το στρατόπεδο: ακροβολιζόταν μαζί με τους ποπολάρους, μαζί με τον απλό λαό εναντίον της μισητής αριστοκρατίας. Και μάλιστα ο ίδιος συγκάλεσε αρκετές φορές μυστικές συναντήσεις με τους υπεύθυνους του Ρεμπελιού για το διακανονισμό τρεχόντων θεμάτων.
          Είναι πια αναμφισβήτητο – κι αυτό το χρωστάμε σε τούτο το βιβλίο του Augliera καθώς και σε σχετική μελέτη του Δημήτρη Αρβανιτάκη – ότι ο Κεφαλονίτης ιεράρχης συνειδητά πολέμησε, αδιάφορα από το τελικό αποτέλεσμα, το αρχοντολόι της Ζακύνθου στηριζόμενος στους ποπολάρους του νησιού και αξιοποιώντας την εξέγερσή τους για τα δικά του εξοντωτικά εναντίον των αριστοκρατών σχέδια.

          Ωστόσο, μια άλλη εξίσου σημαντικότατη προσφορά του Augliera στην έρευνα και την ιστορία, τοπική και γενικότερη, είναι η τεκμηριωμένη πια απόδειξη της εγκατάστασης και λειτουργίας από τον Μεταξά τυπογραφείου στο μοναστήρι του Αγίου Γερασίμου στα Ομαλά. Πρόκειται για αποκάλυψη μεγάλου ενδιαφέροντος, η οποία ταυτόχρονα αίρει οριστικά κάθε αμφιβολία, που ταλάνιζε για χρόνια την ιστοριογραφική έρευνα σχετικά με την αλληλουχία των γεγονότων αυτού του τυπογραφείου.
          Συγκεκριμένα, ο Μεταξάς είχε εγκαταστήσει, και με τη βοήθεια του πρώην επισκόπου Ιερεμία Κατζαϊτη, που εκείνο τον καιρό μόναζε στα Ομαλά, τυπογραφείο, χωρίς φυσικά την άδεια των βενετικών αρχών. Είχε δηλαδή προβεί σε μια παράνομη ενέργεια και θεώρησε το απομακρυσμένο από το διοικητικό κέντρο του νησιού μοναστήρι του Αγίου Γερασίμου ως το καταλληλότερο μέρος. Αλλωστε, ήταν και χώρος «υπεράνω πάσης υποψίας» για παράνομες δραστηριότητες. Το τυπογραφείο πρέπει να λειτούργησε τέσσερις περίπου μήνες, με τυπογράφο έναν Γερμανό τεχνίτη βοηθούμενο από έμπιστο του Μεταξά καλόγηρο. Αναμφίβολα, ο χρόνος λειτουργίας του είναι ελάχιστος, όμως πρέπει να λειτουργούσε ασταμάτητα, αφού οι επισκέπτες του μοναστηριού οποιαδήποτε ώρα της ημέρας άκουγαν μέσα στη μοναστηριακή ησυχία το συνεχές «χτύπημα» των μηχανημάτων, που προερχόταν από ένα δωμάτιο πάντα κλεισμένο.
          Εξάλλου, τα βιβλία που τυπώθηκαν εκεί ήταν αρκετά σε σχέση με το ελάχιστο διάστημα λειτουργίας αλλά και τις τεχνικές δυνατότητες της εποχής. Η έρευνα του συγγραφέα κατέληξε στα εξής βιβλία: Το «Βιβλίον του Ορθού Λόγου βεβαίωσις καλούμενον», ένα Λειτουργικό, ένα μικρό βιβλίο προσευχών «Οι ύμνοι της Παναγίας Παρθένου», ενδεχομένως κάποια ολιγοσέλιδη κατήχηση, η «Σύντομος πραγματεία κατά Ιουδαίων» του Λούκαρι και ένα μέρος των «Ομιλιών» του Μαργουνίου. ( Το πρώτο, μάλιστα, βιβλίο σε ανατύπωση του σπανιότατου αντιτύπου, που απόκειται στην Εθνική Βιβλιοθήκη, προσφέρεται μαζί με τη μεταφρασμένη μονογραφία του Augliera ). Και τα εκδοτικά προϊόντα του τυπογραφείου διακινούνταν στην Κεφαλονιά – οι περισσότερες μαρτυρίες μιλούν για το Ληξούρι.
          Το ερώτημα, όμως, που δεν κατόρθωσε, λόγω των ορίων που οι ίδιες οι αρχειακές πηγές θέτουν, να απαντήσει ο συγγραφέας σχετίζεται με τη χρονική εποχή λειτουργίας του τυπογραφείου στα Ομαλά, δηλαδή αυτό εγκαταστάθηκε και λειτούργησε, όταν, ερχόμενος από το Λονδίνο, παρέμεινε ο Μεταξάς στην Κεφαλονιά, πριν μεταβεί στην Κων/πολη, ή όταν, μετά την παραμονή του στην πατριαρχική έδρα, ήρθε στη γενέτειρά του ως αρχιεπίσκοπος Κεφαλονιάς και Ζακύνθου;
          Λείπουν τα αδιαμφισβήτητα στοιχεία, για να υποστηριχθεί με κάθε βεβαιότητα η μια ή η άλλη άποψη. Μια σειρά, όμως, συλλογισμών και έμμεσων αποδείξεων οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το τυπογραφείο εγκαταστάθηκε και λειτούργησε στα Ομαλά πριν από την αναχώρηση του Μεταξά στην Κων/πολη. Πρόκειται δηλαδή για το χρονικό διάστημα από τα τέλη του1626 μέχρι το πρώτο μισό του 1627.Αν, επομένως, είναι σωστή αυτή η άποψη, τότε συμπεραίνουμε ότι το πρώτο τυπογραφείο της Ανατολής, το τυπογραφείο του Κεφαλονίτη ιερωμένου Νικόδημου Μεταξά, πρώτα λειτούργησε και άρα παρήγαγε έντυπο υλικό στην Κεφαλονιά και κατόπιν στην Κων/πολη.
          Έχει σημασία στη συνέχεια να αναφέρουμε ότι αυτή η παράνομη δραστηριότητα του Μεταξά δεν έμεινε άγνωστη στις βενετικές αρχές. Ανώνυμη επιστολή, τον Ιανουάριο του 1632, από την Κεφαλονιά, προφανώς κάποιου αριστοκράτη, προς το γενικό προβλεπτή Pisani, που διενεργούσε ανακρίσεις στη Ζάκυνθο για τα γεγονότα του Ρεμπελιού των ποπολάρων, παρείχε στοιχεία για τις «επιζήμιες ενέργειες», τις «μυστικές συνάξεις», τις δοσοληψίες και τους εκβιασμούς του αρχιεπισκόπου αλλά και για το τυπογραφείο που είχε στηθεί στο μοναστήρι των Ομαλών, το οποίο τύπωνε βιβλία, που ελεύθερα πωλούνταν στο νησί. Αμέσως ο προβλεπτής ξεκίνησε ανακρίσεις, ενώ παράλληλα διενεργήθηκε επιτόπια έρευνα στο χώρο της επισκοπής στα Μεταξάτα. Αυτό ακριβώς το ανακριτικό υλικό και η καταγραφή των κατασχεμένων εντύπων και του τυπογραφικού εξοπλισμού, που ο συγγραφέας εντόπισε στα Βενετικά Αρχεία, επέτρεψαν στον Augliera να ανασυνθέσει την όλη ιστορία του τυπογραφείου στην Κεφαλονιά και έτσι σήμερα να είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε τι ακριβώς συνέβη στο μοναστήρι του Αγίου Γερασίμου στα Ομαλά κατά την τρίτη δεκαετία του 17ου αιώνα.
         Στο σημείο αυτό θα μου επιτρέψετε μια παρέκβαση. Έχει φανεί από τα παραπάνω ότι ο αίτιος που εμείς σήμερα γνωρίζουμε για την ύπαρξη τυπογραφείου στην Κεφαλονιά πριν από τέσσερις περίπου αιώνες υπήρξε ένας ανώνυμος επιστολογράφος, εχθρός προφανώς του Μεταξά, ή καλύτερα ένας καταδότης, ένας χαφιές, για να χρησιμοποιήσω μια πιο έντονη σημασιολογικά λέξη. Φυσικά κανένας σοβαρός και έντιμος άνθρωπος δεν επικροτεί την πρακτική του καταδότη. Όλοι τον κατακρίνουμε και τον δακτυλοδείχνουμε. Όμως όλοι θα συμφωνήσουμε ότι εκείνη η κατάδοση υπήρξε σωτήρια για την ιστορική έρευνα. Αν δε στελνόταν η ανώνυμη επιστολή, εξαιτίας της οποίας ακολούθησαν οι ανακριτικές ενέργειες με τις πρωτοφανείς αποκαλύψεις, και με δεδομένο ότι διασώθηκε το σχετικό αρχειακό υλικό, ίσως να μη μαθαίναμε ποτέ για το τυπογραφείο του Μεταξά στην Κεφαλονιά.
Γιατί τα λέω αυτά; Για να υπογραμμίσω ότι η κατάδοση, το αποτέλεσμα του χαφιεδισμού είναι χρήσιμο για την ιστορική έρευνα. Οπότε εύκολα μπορούμε να αντιληφθούμε τι ζημιά έχει προκληθεί στην έρευνα της σύγχρονης ιστορίας μας εξαιτίας της καταστροφής των φακέλων της Ασφάλειας των κομμουνιστών, αριστερών και άλλων μη «εθνικοφρόνων» Ελλήνων επί κυβέρνησης Τζανετάκη. Πόσα, πράγματι, μοναδικά στοιχεία ρίχτηκαν στη φωτιά και χάθηκαν για πάντα. Θυμίζω ότι τότε υπήρξε εντονότατη αντίδραση από πολλούς ιστορικούς και άλλους ερευνητές, που είχαν διαφωνήσει με την κυβερνητική απόφαση. Εκείνοι οι φάκελοι, πλούσιοι σε υλικό καταδόσεων, έκρυβαν πολύτιμα στοιχεία για την ιστορική ανασύνθεση σύγχρονων γεγονότων και καταστάσεων, για την περιγραφή και διατύπωση πρόσφατων νοοτροπιών και αντιλήψεων, χρήσιμων πάντως εργαλείων για τις λεγόμενες επιστήμες του ανθρώπου.
          Επανερχόμενοι στο θέμα μας, αναφέρουμε ότι οι Βενετοί δικαστές απάλλαξαν τελικά τον Μεταξά τόσο από την κατηγορία της παράνομης εισαγωγής του τυπογραφικού πιεστηρίου στα εδάφη της Βενετίας όσο και από εκείνη της εκτύπωσης και διακίνησης «ανάρμοστων» βιβλίων. Ο αρχιεπίσκοπος Κεφαλονιάς και Ζακύνθου ξαναγύρισε στην έδρα του και στα καθήκοντά του, χωρίς ωστόσο να σταματήσει τις αψιμαχίες με το αρχοντολόι της Ζακύνθου.

          Κλείνοντας υπογραμμίζουμε για άλλη μια φορά το ενδιαφέρον που το βιβλίο του Augliera έχει ειδικά για την Κεφαλονιά. Με σοβαρή επιστημονική προσέγγιση, κριτική διάθεση και σαφή λόγο ο Ιταλός συγγραφέας κατόρθωσε να ανασυνθέσει μια νεφελώδη περίοδο της ζωής και της δράσης του Νικόδημου Μεταξά στην Κεφαλονιά, για να μας δώσει τελικά, με τρόπο τεκμηριωμένο και καθοριστικό, την προοδευτική πολιτική στάση του Κεφαλονίτη ιεράρχη δίπλα στους εξεγερμένους εναντίον των αριστοκρατών ποπολάρους της Ζακύνθου και την αναντίρρητα καθοριστική συμβολή του στην πρωτοποριακή για τα δεδομένα της Κεφαλονιάς λειτουργία τυπογραφείου.

                                                                                                      

O ΡΗΓΑΣ ΒΕΛΕΣΤΙΝΛΗΣ ΚΑΙ ΤΑ ΕΠΤΑΝΗΣΑ



                                            Το κείμενο της ανακοίνωσής μας στο Ε΄ Διεθνές Συνέδριο "Φεραί - Βελεστίνο - Ρήγας"                                                                                (4-7 Οκτ. 2007), δημοσιευμένο στα Πρακτικά - περ. Υπέρεια, τ. Ε΄, σσ. 1055-1071.

      

Ανάμεσα στο Ρήγα Βελεστινλή και τα Επτάνησα διαφαίνεται μια, άλ­λοτε άμεση, άλλοτε έμμεση, ουσιαστική σύνδεση. Πρόκειται για δυο πορείες, εκείνη του Ρήγα και η άλλη του ριζοσπαστισμού των Επτανήσων, παράλληλες κάποτε, αλλά και διασταυρούμενες, και οι δύο όμως μπορούν να θεωρηθούν ως φαι­νόμενο ενιαίο. Ο επτανησιακός ριζοσπαστισμός, ως ιδεολογικό ρεύμα και ως πολιτική πράξη έχει τις ρίζες του στη γαλλική κατοχή των νησιών (1797-1799) και τα πρώτα χρόνια της Επτανήσου Πολιτείας (1800-1807), για να αν­δρωθεί μέσα στα δύσκολα χρόνια της Αγγλοκρατίας στα Ιόνια νησιά (1809-1864).1 Και στις δύο περιπτώσεις – του Ρήγα και του επτανησιακού ριζοσπα­στισμού - πέρα από τα κοινά στοιχεία στην ιδεολογική τους συγκρότηση, δια­κρίνουμε την επαναστατική πράξη. Ο Ρήγας, έχοντας εκφράσει με θεωρητικό τρόπο τη φιλελεύθερη ιδεο­λογία της εποχής του, ταυτόχρονα δρούσε ως ιδεο­λόγος και επαναστάτης της πράξης.2 Αλλά και ο επτανησιακός ριζοσπαστι­σμός χωρίς πολιτική πράξη, χωρίς πολιτική δράση δεν μπορεί να νοηθεί.3
Ας ανιχνεύσουμε, λοιπόν, τις πρακτικές με τις οποίες ο κύκλος του Ρήγα εκδηλώθηκε στα Επτάνησα, καθώς και την επίδραση των διαφωτιστικών – εθνεγερτικών έργων του Ρήγα στις πρόδρο­μες μορφές του επτανησιακού ριζο­σπαστισμού, κατά τις περιόδους δηλαδή της κατοχής των νησιών από τους δη­μοκρα­τικούς Γάλλους (1797-1799) και της Επτανήσου Πολιτείας (1800-1807), στα δέκα αμέσως χρόνια από το θάνατο του Θεσσαλού διαφωτιστή και επανα­στάτη.
Στα Επτάνησα από την περίοδο της Βενετοκρατίας (1500-1797)4 είχε δη­μιουργηθεί κάποια «εν δυνάμει» αντίληψη για την τοπική αυτοδιοίκηση και τα πολιτικά δικαιώματα του πληθυσμού, καθώς η Γαληνοτάτη επεδίωκε, μέσα από τη συμμετοχή των αριστοκρατικών βέβαια στοιχείων στην τοπική διοίκηση, την «ἐνεργητικήν ὑπακοήν» των υπηκόων της.5 Παράλληλα, η επιρροή του ευρω­παϊκού διαφωτισμού, με βασικό φορέα τους νέους, που σπούδαζαν στα ιταλικά κυρίως Πανεπιστήμια, είχε συντελέσει, ώστε προς τα τέλη του 18ου αι­ώνα τα Ιόνια νησιά να καταστούν φυτώρια φιλελευθερισμού αλλά και γέφυρες μετα­κένωσης των νέων ιδεών προς τον τουρκοκρατούμενο ελλαδικό χώρο.6 Η ιδεο­λογική και πολιτική ωστόσο «συνάντηση» των Επτανησίων με τη Γαλλία και τις φιλελεύθερες ιδέες έγινε συγκεκριμένη και αποτελεσματική με την κα­τά­ληψη των νησιών του Ιονίου από τους δημοκρατικούς Γάλλους του Ναπολέ­οντα Βοναπάρτη το 1797.7
Για το Γάλλο αρχιστράτηγο, η κατοχή των νησιών αυτών, με τη γεω-στρατηγική σημασία που είχαν, συνιστούσε βασική προϋπόθεση για την υλο­ποίηση των σχεδίων του σχετικά με τη συντριβή της αγγλικής θαλασσοκρατίας αλλά και την προσδοκία του να επωφεληθεί από τη λύση του Ανατολικού ζη­τήματος.8 Γι’ αυτό με εντολή του ο στρατηγός Gentili αποβίβασε στην Κέρκυρα τον Ιούνιο του 1797, ένα περίπου μήνα μετά από την κατάλυση της Γαληνοτά­της Βενετικής Δημοκρατίας, γαλλικά στρατιωτικά αγήματα και σε σύντομο διάστημα κατέλαβε και τα υπόλοιπα ιόνια νησιά. Και ο καταπιεσμένος από τη βενετική κατοχή λαός των Επτανήσων, πληροφορημένος ωστόσο από πριν για την Επανάσταση στη Γαλλία, την ιδεολογία της και τις νίκες του εθνικού στρα­τού της, δέχθηκε μέσα σε κλίμα ανακούφισης, ενθουσιασμού και ελπίδων τους Γάλλους. Άλλωστε, η προκήρυξη του Gentili άγγιξε τις φιλελεύθερες καρ­διές των νησιωτών, καθώς διαβεβαίωνε τους Επτανήσιους ότι η δημοκρατική και φιλελεύθερη Γαλλία ερχόταν με την κατά­λυση της βενετικής ολιγαρχίας να τους αποδώσει την ελευθερία τους και υποσχόταν «ἐξ ὀνόματος τοῦ Γενεράλη Βο­ναπάρτε καί τῆς Ρεπούβλικας τῶν Φραντζέζων» ότι θα τους επιτρέψει να ζή­σουν με πλήρη ελευθερία, ισότητα και αδελφοσύνη.9
Αυτή η προκήρυξη, βέβαια, συγκίνησε και τους υπόλοιπους φιλελεύθε­ρους Έλληνες, καθώς αντίγραφά της κυκλοφόρησαν μεταξύ των πατριωτικών κύκλων της ελληνικής διασποράς. Ο στενός φίλος και συνεργάτης του Ρήγα Βε­λεστινλή Αντώνιος Κορωνιός,10 εγκατεστημένος τότε στην Τεργέστη λόγω των εμπορικών του ενασχολήσεων, κατόρθωσε να προμηθευθεί, στις αρχές Ιουλίου 1797, αντίτυπο της προκήρυξης και έστειλε αμέσως αντίγραφό της στη Βιέννη για το Ρήγα και τους πατριωτικούς ευρύτερα κύκλους της αυστριακής πρωτεύ­ουσας.11 Η Εφημερίς, πάντως, της Βιέννης της 3ης / 14ης Ιουλίου 1797 ενημέ­ρωνε το αναγνωστικό της κοινό για τα γεγονότα των Επτανήσων και το περιε­χόμενο της προκήρυξης.12 Δε γνωρίζουμε αν έφθασε η προκήρυξη στα χέρια του Ρήγα, αλλά βέβαιο είναι ότι η παρουσία των Γάλλων στα Επτάνησα, δίπλα ακριβώς στα δυτικά σύνορα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι εξαγγελίες τους για παροχή βοήθειας στους καταπιεζόμενους λαούς και η εγκαθίδρυση ελευθεριών στα Επτάνησα οδηγούν τον Ρήγα στην αποστολή επιστολής προς τον Γάλλο πρόξενο της Τεργέστης Brechet.
Ο Ρήγας στη Βιέννη, όπου βρισκόταν εκείνη την περίοδο, είχε αφοσιωθεί στη συγγραφή του διαφωτιστικού - επαναστατικού του έργου,  προετοιμάζο­ντας την απελευθερωτική του κίνηση. Τότε, το 1797, εξέδωσε, ανάμεσα σε άλλα, σε ελληνική μετάφραση τον τέταρτο τόμο του έργου του Γάλλου συγ­γραφέα J. J. Barthelemy Νέος Ανάχαρσις.13 Επρόκειτο για ένα έργο, που με τρόπο εύλη­πτο και με εκλαϊκευμένη μορφή οδηγούσε τον αναγνώστη στην αρ­χαιογνωσία και συνέβαλλε στη γνωριμία του με τον αρχαίο ελληνικό χώρο και πολιτισμό. Η μετάφραση του τόμου δεν έγινε εξολοκλήρου από το Ρήγα. Αυτός μετέφρασε τα πέντε τελευταία κεφάλαια (35-39), ενώ τα τρία πρώτα (32-34) μεταφράστη­καν από το Ζακυνθινό λόγιο εκδότη και συγγραφέα Γεώργιο Βε­ντότη.14 Έτσι, προέκυψε στην πράξη η πρώτη «συνάντηση» του Θεσσαλού διαφωτιστή και επαναστάτη με τα Επτάνησα, καθώς συνεργάστηκε με το Ζα­κυνθινό Βεντότη για τη μεταφραστική εργασία του τέταρτου τόμου του Νέου Αναχάρσιδος. Τόσο ο πρώτος όσο και ο δεύτερος γνώριζαν καλά τον προπα­γανδιστικό ρόλο, που επεφύλασσαν στο συγκεκριμένο βιβλίο: φιλοδοξούσαν να αφυπνίσουν τους συμπατριώτες τους, ώστε συνειδητοποιώντας τι είχαν και τι έχασαν να οργανωθούν, για να αποτινάξουν την οθωμανική κυριαρχία και να πετύχουν την εθνική τους αποκατάσταση.15
Παράλληλα, την ίδια περίοδο (1797) ο Ρήγας παρακολουθούσε τις πολι­τικές εξελίξεις και ιδιαίτερα την πορεία του Ναπολέοντα,16 ενώ παράλληλα σχεδί­αζε την επιστροφή του στον ελλαδικό χώρο. Με τα τελευταία γεγονότα, ανα­πτερώθηκαν οι ελπίδες του, καθώς διείδε ότι δεν ήταν δύσκολο να ξεκινή­σει τώρα μια επαναστατική δράση στις υπόδουλες περιοχές. Ο Βοναπάρτης ήταν «προ των πυλών» της τουρκοκρατούμενης Ελλάδας και επομένως έφθασε η κα­τάλληλη στιγμή. Τα Επτάνησα φαίνεται ότι έδειχναν και άνοιγαν το δρόμο. Έτσι λοιπόν, λίγο μετά την κατάληψη των Επτανήσων από τους Γάλ­λους, γράφει τον Ιούλιο του 1797 από τη Βιέννη επιστολή προς το φίλο του Κορωνιό, για να την εγχειρίσει στο Γάλλο πρόξενο της Τεργέστης Brechet, απευθυνόμενη ου­σιαστικά προς τον Ναπολέοντα. Ο Κορωνιός όμως, γι’ άγνω­στους σ’ εμάς λό­γους δεν προώθησε την επιστολή στο Γάλλο πρόξενο, καθώς αυτή βρέθηκε στους προσωπικούς του φακέλους μετά τη σύλληψή του και την αστυνομική έρευνα στο σπίτι του, αλλά δε διασώθηκε ούτε στο σχετικό φάκελο του ανακριτικού υλικού των αυστριακών αρχείων.17 Γνωρίζουμε, ωστόσο, το περιεχόμενο της επι­στολής από το ανακριτικό πόρισμα, σύμφωνα με το οποίο ο Ρήγας ζητούσε από τον Ναπολέοντα, μέσω του προξένου, «νά παράσχῃ βοή­θειαν πρός ἀπελευθέρωσιν αὐτῶν [= των Ελλήνων]».18
Στο μεταξύ, στα Επτάνησα μέσα σε άκρατο ενθουσιασμό διαδίδονται με περισσότερη ορμή και πιο οργανωμένα οι φιλελεύθερες ιδέες από Γάλλους αξι­ωματούχους και την ντόπια γαλλόφιλη διανόηση, ενώ παγιώνονται ταυτό­χρονα νέοι φιλελεύθεροι θεσμοί. Συγκροτούνται τα Δημαρχεία, που λειτουρ­γούν με δημοκρατικές διαδικασίες και με ανοικτές στο λαό συνεδριάσεις, ιδρύ­ονται πολιτικοί σύλλογοι και εταιρείες, που διοργανώνουν συζητήσεις και επαναστατικές εκδηλώσεις, κι ακόμη κάτω από τους ήχους του Θούριου και της Μασσαλιώτιδας φυτεύεται το «Δέντρο της Ελευθερίας», που συμβό­λιζε τη γέννηση και ανάπτυξη της νέας δημοκρατικής πολιτείας, παραδίδεται στη φω­τιά το «Libro dOro» (η «Χρυσή Βίβλος») που θύμιζε τις ταξικές διακρί­σεις και την αφόρητη αριστοκρατία της βενετικής περιόδου – και όλα αυτά μέσα φυ­σικά σε έντονες αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις.19
Στο μεταξύ, μέσα σε αυτό το κλίμα του επαναστατικού ενθουσιασμού και της επαναστατικής πρακτικής, που αγκάλιαζε τα Επτάνησα, φθάνει τον Ια­νουάριο  του  1798  στην  Κέρκυρα  ο  φίλος του Ρήγα Χριστόφορος Περραι­βός.20 Μετά τη σύλληψή του, την απαλλαγή του από την κατηγορία συμ­μετοχής στον κύκλο και τα σχέδια του Ρήγα21 και την αναχώρησή του από την Τεργέ­στη, φθάνει στην Κέρκυρα και σύντομα έρχεται σε επαφή με τους φιλε­λεύθε­ρους κύκλους του νησιού. Εκεί, από τον ίδιο ανατυπώνονται στο τυπογρα­φείο, που μόλις είχαν φέρει οι Γάλλοι,22 τα δύο άσματα του Ρήγα, ο Θούριος και ο Πατριωτικός ύμνος, και ένα δικό του, «στιχουργηθέν εν Κεφαλλη­νία»,23 με τίτλο Ύμνος εγκωμιαστικός παρ’ όλης της Γραικίας προς τον αρχιστράτηγον Μποναπάρτε εις τον ήχον της καρμανιόλας.24
Εκτός από αυτή την έντυπη μορφή της Κέρκυρας του 1798 το κείμενο του Θούριου έχει παραδοθεί και σε άλλα χειρόγραφα στα Ιόνια νησιά, το Χει­ρόγραφο της Ζακύνθου, το Χειρόγραφο της Κέρκυρας,25 ενώ στο Χειρόγραφο των Κυθήρων περιλαμβάνεται και το επαναστατικό μανιφέστο του Ρήγα, η Νέα Πολιτική Διοίκησις,26 γεγονός που τεκμηριώνει το ενδιαφέρον των Επτα­νήσιων δημοκρατικών και για τις πολιτικές ιδέες του Θεσσαλού επαναστάτη. Και σε όλη αυτή τη μαρτυρημένη διάδοση των έργων του Ρήγα στα Επτά­νησα έπαιζε προφανώς καθοριστικό ρόλο η παρουσία και δράση του Περραι­βού, ο οποίος δε σταμάτησε να διαδίδει το συγγραφικό έργο και γενικότερα τις ιδέες και το όραμα του συντρόφου του Ρήγα.
Έτσι λοιπόν, τα επαναστατικά τραγούδια του Ρήγα όχι μόνο τραγου­διούνται στα Ιόνια νησιά,27 αλλά και γίνονται πρότυπα για νέες ποιητικές δη­μιουργίες από Επτανήσιους, κυρίως Ζακυνθινούς. Ο Αντώνιος Μαρτελάος (1754-1819)28 έσπευσε να υμνήσει τη δημοκρατική Γαλλία και το Ναπολέοντα με το άσμα του Ύμνος εις την περίφημον Γαλλίαν, τον αρχιστράτηγον Βονα­πάρτην και τον στρατηγόν Γεντίλλην29 και δεν άργησε να διασκευάσει τη Μασσαλιώτιδα30 – ποιητικές δημιουργίες που είχε υπόψη του ο Δ. Σολωμός, όταν έγραφε τον Ύμνο εις την Ελευθερίαν.31 Ο ίδιος ο Μαρτελάος ήταν επηρε­ασμένος στην ποίησή του από του Ρήγα το Θούριο, αλλά και γενικότερα από τις ιδέες και το όραμα του Θεσσαλού επαναστάτη, ώστε ενθουσιασμένος ανα­φωνούσε: «Μέ τό Συντακτικόν τοῦ Γαζῆ θά παραδίδω ἀπό τοῦδε καί τήν Γραμματικήν τοῦ Ρήγα».32 Κι άλλος Ζακυνθινός, ο Θωμάς Δανελάκης (1775-1828),33 διασκεύασε τη Μασσαλιώτιδα34 – διασκευή η οποία «είναι επί μέρους διασκευή ή μίμησις στίχων του Αντωνίου Μαρτελάου και του Θουρίου του Ρήγα του Βελεστινλή – Φεραίου».35
Η όλη, λοιπόν, κατάσταση με την παρουσία των Γάλλων στα Επτάνησα και με το Ναπολέοντα να δημιουργεί ελπίδες για εθνική αποκατάσταση,36 έχει προκαλέσει ένα κλίμα γενικότερης ευφορίας.37 Και η κατάσταση αυτή έχει ενι­σχυθεί προφανέστατα με την παρουσία στα Επτάνησα του Χρ. Περραιβού: η έκδοση και κυκλοφορία των ασμάτων του Ρήγα καθώς και οι περιοδείες του ίδιου38 συμβάλλουν καθοριστικά στη διάδοση της ριζοσπαστικής ιδεολογίας του Θεσσαλού διαφωτιστή και επαναστάτη στον ιόνιο χώρο, η οποία σύντομα γίνεται αποδεκτή, καθώς δημιουργικά αξιοποιούνται μέσα από τις διασκευές των Επτανησίων ποιητών τα επαναστατικά τραγούδια του Ρήγα.
Ταυτόχρονα, εκείνη την εποχή αλλά και αργότερα, κατά την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης, είχε καταστήσει ο Περραιβός τα Επτάνησα, όπως και την Ήπειρο, κέντρο της επαναστατικής του δράσης. Φθάνοντας στην Κέρ­κυρα δεν άργησε να τεθεί στην υπηρεσία των Γάλλων (των δημοκρατικών και αργότερα, 1807-1809, των αριστοκρατικών), υπηρετώντας είτε στα Ιόνια νησιά είτε στις απέναντι ηπειρωτικές ακτές «άλλοτε ως πολιτικός υπάλληλος, άλλοτε ως διδάσκαλος, άλλοτε ως μυστικός πράκτωρ και άλλοτε ως αρχηγός στρατιω­τικού σώματος».39  Μετά από μια σύντομη ταλαιπωρία, που είχε με την κατά­ληψη της Κέρκυρας από τους Ρωσότουρκους το 1799,40 γρήγορα έγινε αποδε­κτός από τη νέα κατάσταση.41 Ιδιαίτερα επισημαίνουμε την ιδιότητά του ως διδασκάλου και μάλιστα κατά την περίοδο της Επτανήσου Πολιτείας (1800-1807),42 όταν ανατέθηκε στο συνεργάτη του Ρήγα να αναλάβει τη διδασκαλία της εθνικής γλώσσας (για αρχάριους) στο Προσωρινό Σχολείο Τενέδου της Κέρκυρας κατά τις δυο πρώτες περιόδους λειτουργίας του (1805-1807).43 Ένα χρόνο πριν, το 1804, ο ίδιος ο Περραιβός πήρε την πρωτοβουλία και μαζί με τον άλλο διδάσκαλο και ιερέα Ανδρέα Ιδρωμένο κυκλοφόρησαν προκήρυξη,44 με την οποία καλούσαν τους Έλληνες να σκύψουν με ενδιαφέρον πάνω από τη γλώσσα τους και να ενισχύσουν τις προσπάθειες για τη διδασκαλία της μέσω μιας δη­μόσιας εκπαίδευσης.45
Αλλά κι άλλος ένας συνεργάτης του Ρήγα προσπάθησε να εγκατασταθεί στα Επτάνησα, για να δραστηριοποιηθεί επαγγελματικά και ταυτόχρονα δια­φωτιστικά. Ο Πούλιος Μάρκου, ο μεγαλύτερος από τους δύο αδελφούς Μαρκί­δες Πούλιου,46 υποβάλλει το Μάιο του 1800 υπόμνημα στην Επτάνησο Πολι­τεία, με το οποίο ζητά την άδεια να εγκα­τασταθεί στην Κέρκυρα – την έδρα της Πολιτείας – και να αναλάβει τη διεύ­θυνση του τυπογραφείου, το οποίο είχε εγκατασταθεί στην πόλη από την προηγούμενη εποχή των Γάλλων, ή να του δοθεί μια επιχορήγηση για την ίδρυση δικής του σχετικής επιχείρησης.47
Ο Πούλιος κινείται ουσιαστικά μέσα στο πνεύμα του Διαφωτισμού, όπως είχε διαμορφωθεί στον ελληνισμό της Βιέννης και μέσα στο οποίο έδρασε και ο Ρήγας. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει την αναγκαιότητα και την ωφέλεια της τυπογραφίας: «καθὼς εἶναι ἀναγκαία ἡ ἀνατροφὴ τῶν παί­δων, οὕτως εἶναι ἀναγκαία καὶ ἡ τυπογραφία ἡ πνευματικὴ ἀνατροφὸς τῶν παίδων, ταύτη ἡ δι­αφημίζουσα καὶ κηρύττουσα τοὺς νόμους, ἐντολάς καὶ κη­ρύγματα τῆς διοική­σεως ἡ φωτίζουσα τοὺς ἀνθρώπους, οὖσα ἡ ἀρχιπηγὴ τοῦ φωτισμοῦ». Ταυτό­χρονα, η λειτουργία του τυπογραφείου και στη συνέχεια ενός χαρτοποιείου θα ωφελήσει και πρακτικά, υλικά, με την έννοια ότι θα δώ­σει εργασία σε αρκε­τούς συμπατριώτες. Ο ίδιος υποστηρίζει ότι σε όλη του ζωή κινήθηκε και έδρασε έτσι, ώστε να ωφελεί το γένος. και επομένως και τώρα, μέσα από την ενασχόλησή του με την τυπογραφία της Κέρκυρας, προσδοκά να φανεί χρήσι­μος στους Έλληνες.48
Είναι, άλλωστε, προφανής η σημασία αυτής της ενέργειας για την ίδρυση ενός εκδοτικού συγκροτήματος στην Κέρκυρα, η λει­τουργία του οποίου θα συνιστούσε παράλληλα την τεχνική / υλική προϋπό­θεση για το Διαφωτισμό και πρέπει να ήταν τότε πραγματοποιήσιμη μια τέτοια πρόταση. Δε γνωρί­ζουμε, όμως, ποια ήταν η ανταπόκριση της Επτανήσου Πολι­τείας. Μπορούμε, πάντως, βάσιμα να υποθέσουμε ότι θα ήταν αρνητική, καθώς, σύμφωνα με τις υπάρχουσες πληροφορίες, ο Πούλιος ούτε δικό του τυπογρα­φείο ίδρυσε, ούτε εργάστηκε ποτέ ως τυπογράφος στην Κέρκυρα.49
Αλλά και θέσεις του Ρήγα θα περάσουν σε κείμενα Επτανησίων εκείνης της εποχής. Οι αντιλήψεις του γύρω από την αναγκαιότητα της εκπαίδευσης σε όλους τους πολίτες ανεξάρτητα από το φύλο («ὅλοι χωρὶς ἐξαίρεσιν ἔχουν χρέος νὰ ἠξεύρουν γράμματα. Ἡ πατρὶς ἔχει νὰ καταστήσῃ σχολεῖα εἰς ὅλα τὰ χωρία διὰ τὰ ἀρσενικὰ καὶ τὰ θηλυκὰ παιδὶα», άρθρο 22 από Τα δίκαια του Ανθρώπου),50 έχουν αφομοιωθεί από τους φι­λελεύθερους Επτανήσιους. Έτσι τώρα, γίνεται λόγος για συγκρότηση ενός οργανωμένου συστήματος εκπαίδευ­σης, που θα προσφέρεται σε όλα τα κοινωνικά στρώματα ακόμη και στην ύπαι­θρο με τη μέριμνα του κράτους, μακριά από τις προηγούμενες ταξικές διακρί­σεις.51 Σημειώνουμε επίσης ότι οι Επτα­νήσιοι νοτάριοι εκείνης της εποχής αλλά και τα επίσημα ή ιδιωτικά έγγραφα φέρουν ως προμετωπίδα τις λέξεις «Ελευ­θερία – Ισότης», όπως και ο Ρήγας είχε χρησιμοποιήσει τις ίδιες λέξεις ως προ­μετωπίδα στο Θούριό του. Χρησιμοποιείται, επίσης, ο όρος «πο­λίτης» και συ­χνά αναγράφονται οι ημερολογιακές ενδείξεις «πρῶτος χρόνος τῆς ἐλευθερίας τῶν Ἑλλήνων» ή «ἔτος πρῶτο τῆς ἰονικῆς ἐλευθερίας» (στα ελ­ληνικά ή στα ιτα-λικά). Όλα αυτά προφανώς στοχεύουν στην προβολή της φι­λελεύθερης ιδεολο-γίας του Διαφωτισμού και της έννοιας του έθνους και καλλι­εργούν την εθνική συνείδηση και τα πατριωτικά αισθήματα των Επτανησίων.
Σε αυτή, λοιπόν, τη φάση των πολιτικο-ιδεολογικών ζυμώσεων και των πολιτειακών μεταβολών των Επτανήσων η επίδραση του Ρήγα έπαιξε ουσια­στικό ρόλο μαζί με την παρουσία και δραστηριότητα του συνεργάτη του Χρ. Περραιβού. Κι αυτή η επίδραση διαπιστώνεται από την απήχηση που είχαν στους Ιόνιους το διαφωτιστικό έργο του Ρήγα και κυρίως τα επαναστατικά άσματά του καθώς και των άλλων, Περραιβού, Μαρτελάου κ.λ.π., που επηρεά­στηκαν από του Θεσσαλού επαναστάτη το στίχο. Αλλά και το Σύνταγμα του 1803 της Επτανήσου Πολιτείας εμπεριέχει αντιλήψεις, διατυπώσεις και διατά­ξεις που παραπέμπουν στα συνταγματικά κείμενα του Ρήγα.
Το 1803 με τη σύμφωνη γνώμη των δύο επικυρίαρχων της Επτανήσου Πολιτείας Δυνάμεων θα ξεκινήσει και θα ολοκληρωθεί η σύνταξη και η ψήφιση νέου συνταγματικού χάρτη,52 με κύριο συντάκτη – εισηγητή του σχεδίου αλλά και της Εισηγητικής Έκθεσης, τον Κεφα­λονίτη Ιωάννη Φραγκίσκο Τζουλάτη, ένθερμο θιασώτη των φιλελεύθερων αρ­χών.53 Τόσο στην Έκ­θεση όσο και στο ίδιο το συνταγματικό κείμενο54 αποτυπώνονται καθαρά τέσ­σερις φιλοσοφικές και ιδεολογικές συντεταγμένες, εκείνες του αντιξενοκρατι­σμού, του αντιαρι­στοκρατισμού, του φιλελευθερισμού και του αστικοδημο­κρατισμού. Είναι δη­λαδή έκδηλοι οι πολιτικο-κοινωνικοί, φιλελεύθεροι και δη­μοκρατικοί προσα­νατολισμοί και στόχοι, που διατρέχουν όλες τις διατάξεις του συντάγματος του 1803, τεκμηριώνοντας έτσι τις ισχυρότατες επιδράσεις στην Εισηγητική Έκθεση και στο Σύνταγμα των αρχών γενικά του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, ειδικό­τερα του Νεοελληνικού και συγκεκριμένα των διακηρύξεων του Ρήγα και του Συντάγματός του. Διότι ο Τζουλάτης, γνώστης των ιδεολογικών ζυμώσεων της εποχής του και παρών στις πολιτειακές μεταβολές του τόπου του, δεν μπορεί να μη γνώ­ριζε τη σκέψη και το έργο του Ρήγα, τα οποία άλλωστε είχε κάνει γνω­στά στον ιόνιο χώρο ο Χρ. Περραιβός.
Στο άρθρο 4 του Συντάγμα­τος αναγράφεται: «Ἡ Γραικικὴ Ὀρθόδοξος Πίστις ἐστὶν ἡ κυριεύουσα Θρησκεία τῆς Ἐπικρατείας. Ἡ Καθολικορωμάνα Θρησκεία ἐστὶ δεκτὴ καὶ προστατευο­μένη. Ἅπασα ἄλλη Λατρεία ἐστὶν ἀνεκτὴ».55 Είναι προφανές ότι εδώ γίνεται λό­γος για το δικαίωμα της ανεξι­θρησκίας ή της θρησκευτικής ανοχής – αρχές αναμφισβήτητα του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού. Έχουμε την πεποίθηση ότι ο Τζουλάτης θα είχε γνωρίσει τις ιδέες του Βολταίρου περί θρησκευτικής ανοχής και ανεξιθρησκίας κατά την εποχή των σπουδών του στην Πάντοβα56 οπωσδήποτε πάντως αργότερα, όταν είχε επιστρέψει στα Επτάνησα, οπότε ήδη είχαν διαχυθεί αυτές στον ελλαδικό χώρο.57 Ο ίδιος, λοιπόν, ως ο κατεξοχήν συνταγματικός νομοθέτης, ήταν σε θέση να γνωρίζει τη σημασία που θα είχε για την επτανησιακή κρατική υπό­σταση η θέσπιση αυτού του δικαιώματος. Τα Ιόνια νησιά φιλοξενούσαν χρι­στιανούς διαφόρων αποχρώσεων (π.χ. ορθόδοξοι, καθολικοί) αλλά και ετερό­θρησκους (π.χ. Εβραίοι) και έπρεπε, και για λόγους πρακτικούς, να συμβιώ­σουν αυτοί οι πληθυσμοί. Η διασφάλιση της θρησκευτικής ανοχής ισχυροποι-ούσε το σεβασμό της διαφορετικότητας, περιόριζε το θρησκευτικό φανατισμό, οδη­γούσε στην πνευματική και πολιτική ελευθερία και δημιουργούσε τις προϋ-πο­θέσεις για κοινωνική γαλήνη και γενικότερη πρόοδο.
Ωστόσο, ο ίδιος ο Τζουλάτης είναι σίγουρο ότι θα γνώριζε ότι λίγα χρό­νια πριν, το 1797, ο Ρήγας στο άρθρο 2 του δικού του «Συντάγματος της Ελλη­νικής Δημοκρατίας» υπογράμ­μιζε ότι πολίτης της «Ελληνικής Δημοκρατίας» μπορεί να είναι «ὁ εἰς τὸ βασί­λειον τοῦτο κατοι­κῶν χωρὶς διάκρισιν θρη­σκείας».58 Η διάταξη αυτή δεν υπήρχε στο γαλλικό Σύ­νταγμα του 1793, το οποίο ο Ρήγας ελεύθερα μετέφραζε, αλλά ο Έλληνας διαφωτιστής και επανα­στάτης, γνώστης της πολιτικής και κοινωνι­κής κατά­στασης των Βαλκανίων, αποφαινόταν ότι η θρησκευτική πίστη δεν έπρεπε να θεωρείται κριτήριο, για να είναι κανείς πολίτης της Παμβαλκανικής «Δημοκρατίας» που οραμα­τιζόταν. Χωρίς, λοιπόν, να αποκλείεται να είχε γνωρίσει ο Τζουλάτης τις ιδέες του Βολ­ταίρου περί θρησκευτικής ανοχής, εμείς πιστεύουμε ότι το συνταγματικό κεί­μενο του Ρήγα μαζί με τον πρόσφατο μαρτυρικό του θάνατο κατεύθυναν το συντάκτη του Συντάγμα­τος του 1803 στην υιοθέτηση του δικαιώματος της ανε­ξιθρησκίας ή θρησκευτι­κής ανοχής.
Εκτός από το παραπάνω δικαίωμα, το Σύνταγμα του 1803 έχει προχω­ρήσει στην καθιέρωση κι άλλων σημαντικών ατομικών δικαιωμάτων, γεγονός που πάλι τεκμηριώνει την επίδραση των αρχών γενικά του ευρωπαϊκού Δια­φωτισμού και ειδικά των πολιτικών κειμένων του Ρήγα. Με το άρθρο 211 θεμε­λιώνεται η παροχή δημόσιας εκπαίδευσης (πρβλ. άρθρο 22 από Τα δίκαια του Ανθρώπου), με το άρθρο 193 προστατεύεται η ατομική ιδιοκτησία («Η Κατά­στασις εγγυάται το αβίαστον των κτημάτων» - πρβλ. άρθρα 2 και 192 από Τα δίκαια του Ανθρώπου) και με το άρθρο 143 κατοχυρώνεται η ισονομία (πρβλ. άρθρο 3 από Τα δίκαια του Ανθρώπου). Επίσης, με τα άρθρα 144-149 και 156-159 κατοχυρώνονται τα ατομικά δικαιώματα της διαγωγής των κρατικών ορ-γάνων και υπηρεσιών απέναντι σε συλληφθέντες, κατηγορούμενους ή φυλακι­σμένους (πρβλ. άρθρα 10-13) από Τα δίκαια του Ανθρώπου). Στο σημείο αυτό επιβάλλεται να αναδειχθεί η συνταγματική διάταξη, που κατοχυρώνει τη μη α-ναδρομικότητα ισχύος των νόμων, ακριβώς για να περιφρουρήσει την ανεμπό-διστη δραστηριότητα των πολιτών και να ανατρέψει κάθε μορφής πολιτική εκδίκηση και κατάχρηση εξουσίας. Στο άρθρο 206 αναγράφεται «Ουδείς Νόμος δύναται έχειν αποτέλεσμα οπισθόδρομον». Είναι πολύ πιθανό ο Τζουλάτης να γνώριζε το έργο Περί αμαρτημάτων και ποινών του C. Beccaria,59 (στο οποίο πρωτοδιατυπώθηκε αυτή η αρχή), είτε από το πρωτότυπο είτε από τη μετά­φραση του Α. Κοραή πριν από ένα χρόνο (1802),60 αλλ’ οπωσδήποτε δε θα αγνοούσε τη σχετική διάταξη από Τα δίκαια του Ανθρώπου του Ρήγα (άρθρο 14).
Το φιλελεύθερο κλίμα, που διαμόρφωνε το Σύνταγμα του 1803 στο πλαί-σιο της κατοχύρωσης των ατομικών δικαιωμάτων κάτω από την επίδραση του Διαφωτισμού και ειδικότερα των αντιλήψεων και των κειμένων του Ρήγα, δια-πιστώνεται και από τα οριζόμενα στα άρθρα 12 και 13, όπου καταγράφο­νται οι προϋποθέσεις πολιτογράφη­σης ενός ξένου ως πολίτη της Επτανήσου Πο-λιτείας. Συγκεκριμένα, στη δεύτερη παρά­γραφο του 13ου άρθρου αναφέρε­ται ότι ένας «ξένος» μπορεί να γίνει πολίτης «μετά πέντε ἔτη συνεχοῦς οἰκήσεως ἐν τῇ γῇ τῆς Πολιτείας […] δι’  ὑπερβαλούσης μαθήσεως ἐν ταῖς ἐπι­στήμαις καὶ τέχναις». Με τη διάταξη αυτή αναγνωρίζεται η καταλυτική σημα­σία της επι­στήμης, της τεχνικής και της τεχνολογίας στην πρόοδο του κράτους, γι’ αυτό και επιζητεί άξιους φορείς αυτών των κλάδων για την αναβάθμιση της επτανη­σιακής κοινωνίας. Παρόμοια διάταξη συναντάμε και στο Σύνταγμα του Ρήγα, άρ­θρο 4: «Κάθε ξένος, τὸν ὁποίον ἡ Διοίκησις στοχάζεται πὼς εἶναι ἄξιος κά­τοικος τῆς πατρίδος, ἤγουν καθὼς ἕνας καλὸς τεχνίτης, ἕνας προκομμένος διδά-σκαλος, ἕνας ἄξιος πατριώ­της, εἶναι δεκτὸς εἰς τὴν πατρίδα καὶ ἠμπορεῖ νὰ με-τέρχεται ἰσοτίμως τὰ δίκαια, ὁπού καὶ ὅλοι οἱ συμπολῖται». Κι ακόμη: «Ἕνας ξένος φιλόσοφος ἢ τεχνίτης Εὐρωπαῖος, ὁπού ἀφήσῃ τὴν πα­τρίδα του καὶ ἔλθῃ νὰ κατοικήσῃ εἰς τὴν Ἑλλάδα, μὲ σκοπὸν νὰ μεταδώσῃ τὴν σοφίαν του ἤ τὴν τέχνην του, ὄχι μόνον θεωρεῖται ὡς καθαυτὸ πολίτης, ἀλλὰ καὶ μὲ δημόσια ἔξο-δα νὰ τῷ ἐγείρεται ἕνας ἀνδριὰς μαρμαρένιος μὲ τὰ παρά­σημα τῆς διδασκαλίας ἢ τῆς τέχνης του, καὶ ὁ πλέον σοφὸς ἑλληνικὸς κάλαμος νὰ γράφῃ τὴν ἱστορίαν τῆς ζωῆς του». Πολίτης, επίσης, της Επτανήσου Πολιτείας μπορεί να γίνει ένας «ξένος» «διὰ κτήματος ἀγροτικοῦ ἀξιολόγου ἐν τοῖς Νήσοις, διω­ρισμένου ὑπὸ τοῦ νόμου, […] διὰ γάμου μετὰ τινος τῶν ἑπτανήσων γυναικῶν» (άρθρο 13). Αλλά παρόμοια έχει διατυπώσει και ο Ρήγας στο άρθρο 4 του Συ­ντάγματός του. Επιπλέον, το Σύνταγμα του 1803 στο 12ο άρθρο προβλέπει πο­λιτογραφή-σεις «ξένων» «δι’ οἰκή­σεως συνεχοῦς ἐπὶ δέκα ἔτη ἐν τῇ γῇ τῆς Πολι­τείας, διὰ τι-νος περιβλέπτου ὑπουργήμα­τος πρὸς τὴν Ἐπικράτειαν, διὰ τῆς εἰ­σαγωγῆς τέχ-νης τινος ἐπωφελοῦς εἰ καὶ βαναύσου, διὰ καταστήματος μεγάλου συντεχνίας ἢ ἐμπορίας». Και στην περίπτωση των πολιτο­γραφήσεων το Σύ­νταγμα του Θεσ-σαλού διαφωτιστή με τις σχετικές διατάξεις είχε υπόψη του ο κύριος συντά-κτης – εισηγητής του σχεδίου του Συντάγματος του 1803 Τζουλά­της.
Γενικότερα, πάντως, με το Σύνταγμα του 1803 η Επτάνησος Πολιτεία «διοργα­νωνόταν και λειτουργούσε ως ενιαία οντότητα σε πρωτοποριακές, φι­λελεύθερες και δημοκρατικές στέρεες βάσεις και αρχές», οι οποίες πέντε χρόνια μετά το θάνατο του Θεσσαλού διαφωτιστή και επαναστάτη και είκοσι περίπου χρόνια πριν από την Επα­νάσταση του 1821 «την καθιστούσαν μια πρωτοπορι­ακή για την εποχή της Δημοκρα­τία σε πανευρωπαϊκό επίπεδο».61 Οι αρχές και οι θεσμοί που καθιερώνονταν καθι­στούσαν το Σύνταγμα του 1803 «αστικό-φι­λελεύθερο, το πρώτο στη νεοελληνική ιστορία»62 – απόδειξη αναντίρρητη της φιλελεύθερης – δημοκρατικής ωριμότητας των Επτανησίων, που ήταν αποτέλε­σμα του συνδυασμού της βραχύβιας παρουσίας των δημοκρατικών Γάλλων στο Ιόνιο (1797-1799), της διάχυσης των ιδεών του ευρωπαϊκού και νεοελληνικού Διαφωτισμού στον ίδιο χώρο με ισχυρή την επίδραση των διαφωτι­στικών – επαναστατικών κειμένων του Ρήγα, όπως παραπάνω δείξαμε.
Παρά το ότι το προοδευτικό εκείνο Σύνταγμα δεν επικυρώθηκε από την επι­κυρίαρχη δύναμη της Επτανήσου Πολιτείας, την τσαρική Ρωσία,63 οι πρω­τοποριακές για την εποχή τους αρχές και διατάξεις της Εισηγητικής Έκθεσης και του Συντάγματος του 1803 μαζί με τη σκέψη και το έργο του Ρήγα δεν έχα­σαν την αξία τους. Άσκησαν ευεργετικά τις επιδράσεις τους στους μετέπειτα αγώνες των Επτανησίων κατά τη διάρκεια της Αγγλοκρατίας και μπόλιασαν γόνιμα και αποτελεσματικά την ιδεολογία και την πολιτική πράξη του Επτα­νησιακού Ριζοσπαστισμού.
Συμπερασματικά, πάντως, σε αυτή την περίοδο (1797-1807) των πολι­τειακών μεταβολών των Επτανήσων η επίδραση των πολιτειακών αντιλήψεων και του πολιτι­κού στοχασμού του Ρήγα Βελεστινλή αποδεικνύεται ουσιαστική. Αυτή την περίοδο, που ευρύτερα κοινωνικά στρώματα του επτανησιακού πλη­θυσμού έχουν γίνει δεκτικά στην ευρωπαϊκή φιλελεύθερη ιδεολογία αποδεχό­μενα ευνοϊκά τις ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης και ζητούν την κατοχύρωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στον τόπο τους, η συνειδητή πρόσληψη, απο­δοχή και εφαρμογή του πολιτικού στοχασμού του Ρήγα παίζει καταλυτικό ρόλο στη στροφή του 18ου  προς το 19ο αιώνα στα Επτά­νησα, σε ένα χώρο δη­λαδή που διέθετε κοινά σημεία αναζητήσεων και προβληματι­σμών από τους προηγούμενους αγώνες πρωτοπόρων κοινωνικών ομάδων του νησιώτι­κου πλη­θυσμού.



ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1.      Για τις ρίζες, τις επιρροές, το ξεκίνημα, την άνδρωση και την εξέλιξη του επτανησια­κού ριζοσπαστισμού βλ. Γιώργος Αλισανδράτος, Επτανησιακός Ριζο­σπαστισμός. Σχέδιο για δοκίμιο Πολιτικής Ιστορίας, έκδοση Εταιρείας Κεφαλλη­νια­κών Ιστορικών Ερευνών, Αργοστόλι 2006 και το υπό έκδοση από το Σύνδεσμο Φι­λολόγων Κεφαλονιάς – Ιθάκης βιβλίο του Σπύρου Λουκάτου, Η Πολιτική Σχολή των Ριζοσπαστών.
2.      Βλ. Γεώργιος Λεοντσίνης, Ζητήματα Επτανησιακής Κοινωνικής Ιστορίας, εκδ. Το­λίδη, Αθήνα 1991, σσ. 434-435. «Δεν ήτο ποιητής ο Ρήγας. ήτο άνθρωπος της ενερ­γείας», διαβάζουμε χαρακτηριστικά στο Juliette Lamber, Οι σύγχρονοι Έλληνες ποιηταί, ήτοι Μελέτη περί της Νεωτέρας Ελληνικής Ποιήσεως, μτφρ. Φ. Δημη­τριάδου, εν Φιλιππουπόλει 1887, σ. 173.
3.      Βλ. Πασχάλης Κιτρομηλίδης, Η Γαλλική Επανάσταση και η Νοτιοανατολική Ευ­ρώπη, εκδ. Διάττων [Αθήνα 1990], σ. 129.
4.      Βλ. Ερμ. Λούντζης, Η Ενετοκρατία στα Εφτάνησα [= Περί της πολιτικής καταστά­σεως της Επτανήσου επί Ενετών, Αθήναι 1856], εκδ. Κάλβος, Αθήνα 21969.
5.      Βλ. ό.π., σσ. 105-106: «[…] ἡ Ἐνετικὴ Πολιτεία ἤθελε νὰ ἐγείρῃ εἰς τάς ὑπ’ αὐτὴν ὑποκει­μένας χώρας ὄχι μόνον παθητικήν, ἀλλὰ καὶ ἐνεργητικὴν ὑπακοήν, ὥστε […] διὰ τῆς προαιρέσεως τῶν ὑπηκόων νὰ στερεώσῃ τὴν ἐξουσίαν αὐτῆς».
6.      Βλ. Γεώργιος Ζώρας, «Η ιστορία και η κοινωνική και πνευματική κατάστασις εν Επτανήσω (Από Ενετοκρατίας μέχρι σήμερον)», Ελληνική Δημιουργία, τόμ. 12, τχ. 135, 1 Σεπτ. 1953, (Αφιέρωμα στα Επτάνησα), σσ. 335, 337.
7.      Για τη γαλλική κατοχή των Επτανήσων (1797-1799) βλ. Ερμ. Λούντζης, Τα Επτά­νησα επί Γάλλων δημοκρατικών 1797-1799, μτφρ. Α. Λούντζη – Νικοκάβουρα, Κέρκυρα 1971. Π. Χιώτης, Ιστορικά Απομνημονεύματα, τόμ. 3, εν Κερκύρα 1863, σσ. 534-729. Γερ. Μαυρογιάννης, Ιστορία των Ιονίων Νήσων αρχομένη τω 1797 και λήξασα τω 1815, τόμ. Α΄, εν Αθήναις 1889, σσ. 47-261. Εμμ. Ροδοκανάκης, Ο Βο­ναπάρτης και αι Ιόνιοι Νήσοι, μτφρ. Ν. Ζωηρού Πασσά, Κέρκυρα 1937.
8.      Βλ. Ερμ. Λούντζης, ό.π., σ. 77, όπου παραπέμπει στην «Επίσημη και εμπιστευτική ανέκδοτη αλληλογραφία του Ναπολέοντα: ο Γάλλος στρατηγός σε επιστολή του, τον Αύγουστο του 1797, προς το Διευθυντήριο επισήμαινε: «Τα νησιά της Κέρκυ­ρας, της Ζακύνθου και της Κεφαλληνίας έχουν περισσότερο ενδιαφέρον για μας, παρά όλη η Ιταλία. […] Η κατοχή των νησιών αυτών θα μπορούσε να μας βοηθήση να την συγκρατήσουμε [την Οθωμανική Αυτοκρατορία], καθ’ όσον θα μας ήταν δυνατόν. Ή αλλοιώτικα να πάρουμε απ’ αυτήν το μερίδιό μας».
9.      Βλ. τη διακήρυξη του Gentili στην ιταλική γλώσσα στο Σπ. Μ. Θεοτόκης, Αναμνηστι­κόν τεύχος της Πανιονίου Αναδρομικής Εκθέσεως, Μέρος Β΄, Δημο­κρατούμενοι Γάλλοι, Κέρκυρα 1917, σ. 214. Φωτοτυπία της, από το μοναδικό αντί­τυπο της Γεννάδειας Βιβλιοθήκης, στην ελληνική αλλά και στη γαλλική και την ιταλική βλ. Δ. Πετρακάκος, Κοινοβουλευτική Ιστορία της Ελλάδος, τόμ. Α΄, Αθή­ναι 1935, σσ. 114-115: «[…] Ἂς ἀναβλαστήσουν εἰς Ἐσᾶς οἱ ἀρετὲς τῶν Προγόνων σας ! Ἀποδώσατε εἰς τὸ ὄνομα τῶν Ἑλλήνων τὴν πρώτην του λαμπρότητα καὶ δό­ξαν, κάμνοντες νὰ ἀποκτήσῃ πάλιν τὴν παλαιάν του δύναμιν καὶ ἐνέγειαν ! […] Ἡ Φράντζα θέλει διαφενδεύει καὶ φυλάττει μὲ ὅλην τὴν δύναμιν τὰ Δίκαια ὁπού ἐσεῖς ἔχετε. […] Σᾶς ὑπόσχομαι ἐξ ὀνόματος τοῦ Γενεράλη Βοναπάρτε καὶ τῆς Ρε­πούβλικας τῶν Φραντζέζων, ἡ ὁποία εἶναι φυσικὴ σύμμαχος καὶ βοηθὸς ὁλωνῶν τῶν ἐλευθέρων λαῶν, μεγάλες καὶ ἐπίσημες εὐεργεσίες. […]». Πρβλ. Π. Χιώτης, ό.π., σσ. 572-573.
10.  Ο Αντώνιος Κορωνιός (1771-1798), λόγιος έμπορος από τη Χίο, δραστηριοποιού­ταν εμπορικά στην Τεργέστη και τη Βιέννη. Είχε συγγραφικό έργο και συνδέθηκε με το Ρήγα και ως προς το φωτισμό του Γένους και ως προς την προετοιμασία για την εθνική απελευθέρωση. Συνελήφθη μετά το Ρήγα, για να οδηγηθεί τελικά στο θάνατο. Βλ. γι’ αυτόν Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Ρήγα Βελεστινλή Θετταλού, Αθήνα 1998, σσ. 99-100. Αθηνά Κ. Ζαχαρού – Λουτράρη, Οι Χίοι εθνομάρτυρες Ευστράτιος Αργέντης και Αντώνιος Κορωνιός, Χίος 1998.
11.  Βλ. E. Legrand, «Ανέκδοτα έγγραφα περί Ρήγα Βελεστινλή», μτφρ. και σημειώσεις Σπ. Λάμπρου, Δελτίον Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος, τόμ. Γ΄, σ. 691.
12.  Έγραφε μεταξύ άλλων η Εφημερίς (3/14 Ιουλίου 1797): «Ἐφάνησαν εἰς διαφόρων χεῖρας μανιφέστα ρωμαϊκὰ πρὸς τοὺς Κορφιάτας καὶ τοὺς ἐγκατοίκους ἄλλων νη­σίων, τοὺς ὁποίους […] παρακινούσιν ἵνα ἐγνωρίσουσι τὴν γλυκύτητα τῆς Ἐλευθε­ρίας καὶ νὰ ἐξυπνήσουσιν ἀπὸ τὸν λήθαργον ὁπού τοὺς ἐπιφορτίζει τάς κεφαλάς. Οἱ δὲ Γάλλοι, οἱ ὑπερασπισταὶ τῆς Ἐλευθερίας, θέλουν δώσει χεῖρα βοηθείας εἰς ἀνάστασιν τῶν πεπτωκότων», Λ. Βρανούσης, «Η σημαία, το εθνόσημο και η σφρα­γίδα της “Ελληνικής Δημοκρατίας” του Ρήγα», Δελτίον Εραλδικής και Γενεαλογι­κής Εταιρίας Ελλάδος, τόμ. 8 (1992), σσ. 349-350.
13.  Ο ακριβής τίτλος της μετάφρασης του τέταρτου τόμου είχε ως εξής: Νέος Ανάχαρ­σις. Τόμος τέταρτος. Μεταφρασθείς, τα μεν 32, 33 και 34 Κεφάλαια, παρά του Γε­ωργίου Βεντότη Ζακυνθίου. Τα δε 35, 36, 37, 38 και 39 παρά του Ρήγα Βελεστινλή Θετταλού. Διορθωθείς και εκδοθείς παρ’ αυτού. Εν Βιέννη 1797. Για την αξία του έργου αυτού και τη μετάφρασή του βλ. Ρήγα Βελεστινλή Άπαντα τα σωζόμενα, έκδοση Βουλής των Ελλήνων, Γενική επιμέλεια Πασχάλης Κιτρομηλίδης, τόμ. Δ΄, εισαγωγή – επιμέλεια – σχόλια Άννα Ταμπάκη, Αθήνα 2000, «Εισαγωγή», σσ. 11-87.
14.  Για το Γεώργιο Βεντότη (ή Βενδότη) (π. 1757-1797) βλ. Νικόλαος Κατραμής (αρχιεπί­σκοπος Ζακύνθου), Φιλολογικά Ανάλεκτα Ζακύνθου, εν Ζακύνθω 1880, φωτοαναστατική έκδοση από την Ιερά Μητρόπολη Ζακύνθου και Στροφάδων, 1997, σσ. 420-423. Ρήγα Βελεστινλή Άπαντα τα σωζόμενα, ό.π., σσ. 67-75.
15.  Είναι χαρακτηριστική ως προς αυτή τη σκοπιμότητα η άποψη των αυστριακών ανακριτικών αρχών: υποστήριζε (Δεκ. 1797) ο Αυστριακός υπουργός Αστυνομίας: «Αν και το βιβλίον ταξείδια του Αναχάρσιδος εις την γαλλικήν και εις την γερμα­νικήν μετάφρασιν δεν είναι απηγορευμένον, εν τούτοις άλλως έχει ως προς την ελ­ληνικήν μετάφρασιν, η οποία φαίνεται ότι είναι προωρισμένη μόνον προς τούτο, να εξεγείρη δηλαδή το πνεύμα της ελευθερίας εις τους Έλληνας. Δια τούτο έδωκα εντολήν εις την Αστυνομίαν να κατάσχουν όλα τα είδη τυπωμένα ή ακόμη τυπού­μενα μέρη του βιβλίου τούτου», Κων. Άμαντος, Ανέκδοτα έγγραφα περί Ρήγα Βε­λεστινλή, Αθήναι 1930, φωτομηχανική έκδοση από την Επιστημονική Εταιρεία Μελέτης Φερών – Βελεστίνου – Ρήγα, επιμ. Δημ. Καραμπερόπουλου, Αθήνα 1997, σ. 35.
16.  Μέχρι τότε, παρά τα όσα έχουν γραφτεί για μυστικές συνεννοήσεις του Ρήγα με τον Ναπολέοντα και για ανταλλαγές επιστολών μεταξύ των δύο ανδρών, ο Έλλη­νας πατριώτης δεν είχε ποτέ και καμιά άμεση επαφή με το Γάλλο αρχιστράτηγο. Βλ. την τεκμηριωμένη γι’ αυτό το ζήτημα θέση του Απ. Δασκαλάκη, Ρήγα Βελε­στινλή, Επαναστατικά σχέδια και μαρτυρικόν τέλος, εκδ. Βαγιονάκη, Αθήναι 1979, σσ. 65-71.
17.  Βλ. ό.π., σσ. 71-72.
18.  E. Legrand, ό.π., σσ. 64-65: «[…] ἔγραψεν [όπως είπε ο Ρήγας] ἐξ ὀνόματος πάντων τῶν Ἑλλήνων, κατὰ τὸν Ἰούλιον παρελθόντος ἔτους  [δηλ. του 1797] […] ὅλην αὐτῇ χειρὶ γραφεῖσαν πρωτότυπον ἐπιστολὴν πρὸς τὸν ἐν Τεργέστῃ Πρόξενον τῆς Γαλ­λίας, ἢν ἀπέστειλε πρὸς τὸν Κορωνιόν, ὅπως ἐγχειρισθῇ εἰς τὸν πρὸς ὅν ὄρον. Λέ­γει δὲ [ο Ρήγας] ὅτι τὸ οὐσιῶδες περιεχόμενον τῆς ἐπιστολῆς ταύτης πρὸς τὸν Πρό­ξενον ἐνέχει τὴν παράκλησιν πάντων τῶν Ἑλλήνων πρὸς αὐτόν, ὅπως ἐνεργήσῃ παρὰ τῷ στρατηγῷ  [= Βοναπάρτῃ] τῷ ἔχοντι τὴν διοίκησιν τῆς ἐν Ἰταλίᾳ γαλλικῆς στρατιᾶς καὶ παρακαλέσῃ αὐτὸν νὰ παράσχῃ βοήθειαν πρὸς ἀπελευθέρωσιν αὐ­τῶν. ἐν ἧ δὲ περιπτώσει ἔμελλε νὰ παρασχεθῇ εἰς αὐτοὺς βοήθεια, θὰ λάβῃ εἷς τῶν Ἑλλήνων τὴν ἐντολὴν νὰ διαμένῃ παρὰ τούτῳ τῷ ἥρωι, ὅπως διατηρῇ τὴν μεταξὺ αὐτῶν ἀλληλογραφίαν […]».
19.  Για όλα αυτά βλ. δική μας παραπάνω σημ. 7. Αξίζει στο σημείο αυτό ν’ αναφερ­θούν κάποιες πρωτόγνωρες για τα δεδομένα των Επτανήσων – και όχι μόνο – αποφάσεις και προτάσεις του ιακωβίνειου «Συνταγματικού Συλλόγου» Κεφαλο­νιάς: νέα κτηματική διαίρεση του νησιού «δι’ ἀφαιρέσεως τῶν κτημάτων ἐκ τῶν πλουσίων» και ισομερής διανομή κτημάτων σε όλους τους ακτήμονες (βλ. Π. Χιώ­της, ό.π., σ. 593), καθώς και κατάργηση της χριστιανικής θρησκείας, επειδή «ἐφαί­νετο ἀνάρμοστος πρὸς τάς νέας πολιτικάς ἀρχὰς», επαναφορά της αρχαίας ελληνι­κής θρησκείας και ανασύσταση («ἀνακαίνισις») των Ολυμπιακών Αγώνων (βλ. ό.π., και Γ. Μαυρογιάννης, ό.π., σ. 92)
20.  Ο Χριστόφορος Περραιβός (- 1862), από τους πιστούς συνεργάτες του Ρήγα, αφού διέφυγε τη φυλάκιση και εκτέλεση μετά τη σύλληψή του στην Τεργέστη, διέθεσε τον εαυτό του στον εθνικό αγώνα. Διέδωσε το έργο και το όραμα του Ρήγα, συμ­μετείχε στα πεδία των μαχών της Επανάστασης και τιμήθηκε για την προσφορά του μετά την απελευθέρωση. Βλ. γι’ αυτόν και τη δράση του Άπαντα Χριστοφόρου Περραιβού, επιμ. Μ. Παπαϊωάννου, εκδ. Σεφερλή, Αθήναι 1956. Α. Δασκαλάκης, «Ρήγας και Περραιβός», Παρνασσός, τόμ. Δ΄ (1962).
21.  Ο ίδιος ο Περραιβός αναφέρει στο έργο του Σύντομος βιογραφία του αοιδίμου Ρήγα Φεραίου του Θετταλού, εν Αθήναις 1860, ανατύπωση από το Βιβλιοπωλείο Ν. Καραβία, Αθήναι 1973, σ. 29, ότι ο Ρώσος αξιωματικός, που τον συνόδευσε στο γαλλικό προξενείο της Τεργέστης, για να ζητήσει την προστασία του μετά τη σύλ­ληψή του το 1797 ήταν κεφαλονίτικης καταγωγής, ο Γαβριήλ Παλατίνος. Πρβλ. Ηλίας Τσιτσέλης, Κεφαλληνιακά Σύμμικτα, τόμ. Α΄, εν Αθήναις 1904, σ. 498.
22.  Βλ. Ε. Λούντζης, ό.π., σσ. 114-115.
23.  Σύμφωνα με τον ίδιο τον Περραιβό, Σύντομος βιογραφία…, ό.π., σ. 39.
24.  Βλ. Θούριος, ήτοι Ορμητικός Πατριωτικός Ύμνος πρώτος, εις τον ήχον: Μία προ­σταγή μεγάλη, Από την του Γένους Τυπογραφίαν, εν Κερκύρα χ.χ. Πρόσφατα, τα τρία έντυπα των τραγουδιών της Κέρκυρας του 1798, ανατυπώθηκαν φωτομηχα­νικά στην έκδοση Επαναστατικά τραγούδια του Ρήγα και ο Ύμνος στον Μπονα­πάρτε του Περραιβού. Η έκδοση της Κέρκυρας (1798), επιμέλεια Κ. Λάππα, έκ­δοση Κέντρου Ερεύνης του Μεσαιωνικού και Νέου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών, Αθήνα 1998. Βλ. επίσης Α. Δασκαλάκης, ό.π., σσ. 424-427, όπου γίνεται κριτική παρουσίαση των όσων σχετικά με αυτή την ανατύπωση έχει γράψει ο ίδιος ο Χρ. Περραιβός στη Βιογραφία και τα Απομνημονεύματά του, καθώς και Λ. Βρα­νούσης, «Θούρια του Ρήγα (τυπωμένα το 1798) και χειρόγραφα του Βηλαρά», Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών, τόμ. 56 (1981), σσ, 299-312, όπου επιπλέον εν­διαφέρουσες πληροφορίες για το όλο θέμα.
25.  Βλ. Άπαντα των Νεοελλήνων Κλασσικών. Ρήγας Βελεστινλής Φεραίος, επιμ. Λ. Βρανούσης, Αθήνα [1968], τόμ. Β΄, σ. 679. Απ. Δασκαλάκης, «Ο Θούριος του Ρήγα εις το αρχαιότερον σωζόμενον χειρόγραφον», Δελτίον της Ιστορικής και Εθνολο­γικής Εταιρείας της Ελλάδος, τόμ. 16 (1962), σσ. 370-383. Λ. Ι. Βρανούσης, «Ένα περιζήτητο Κερκυραϊκό Χειρόγραφο: Ο κώδικας της Αλληλογραφίας του Περραι­βού», Πρακτικά Γ΄ Πανιονίου Συνεδρίου, τόμ. Α΄, Αθήνα 1967, σσ. 47-57.
26.  Βλ. Το Σύνταγμα και ο Θούριος του Ρήγα. Το αρχικό και το τελικό κείμενο, Κρι­τική έκδοση Ε. Σ. Στάθη, Αθήνα 1996, και ειδικότερα σσ. 183-224 (= Νέα Πολιτική Διοίκησις). Επίσης βλ. Α. Δασκαλάκης, «Ρήγας και Περραιβός», ό.π., σ. 427.
27.  Ο Π. Χιώτης, ό.π., σ. 614, μας πληροφορεί ότι «τα Θούρια του Ρήγα ετραγουδούντο αναφανδόν».
28.  Ο Α. Μαρτελάος, αν και αριστοκρατικής καταγωγής, ήταν φιλελεύθερων αρχών με σημαντική πολιτική παρουσία. Η ποίησή του επηρέασε σύγχρονους και μεταγενέ­στερούς του. Γι’ αυτόν και το έργο του βλ. Νικόλαος Κατραμής, ό.π., σσ. 411-418. Λ. Χ. Ζώης, «Αντώνιος Μαρτελάος», Ανάπλασις, έτος ΝΓ΄ (1930), τχ. 5-6, σσ. 68-69 και 85-86, αντίστοιχα. Θεοδόσης Πυλαρινός, Επτανησιακή Σχολή, εκδ. Σαββάλας, [Αθήνα 2003], σσ. 29-31.
29.  Βλ. τον Ύμνο στο Σπ. Δε Βιάζης, ό.π., σσ. 137-144.
30.  Βλ. Σπ. Δε Βιάζης, «Ανέκδοτος Μασσαλιωτικός Θούριος», Εστία, τόμ. ΙΗ΄ (1884), σσ. 571-572.
31.  Στίχοι του Ύμνου του Σολωμού παραπέμπουν σε αντίστοιχους των ποιημάτων του Μαρτελάου, βλ. Νίκος Βέης, «Η καταγωγή των στίχων του Σολωμού “Απ’ τα κόκ­καλα βγαλμένη / των Ελλήνων τα ιερά”», Νέα Εστία, τόμ. ΚΘ΄ (1940), σσ. 341-343.
32.  Ν. Κατραμής, ό.π., σ. 414.
33.  Για το Θωμά Δανελάκη βλ. Σπ. Δε Βιάζης, «Θωμάς Δανελάκης», Ποιητικός Ανθών (Ζακύνθου), τόμ. Α΄ (1886-1887) σσ. 74-75, 94-96. Η ελληνική ποίηση («Φαναριώ­τες, Άνθη ευλαβείας, Επτανήσιοι»), επιμ. Μ. Μ. Παπαϊωάννου, εκδ. Σοκόλη, Αθήνα 1980, σ. 153: «Θωμάς Δανελάκης».
34.  Βλ. Σπ. Δε Βιάζης, «Δύο ανέκδοτοι Μασσαλιωτικοί Θούριοι», Απόλλων, έτος Ε΄ (1889), τχ. 58, σσ. 908-910.
35.  Ν. Βέης, ό.π., σ. 343.
36.  Ύμνους προς το Ναπολέοντα, εκτός από τον Περραιβό και το Μαρτελάο, έγραψαν και άλλοι Επτανήσιοι. Βλ. σχετικά Γ. Θ. Ζώρας, «Ο Ναπολέων Βοναπάρτης και η σύγχρονη ελληνική ποίησις», Νέα Εστία, τχ. 1018 (Δεκ. 1969), σσ. 1661-1676.
37.  Βλ. Π. Χιώτης, ό.π., σσ. 614-615: έγραψαν οι Κεφαλονίτες στους Κερκυραίους: «Ἤδη γλυκοφέγγει ἡ Αὐγὴ τῆς Ἐλευθερίας. […] Ναί, ἂς ἐπιφέρωμεν παντοῦ τὶς ἰδέες τῆς Ἰσότητος καὶ τῆς Ἐλευθερίας, δεικνυόμενοι ἀληθεῖς Ἕλληνες».
38.  Εκτός από τη διαμονή του στην Κέρκυρα, ο Περραιβός βρέθηκε στην Κεφαλονιά – χωρίς να γνωρίζουμε ακριβή χρόνο διαμονής και δραστηριότητες – όπου συνέθεσε τον Ύμνο του (βλ. Χρ. Περραιβός, Σύντομος βιογραφία…, ό.π., σ. 39), καθώς και στη Ζάκυνθο, απ’ όπου  πέρασε γύρω στο 1802-1803, για να πάει στο Λιβόρνο και από εκεί στο Παρίσι – τότε στη Ζάκυνθο τον συνάντησε ο Α. Μαρτελάος (βλ. Λ. Βρανούσης, ό.π., σ. 49).
39.  Α. Δασκαλάκης, ό.π., σ. 429.
40.  Για την κατάληψη της Κέρκυρας το 1799 από τον ενωμένο ρωσοτουρκικό στόλο βλ. Ε. Λούντζης, ό.π., σσ. 210-217. Έτσι, σταμάτησε η γαλλική κατοχή των Επτα­νήσων και τη διαδέχθηκε η ρωσοτουρκική, που θα μετεξελιχθεί στο καθεστώς της Επτανήσου Πολιτείας (1800-1807).
41.  Μέσα στο κλίμα των διώξεων των γαλλόφρονων νησιωτών από τους νέους επικυρί­αρχους, τους Ρωσότουρκους, στοχοποιήθηκε και ο Χρ. Περραιβός. Ο Ρώσος πρέσβης στην Κέρκυρα Ελευθέριος Μπενάκης και ο γραμματέας του Ρώσου ναυάρχου Ουσακώφ, ο κεφαλονίτικης καταγωγής Γεώργιος Παλατίνος, προφύλα­ξαν το συνεργάτη του Ρήγα και τον παρουσίασαν «ως αφοσιωμένον εις το ρωσι­κόν κράτος», Χρ. Περραιβός, Σύντομος βιογραφία… ό.π., σ. 41.
42.  Για την περίοδο της Επτανήσου Πολιτείας (1800-1807), του πρώτου αυτόνομου κρατικού σχηματισμού σε ελληνικό έδαφος στη νεότερη ελληνική ιστορία, που ιδρύθηκε με τη ρωσοτουρκική συνθήκη του Μαρτίου 1800 και διαλύθηκε το 1807 με τη γαλλορωσική συνθήκη του Τίλσιτ, βλ. Ερμ. Λούντζης, Επτάνησος Πολιτεία, μτφρ. Α. Λούντζη – Νικοκάβουρα, Κέρκυρα 1968. Π. Χιώτης, ό.π., σσ. 730-884. Γ. Μαυρογιάννης, ό.π., τόμ. Β΄, σσ. 3-182. Τα Πρακτικά Συνεδρίου «Επτάνησος Πο­λιτεία (1800-1807)» - 200 χρόνια από την ίδρυσή της (1800-2000), Αργοστόλι, 28-31 Οκτωβρίου 2000, έκδοση Εταιρείας Κεφαλληνιακών Ιστορικών Ερευνών, Αρ­γοστόλι 2003.
43.  Βλ. Ν. Κουρκουμέλης, Η εκπαίδευση στην Κέρκυρα κατά τη διάρκεια της Βρετανι­κής Προστασίας (1816-1864), έκδοση Συλλόγου προς διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων, Αθήνα 2002, σσ. 65-66, 68, 74.
44.  Το κείμενο της προκήρυξης βλ. Αθανασία Γλυκοφρύδη – Λεοντσίνη, «Θρησκεία και γλώσσα στην Επτάνησο Πολιτεία», Τα Πρακτικά Συνεδρίου «Επτάνησος Πο­λιτεία (1800-1807)», ό.π., σ. 429.
45.  Ήδη είχε συνταχθεί το Σύνταγμα της Επτανήσου Πολιτείας του 1803 (βλ. γι’ αυτό παρακάτω), άρθρο του οποίου (το 211) προέβλεπε την καθιέρωση της ελληνικής ως επίσημης γλώσσας της διοίκησης στα Επτάνησα αντί της ιταλικής που ίσχυε από τα χρόνια της Βενετοκρατίας.
46.  Οι αδελφοί Μαρκίδες Πούλιου, ο Γεώργιος και ο Πούλιος, καταγόμενοι από τη Σιάτιστα της Μακεδονίας και εγκαταστημένοι στη Βιέννη, ασχολήθηκαν στην αρχή με το εμπόριο και μετά το 1790 έγιναν ιδιοκτήτες του τυπογραφείου Μπαου­μάιστερ, στο οποίο τύπωσαν πολλά ελληνικά βιβλία καθώς και την Εφημερίδα, σημαντικότατο έντυπο για τον ελληνισμό της διασποράς αλλά και εκείνον των τουρκοκρατούμενων ελληνικών περιοχών. Άνθρωποι διαπνεόμενοι από φιλελεύ­θερα ιδεώδη, γρήγορα εντάχθηκαν στον κύκλο του Ρήγα, ο Γεώργιος μάλιστα διώ­χθηκε μετά την αποκάλυψη της συνωμοσίας. Για τη δράση και την προσφορά τους βλ. Γ. Λάιος, «Οι αδελφοί Πούλιου, ο Γεώργιος Θεοχάρης και άλλοι σύντροφοι του Ρήγα», Δελτίον Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας, τόμ. 12 (1957), σσ. 202-270. Απ. Δασκαλάκης, Ρήγα Βελεστινλή, Επαναστατικά σχέδια και μαρτυρικόν τέλος, ό.π., σσ. 165-168.
47.  Βλ. Β. Π. Παναγιωτόπουλος, «Προτάσεις του Π. Μαρκίδη – Πούλιου για την εγκατά­σταση ελληνικής τυπογραφίας στην Ιόνιο Πολιτεία (1800)», Πρακτικά Τρί­του Πανιονίου Συνεδρίου (23-29 Σεπτεμβρίου 1965), τόμ. Α΄, εν Αθήναις 1967, σσ. 292-293.
48.  Ο Β. Π. Παναγιωτόπουλος δημοσιεύει το υπόμνημα, ό.π., σσ. 293-295.
49.  Βλ. ό.π., σ. 293.
50.  Για τα άρθρα από Τα δίκαια του ανθρώπου και το Σύνταγμα του Ρήγα βλ. την έκδοση της Επιστημονικής Εταιρείας Μελέτης «Φερών – Βελεστίνου – Ρήγα», Ρήγα Βελεστινλή, Τα Επαναστατικά, επιμέλεια Δημήτριος Καραμπερόπουλος, Αθήνα 1994, σσ. 21-31 και 35-60 αντίστοιχα ή την έκδοση της Βουλής των Ελλήνων Ρήγα Βελεστινλή, Άπαντα τα σωζόμενα, ό.π., τόμ. Ε΄, εισαγωγή, επιμέλεια, σχόλια Πα­σχάλης Κιτρομηλίδης, σσ. 35-45 και 45-70.
51.  Βλ. Σπ. Μ. Θεοτόκης, «Περί της εκπαιδεύσεως εν Επτανήσω (1453-1864)», Κερκυρα­ϊκά Χρονικά, τόμ. 5 (1956), σσ. 22-23. Ν. Κ. Κουρκουμέλης, ό.π., σσ. 47-55 (περίοδος των δημοκρατικών Γάλλων, 1797-1799) και 60-75 (περίοδος Επτανήσου Πολιτείας, 1800-1807).
52.  Το σχέδιο συνέταξε οκταμελής συμβουλευτική – γνωμοδοτική επιτροπή, η οποία απαρτιζόταν από εκπροσώπους όλων των νησιών με γραμματέα, που ήταν ουσια­στικά ο συντάκτης – εισηγητής του σχεδίου, τον Κεφαλονίτη Ιωάννη Φραγκίσκο Τζουλάτη, ενώ ο Ιωάννης Καποδίστριας, ως υπουργός τότε της Επτανήσου Πολι­τείας, πήρε μέρος κατά τη σύνταξη, τις συζητήσεις και την επικύρωσή του, η οποία έγινε από τη 40μελή συντακτική συνέλευση της Πολιτείας, βλ. Σπύρος Δ. Λουκά­τος, «Η Εισηγητική Έκθεση του σχεδίου Συντάγματος 1803 της Επτανήσου Πολι­τείας, Νοέμβρης 1803. Κριτική θεώρηση», Τα Πρακτικά του Συνεδρίου «Επτάνη­σος Πολιτεία (1800-1807)», ό.π., σ. 95.
53.  Ο Ιω. Φραγκίσκος Τζουλάτης (1762-1805) ήταν διδάκτορας της Ιατρικής και Φιλοσο­φίας του Πανεπιστημίου της Πάντοβας με πλούσιο συγγραφικό έργο. Εμπνεόταν από τις φιλελεύθερες αντιλήψεις και ανέπτυξε σοβαρή πολιτική δρα­στηριότητα στην Κεφαλονιά και την Κέρκυρα. Βλ. γι’ αυτόν Άνθιμος Μαζαράκης, Βιογραφίαι των ενδόξων ανδρών της νήσου Κεφαλληνίας, εν Βενετία 1843, σσ. 295-306 και 656-657. Η. Τσιτσέλης, ό.π., σσ. 625-629. Γεράσιμος Πεντόγαλος, Για­τροί και Ιατρική Κεφαλονιάς στα χρόνια των ξενικών κυριαρχιών (1500-1864), εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2004, σσ. 198-206.
54.  Το κείμενο του Συντάγματος του 1803 μεταφρασμένο στην ελληνική βλ. Κατάστα­σις [= Σύνταγμα] της Επτανήσου Πολιτείας, εν Κερκύρα τη κδ΄ Νοεμβρίου του αωγ΄, εν Τριεστίω 1804, όπου στις σσ. 5-19 η Αναφορά του συνεργαζομένου συμ­βλήματος προς το Νομοθετικόν Σώμα περί της Καταστάσεως [= Εισηγητική Έκ­θεση]. Αναφερόμενοι στα άρθρα του Συντάγματος στη συνέχεια παραπέμπουμε σε αυτή την έκδοση.
55.  Βλ. και άρθρο 113.
56.  Ο Ιωάννης Δελλής, «Τα ανθρώπινα δικαιώματα στο Σύνταγμα (Κατάστασιν) της “Επτανήσου Πολιτείας” του 1803», Τα Πρακτικά του Συνεδρίου «Επτάνησος Πο­λιτεία (1800-1807)», ό.π., σ. 71, θεωρεί κάτι τέτοιο απολύτως πιθανό.
57.  Για την απήχηση των ιδεών του Βολταίρου στον ελλαδικό χώρο βλ. Κ. Θ. Δημαράς, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, το κεφάλαιο «Ο Βολταίρος στην Ελλάδα», εκδ. Ερ­μής, Αθήνα 31983, σσ. 145-175.
58.  Αξίζει να σημειώσουμε εδώ ότι την ίδια περίπου εποχή, το 1802, κυκλοφόρησε στη Βενετία από τον Κεφαλονίτη κληρικό Μακάριο Καββαδία (βλ. γι’ αυτόν Η. Τσι­τσέλης, ό.π., σ. 177) βιβλίο επικριτικό και υβριστικό για το Βολταίρο και τις ιδέες του με τίτλο Λόγος παραινετικός προς τους ιδίους μαθητάς ή κατά Ουολταίρου και των οπαδών… Βλ. Κ. Δημαράς, ό.π., σσ. 161-162.
59.  Βλ. Ιω. Δελλής, ό.π., σ. 75.
60.  Το 1802 ο άλλος μεγάλος Έλληνας διαφωτιστής Α. Κοραής εξέδωσε τη μετάφραση, που είχε κάνει στο Περί αμαρτημάτων και ποινών του Ιταλού φιλοσόφου και νο­μομαθούς C. Beccaria, με την αφιέρωση «Ἀγαθῇ τύχῃ τῇ νεοσυντάκτῳ τῶν Ἑπτὰ Νήσων Ἑλληνικῇ Πολιτείᾳ ὁ μεταφραστὴς τὴν βίβλον διὰ τάς χρηστάς ἐλπίδας ἀνέθηκε». Βλ. Πέτρος Πετράτος, «Ο Α. Κοραής και η Κεφαλονιά. Η ονοματοδοσία της λέσχης “Μουσείον ο Κοραής” (1843)», Ο Ερανιστής, τόμ. 25 (2005), σσ. 285-286.
61.  Σπύρος Δ. Λουκάτος, «Η ομοσπονδιακή και η ενιαία κρατική συγκρότηση και λει­τουργία του πρώτου νεοελληνικού, των Επτανήσων, κρατιδίου», Πρακτικά ΣΤ΄ Διεθνούς Πανιονίου Συνεδρίου (Ζάκυνθος, 23-27 Σεπτεμβρίου 1997), τόμ. Β΄, Αθήνα 2001, σ. 514.
62.  Ό.π.
63.  Η Ρωσία αρνήθηκε να επικυρώσει το Σύνταγμα του 1803, δίνοντας εντολή για νέες εκλογές και διατύπωση νέου Συντάγματος (1806), συντηρητικού, «με το οποίο, αναγνωριζόταν, κοντά στα άλλα, και το δικαίωμα της Ρωσίας […] να επεμβαίνει κυνικά στα εσωτερικά πράγματα της Πολιτείας καταργώντας τα κυριαρχικά της δικαιώματα [και] την αυτονομία [της]», ό.π., σ. 516. Βλ. επίσης Πέτρος Πετράτος, «Ένα “Μανιφέστο” του τσάρου Αλέξανδρου Α΄ προς τη Γερουσία της Επτανήσου Πολιτείας (1806)», Τα Πρακτικά του Συνεδρίου «Επτάνησος Πολιτεία (1800-1807), ό.π., σσ. 171-181, όπου τεκμηριώνεται η πρόσδεση της Επτανήσου Πολι­τείας στο ρωσικό άρμα πριν από το Σύνταγμα του 1806.