Δευτέρα 4 Σεπτεμβρίου 2017

Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΜΙΚΕΛΗΣ ΑΒΛΙΧΟΣ: ΑΝΙΧΝΕΥΣΗ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ




 Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό του Συνδέσμου Φιλολόγων Κεφαλονιάς-Ιθάκης
 Κυμοθόη, τχ. 17 (2007), Σελίδες αφιερωμένες στον ποιητή Μικέλη Άβλιχο, σσ. 45-64.


Α. Η ριζοσπαστική του υποδομή

Όλοι οι βιογράφοι και μελετητές του Μικέλη Άβλιχου (1844-1917) μας πληροφορούν ότι ο Ληξουριώτης ποιητής κατά τη διάρκεια των σπουδών του στη Βέρνη της Ελβετίας (μετά το 1867, μετά δηλαδή τα 23 του χρόνια1) γνώρισε την αναρχική ιδεολογία του Ρώσου Μπακούνιν,2 από την οποία και επηρεά­στηκε: ο Χαρίλαος Αντωνάτος αναφέρει ότι «όχι λίγη επίδραση έφεραν στον Άβλιχο» οι θεωρίες του Μπακούνιν,3 τον οποίο, σύμφωνα με τον Επαμεινώνδα Μάλαινο, ο ποιητής, νεαρός σπουδαστής τότε, «εγνώρισε στη Βέρνη», και «τον εμύησε στον άγριο δογματισμό του»4. ο Γ. Φτέρης υπογραμμίζει ότι ο Άβλιχος «έγινε αναρχικός», καθώς «φαίνεται πως στην Ελβετία που εσπούδαζε, βρέθηκε κοντά στην κίνηση του Μπακούνιν και του Κροπότκιν»,5 ενώ και ο Γιώργος Αλισανδράτος δέχεται ότι ο Ληξουριώτης εκείνος νέος «γοητεύτηκε από τα εκρηκτικά κηρύγματα» του Μπακούνιν6. από τον Αριστείδη Ρουχωτά, εκδότη των Απάντων του ποιητή, μαθαίνουμε, τέλος, ότι ο Άβλιχος στο γραφείο του είχε αναρτημένη τη φωτογραφία του Ρώσου αναρχικού, τον οποίο «εγνώρισε στη Βέρνη» και αναμφισβήτητα «εκτιμούσε εξαιρετικά».7
Αναντίρρητα, η γνωριμία του Άβλιχου με τον αναρχικό Μπακούνιν στη Βέρνη της Ελβετίας8 και η πρόσληψη της αναρχικής θεωρίας υπήρξαν καθορι­στικά για την ιδεολογική συγκρότηση και το γενικότερο τρόπο ζωής του ποιητή. Η αναρχική κοσμοθεωρία τού διαμόρφωσε «χαρακτήρα επαναστατικό, χαρακτήρα διαμορφωτή»,9 όπως, άλλωστε, προκύπτει αυτό μέσα από τα πε­ρισσότερα ποιήματά του. Με την ποίησή του επιδιώκει, ανάμεσα στ’ άλλα, να χτυπήσει την κοινωνική και ηθική σαπίλα, να συγκρουστεί, ποιητικά βέβαια, με τις ποικίλες εξουσίες – κομματικές, πολιτικές, εκκλησιαστικές – προκειμένου να προκαλέσει προβληματισμούς στους συμπολίτες του, να ταρακουνήσει τα λιμνάζοντα νερά του κοινωνικού και πολιτικού κατεστημένου.10 Πάντως, οι αναρχικοί της Ελλάδας θεωρούν τον Άβλιχο ως την «πρώτη φωνή του αναρχι­σμού» στη χώρα μας, καθώς «η πρώτη εκδήλωση ριζικής άρνησης των κοινωνι­κών θεσμών και πολεμικής ενάντιά τους εξατομικεύεται στο πρόσωπο του ποιητή Μικέλη Άβλιχου»,11 ο οποίος σε τελευταία ανάλυση είναι ο εισηγητής της σκέψης του Μπακούνιν στην Ελλάδα.12
Ωστόσο, αυτό που εμείς θέλουμε να υπογραμμίσουμε είναι τούτο: ο Άβλιχος δεν πήγε ιδεολογικά απροετοίμαστος στη Βέρνη της Ελβετίας, αλλά έφυγε από τη γενέτειρά του με γεμάτες τις αποσκευές του από κοινωνικές ευαι­σθησίες, πολι­τικούς προβληματισμούς και ιδεολογικές αναζητήσεις. Αλλά ας γίνουμε πιο συ­γκεκριμένοι.
Ο Μ. Άβλιχος γεννήθηκε στο Ληξούρι (το 1844) στα χρόνια της Αγγλο­κρατίας13 και μεγάλωσε μέσα σ’ ένα κλίμα έντονων πολιτικών ζυμώσεων, ιδεο­λογικών αντι­παραθέσεων και σκληρών αγώνων και διώξεων στην Κεφαλονιά: η δεκαετία του 1840, γόνιμη σε πολιτικές διεργασίες, έφερε τις συνταγματικές μεταρρυθμί­σεις του Άγγλου αρμοστή J. Seaton (1843-1849), την έκδοση φιλε­λεύθερων εφη­μερίδων, την ίδρυση πολιτικών λεσχών, τη συγκροτημένη λει­τουργία και δράση του ριζοσπαστικού κόμματος, τις εξεγέρσεις του 1848 και 1849. στη δε­καετία του 1850 καταγράφηκε η ένταση του ριζοσπαστικού αγώνα αλλά και οι σκληρές διώξεις τω ριζοσπαστών ηγετών, η διάσπαση του αγώνα αυτού και η επικράτηση μιας απονευρωμένης παραμέτρου του αλλά παράλ­ληλα και η δρο­μολόγηση της ένωσης των Επτανήσων μέσα στο πλαίσιο της αγ­γλικής εξωτερι­κής πολιτικής.14 Ειδικότερα, η γενέτειρα του ποιητή κατά τη διάρκεια αυτής της εικοσαετίας έγινε κέντρο πολιτικών ζυμώσεων και αγωνι­στικών ενωτικών – ριζοσπαστικών εκδηλώσεων: ιδρύθηκε και λειτούργησε η πολιτική ριζοσπα­στική (μέχρι τα τέλη αυτής της εικοσαετίας) λέσχη «Αναγνω­στήριον “Η Ομό­νοια”» με σημαντικότατη προσφορά στον αντιβρετανικό ενω­τικό αγώνα15. αναδείχτηκαν αξιόλογοι ριζοσπάστες βουλευτές, όπως ο Σταμα­τέλος Πυλαρι­νός16 και ο Γεώργιος Τυπάλδος Ιακωβάτος,17 αλλά και αξιόμαχα μέλη και στε­λέχη του ριζοσπαστικού κινήματος, όπως οι Σταμάτης Παπύρης, Γεώργιος Μα­ντζαβίνος Κολέντης, παπα-Μαρίνος Βάρλας, Ανδρέας Αύλιχος18. η πόλη συ­νταράχθηκε από τις λαϊκές ταραχές του 184319 και την εξέγερση του 1848.20
Παράλληλα με την επίδραση, που αναμφισβήτητα δέχτηκαν η εφηβική σκέψη και καρδιά του Άβλιχου από τις παραπάνω καταστάσεις και γεγονότα, καταλυτικό ρόλο στην προοδευτική του κατεύθυνση πρέπει να έπαιξε το φιλε­λεύθερο κλίμα που επικρατούσε στην Πετρίτσεια Σχολή κατά την περίοδο της εκεί φοίτησής του. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1850 τη Σχολή διηύθυνε ο υπέρμαχος του ενωτικού αγώνα – ριζοσπάστης αρχικά και αργότερα ενωτιστής – εγελιανιστής Θεόδωρος Καρούσος,21 ο οποίος έδινε έναν «αέρα» φιλελευθερι­σμού και πατριωτισμού στους μαθητές του. Έτσι, οι μαθητές του διοργάνωναν εθνικού περιεχομένου γιορταστικές εκδηλώσεις αλλά και συμμε­τείχαν σε μαχη­τικές αντιστασιακές ενέργειες.22 Είναι λογικό, λοιπόν, να δε­χτούμε ότι ανάμεσα σ’ εκείνους τους ανήσυχους και εκρηκτικούς μαθητές ήταν και ο Άβλιχος.
Δεν είναι, επομένως, τυχαίο που ο Άβλιχος από τα εφηβικά του κιόλας χρόνια στράφηκε προς το ριζοσπαστισμό. Φαίνεται πως τον συγκινούσε όχι μόνο η εθνική πλευρά αυτής της ιδεολογίας για την ένωση των Επτανήσων με το νεοελληνικό κράτος αλλά και η δημοκρατική – κοινωνική παράμετρός της για τη δημοκρατική αναγέννηση της Ελλάδας, καθώς και ο ίδιος με τη νεανική του οξύνοια ήταν σε θέση να αντιλαμβάνεται ότι η ένωση των ιόνιων νησιών με την Ελλάδα, «ὅταν δέν συνδέεται μέ τό ἱερόν τῆς κυριαρχίας τοῦ λαοῦ δόγμα» και δε βασίζεται στα απαράγραπτα ανθρώπινα δικαιώματα, είναι «ἔκφρασις ξηρά καί ἀνεπαρκής», «κήρυγμα μονομερές καί ἀντιπατριωτικόν».23 Άλλωστε, ο «στενός ιδεολογικός σύνδεσμος» που είχε με το νεότερο αδελφό του ηγέτη της αριστε­ρής πτέρυγας του ριζοσπαστισμού Ιωσήφ Μομφερράτου,24 τον Ανδρέα, με τον οποίο και αλληλογραφούσε κατά τη διάρκεια της απουσίας του από το Λη­ξούρι,25 δηλώνει την αποδοχή από την πλευρά του της προωθημένης πλευ­ράς της ριζοσπαστικής ιδεολογίας. Φιλία και αλληλοεκτίμηση είχε και με τον κατά δώδεκα χρόνια μεγαλύτερό του Παναγιώτη Πανά,26 σταθερό υποστηρι­κτή της αριστερής ριζοσπαστικής πτέρυγας. Με τον τελευταίο ο ανήσυχος έφη­βος Άβλιχος πρέπει εκείνη την περίοδο να είχε δημιούργησει φιλική σχέση, που διατήρησε και αργότερα: έστελνε ποιήματά του για δημοσίευση στις εφημερίδες του Π. Πανά,27 καθώς επίσης, όταν ο ίδιος βρισκόταν στην Ευ­ρώπη, προμήθευε το ριζοσπάστη δημοσιογράφο με ευρωπαϊκές εφημερίδες για τον εμπλουτισμό της ύλης των εντύπων του.28 Δεν αποκλείεται, επίσης, να είχε βοηθήσει το φίλο του Π. Πανά στο να γνωρίσει το έργο του αναρχικού Μπακούνιν,29 τον είχε πάντως φέρει σε επαφή με Ευρωπαίους σοσιαλιστές φίλους του.30 Εκτιμούσε, τέλος, το συμπολίτη του Γεώργιο Τυπάλδο Ιακωβάτο,31 βουλευτή των ριζο­σπα­στών στη Θ΄ Ιόνια Βουλή (1850), στην μνήμη του οποίου θα αφιερώσει αρ­γό­τερα (1915) ποίημα.32
Η σταθερή προσήλωση του έφηβου Άβλιχου στο γνήσιο ριζοσπαστισμό και η υπεράσπιση από την πλευρά του των «αληθών» ριζοσπαστών εκδηλώθη­καν καθαρά στις σχέσεις του με το συντοπίτη του Ανδρέα Λασκαράτο.33 Ο δε­καεξάχρονος Άβλιχος, εκτιμώντας τον Α. Λασκαράτο και τον αγώνα του προ­φανώς κατά των προλήψεων, είχε γίνει συνδρομητής του Λύχνου, του φύλλου που από το 1859 εξέδιδε ο Ληξουριώτης στοχαστής.34 Όταν όμως ο τελευταίος μετονομάζο­ντας το Λύχνο σε Λυχνίες ξεκίνησε πολεμική κατά των ριζοσπα­στών,35 ο νεα­ρός Άβλιχος, για να συμπαρασταθεί στους τελευταίους, «δεν εδί­στασε να ζητήση τη διακοπή του φύλλου, να εκφράση λίγο αργότερα τη δυ­σφορία του και να εξηγήση με παρρησία σε γράμμα του τους λόγους της δια­κοπής του φύλλου»,36 χωρίς όμως ποτέ να σταματήσει να σέβεται και να εκτιμά τον Α. Λασκαράτο.37 Αλλά κι αργότερα, το 1894, όταν θα ξεσπάσει έντονη δη­μόσια αντιπαράθεση του Π. Πανά και της εφημερίδας του Έγερσις με τον Α. Λασκαράτο,38 ο πενηντάχρονος τώρα Άβλιχος σ’ επιστολή του προς τον ογδο­ντατριάχρονο συντοπίτη του, παράλληλα με τη διαβεβαίωση «διά τό ἀμετά­βλητον τῆς ὑπολήψεως, τῆς ἀγάπης καί τῆς φιλίας» του προς αυ­τόν, του καθι­στά σαφές ότι η πολιτική του θέση είναι δίπλα στο «φίλο» του Π. Πανά και την ομάδα της Έγερσης:39 «Εἰς τόν πολιτικόν, κοινωνικόν καί ἠθι­κόν σκοπόν τῆς Ἐγέρσεως εἶμαι σύμφωνος μέ τούς ἀξιοτίμους καί παλαιούς φί­λους μου, τούς συντάκτες της».40
Η παράθεση των παραπάνω στοιχείων μας οδηγούν αβίαστα στα εξής συμπεράσματα: Ο Μ. Άβλιχος μεγάλωσε σ’ ένα κλίμα ευνοϊκό για φιλελεύθερη κατεύθυνση και ανατράφηκε σ’ ένα περιβάλλον προοδευτικό πολιτικά, με ιδιαίτερα τα βιώματα από τη φοίτησή του στην Πετρίτσεια Σχολή του Ληξου­ριού. Έφηβος όντας είχε ενστερνιστεί τη ριζοσπαστική ιδεολογία και είχε σφυ­ρηλατήσει στενούς φιλικούς δεσμούς με ριζοσπάστες του νησιού – ιδιαίτερα της αριστερής πτέρυγας – των οποίων θαύμαζε τη συνέπεια και το αγωνιστικό ήθος. Έτσι, εμφυτεύτηκαν γόνιμα και δημιουργικά στον Άβλιχο οι φιλελεύθε­ρες αρχές των γαλλικών Επαναστάσεων του 1789 και του 1848 και του ιταλι­κού Risor­gimento και μάλιστα εκείνες της ελευθερίας, της ισότητας, της αδελ­φότητας, της κοινωνικής δικαιοσύνης, της εθνικής κρατικής συγκρότησης και της λαϊκής κυριαρχίας, τις οποίες είχε αποδεχτεί και αφομοιώσει το ριζοσπα­στικό κίνημα της γενέτειράς του. Επομένως, ο νεαρός Ληξουριώτης, όταν σε ηλικία 23 περίπου χρόνων έφευγε για σπουδές στην Ευρώπη, έπαιρνε μαζί του θεωρία και πρακτικές του κεφαλονίτικου ριζοσπαστικού αγώνα – καλό εξο­πλισμό για να αντιληφθεί τις πολιτικο-ιδεολογικές ζυμώσεις εκείνης της εποχής στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. και όταν έφτανε το 1867 στη Βέρνη της Ελβετίας «σαν έτοιμος από καιρό» με κοινωνικές ευαισθησίες και πολιτικούς προβλημα­τισμούς μπορούσε να δεχτεί το κήρυγμα του αναρχικού Μπακούνιν, ο οποίος εκείνη την περίοδο είχε τον προμαχώνα του στην ελβετική πόλη που πήγε για σπουδές ο Άβλιχος.

Β. Συμμετοχή στην Παρισινή Κομμούνα

Αν και το σύνολο των μελετητών του Άβλιχου μας πληροφορεί ότι το Παρίσι ήταν μια από τις ευρωπαϊκές πόλεις, στις οποίες βρέθηκε ο νεαρός Λη­ξουριώτης, μόνο ο Γ. Φτέρης δικαιολογεί την παρουσία του Άβλιχου στη γαλ­λική πρωτεύουσα, κάνοντας λόγο για τη σχέση του με την Παρισινή Κομμούνα του 1871:41 «Στο Παρίσι έπειτα εγνώρισε τους κύ­κλους της Γαλλικής Κομμού­νας του 1871. θυμόμαστε πως μας μιλούσε με ενθου­σιασμό για τον περίφημο Μπλανκί και ότι ανέφερε ξεχωριστά το ρόλο που έπαιξε ο ζωγράφος Κουρμπέ στην πλας Βαντόμ, όταν έρριξαν τη στήλη του Ναπολέοντα».42 Και είναι άξιο απορίας γιατί οι υπόλοιποι μελετητές, κάποιοι από τους οποίους γνώρισαν από κοντά τον ποιητή και συζήτησαν μαζί του, δεν αναφέρο­νται στην παραπάνω σχέση. Γιατί πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι ο ποιητής στις συζητήσεις του θα αναφερόταν σ’ εκείνα τα σημαντικά γεγονότα. Άλλω­στε, του Γ. Φτέρη οι θύμη­σες και αναφορές δεν μπορούν να αμφισβητηθούν.
Είναι αλήθεια πως δε διαθέτουμε συγκεκριμένες – αντικειμενικές – πηγές για έμμεση ή άμεση σχέση του Άβλιχου με την Παρισινή Κομμούνα.43 Είναι, όμως, βέβαιο ότι υπήρξαν φιλελεύθεροι Έλληνες επαναστάτες που αγωνίστη­καν μέσα από τις γραμμές της Κομμούνας,44 προερχόμενοι κυρίως από εκείνους που ως εθελοντές συμμετείχαν στο γαλλο-γερμανικό πόλεμο του 1870-187145 στο πλευρό των Γάλλων.46 Ευρισκόμενος εκείνη την περίοδο ο εικοσιεφτάχρο­νος Άβλι­χος στη γαλλική πρωτεύουσα – άγνωστο αν εκεί τον βρήκαν τα γεγο­νότα της Κομμούνας ή κατά τη διάρκεια αυτών των γεγονότων πήγε στο επα­ναστατη­μένο Παρίσι – θα πρέπει βάσιμα να υποθέσουμε ότι λόγω ιδιοσυγκρα­σίας και ιδεολογίας πήρε μέρος στην Κομμούνα. Είναι αδύνατο να στάθηκε απαθής και απλός θεατής των πρωτοφανέρωτων εκείνων δρωμένων. Άλλωστε, και απ’ όσα αναφέρει ο Γ. Φτέρης – τα οποία, επαναλαμβάνουμε, τα άκουσε από τον ίδιο τον Άβλιχο – γίνεται προφανές ότι ο Ληξουριώτης αναρχικός της Βέρνης και τώρα του Παρισιού συμμετείχε στα κοσμοϊστορικά εκείνα γεγονότα της Κομ­μούνας. Εξάλλου, πολλοί αναρχικοί εκείνης της εποχής πήραν μέρος και υπο­στήριξαν με πάθος την Κομμούνα, η οποία ουσιαστικά, χωρίς να είχε σχεδια­στεί ή καθοδηγηθεί από αναρχικούς, ήταν ωστόσο «ένα παράδειγμα μιας μόνης περιοχής που έπαιρνε στα χέρια της τη διεύθυνση των υποθέσεων που την αφορούσανε, και έτσι τη βλέπουμε μέσα στα πλαίσια της τοπικής αυτονο­μίας, που είναι μια από τις βασικές θέσεις του αναρχισμού».47
Εφόσον, λοιπόν, οι αναρχικοί έβλεπαν στην ανεξάρτητη κοινοτική ορ­γάνωση του Παρισιού – αδιάφορο αν κράτησε λιγότερο από δυο μήνες – την επιβεβαίωση των αντιλήψεών τους, είναι λογικό να δεχτούμε ότι και ο αναρχι­κός Άβλιχος με ιδιαίτερο ενθουσιασμό και πίστη ήταν ένας από τις χιλιάδες των κομμου­νάριων του φλεγόμενου τότε Παρισιού.48 Και εκείνη η δράση και συμμετοχή αναμφίβολα τον επηρέασε στην τελική ιδεολογική και πολιτική διαμόρφωσή του. Αλλά και η όλη εμπειρία, που του προσκόμισε η «εντυπω­σιακή, ηρωική, δραματική και τραγική»49 Παρισινή Κομμούνα,50 δεν μπορεί παρά να αποτε­λούσε προσφιλές θέμα γι’ αυτόν αργότερα στις συζητήσεις του στην Κε­φαλονιά: «Μας μιλούσε με ενθουσιασμό», θυμάται ο Γ. Φτέρης,51 για τον επα­ναστάτη Μπλανκί52 και για την περιπετειώδη και εντυπωσιακή κατα­στροφή της στήλης Βαντόμ53 με τη δραστήρια συμμετοχή του ζωγράφου Κουρ­μπέ.54 Και φυσικά μέσα από εκείνες τις διηγήσεις του Ληξουριώτη ποιητή, πα­λαιού οπα­δού του Μπακούνιν, γίνονταν γνωστές στους ακροατές – συζητητές του «οι κοινωνικές και αθεϊκές ιδέες του, οι ελπίδες του για την επικράτηση του αναρ­χισμού», όπως αναφέρει σε άλλο κείμενό του ο Γ. Φτέρης.55
Πάντως, θα είχε πολυσήμαντο ενδιαφέρον αν ο Άβλιχος της εποχής της Παρισινής Κομμούνας ή και των μεταγενέστερων χρόνων αποτύπωνε σε χαρτί τις εντυπώσεις, τις παρατηρήσεις και τα σχόλιά του για την Κομμούνα. Πρώτα – πρώτα θα είχαμε ένα αναμφισβήτητο τεκμήριο για τη συμμετοχή του στα γε­γονότα. Έπειτα, θα υπήρχε ένα υλικό πολλαπλά χρήσιμο για τον ιστορικό ερευνητή αλλά και κυρίως για το βιογράφο του ποιητή, καθώς μέσα από αυτό θα αντλούνταν χαρακτηριστικά στοιχεία για τους ιδεολογικούς προσανατολι­σμούς και προβληματισμούς του κατά την κρίσιμη εκείνη περίοδο, τις διακυ­μάνσεις των συναισθημάτων του, που ενδεχομένως θα του προκαλούσαν τα συγκεκριμένα κάθε φορά γεγονότα και η τροπή τους, και την τελική, κατά τη γνώμη του, αποτίμηση της Κομμούνας.56

Γ. Προσπάθεια ίδρυσης δημοκρατικού συλλόγου στην Αθήνα

Ο Α. Ρουχωτάς, με βάση επιστολές του ποιητή προς τον αδελφικό του φίλο Ανδρέα Μομφερράτο,57 αναφέρει ότι ο Άβλιχος κατά τη διάρκεια των σπουδών του στο εξωτερικό επισκέφθηκε τους δικούς του στο Ληξούρι και κατά την επι­στροφή του στην Ευρώπη πέρασε και παρέμεινε στην Αθήνα, προκειμένου να συμβάλει στην οργάνωση δημοκρατικού συλλόγου.58 Πρόκει­ται για μια πολι­τική δραστηριότητα του Άβλιχου που δεν έχει προσεχτεί ιδιαί­τερα. Ο ερχομός στην Κεφαλονιά πραγματοποιήθηκε μετά από τα γεγονότα της Παρισινής Κομμούνας και στην Αθήνα παρέμεινε από το φθινόπωρο του 1872 μέχρι το χειμώνα του 1873.
Εκείνη την περίοδο, δεκαετία του 1870, οι παρουσιαζόμενες στην Ελ­λάδα απαρχές της βιομηχανικής ανάπτυξης φέρνουν στο προσκήνιο τον εργα­τόκοσμο, που προσπαθεί να οργανώσει τους αγώνες του για τη βελτίωση των αποδοχών και των συνθηκών εργασίας του και να αντιπαλέψει μια αστική τάξη, που αρχίζει βέβαια να ισχυροποιείται, καθώς έχει αποδεχτεί και την οι­κονομική εξάρτηση της χώρας από το δυτικοευρωπαϊκό κεφάλαιο.59 Στο ιδεο­λογικό επίπεδο διάδοση έχουν κυρίως οι ιδέες του ουτοπιστικού σοσιαλισμού και του αναρχισμού,60 ενώ στον πολιτικό χώρο διαμορφώνεται μια δημοκρα­τική κίνηση με πρωτοστάτες τον Π. Πανά,61 τον Γεώργιο Φιλάρετο,62 τον Ρόκκο Χοϊδά,63 που απευθυνόμενη στο λαό τού ζητά να διακόψει τις σχέσεις του με τα προσωπικά πολιτικά κόμματα και να αυτοργανωθεί σε πολιτικούς λαϊκούς συλλόγους με στόχο την ίδρυση δημοκρατικού κόμματος.64
Πριν ακόμη αποφασίσουν στην Πάτρα κάποιοι νέοι να ιδρύσουν (1875/1876) το «Δημοκρατικό Σύνδεσμο του Λαού» με προσανατολισμό «προς τον αναρχισμό της περιόδου εκείνης και το μαζικό επαναστατικό όραμα της Παρισινής Κομμούνας του 1871 με τις έντονες ουμανιστικές διακηρύξεις»,65 ο Μ. Άβλιχος βρίσκεται ήδη στην Αθήνα από το 1872  με παρόμοιες ανησυχίες και προσανατολισμούς για να συμβάλει στην ίδρυση, οργάνωση και λειτουργία ανάλογου συλλόγου. Τότε στην ελληνική πρωτεύουσα ως κέντρο πολιτικο-ιδε­ολογικών ζυμώσεων γίνονται προσπάθειες για τη σύμπηξη οργανωτικών σχη­μάτων.66 Μια τέτοια προσπάθεια φαίνεται ότι ήταν και εκείνη του Άβλιχου και των φίλων – συνεργατών του. Ό,τι γνωρίζουμε γι’ αυτή τη δραστηριότητα του εικοσιεννιάχρονου, τότε, Άβλιχου προέρχεται μόνο από τις επιστολές του προς το φίλο και «αδελφό» του Ανδρέα Μομφερράτο, καθώς δεν αναφέρεται τίποτε σχετικό από κανένα μελετητή του σοσιαλιστικού κινήματος στη χώρα μας.67 Είναι προφανές ότι το όλο θέμα χρειάζε­ται περισσότερη μελέτη. Εμείς, βέβαια, θα περιοριστούμε στις επιστολές του ποιητή, επισημαίνοντας και πάλι ότι αυτή η δραστηριότητα δεν μπορεί να είναι αποκομμένη από τη γενικότερη κινητικό­τητα εκείνης της εποχής για τη συγκρότηση πολιτικών συλλόγων, ούτε πρέπει να εννοηθεί ως προσωπική αποκλειστικά πρωτοβουλία του Άβλιχου. ο τελευ­ταίος, έχοντας και την εμπειρία της Ευρώπης ήταν μάλλον το πιο κατάλληλο πρό­σωπο, για να παίξει αυτό το ρόλο στην ελληνική πρωτεύουσα.
Ο Άβλιχος βρίσκεται στην Αθήνα από το φθινόπωρο του 1872, μόλις έχοντας επιστρέψει από το εκρη­κτικό Παρίσι με τα τραγικά για την Κομμούνα αποτελέσματα, και θα μείνει εκεί μέχρι το χειμώνα του 1873,  για να εκτελέσει συγκεκριμένο καθήκον, την οργάνωση και λειτουργία ενός πολιτικού συλλό­γου ή «δημοκρατικής αδελφότητας», όπως κάποια φορά την ονομάζει,68 σε συ­νεργασία με άλλους δημοκρατικούς πολίτες. Και το καθήκον αυτό, ενταγμένο προφανώς σε μια γενικότερη συλλογική προ­σπάθεια,69 πρέπει να το φέρει σε πέρας, παρά τις όποιες δυσκολίες: «Ἐγώ εἶμαι καί θά εἶμαι, γράφει στο φίλο του Α. Μομφερράτο, πάντα καταδικασμένος νά τραβάω τό κάρρο».70 Δείχνει, τουλάχιστο τον πρώτο καιρό, να έχει όρεξη γι’ αυτό που πρέπει να κάνει, και μέχρι τον Ιούλιο του 1873, αν και έχουν διαφανεί σοβαρές διαφωνίες ανάμεσα στους πρωτεργάτες του συλλόγου, εξακολουθεί να είναι ακόμη πρόθυμος για το έργο που έχει αναλάβει και ελπίζει για την τελική πραγμάτωσή του. Βέβαια, από την πρώτη στιγμή που πατεί το πόδι του στην Αθήνα, νιώθει άβολα. Αι­σθάνεται μια ερημιά γύρω του, καθώς δε βρίσκει εύκολα πεδίο συνεννόησης και επικοινωνίας με τους Ελλαδίτες της Αθήνας, αλλά και ένα κλίμα εχθρικό.71 Διαφορετική η πνευματικότητα στο Ιό­νιο, δύσκολη η ώσμωση αθηναϊκού κέ­ντρου και επτανησιακού χώρου, «ιδιότροπος» και ο χαρακτήρας του Άβλιχου.
Ο Άβλιχος έχει να συνεργαστεί στην Αθήνα με τέσσερις συναγωνιστές του, όπως προκύπτει από τις επιστολές του, τον Πολίτη, τον Αργυρόπουλο, τον Ολύμπιο και τον Μουσούρη, οι οποίοι μαζί με τον ίδιο συγκροτούν μάλλον την πενταμελή προσωρινή διοίκηση του συλλόγου. Αν και απαιτείται ενδελεχής αρχειακή έρευνα για την ταύτιση των παραπάνω προσώπων, καθώς ο Άβλιχος αναγράφει μόνο τα επώνυμά τους, εμείς θα αποτολμήσουμε μια πρώτη ταύτιση με βάση την υπάρχουσα βιβλιογραφία. Τα αδέλφια Παναγιώτης και Νικόλαος Πολίτης (ο γνωστός μετέπειτα ιδρυτής της ελληνικής Λαογραφίας) είχαν στα νιάτα τους αναμειχθεί στις δημοκρατικές και πρωτοσοσιαλιστικές κινήσεις της Αθήνας: ο Παναγιώτης προσπάθησε με τον Π. Πανά να εκδώσει το 1880 εφη­μερίδα δημοκρατικών αρχών, χωρίς όμως αποτέλεσμα,72 ενώ ο Νικόλαος υπήρξε μέλος του συλλόγου «Ρήγας».73 Πιθανολογούμε ότι πρόκειται για τον Πα­ναγιώτη Πολίτη. Για τον Αργυρόπουλο δεν εντοπίσαμε σχετικές πληροφο­ρίες. Για τον Ολύμπιο πρέπει να είναι βέβαιο ότι πρόκειται για το δικηγόρο Αλ. Ολύμπιο, δημοτικό σύμβουλο Αθηναίων και ιδιοκτήτη του τυπογραφείου «Ένωσις», φίλο και συνεργάτη του Π. Πανά, μέλος του συλλόγου «Ρήγας» και αρθρογράφο στην εφημερίδα Εμπρός του Π. Πανά.74 Ο Μουσούρης δεν μπορεί να είναι άλλος από το δικηγόρο Γεράσιμο Μουσούρη, εκδότη στην Κε­φαλονιά της εφημερίδας Ο Φίλος του Λαού και αργότερα διευθυντή της εφημε­ρίδας Ανεξάρτητος,75 αρχικά θαυμαστή του κεφαλονίτικου ριζοσπαστισμού,76 φίλου του Π. Πανά77 και συνεργάτη του Ρ. Χοϊδά78 και αργότερα πολιτευόμε­νους με το κόμμα του Χ. Τρικούπη.79
Ωστόσο, η όλη διαδικασία οργάνωσης του συλλόγου φέρνει στην επι­φάνεια διαφωνίες μεταξύ των πέντε συνεργατών – συναγωνιστών. Ο ίδιος ο Άβλιχος επικεντρώνει τις διαφωνίες σε δύο σημεία, στην κοινωνική παράμετρο της πολιτικής γενικότερα και ειδικότερα της πολιτικής δουλειάς του συλλόγου και στην ποιότητα και τις ιδιότητες των υποψηφίων για εγγραφή στο σύλλογο μελών. Αναφέρει ότι με τον Πολίτη βρέθηκε «εἰς διαφωνίαν εἰς τό κοινωνικόν ζήτημα, τό ὁποῖον [ο Πολίτης] δέν ἐννοεῖ».80 Είναι αναμφίβολα σημαντικό το να κατα­νοηθεί το κοινωνικό ζήτημα της χώρας, προκειμένου να ενταχθούν στις δραστηριότητες του συλλόγου οι καταλληλότερες για την επίλυση αυτού του ζητήματος ενέργειες. Ένας δημοκρατικός πολιτικός σύλλογος δε θα μπορέσει να παίξει ουσιαστικά το ρόλο του, αν δεν ασχοληθεί με την κοινωνική ανά­λυση των εθνικών και πο­λιτικών προβλημάτων της χώρας και αν μέσα από ένα τέτοιο κοινωνιολογικό πρί­σμα δεν αντιμετωπίσει κριτικά τα τεκταινόμενα. Ο Άβλιχος ως σοσιαλιστής, μαθητής του Μπακούνιν, γνώστης των πρόσφατων ταξικών συγκρούσεων στο Παρίσι, γνώριζε πολύ καλά ότι, για να είναι αποτε­λεσματικός στη δράση του ο σύλλογος, πρέπει να χαράξει σταθερό προσανα­τολισμό που να βασίζεται στην επιστημονική ανάλυση και κριτική της σύγχρο­νης πραγματικότητας.
Το δεύτερο σημείο της διαφωνίας, το οποίο λειτούργησε ως καταλύτης στην παραπέρα σχέση του Άβλιχου με το σύλλογο, σχετίζεται με την εγγραφή των μελών σε αυτή την πολιτική συσσωμάτωση. Ενημερώνει τον αδελφικό του φίλο Α. Μομφερράτο ότι διαφωνεί εντονότατα τόσο με τον Πολίτη όσο και με το συμπατριώτη του Μουσούρη, οι οποίοι επιδιώκουν να εγγράψουν ως μέλη του συλλόγου κυβερνητικούς υπαλλήλους και κρατικούς λειτουργούς: «[ο Πο­λίτης] πιστεύει ὡς ἐπιζήμιον καί δέν παραδέχεται τόν ὅρον τοῦ νά μή μπορῆ τό μέλος νά εἶναι ὑπάλληλος τῆς Κυβερνήσεως»,81 ενώ ο Μουσούρης «θέλει νά κάμη μέλη τοῦ συλλόγου Εἰσαγγελεῖς».82 Ο Άβλιχος γνωρίζει ότι σημασία έχει η ποιότητα των μελών και όχι η ποσότητα: «ἡ Δημοκρατία δέν θέλει ὑπαλλήλους τοῦ [βασιλιά] Γεωργίου, οὔτε ἔχει ἀνάγκην, οἱ πολλοί (σαβούρα) δέν εἶναι κέρ­δος».83 Πιστεύει ότι ο σύλλογος πρέπει να στηριχτεί σε πραγματικούς δημο­κράτες, σε συνειδητούς πολίτες, που δεν έχουν σχέση και δεν εξαρτιούνται από τις ποικίλες μορφές κυβερνητικής εξουσίας, γιατί σε μια τέτοια περίπτωση είναι πολύ πιθανό να ρυμουλκηθεί ο σύλλογος προς κυβερνητικές θέσεις.84 Άλλω­στε, ο Άβλιχος και για λόγους ιδεολογικούς, ως αναρχικός και άρα ως αντιε­ξου­σια­στής, ήταν αντίθετος με οποιασδήποτε μορφής σχέση με την εξουσία. Γι’ αυτό και αυτή η διαφωνία του έκρινε και τη σχέση του με το σύλλογο: διέρ­ρηξε κάθε δεσμό μαζί του. Ήδη από τον Οκτώβριο του 1873 είχε διατυπώσει την απαι­σιοδοξία και την πλήρη απογοήτευσή του: «Διά τόν σύλλογον δέν ἔχω πλέον ἐλπίδα διόλου. Οὔτε καί ἄν ἤθελε μέ πιάσουν ἀπό τόν λαιμό ἤθελε συ­γκατατεθῶ νά συμπράξω μέ τούς ἐδῶ».85 Για να φτάσει, στην τελευταία από Αθήνα επιστολή του (1-11-1873), να δηλώσει: «Πετρέλαιο εἰς τόν σύλλογον ἐάν περάση τοιαύτη πρότασις. Ἐγώ δέν θά εἶμαι πλέον μαζί σας».86 Κι έτσι «άδο-ξα» τελείωσε η παρουσία του Άβλιχου στην Αθήνα, χωρίς βέβαια να γνωρίζου-με μέχρι σήμερα ποιο ήταν το τελικό αποτέλεσμα εκείνης της προσπά­θειας.87
Ωστόσο, αυτή η αρνητική εμπειρία ώθησε το νεαρό Κεφαλονίτη σε κά­ποιες υπερβολικές μάλλον γενικεύσεις για την Αθήνα και τους Αθηναίους. Πε­ριγράφει την πνευματικότητα της ελληνικής πρωτεύουσας με τα πιο μελανά χρώματα, καθώς την παρομοιάζει με βάλτο πνευματικό, όπου κινδυνεύουν να χαθούν όχι μόνο οι φιλοπρόοδοι νέοι αλλά και οι έμπειροι άνθρωποι.88 Η συ­ναναστροφή του με τους Αθηναίους τον έπεισε ότι πρόκειται για ανθρώπους χωρίς προοπτική, για άτομα που δε θέλουν να προσπαθήσουν να πάνε ένα βήμα μπροστά,89 για να φτάσει στην τελική εκτίμηση ότι «νά φτιάσω ἀνθρώπους ἀπό ρωμηούς δέν εἶναι στό χέρι μου. Ὅ,τι κάμη τοῦ Θεοῦ τό χέρι τό παντοδύ­ναμο».90 Γι’ αυτό μετανιωμένος αναφωνεί: «Καταραμένη ἡ στιγμή πού ἀποφά­σισα νά ἔλθω ἐδῶ!».91 Και αυτή η τέλεια απογοήτευση έχει προκαλέσει στο νε­αρό Άβλιχο τέτοιο πανικό και τέτοια απελπισία που ομολογεί: «[…] θέλω νά φύγω ἀπό ἐδῶ […] θά φύγω, θά φύγω ἀπό αὐτήν τήν κόλασιν […]».92

Δ. Εγκατάσταση στην Κεφαλονιά

Μέσα σ’ ένα τέτοιο κλίμα και κάτω από αυτές τις συνθήκες ο Άβλιχος, μετανιωμένος, απογοητευμένος, απελπισμένος, θα εγκαταλείψει την Αθήνα το χειμώνα του 1873, διακόπτοντας έτσι μια πολιτική δραστηριότητα, την οποία με όρεξη, προθυμία και αισιοδοξία είχε αναλάβει πριν από ένα χρόνο. Θα πά­ρει πάλι το δρόμο προς την Ευρώπη, για να συμπληρώσει ενδεχομένως τις σπουδές του, κυρίως όμως για να εμπλουτίσει τη φιλοσοφική, ιδεολογική και πολιτική του μόρφωση μέσα από ταξίδια στις ονομαστές πόλεις της Ελ­βετίας, Γαλλίας και Ιταλίας.93 Τελικά το 1877 επέστρεψε στην Ελλάδα και, αφού για ένα διάστημα παρέμεινε στην Κέρκυρα για λόγους υγείας, 34 χρονών εγκατα­στά­θηκε το 1878 οριστικά στο Ληξούρι.94 Εκεί, σύμφωνα με τους βιογράφους και μελετητές του, ο τριαντατετράχρονος πλέον Άβλιχος θα περάσει (με σύ­ντομη ενδιάμεση κατά περιόδους διαμονή στο Αργοστόλι) την υπόλοιπη ζωή του, απέχοντας συνειδητά από κάθε πολιτική πρακτική δράση και οποιαδή­ποτε αγωνιστική συμμετοχή.95
Για μας, ωστόσο, παραμένει το ερώτημα: πώς είναι δυνατόν ένα πρό­σωπο τόσο καλά καταρτισμένο ιδεολογικά, τόσο έμπειρο πολιτικά και γενικό­τερα γνώστης των σύγχρονων κοινωνικών φαινομένων να επιλέξει, επιστρέφο­ντας στη γενέτειρά του, να αρνηθεί τον εαυτό του, να σταματήσει κάθε δρα­στηριότητα και να οδηγηθεί στην αποχή από τα κοινωνικά, πολιτικά τεκται­νόμενα του νησιού του; Και μάλιστα τη στιγμή που αντικειμενικά εκείνη η πε­ρίοδος και η αμέσως επόμενη (τελευταίο τέταρτο του 19ου και δυο πρώτες δε­καετίες του 20ού αιώνα) ήταν γεμάτες από κοινωνικές διεργασίες, πολιτικές ανακατατάξεις και εντονότατες ιδεολογικές αντιπαραθέσεις τόσο στην Κεφαλο­νιά96 όσο και στη γειτονική Πάτρα και στην Αθήνα.97 Οι μελετητές, βέ­βαια, του Άβλιχου έχουν δώσει την εξήγησή τους: ήταν η απογοήτευση που ο ίδιος ένιωσε από την κοι­νωνική πραγματικότητα του τόπου του,98 ήταν η παρα­νόηση και παρερμηνεία των λόγων και των κινήσεών του από τους σε κα­τώ­τερο πολιτικό-κοινωνικό και πνευματικό επίπεδο ευρισκόμενους συντοπίτες του.99
Αλλά και αυτοί ακόμη να ήταν οι λόγοι, που οδήγησαν το μέχρι τότε δραστήριο και «ζωντανό» Άβλιχο «να κάνει με την επιμελημένη και οριστική αποστροφή του προς το περιβάλλον τη μεγάλη και αποφασιστική αναδίπλωση στον εαυτό του»,100 θα είχε μεσολαβήσει αναντίρρητα ένα σοβαρό χρονικό διάστημα μέχρι να συνειδητοποιηθεί και από τις δυο πλευρές (Άβλιχος – συ­ντοπίτες) η αδυναμία κατανόησης και επικοινωνίας. Σε αυτό το κρίσιμο, κατά τη γνώμη μας διάστημα, ποιες ήταν άραγε οι επιδιώξεις και οι κινήσεις του νε­οφερμένου αναρχικού; Γιατί αποκλείεται να έμεινε «με σταυρωμένα τα χέ­ρια», αποκλείεται να μην είχε κοινωνικο-πολιτική δράση. Και να γιατί: Στην Κεφα­λονιά και στη γειτονική περιοχή της Πάτρας και του Πύργου Ηλείας, εκείνη την εποχή, από τη δεκαετία του 1870 μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα, αναφέρο­νται ιδεολογικές διεργασίες και πολιτικές οργανωτικές συσπειρώσεις, και μά­λιστα κάτω από την επιρροή της αναρχικής κίνησης του Μπακούνιν.101 Και πιο συγκεκριμένα:
Μαθαίνουμε από το δημοσιογραφικό όργανο των αναρχικών της Βέρ­νης, (Αύγουστος του 1877), ότι ήδη, ανάμεσα σε άλλες ελληνικές πόλεις, λει­τουρ­γεί και στην Κεφαλονιά αναρχική οργάνωση102 – μια πληροφορία που δεν έχει ακόμη επιβεβαιωθεί από ελληνικές αρχειακές πηγές. Αυτό πρακτικά ση­μαίνει ότι, όταν εγκαθίσταται οριστικά στο Ληξούρι ο Άβλιχος (1878), πρέπει να συ­ναντήθηκε με αυτή την οργάνωση και φυσιολογικά να εντάχθηκε ή του­λάχιστο να δημιούργησε μια μόνιμη επαφή και συνεργασία με τους αναρχικούς συμπα­τριώτες του, οι οποίοι μάλιστα θα επεδίωξαν να αξιοποιήσουν την εμπειρία του νεοφερμένου ομοϊδεάτη τους. Ένα δεύτερο στοιχείο: Ο Διονύσιος Αμπελι­κόπουλος, από τα κυριότερα στελέχη του αναρχικής απόχρωσης «Δη­μοκρατι­κού Συνδέσμου του Λαού» της Πάτρας αλληλογραφούσε, ήδη από το 1876, με παρεμφερείς αναρχικο-σοσιαλιστικές οργανώσεις στη Βέρνη, στην Μπολώνια και στο Μιλάνο και δημοσίευε άρθρα του στα αναρχικά έντυπά τους.103 Είναι λογικό να δεχτούμε ότι ερχόμενος το 1878 στην Κεφαλονιά ο Άβλιχος θα επε­δίωξε επαφή με το γνωστό στους αναρχικούς κύκλους της Βέρ­νης Έλληνα αναρχικό Δ. Αμπελικόπουλο και γενικότερα με την αναρχική κί­νηση της Πά­τρας.104
Γι’ αυτές, λοιπόν, τις, κατά τη γνώμη μας, παραπάνω προφανείς σχέσεις και επαφές του Άβλιχου, αμέσως μετά την εγκατάστασή του στην Κεφαλονιά, δεν έχουμε καμιά πληροφορία μέχρι σήμερα. Γιατί δεν είναι δυνατόν ο δρα­στήριος, όπως μέχρι τότε τουλάχιστον είχε παρουσιαστεί, Άβλιχος να αρκέ­στηκε στη διάδοση των αναρχικών ιδεών του μόνο μέσα από τα ποιήματά του ή τις συζητήσεις με τους φίλους του.105  Οφείλουμε, επομένως, να αναρωτηθούμε επίμονα και επίμονα να ανιχνεύσουμε τη δράση του εκείνη την περίοδο της ζωής του. Το θέμα αυτό δεν μπορεί να θεωρείται, όπως μέχρι τώρα έχει φανεί, «κλειστό»,106 ενώ, αντίθετα, πρέπει να εντοπιστούν οι συντεταγμένες μιας, θα λέγαμε, «έρπουσας συνω­μοσίας σιωπής». Για να αποτραβηχτεί, επομένως, ο Άβλιχος από την ενεργή πο­λιτική δράση και να στραφεί στη σάτιρα και στην αμείλικτη κριτική κάθε κυ­ρίαρχου εξουσιαστικού κέντρου, θα πρέπει να διά­νυσε ικανό διάστημα, γεμάτο προφανώς με αγωνιστική δραστηριότητα, στην πατρίδα του μετά το 1878 και θα πρέπει να συνέβησαν στο μεταξύ σοβαρά πράγματα, για να τον απογοητεύ­σουν και να τον μεταβάλουν σε αναχωρητή. Μόνο η επίμονη και ενδελεχής έρευνα και μελέτη αρχειακών πηγών και εφημε­ρίδων της εποχής θα δώσει απά­ντηση στην παραπάνω υπόθεση εργασίας.


































ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1.            Εφόσον ο Μ. Άβλιχος έμεινε στην Ευρώπη δέκα χρόνια και εγκαταστάθηκε τε­λικά στο Ληξούρι, μόνιμα σε ηλικία 34 ετών (βλ. Αριστείδης Ρουχωτάς, Τα Άπα­ντα Μικέλη Άβλιχου, Αθήναι 1976, σ. 8), έφυγε για σπουδές στη Βέρνη της Ελβε­τίας το 1867 σε ηλικία περίπου 23 ετών. Ο Γιώργος Αλισανδράτος, «Τα πενήντα χρόνια του Μικέλη Άβλιχου», Νέα Εστία, τόμ. 83 (1968), σ. 48, κάνει λόγο για δεκαπέντε περίπου χρόνια παραμονής στην Ευρώπη.
2.            Για το Ρώσο θεωρητικό και επαναστάτη, από τους θεμελιωτές του αναρχισμού, Μιχαήλ Αλεξάντροβιτς Μπακούνιν (1814, Ρωσία – 1876, Ελβετία) και τη θεωρία του βλ. Λ. Φ. Ήλιτσεφ – Π. Η. Φεντοσέγιεφ, Φιλοσοφικό Εγκυκλοπαιδικό Λε­ξικό, εκδ. Κ. Καπόπουλος, Αθήνα 1986, τόμ. 3, σσ. 432-433, στο λήμμα Μπακού­νιν: το κράτος είναι η κύρια αιτία των κοινωνικών κακών και η βασική πηγή κα­ταπίεσης του ανθρώπου, γι’ αυτό και πρέπει να εξαφανιστεί κάθε μορφή κρατι­κής διοίκησης και εξουσίας, για να εγκαθιδρυθεί ένα καθεστώς απεριόριστης ελευθερίας και πλήρους απαλλαγής του ανθρώπου από κάθε μορφή εξάρτησης και εξουσίας μέσα από ένα σύστημα ομοσπονδίας γεωργικών και εργοστασια­κών – βιοτεχνικών, παραγωγικών γενικότερα, συνεταιρισμών. οι θρησκείες και οι πόλεμοι είναι σύμφυτα του κράτους και της εξουσίας και αντίθετα με τα πραγ­ματικά συμφέροντα και ενδιαφέροντα του ανθρώπου. Ο αναρχισμός (με κύριους δημιουργούς του τους Προυντόν, Μπακούνιν και Κροπότκιν) ως κοινωνικο-πο­λιτικό ρεύμα διαμορφώθηκε και διαδόθηκε στην κυρίως Δυτική Ευρώπη κατά την περίοδο 1840-1880 με ιδιαίτερη ανάπτυξη κατά τη δεκαετία του 1870 και, μετά από μια σύντομη περίοδο κάμψης, με τάσεις αναζωογόνησής του στις αρχές του 20ού αιώνα. Βλ. σχετικά ό.π., τόμ. 1, σσ. 118-120, στο λήμμα αναρχισμός., επίσης βλ. Roderick Kedward, Οι Αναρχικοί, εκδ. Υδροχόος, Αθήνα 1972.
3.            Χ. Αντωνάτος, «Μικέλης Άβλιχος. Η ζωή και το έργο του», Ο Νουμάς, αρ. 683, 9 Μαΐου 1920, σ. 294.
4.            Ε. Μάλαινος, «Αντί Προλόγου», στην έκδοση του Χαρ. Λιναρδάτου, Μικέλη Άβλιχου, Τα Ποιήματα, Αθήναι 1959, σ. ιβ΄.
5.            Γ. Φτέρης, «Μικελάκης Άβλιχος», Ηώς, αρ. 58-60, 1962, σ. 157.
6.            Γ. Αλισανδράτος, ό.π., σ. 48.
7.            Α. Ρουχωτάς, ό.π., σσ. 10, 11: Και η «μαθήτριά» του Ιουστίνα (= Καλομοίρα Κου­ρούκλη – Ματαράγκα), «Ο Άβλιχος στο Ληξούρι», Ο Νουμάς, ό.π., σ. 291, ανα­φέρει για την κρεμασμένη στο γραφείο του ποιητή φωτογραφία του Μπακούνιν.
8.            Απ’ ό,τι γνωρίζουμε η γνωριμία Άβλιχου – Μπακούνιν δεν τεκμηριώνεται από πουθενά, παρά μόνο από τις αφηγήσεις του ίδιου του ποιητή προς τον κύκλο των μαθητών και φίλων του. Κι εμείς πιστεύουμε ότι οι δυο άνδρες πρέπει να γνωρίστηκαν. Ο Ζ. Παπαντωνίου, που γνώρισε τον Άβλιχο στην Αθήνα στις πα­ραμονές των Βαλκανικών Πολέμων, αναφέρει ότι ο Ληξουριώτης ποιητής είχε αλληλογραφία με τον Μπακούνιν, βλ. εφ. Ημερήσιος Τύπος, 9-5-1929, στο Α. Ρουχωτάς, ό.π., σ. 25. Ο Γ. Φτέρης, που κι αυτός γνώρισε τον ποιητή το 1916 στην Κεφαλονιά, μας πληροφορεί ότι ο Άβλιχος το 1876 πήγε στην Ελβετία στην κη­δεία του Μπακούνιν, βλ. εφ. Το Βήμα, 4-6-1961 και Γ. Φτέρης, «Μικελάκης Άβλι­χος», Ηώς, ό.π., σ. 157.
9.            Βλ. Χ. Αντωνάτος, ό.π.
10.        Επομένως, δεν είναι ορθή κατά τη γνώμη μας η εκτίμηση του Ε. Μάλαινου, ό.π., σ. ιγ΄, ότι ο Άβλιχος στα νεανικά του χρόνια «ίσως ενόμισε μόνον ότι επίστευεν» στον αναρχισμό, αλλά και ότι στην κατοπινή, ώριμη περίοδο της ζωής και της ποιητικής του δημιουργίας ο αναρχισμός για τον Ληξουριώτη ποιητή «είχεν απομείνει σαν επίχρισμα, κάτι σαν επάγγελμα, ανυστερόβουλο βέβαια και ανι­διοτελές, που το εσυντρόφευε μόνον μιαν ελαφρή σκιά ματαιοδοξίας ανώδυνης και αφελούς – επάγγελμα που δεν εχρησίμευε σε τίποτε άλλο παρά μόνο για να δικαιολογή την απομόνωσί του, τον ασκητισμό του, την απραξία του και κά­ποιες λόξες του, που, ηρωποιημένες κάτω απ’ το ερυθρό φως της αναρχίας, επρο­καλούσαν αντί της ειρωνείας τον θαυμασμό».
11.        Βλ. R. Kedward, ό.π., στο συμπληρω­ματικό για την ελληνική έκδοση κεφάλαιο, γραμμένο από τους υπεύ­θυνους των εκδόσεων «Υδροχόος», «Ο αναρχισμός στην Ελλάδα», σσ. 107-109.
12.        Βλ. Μιχάλης Δημητρίου, Το ελληνικό σοσιαλιστικό κίνημα, τόμ. Α΄: Από τους ουτοπιστές στους μαρξιστές, εκδ. Πλέθρον / Γαβριηλίδη, Αθήνα 1985, σ. 176.
13.        Για την Αγγλοκρατία στην Κεφαλονιά (1809-1815: Αγγλική κατοχή, 1815-1864: Βρετανική Προστασία) βλ. Γεώργιος Μοσχό­πουλος, Ιστορία της Κεφαλονιάς, τόμ. Β΄, εκδ. Κέφαλος, Αθήνα 1988, σσ. 59-102.
14.        Για όλα αυτά βλ. ό.π., σσ. 141-202. Επίσης βλ. Σπύρος Βερύκιος, Ιστορία των «Ηνω­μένων Κρατών» των Ιονίων Νήσων, η αποκληθείσα «Βρετανική Προστα­σία» και οι αγώνες των Επτανησίων διά την εθνικήν αποκατάστασιν, 1815-1864, Αθήναι 1964. Μιράντα Παξιμαδοπούλου – Σταυρινού, Οι εξεγέρσεις της Κεφαλληνίας κατά τα έτη 1848 και 1849, έκδοση Εταιρείας Κεφαλληνιακών Ιστορικών Ερευνών, Αθήνα 1980. Αγγελο-Διονύσης Δεμπόνος, Η Πειθαρχική Προστασία, έκδοση Επιτροπής Καλλιτεχνικών και Πολιτιστικών Εκδηλώσεων Δήμου Αργοστολίου, Αργοστόλι 1985. Σπύρος Λουκάτος, «Τα δύο ψηφίσματα της Ένωσης των Επτανήσων με την Ελλάδα: το ψήφισμα των Ριζοσπαστών στη Θ΄ Ιόνιο Βουλή και το ψήφισμα της ΙΓ΄ Ιονίου Βουλής. Συγκριτική θεώρηση και αξιολογική αποτίμηση», Κεφαλληνιακά Χρονικά, τόμ. 9 (2003), σσ. 79-96. ο ίδιος, Η Επτανησιακή Πολιτική Σχολή των Ριζοσπαστών, υπό έκδοση από το Σύνδεσμο Φιλολόγων Κεφαλονιάς – Ιθάκης. Γιώργος Αλισανδράτος, Επτανησια­κός Ριζοσπαστισμός. Σχέδιο για δοκίμιο πολιτικής ιστορίας, έκδοση Εταιρείας Κεφαλληνιακών Ιστορικών Ερευνών, Αργοστόλι 2006.
15.        Βλ. σχετικά Α-Δ. Δεμπόνος, Το Αναγνωστήριον «Η Ομόνοια» Ληξουρίου, έκ­δοση Πολιτιστικού και Εορταστικού Κέντρου Ληξουρίου, Ληξούρι 1995. Πέτρος Πετράτος, Οι πολιτικές λέσχες στην Κεφαλονιά κατά την περίοδο της Αγγλο­κρατίας, υπό έκδοση, το σχετικό κεφάλαιο «Αναγνωστήριον “Η Ομόνοια”».
16.        Βλ. γι’ αυτόν Ηλίας Τσιτσέλης, Κεφαλληνιακά Σύμμικτα, τόμ. Α΄, εν Αθήναις 1904, σσ. 561-564.
17.        Γι’ αυτόν βλ. ό.π., σσ. 649-669.
18.        Βλ. γι’ αυτούς Πέτρος Πετράτος, ό.π., Μέρος Δ΄, «Πρωσοπογραφικός Κατάλο­γος».
19.        Βλ. γι’ αυτές Π. Πετράτος, «Ανδρέα Λασκαράτου: “Επαναστατικά κυνήματα (sic) των χωριανών εις το Ληξούρι τους 1842-1843”», Πρακτικά Συνεδρίου «Αν­δρέας Λασκαράτος» - 100 χρόνια από το θάνατό του (1901-2001), (Αργοστόλι – Λη­ξούρι, 28-31 Οκτ. 2001), Αργοστόλι, 2004, σσ. 361-370.
20.        Βλ. σχετικά Μ. Παξιμαδοπούλου – Σταυρινού, ό.π., σσ. 123-128.
21.        Βλ. γι’ αυτόν Η. Τσιτσέλης, ό.π., σσ. 216-224.
22.        Βλ. Α-Δ. Δεμπόνος, Η Πειθαρχική Προστασία, ό.π., σσ. 369-370.
23.        Αυτά διακήρυσσε ο Παναγιώτης Πανάς (1832-1896), (βλ. γι’ αυτόν Η. Τσιτσέλης, ό.π., σσ. 507-510. Ερασμία-Λουΐζα Σταυροπούλου, Παναγιώτης Πανάς (1832-1896). Ένας ριζοσπάστης ρομαντικός, εκδ. Επικαιρότητα, Αθήνα 1987) το 1858, εκφράζοντας την άποψη των Κεφαλονιτών ριζοσπαστών, όταν ήδη τα πράγματα οδηγούσαν στο σχίσμα του ριζοσπαστισμού, μέσα από την εφ. Κεραυνός, φ. 4, 2-9-1858, 1α, την οποία εξέδιδε εκείνη την περίοδο με τη βοήθεια του Δημητρίου Ζερβού και του Ανδρέα Μομφερράτου, αδελφών των δύο αντίστοιχα ηγετικών στελεχών του ριζοσπαστισμού, μετά από απόφαση της ριζοσπαστικής πολιτικής λέσχης του «Δημοτικού Καταστήματος», βλ. Παναγιώτης Πανάς, Ριζοσπάσται και βελτιώσεις εν Επτανήσω, εν Κεφαλληνία 1880, σ. 25.
24.        Για τον Ιωσήφ Μομφερράτο βλ. Η. Τσιτσέλης, ό.π., σσ. 482-489. Π. Πανάς, Βιογρα­φία Ιωσήφ Μομφερράτου, εν Αθήναις 1888. Σπύρος Λουκάτος, «Το πρό­γραμμα και οι δραστηριότητες του Ιωσήφ Μομφερράτου, βουλευτή στη Β΄ εν Αθήναις Εθνοσυνέλευση (Αύγουστος 1864)», Κεφαλληνιακά Χρονικά, τόμ. 6 (1994), σσ. 293-305 και οι μελέτες του. Γ. Αλισανδράτου, «Ιωσήφ Μομφερράτου αυτοβιογραφικά σημειώματα (Συμβολή στον Επτανησιακό Ριζοσπαστισμό)», Δελτίον Αναγνωστικής Εταιρείας Κερκύρας, τόμ. 7 (1970), σσ. 7-34. «Ιωσήφ Μομφερράτου ανέκδοτα γράμματα στους αδελφούς του από την Ερείκουσα», Κεφαλληνιακά Χρονικά, τόμ. 3, (1978-1979), σσ. 235-286. «Ανέκδοτα γράμματα του Ιωσήφ Μομφερράτου (Συμβολή στην ιστορία του Επτανησιακού Ριζοσπα­στισμού)», Πρακτικά Δ΄ Πανιονίου Συνεδρίου, τόμ. Α΄, Κέρκυρα 1980, σσ. 3-23. «Άλλα τρία γράμματα του Ιωσήφ Μομφερράτου», Κεφαλληνιακά Χρονικά, τόμ. 5 (1986), σσ. 267-274. «Ανέκδοτα γράμματα του Ιωσήφ Μομφερράτου από τις εξορίες του στους Οθωνούς και την Ερείκουσα», Πρακτικά Διεθνούς Συμποσίου Ιστορίας, από το Κέντρο Μελετών Ιονίου, Κέρκυρα, Μάιος 1988, Αθήνα 1997, σσ. 11-35.
25.        Βλ. Α. Ρουχωτάς, ό.π., σσ. 4, 11 αλλά και σσ. 182-190, όπου οι επιστολές του Άβλι­χου προς τον «αδελφό», «φίλτατο», «περιπόθητο» Ανδρέα Μομφερράτο από την Αθήνα, την Κέρκυρα, το Τουρίνο (1872, 1873, 1876, 1877).
26.        Βλ. Α. Ρουχωτάς, ό.π., σ. 11. Ε.-Λ. Σταυροπούλου, ό.π., σ. 73.
27.        Βλ. Ε.-Λ. Σταυροπούλου, ό.π., σσ. 135, 139.
28.        Βλ. ό.π., σ. 144.
29.        Βλ. ό.π., σ. 93.
30.        Βλ. Α. Ρουχωτάς, ό.π., σ. 188, όπου επιστολή του Άβλιχου προς τον Ανδρέα Μομ­φερράτο (21 Ιουνίου 1876 από το Τουρίνο): «[…] σοῦ ἐσωκλείω γράμμα διά τόν ἀδελφόν Παναγιώτην Πανᾶν […] Εἶναι γράμμα ἑνός ἐδῶ σοσιαλιστοῦ φίλου μου».
31.        Για τον Γεώργιο Τυπάλδο Ιακωβάτο βλ. Η. Τσιτσέλης, ό.π., σσ. 649-669.
32.        Βλ. Α. Ρουχωτάς, ό.π., σ. 121, όπου το σχετικό ποίημα με τίτλο «Το καυτό δάκρυ μου εμπρός στα Δαρδανέλια» και η αφιέρωση «Αφιερωμένο στη μνήμη του Γε­ωργ. Ιακωβάτου.
33.        Για τον Α. Λασκαράτο (1811-1901) βλ. πρόχειρα Άπαντα Ανδρέα Λασκαράτου, Εισαγωγή – Σημειώσεις – Γλωσσάριο – Κριτική ανθολογία – Βιβλιογραφία Αλέ­κου Παπαγεωργίου, τόμ. Γ΄,  εκδ. Άτλας Ο.Ε., Αθήνα 1959, σσ. θ΄ - ν΄.
34.        Το πρώτο φύλλο του Λύχνου κυκλοφόρησε στις 5-5-1859 και τελευταίο (49ο) την 1η-7-1868. Το έντυπο αυτό δεν είχε πάντα τακτική έκδοση.
35.        Τα φύλλα 14 (29-10-1860) – 17, 21, 29 και 37-38 (2-7-1862) τιτλοφορήθηκαν από τον Α. Λασκαράτο Λυχνιές, γιατί με αυτά ο εκδότης τους ήθελε να προκαλέσει «χτυπιές με το Λύχνο» στους αντιπάλους του, ανάμεσα στους οποίους συμπερι­λαμ­βάνονταν και οι ριζοσπάστες. Βλ. Άπαντα Ανδρέα Λασκαράτου, ό.π., τόμ. Γ΄, σσ. 227-438, όπου τα φύλλα αυτού του λασκαράτειου έντυπου (Λύχνος και Λυ­χνιές). Βλ. επίσης μια σύντομη κριτική παρουσίαση του Λύχνου Αμαλία Ανου­σάκη, «Η εφημερίδα “Λύχνος” που εξέδιδε ο Ανδρέας Λασκαράτος», Κυμοθόη, τχ. 6-7, Αργοστόλι, Δεκ. 1995, σσ. 39-43.
36.        Α. Ρουχωτάς, ό.π., σ. 6. στις σσ. 181-182 βλ. τις σχετικές επιστολές (με αρ. 1 και 2) του Άβλιχου προς τον Λασκαράτο: «Ἕως τόρα ἐδεχόμουνα τήν ἐφημερίδα σας τό “Λύχνο”, τόρα πού ἐμεταβλήθη είς “Λυχνιές”!! παρακαλῶ νά παύσετε τό στάλ­σιμό της εις εμέ».
37.        Βλ. ό.π., σ. 49, ποίημα του Άβλιχου αφιερωμένο στον Λασκαράτο στην επέτειο των γενεθλίων του το 1879: «Καί τώρα στά καλά γεράματά σου / Πολλούς ἀκόμα Μάιδες νά χαρῆς / Νἄχουμε τήν καλή τή συντροφιά σου. / Οἱ συγγενεῖς, κ’ οἱ φίλοι σου εὐτυχεῖς, / Τό πνεῦμα σου νά εὐφραίνη τήν ψυχή μας / Κ’ ἡ ἀρετή σου νἆναι ἐμψύχωσί μας». Βέβαια, η εκτίμηση ήταν αμοιβαία, καθώς ο ίδιος ο Λασκαράτος στο Ιδού ο Άνθρωπος (1886) καταγράφει τις ευχαριστίες του στο «φίλο» του Μ. Άβλιχο, γιατί «διά τους χαρακτήρες τούτους χρεωστώ πολύ στες συνετές παρατήρησές» του, Άπαντα Ανδρέα Λασκαράτου, ό.π., τόμ. Β΄, σ. 18. Πρβλ. Α. Ρουχωτάς, ό.π., σ. 6, αλλά και σσ. 185, 188, όπου ο Άβλιχος από την Αθήνα ενδιαφέρεται για την πώληση ποιημάτων του Λασκαράτου.
38.        Ο Α. Λασκαράτος, προκειμένου να αντεπιτεθεί στον Π. Πανά, θα ξανακυκλοφο-ρή­σει το Λύχνο σε δύο φύλλα (φ. 50, 28-2-1894 και φ. 51, 7-3-1894). Βλ. Άπαντα Ανδρέα Λασκαράτου, ό.π., τόμ. Γ΄, σσ. 438-442.
39.        Διευθυντής της Έγερσης ήταν ο Θρασύβουλος Μομφερράτος, γιος του φίλου του Άβλιχου, Ανδρέα Μομφερράτου.
40.        Α. Ρουχωτάς, ό.π., σ. 182, όπου η επιστολή του Άβλιχου προς τον Α. Λασκαράτο. Πρβλ. Ε.-Λ. Σταυροπούλου, ό.π., σσ. 157-158.
41.        Γι’ αυτό το σημαντικό ευρωπαϊκό επαναστατικό γεγονός βλ. κυρίως A. Decoufle, La Commune de Paris, Παρίσι 1969. R. L. Williams, The Commune of Paris, Νέα Υόρκη 1969. La Commune de 1871, Editions Sociales, Παρίσι 1970. G. Soria, La grande Histoire de la Commune, Παρίσι 1970. Eug. Schulkind, The Paris Com­mune of 1871: The View from the Left, Λονδίνο 1972. Καρλ Μαρξ, Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1979. Γ. Κωνσταντινίδης, Η Κομμούνα του Παρισιού, εκδ. Μπάϋρον, Αθήνα 1973. Έλλη Παππά, Κομμούνα του 1871… Η επανάσταση του 21ου αιώνα, εκδ. Δελφίνι, Αθήνα 1992. Μ. Μ. Παπαϊωάννου, Η Παρισινή Κομμούνα και η Ελλάδα, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1995. Βλ. επίσης το πρόσφατα μεταφρασμένο στην ελληνική κλασικό έργο του Προσπέρ – Ολιβιέ Λισαγκαρέ, Ιστορία της Παρισινής Κομμούνας του 1871, εκδ. Ελεύθερος Τύπος, τόμ. Α΄, μτφρ. Χρ. Θεοδωροπούλου, Αθήνα 2005 και τόμ. Β΄, μτφρ. Άντα Γαρμπή, Αθήνα 2006.
42.        Γ. Φτέρης, «Μικελάκης Άβλιχος», ό.π., σ. 157. Και στο άρθρο του στο Βήμα, 4-6-1961 «Συντροφιά με τον Άβλιχο»: «Στο Παρίσι έπειτα εγνώρισε τους κύκλους της Κομμούνας του 1871», βλ. στο Α. Ρουχωτάς, ό.π., σ. 29.
43.        Για τους Έλληνες αναρχικούς ο Άβλιχος «τη χρονιά της μεγάλης επαναστατικής έκρηξης της Κομμούνας του Παρισιού βρέθηκε στο Παρίσι και υπάρχουν πληρο­φορίες (ανεξακρίβωτες ακόμα) ότι πήρε μέρος στην εξέγερση», R. Kedward, ό.π., σ. 108.
44.        Αναφέρεται ένας Σπανδωνής με χιώτικη καταγωγή, που υπηρέτησε ως διευθυ­ντής στα τηλεγραφεία της Κομμούνας, βλ. Μ. Μ. Παπαϊωάννου, ό.π., σ. 17, ση­μείωση. Επίσης αναφέρεται ότι ο σημαντικός Έλληνας επαναστάτης – διεθνιστής Παύλος Αργυ­ριάδης (Καστοριά 1849 - Παρίσι 1901) έγινε μέλος της κεντρικής επαναστατικής επιτροπής της Κομμούνας, ενώ η Μαρία Δαούδογλου φαίνεται ότι ήταν η μόνη Ελληνίδα που συμμετείχε στην Κομμούνα, η οποία εκτελέστηκε από τους κυβερνητικούς, βλ. Μ. Δημητρίου, ό.π., σσ. 41-42.
45.        Για τον πόλεμο αυτόν βλ. Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ, Παγκόσμια Ιστορία, μτφρ. Α. Σαραντόπουλος, τόμ. ΣΤ2, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα 1967, σσ. 860-880. S. Berstein, P. Milza, Ιστορία της Ευρώπης, μτφρ. Α. Δημητρακόπουλος, τόμ. 2, εκδ. Αλεξάνδρεια, σσ. 138-141. Σημειώνουμε παρενθετικά στο σημείο αυτό ότι εκείνη την περίοδο στο γαλλικό στρατό υπηρετούσε ως στρατηγός ο κεφαλονίτικης κα­ταγωγής Κάρολος – Σωτήριος Βούρβαχης (1816-1897), (βλ. Η. Τσιτσέλης, ό.π., σσ. 62-66), γιος του επίσης στρατιωτικού Διονυσίου Βούρβαχη, φίλου του ναπολεό­ντειου οίκου, ο οποίος ως εθελοντής από τη Γαλλία συμμετείχε στην Επανά­σταση του 1821 και σκοτώθηκε στις μάχες της Αττικής το 1826 (βλ. Η. Τσιτσέλης, ό.π., σσ. 59-62). Ο Κάρολος Βούρβαχης κατά το γαλλογερμανικό πόλεμο, διοικη­τής όντας της λεγόμενης στρατιάς της Ανατολής, νικήθηκε από τους Γερμανούς, βλ. ό.π., σσ. 64-65 και Πρ.–Ο. Λοσαγκαρέ, ό.π., τόμ. Α΄, σσ. 55, 141.
46.        Βλ. Αλ. Φ. Αλεξάνδρου, Απομνημονεύματα των εν Γαλλία μεταβάντων Ελλήνων εθελοντών κατά τον γαλλογερμανικόν πόλεμον του 1870 και εις το σύνταγμα των ελευθέρων σκοπευτών των Παρισίων υπηρετησάντων, Αθήναι 1871. (Η πληροφορία αυτή από τον Μ. Μ. Παπαϊωάννου, ό.π., σ. 17, σημείωση).
47.        Βλ. R. Kedward, ό.π., σ. 57.
48.        Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν μια έρευνα στη Γαλλία, στα Αρχεία της Παρισι­νής Κομμούνας, θα απέδιδε κάτι σχετικό με τον Άβλιχο.
49.        E. J. Hobsbawm, Η εποχή του Κεφαλαίου 1848-1875, μτφρ. Δ. Κούρτοβικ, εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1994, σ. 254.
50.        Ο τελικός απολογισμός 30.000 σκοτωμένοι ή εκτελεσμένοι κομμουνάριοι και 40.000 συλληφθέντες, ενώ οι διώξεις κατά των κομμουνάριων θα συνεχιστούν μέχρι το 1874, βλ. Πρ.-Ο. Λισαγκαρέ, τόμ. Α΄, ό.π., σ. 63.
51.        Βλ. Γ. Φτέρης, ό.π., σ. 157. Α. Ρουχωτάς, ό.π., σ. 29.
52.        Ο Μπλανκί, αν και δε συμμετείχε στα γεγονότα της Παρισινής Κομμούνας, γιατί ήταν τότε φυλακισμένος, υπήρξε σύμβολο για τους αγωνιστές του Παρισιού, κα­θώς ο ίδιος είχε δραστήρια συμμετοχή στις γαλλικές επαναστάσεις του 1830 και 1848, βλ. πρόχειρα, Πρ. Ο. Λισαγκαρέ, ό.π., σ. 37.
53.        Για το επεισόδιο αυτό βλ. ό.π., τόμ. Β΄, σσ. 56-57.
54.        Για τον Κουρμπέ βλ. ό.π., τόμ. Α΄, σ. 35.
55.        Βλ. Γ. Φτέρης, «Ο τελευταίος», Ο Νουμάς, ό.π., σ. 293.
56.        Τούτες τις σκέψεις τις κάνω ενθυμούμενος την ανάλογη περίπτωση του Χιώτη διαφωτιστή Αδαμάντιου Κοραή (1748-1833), ο οποίος υπήρξε στο Παρίσι «αυ­τόπτης μάρτυς» των κοσμοϊστορικών γεγονότων της Γαλλικής Επανάστασης του 1789 και με επιστολές του στο φίλο του Δημήτριο Λώτο, πρωτοψάλτη Σμύρνης, περιέγραφε και έκρινε τα γεγονότα εκείνα. Βλ. Επιστολαί Αδαμαντίου Κοραή, επιμέλεια Νικ. Δαμαλά, τόμ. Α΄, εν Αθήναις 1885, σσ. 130-340.
57.        Βλ. Α. Ρουχωτάς, ό.π., σσ. 182-188, όπου οι επιστολές του Άβλιχου προς το φίλο του Ανδρέα Μομφερράτο. οι επιστολές με αριθμό 4-11.
58.        Βλ. ό.π., σσ. 6-7.
59.        Για την περίοδο αυτή με τις σχετικές ανακατατάξεις βλ. Εμμ. Λυκούδης, Η εν Ελ­λάδι βιομηχανία και αι απεργίαι, Ερμούπολις 1883. Γιάννης Κορδάτος, Ιστορία της Ελλάδας, τόμ. ΧΙΙ, εκδ. 20ός Αιώνας, Αθήνα 1958, σσ. 303-337, 456-470. Νί­κος Σβορώνος, Επισκόπηση Νεοελληνικής Ιστορίας, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1976, σσ. 89-91, 100-105.
60.        Για τη διάδοση και πρόσληψη αυτών των ιδεών εκείνης της κρίσιμης δεκαετίας βλ. Κωστής Μοσκώφ, Εισαγωγικά στην ιστορία του κινήματος της εργατικής τάξης, εκδ. Καστανιώτης, Αθήνα 31988, σσ. 161-198. Μ. Δημητρίου, ό.π., σσ. 85-111. Παναγιώτης Νούτσος (εισαγωγή – επιμέλεια), Η σοσιαλιστική σκέψη στην Ελλάδα από το 1875 ως το 1974, τόμ. Α΄, (1875-1907), εκδ. Γνώση, Αθήνα 21995, σσ. 28-58.
61.        Για τη δράση του Π. Πανά εκείνη τη συγκεκριμένη περίοδο βλ. Ε.-Λ. Σταυροπού­λου, ό.π., σσ. 85-106, 136-152.
62.        Αξίζει να διαβαστεί, και όχι μόνο για την περίοδο που εδώ μας απασχολεί, το έργο του Γεωργίου Φιλάρετου, Σημειώσεις από του 75ου υψώματος (1848-1923), τεύχ. Α΄ (1848-1889), εν Αθήναις 1924.
63.        Για τη δράση και προσφορά του Ρόκκου Χοϊδά στο ελληνικό δημοκρατικό πρωτο­σοσιαλιστικό κίνημα βλ. Σπ. Λουκάτος, Ρόκκος Χοϊδάς, ο κήρυκας του ελληνικού σοσιαλισμού, έκδοση Αδελφότητας Κεφαλλήνων και Ιθακησίων Πει­ραιά και εκδ. Αλκυών, [Αθήνα 1984). Α-Δ. Δεμπόνος, Ρόκκος Χοϊδάς, ο επίγονος των Ριζοσπαστών, Αργοστόλι 1984.
64.        Βλ. εφ. Εργάτης, φ. 2, 30-8-1875, σσ. 1-2, όπου κύριο άρθρο του Π. Πανά με τίτλο «Ανάγκη διοργανώσεως του κόμματος».
65.        Μ. Δημητρίου, ό.π., σ. 89, αλλά και σσ. 86-111. Βλ. επίσης Γ. Κορδάτος, Ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος, εκδ. Μπουκουμάνη, Αθήναι 31972, σσ. 45-54. Κ. Μοσκώφ, ό.π., σσ. 161-164. Π. Νούτσος, ό.π., σσ. 52-56.
66.        Μετά το 1872 και συγκεκριμένα το 1875 θα ιδρυθεί στην Αθήνα ο πολιτικός σύλ­λογος «Ρήγας», (βλ. σχετικά Χαρίτων Κοριζής, Συμβολή στην έρευνα της ελληνι­κής πολιτικής ζωής και κοινωνίας στο 19ο αιώνα. Ο σύλλογος Ρήγας, Αθήνα 1969. Μ. Δημητρίου, ό.π., σσ. 36-38. Ε.-Λ. Σταυροπούλου, ό.π., σσ. 97-106), προς το τέλος αυτής της δεκαετίας θα εμφανιστεί ένας αναρχικός κύκλος (βλ. Κ. Μο­σκώφ, ό.π., σ. 164) – Αναρχικός Εργατικός Σύνδεσμος θα λειτουργήσει στην Αθήνα κατά τη δεκαετία του 1890 (βλ. ό.π., σσ. 168-171) – και το 1882 θα συ­γκροτηθεί το πρώτο εργατικό σωματείο της πρωτεύουσας, ο Εργατικός Σύνδε­σμος Τυπογράφων (βλ. σχετικά Γ. Κορδάτος, ό.π., σσ. 23-24. Κ. Μοσκώφ, ό.π., σ. 164. Π. Νούτσος, ό.π., σ. 59).
67.        Μόνο η Ε.-Λ. Σταυροπούλου, ό.π., σ. 99, στη σημείωση 157, κάνει σύντομη μνεία αυτής της προσπάθειας του Άβλιχου συγκρίνοντάς τη με ανάλογη του Π. Πανά.
68.        Βλ. Α. Ρουχωτάς, ό.π., σ. 184, επιστολή με αριθμό 7.
69.        Πρέπει να ερευνηθεί ποιο ήταν το καθοδηγητικό κέντρο αυτής της πολιτικής και τακτικής. Πρόκειται για ελλαδικό ή διεθνές, που επεδίωκε την ίδρυση και λει­τουργία δημοκρατικού πολιτικού συλλόγου στην ελληνική πρωτεύουσα.
70.        Ό.π., σ. 185, αρ. επιστολής 8.
71.        «[…] εἰς τήν ἔρημον ταύτην μοῦ εἶναι πολύ να στοχάζωμαι ἐπί πολύ […] Ἀλλά τί ἠμπορῶ νά κάμω ἀνάμεσα εἰς μίαν διασποράν ἐχθρικήν;», ό.π., σ. 182, αρ. επι­στολής 4.
72.        Βλ. Ε.-Λ. Σταυροπούλου, ό.π., σσ. 45, 174.
73.        Βλ. ό.π., σ. 100.
74.        Βλ. ό.π., σσ. 100, 151. Σπ. Λουκάτος, ό.π., σ. 142.
75.        Βλ. Ε.-Λ. Σταυροπούλου, ό.π., σσ. 73, 143. Π. Νούτσος, ό.π., σ. 49, σημ. 95. Α-Δ. Δεμπόνος, ό.π., σσ. 16, 83, 156.
76.        Βλ. Γιώργος Αλισανδράτος, «Ανέκδοτα γράμματα του Ιωσήφ Μομφερράτου. (Συμ­βολή στην ιστορία του Επτανησιακού Ριζοσπαστισμού)», Πρακτικά Δ΄ Πα­νιονίου Συνεδρίου, τόμ. Α΄ = Κερκυραϊκά Χρονικά, τόμ. 23 (1980), σσ. 8, 17-18.
77.        Αρθρογραφούσε και στην εφημερίδα του Πανά Εξέγερσις, βλ. Ε.-Λ. Σταυροπού­λου, ό.π., σ. 138. Π. Νούτσος, ό.π., σ. 143, σημ. 3.
78.        Βλ. Σπ. Λουκάτος, ό.π., σ. 31. Α-Δ. Δεμπόνος, ό.π., σ. 228, passim.
79.        Βλ. ό.π., σσ. 216, 273.
80.        Α. Ρουχωτάς, ό.π., σ. 184, αρ. επιστολής 7.
81.        Ό.π.
82.        Ό.π., σ. 187, αρ. επιστολής 11.
83.        Ό.π.
84.        Κάτι ανάλογο ίσχυε και στις ριζοσπαστικές πολιτικές λέσχες της περιόδου της Αγγλοκρατίας στην Κεφαλονιά: τα μέλη τους δεν έπρεπε να κατέχουν επιφανείς δημόσιες θέσεις του Κυβερνητικού διοικητικού μηχανισμού – στοιχείο που το γνώριζε ο Άβλιχος από την επαφή του με τους ριζοσπάστες στα χρόνια της Αγ­γλοκρατίας – ενώ αντίθετα η μεταρρυθμιστική πολιτική λέσχη του Αργοστολιού «Ο Κοραής» ενέγραφε ως μέλη της κυβερνητικούς υπαλλήλους, βλ. σχετικά στο υπό έκδοση έργο του Π. Πετράτου, Οι πολιτικές λέσχες στην Κεφαλονιά κατά την περίοδο της Αγγλοκρατίας, στα κεφάλαια «Αναγνωστήριον “Ο Κοραής”» και «Δημοτικόν Κατάστημα».
85.        Α. Ρουχωτάς, ό.π., σ. 186, αρ. επιστολής 10.
86.        Ό.π., σ. 187, αρ. επιστολής 11.
87.        Είναι πιθανό να λειτούργησε ο σύλλογος και μετά την αποχώρηση του Άβλιχου. Ίσως να πρόκειται για την αναρχική οργάνωση που έχει καταγράψει ανάμεσα σε άλ­λες οργανώσεις στην Ελλάδα το Bulletin de la Federation durassienne, (VI, αρ. 33-34, 26-8-1877, 8) δημοσιογραφικό όργανο των αναρχικών της Βέρνης, και λει­τουργεί στην Αθήνα μέχρι το 1877. Την πληροφορία αυτή την έκανε γνωστή στην ελληνική ερευνητική κοινότητα ο Γ. Κορδάτος, ό.π., σ. 51. Βλ. επίσης και Κ. Μοσκώφ, ό.π., σ. 164. Μ. Δημητρίου, ό.π., σ. 110.
88.        «Τρέχουν λοιπόν μεγάλον κίνδυνον νά ἀνακατωθοῦν μέ τήν ἑλληνικήν κοπρία [… και] ὅλοι ὅσοι ἐδῶ ἔκαμαν σπουδάς των, ὅλοι (χωρίς ἐξαίρεσι) ἤ πολύ ἤ λίγο ἐχαλάστηκαν εἰς αὐτόν τόν Βάλτο», ό.π.
89.        «Δέν μπορῶ νά σοῦ πῶ, γράφει τελείως απογοητευμένος στο φίλο του Α. Μομφερ­ράτο, πόσο ἐσκάθηκα καί τούς Ἕλληνες. Δέν ἔχω καμμίαν ἐλπίδα ἀπό αὐτούς», ό.π., σ. 186, αρ. επιστολής 10.
90.        Ό.π., σ. 186, αρ. επιστολής 11.
91.        Ό.π., σ. 186, αρ. επιστολής 10.
92.        Ό.π.
93.        Ο Λεωνίδας Χρηστάκης στην αξιοπρόσεκτη μελέτη του Η ιστορία της αλητείας, εκδ. Δελφίνι, Αθήνα 31993, σσ. 94-95, περιλαμβάνει, μαζί με τον αρχαίο Αθή­ναιο, το συγγραφέα των Δειπνοσοφιστών (δεύτερο μισό του 2ου αι. μ.Χ.), τον Παναΐτ Ιστράτι (1884-1935), τον Κοσμά τον Αιτωλό (1714-1779), το ζωγράφο Θεόφιλο (1866-1934), τον Θέμο Κορνάρο (1908-1970), το σύγχρονό μας τραγου­δοποιό Νι­κόλα Άσιμο (1953-1988) και πολλούς άλλους, και τον Μικέλη Άβλιχο: «Με μια διάθεση επαναστατική αλήτευε διά μέσου των χωρών της Ευ­ρώπης, ενώ ειρω­νικά και σκωπτικά έλεγε: “Ο κάθε άνθρωπος οφείλει να γεννη­θεί, να ζήσει και να πεθάνει στο ίδιο σπίτι!”».
94.        Βλ. Α. Ρουχωτάς, ό.π., σ. 8.
95.        Βλ. Χ. Αντωνάτος, ό.π., σ. 294. Χρίστος Θεοδωράτος, «Η συμβολή των Κεφαλλή­νων στα νεοελληνικά Γράμματα», Ηώς, ό.π., σ. 92. Γ. Αλισανδράτος, «Τα πενήντα χρόνια του Μικέλη Άβλιχου», ό.π., σ. 48. Α. Ρουχωτάς, ό.π., σσ. 8, 10.
96.        Βλ. Γ. Μοσχόπουλος, τόμ. Β΄, ό.π., σσ. 213-260. Σπ. Λουκάτος, «Ο πρώιμος εργατι­κός συνδικαλισμός στα Επτάνησα στα τέλη του 19ου αιώνα», Κυμοθόη, τχ. 5, Δεκέμβρης 1994, σσ. 7-33. Βλ. επίσης τις μονογραφίες που περιγράφουν κατατο­πιστικά την τότε κατάσταση στην Κεφαλονιά: Νικόλαος Τζουγανάτος, Ο Μαρί­νος Αντύπας και οι σοσιαλιστικές εξελίξεις στην Κεφαλονιά, έκδοση Αδελφό­τητα Κεφαλλήνων και Ιθακησίων Πειραιώς, Αθήνα 1978. Σπ. Λουκάτος, Μαρί­νος Σπ. Αντύπας. Η ζωή – η εποχή – η ιδεολογία – η δράση – και η δολοφονία του, έκδοση Ομοσπονδίας Κεφαλληνιακών και Ιθακησιακών Σωματείων, Αθήνα 1980. ο ίδιος, Ρόκκος Χοϊδάς, ο κήρυκας του ελληνικού σοσιαλισμού, ό.π.. Α-Δ. Δεμπόνος, Ρόκκος Χοϊδάς, ο επίγονος των Ριζοσπαστών, ό.π..
97.        Βλ. Κ. Μοσκώφ, ό.π., σσ. 161-258, 382-407. Γιώργος Λεονταρίτης, Το ελληνικό σοσιαλιστικό κίνημα κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, εκδ. Εξάντας, Αθήνα 1978. Μ. Δημητρίου, ό.π., σσ. 85-243, 301-316. Π. Νούτσος, ό.π., τόμ. Α΄, σσ. 28-106 και τόμ. Β΄ (1907-1925), εκδ. Γνώση, Αθήνα 1991, σσ. 33-156.
98.        Γράφει ο Γ. Αλισανδράτος, ό.π., «[…] προφανώς απογοητευμένος από την κοινω­νική πραγματικότητα, [… καθώς]  το ανήσυχο πνεύμα του και η καταλυτική εμπειρία της «Ευρώπης» δεν τον άφηναν να προσαρμοστεί στο στενό περιβάλλον του νησιού του». Στον R. Kedward, ό.π., σ. 108, διαβάζουμε ότι «η τρομακτική διαφορά κοινωνικού και πνευματικού περιβάλλοντος της μικρής αυτής επαρχια­κής κωμόπολης [του Ληξουριού] με την επαναστατημένη Ευρώπη δεν άργησε να οδηγήσει» τον Άβλιχο στην αποχή από την πολιτική δράση.
99.        Εξηγεί ο Χ. Αντωνάτος, ό.π.: «[…] ζει με περιορισμένες σχέσεις, περιστοιχισμένος πάντα από μερικούς θαυμαστές του […], γιατί παρεξηγείται από τον πολύ λαό, που ακόμα δεν τοὔχουν πέσει αφ’ τα μάτια του τα σύννεφα της νύχτας, του σκο­ταδιού, της ψευτιάς […], παρεξηγείται κάθε του λέξη εδώ, κάθε του κίνηση […]».
100.    Ο Γ. Μοσχόπουλος, «Η εσωστρέφεια και η απαισιοδοξία του Μικέλη Άβλιχου», Η Κεφαλονίτικη Πρόοδος, τχ. 2 (Φεβρ. 1972), σ. 13. «Κοσμοκαλόγερο» τον χα­ρακτηρίζει σε σημείο του άρθρου του ο Γ. Μοσχόπουλος.
101.    Για την αναρχική προβληματική και επιρροή, ειδικότερα των μπακουνιστών, εκείνη την εποχή και σ’ εκείνα τα μέρη κάνουν λόγο όλοι οι μελετητές του ελλη­νικού σοσιαλιστικού κινήματος. Βλ. Κ. Μοσκώφ, ό.π., σσ. 161-162, 165. Γ. Κορ­δάτος, ό.π., σσ. 51, 77. Μ. Δημητρίου, ό.π., σσ. 92-93, 109, 176.
102.    Βλ. Γ. Κορδάτος, ό.π., σ. 51. Κ. Μοσκώφ, ό.π., σ. 164. Μ. Δημητρίου, ό.π., σ. 110.
103.    Βλ. Γ. Κορδάτος, ό.π., σ. 47. Μ. Δημητρίου, ό.π., σ. 110. Π. Νούτσος, ό.π., τόμ. Α΄, σ. 54.
104.    Να σημειώσουμε στο σημείο αυτό ότι μόλις τον προηγούμενο χρόνο (καλοκαίρι του 1877) είχε αποφυλακιστεί ο Αμπελικόπουλος με άλλους συντρόφους του χάρη στις ενέργειες του Κεφαλονίτη δικηγόρου και βουλευτή Ρόκκου Χοϊδά, βλ. Σπ. Λουκάτος, Ρόκκος Χοϊδάς, ο κήρυκας του ελληνικού σοσιαλισμού, ό.π., σ. 133. Μ. Δημητρίου, ό.π., σσ. 107-109.
105.    Ο Γ. Φτέρης, «Ο τελευταίος» Ο Νουμάς, ό.π., σ. 293, μας πληρο­φορεί ότι στις συζη­τήσεις ο ποιητής έκανε λόγο για τις «κοινωνικές κι αθεϊστικές ιδέες του» ή υπογράμμιζε τις «ελπίδες του για την επικράτηση του αναρχισμού». Βλ. επίσης Ιουστίνα, ό.π., σσ. 291-292.
106.    Ακόμη και η αναρχική βιβλιογραφία, βλ. R. Kedward, ό.π., σ. 108, θεωρεί «κλει­στό» το θέμα, ενώ θα έπρεπε να αναρωτηθεί γι’ αυτές τις «λευκές» σελίδες της ζωής του Άβλιχου, τη στιγμή που είναι γνωστό ότι μέσα στο συγκεκριμένο κοι­νωνικο-πολιτικό και πνευματικό περιβάλλον του Ληξουριού και γενικότερα της Κεφαλονιάς την ίδια περίοδο υπήρχε σοβαρή ιδεολογικο-πολιτική κινητικότητα και με αναρχική παράμετρο.