Σάββατο 5 Ιανουαρίου 2013

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ ΤΟΥ ΜΑΚΗ ΤΖΙΛΙΑΝΟΥ "ΑΛΛΟΙΩΣΧΗΜΑ - 100 ΣΟΝΕΤΤΑ"


ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ
ΤΟΥ ΜΑΚΗ ΤΖΙΛΙΑΝΟΥ
 
ΑΛΛΟΙΩΣΧΗΜΑ – 100 ΣΟΝΕΤΤΑ

Εκδόσεις Δρόμων, Αθήνα 2010



[Η παρουσίαση του βιβλίου έγινε στο Δημοτικό 
Θέατρο Αργοστολιού στις 26 Αυγούστου 2010]



          Απόψε θα μιλήσουμε για Ποίηση. Πρακτικά, Ποίηση είναι ένα κωδικοποιημένο ημερολόγιο μιας βασανιστικής καθημερινότητας και ταυτόχρονα μια συστηματική αναδιάταξη της πραγματικότητας. Επομένως, εμείς εδώ απόψε ερχόμαστε να αποκωδικοποιήσουμε τον ποιητικό λόγο του Μάκη Τζιλιάνου, ώστε να κατανοήσουμε για ποια πραγματικότητα θέλει να μας μιλήσει. Ποίηση ακόμη είναι, σύμφωνα με τον ποιητή Τάσο Λειβαδίτη, «σα ν’ ανεβαίνεις μια / φανταστική σκάλα για να κόψεις ένα ρόδο αληθινό». Δηλαδή η Ποίηση κάνει το πέρασμα από το αδύνατο στο δυνατό, ή με άλλα λόγια η ίδια η ποιητική φαντασία γίνεται, μετατρέπεται σε διαδικασία αλήθειας. Άρα, πρέπει να εντοπίσουμε τη «φανταστική σκάλα» του Μ. Τζιλιάνου καθώς και το «αληθινό ρόδο» , που προσπαθεί να κόψει. Ας ελπίσουμε πως θα τα καταφέρουμε.

Ο Μάκης Τζιλιάνος είναι ένας πολυταξιδεμένος άνθρωπος γι’ αυτό και πολύτροπος, σύμφωνα με τον Γιάννη Γιάνναρη του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης. Μεγαλωμένος στην Κεφαλονιά, δεν ολοκλήρωσε τις ανώτατες σπουδές του στην Αθήνα, γιατί έφυγε μετανάστης το 1960 στην Αφρική και το 1967 στη Νέα Υόρκη, όπου ζει και εργάζεται μέχρι σήμερα και όπου αναπτύσσει πλούσια κοινωνική και πνευματική δραστηριότητα. Έχει παρακολουθήσει μαθήματα κινηματογραφικής και θεατρικής σκηνοθεσίας, ενώ ασχολήθηκε και με τη δημοσιογραφία. Στο Γιοχάνεσμπουργκ εξέδιδε το λογοτεχνικό περιοδικό «Ο Σταυρός του Νότου» και στη Νέα Υόρκη το «Νέα Εσπερία», περιοδικά με σημαντικότατη συμβολή στην ανάδειξη της ελλαδικής αλλά και της μεταναστευτικής ελληνικής λογοτεχνίας.
           Από την εφηβική του ηλικία ήταν ερωτευμένος με την ποίηση και γενικότερα με τη λογοτεχνία.  Μέχρι σήμερα έχει δοκιμαστεί σε αρκετά είδη του λόγου, ιδιαίτερα στο θεατρικό και το ποιητικό είδος. Μας έχει δώσει και παλαιότερα πειστικά και αξιόλογα δείγματα ποιητικής γραφής. Και έχει εκτιμηθεί η γραφή του ως δεξιοτέχνη, ιδιόμορφου βέβαια, στο χειρισμό του λόγου αλλά και ως σκεπτόμενου ανθρώπου, που συνεχώς βρίσκεται σε εγρήγορση. Μέχρι τώρα έχουν εκδοθεί τρεις ποιητικές συλλογές του: η νεανική του, Πρώτες Αναζητήσεις, (Αργοστόλι, 1958) και οι ώριμες, στη Νέα Υόρκη,  Εμπειρίες (1975) και Άνισες Φωνές (1979).

         Στην ποίησή του κινείται σ’ έναν ευρύτερο θεματικό χώρο: κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα, ζητήματα ελευθερίας, φιλοσοφικές αναζητήσεις και επιστημονικές ανησυχίες.  Οι θεματικές αυτές υπαγορεύονται από τα οικογενειακά και προσωπικά βιώματα της Κατοχής και του Εμφυλίου, από τις πολύχυμες εμπειρίες του ως μετανάστη, από τα προσωπικά του διαβάσματα, από τη συνεχή και καθημερινή ενασχόλησή του με τα ζητήματα της καθημερινότητας.
          Παρατηρείται μια ιδιομορφία στον ποιητικό του λόγο. Η γραφή του άλλοτε είναι φορτισμένη συγκινησιακά και άλλοτε, ή μάλλον τις περισσότερες φορές, είναι πυκνή. Γι’ αυτό και απαιτεί από τον αναγνώστη να θέτει σε λειτουργία τη λογική του και όχι τόσο το συναίσθημα. Πρέπει ο αναγνώστης να αφοσιωθεί στο κείμενο, για να κατανοήσει το ποίημα. Αρκετές φορές εμμένει σε λεπτομέρειες, καθώς ο ίδιος τις θεωρεί απαραίτητες. Άλλωστε, ο ίδιος ο Τζιλιάνος συνηθίζει να «φορτώνει» τη σελίδα με σημειώσεις διευκρινιστικές. Κάποτε οι σημειώσεις μπαίνουν για να πληροφορήσει τον αναγνώστη ποια ήταν η αφόρμηση για να γραφεί το συγκεκριμένο ποίημα.
          Κυρίαρχο είναι το αφηγηματικό ύφος, πάντα μέσα σε πλαίσια ρυθμικά. Γίνεται, βέβαια, αφηγητής με κριτική ματιά. Είναι, όμως, φορές που η έκφρασή του εγκλωβίζεται σε πεζολογίες. Δεν λείπουν, πάντως, όμορφες εικόνες με λυρισμό και περισσή ευαισθησία.
          Σε αυτή την ποιητική συλλογή ο Μ. Τζιλιάνος προτίμησε το σονέττο. Πρόκειται για ένα δύσκολο είδος, ή, καλύτερα, απαιτητικό, γιατί δεσμεύει το δημιουργό: πρέπει μέσα σε 14 στίχους να πει ό,τι έχει να πει, σε 14 στίχους με συγκεκριμένες προδιαγραφές τόσο στη μορφή (συλλαβές, ομοιοκαταληξία) όσο και στη δομή των νοημάτων (στην τελευταία στροφή ή στον τελευταίο στίχο η κεντρική ιδέα). Και υποχρεώνεται ο συνειδητός ποιητής να πειθαρχήσει. Αυτήν, ακριβώς, τη δυσκολία και απαιτητικότητα του σονέττου προσπαθεί να την τιθασεύσει ο Μ. Τζιλιάνος με το συνεχές κοίταγμα και ξανακοίταγμα του στίχου του. Όλα σχεδόν τα σονέττα της συλλογής είναι δουλεμένα αρκετές φορές.
          Ο Μ. Τζιλιάνος δουλεύει και ξαναδουλεύει το στίχο του. «Παίζει» πολύ με τις λέξεις. Ξέρει ότι «κάθε λέξη – για να θυμηθούμε το Γ. Ρίτσο – είναι μια έξοδος / για μια συνάντηση, πολλές φορές ματαιωμένη, / και τότε είναι μια λέξη αληθινή, σαν επιμένει στη συνάντηση». Για τις ανάγκες, λοιπόν,  του ποιήματός του γίνεται ο ίδιος γλωσσοπλάστης ή, θα έλεγα, πιο συγκεκριμένα «λεξιπλάστης» - για να χρησιμοποιήσω ένα νεολογισμό. Κινείται ως λεξιθήρας, όχι γιατί αναζητεί εξεζητημένες λέξεις, λέξεις για να εντυπωσιάσει, αλλά γιατί θέλει να εκφράσει καλύτερα, επιτυχέστερα, καταλληλότερα τα νοήματά του, αν και κάποιες φορές οι λέξεις του είναι σκληρές και τραχιές σαν τα ριζιμιά της Αγίας-Δυνατής, ή η πολυσημία των λέξεων καθιστά το λόγο του σκοτεινό και αινιγματώδη.
          Η γλωσσογνωσία του τον βοηθά ιδιαίτερα σε αυτή του την προσπάθεια, ενώ με αξιέπαινη ικανότητα αξιοποιεί την αρχαία ελληνική, χωρίς να αφήνει ανεκμετάλλευτη τη νεοελληνική. Έτσι, λοιπόν, αφού δεν τον ικανοποιεί το υπάρχον λεξιλόγιο, δημιουργεί ο ίδιος την κατάλληλη λέξη, επεμβαίνοντας με αυτόν τον τρόπο στον εμπλουτισμό και άρα στην εξέλιξη της γλώσσας. Νέα ρήματα, κυρίως ονόματα, και ουσιαστικά και επίθετα, επιρρήματα, σύνθετα, - όλα φορτίζουν ποικιλότροπα την ποιητική ατμόσφαιρα του έργου του.
          Αξίζει να αναφέρω κάποια χαρακτηριστικά παραδείγματα:
n  Ρήματα: (το φως) θερμίζει (48), (ο Ηρακλής) ροπάλωσε (61), σαβανοκρατά (78), αναπλωρίζω (94).
n  Ονόματα: (αστοί) νοόστενοι (σ. 25), (πατριάρχης) δολλαριασμένος (26), (καλλίπλοο) λιμάνιασμα (30), (γνώση) αιμορουφήκτρα (31), (χορός) γοφόκεντρος (32), ανάζηση (45), Θεοψαλμιάρης (49), καιρογράφος (52), (φύση) νεκρόχλωρη (62), (φιάλη) αερόκενη (65), στιχαλγία (71), (φως) παντοστεγές (87), αναγύριγο (90), (διχασμός) αιματορούφης (91), (νους) γενόθεος (98), συνδέσμωση (99), σκυβαλοσυλία (103), (λέξεις) βιόχνωτες (106).
n  Επιρρήματα: εσώτοπα (45), αχρίστιανα (74), αυτόπραγα (75), ατέχνευτα (75).
          Έχοντας, προφανώς, και ο ίδιος συνείδηση αυτής του της λεξιπλασίας, αλλά και γενικότερα της σημασίας που έχει η λέξη σ’ ένα ποίημα, μας εκμυστηρεύεται τον καημό του. Ακούστε τον:

Κι οι λέξεις μου, αιρετικές… (106).

Κι οι λέξεις μου, αιρετικές στο σύνολό τους,
κυκλοφορούν μ’ επίσημη άδεια λιτανείας
σε μια πορεία προς το λαό, μ’ άφθονους κρότους
γλωσσοτυμπάνων μιας παράγωνης αιτίας!
[…]
Μ’ ανώφελο το κέρδος τους για τιμολόγια,
στο σήμερα προσδίνουν άσιτο μυαλό
κι η έκφρασή τους καταντά «λεγμένα» λόγια!...

          Και ας περάσουμε στη θεματική της ποιητικής του συλλογής Αλλοιώσχημα. Αρκετά είναι τα σονέττα που αναφέρονται στη σύγχρονη ζωή. Ο ποιητής γνωρίζει καλά τα σύγχρονα προβλήματα. Γνωρίζει τι βασανίζει τον άνθρωπο, τον πολίτη, τον εργάτη, το μετανάστη. Ακούει τις κραυγές αλλά και τις σιωπές τους και τις μεταπλάθει σε ποίημα. Αναδύει φόβους και αγωνίες αλλά και προβάλλει ελπίδες και ανατάσεις.
          Το έναυσμα για το γράψιμο, η αφορμή για το σονέττο είναι άλλοτε μια είδηση ή ένα σχόλιο σε κάποιο έντυπο που διάβασε, και άλλοτε μια σκέψη δική του, μια ιδέα γενικότερη. Έτσι, αποτυπώνει, ποιητικά εννοείται, το πρόβλημα, ανατέμνει το γεγονός ή την κατάσταση, καταθέτει τη δική του γνώμη, καταγράφει την αναγκαία διέξοδο.

Μετά την Χιροσίμα (68)

Μετά της Χιροσίμας τον αφανισμό,
ο κόσμος άλλαξε, μικρύναν οι αποστάσεις,
τα σπίτια μας γιομίσαν ξένους, τουρισμό,
ξεπέσαν ήθη, χαλαρώσαν μ’ επιδράσεις
[…]
Οι γνώσεις γίναν αρετή ανθρωποσοφίας:
γονίδια άθρησκα ζουν βιοζυγή ροή
σε νου που θρέφτειρα αναγκαιεί τη Γη!

          Παρ’ όλο που μίκρυναν οι αποστάσεις, παρ’ όλο που ου πολιτισμοί ήρθαν πιο κοντά, ο άνθρωπος νιώθει μόνος μέσα στην ίδια του την πόλη, αισθάνεται ναυαγός μέσα σε μια αφιλόξενη θάλασσα. «Πώς να φωνάξεις κι η φωνή σου ν’ ακουστεί;/ Θάβεσαι μόνος σου έξω απ’ την πόλη αν πέσεις…»,(80), διαπιστώνει με πίκρα ο ποιητής.
          Πολλές οι αναφορές του στην πόλη, στη σύγχρονη πόλη, με τη  την ερημιά της και τους συγχρωτισμούς της, με την ισοπεδωτική της δύναμη και την εφιαλτική ζωή της, με τους γρήγορους αλλά απρόσωπους ρυθμούς της. Εκεί όλα πληρώνονται: «Μήτε αέρα ή το νερό δεν παίρνεις δωρεάν./…/Κάθε κουβέντα που θα πεις είναι ασφαλισμένη…»(31). Ακόμη κι ο έρωτας έχει χάσει τη μαγεία του, καθώς «στη βιασύνη, μια εφηβεία τρέπεται γριά/ στην αρπαγή του έρωτα» (31), καθώς «στη Νέα Υόρκη ή την Αθήνα, η σάρκα ζει / στη βία..».(32).
          Σε μια τέτοια, λοιπόν, πόλη η ζωή εκφυλίζεται, η συνέχεια είναι ζητούμενο, οι μνήμες θάβονται, ο άνθρωπος απανθρωποποιείται.

Βλέπω την πόλη μας (52)

Δεν είμαι καιρογράφος, μα καθώς πολύ πληθαίνει
βλέπω την πόρνη πόλη να ‘χει μνήμη της ημέρας,
στο αύριο βαθειά δεν διαρκεί εκτιμημένη
μέριμνα ανάγκης, και κοντός ψαλμός κι ήχος φλογέρας!
[…]
Να κατουρείς, να τρως και να γελάς έχουν τιμή,
και πέρα απ’ την ταφή με τρόπο δόσης τα πληρώνεις…
Τέλος, ξεθάβεσαι και τα οστά σου τα πετούν!

          Ζώντας στη Νέα Υόρκη ο ποιητής Μ. Τζιλιάνος, είναι γνώστης των κοινωνικών προβλημάτων της αλλοτρίωσης και της καταπίεσης, της φτώχειας και της ανεργίας, των ναρκωτικών και του Aids. Τον ενδιαφέρει του εργαζόμενου η ζωή, γι’ αυτό και αποκαλύπτει την αισχρή καταδυνάστευση του εργατικού μόχθου αλλά και τους απάνθρωπους μα κερδοφόρους μηχανισμούς της αλλοτρίωσης. «[…] κι εργάτης τρώγω στις εκπτώσεις το μισθό / που αντάλλαξα δουλεύοντας τη ζωή μου όλη…/ Κι αν αφυπνίζομαι κι αντιγνωμώ, με νόμο / βρίσκεται ο τρόπος τον γκρινιάρη ν’ αποβάλει / και τα ερεθίσματα σιγαίνει μ’ αστυνόμο…» (108). Και ο λόγος του γίνεται, χωρίς περιστροφές, κυνικός και ταυτόχρονα συγκινητικός, όταν θέλει να μαρτυρήσει τη σύγχρονη κοινωνική αναλγησία απέναντι στον κοινωνικό αποκλεισμό, τη φτώχεια και την αρρώστια:

Έτος 1987: Βρέφος Νο 1489
Νεκρό από Aids (104)

Κύριε, Θεέ των Χριστιανών, με συγχωρείς
που μ’ ένα νούμερο σού φέρνω την ψυχή μου
από το Potters Field, που θάφτηκα νωρίς,
των απόρων του Μπρούκλιν το νεκροταφείο!
[…]
Θαφτήκαμ’ άγγιχτα κι αφίλητα στη γη
κι ενώπιόν Σου είμαστ’ αγνοί… Μας συγχωρείς!


          Ο Μ. Τζιλιάνος, όντας συνειδητό πολιτικό ον, δεν μπορεί παρά να προβληματίζεται και για την πολιτική πλευρά της σύγχρονης ζωής. Βιώνει τις δυσλειτουργίες του αστικού δημοκρατικού πολιτεύματος, βλέπει τις επιπτώσεις της κρατικής βίας, γνωρίζει την ποικιλομορφία των ανελεύθερων καθεστώτων. Έχοντας μελετήσει την αρχαία ελληνική πολιτική σκέψη και τη σύγχρονη αστικοδημοκρατική πολιτειολογία, διατυπώνει ενστάσεις, διαφωνίες και προτάσεις για την υπέρβαση των σύγχρονων πολιτικών και πολιτειακών προβλημάτων μέσα από την πολιτική γνησιότητα και τη συλλογική δράση.
          Χωρίς να μηδενίζει τα σοβαρά βήματα που έχουν γίνει τους τελευταίους αιώνες στα ζητήματα της δημοκρατικής λειτουργίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης, διαπιστώνει ωστόσο ότι «η ισονομία των αγαθών δε σταματάει την πείνα,/ όταν έμποροι διακινούν τα κέρδη ανταλλαγής. / Σοφά, δεν κυβερνιέται ένα μελίσσι από κηφήνα» (39). Σχετικά με την ελληνική πολιτική κατάσταση θεωρεί υπεύθυνη τη σύγχρονη πολιτική εξουσία για την αποβιομηχάνιση της οικονομίας και την εγκατάλειψη της αγροτικής παραγωγής. Γι’ αυτό, καταλήγει, «σήμερα, επαίτες παροχών, ζούμε όλοι σ’ οκνηρία…/ Στην αγορά ψωμί, ως πότε θα ‘ρχεται απ’ αλλού;» (105).
          Ιδιαίτερα, ωστόσο, τον προβληματίζει το θέμα της πολιτικής ελευθερίας, η οποία ποικιλότροπα και πολύμορφα περιορίζεται ή καταπατείται από τα σύγχρονα δημοκρατικά καθεστώτα. Σταθμό στην πορεία αυτού του θέματος θεωρεί το επαίσχυντο νομοθέτημα της ελληνικής Πολιτείας του 1929 «Περί μέτρων ασφαλείας του κοινωνικού καθεστώτος και προστασίας των ελευθεριών», το γνωστό ως «ιδιώνυμο», που θεσπίστηκε επί Βενιζέλου, το οποίο δίωκε το φρόνημα του πολίτη, θεσμοθετούσε πληροφοριοδότες και έτσι εγκαινίαζε μια ολόκληρη σειρά από έκτακτα μέτρα εναντίον των δημοκρατικών πολιτών, εναντίον κάθε σκεπτόμενου ανθρώπου, με αποτέλεσμα τη δημιουργία προσωπικών και οικογενειακών δραμάτων. Δεν είναι τυχαίο που ο ποιητής αφιερώνει το σχετικό με το θέμα αυτό σονέττο του στους γονείς του και σε όσους τιμωρήθηκαν από το «ιδιώνυμο». :Ας το ακούσουμε:

«Ιδιώνυμο» αδίκημα (110)

Οι νόμοι προστασίας καθεστώτος βασιλιά
μ’ αδίκησαν σαν Έλληνα να ‘χω ελευθερία.
Με ιδιώνυμη μορφή σ’ αδίκημα νοητό, με βία
με φυλακίζαν στα νησιά σ’ ανίερη εξορία!
[…]
Με τον Εμφύλιο νίκησε στρατός βασιλικός
κι οι Έλληνες σαμαρώθηκαν στυγνή ξενοκρατία!...
Δραπέτευσαν σα ναυτικοί κι άλλοι σ’ αποδημία
να βρουν ψωμί κι έννομο δίκιο ή λογική, εκτός
συνόρων και παθών και φούρκισμα σ’ αστή φοβία…
Κι άντρωσε μια γενιά Γραικών, απ’ έξω, ένας θυμός.

          Δεν είναι λίγα τα ποιήματα αυτής της συλλογής που εκπέμπουν έναν αξιοπρόσεκτο κοινωνικό προβληματισμό και φιλοσοφικό στοχασμό, αναδείχνοντας έτσι έναν ανήσυχο διανοούμενο, που συνέχεια ανατροφοδοτεί τις γνώσεις του. Τον ενδιαφέρει η διατύπωση βασικών θέσεων για ένα σύγχρονο ορθολογισμό. «Γίγας ο νους το είναι μου διαρκώς πυροδοτεί / κι από μια Μίλητο, μάτι ανασαίνει η γνώση…» (14).
          Ο Μ. Τζιλιάνος ιδιαίτερα επιμένει στην ιδέα της εξελικτικής πορείας της φύσης και της ανθρώπινης κοινωνίας. Και μάλιστα σε μια περίοδο σαν τη σημερινή, όπου αναθεωρείται ή παραμορφώνεται η θεωρία αυτή, κυρίως στις ΗΠΑ. Είναι γνωστό ότι η θεωρία της εξέλιξης διαμορφώθηκε σε σύνδεση με τον ουμανισμό και έθετε σε νέα βάση το πρόβλημα της θέσης του ανθρώπου στον κόσμο, ενώ σε κοινωνικό επίπεδο εξέφρασε και εκφράζει τη διαλεκτική μεταξύ της προόδου και της αντίδρασης. Επομένως, η υπαναχώρηση σε αυτό το κεφαλαιώδες για την ιστορία της ανθρωπότητας θέμα μας οδηγεί σ’ ένα συντηρητισμό, ο οποίος απωθεί όχι μόνο τη θεωρία της εξέλιξης αλλά και κάθε θεωρία που αφορά στην κοινωνική ιστορία.
          Για τον Μ. Τζιλιάνο «η ανάγκη στην προσαρμογή είναι δημιουργία, / συντέλεση σ’ εξέλιξη στη φυσική δομή…» (38), σε μια εξέλιξη βέβαια βαθμιαία και όχι αλματώδη, όπου «τα φορτισμένα νέα γονίδια συνεχίζουν / τις εμπειρίες να κρατούν της αλλαγής!» (92), σε μια εξέλιξη, όπου σκιαγραφείται η αέναη κίνηση και αλλαγή, η υπέρβαση και η πρόοδος, υλική και πνευματική.

Όταν ο Δαρβινόπτερος  (38)

Όταν ο Δαρβινόπτερος πετούσε για τροφή
σε μια μετάλλαξη ζωής να επιζήσει,
ο παλαιολυκάνθρωπος είχε την αντοχή,
με νόηση, στον ποταμό της στέπας να ποδίσει.
[…]
Κι όταν την περιπλάνηση ανάκοψε η φωτιά,
συγκρότησε στους τοίχους του σκηνές του κυνηγιού του
κι έκαμε πνεύμα για θεό, όμοιο του εαυτού του!

          Με τη θέση ότι ο άνθρωπος δημιούργησε τους θεούς ή το Θεό, και άρα όλα τα δόγματα των θρησκειών, έρχεται ο Μ. Τζιλιάνος να προβληματίσει τους αναγνώστες του πάνω σε θέματα πίστης, θρησκείας, οργάνωσης και διοίκησης της Εκκλησίας αλλά και στο καίριο ζήτημα της σχέσης του ελληνισμού με το χριστιανισμό και τον ιουδαϊσμό.

Σωτήριον έτος 1996 (63)

Πρέπει να δεχτώ τους αγγέλους όπως κατεβαίνουν
στα χείλη του γέρου Αρχιεπισκόπου Ιακώβου,
χωρίς άκρα ανθρώπινα, μόνο κεφάλια φόβου,
στρατεύσιμοι και φτερωτοί, μηνύματα να φέρνουν.
[…]
Με θέωση επισκοπικιά και του παπά τη γνώση,
ο Χριστιανός τον Έλληνα εντός μου θα εξοντώσει…

          Κάθε σωστός μελετητής της ιστορίας, γνωρίζει, όπως και ο Τζιλιάνος, ότι η επικράτηση του χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας του Βυζαντίου επιβλήθηκε με τη βία, καθιερώθηκε με τίμημα την καταστροφή των αρχαίων ελληνικών μνημείων και τον ανηλεή διωγμό της ελληνικής σκέψης. Επομένως, αποτελεί οξύμωρο σχήμα η λεγόμενη συνάντηση ελληνισμού και χριστιανισμού. Γιατί, για παράδειγμα, δεν θα μπορούσε ποτέ ένας αρχαίος Έλληνας να κατανοήσει την «τρομοκρατία» του θανάτου και συνακόλουθα τα σχετικά περί παραδείσου και κόλασης. Δε θα μπορούσε, επίσης, να καταλάβει «[…] πώς δέχτηκε ν’ ανέβει ο Θεός / στον πόνο του Σταυρού Του, μες σε χλεύες, ταπεινώσεις, / για να γλυτώσω εγώ πεθαίνοντας αμαρτωλός;» (101). Όλα αυτά είναι έξω  από τον αρχαιοελληνικό τρόπο σκέψης. Αντίθετα, ο χριστιανισμός, καταλύοντας τον ελληνικό ορθολογισμό, μέσα από το φόβο της μετά θάνατο ζωής κρατά όμηρο τον πιστό του για όλη του τη ζωή.

I rebound a Greek from my ruins (45)

Mε δίχως ακυρολογίες και λόγια ασαφή,
με γνώμη και σπουδή, αναπηδώ μ’ ολύμπια δάδα,
εσώτοπα στο σήμερα, κρατώντας μιαν Ελλάδα
ανάζησης στο πνεύμα της που στη σοφία δονεί!
[…]
Ζει με την περιπλάνησ’ η τρομοκρατία θανάτου.
[…]
Εγώ, αναδύομαι Έλληνας που ζει στα ερείπιά του.

          Δεν ασεβεί ο Μ. Τζιλιάνος, όταν κρίνει και καταδικάζει «νοσηρές αγωγές» και «ιουδαία μυθεύματα» (23), όταν κρίνει και κατακρίνει συμπεριφορές αξιωματούχων της Εκκλησίας, που στοχεύουν στην εμπορευματοποίηση της πίστης και της θρησκείας, όταν απομυθοποιεί πρόσωπα και πράγματα: «Με χρυσοποίκιλτ’ άδεια λόγια και φιλήματα / και της λατρείας μουρμούρες και κυρτές γονυκλισίες / σε τραπεζώματα ιερά και προσκυνήματα, / ο Πατριάρχης κι οι ιερείς κάνουν περιουσίες..» (62) , ή «Δεν τρέχει πια ο Ιορδάνης γάργαρο νερό / παρά τα περιττώματα ανθρώπινων λημμάτων. […]/ Ύπουλα μες στην έρημο φωλιάζει ο σκοτωμός / κι ας ψάλλονται στον ποταμό ελέου αλληλούγια». (102).

          Παράλληλα, κάνει καταδύσεις στην αρχαία ελληνική κληρονομιά. Δε σταματά όμως στο παρελθόν. Δεν του αρμόζει του Τζιλιάνου η φτηνή προγονοπληξία. Αντίθετα, θέλει να συνδέσει το παρελθόν με το παρόν, θέλει να συνδέσει την ιστορία με τη σύγχρονη πολιτική πραγματικότητα, θέλει μέσα από τη δημιουργική αφομοίωση του παρελθόντος να δώσει διεξόδους για το σήμερα και το αύριο: «Αφθορονύφη, θυγατέρα Διός, υψώσου τώρα / τιμή σοφίας στην αφθαρσία του ζωντανού προγόνου / μες στην αγάπη της Πλατείας, σ’ αυτή τη νέα χώρα, / που φθογγερός σ’ έφερ’ ο νους, γενόθεος του χρόνου!» (98). Διαπιστώνει, ωστόσο, ότι η νεοελληνική Πολιτεία δεν έχει μέχρι τώρα δώσει δείγματα γόνιμης και σωστής αξιοποίησης της αρχαιοελληνικής μας κληρονομιάς, καθώς έχει γίνει «θέαμα γυμνιστών / η Άρτεμις» (33), για να καταλήξει στην εναγώνια κραυγή μιας λύτρωσης: «Ελλάδα είμαι κι εγώ, δίπλα στον Δία, χωμένος / στη μνήμη ενός μακρύ χειμώνα, προδωμένος / που μ’ αγωνία μια λύτρωσή μου προσδοκώ / απ’ τη σκλαβιά ξενόφερτης ρηχής ευπρέπειας!..». (89).

          Ο Μ. Τζιλιάνος είναι χρόνια ένας μετανάστης, είναι παιδί της μετανάστευσης, είναι ένας ποιητής-μετανάστης. Θα μπορούσε βέβαια να χαρακτηριστεί ως ο ποιητής του μετανάστη, γιατί η ποίησή του συνήθως γυροφέρνει γύρω από τους καημούς, τις νοσταλγίες και τις αγωνίες των μεταναστών – και όχι μόνο των Ελλήνων-  όπως αυτό βεβαιώνουν οι παλαιότερες ποιητικές του συλλογές. Εδώ, στα Αλλοιώσχημα, αν και η θεματική της μετανάστευσης δε λειτουργεί αυτόνομα, ωστόσο η νοσταλγία του ξενιτεμένου, οι πίκρες και οι ελπίδες του λανθάνουν σε πολλά σονέττα. Και δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά, αφού πρόκειται για ποιήματα ανθρώπου, που έχει γευτεί και ακόμη γεύεται την εμπειρία του μετανάστη. Μόνο σε δύο απ’ αυτά γίνεται λόγος εξολοκλήρου στο μετανάστη. Πρόκειται για δυο υπέροχα ποιήματα. Στο πρώτο ο ποιητής-μετανάστης θεωρεί τη μετανάστευση τιμωρία, που επέβαλε η πατρίδα στα παιδιά της, χωρίς βέβαια να έχουν διαπράξει κάποιο αδίκημα, όπως τουλάχιστον γινόταν στην αρχαία Αθήνα με την ποινή της «αειφυγίας», της παντοτινής εξορίας, σε περιπτώσεις έσχατης προδοσίας:

Αειφυγία (35)

Χωρίς αδίκημα κι επιβολή κάποιας ποινής
στη Νέα Υόρκη ζω σ’ οδυνηρή αειφυγία!
Η ανυδρία του τόπου μου μ’ έσπρωξε σ’ εξορία
χωρίς ασέβεια ή επιβουλή άλλης ζωής.
[…]
Στο παρελθόν, εγκλωβισμένη η μνήμη ψευτοζεί:
στα κάγκελα σιωπής ο νόστος κάνει το δυνάστη…
Θα υπάρξει μια δικαίωση όταν με βρουν νεκρόν;

Στο δεύτερο σονέττο επιφυλάσσεται μια άδοξη επιστροφή στο μετανάστη, καθώς φτάνει στην πατρική του γη και νιώθει ξένος, όπως ξένος ένιωθε και στη δεύτερη πατρίδα του:

Γυρνώ απ’ την Έξω Θάλασσα (27)

Γυρνώ απ’ την Έξω Θάλασσα χρονίας ξενοστασίας
στο χώρο που αναγκάστηκα παιδί να εγκαταλείψω
μ’ ένα βαρύ κεφάλι μες σ’ επιδεσμένο γύψο
και με τη γνώση ασήκωτη, στρατειά μιας εμπειρίας.
[…]
Κι έχω με την επιστροφή μου, ναυαγός ξεπέσει
με νέα ταχύτητα στο νου, άλλων αρχών το φιόρο.
Με νοσταλγία, ξενοπατείς τον παιδικό σου χώρο!


          Προσπάθησα να σας ξεναγήσω στον ποιητικό κήπο του Μ. Τζιλιάνου. Με το στίχο του και τις λέξεις του, με τους ρυθμούς και τις ομοιοκαταληξίες των σονέττων του, με τα ποιητικά του μοτίβα και σύμβολά – αυτά όλα είναι στοιχεία της «φανταστικής σκάλας» (που αναφέραμε στην αρχή) –με όλα αυτά  ανέβηκε να κόψει το «αληθινό ρόδο», που δεν είναι άλλο από το πραγματικό πρόβλημα του σύγχρονου κόσμου. Και ποιο είναι αυτό, σύμφωνα με τον ποιητή μας; Είναι η σωτηρία του κόσμου, όχι με τη μεταφυσική αλλά με την πραγματιστική έννοια της λέξης. Είναι ο συνεχής αγώνας για την υπέρβαση των αντινομιών, ένας αγώνας που αποτελεί αναπότρεπτη αναγκαιότητα. Αγώνας εξωτερικός και εσωτερικός, μια αντίσταση σε κάθε επιβαλλόμενη μορφή κοινωνικής, πολιτικής, θρησκευτικής και πνευματικής ανελευθερίας. Και ο άνθρωπος, αυτεξούσιος και δημιουργικός, ατομικά και συλλογικά, με πίστη στις δικές του δυνατότητες, μπορεί να φέρει την ευρυθμία και την ευτυχία στον κόσμο: «Θελξινόη η Μούσα μου στίχους πετροβολεί, κραυγάζει, / κι ιδέες αθημώνιαστες στα πόδια σας στοιβάζει. / Επ’ αγαθώ, πάρτε τη νόησή μου, κι όχι οργή./ Θεού, ή αλλοδαπή, μη προσδοκάτε σωτηρία… / Στο δέντρο που φυτέψετε να στέκεστε φρουροί / κι απ’ τους καρπούς του να τραφεί μια στερεά ευρυθμία» (12).

Πέτρος Πετράτος

                                                                  
   

ΤΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΣΤΗΝ ΚΕΦΑΛΟΝΙΑ. ΤΑ ΠΡΩΤΑ 50 ΧΡΟΝΙΑ: 1894 - 1944


 ΤΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΣΤΗΝ ΚΕΦΑΛΟΝΙΑ.
ΤΑ ΠΡΩΤΑ 50 ΧΡΟΝΙΑ: 1894 - 1944


                                                                                                         [Το κείμενο ομιλίας που έγινε στο πλαίσιο εκδήλωσης της Επιτροπής Πρωτοβουλίας για την Πρωτομαγιά, 
στο Δημοτικό Θέατρο Αργοστολιού στις 29 Απριλίου 2011]


          Μια σημαντικότατη ενότητα της σύγχρονης τοπικής μας ιστορίας συνιστά η ιστορία του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος στην Κεφαλονιά. Δεν μπορούμε να μιλάμε για ιστορία του τόπου μας χωρίς να μην παίρνουμε υπόψη μας τις διαθέσεις, την κινητικότητα και τους αγώνες των εργαζόμενων στρωμάτων του νησιού μας, της πλειοψηφίας δηλαδή των κατοίκων και της πιο παραγωγικής κοινωνικής κατηγορίας. Βέβαια, το θέμα δεν έχει μελετηθεί στην πληρότητά του. Υπάρχουν κενά αρκετά, γι’ αυτό και απαιτείται παραπέρα έρευνα και μελέτη, κάτι που ήδη έχουμε ξεκινήσει στο πλαίσιο συγκεκριμένης παρουσίασης  και ανάδειξης του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος στο νησί μας. Απόψε θα παρουσιάσουμε όσα έως τώρα στοιχεία έχει φέρει στο φως η επιστημονική έρευνα σχετικά με το θέμα και για τα πρώτα 50 χρόνια του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος. Και επειδή τα 20 λεπτά μιας ομιλίας δεν είναι αρκετά για ολοκληρωμένη παρουσίαση, σε κάποια σημεία αναγκαστικά θα είμαστε επιγραμματικοί.

          Ξεκινάμε με τέσσερις παραδοχές, δύο γενικές και δυο ειδικές.
          Οι γενικές παραδοχές:
--- Παραδοχή πρώτη: Όταν μιλάμε για εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα πρέπει να γνωρίζουμε ότι αυτό συνδέεται με τη βιομηχανική ανάπτυξη.
--- Παραδοχή δεύτερη: Η αφύπνιση, η χειραφέτηση της εργατικής τάξης και γενικότερα των εργαζομένων σχετίζεται με τη διάδοση της σοσιαλιστικής ιδεολογίας και ειδικότερα του επιστημονικού σοσιαλισμού.
          Όσον αφορά στην Ελλάδα, από το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα (δηλαδή από το 1875 περίπου) έχουν αρχίσει οι πρώτες σοβαρές προσπάθειες για την εκβιομηχάνιση της χώρας και τον εκσυγχρονισμό της οικονομίας, με αποτέλεσμα, μέσα από τις διαφοροποιήσεις στην κοινωνική διαστρωμάτωση, να προκύψουν ο εξαστισμός της νεοελληνικής κοινωνίας, η πύκνωση της εργατικής τάξης και συνακόλουθα οι νέες κοινωνικές αντιθέσεις και συγκρούσεις μεταξύ αστικής και εργατικής τάξης – η καθεμιά με τους συμμάχους της. Παράλληλα, αρχίζει η διάδοση των σοσιαλιστικών ιδεών· η σοσιαλιστική ιδεολογία, η οποία είχε στο μεταξύ διανύσει σημαντική πορεία στον ευρωπαϊκό χώρο, πρώτα η ουτοπική και αναρχική της τάση και μετά η επιστημονική, μέσα από εφημερίδες, περιοδικά και βιβλία μεταφρασμένα αλλά και μέσα από τη δράση πρωτοσοσιαλιστικών ομάδων, συλλόγων και σοσιαλιστικών κέντρων  στις κεντρικές και περιφερειακές πόλεις καθώς και του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδας το 1918, που αργότερα μετονομάστηκε σε ΚΚΕ, επηρεάζει καθοριστικά το ελληνικό προλεταριάτο.
          Οι ειδικές παραδοχές αναφέρονται στα Επτάνησα και ειδικότερα στην Κεφαλονιά:
--- Παραδοχή πρώτη: Στην Κεφαλονιά, όπως και στα υπόλοιπα Επτάνησα, αμέσως μετά την Ένωση με την Ελλάδα το 1864, είχε αρχίσει σταδιακά, αλλά βασανιστικά και με αντιδράσεις κάποτε, η αφομοίωση με τον εθνικό κορμό, η οποία θα ολοκληρωθεί στα τέλη του 19ου αιώνα. Ωστόσο, οι παλιές οικονομικές και κοινωνικές δομές δεν άλλαξαν ουσιαστικά. Το αγροτικό πρόβλημα με τις σκληρές αγροληπτικές σχέσεις εξακολουθούσε να βασανίζει τις κοινωνίες των χωριών. Η μετανάστευση σίγουρα έδινε διέξοδο στην άθλια ζωή αυτών των πληθυσμών, στερούσε όμως τον τόπο από αξιόλογες  παραγωγικές δυνάμεις. Η πολιτική κυριαρχία της κληρονομικής αριστοκρατίας ενδυναμωνόταν από τα μεγαλοαστικά στοιχεία του νησιού (μεγαλεμπόρους και χρηματιστές), τα οποία θα παίξουν στο εξής καθοριστικό ρόλο στα τοπικά πολιτικά πράγματα. Αντίθετα, τα μεσαία και μικροαστικά στρώματα ((βιοτέχνες δηλαδή και μικροεπαγγελματίες) προσπαθούσαν να επιβιώσουν, ενώ περισσότερο συνθλίβονταν οι κάθε είδους εργαζόμενοι. Οι εργαζόμενοι στους δήμους, οι μεροκαματιάρηδες στις οικοδομές και στα έργα οδοποιίας, οι αχθοφόροι της αγοράς και του λιμανιού, οι ναυτεργάτες στα ιστιοφόρα καΐκια που κινούνταν μεταξύ Αργοστολιού-Ληξουριού, οι ανειδίκευτοι αλλά και οι τεχνίτες που εργάζονταν σε μικροεργαστήρια ή βιοτεχνίες, όλοι αυτοί βίωναν καθημερινά την αβεβαιότητα του μεροκάματου, τις άσχημες συνθήκες εργασίας και την ανύπαρκτη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.
--- Παραδοχή δεύτερη: Τα πρώτα σπέρματα των κοινωνιστικών και σοσιαλιστικών αρχών εντοπίζονται στα κείμενα του Ιωσήφ  Μομφερράτου, ο οποίος εκπροσωπούσε την αριστερή πτέρυγα του Ριζοσπαστικού κινήματος στα Επτάνησα στα χρόνια της Αγγλοκρατίας. Η σοσιαλιστική, βέβαια, ιδεολογία, στην ουτοπιστική κυρίως τάση της, παίρνει στην Κεφαλονιά  σαφέστερη κατεύθυνση μετά την Ένωση και ιδιαίτερα στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, όταν τότε ζούσαν και δρούσαν στο νησί οι ηγετικές σε πανελλήνια κλίμακα μορφές των Παναγιώτη Πανά, Ρόκκου Χοϊδά, Μαρίνου Αντύπα, Νικόλα Μαζαράκη και του Πλάτωνα Δρακούλη από την Ιθάκη. Όλοι αυτοί μέσα από τις ομιλίες, τους συλλόγους και τις εφημερίδες, που εκδίδουν, δημιουργούν σοβαρή κινητικότητα στο χώρο των αγροτών, των εργαζομένων και μιας σημαντικής ομάδας διανοουμένων και έρχονται καθημερινά σε σύγκρουση με την άρχουσα τάξη και τις αρχές του νησιού. Παράλληλα, λειτουργούν παραρτήματα κεντρικών σοσιαλιστικών συλλόγων, όπως του αναρχικοσοσιαλιστικού της Πάτρας (1876-1877) και του Κεντρικού Σοσιαλιστικού Συλλόγου του Σταύρου Καλλέργη, του οποίου μαρτυρούνται κατά το 1892-1893 16 μέλη στο Αργοστόλι και 6 στο Ληξούρι. Την ίδια περίοδο ο Π. Πανάς με τις εφημερίδες του Εργάτης και Έγερσις προπαγανδίζει την ίδρυση και λειτουργία πολιτικών λαϊκών συλλόγων αναγκαίων για την πολιτική αφύπνιση του λαού και Εργατικών Συνδέσμων για την προάσπιση των δικαιωμάτων των εργατών και για τη μεταξύ τους αλληλεγγύη. Υποστηρίζει ότι «οι εργάται αδελφούμενοι εν τοις τοιούτοις συλλόγοις, συσκεπτόμενοι εν αυτοίς, διδασκόμενοι να διακρίνωσι να πραγματικά συμφέροντά των και να σέβωνται τας γνώμας και τας ιδέας των αδελφών των, μανθάνοντες ν’ ανευρίσκωσι την αλήθειαν διά της συζητήσεως, δεν θα είναι πλέον ευάλωτοι, ως ήσαν πριν, και δεν θα χρησιμεύωσιν ως παίγνια εκείνων, οι οποίοι έχουσι συμφέρον να διαιρώσιν αυτούς, όπως τους μεταχειρίζωνται όργανα εις τους ολεθρίους σκοπούς των».

          Με αυτά, λοιπόν, τα δεδομένα και μέσα σε αυτό το κλίμα θα γεννηθεί και θα ανδρωθεί το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα στο νησί μας: στην αρχή με τη μορφή εργασιακών-φιλανθρωπικών συνδέσμων και στη συνέχεια συνδικαλιστικών και ταξικών σωματείων. Θα διανύσει μια δύσκολη, βασανιστική πορεία, αρκετές φορές με πισωγυρίσματα, αλλά πάντα με κατεύθυνση την υποστήριξη της εργατικής τάξης και γενικότερα του εργαζόμενου τμήματος της τοπικής κοινωνίας. Και ενώ στην Ελλάδα στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα το εργατικό στοιχείο συνειδητοποιείται και κινητοποιείται μέσα από τα σωματεία του (ξυλουργοί και ναυπηγοί της Σύρου το 1879, τυπογράφοι Αθήνας το 1882, μεταλλωρύχοι το 1883, μηχανικοί και θερμαστές του Πειραιά το 1889) και διεκδικεί μέσα από απεργιακούς αγώνες (απεργία μεταλλωρύχων Λαυρίου το 1887), στην Κεφαλονιά ο εργαζόμενος λαός, με ποικιλία ομάδων, θα φτάσει στα τέλη του 19ου αιώνα, για να δημιουργήσει συλλογικές μορφές εκπροσώπησης και διεκδίκησης.
          Θεωρούμε ως πρώτη έκφραση εργατικής συσσωμάτωσης στο νησί μας τους δύο Εργατικούς Συνδέσμους, στο Αργοστόλι με την επωνυμία «Η Αλληλοβοήθεια» και στο Ληξούρι με την επωνυμία «Η Αδελφοποίησις», που ιδρύονται το καλοκαίρι του 1894. Πρόκειται για μια ιστορική για το κεφαλονίτικο εργατικό  κίνημα χρονιά. Βέβαια, δεν ήταν σωματεία καθαρά συνδικαλιστικά, όπως σήμερα τα εννοούμε. Δεν αναγράφεται στο καταστατικό τους η διεκδίκηση συγκεκριμένων εργασιακών αιτημάτων· δεν είναι ακόμη ξεκαθαρισμένη η ταξική συνείδηση των μελών τους. Αυτή η συνειδητοποίηση θα έρθει αργότερα. Οι σκοποί τους έχουν κυρίως κοινωνικό-φιλανθρωπικό περιεχόμενο – κάτι άλλωστε που το τονίζει η επωνυμία τους. Αυτό που τώρα τους ενδιαφέρει είναι η υλική και ηθική αλληλεγγύη μεταξύ τους, η στήριξη των αναξιοπαθούντων συναδέλφων τους και όχι η διεκδίκηση από την εργοδοσία μεγαλύτερου μεροκάματου, καλύτερων συνθηκών εργασίας και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης.
          Είναι όμως σημαντική και σημαδιακή η ίδρυσή τους, γιατί για πρώτη φορά οι εργαζόμενοι του Αργοστολιού και του Ληξουριού αποφασίζουν να στηριχθούν στις δικές τους αποκλειστικά δυνάμεις. Έτσι, αίρεται η αντίφαση που μέχρι τότε ίσχυε: οι πρώτοι σπορείς των σοσιαλιστικών και γενικότερα των φιλεργατικών ιδεών ήταν κατά κανόνα γόνοι αρχοντικών ή γενικότερα εύπορων οικογενειών, από τους οποίους κάποιοι θα σταθούν σταθερά δίπλα στη λαϊκή μάζα, άλλοι θα δώσουν φιλανθρωπική περίπου διάσταση στις φιλολαϊκές του δραστηριότητες και άλλοι θα χρησιμοποιήσουν το λαό για τους δικούς τους πολιτικούς σκοπούς. Τώρα, όμως, η ηγεσία θα βγει μέσα από τα ίδια τα σπλάχνα των εργαζομένων του νησιού. Θα μου επιτρέψετε να αναφέρω τα ονόματα εκείνων των πρωτοπόρων συμπολιτών μας ως φόρο τιμής στην άξια πρωτοβουλία τους.  
          Πρωτεργάτες της «Αλληλοβοήθειας» του Αργοστολιού ήταν ο τυπογράφος Σταύρος Μενεγάτος ή Μακαρούνης και ο ράφτης Κωνσταντίνος Λέλος, ενώ την πρώτη διοικούσα επιτροπή απάρτιζαν οι  Ανδρέας Προκόπης ως πρόεδρος, Λιας Ντανέλης ως γραμματέας και ως μέλη οι Μιχάλης Βερτσώτος, Παν. Διακάτος, Σπύρος Καγκελάρης, Κων/νος Λέλος, Π. Α. Λιναρδάτος, Αναστάσης Μοσχόπουλος ή Στρόκος και Χαραλάμπης Σ. Μοσχόπουλος. Στο Ληξούρι την πρώτη εκλεγμένη διοίκηση της «Αδελφοποίησης» αποτέλεσαν οι Σπυρίδων Ζακυθηνός ως πρόεδρος, Θεόδωρος Μαρκάτος ως ταμίας και ως μέλη οι Παναγής Αδηλίνης, Χαράλαμπος (Ρόκκος) Εξαδάκτυλος, Γεράσιμος Κούρταλης, Ευάγγελος Μελιδώνης, Γεράσιμος Ρόκος, Χαρ. Ρωμάνος, Φώτιος Σαβράμης και Παναγής Φαρακλός.
          Η τοπική κοινωνία στήριξε αρχικά αυτές τις προσπάθειες, δεν άργησαν όμως να αποδυναμωθούν και να διαβρωθεί ιδιαίτερα η «Αλληλοβοήθεια» του Αργοστολιού από τις προσωπικές επιδιώξεις τοπικών κομματαρχών. Αξίζει, πάντως, να επισημανθούν τα εξής:  υλοποιήθηκαν με συγκεκριμένη πρακτική ιδέες και αρχές σοσιαλιστικής ιδεολογίας, όταν στο Ληξούρι ο Σύνδεσμος αναρτούσε συνθήματα, όπως «Ελευθερία, Ισότης Αδελφότης», «Αλληλεγγύη των εργατικών τάξεων», «Ζήτω και του γεωργώνε, π’ όλοι από δαύτους τρώνε»· και οι δύο Σύνδεσμοι στήριξαν ποικιλότροπα αναξιοπαθούντα μέλη τους· και οι δύο Σύνδεσμοι διοργάνωναν διαφωτιστικές ομιλίες και συντήρησαν Σχολή Απόρων με σπουδαίους καθηγητές και πολλούς μαθητές φτωχών εργατικών και αγροτικών οικογενειών· στην  «Αδελφοποίηση» του Ληξουριού εγγράφονταν εργάτες «πάσης εθνικότητος και θρησκείας» αλλά και αγρότες, ενώ αντίθετα στην «Αλληλοβοήθεια» του Αργοστολιού και μη εργάτες, αστοί δηλαδή, και διανοούμενοι, με αποτέλεσμα να χάσει το αρχικό εργατικό της χαρακτήρα, γι’ αυτό και μετά το 1914 μετονομάστηκε σε Κοινωνικό Συνεργατικό Σύνδεσμο.
          Και κάτι άλλο ακόμη: ενώ η «Αδελφοποίησις» του Ληξουριού είχε μέσα από το καταστατικό της  ορίσει ως γιορτή του Συνδέσμου την 20ή Οκτωβρίου, μέρα γιορτής του Αγίου Γερασίμου, η «Αλληλοβοήθεια» του Αργοστολιού είχε καθορίσει την Πρωτομαγιά, χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει ότι η πρωτομαγιάτικη γιορτή έπαιρνε κάποιο εργατικό ή ταξικό περιεχόμενο. Απλά ήρθε να επισημοποιήσει ό,τι γινόταν έως τότε: οι Αργοστολιώτες γιόρταζαν την Πρωτομαγιά στα Μηνιατάτα με λειτουργία στην εκεί εκκλησία και φαγοπότι και γλέντι στον περιβάλλοντα χώρο. Μόνο που τώρα έπαιρνε μεγαλύτερο κύρος με τη διοργάνωσή της  από την πλευρά του Συνδέσμου. Με την ευκαιρία αυτή να σημειώσουμε ότι μετά το 1930 τα εργατικά σωματεία Κύτους «Άγιος Νικόλαος» και Ξηράς «Άτλας» γιόρταζαν την Πρωτομαγιά στο Σπήλαιο του Αγίου Γερασίμου με λειτουργία και φαγοπότι και γλέντι στη συνέχεια. Σε αυτό, μάλιστα, το χώρο εξακολουθούσε να γιορτάζεται η Πρωτομαγιά από το Εργατικό Κέντρο ακόμη κι έπειτα από την Κατοχή και πριν από τον Εμφύλιο πόλεμο.

          Μπαίνοντας στον 20ό αιώνα, η σοσιαλιστική ομάδα του νησιού – ουσιαστικά ο σημαντικά διευρυμένος πυρήνας των πρώτων οπαδών και συνεργατών του Μ. Αντύπα – προσπαθεί να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για ίδρυση και λειτουργία ενός όσο γίνεται ταξικά προσανατολισμένου συντονιστικού και καθοδηγητικού οργάνου των εργατών και γενικότερα των εργαζομένων. Και επειδή ο Εργατικός Σύνδεσμος του Αργοστολιού «Η Αλληλοβοήθεια» δεν μπορεί να παίξει αυτό το ρόλο, καθώς αυτή την περίοδο αποπροσανατολισμένος ήδη ρυμουλκείται από ανθρώπους της εργοδοσίας, η σοσιαλιστική ομάδα θα συστήσει ένα πρώτο Εργατικό Κέντρο Κεφαλονιάς το Μάη του 1910, το οποίο και  θα στηρίξει με όλες της τις δυνάμεις. Άλλωστε, μέσα από αυτό θα φανεί η ιδεολογική της επιρροή και οι συνδικαλιστικές της δυνατότητες. Πρωταγωνιστικό ρόλο παίζουν ο ράφτης Σπύρος Αρσένης, με μεγάλη επιρροή στα λαϊκά στρώματα, ο φιλόλογος και δημοσιογράφος Νικόλας Μαζαράκης, μόνιμος κριτής της ασυδοσίας των αρχόντων και σταθερός υποστηρικτής των ανθρώπων της εργασίας και του ιδρώτα, και ο Κωνσταντίνος Δεστούνης, μαχητικός δικηγόρος, κύριος υπερασπιστής των αδυνάτων στις δικαστικές αίθουσες.
          Στο μεταξύ, οι γενικότερες αλλαγές στο ελληνικό πολιτικοκοινωνικό σκηνικό θα επηρεάσουν και το νησί. Η Επανάσταση στο Γουδί το 1909, η εμφάνιση και η εδραίωση στην πολιτική σκηνή του Ε. Βενιζέλου, οι Βαλκανικοί πόλεμοι, ο Διχασμός, ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος και η Μικρασιατική καταστροφή θα έχουν τις επιδράσεις τους στον πολιτικό χώρο άρα και στα σοσιαλιστικά και συνδικαλιστικά τεκταινόμενα της Κεφαλονιάς. Η διάδοση της μαρξιστικής ιδεολογίας, η ίδρυση του ΣΕΚΕ (και μετέπειτα ΚΚΕ) και η ίδρυση της ΓΣΕΕ το 1918 δημιουργούν νέα δεδομένα, τα οποία επηρεάζουν θετικά τις πολιτικοκοινωνικές διεργασίες στο νησί. Η  σοσιαλιστική ομάδα για διάφορους λόγους οδηγείται στη διάλυσή της, ενώ κάποια από τα μέλη της θα συντονίσουν τα βήματά τους με τα νέα μηνύματα και τις νέες ανάγκες.  Ο Σπ.  Αρσένης θα σταθεί δίπλα στο ΚΚΕ, το ίδιο και άλλοι παλιοί οπαδοί και συνεργάτες του Αντύπα, όπως ο καλόγερος Χρύσανθος Καγκελάρης από τα Αλευράτα  Σάμης, ο Δημοσθένης Αρτελάρης, καφετζής και γεωργός από το Γιαλό Σάμης ο Παναγής Αντύπας, κτηματίας από την Πύλαρο, ο Σπύρος Αρμόδωρος Μεταξάς από τον Ασπρογέρακα, ενώ ο Ν. Μαζαράκης θα ενστερνιστεί το μαρξισμό, θα μείνει όμως μακριά από οργανωτικές δεσμεύσεις. Νέα πρόσωπα και νέες ομάδες προσκείμενες στο νεοσύστατο ΣΕΚΕ/ΚΚΕ θα αναλάβουν τώρα πρωταγωνιστικούς ρόλους, δίνοντας νέα ώθηση και ταξική κατεύθυνση στο εργατικό κίνημα του νησιού. Οι πρωτοπόροι αυτοί με τη μαχητικότητα, την ώριμη συνειδητοποίηση και την προφανή συναίσθηση των καθηκόντων τους, παρά το μικρό αρχικά αριθμό τους, ο οποίος θα αυξηθεί με την επιστροφή των εφέδρων από το πολεμικό μέτωπο μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, θα συμβάλουν καθοριστικά στην οργάνωση των πρώτων πυρήνων μέσα στους χώρους δουλειάς, σημαδεύοντας έτσι τις απαρχές του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος στο νησί μας.
          Μες στη δεκαετία του 1920 και ειδικότερα του ’30, πριν από τη δικτατορία του Μεταξά το 1936, έχουμε τα πρώτα οργανωτικά αποκρυσταλλώματα στον εργατικό χώρο. Με πρωτοβουλίες δραστήριων κομμουνιστικών και δημοκρατικών ριζοσπαστικών στοιχείων ιδρύονται και δραστηριοποιούνται αρκετά Σωματεία.  Τέτοια είναι των Οικοδόμων Αργοστολιού, των Αρτεργατών Αργοστολιού, των Τσαγκαράδων Αργοστολιού, τα δύο Σωματεία της Παραλίας – Κύτους «Άγιος Νικόλαος» και Ξηράς «Άτλας», των Εργατών οδοποιίας Κουρουκλάδων και των Τυρεργατών Πυλάρου. Και φυσικά οργανώνονται διαφόρων μορφών κινητοποιήσεις, μέχρι και απεργίες, για τη διεκδίκηση δίκαιων αιτημάτων και την προώθηση ώριμων λύσεων.
          Στο Σωματείο των Αρτεργατών Αργοστολιού, που είναι και το καλύτερα οργανωμένο, δραστηριοποιούνται ο Κυριάκος Κυριακάτος, που είναι και πρόεδρος, και οι Διονύσης Μαζαράκης, Βασίλης Μποζάς, Στάθης Πολλάτος (Τσάρος), Γιώργος Σπαθής και Σπύρος Χιόνης. Οι αρτεργάτες διεκδικούν την κατάργηση της νυκτερινής εργασίας και την ασφάλισή τους, την ικανοποίηση των οποίων ζητούν αρχικά με την υποβολή υπομνημάτων στους εργοδότες, στο νομάρχη και στα υπουργεία. Και επειδή δεν υπήρξε καμιά ουσιαστική ανταπόκριση, προχωρούν σε απεργιακές κινητοποιήσεις. Με μιας βδομάδας απεργία πετυχαίνουν την ικανοποίηση του πρώτου αιτήματός τους. Για την επέκταση του Ταμείου Ασφάλισης και στον κλάδο τους κατεβαίνουν σε δεύτερη απεργία, η οποία τούτη τη φορά αντιμετωπίστηκε σκληρά από την εργοδοσία και την τοπική εξουσία. Οι απεργοί αναγκάστηκαν να καταλάβουν τη Γέφυρα Δεβοσέτου, προκειμένου να εμποδίσουν την κάθοδο απεργοσπαστών από τα γύρω χωριά. Παρόμοιες δυσκολίες φάνηκαν και στην τρίτη απεργιακή κινητοποίησή τους το 1933, όταν διεκδικούσαν αύξηση της αποζημίωσης και το δικαίωμα να προεγκρίνει το Σωματείο τους κάθε νέα πρόσληψη από την εργοδοσία. Τότε, σημειώθηκαν συλλήψεις απεργών από την αστυνομία, επειδή οι πρώτοι συγκρούστηκαν με  απεργοσπάστες στην πόλη του Ληξουριού.
          Το 1928 το Σωματείο των Τσαγκαράδων κινητοποιείται για την αύξηση της εργασιακής αμοιβής των μελών του, ζητώντας αύξηση 10 δραχμές το ζευγάρι τα παπούτσια. (Εργάζονταν και πληρώνονταν με το κομμάτι, ενώ ήδη σε επίπεδο Ομοσπονδίας είχε μπει η εφαρμογή του ημερομισθίου). Μετά την αρνητική απάντηση των εργοδοτών, οι τσαγκαράδες κατεβαίνουν σε απεργιακό αγώνα, ο οποίος όμως δεν είχε επιτυχία και τούτο για τους εξής δύο λόγους: κηρύσσουν απευθείας απεργία διάρκειας, χωρίς να προηγηθεί κάποια κλιμάκωση· και ενώ στο τέλος της πρώτης εβδομάδας οι εργοδότες κάνουν την πρώτη υποχώρηση, δίνοντας αύξηση 5 αντί 10 δρχ., οι απεργοί αρνούνται, με αποτέλεσμα να σκληρύνει η στάση των εργοδοτών και η απεργία να εκφυλιστεί. Τελικά, οι πρωτεργάτες του απεργιακού αγώνα Γεράσιμος Αντωνάτος, Αλέκος Καλαφάτης, Γεράσιμος Λιβαδάς και Αλέκος Παπαδάτος απολύθηκαν από τους εργοδότες τους.
          Το Σωματείο των Οικοδόμων ιδρύθηκε το 1928 και αργότερα μέλη του γίνονταν, εκτός από τους κτίστες, και μαραγκοί και σιδεράδες. Στην πρώτη διοίκηση συμμετείχαν ο Νικόλας Μηλάτος, πρόεδρος, ο Αντώνης Τζουγανάτος, γραμματέας (και αργότερα πρόεδρος), και οι Γιώργης Μεσσάρης, Λουκάτος και Βλαχούλης, μέλη, ενώ στα επόμενα χρόνια δραστηριοποιούνται οι Αλέκος Αλεξανδράτος, Άγγελος Βέλλας, τα αδέλφια Λάμπρος και Τσάκαρης Γερολυμάτοι, Κώστας Γιαννάτος, Νικόλας Καππάτος (Φλάρης), Διονύσης Λουκάτος, Ροβέρτος Γεωργάτος,  Γεράσιμος Παγουλάτος, Διονύσης Παγουλάτος και Σωτήρης Φιοραβάντες.
          Αξίζει να αναφέρουμε τη μαρτυρία του Γεράσιμου Αντωνάτου, στελέχους του ΚΚΕ και από τα πρωτοπόρα συνδικαλιστικά στελέχη στο χώρο των τσαγκαράδων, για την κατάσταση που επικρατούσε τότε στον κλάδο των οικοδόμων. «Οι οικοδόμοι ήταν κάτω από τη βαριά καταπίεση των εργολάβων. [...] Ούτε οχτάωρο, ούτε ταμείο ασφάλισης, ούτε γιατρός, ούτε φάρμακα, ούτε σύνταξη. [...] Αυτοί οι εργάτες δουλεύουν από ήλιο σε ήλιο. [...] Το τσιμέντο ακόμα δεν είχε φανεί στην πιάτσα, τα σπίτια φτιάχνονταν με ασβέστη και πέτρα. Ούτε καλούπια. Ούτε μηχανήματα. Όλα δουλεύονταν με το χέρι και με τον ώμο. Καμιά διαμαρτυρία. Καμιά φωνή. Όταν ήρθαν οι πρόσφυγες, μετά την καταστροφή της Μικράς Ασίας [μετά το 1922], αποτέλεσαν μπόλικο και φτηνό εργατικό υλικό, μα ακόμα και ... εκλογικό υλικό. Θυμάμαι που φτιαχνόταν η Κοργιαλένειος Βιβλιοθήκη. Εγώ δούλευα τσαγκάρης. Μα πότε είχαμε, πότε δεν είχα δουλειά. Την εργολαβία της Βιβλιοθήκης την είχε πάρει ένας μπάρμπας μου, ο Παύλος Λυκούδης, από τους πιο παραλήδες. Όλες τις δουλειές αυτός τις έπαιρνε. Είχε σχέσεις με όλους τους τρανούς της εποχής. Εκεί δούλευε και ο πατέρας μου. Όταν δεν είχε δουλειά η τέχνη μου, κάπου-κάπου μ’ έπαιρνε ο πατέρας μου και δούλευα κοντά του και έκανα ό,τι μπορούσα και οικονόμαγα κανένα φράγκο. Εκεί, λοιπόν, στη Βιβλιοθήκη, δούλευαν και κάμποσοι πρόσφυγες, [...] γερά παιδιά, λεβέντες. Εγώ, μικρός όμως, είχα κάμποσο μπει στις σοσιαλιστικές τότες ιδέες [...] και όλο και κάτι έλεγα και στους εργάτες όπου δούλευαν εκεί μέσα. Έτσι, ένα Σάββατο, όπου πήγαν στο γραφείο του Παυλάκη [Λυκούδη] να πληρωθούν και του ζήτησαν αύξηση, τους κατσάδιασε και τους έδιωξε, λέγοντας : ‘‘Τόσο πληρώνω εγώ. Αν θέλετε κάτσετε, αν θέλετε φύγετε, παλιομπολσεβίκοι!’’ Ποιος να μιλήσει; Τέτοια ήταν η κατάσταση».
          Σιγά-σιγά, όμως, η κατάσταση άλλαζε, καθώς μέσα από το Σωματείο καταβάλλονταν σοβαρές προσπάθειες για την κατοχύρωση κυρίως του οκτάωρου με στάσεις και απεργίες. Παρόμοιος αγώνας δινόταν και από το Σωματείο Εργατών οδοποιίας Κουρουκλάδων για το οκτάωρο και την αύξηση του μεροκάματου. Εκεί σημαντικό ρόλο έπαιζαν οι Γεράσιμος Βαγγελάτος και Σπύρος Παπαδάτος.
          Γενικότερα, αυτή την περίοδο η κατάσταση είναι ώριμη για την ίδρυση δευτεροβάθμιου συνδικαλιστικού οργάνου στο νησί. Η οργάνωση, η λειτουργία και ποικίλη δραστηριότητα των σωματείων δημιουργούσαν τις προϋποθέσεις και παρείχαν την απαραίτητη υποδομή για τη σύσταση Εργατικού Κέντρου. Η κομματική οργάνωση του ΚΚΕ έριξε την ιδέα και πήρε όλες τις πρωτοβουλίες για την υλοποίηση αυτού του στόχου. Τελικά, σε συνεργασία με τα Σωματεία Οικοδόμων και Τσαγκαράδων, νοικιάζεται ένα οίκημα στην πλατεία Καμπάνας, όπου πρωτοστεγάστηκε το Εργατικό Κέντρο Αργοστολιού. Είναι, ωστόσο, χαρακτηριστικός ο τρόπος που τότε, μέσα σε κλίμα εκφοβισμού και τρομοκρατίας, προσπαθούσαν οι εργάτες να προωθήσουν τις δραστηριότητές τους. Ακούστε τι γράφει ο Γ. Αντωνάτος, από τους πρωτεργάτες της όλης ιστορίας:
          «Τώρα, με τόσα σωματεία, μπαίνει από την κομματική οργάνωση της Κεφαλονιάς αποφασιστικά να οργανωθεί Εργατικό Κέντρο. Πώς όμως θα γινόταν, που υπήρχε η κομμουνιστοφοβία; Και ακόμα, μέλη του κόμματος, όπου ήτανε σε διοικήσεις σωματείων φοβόντουσαν πως δεν μπορεί να γίνει, γιατί θα χαρακτηριστεί σαν κομμουνιστικό και δεν το θέλαν οι εργάτες, γιατί φοβόντουσαν τη φυλακή και την εξορία. Έτσι αποφασίσαμε να βρούμε ένα σπίτι, να το νοικιάσουμε και να μπάσουμε τα Σωματεία των Οικοδόμων και των Τσαγκαράδων, να βάλουμε και την ταμπέλα στην πόρτα του γραφείου. Το σπίτι το βρήκαμε κοντά στην Καμπάνα, ήταν ετοιμόρροπο να πέσει και δεν νοικιαζόταν, όμως εμείς καταφέραμε και το νοικιάσαμε.
          Μετά από απόφαση της διοίκησης των Οικοδόμων και των Τσαγκαράδων, και αφού η απόφαση πέρασε και στα πρακτικά και υπογράφτηκε, τότε, γρήγορα-γρήγορα, και με τρόπο που να μην το μάθει η αστυνομία, ανεβάσαμε στα γραφεία καρέκλες και τραπέζια, που οικονομίσαμε από τα σπίτια μας. Αυτά γίνονταν έτσι κρυφά, για να τους αιφνιδιάσουμε. [...]
          Αφού προετοιμάσαμε καλά τη δουλειά, αποφασίσαμε ένα βραδάκι να το ανοίξουμε. Ανοίξαμε τα παραθύρια, ανάψαμε τις λάμπες πετρελαίου και στρωθήκαμε στη δουλειά... Πρώτη βραδιά φωταγωγήσαμε το σπίτι, για να κάνει εντύπωση... γέμισε από κόσμο. Οι χωροφύλακες με το Σωτηρόπουλο νοματάρχη (αντικομμουνιστή)έδιωχνε τον κόσμο, και μετά ανέβηκε απάνω, για να μας διώξει. Όμως μπροστά στην πόρτα βρίσκονται οι Στεφανιτσέοι, οι Αντωνατέοι, οι Αμπατιελέοι, όπου του δηλώνουμε κατηγορηματικά πως βρισκόμαστε στο σπίτι μας και δεν έχει καμιά δουλειά να μας διώξει. Ο νοματάρχης φεύγει». Έτσι, λοιπόν, το 1928 ξεκίνησε τη λειτουργία του το Εργατικό Κέντρο Κεφαλονιάς-Ιθάκης.
          Στο μεταξύ, το βενιζελικό «ιδιώνυμο» (από το 1929) με τις φυλακίσεις και εκτοπίσεις που εφαρμόζει, επιφέρει σοβαρά κτυπήματα στις κομμουνιστικές και γενικότερα στις αριστερές δυνάμεις του νησιού, με αποτέλεσμα την αποδυνάμωση του εργατικού κινήματος. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι  το 1931 εκτοπίζονται οι Αλ. Αλεξανδράτος και Αντ. Τζουγανάτος (στελέχη του Σωματείου Οικοδόμων) , ο Γερ. Αντωνάτος (του Σωματείου Τσαγκαράδων), ενώ το 1932  και ο Αλ. Παπαδάτος (του Σωματείου Τσαγκαράδων). Οι διώξεις θα συνεχιστούν και το επόμενο διάστημα, για να ολοκληρωθούν κατά την περίοδο της μεταξικής δικτατορίας. Τότε, μάλιστα, όλα τα Σωματεία και το Εργατικό Κέντρο θα περάσουν κάτω από τεταρταυγουστιανές διοικήσεις.

          Έτσι, η ιταλική Κατοχή  βρήκε την Κεφαλονιά με αποδυναμωμένο το εργατικό κίνημα. Γρήγορα όμως οι όποιες υπήρχαν στο νησί πατριωτικές δημοκρατικές, σοσιαλιστικές και κομμουνιστικές δυνάμεις συνεργάστηκαν για την αντιμετώπιση της νέας σκληρής πραγματικότητας και μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ ξεκίνησαν το νικηφόρο αντιστασιακό αγώνα. Το ΕΑΜ, μάλιστα, δίνοντας ιδιαίτερο βάρος στο εργατικό κίνημα, έθεσε ως στόχο του τη δραστηριοποίηση του Εργατικού Κέντρου και των σωματείων του προς όφελος της Αντίστασης.
          Οι ιταλικές φασιστικές αρχές ενδιαφέρθηκαν για την επαναλειτουργία του Εργατικού Κέντρου και των σωματείων του, τα οποία σταμάτησαν να λειτουργούν από την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου. Επιδίωκαν, έτσι, να ελέγξουν τον εργατόκοσμο και να τον χρησιμοποιήσουν για τα σχέδιά τους. Αφού, στα τέλη του 1942, παραχώρησαν ένα κεντρικό επιβλητικό κτίριο για τη στέγαση του Εργατικού Κέντρου, ξανατοποθέτησαν την παλιά τεταρταυγουστιανή διοίκηση, φιλικά προσκείμενη στη νέα κατάσταση, και άρχισε το Εργατικό Κέντρο από τις αρχές του 1943 να λειτουργεί. Φυσικά, οι δραστηριότητες της διοίκησης ήταν πέρα και έξω από εκείνες που αρμόζουν σ’ ένα δευτεροβάθμιο συνδικαλιστικό όργανο, καθώς με κάθε ευκαιρία εκθείαζε τους Ιταλούς κατακτητές, συμμετείχε σε φασιστικές εκδηλώσεις και φιέστες και αγνοούσε τα προβλήματα των εργαζομένων του νησιού.  
          Αυτή, βέβαια, η κατάσταση προκαλούσε την οργή και το θυμό των δημοκρατικών στελεχών και μελών των εργατικών σωματείων του Εργατικού Κέντρου. Γι’ αυτό και δεν άργησαν να δραστηριοποιούνται σε μια προσπάθεια συντονισμένη και καθοδηγούμενη από το ΕΑΜ, προκειμένου να ξεκαθαρίσουν το Εργατικό Κέντρο και γενικότερα τον εργατικό συνδικαλιστικό χώρο από κάθε τεταρταυγουστιανό φασιστικό στοιχείο. Την ομάδα, που συγκροτήθηκε για την υλοποίηση αυτού του στόχου, αποτελούσαν οι Άγγελος Βέλλας, Σοφιανός Βαλεντής, Βασίλης Μποζάς, Χριστόφορος Παπανικολάτος, Φωτεινή Ταραζή και Γεράσιμος Φωκάς. Η προσφορά  όλων αυτών υπήρξε σημαντικότατη, καθώς, παρά τις διαφωνίες, τα εμπόδια και τα γενικότερα προβλήματα της κατοχικής κατάστασης, κατόρθωσαν να μετατρέψουν το Εργατικό Κέντρο σε πρωτοποριακή εστία της Εθνικής Αντίστασης.
          Ένα επείγον πρόβλημα που έπρεπε να λυθεί ήταν εκείνο της επιβίωσης. Η οικονομική δυσπραγία και εξαθλίωση έπληττε ιδιαίτερα τον εργατόκοσμο του νησιού. Μέσα από τις νέες δημοκρατικές διοικήσεις των σωματείων ή μέσα από εργατικές επιτροπές με παραστάσεις στις αρχές Κατοχής απαίτησαν και πέτυχαν τη λειτουργία συσσιτίων και για τους εργάτες. Επίσης, πέτυχαν τη δημιουργία δικού τους Προμηθευτικού Συνεταιρισμού. Όσο κι αν οι ιταλικές φασιστικές αρχές Κατοχής προπαγάνδισαν όλα αυτά ως δικές τους παραχωρήσεις και ως δείγματα φιλανθρωπίας και ενδιαφέροντος, αποτελούν ουσιαστικά σοβαρότατα επιτεύγματα του αγώνα των εργατών κάτω από την αναμφισβήτητη καθοδήγηση των τοπικών ΕΑΜικών οργανώσεων. Τέλος, το χειμώνα του 1943, μετά την ιταλο-γερμανική σύρραξη, όταν άρχιζε η γερμανική κατοχή στο νησί, και ο λαός ερχόταν πάλι αντιμέτωπος με το φάσμα της πείνας και του θανάτου, και πάλι το κύριο βάρος το σήκωσαν τα σωματεία του Εργατικού Κέντρου, καθώς μέσα από τη συγκρότηση πλατειών λαϊκών επιτροπών κινητοποιήθηκαν προς τον κατοχικό νομάρχη και τις αρμόδιες κατοχικές ελληνικές αρχές ζητώντας τη χορήγηση επιδομάτων και τροφίμων στους άνεργους και τους άπορους.
          Στο μεταξύ, δεν είναι χωρίς σημασία η αδιαφορία ή η άρνηση, συνειδητή ή με διάφορες προφάσεις, που εκδηλώθηκε από την εργατική τάξη του νησιού προς τις φασιστικές αρχές Κατοχής, όταν οι τελευταίες ζητούσαν εργάτες για την κατασκευή έργων. Αναφέρουμε χαρακτηριστικά παραδείγματα: γίνεται πρόσκληση στους οικοδόμους του νησιού, για να δουλέψουν είτε στην Ιταλία είτε στην κατασκευή των αμυντικών οχυρωματικών έργων στο νησί, και κανένας απολύτως οικοδόμος δεν παρουσιάστηκε· προκηρύσσεται διαγωνισμός για πρόσληψη εργατών λιμανιού στην κατηγορία φορτωτών και εκφορτωτών, και πάλι κανένας δεν παρουσιάστηκε στο φασιστικό ιταλικό λιμεναρχείο· προσκαλούνται εργάτες, για να δουλέψουν στα προγραμματιζόμενα από τις αρχές Κατοχής έργα στην Κρανιά και το Θέατρο, και παρουσιάστηκαν μόνο 25 κι από αυτούς οι περισσότεροι ήταν περιστασιακοί και από οικονομική απαθλίωση εργάτες. Αυτή η στάση είναι αποτέλεσμα των αγωνιστικών παραδόσεων που η εργατική τάξη είχε σφυρηλατήσει όλα τα προηγούμενα χρόνια.
          Μες στο Γενάρη του 1944 διενεργήθηκαν εκλογές σε όλα τα σωματεία του Εργατικού Κέντρου. Παρά τα εμπόδια και τις παρεμβάσεις της απερχόμενης φιλοκατοχικής διοίκησης, αναδείχθηκαν προοδευτικές διοικήσεις, οι οποίες στη συνέχεια ανέδειξαν τη νέα διοίκηση του Εργατικού Κέντρου με πρόεδρο και γραμματέα τα ΕΑΜικά στελέχη Χριστόφορο Παπανικολάτο και Αντώνη Τζουγανάτο αντίστοιχα. Έτσι, με αυτά τα εκλογικά αποτελέσματα οι εργάτες της Κεφαλονιάς  καταδίκαζαν την προηγούμενη φασιστική διοίκηση και πολιτική του Κέντρου και συγχρόνως άνοιγαν το δρόμο στη μάχη για ουσιαστική συνδικαλιστική και αντιστασιακή πάλη. Από τότε το ανώτερο συνδικαλιστικό όργανο των εργαζομένων του νησιού θα παίζει βασικό ρόλο στον αντιστασιακό αγώνα αλλά και θα στηρίζει τον εργατόκοσμο της Κεφαλονιάς στα καθημερινά του προβλήματα.  
          Αυτή, βέβαια, η πολιτική και τακτική είχε το τίμημά της. Ο Χρ. Παπανικολάτος μετά από προδοσία φυλακίστηκε και βασανίστηκε, γλύτωσε όμως την εκτέλεση μαζί με άλλους αγωνιστές χάρη στα παλλαϊκά συλλαλητήρια της 29ης και 30ής Απριλίου 1944. Έχοντας πάντως γίνει επικίνδυνος για τα σχέδια των Γερμανών και των συνεργατών τους είχε ήδη προγραφεί και τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς (1944) δολοφονήθηκε από ντόπια φιλογερμανικά στοιχεία στο λόφο του Αϊ-Θανάση. Μετά τη δολοφονία του Χρ. Παπανικολάτου πρόεδρος του Εργατικού Κέντρου αναδείχθηκε ο Σπύρος Μπουρμπούλης, ο οποίος αργότερα θα εκτελεστεί μαζί με άλλους συναγωνιστές του από τους Γερμανούς στις Βινάριες. Ο νέος πρόεδρος Σοφιανός Βαλεντής, παρά τα βασανιστήρια που υπέστη, όταν πιάστηκε από τους κατακτητές, ξέφυγε τελικά την εκτέλεση και επέζησε. Πάντως, και οι τρεις αυτοί πρόεδροι του Εργατικού Κέντρου εκπλήρωσαν στο ακέραιο το πατριωτικό και ταξικό τους χρέος.
          Αξίζει, ωστόσο, να αναφέρουμε ότι στα χρόνια της γερμανικής κατοχής με πρωτοβουλία του τοπικού ΕΑΜ ξεκίνησε η ίδρυση Παγκληρικής Ένωσης Κεφαλονιάς, καθώς η πλειοψηφία του κλήρου συμπαρατάχθηκε στον αντιστασιακό αγώνα. Και ενώ συγκροτήθηκε τριμελές γραφείο της Ένωσης, η προσπάθεια δεν ολοκληρώθηκε λόγω των έντονων απαγορευτικών επιφυλάξεων της μητροπολιτικής αρχής. Επίσης, συγκροτήθηκε Ναυτεργατική Ένωση Λιβαθώς, με προοπτική να συμπεριλάβει τους σκόρπιους ναυτεργάτες, που άνεργοι λόγω του συνεχιζόμενου πολέμου ζούσαν στο νησί. Στεγάστηκε στο Εργατικό Κέντρο και συγκρότησε ομάδες κατά κλάδους. Μετά τα αιματηρά, όμως, γεγονότα του καλοκαιριού του 1944, η Ένωση ανέστειλε τη λειτουργία της, μέχρι που οδηγήθηκε στη διάλυσή της. Πάντως, αυτές οι προσπάθειες διατηρούν τη σημασία τους, καθώς φανερώνουν τη δραστηριοποίηση κι άλλων εργαζόμενων τμημάτων στα συνδικαλιστικά και αντιστασιακά ζητήματα.
          Πριν κλείσουμε την κατοχική περίοδο οφείλουμε να αναφέρουμε δύο χαρακτηριστικά γεγονότα που δεν σχετίζονται βεβαίως με το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, συνέβησαν όμως μέρες Πρωτομαγιάς. Την 1η του Μάη του 1942, οι μαθητές των σχολείων της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης στο Αργοστόλι κυρίως και λιγότερο στο Ληξούρι και τις Κεραμιές προχώρησαν στην πρώτη σημαντική αντιστασιακή τους πράξη: απείχαν από τα μαθήματά τους και εξόρμησαν προς τον Πλατύ και Μακρύ Γιαλό και στο Σπήλαιο οι του Αργοστολιού και στα Λέπεδα οι του Ληξουριού, τραγουδώντας πρωτομαγιάτικα και πατριωτικά τραγούδια· δεν άργησε βέβαια η έφοδος των Ιταλών, οι οποίοι συνέλαβαν πολλούς και τους οδήγησαν στα κρατητήρια. Μετά από δυο χρόνια, την Πρωτομαγιά του 1944, οι νέοι κατοχικοί κυρίαρχοι, οι Γερμανοί, εκτέλεσαν δίπλα από τις φυλακές στον κήπο του Μουσείου 6 πατριώτες, που ήδη ήταν φυλακισμένοι· οι 4 από αυτούς, οι Ιωάννης Γρηγοράτος, Αριστομένης Μιχαλάτος, Πέτρος Μιχαλάτος και Ιωάννης Μουρίκης, είχαν συλληφθεί στα Μουζακάτα κατά την έφοδο στο χωριό των Γερμανών με τους ντόπιους συνεργάτες τους, και οι άλλοι δύο, οι Ερωτόκριτος Μπάλλας και Δημήτριος Μπάλλας, στο μπλόκο στα Αργίνια.

          Κάπου εδώ τελειώνει η ιστορική αφήγηση. Μια πορεία 50 χρόνων, με τις αδυναμίες και τα λάθη της, αλλά και με τις κατακτήσεις και τις υπερβάσεις της στοιχειοθετούν ένα συνεχή, δυναμικό αγώνα, πρωτόγνωρο και ταυτόχρονα ζωντανό. Και στην  Κεφαλονιά αυτοί οι συνεχείς και επίμονοι αγώνες έφεραν στο προσκήνιο της κοινωνικής και πολιτικής ζωής τη νεαρή –τότε- εργατική τάξη. Οι κατακτήσεις του οκτάωρου, των καλύτερων συνθηκών εργασίας, της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και της κοινωνικής ασφάλισης ποτίστηκαν με τον ιδρώτα  κάποτε και με το αίμα των εργαζομένων του νησιού μας. Φυσικά, ανάλογη ήταν η πορεία και στην υπόλοιπη χώρα. Και μπαίνει το ερώτημα: τώρα που όλα αυτά τα παίρνει πίσω το κεφάλαιο, το οποίο έχει καταστήσει το πρόβλημα του δημόσιου χρέους βασικό μοχλό της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης και γενικότερα του λαού,  τώρα που η κυβέρνηση, αποδεχόμενη το καθεστώς της νέας κατοχής με την Τρόϊκα, πρωτοστατεί στην κατεδάφιση των εργασιακών κατακτήσεων και βασικών κυριαρχικών δικαιωμάτων, τώρα που ένα τσουνάμι ανατροπών και ξεθεμελιώματος βυσσοδομεί γύρω μας, εμείς τι κάνουμε; Δεν πρέπει λογικά η αντίδρασή μας να αποκτήσει διαστάσεις ενός αντι-τσουνάμι; Και πώς θα γίνει αυτό;
          Δεν είμαι βέβαια εδώ, για να δώσω λύσεις, ούτε φυσικά είμαι το κατάλληλο πρόσωπο για κάτι τέτοιο. Γνωρίζω, όμως, ότι η Ιστορία δεν είναι μόνο παρελθόν· είναι και παράγοντας διαμόρφωσης του παρόντος και του μέλλοντος. Πιστεύουμε, λοιπόν, ότι η ιστορική γνώση μπορεί να βοηθήσει και το σύγχρονο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, αρκεί από αυτό το ίδιο να μελετηθεί και να αφομοιωθεί η ιστορική πείρα του ελληνικού και του διεθνούς κινήματος, έτσι ώστε να βρεθούν οι νέοι τρόποι, με τους οποίους θα εμπλουτίσει το κίνημα τη δράση του, και να περπατηθούν πρωτόγνωροι δρόμοι, που θα υπερβούν καθιερωμένες διαδρομές. Οι τωρινές κινητοποιήσεις, θα είναι, νομίζουμε, η συνισταμένη πολλών και διαφορετικών γεγονότων και εξελίξεων, το άθροισμα ευρύτερων συσσωματώσεων, το συναπάντημα ζωντανών κοινωνικών συμμαχιών  από τη στιγμή βέβαια που θα αρνηθούμε να σκεφτόμαστε όπως μας έχουν επιβάλει, από τη στιγμή που θα απαλλαγούμε στο εργατικό κίνημα από ιδιοκτησιακές νοοτροπίες και παρωπίδες, από τη στιγμή που θα κοιτάξουμε μπροστά με όρους πραγματικού κινήματος: συσπείρωση και δράση σε επίπεδο σωματείων, ομαδικότητα και αλληλεγγύη, διάλογος και ενότητα.


ΕΠΙΛΟΓΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ

Αντωνάτος Γεράσιμος, Α΄. Αναμνήσεις από τους λαϊκούς αγώνες Κεφαλονιάς – Θιακιού (περίοδος 1911-1936), Αθήνα 1979.
Αντωνάτος Γεράσιμος, Β΄. Αναμνήσεις από τους λαϊκούς αγώνες Κεφαλονιάς – Θιακιού, (περίοδος 1911-1936), Αθήνα 1980.
Αντωνάτος Γεράσιμος, Γ΄. Αναμνήσεις από τους λαϊκούς αγώνες Κεφαλονιάς – Θιακιού (περίοδος 1911-1936), Αθήνα 1981.
Αρχείο Ιστορίας Συνδικάτων της Γ.Σ.Ε.Ε., Γεια σου περήφανη και αθάνατη εργατιά. Μια διαδρομή στο κοινωνικό εργατικό τραγούδι, Αθήνα 2000.
Γκίκας Αναστάσης, Ρήξη και ενσωμάτωση. Συμβολή στην Ιστορία του εργατικού-κομμουνιστικού κινήματος του Μεσοπολέμου (1918-1936), εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2010.
Δεμπόνος Αγγελο-Διονύσης, Η γένεση και τα πάθη μιας πολιτείας. Το Αργοστόλι αγωνίζεται, Αργοστόλι 1981.
Δεμπόνος Αγγελο-Διονύσης, Ρόκκος Χοϊδάς, ο επίγονος των Ριζοσπαστών, Αργοστόλι 1984.
Δεμπόνος Αγγελο-Διονύσης, Σταθμοί, έκδοση της ΔΕΠΑΨ Δήμου Αργοστολίου, Αργοστόλι 1994.
Δεμπόνος Αγγελο-Διονύσης, « Η σοσιαλιστική ομάδα Κεφαλονιάς», στο Πρακτικά του Συνεδρίου «Μαρίνος Αντύπας (1872-1907), επιμέλεια Π. Πετράτος, έκδοση Δήμου Πυλαρέων, Αγία Ευφημία 2009, σσ. 327-377.
Κορδάτος Γιάννης, Ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος, εκδ. Μπουκουμάνη, 4η έκδοση, Αθήνα 1972.
Κουκουλές Γιώργος, Για μια ιστορία του ελληνικού συνδικαλιστικού κινήματος, Αθήνα 1976.
Λειβαδά-Ντούκα Ευρυδίκη, Σύντομη (Πολιτική) Ιστορία Κεφαλληνίας. Από την προϊστορία στον 20ο αι., εκδ. Οδύσσεια, Αργοστόλι 2008, σσ. 58-87.
Λιβιεράτος Δημήτρης, Το ελληνικό εργατικό κίνημα 1918-1923, εκδ. Καρανάση, Αθήνα 1976.
Λιβιεράτος Δημήτρης, Κοινωνικοί αγώνες στην Ελλάδα (1923-27). Επαναστατικές εξαγγελίες, εκδ. Κομμούνα, Αθήνα 1985.
Λιβιεράτος Δημήτρης, Κοινωνικοί αγώνες στην Ελλάδα (1927-31). Από τη καταφρόνια μια καινούργια αυγή, εκδ. Κομμούνα, Αθήνα 1987.
Λιβιεράτος Δημήτρης, Κοινωνικοί αγώνες στην Ελλάδα (1932-36), Εναλλακτικές εκδόσεις, Αθήνα1994.
Λιβιεράτος Δημήτρης, 90 χρόνια Γ.Σ.Ε.Ε., έκδοση Αρχείου ιστορίας Συνδικάτων της Γ.Σ.Ε.Ε., Αθήνα 2009.
Λουκάτος Σπύρος, Μαρίνος Σπ. Αντύπας. Η ζωή – η εποχή – η ιδεολογία – η δράση – και η δολοφονία του, έκδοση Ομοσπονδίας Κεφαλληνιακών και Ιθακησιακών Σωματείων, Αθήνα 1980.
Λουκάτος Σπύρος, Ρόκκος Χοϊδάς, ο κήρυκας του ελληνικού σοσιαλισμού, έκδοση Αδελφότητας Κεφαλλήνων και Ιθακησίων Πειραιά, «Αλκυών», [Αθήνα 1984].
Λουκάτος Σπύρος, Τα χρόνια της ιταλικής και γερμανικής κατοχής και της Εθνικής Αντίστασης στην Κεφαλονιά και Ιθάκη, τόμ. Α΄: Η φασιστική ιταλική κατοχή, οι εθνικοαπελευθερωτικές οργανώσεις και τα αντιστασιακά τους επιτεύγματα στην Κεφαλονιά και Ιθάκη, εκδ. Νόβολι, 2η έκδοση, Αθήνα 2010.
Λουκάτος Σπύρος, Τα χρόνια της ιταλικής και γερμανικής κατοχής και της Εθνικής Αντίστασης στην Κεφαλονιά και Ιθάκη, τόμ. Γ΄: Η ναζιστική γερμανική κατοχή, οι εθνικοαπελευθερωτικές οργανώσεις και τα αντιστασιακά επιτεύγματα στην Κεφαλονιά και την Ιθάκη, εκδ. Νόβολι, 2η έκδοση, Αθήνα 2011.
Λουκάτος Σπύρος, «Ο ελληνικός πρωτοσοσιαλιστικός τύπος, 1875-1912», [Ανακοίνωση στο Β΄ Συνέδριο της Ελληνικής Ιστορικής Εταιρείας, Θεσσαλονίκη 1981], Πρακτικά Ε΄ Πανελληνίου Ιστορικού Συνεδρίου της Ελληνικής Ιστορικής Εταιρείας, Θεσσαλονίκη 1984, σσ. 71-92.
Λουκάτος Σπύρος, «Πρώιμος εργατικός συνδικαλισμός στα Επτάνησα στα τέλη του 19ου μ.Χ. αιώνα», [Ανακοίνωση στο Συμπόσιο του Ιδρύματος Μελετών Ιονίου, Ζάκυνθος 1985], Κυμοθόη, τχ. 5 (1994), σσ. 7-33.
Μαυρίκος Γιώργος, Το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα 1918-1948. Δυο γραμμές σε διαρκή αντιπαράθεση, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 3η έκδοση, Αθήνα 2004.
Μοσκώφ Κωστής, Εισαγωγικά στην ιστορία του κινήματος της εργατικής τάξης. Η διαμόρφωση της εθνικής και κοινωνικής συνείδησης στην Ελλάδα, εκδ. καστανιώτη, 3η έκδοση, Αθήνα 1988.
Μοσχόπουλος Γεώργιος, Ιστορία της Κεφαλονιάς (1797-1940). Πολιτική Ιστορία – Πολιτισμός -  Παιδεία - Γράμματα – Τέχνες, Αθήνα 2010.
Πετράτος Πέτρος, «Ο Εργατικός Σύνδεσμος Ληξουρίου ‘‘Η Αδελφοποίησις’’ 1894», Οδύσσεια Κεφαλλονιάς – Ιθάκης, 2008, σσ. 42-47.
Σταυροπούλου Ερασμία-Λουίζα, Παναγιώτης Πανάς (1832-1896). Ένας ριζοσπάστης ρομαντικός, εκδ. Επικαιρότητα, Αθήνα 1987.
Τζεκίνης Χρήστος, 1870-1987. Το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα στην Ελλάδα, εκδ. Γαλαίος, Αθήνα 1987.
Τζουγανάτος Νικόλαος, Ο Μαρίνος Αντύπας και οι σοσιαλιστικές εξελίξεις στην Κεφαλονιά, έκδοση Αδελφότητας Κεφαλλήνων και Ιθακησίων Πειραιώς, 1978.
Χατζηβασιλείου Ορέστης, Συνδικαλισμός και κοινωνική αντίδραση, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα 1987.

Πέτρος Πετράτος