Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2014

Η ΜΑΧΗ ΤΩΝ ΘΕΡΜΟΠΥΛΩΝ ΣΕ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ



 
Ανακοίνωση στο 5ο Συνέδριο Φθιωτικής Ιστορίας, (Λαμία, 16-18 Απριλίου 2010).
Στα Πρακτικά του Συνεδρίου, έκδοση Πνευματικού Κέντρου Σταυρού
 και Δήμου Λαμιέων, Λαμία 2013, σσ. 421-438. 
 

 
 
            Το καλοκαίρι του 480 π.Χ. 300 Σπαρτιάτες, 700 Θεσπιείς και 400 Θηβαίοι πολέμησαν στο στενό των Θερμοπυλών, για να εμποδίσουν την κάθοδο των Περσών στον κεντρικό και νότιο ελλαδικό χώρο[1]. Δεν υπήρχε πρόθεση να εγκαταλείψουν το πεδίο της μάχης, ούτε ήθελαν να υποχωρήσουν, αλλά ούτε υπήρχε τρόπος να νικήσουν, ούτε ελπίδα να σωθούν. Οι αντίπαλοι ήταν πολυάριθμοι και το σημαντικότερο τμήμα τους αποτελούσαν οι Πέρσες, πειθαρχικοί, έμπειροι στα πολεμικά και ανδρείοι, σύμφωνα με τον ιστορικό Ηρόδοτο. Η ήττα, όμως, των Ελλήνων στις Θερμοπύλες από εκείνη κιόλας την εποχή μετουσιώθηκε σε ηθική νίκη, καθώς εκείνοι, επιδεικνύοντας αφοσίωση στην πατρίδα, αγωνίστηκαν και θυσιάστηκαν στο όνομα της υψηλότερης υπόθεσης, της ελευθερίας. Και το γεγονός αυτό με το συγκεκριμένο συμβολισμό του επέζησε στη συλλογική μνήμη του ελληνισμού.
          Είναι εξακριβωμένο ότι ο μεταγενέστερος ελληνισμός ποτέ δε διέρρηξε τους δεσμούς του με την αρχαιότητα. Πάντοτε είχε συνείδηση αυτών των δεσμών[2], οι οποίοι βέβαια άλλοτε εντοπίζονταν σε λανθάνουσα κατάσταση και άλλοτε βρίσκονταν σε εγρήγορση, και εκδηλώνονταν ανάλογα με τις πολιτικο-κοινωνικές συγκυρίες και το μορφωτικό επίπεδο κάθε κοινωνικής ομάδας: στη λαϊκή συνείδηση λειτουργούσαν οι μύθοι[3], ενώ οι λόγιοι μιλούσαν με βεβαιότητα για αρχαίους και ένδοξους προγόνους. Στα χρόνια της οθωμανικής κατοχής οι υπόδουλοι Έλληνες συντηρήθηκαν από την αρχαία κληρονομιά τους. Εξάλλου, το μέρος όπου ζούσαν καθημερινά ήταν γι’ αυτούς ο αδιάψευστος μάρτυρας των δεσμών με το αρχαίο παρελθόν, καθώς το ελληνικό έδαφος ήταν κατάσπαρτο με τα κατάλοιπα της αρχαιότητας, τα οποία δεν μπορούσαν να τους αφήσουν αδιάφορους. Αυτά, ακριβώς, «τα ορατά μνημειακά λείψανα του κλασικού πολιτισμού αρχίζουν να προκαλούν περιέργειες. [Έτσι] ξανάρχονται στο προσκήνιο οι αρχαίοι πρόγονοι»[4].

          Βρισκόμαστε ήδη στα τέλη του 18ου αιώνα, όταν έχει πολυεπίπεδα εξελιχθεί και δημιουργικά αναπτυχθεί το ιστορικό φαινόμενο του Νεοελληνικού Διαφωτισμού[5]. Στο πλαίσιο αυτού του πνευματικού-ιδεολογικού κινήματος, καθώς η κλασική αρχαιότητα προβάλλεται σημαντικά, οι υπόδουλοι Έλληνες αφυπνιζόμενοι ολοένα και περισσότερο επιζητούν να συνδεθούν ψυχικά με την κλασική αρχαιότητα αλλά και να στηριχθούν σε αυτήν. Δεν είναι τυχαίο που δίνουν αρχαιοελληνικά ονόματα στα παιδιά τους και στα καράβια τους[6], ενώ με την υιοθέτηση του εθνωνύμιου «Έλληνες», αντί για το «Ρωμιοί» ή «Γραικοί», καταδεικνύουν σαφέστατα την πίστη τους στην ιστορική συνέχεια[7].

          Ωστόσο, αυτή η «ανακάλυψη» της αρχαίας καταγωγής και η προαγωγή της στη νεοελληνική συνείδηση προσδίδουν νέα διάσταση στο θέμα της εδαφικότητας. Ο γεωγραφικός χώρος με τη βαρύνουσα τώρα ιστορική του σημασία δημιουργεί νέα δεδομένα και άλλες απαιτήσεις: καταρχάς, προσδιορίζει θετικά τους υπόδουλους ορθόδοξους έλληνες κατοίκους του και αρνητικά τους μουσουλμάνους κατακτητές· έπειτα, οι πρώτοι αναλαμβάνουν την υποχρέωση να διαφυλάξουν και να διαφεντέψουν από τους δεύτερους το συγκεκριμένο γεωγραφικό-ιστορικό χώρο. Επομένως, οι υπόδουλοι Νεοέλληνες αποκτούν μια νέα σχέση με τον ιστορικό τόπο, χαρακτηριστική έκφραση της οποίας είναι η υπερηφάνεια που νιώθουν για τη γενέτειρά τους και τους προγόνους τους, τους οποίους οφείλουν να τιμήσουν υπερασπιζόμενοι τον τόπο τους.

          Όλη την παραπάνω προβληματική θα αφομοιώσουν και θα εφαρμόσουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο οι δύο Δημητριείς, ο Δανιήλ Φιλιππίδης (Μηλιές, περίπου 1755 – Βεσσαραβία, 1832) και Γρηγόριος Κωνσταντάς (Μηλιές, 1758 – 1844). Με την πραγματεία τους Γεωγραφία Νεωτερική (1791)[8], θέλησαν να προσδιορίσουν τον ελληνικό – όσον αφορά στη δική μας περίπτωση – χώρο σε συνάρτηση πάντα προς τον ιστορικό παράγοντα[9]. Δεν τους ενδιέφερε αποκλειστικά και μόνο η γεωγραφική ταυτότητα της περιοχής. Επεδίωκαν ταυτόχρονα να συνδέσουν τον περιγραφόμενο χώρο με τις τρέχουσες οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες και, αποδοκιμάζοντας την οθωμανική κατοχή, να προβούν στις απαιτούμενες ιστορικές αναδρομές στο παρελθόν ή και αναφορές στο μέλλον[10]. Ουσιαστικά «ακολούθησαν μια μέθοδο που βρίσκεται κοντά σε ό,τι ορίζεται ως “ιστορική γεωγραφία” και “ανθρωπογεωγραφία”»[11], φιλοδοξώντας να βοηθήσουν τους συμπατριώτες τους αναγνώστες να αποκτήσουν στέρεα γνώση και συνείδηση του ελληνικού χώρου, ακριβώς για να αποφασίσουν την αλλαγή της υπόδουλης κατάστασής τους αποτινάσσοντας τον οθωμανικό ζυγό[12].

          Αναφερόμενοι οι Δημητριείς στην περιοχή της Λοκρίδας, πληροφορούν τους αναγνώστες τους ότι στους πρόποδες της Οίτης βρίσκονται οι Θερμοπύλες και με σχετική συντομία αναφέρονται στην ομώνυμη μάχη[13]. Είναι οι συγγραφείς γενικά πιστοί στη αφήγηση και εκτίμηση του ιστορικού γεγονότος – μεγάλη η αριθμητική διαφορά μεταξύ Ελλήνων και Περσών, ο Λεωνίδας με τους Σπαρτιάτες του και οι άλλοι Έλληνες, η προδοσία, ο ηρωισμός των υπερασπιστών των Θερμοπυλών, ο θάνατος όλων εκτός από έναν – αλλά υπάρχουν και σημεία, από τα οποία προκύπτει ότι αποδέχονται συγκεκριμένη παράδοση ή στα οποία  φαίνεται ότι σφάλλουν ιστορικά. Θα σταθούμε σε τρεις συγκεκριμένες περιπτώσεις.

          Εντύπωση προκαλεί το όνομα του προδότη που χρησιμοποιούν: αντί του γνωστού Εφιάλτη[14] διαβάζουμε Επίαλος. Οι λέξεις, βέβαια, επίαλος [15], ηπίαλος [16], επιάλης [17], ηπιάλης [18] και ηπιόλης [19] είναι της ίδιας ετυμολογικά και σημασιολογικά οικογένειας με τις λέξεις επιάλτης και εφιάλτης [20]. Αξιοπαρατήρητο, επίσης, είναι το ότι κάνουν λόγο για εγκατάλειψη του Λεωνίδα από τους υπόλοιπους Έλληνες συμμάχους («τον άφησαν και οι άλλοι Έλληνες»), μόλις έγινε αντιληπτή η δυνατότητα περικύκλωσής τους από τους Πέρσες. Δεν ενστερνίζονται δηλαδή την άποψη του Ηροδότου, σύμφωνα με την οποία ο ίδιος ο Λεωνίδας τους απέπεμψε[21]. Λαθεύουν, όμως όταν αναφέρουν ότι τελικά τους Πέρσες τους αντιμετώπισαν μόνοι τους οι Σπαρτιάτες («επέμεινε [Ο Λεωνίδας] με τους Σπαρτιάτας του») – διατυπώνουν δηλαδή την απλοϊκή εκδοχή που θέλει μόνο του το Σπαρτιάτη βασιλιά με τους οπλίτες του να αντιμετωπίζει τους εχθρούς – ενώ είναι γνωστό από τον Ηρόδοτο ότι παρόντες στην τελική αναμέτρηση, εκτός από τους 300 Σπαρτιάτες, ήταν 700 Θεσπιείς και 400 Θηβαίοι και ο μάντης του Στρατού Μεγιστίας από την Ακαρνανία[22]. Από τους 300 Σπαρτιάτες, τέλος, σώθηκε ένας («και εφονεύθηκαν όλοι, έξω από έναν μόνο»), ενώ, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, δύο διασώθηκαν και επέστρεψαν στη Σπάρτη[23].

          Πάντως, πέρα από τις παραπάνω παρατηρήσεις, επιβάλλεται να σημειωθούν τα εξής: οι Δημητριείς υπογραμμίζουν, και πολύ ορθά, την αριθμητική διαφορά των αντιμαχομένων – ολιγάριθμοι οι Έλληνες, πολυάριθμοι οι Πέρσες (« ο Λεωνίδας με 300 Σπαρτιάτας και με μερικούς άλλους Έλληνας εναντίο εις ένα άπειρο πλήθος Περσών»)· παράλληλα τονίζουν, και πάλι σωστά, την ανδρεία και τον ηρωισμό της ελληνικής πλευράς και την αυτοθυσία ιδιαίτερα του Λεωνίδα και των Σπαρτιατών («ο Λεωνίδας μ’ όλον οπού είδε πως έμελλε να περικλεισθή [...], επέμεινε με τους Σπαρτιάτας του, και αφ’ ου επολέμησαν ανδρειότατα, και εφόνευσαν πολυαρίθμους Πέρσας, [...] εφονεύθηκαν όλοι, έξω από έναν μόνο»). Είναι προφανής ο στόχος των συγγραφέων: οι αναγνώστες αμέσως συνειρμικά θα σταθούν στο παρόν και θα προβληματιστούν για την αντίστοιχη διαφορά, αριθμητική και σταρτιωτική, υπόδουλων Ελλήνων και κυρίαρχων Οθωμανών, αλλά ταυτόχρονα θα νιώσουν την ανάγκη και αυτοί, προσπερνώντας την υπεροχή του αντιπάλου, να αγωνιστούν για την απελευθέρωση της πατρίδας τους, γιατί σημασία έχει πια ο αγώνας και η θυσία, έτσι όπως έπραξαν οι αρχαίοι πρόγονοί τους στα ίδια μέρη τα δικά τους προσπαθώντας να αποκρούσουν την περσική επιδρομή. Επομένως, οι απόγονοι εκείνων των ηρώων δεν έχουν το δικαίωμα να ανέχονται άλλο την οθωμανική κατοχή· δεν πρέπει τα ποτισμένα με το αίμα των προγόνων τους χώματά τους να παραμένουν κάτω από την κυριαρχία των Οθωμανών.

          Τρία χρόνια πριν εκδοθεί η Γεωγραφία Νεωτερική, είχε κυκλοφορήσει στη Γαλλία το πράγματι μνημειώδες πολύτομο έργο του αββά Jean-Jacques Barthélemy Voyage du jeune Anacharsis en Grèce vers le milieu de IVe siècle avant l’ ère vulgaire (1788)[24]. Είναι η εποχή της κορύφωσης της αρχαιολογικής στροφής του ουμανισμού και οι Ευρωπαίοι αποκτούν μια νέας ποιότητας σχέση με την κλασική αρχαιότητα και ιδιαίτερα με τον ελληνικό χώρο, ο οποίος τώρα βιώνει μια ξεχωριστή περιηγητική παράδοση[25]. Οι περιηγητές έρχονται στην Ελλάδα, για να αναζητήσουν τα ίχνη του κλασικού πολιτισμού και για να θαυμάσουν τα λείψανα της αρχαιότητας. Οι περιγραφές τους στα ταξιδιωτικά βιβλία που εκδίδουν, διαβάζονται από τους μορφωμένους Έλληνες, οι οποίοι έτσι γνωρίζουν την ιστορία τους και ενισχύουν την αυτογνωσία τους. Από την άλλη πλευρά, η μεγάλη πλειοψηφία των υπόδουλων Ελλήνων, που δεν έχει πρόσβαση στη γνώση, προϊδεάζεται ωστόσο για τη σημασία των αρχαίων καταλοίπων με την παρουσία των περιηγητών. Έτσι, «μέσα από το δίαυλο του έντονου ενδιαφέροντος των ξένων για τις αρχαιότητες, οι Έλληνες αντιλαμβάνονται την πολιτική και συμβολική αξία των αρχαίων μνημείων, ως διεθνώς αναγνωρίσιμης εθνικής παρακαταθήκης»[26].

          Αυτήν ακριβώς τη σχέση με τα μνημειακά λείψανα του παρελθόντος προσπάθησε να αξιοποιήσει ο Ρήγας Βελεστινλής (Βελεστίνο, 1757 – Βελιγράδι, 1798), για να εξυψώσει το φρόνημα των υπόδουλων συμπατριωτών του – και των υπόλοιπων φυσικά Βαλκάνιων - και να δημιουργήσει εθνεγερτική επαναστατική συνείδηση. Και γι’ αυτό το σκοπό τύπωσε εικόνες και χάρτες, έγραψε τραγούδια και εξέδωσε βιβλία, τέτοια που αναδείκνυαν την αρχαιοελληνική κληρονομιά και εμψύχωναν τους Έλληνες. Σε αυτήν την κατεύθυνση πορευόμενος, μετέφρασε και δημοσίευσε το Νέο Ανάχαρσι [27] και τύπωσε τη μεγάλη Χάρτα της Ελλάδος [28].  Ο ίδιος, άλλωστε, είχε αποκαλύψει αυτήν του την πρόθεση στους συνεργάτες του[29]. Οι αυστριακές, όμως, ανακριτικές αρχές έγκαιρα αντιλήφθηκαν τα σχέδιά του,  καθώς σε έκθεσή τους σημείωναν ότι, για να «παρασκευασθή ο ελληνικός λαός προς τοιαύτας [=επαναστατικάς] διαθέσεις, υπεκινήθη υπό του Ρήγα μετάφρασις του Νέου Αναχάρσιδος, εχαράχθη ιδία Χάρτα των τουρκικών επαρχιών ελληνιστί εις δώδεκα φύλλα […]» [30].

          Ο Νέος Ανάχαρσις (1797) συγκαταλέγεται στο μεταφραστικό έργο του Ρήγα [31].  Πρόκειται για τον τέταρτο τόμο του Ταξιδιού του Νέου Ανάχαρσι (1788) του αββά J.-J. Barthélemy, ενός έργου που διαβάστηκε πολύ στην εποχή του και συνέβαλε στην τόνωση και ανάπτυξη του ενδιαφέροντος των Ευρωπαίων για τον κλασικό πολιτισμό[32].  Και αυτή η μεταφραστική και εκδοτική επιλογή του Θεσσαλού διαφωτιστή και επαναστάτη[33] εντάσσεται στο γενικότερο επαναστατικό του σχέδιο και στην προκειμένη περίπτωση στην κατάκτηση της εθνικής αυτογνωσίας. Ο ίδιος, βέβαια, εμπλούτισε το κείμενο (ακόμη και τα κεφάλαια που είχαν μεταφραστεί από τον Γεώργιο Βεντότη) με ενδιαφέρουσες επιπλέον αρχαιογνωστικές αλλά και τοπωνυμικές σημειώσεις[34], προσπαθώντας έτσι να συνδέσει την αρχαία με τη σύγχρονη ελληνική γη και ιστορία προς όφελος των Ελλήνων ομογενών του.

          Τα σχετικά με τη μάχη των Θερμοπυλών περιέχονται στο 34ο κεφάλαιο («Οδοιπορία εις Βοιωτίαν. Σπήλαιον του Τροφωνίου. Ησίοδος. Πίνδαρος») μεταφρασμένο από τον Γεώργιο Βεντότη, και χωρίς καμιά επιπλέον σημείωση του Ρήγα, ενώ ο τελευταίος τη σύγχρονη ονομασία των Θερμοπυλών «Θερμονέρια»  υποσημειώνει στο επόμενο, 35ο, κεφάλαιο, απ’ όπου αρχίζει και η δική του μετάφραση[35]. Ο νεαρός περιηγητής Ανάχαρσις φθάνοντας στο χώρο των Θερμοπυλών, ομολογεί, μετά από μια σύντομη περιγραφή του τοπίου,  ότι κυριεύεται από «ένα κρυφόν ανατρίχιασμα»[36], καθώς ήρθαν στο νου του οι συγκλονιστικές εικόνες εκείνης της μεγαλειώδους μάχης (: η θάλασσα κόκκινη από το αίμα των νεκρών, οι φονικές συγκρούσεις στα γύρω ήρεμα και έρημα τώρα υψώματα) και ένιωσε την πικρή αίσθηση που προξενεί η ήττα των ανδρείων κατά τα άλλα Ελλήνων υπερασπιστών, ενώ, όταν αντίκρισε τα εκεί μνημεία, τα οποία «η των Αμφικτυόνων συνέλευσις ήγειρεν εις τον ρηθέντα λόφον» προς ανάμνηση του γεγονότος και προς τιμή των νεκρών, ένιωσε ανάμικτα τα αισθήματα του θαυμασμού και της λύπης [37].

          Ο συγγραφέας, επίσης, αναφέρει τα δύο γνωστά επιγράμματα, το ένα για τη συμμετοχή και τον αγώνα συνολικά των Πελοποννησίων  σε εκείνη τη σύγκρουση και το δεύτερο για τη θυσία των Σπαρτιατών [38], με την αξιοπρόσεκτη, για το δεύτερο, παρατήρηση: «Με πόσην αίσθησιν μεγαλειότητος, με πόσον ύψος αδιαφορίας ειδοποίησαν παρόμοια πράγματα εις τους μεταγενεστέρους! Εις αυτήν την δευτέραν επιγραφήν δεν είναι το όνομα του Λεωνίδου και των 300 οπαδών του, διατί ούτε καν υπωπτεύθησαν ότι ποτέ θέλει σταθή τρόπος να αλησμονηθώσιν», συμπληρώνοντας χαρακτηριστικά ότι γνώρισε πολλούς Έλληνες, οι οποίοι ήξεραν τα ονόματα των νεκρών Σπαρτιατών [39] – στοιχείο που πιστοποιεί ότι παραμένει ζωντανή η μνήμη του συγκεκριμένου ιστορικού γεγονότος στους σύγχρονους κατοίκους της περιοχής. Κάνει, επιπλέον, λόγο για το επίγραμμα προς τιμή του μάντη Μεγιστία και για το τρόπαιο που οι Πέρσες έστησαν για τη νίκη τους, το οποίο, όπως μαρτυρεί ο ίδιος, «τιμά περισσότερον τους νικηθέντας, παρά τους νικητάς»[40].

          Όπως γίνεται φανερό, ο συγγραφέας Barthélemy, και κατεπέκταση ο εκδότης του έργου Ρήγας Βελεστινλής θέλει να τονίσει το σεβασμό που εμπνέει και το μεγαλείο που αποπνέει ο χώρος των Θερμοπυλών, όπου οι πρόγονοι των σύγχρονων υπόδουλων Ελλήνων υπερασπίστηκαν την ανεξαρτησία της πατρίδας τους και θυσιάστηκαν πολεμώντας για την ελευθερία τους. Έτσι, η μάχη των Θερμοπυλών και ο χώρος της θυσίας γίνεται το καλύτερο παράδειγμα για τη σύνδεση του παρόντος με το ένδοξο παρελθόν και το υποδειγματικότερο μάθημα αρχαιογνωσίας και εθνικής αυτογνωσίας. Δεν είναι, άλλωστε, χωρίς σημασία το ότι οι στίχοι των δύο επιγραμμάτων τυπώνονται από τον Ρήγα με αραιογραμμένες τις λέξεις, ακριβώς για να εξαρθεί η σημασία των λεγομένων, για να υπογραμμιστούν δηλαδή η φιλοπατρία,  η γενναιοψυχία και η αγάπη για την ελευθερία [41], κοντολογίς εκείνα τα στοιχεία με τα οποία πρέπει να εφοδιαστεί ο σκλαβωμένος Έλληνας, προκειμένου να κινηθεί επαναστατικά για την απελευθέρωσή του από τους Οθωμανούς και για τη συγκρότηση ανεξάρτητης δημοκρατικής πολιτείας.

          Παρόμοιος ήταν ο στόχος του Ρήγα και με τη Χάρτα του (1797) [42]: απέβλεπε στην εθνική αφύπνιση των Ελλήνων, στη συνειδητοποίηση από τους τελευταίους της ιστορικής συνέχειας του ελληνισμού, καθώς σε αυτό το χάρτη ενσωμάτωνε ποικίλο αρχαιογνωστικό υλικό, όπως αρχαία νομίσματα, αρχαία τοπωνύμια δίπλα στα σύγχρονα ονόματα, χρονολογίες μαχών, καταλόγους βυζαντινών αυτοκρατόρων, επιπεδογραφίες, τοπογραφικά σχεδιαγράμματα αρχαίων πόλεων, μνημείων και πολεμικών συγκρούσεων κ.λπ. Με αυτό τον τρόπο ήθελε «να θυμίση όλα τα ιστορικά γεγονότα […] και λείψανα της προγονικής δόξας, να διδάξη στον υπόδουλο Ελληνισμό “τι έχασε, τι έχει, τι του πρέπει”» [43].

          Ωστόσο, για να παραπλανήσει προφανώς ο Ρήγας και να ξεφύγει, έτσι, από την αυστριακή λογοκρισία, σημείωνε στον τίτλο της Χάρτας ότι την εξέδιδε «εις κατάληψιν [=κατανόηση] του Νέου Αναχάρσιδος», ο οποίος στο μεταξύ, είχε κυκλοφορήσει, και «προς αμυδράν ιδέαν της αρχαιολογίας». Βέβαια, μια προσεκτική παρατήρηση της Χάρτας θα μας πείσει ότι δε σχετίζεται με το Νέο Ανάχαρσι, δε βοηθά δηλαδή στην κατανόηση του ταξιδιού[44], εκτός από τις επιπεδογραφίες που εμπεριέχει η Χάρτα, ανάμεσα στις οποίες και εκείνη της μάχης των Θερμοπυλών [45].          Στο 5ο φύλλο της Χάρτας σημειώνει ο Ρήγας  το αρχαίο τοπωνύμιο «Θερμοπύλαι» και η σύγχρονη ονομασία «Θερμονέρια»[46]. Το ίδιο κάνει και στη σχετική με τη μάχη των Θερμοπυλών επιπεδογραφία, στο 2ο φύλλο της: «Επιπεδογραφία του περάσματος των Θερμοπύλων [47] προς κατάληψιν [=κατανόηση] της επιδρομής του Ξέρξου εις την Ελλάδα της παρά του Νέου Αναχάρσιδος ιστορουμένης» [48].

          Η συγκεκριμένη επιπεδογραφία, η οποία προέρχεται από το βιβλίο του γεωγράφου Barbié du Bocage, είναι σημαντική, γιατί δίνει για τα κύρια σημεία του χώρου ασφαλείς πληροφορίες. Σημειώνονται η αρχαία και νεότερη ακτογραμμή (όχι βέβαια στις σωστές τους διαστάσεις) και, άρα, γίνεται κατανοητή η τότε στενότητα του χώρου, καθώς επίσης επισημαίνονται τα δύο στενότερα σημεία της διόδου, το ένα στην είσοδό της, «όπου ο δρόμος είναι μόνον πλατύς όσον να περάση εν αμάξι», και το άλλο στην έξοδό της, όπου «εδώ μόνον εν αμάξι ημπορεί να περάση»[49]. Σημειώνεται, επίσης, η «ανοπαία ατραπός»[50], το «μονοπάτι ονομαζόμενον Ανόπη από το οποίον οι Πέρσαι ήλθον να πέσουν εις την ράχην των Ελλήνων». Χωροθετούνται το τείχος των Φωκέων[51], για το οποίο λαθεμένα αναγράφεται ότι κτίσθηκε από τους Βοιωτούς, τα θερμά λουτρά (= «θερμά νερά»)[52], το ιερό (= ο «ναός της Αμφικτυονίδος Δήμητρος»)[53] και ο βράχος του Μελαμπύγου (= «Μελαμπύγη πέτρα του Ηρακλέους»)[54]. Χωροθετείται, επίσης, ο «τάφος του Λεωνίδα και των 300 Σπαρτιατών»[55], με την προσθήκη μάλιστα από τον Ρήγα του γνωστού επιγράμματος του Σιμωνίδη προς τιμή των Σπαρτιατών στην απλοελληνική γλώσσα (σε μετάφραση προφανώς του ίδιου του Ρήγα): «Οδοιπόρε, περνώντας από την Σπάρτην, ειπέ πως ετάφημεν εδώ, πολεμήσαντες διά τους Ιερούς νόμους της».

          Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι και στην περίπτωση της επιπεδογραφίας των Θερμοπυλών πετυχαίνεται ο στόχος του Ρήγα: παρέχονται εκείνα τα ιστορικά και τοπογραφικά στοιχεία που μπορούν από τη μια πλευρά να δώσουν την κατάλληλη γνώση για το γεγονός και από την άλλη να προκαλέσουν θαυμασμό και υπερηφάνεια για τους προγόνους και επομένως μπορούν να λειτουργήσουν προωθητικά, προκειμένου μέσα από τη συνειδητοποίηση της παρούσας κατάστασης να αποφασίσουν οι υπόδουλοι Έλληνες να ανακτήσουν με αγώνα την ελευθερία τους.

          Εκείνο, όμως, το έργο του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, που περισσότερο από κάθε άλλο υπογραμμίζει και τονίζει τη μάχη των Θερμοπυλών αλλά και την παρουσιάζει ως παράδειγμα για τα σύγχρονα δεδομένα είναι η Ελληνική Νομαρχία (1806). Πρόκειται για έργο που συμπυκνώνει την πολιτική σκέψη του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Ο συγγραφέας του, ο Ανώνυμος Έλληνας[56], σκιαγραφεί αρκετά παραστατικά την κοινωνική και πολιτική κατάσταση του υπόδουλου ελληνισμού, καθώς αναφέρεται στις δομές και τις κοινωνικές στρωματώσεις της τότε ελληνικής κοινωνίας, στην ιεραρχική εξουσιαστική πυραμίδα και στους εξουσιαστικούς μηχανισμούς, ενώ απερίφραστα καταγγέλλει τις ελληνικές κοινωνικές ομάδες, που συνεργάζονται ή ανέχονται την οθωμανική κυριαρχία και καταπιέζουν ή εκμεταλλεύονται τον υπόδουλο Έλληνα [57].

          Ωστόσο, δε σταματά στη διαπίστωση και την καταγγελία. «Δεν εικονίζει μόνο την πραγματικότητα, παρά πολεμάει και να την αλλάξει, ν’ ανοίξει το δρόμο μιας νέας ζωής»[58]. Η πρότασή του για δράση, εμπνεόμενη από το όραμα και τη θυσία του Ρήγα, αντλεί από την πολιτική και κοινωνική θεωρία του ριζοσπαστικού Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού αλλά και από τις ιστορικές και φιλοσοφικές πηγές της ελληνικής αρχαιότητας. Ζητά από τους ομογενείς του Έλληνες να στηριχθούν αποκλειστικά στις δικές τους δυνάμεις για την απελευθέρωσή τους, χωρίς καμιά ξενική βοήθεια ή εξάρτηση[59]. Και για το νέο ανεξάρτητο κράτος, που θα δημιουργηθεί[60], ως ιδανικότερο πολίτευμα, το οποίο και προσιδιάζει στην ελληνική ιστορία, προτείνει εκείνο της Νομαρχίας – ένα δηλαδή αβασίλευτο πολίτευμα, στο οποίο θα βασιλεύει ο νόμος και θα πρυτανεύει η ελευθερία και η ισοπολιτεία [61].  

          Ο Ανώνυμος Έλληνας έχει βαθιά γνώση της αρχαίας ελληνικής ιστορίας. Ο ίδιος, άλλωστε, δίνει βαρύνουσα σημασία στη μελέτη και γνώση της ιστορίας: η τελευταία, υπογραμμίζει, «είναι ο πλέον σοφός διδάσκαλος εις τους ανθρώπους, οπού αγαπώσι  να μάθωσι την αλήθειαν, και μάλιστα οι νυν Έλληνες, οπού τοσαύτην έχουσι χρείαν»[62]. Και επειδή ο συγγραφέας επιδιώκει με την Ελληνική Νομαρχία να γαλουχήσει τους συμπατριώτες του «με μια ψυχολογία εθνικής απελευθέρωσης»[63], θα ζητήσει από τους αναγνώστες του να ανατρέξουν στην αρχαία Ελλάδα, όπου μπορούν να βρουν ποικίλα παραδείγματα χρήσιμα για τη σύγχρονή τους κατάσταση. Οι Περσικοί πόλεμοι αποδεικνύουν περίτρανα τις δυνατότητες και ικανότητες, που διαθέτουν εκείνοι οι πολίτες-στρατιώτες που διαπαιδαγωγούνται με σωστούς νόμους μέσα σε καθεστώς ελευθερίας[64], σε αντίθεση με εκείνους που ζουν κάτω από καθεστώς φόβου και καταπίεσης. Εκτός από την αγωγή και την εκπαίδευση ρόλο στην τελική επικράτηση των Ελλήνων έναντι των Περσών έπαιξε η προσωπικότητα των στρατιωτικών αρχηγών των πρώτων και η τακτική που εφάρμοσαν στο πεδίο της μάχης. Ακριβώς γι’ αυτό εύκολα γίνεται κατανοητό γιατί οι Έλληνες «ενίκησαν εχθρούς δεκαπλασίως μεγαλειτέρας ποσότητος κατά τον αριθμόν, και εξακολούθως ετρόμασαν σχεδόν όλην την οικουμένην»[65].

          Ειδικότερα, για τη μάχη των Θερμοπυλών εξυμνεί τη θυσία του «μεγάλου» Λεωνίδα και των 300 Σπαρτιατών[66], οι οποίοι έτσι «ητοίμασαν εις τους συμπατριώτας των την εντελή νίκην κατά των εχθρών των, οίτινες φοβηθέντες από τα αποτελέσματα τόσων ολίγων Ελλήνων, μόλις ετόλμησαν να δοκιμάσουν την ανδρείαν των λοιπών»[67]. Κατασκευάζει, μάλιστα, μικρό λογίδριο, το οποίο, εννοείται απηύθυνε ο Σπαρτιάτης βασιλιάς στους στρατιώτες του, για να τους ενθαρρύνει και να τους προτρέψει στη θυσία χάρη της πατρίδας[68]: «Ας μην δειλιάση τινάς έμπροσθεν τόσων εχθρών[69] [...] ας μην χάσωμεν τοιαύτην τιμήν[70], ας αιωνιάσωμεν[71] τα ονόματά μας, και ας ευφημίσωμεν την πατρίδα μας. Εγώ έχω χρέος να θυσιαστώ δι’ αυτήν, και εσείς είσθε συμπατριώται μου, ούτε αλλέως ημπορείτε να στοχασθήτε, ούτε διαφορετικώς από εμένα»[72]. Και καταλήγει χαρακτηριστικά: «Η ζωή του αληθούς πολίτου πρέπει να τελειώνη ή διά την ελευθερίαν του ή με την ελευθερίαν του»[73].

          Με αυτήν την «κατηγορική προσταγή» ο Ανώνυμος Έλληνας αναδεικνύει τη σημασία της ζωής και της ελευθερίας ή ορθότερα τη σημασία της ελεύθερης ζωής, η οποία στην προκειμένη περίπτωση κινδύνευε από την περσική εισβολή και στη σύγχρονη εκδοχή της ακυρώνεται με τη συνέχιση της οθωμανικής κατοχής. Επομένως – και αυτό είναι το μήνυμα – οι υπόδουλοι Έλληνες δεν έχουν άλλη επιλογή από τον αγώνα: από την προετοιμασία, οργάνωση και πραγματοποίηση της επανάστασης για την ανάκτηση της ελευθερίας τους· η σημερινή παθητική κατάσταση δεν πρέπει να συνεχιστεί, καθώς ζωή χωρίς ελευθερία δεν έχει ουσιαστικό νόημα.

          Εξάλλου, επισημαίνει στη συνέχεια ο συγγραφέας της Ελληνικής Νομαρχίας, εκείνος ο αγώνας και εκείνη η θυσία των Σπαρτιατών δεν πήγαν χαμένα: «η γενναία απόφασις του αειμνήστου Λεωνίδα έγινεν πρόξενος της καθολικής ελευθερίας της Ελλάδος και ανυποφόρου εντροπής των βαρβάρων»[74]. Και αυτή η εκτίμηση δεν είναι σχήμα λόγου ή πατριωτική «αυτοϊκανοποίηση»· είναι λογική αποτίμηση των γεγονότων που ακολούθησαν μετά τη μάχη των Θερμοπυλών, γεγονότων που είχαν ως τελικό αποτέλεσμα τη φυγή του Ξέρξη από τον ελληνικό χώρο. Οι σημαντικές απώλειες των Περσών σ’ εκείνη τη μάχη[75] καθώς και εκείνες του στόλου τους στη ναυμαχία του Αρτεμισίου – η οποία δεν μπορεί να νοηθεί χωρίς τη μάχη των Θερμοπυλών – μαζί με τον καταποντισμό εκατοντάδων πλοίων λόγω τρικυμίας[76] πρέπει να θεωρηθούν σοβαρό πλήγμα για τις μετέπειτα πολεμικές επιχειρήσεις του Ξέρξη, αφού του στέρησε μεγάλο αριθμό δυνάμεων χρήσιμων για την εισβολή στην Αττική και την προέλαση προς τον Ισθμό και πιθανές επιδρομές στα πελοποννησιακά παράλια. Η επί οκτώ συνολικά ημέρες καθυστέρηση της προέλασης των περσικών στρατιωτικών και ναυτικών δυνάμεων[77] συνέβαλε καθοριστικά στην προώθηση του ελληνικού αγώνα, καθώς έδωσε τη δυνατότητα, μετά την αναγγελία της καταστροφής στις Θερμοπύλες, για την ομαλή εκκένωση της Αττικής και τη λήψη ψύχραιμων αποφάσεων, οι οποίες οδήγησαν στο θρίαμβο της Σαλαμίνας[78]. Τέλος, ο ηρωικός «μέχρις εσχάτων» αγώνας και η θυσία των Θερμοπυλομάχων ξάφνιασε τους Πέρσες εισβολείς, τους προκάλεσε δέος και μείωσε το ηθικό τους, ενώ αντίθετα τόνωσε το ηθικό των Ελλήνων[79] – στοιχεία που έπαιξαν αντίστοιχα το ρόλο τους στις αμέσως επόμενες εξελίξεις.

          Και έρχεται ο Ανώνυμος Έλληνας στην εποχή του, προσπαθώντας να «επικαιροποιήσει» το παράδειγμα των Θερμοπυλομάχων: παρακινεί τους ομογενείς του προς την άμεση δράση, τους παροτρύνει προς την επαναστατική διεκδίκηση της ελευθερίας τους, συγκρίνοντας τους Σπαρτιάτες του Λεωνίδα με τους σύγχρονούς του Σουλιώτες. Και εδώ εντοπίζεται άλλη μια πρωτοτυπία της Ελληνικής Νομαρχίας, καθώς το έργο αυτό κατορθώνει «τους άγνωστους ακόμη Κλέφτες των βουνών μας και τους Σουλιώτες, Μανιάτες κ.λπ. να τους παίρνει απ’ το ποδοβολητό της επικαιρότητας και να τους ανεβάζει στο ιστορικό επίπεδο των Σαλαμινομάχων και Μαραθωνομάχων»[80]. Για το συγγραφέα οι «θαυμαστοί Σουλιώτες» είναι «οι Σπαρτιάτες του νυν αιώνος»[81] : αν και ολιγάριθμοι, «παρακινούμενοι από τον θείον έρωτα της ελευθερίας και της πατρίδος των», τόλμησαν  και συγκρούστηκαν με τον Αλή-πασά και «εταπείνωσαν την αυθάδειαν του τυράννου, πολεμούντες τον αδιακόπως [...] με ανήκουστον θάρρος και μεγαλοψυχίαν»[82].

          Να, λοιπόν, το νέο παράδειγμα που προσφέρει η σύγχρονη πραγματικότητα του ελληνισμού. Εφόσον «η Ελλάς γεννά ακόμη Λεωνίδας και Θεμιστοκλείς»[83], εφόσον «εν μικρόν χωρίον», το Σούλι, αποκάλυψε την αλήθεια, δηλαδή «την μεγαλειότητα των κατορθωμάτων της ελευθερίας»[84], πρέπει να είναι σίγουροι οι Έλληνες ότι «η Ελευθερία επλησίασεν εις την προτέραν της κατοικίαν. Ο ήχος της σάλπιγγος του Άρεως εξύπνησεν από τους τάφους των προγόνων μας τους ήρωας. [...] Ιδού ο Λυκούργος βλέπει άλλους Σπαρτιάτας εις τους Σουλιώτας και Μανιάτας. Ο μέγας Λεωνίδας ακούει τα τύμπανα της νίκης και ευφραίνεται. [...] Ήγγικεν η ώρα, ω Έλληνες, της ελευθερώσεως της πατρίδος μας!»[85].

          Για να συγκρίνει, όμως, ο Ανώνυμος Έλληνας τους σύγχρονούς του Σουλιώτες με τους Σπαρτιάτες του Λεωνίδα, «χρειαζόταν τόλμη και ιστορική εποπτεία και κριτική δύναμη και σθένος ψυχικό, και παν’ απ’ όλα βαθειά γνώση και καταξίωση της Ρωμιοσύνης»[86]. Και τα στοιχεία αυτά τα διέθετε ο συγγραφέας της Ελληνικής Νομαρχίας, ο οποίος, βαθυστόχαστος όντας και ορθολογιστής, γνώριζε τη διαλεκτική σχέση παρελθόντος-παρόντος, είχε στέρεα τη συνείδηση των δεσμών ανάμεσα στους αρχαίους και τους νέους κατοίκους της ελληνικής γης, εκτιμούσε το έργο και το ρόλο της Ιστορίας, αισθανόταν αυτονόητη την κριτική στάση απέναντι στους καθιερωμένους θεσμούς και τα κατεστημένα σχήματα, εμπνεόταν από τις ιδέες της ελευθερίας και της ισότητας, καθώς είχε αφομοιώσει γόνιμα το διαφωτιστικό πνεύμα του 18ου αιώνα και είχε προσπαθήσει να μετουσιώσει δημιουργικά την επαναστατική ιδεολογία του Διαφωτισμού σε πολιτική πράξη και επαναστατική πρακτική.

          Και ενώ όλα τα παραπάνω συμβαίνουν κατά την προεπαναστατική περίοδο, ο αγώνας των Θερμοπυλομάχων Σπαρτιατών εξακολουθεί να εμπνέει και να προβάλλεται ως υπόδειγμα για τους νέους αγώνες και τις νέες θυσίες των υπόδουλων Ελλήνων κατά την έναρξη και κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821. Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, κηρύσσοντας την έναρξή της στη Μολδοβλαχία, καλεί με την περίφημη προκήρυξή του «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος» (24 Φεβρουαρίου 1821) τους Έλληνες να δώσουν μάχη  «μεταξύ του Μαραθώνος και των Θερμοπυλών», να πολεμήσουν πάνω στους τάφους των προγόνων τους, όπως του Λεωνίδα και των τριακοσίων Σπαρτιατών, τους Οθωμανούς κατακτητές, οι οποίοι είναι απόγονοι «βαρβαρότεροι και ανανδρότεροι» των Περσών[87].  Αλλά και ο Διονύσιος Σολωμός στον Ύμνον εις την Ελευθερίαν, που τον συνθέτει το 1823, περήφανος για τις επιτυχίες των επαναστατημένων Ελλήνων καλεί τους τριακόσιους Θερμοπυλομάχους να σηκωθούν από τους τάφους τους, για να δουν και να θαυμάσουν τους άξιους απογόνους τους στον αγώνα τους για την αποτίναξη της οθωμανικής κατοχής και την κατάκτηση της ελευθερίας και ανεξαρτησίας τους [88].

 



[1]  Για τη σημαντική μάχη των Θερμοπυλών βλ. Ηρόδ. VII, 198-233, και  Διόδ. ΧΙ, 4-11.
[2]  Βλ. Κ. Θ. Δημαράς, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, εκδ. Ερμής, Αθήνα 1983 (γ΄ έκδοση), σσ. 3-4.
[3] Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της επιβίωσης της μνήμης του Μεγαλέξανδρου,  βλ. ό.π., σσ. 129-131. Ειδικότερα, για τη Λαμία αναφέρουμε την απεικόνιση του «τάφου του βασιλέως Αλεξάνδρου» στον εσωτερικό τοιχογραφικό διάκοσμο της εκκλησίας της Παναγίας Αρχοντικής, κάτω από το Κάστρο της πόλης, του 1762: ανάμεσα στα θέματα της τοιχογραφίας, όλα εμπνευσμένα από την Παλαιά και Καινή Διαθήκη και τη μεταγενέστερη αγιολογική ιστορία της Εκκλησίας, εντυπωσιάζει το σημερινό επισκέπτη η απεικόνιση θέματος σχετικού με τον Μ. Αλέξανδρο· αλλά αυτό το «παράξενο» εξηγείται με όσα μόλις παραπάνω αναφέραμε.  Την πληροφορία για την ύπαρξη της συγκεκριμένης τοιχογραφικής απεικόνισης οφείλω στην παρέμβαση του αγαπητού συνέδρου εκπαιδευτικού κ. Γεωργίου Σταυροπούλου, τον οποίο ευχαριστώ και από τη θέση αυτή.
[4] Λουκία Δρούλια, «Ελληνική αυτοσυνειδησία», Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, τόμ. 2 («Η Οθωμανική κυριαρχία, 1770-1821»), Αθήνα 2003, σ. 43.
 
[5] Ο Κ. Θ. Δημαράς, που πρώτος προσδιόρισε χρονολογικά και μελέτησε συστηματικά το φαινόμενο αυτό, τοποθετεί τις απαρχές του μετά το 1774. Βλ. την περιοδολόγηση του Νεοελληνικού Διαφωτισμού Κ. Θ. Δημαράς, ό.π., σσ. 1-22. Στο μεταξύ, νεότερες έρευνες τείνουν να καταδείξουν ότι ήδη από τον 17ο αιώνα είχαν εμφανιστεί στον ελληνικό χώρο οι ιδέες του Διαφωτισμού, βλ. Δημήτρης Αποστολόπουλος, Για τους Φαναριώτες. Δοκιμές ερμηνείας και Μικρά αναλυτικά, έκδοση Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών/ Κέντρου Νεοελληνικών Ερευνών, Αθήνα 2003, σ. 21.
[6] Βλ. Κ. Θ. Δημαράς, ό.π., σσ. 58-60.
[7] Βλ. ό.π., σσ. 82-86,  και Λ. Δρούλια, ό.π., σσ. 50-54.
[8] Το εξώφυλλο εκείνης της έκδοσης είχε ως εξής: ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΝΕΩΤΕΡΙΚΗ, ερανισθείσα από διαφόρους συγγραφείς παρά Δανιήλ ιερομονάχου και Γρηγορίου ιεροδιακόνου των Δημητριέων, νυν πρώτον τύποις εκδοθείσα επιστασία των ιδίων και φιλοτίμω συνδρομή του εντιμοτάτου κυρίου Ίβου Δροσινού Χατζή Ίβου του εξ Αμπελακίων, τόμος πρώτος, περιέχων την Ευρωπέικη Τουρκία, Ιταλία, Σπάνια, Πορτουγαλλία και Φράντζα, εν Βιέννη, παρά τω ευγενεί κυρίω Θωμά τω Τράττνερν, 1791.
[9] Βλ. «Εισαγωγή» της  Αικατερίνης Κουμαριανού στο βιβλίο Δημητριείς – Δανιήλ Φιλιππίδης, Γρηγόριος Κωνσταντάς - , Γεωγραφία Νεωτερική, επιμέλεια Αικατερίνη  Κουμαριανού, εκδ. Ερμής, Αθήνα 1988, σ. 10. Ο  Κ. Θ. Δημαράς, ό.π., σ. 328, έχει χαρακτηρίσει αυτό το έργο των Δημητριέων «κείμενο φωτεινό, σχεδόν άξιο να συγκριθεί με το Υπόμνημα του Κοραή, και σχεδόν ισότιμο με την “ [Ελληνική] Νομαρχία”».
[10] Για τα πρότυπα των συγγραφέων αρκετά κατατοπιστικά είναι όσα αναφέρει στην «Εισαγωγή» της η επιμελήτρια της έκδοσης Αικατερίνη Κουμαριανού, στο Δημητριείς, Γεωγραφία Νεωτερική, ό.π., σσ. 38-44.
[11] Ό.π., σ. 48.
[12] Ο Αντώνιος Μηλιαράκης, «Δανιήλ Φιλιππίδης και η Γεωγραφία αυτού», Εστία, τ. ΙΘ΄ (1885), σ. 115, σημείωνε εύστοχα: «Δεν πρόκειται περί γεωγραφίας εκ των συνήθων, ων γίνεται χρήσις εν τοις σχολείοις προς διδασκαλίαν των παίδων, αλλά περί βιβλίου μοναδικού εν τη νέα ελληνική φιλολογία, εν τω οποίω το πρώτον μετά θάρρους παρέστησαν, ως ιστορεί και Γερβίνος, την πολιτικήν αυτής κατάστασιν υπό την δουλείαν, και υπό το φθοροποιόν σύστημα της τουρκικής διοικήσεως».
 
[13] Τα σχετικά με τις Θερμοπύλες και την ομώνυμη μάχη βλ. Δημητριείς, ό.π., σ. 161.
[14] Ο Ηρόδοτος,  VII, 213, 1, αναγράφει «Επιάλτης ο Ευρυδήμου ανήρ Μηλιεύς» (=Εφιάλτης του Ευρύδημου, Μαλιεύς). Η λέξη επιάλτης είναι ο αιολικός τύπος της λέξης εφιάλτης, βλ. Η. LiddellR. Scott, Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήναι χ.χ., στο λ. επιάλτης, και Δ. Δημητράκος, Μέγα Λεξικόν όλης της Ελληνικής Γλώσσης, εκδ. Δομή, Αθήνα [1964], στο λ. Εφιάλτης. Στον Σουίδα, στο λ. Επιάλτην, διαβάζουμε: «Όμηρος και Ησίοδος και οι Αττικοί τον δαίμονα. Διά δε του φ τον άνδρα, Εφιάλτην». Ο Ηρόδοτος, ωστόσο, αναφέρει κι άλλες πληροφορίες για τυχόν προδότες, αλλά ο ίδιος θεωρεί τον Εφιάλτη ως προδότη, βλ. Ηρόδ. VII, 214. Σημειώνουμε, πάντως, εδώ και την άποψη που έχει διατυπωθεί από τη σύγχρονη έρευνα για την ανυπαρξία προδοσίας στη μάχη των Θερμοπυλών, Κων. Μερεντίτης, Ο μύθος της «προδοσίας του Εφιάλτου» εν τη κλασσική γραμματεία, εν Αθήναις 1968.
[15] Το Etymologicon Magnum στο λ. ηπίαλος μας πληροφορεί ότι οι λέξεις ηπίαλος, ηπιάλης και ηπιόλης ταυτίζονται σημασιολογικά με τη λέξη επίαλος και αυτές με τη λέξη επιάλτης.
[16] Βλ. ό.π. Επίσης βλ.  Η. LiddellR. Scott, ό.π., στο λ. ηπίαλος.
[17] Ο Ησύχιος  σημειώνει στο λ. επιάλης: «ο εφιάλτης».
[18] Βλ. H. LiddellR. Scott, ό.π., στο λ. ηπιάλης.
[19] Βλ. ό.π., στο λ. ηπιόλης.
[20] Βλ. ό.π., λ. εφιάλτης: «ο αλλόμενος επί τι, ο πνιγαλίων, ή ηπιάλης, πάθος στομαχικόν, καθ’ ο ο κοιμώμενος αισθάνεται ως να πηδά τις επ’ αυτού και να τον πλακώνη». Και συμπληρώνει από τον Ευστάθιο: «Εφιάλτης δε ου μόνον κύριον, αλλά και επί πάθους η λέξις κείται στομαχικού, ο και επίαλτος λέγεται, τούτο δε ο χυδαίος άνθρωπος βαρυχνάν λέγει». Την ίδια ακριβώς σημασία διατηρεί και σήμερα η λέξη στη λαϊκή ιατρική: βλ. Γ. Α. Ρηγάτος, Λεξικό Ιατρικής Λαογραφίας, ΒΗΤΑ Ιατρικές Εκδόσεις, Αθήνα [2005], στο λ. εφιάλτης: «προσωποποίηση συνδρόμων δύσπνοιας κατά τη διάρκεια του νυχτερινού ύπνου, που συνοδεύεται από δυσάρεστα ή τρομακτικά όνειρα». Κατά τη λαϊκή παράδοση ο Εφιάλτης ή (Σ)βραχνάς «είναι μικρό παιδί […] και πηγαίνει τη νύχτα στα σπίτια και πατεί στα στήθια τους κοιμισμένους και πασχίζει να τους πνίξει», βλ. ό.π., στο λ. σβραχνάς. Για την ετυμολογία της λέξης εφιάλτης βλ. Γ. Μπαμπινιώτης, Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, έκδοση Κέντρου Λεξικολογίας, Αθήνα 2010.
 
[21] Βλ. Ηρόδ. VII, 220, αλλά και Διόδ. ΧΙ, 9, 1. Ο Παυσανίας, Χ [Φωκικά], 20, 2, χρησιμοποιεί την εξής διατύπωση για τη στάση των υπόλοιπων συμμάχων: «πλην γαρ Λακεδαιμονίων τε αυτών και Θεσπιέων και Μυκηναίων προαπέλιπον το πέρας της μάχης οι λοιποί».
[22] Βλ. Ηρόδ. VII, 222. Για το θέμα αυτό βλ. Απ. Β. Δασκαλάκης, «Περί τον αγώνα των Θερμοπυλών. Η αποχώρησις των συμμάχων και η θυσία του Λεωνίδου», Πλάτων, τόμ. 17, τχ. Α΄, (1957), σσ. 13-14.
[23] Βλ. Ηρόδ. VII, 229-232.
[24] Βλ. σχετικά τα επαρκώς κατατοπιστικά στοιχεία που παραθέτει για το συγγραφέα και το έργο στην Εισαγωγή της η Άννα Ταμπάκη στο: Ρήγα Βελεστινλή, Άπαντα τα σωζόμενα, τόμ. 4, Νέος Ανάχαρσις,  Εισαγωγή, επιμέλεια, σχόλια Άννα Ταμπάκη, έκδοση της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα 2000, σσ. 22-43.
[25] Βλ. Κ. Θ. Δημαράς, ό.π., σσ. 18-19.
[26] Γιώργος Τόλιας, «Η ελληνική αρχαιολογία», Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, ό.π., σ. 178.
[27] Το εξώφυλλο εκείνης της έκδοσης είχε ως εξής: ΝΕΟΣ ΑΝΑΧΑΡΣΙΣ, τόμος τέταρτος, μεταφρασθείς, τα μεν 32, 33 και 34 κεφάλαια παρά του Γεωργίου Βεντότη Ζακυνθίου, τα δε 35, 36, 37, 38 και 39 παρά του Ρήγα Βελεστινλή Θετταλού, διορθωθείς και εκδοθείς παρά του αυτού, Εν Βιέννη, 1797.
[28]  Ο πλήρης τίτλος είναι: ΧΑΡΤΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ εν η περιέχονται αι νήσοι αυτής και μέρος των εις την Ευρώπην και Μικράν Ασίαν πολυαρίθμων αποικιών αυτής, περιοριζομένων απ’ ανατολών διά των Μύρων της Λυκίας μέχρι του Αργανθονίου όρους της Βιθυνίας, απ’ άρκτου διά του Ακ-Κερμανίου, των Καρπαθίων όρων και Δουνάβεως και Σάββα των ποταμών, από δυσμών διά του Ούννα και του Ιωνίου πελάγους, από δε μεσημβρίας διά του Λιβυκού. τα πλείω με τας παλαιάς και νέας ονομασίας. προς δε 9 επιπεδογραφίαι τινών περιφήμων πόλεων και τόπων αυτής, συντείνουσαι εις την κατάληψιν του Νέου Αναχάρσιδος. μία χρονολογία των βασιλέων και μεγάλων ανθρώπων αυτής. 161 τύποι ελληνικών νομισμάτων ερανισθέντων εκ του Αυτοκρατορικού Ταμείου της Αουστρίας, προς αμυδράν ιδέαν της Αρχαιολογίας. εν σώμα εις 12 τμήματα. νυν πρώτον εκδοθείσα παρά του Ρήγα Βελεστινλή Θετταλού, χάριν των Ελλήνων και φιλελλήνων. 1797. Εχαράχθη παρά του Φρανσουά Μύλλερ εν Βιέν(νη).    
[29] Βλ. Αιμ. Λεγράνδ – Σπ. Λάμπρος, Ανέκδοτα έγγραφα περί Ρήγα Βελεστινλή και των συν αυτώ μαρτυρησάντων, Αθήνησι 1891, φωτομηχανική επανέκδοση από την Επιστημονική Εταιρεία Μελέτης Φερών-Βελεστίνου-Ρήγα (επιμέλεια Δημήτριος Καραμπερόπουλος), Αθήνα 1996, σσ. 75, 81, 101.
[30] Ό.π., σ. 11.
[31] Τα υπόλοιπα μεταφραστικά του έργα ήταν το Σχολείον των Ντελικάτων Εραστών (1790), το Φυσικής Απάνθισμα (1790) και ο Ηθικός Τρίπους (1797), ενώ λανθάνουν το Στρατιωτικόν Εγκόλπιον και το Πνεύμα των Νόμων του Μοntesquieu.
[32] Γι’ αυτό το έργο του Jean-Jacques Barthélemy και τις μεταφραστικές  στα ελληνικά εκδοχές του βλ. την πλούσια Εισαγωγή της Άννας Ταμπάκη στο: Ρήγα Βελεστινλή, ό.π., σσ. 11-87.
[33] Να σημειώσουμε εδώ ότι τη μετάφραση των τριών πρώτων κεφαλαίων (32ου-34ου) του Νέου Ανάχαρσι είχε ξεκινήσει και ολοκληρώσει ο Γεώργιος Βεντότης, ενώ του τέταρτου (35ου), που δεν πρόλαβε να τελειώσει  ο Γ. Βεντότης λόγω του θανάτου του, συνέχισε και εξέδωσε ο Ρήγας μαζί με τα υπόλοιπα (36ο-39ο) κεφάλαια. Και όλα αυτά πριν από το 1797, βλ. ό.π., σσ. 54-55. Μόλις το 1819 θα εκδοθεί στη Βιέννη στο σύνολό του το έργο του J.-J. Barthélemy σε επτά τόμους, σε μετάφραση του Χρυσοβέργη Κουροπαλάτη.
[34] Μια από τις πηγές του ήταν η Νεωτερική Γεωγραφία των Δημητριέων Δανιήλ Φιλιππίδη και Γρηγορίου Κωνσταντά, βλ. Ρήγα Βελεστινλή, ό.π., σσ. 77-78.
[35] Βλ. Νέος Ανάχαρσις, τόμ.  4, σ. 99 (= Ρήγα Βελεστινλή, ό.π., σ. 149).
[36] Παρόμοια ένιωσε και ο Σουηδός φιλέλληνας αξιωματικός C. F. Aschling, όταν  35 περίπου χρόνια αργότερα (το 1822) βρέθηκε στο χώρο των Θερμοπυλών, για να μελετήσει τις δυνατότητες προστασίας των στενών με εγκατάσταση πυροβολικού. Έχει γράψει στο ημερολόγιό του ο Σουηδός φιλέλληνας: «Με οδήγησε [ο Οδυσσέας Ανδρούτσος] στη θέση όπου έπεσε ο Λεωνίδας. Όλοι οι Έλληνες που με συνόδευαν βάδιζαν όπως σε ένα τόπο λατρείας. Τα ίδια αισθήματα ένοιωσα κι εγώ», βλ. Κυριάκος Σιμόπουλος, Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του ’21, τόμ.  Β΄ (1822-1823), Αθήνα 1987, σσ. 348-349.
[37]«Όταν επλησίασα εις την περίφημον αυτήν στενούραν […] με εκυρίευσεν ένα κρυφόν ανατρίχιασμα. […] Ένα πλήθος περιστατικών επροξενούσαν εις την ψυχήν μας μεγαλώτατα κινήματα. Εκείνη η θάλασσα, η ποτέ βεβαμμένη με το αίμα των εθνών, εκείνα τα βουνά, των οποίων αι κορυφαί υψούνται έως τα σύννεφα, εκείνη η άκρα ερημία οπού μας επεριτριγύριζεν, η μνήμη τόσων κατορθωμάτων οπού η θεωρία των τόπων εφαίνετο να μας τα παρασταίνη, τέλος πάντων, εκείνη η ένθερμος συμπάθεια οπού αισθάνεται τινάς διά την δυστυχούσαν αρετήν, όλα επροξενούσαν τον θαυμασμόν μας, ή την συλλύπησίν μας, όταν είδομεν πλησίον μας τα μνημεία οπού η των Αμφικτυόνων συνέλευσις ήγειρεν εις τον ρηθέντα λόφον», Νέος Ανάχαρσις, ό.π., σσ. 96-97 (= Ρήγα Βελεστινλή, ό.π., σσ. 145-146).
[38] «Ώδε τέσσαρες χιλιάδες Έλληνες της Πελοποννήσου επολέμησαν εναντίον τριών μιλιουνίων Περσών» [=«Μυριάσιν ποτέ τήδε τριηκοσίαις εμάχοντο/ εκ Πελοποννήσου χιλιάδες τέτορες», Ηρόδ. 7, 228] και «Διαβάτα, πήγαινε να ειπής εις την Λακεδαίμονα ότι αναπαυόμεθα εδώ διατί υπετάχθημεν εις τους αγίους νόμους της» [=«Ω ξειν’ αγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ότι τήδε/ κείμεθα τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι», Ηρόδ. 7, 228], Νέος Ανάχαρσις, ό.π., σσ. 97-98 (=Ρήγα Βελεστινλή, ό.π., σ. 146).
[39] Βλ. Νέος Ανάχαρσις, ό.π., σ. 98 (=Ρήγα Βελεστινλή, ό.π., σσ. 146-147). Και ο Ηρόδοτος, 7, 224, αναφέρει ότι, επειδή αναδείχθηκαν άξιοι άνδρες, ένιωσε την υποχρέωση να μάθει τα ονόματα όλων των νεκρών Σπαρτιατών: «των εγώ ως ανδρών αξίων γενομένων επυθόμην τα ονόματα, επυθόμην δε και απάντων των τριηκοσίων». Ίσως να τα διάβασε στη στήλη που είχε στηθεί στον τάφο του Λεωνίδα στη Σπάρτη, μετά τη μεταφορά των οστών του Σπαρτιάτη βασιλιά από τις Θερμοπύλες, βλ. Παυσ. ΙΙΙ [Λακωνικά],14, 1.
[40] Νέος Ανάχαρσις, ό.π., σ. 98 (=Ρήγα Βελεστινλή, ό.π., σ. 147).
[41] Βλ. Ρήγα Βελεστινλή, ό.π., σ. 79.
[42] Για τις πηγές που χρησιμοποίησε ο Ρήγας για τη Χάρτα του βλ. Γεώργιος Λάϊος, «Οι χάρτες του Ρήγα. Έρευνα επί νέων πηγών», Δελτίον της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας, τόμ. 14 (1960), σσ. 231-312· Βίκτωρ Μελάς, Η Χάρτα του Ρήγα, εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1997· Γιώργος Τόλιας,   «“Της ευρυχώρου Ελλάδος”: Η “Xάρτα” του Ρήγα και τα όρια του “ελληνισμού”», Τα Ιστορικά, τχ. 28-29 (Ιούν.-Δεκ. 1998), σσ. 3-30· Δημήτριος Καραμπερόπουλος, «Η “Χάρτα της Ελλάδος” του Ρήγα. Τα πρότυπά της και νέα στοιχεία», από την έκδοση Η Χάρτα του Ρήγα Βελεστινλή της Επιστημονικής Εταιρείας Μελέτης Φερών-Βελεστίνου-Ρήγα, Αθήνα 1998.
[43] Λέανδρος Βρανούσης, Ρήγας, Βασική Βιβλιοθήκη, αρ. 10, Αθήνα [1954], σ. 49.
[44] Βλ. Δ. Καραμπερόπουλος, ό.π., σ. 51.
[45] Τις επιπεδογραφίες, εννιά στον αριθμό, και τις άλλες παραστάσεις, που ο Ρήγας ενσωματώνει στη Χάρτα του, τις έχει πάρει από το βιβλίο του γεωγράφου και ελληνιστή Barbié du Bocage, Recueil de Cartes Géographiques plans, vues et medalles de lancienne Grèce relatifs au voyage du Jeune Anacharsis, Παρίσι 1788, βλ. Δ. Καραμπερόπουλος, ό.π., σ. 44. Να σημειώσουμε ότι ο Barbié du Bocage συνδεόταν φιλικά και επιστημονικά με τον J.-J. Barthélemy, συγγραφέα του Νέου Ανάχαρσι, καθώς χαρτογράφησε το Voyage du Jeune Anacharsis, αλλά ήταν γνωστός και στον ελληνικό πνευματικό χώρο, βλ. Δανιήλ Φιλιππίδης - Barbié du Bocage – Άνθιμος Γαζής, Αλληλογραφία (1794-1819), έκδοση – σχόλια Αικατερίνης Κουμαριανού, έκδοση Ομίλου Μελέτης Ελληνικού Διαφωτισμού, Αθήνα 1966.
[46] Και στο Νέο Ανάχαρσι, ό.π., σ. 99,(=Ρήγα Βελεστινλή, ό.π., σ. 149) ο Ρήγας σημειώνει και τη σύγχρονη ονομασία.
[47] Δεν πρόκειται για λάθος του Ρήγα, ο οποίος εδώ χρησιμοποιεί τον τύπο «τα Θερμόπυλα» - τύπος που απαντιέται στα χρόνια του Ιουστινιανού. Σήμερα χρησιμοποιείται από το λαό ο τύπος «τα Θερμοπύλια», βλ. Νίκος Βέης, «Έρευνες και στοχασμοί γύρω στην “Ελληνική Νομαρχία” και τον συγγραφέα της», στο βιβλίο Ανωνύμου του Έλληνος, Ελληνική Νομαρχία ήτοι Λόγος περί Ελευθερίας, Κείμενο-σχόλια-εισαγωγή Γ. Βαλέτας, εκδ. Αποσπερίτης, Αθήνα 1982 (δ΄ έκδοση), σ. 24, σημ. 13.
[48] Οι άλλες δύο συγκρούσεις Ελλήνων και Περσών, ναυμαχία της Σαλαμίνας και μάχη των Πλαταιών, καταχωρίζονται στο 7ο φύλλο της Χάρτας: «Επιπεδογραφία της εν Σαλαμίνι ναυμαχίας, διά τον Νέον Ανάχαρσιν» και «Η μάχη των Πλαταιών διά τον Νέον Ανάχαρσιν».
[49] Πρβλ. Hρόδ. 7, 176. Αυτή ακριβώς η στενότητα του χώρου καθόριζε και τη στρατηγική σημασία του στενού, γι’ αυτό και στα μεταγενέστερα χρόνια στο ίδιο μέρος σημειώθηκαν αρκετές μάχες, προκειμένου να εμποδιστεί η κάθοδος  εχθρικών στρατευμάτων στη νοτιότερη Ελλάδα. Αναφέρουμε ενδεικτικά τις μάχες μεταξύ Αθηναίων και Φιλίππου το 352 π.Χ.,  Αντιόχου και  Αντιγόνου Γονατά και Γαλατών το 279 π.Χ., Αντιόχου Γ΄ της Συρίας και Ρωμαίων το 191 π.Χ.
[50] Πρβλ. Ηρόδ. 7, 213 και 216.
[51] Πρβλ. Ηρόδ. 7, 176.
[52] Πρβλ. ό.π.
[53] Πρβλ. Ηρόδ. 7, 200.
[54] Πρβλ. Ηρόδ. 7, 216.
[55] Για κάποιες αναγραφές, χωροθετήσεις και τοπωνύμια μπορούν να διατυπωθούν αντιρρήσεις, αλλά  κάτι τέτοιο είναι έξω από τα όρια  αυτής της ανακοίνωσης.
[56] Ακόμη η ιστορική έρευνα δεν έχει συμφωνήσει ποιος ή ποιοι κρύβονται πίσω από την ανωνυμία του συγγραφέα. Βλ. σχετικά Εισαγωγή του Γ. Βαλέτα στο: Ανωνύμου του Έλληνος, ό.π., σσ. 14α – 31α και νγ΄-ξη΄.
[57] Γράφει χαρακτηριστικά ο Κ. Θ. Δημαράς, ό.π., σ. 49: «Καταδικάζεται ο ανώτερος κλήρος για προγραμματισμένη δεισιδαιμονία και πνεύμα συναλλαγής, αλλά όχι λιγώτερο καταδικάζονται οι αδιάφοροι, όσοι θα μπορούσαν να ενεργήσουν για τον φωτισμό του ελληνισμού και δεν ενεργούσαν. […] ο Ανώνυμος δεν μασάει τα λόγια του. Οι προεστοί είναι “άφρονες και μωροί άνθρωποι”, ο ιεράρχης “ληστής της εκκλησίας”, οι Φαναριώτες “οι βρωμοάρχοντες της Κωνσταντινουπόλεως”».
[58] Εισαγωγή Γ. Βαλέτα στο:  Ανωνύμου του Έλληνος, ό.π., σ. κγ΄.
[59] «Και ποίος στοχαστικός άνθρωπος ημπορεί να πιστεύση, ότι όποιος από τους αλλογενείς δυνάστας ήθελε κατατροπώσει τον οθωμανόν, ήθελε μας αφήσει ελευθέρους; Ω απάτη επιζήμιος! […] Μην απατάσθε, […] αλλά προβλέψετε […] την αναγκαίαν, λέγω, επανόρθωσιν του γένους μας αφ’ εαυτού του, και μην αργοπορήτε αυτήν με την απουσίαν σας», Ανωνύμου του Έλληνος, ό.π., σσ. 198, 199-200.
[60] Παρ’ όλο που ο Ανώνυμος Έλληνας εμπνέεται και τιμά τον Ρήγα, απομακρύνεται από το παμβαλκανικό όραμα του τελευταίου και προσανατολίζεται σε καθαρά ανεξάρτητη ελληνική δράση και άρα εθνικό ελληνικό κράτος, βλ. Εισαγωγή Γ. Βαλέτα  στο:  Ανωνύμου του Έλληνος, ό.π., σσ. λβ΄- μα΄.
[61] Βλ. Πασχάλης Κιτρομηλίδης, «Η πολιτική σκέψη του Νεοελληνικού Διαφωτισμού», Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, ό.π., σσ. 29-30.
[62]Ανωνύμου του Έλληνος, ό.π., σ. 71.
[63] Π. Κιτρομηλίδης, ό.π., σ. 34.
[64] Η σπουδαία ανατροφή και διαπαιδαγώγηση των νέων της Σπάρτης οφείλεται κατά το συγγραφέα στην κατάλληλη νομοθεσία του «μεγάλου» Λυκούργου, του «θαυμασιωτέρου και νουνεχεστέρου νομοδότου, οπού μέχρι της σήμερον εφάνη εις τον κόσμον κατά πάντα τρόπον», Ανωνύμου του Έλληνος, ό.π., σ. 63. Σε άλλο σημείο αναφέρει, μάλιστα, τη γνωστή παράδοση με τις Σπαρτιάτισσες που έδιναν στους γιους τους την ασπίδα, μόνο που αντί για ασπίδα κάνει λόγο, λαθεμένα προφανώς,  για περικεφαλαία, βλ. ό.π., σ. 93.
[65] Ό.π., σ. 72.
[66] Ο Ανώνυμος Έλληνας, ό.π., σ. 73, χρησιμοποιεί τον τύπο «τα Θερμόπυλα»,  όπως και ο Ρήγας στη Χάρτα του. Κατεβάζει τον αριθμό των Ελλήνων, που παρατάχθηκαν αρχικά στις Θερμοπύλες, σε 2000, ενώ ο Ηρόδοτος τους υπολογίζει σε 3000 περίπου (Ηρόδ. 7, 202) και οι σύγχρονοι υπολογισμοί τον ανεβάζουν σε 6000, βλ. Χρύσης Πελεκίδης, «Οι πολεμικές επιχειρήσεις ως τη μάχη του Αρτεμισίου», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τόμ. Β΄, [Αθήνα 1971],  σ. 321. Αποδέχεται την άποψη ότι τους άλλους Έλληνες απέπεμψε ο ίδιος ο Λεωνίδας, με αποτέλεσμα στην τελική σύγκρουση να αναμετρηθούν  με τους Πέρσες μόνο οι 300 Σπαρτιάτες.
[67] Ανωνύμου του Έλληνος, ό.π., σ. 74. Παρόμοια εκτίμηση είχε διατυπώσει ο Διόδωρος ο Σικελιώτης, ΧΙ, 11, 5: «δικαίως δ’ αν τις τούτους  και της κοινής των Ελλήνων ελευθερίας ηγήσαιτο ή τους ύστερον εν ταις προς Ξέρξην μάχαις νικήσαντας».
[68] Βλ. Ανωνύμου του Έλληνος,  ό.π., σσ. 73-74.
[69]Χαρακτηρίζει τους Πέρσες «άνανδρους» και «θηλυμανείς», βλ. ό.π., σ. 74., προφανώς για να δείξει τα αρνητικά αποτελέσματα της ανατολικής / περσικής  ζωής και αγωγής, τελείως αντίθετης προς την ελληνική.
 
[70] Ό.π., σ. 74. Σε άλλο σημείο του έργου ο συγγραφέας γράφει για τους «θαυμαστούς» Σπαρτιάτες των Θερμοπυλών, ό.π., σ. 93: «καθείς εποθούσε να πρωτοχύση το αίμα του διά την πατρίδα».
[71] Επισημαίνουμε το νεολογισμό «αιωνιάζω»=φέρνω στην αιωνιότητα, διαιωνίζω.
[72] Ό.π., σ. 74. Προφανώς για λόγους πειθαρχίας αλλά και λόγω κοινής αντίληψης των πραγμάτων. Γενικότερα, άλλωστε, κατά τον Ανώνυμο Έλληνα οι στρατιώτες «είναι αναγκαίον […] να υπακούουν ευθύς εις τας προσταγάς των αρχηγών», ό.π., σ. 77.
[73] Ό.π., σ. 74. Θυμίζουμε στο σημείο αυτό την περίφημη απάντηση του Λεωνίδα προς τον Ξέρξη «Μολών λαβέ», όταν ο τελευταίος κάλεσε το Σπαρτιάτη βασιλιά να του παραδώσει τα όπλα «Πέμψον τα όπλα», βλ. Πλουτ. Ηθικά, 225.c.
[74] Ανωνύμου του Έλληνος, ό.π., σ. 74. Σημειώνουμε εδώ ότι ήδη από την αρχαιότητα ο Παυσανίας, ΙΙΙ [Λακωνικά], 4, 7, είχε επισημάνει ότι «το Λεωνίδου κατόρθωμα υπερεβάλετο, εμοί δοκείν, τα τε ανά χρόνον συμβάντα και τα έτι πρότερον».
[75] Ο Ηρόδοτος, 8, 24-25, υπολογίζει τους νεκρούς Πέρσες σε 20.000.
[76] Υπολογίζονται συνολικά περισσότερα από 600 πλοία με τα πληρώματά τους, βλ. Ηρόδ. 7, 188-191 και 8, 6-17.
[77] Συνυπολογίζονται η τετραήμερη απραξία του Ξέρξη, με την ελπίδα ότι οι Έλληνες, τρομοκρατούμενοι από τον όγκο των εχθρικών δυνάμεων θα εγκατέλειπαν το στενό των Θερμοπυλών, η τριήμερη πολεμική σύγκρουση και μία ημέρα προετοιμασίας για τη συνέχιση της προέλασης, βλ. Ηρόδ. 7, 210-213, 223-226.
[78] Ο Α. Burn, «Thermopylae and Callidromos», Studies presented to D. M. Robinson, τόμ. 1,  Saint-Louis 1951, σ. 488, εκτιμά σωστά ότι χωρίς τις Θερμοπύλες δε θα υπήρχε Αρτεμίσιο και χωρίς το Αρτεμίσιο δε θα υπήρχε Σαλαμίνα.
[79] Έχει γράψει χαρακτηριστικά ο Διόδωρος ο Σικελιώτης, ΧΙ, 11, 5: «τούτων γαρ πράξεων μνημονεύοντες οι μεν βάρβαροι κατεπλάγησαν, οι δε Έλληνες παρωξύνθησαν προς την ομοίαν ανδραγαθίαν».
[80] Eισαγωγή Γ. Βαλέτα στο:  Ανωνύμου του Έλληνος, ό.π., σ. νβ΄.
[81] Βλ. Ανωνύμου του Έλληνος, ό.π., σ. 214.
[82] Ό.π., σ. 81.
[83] Ό.π., σ. 78.
[84] Ό.π., σ. 80.
[85] Ό.π., σσ. 221-222.
[86] Εισαγωγή Γ. Βαλέτα στο: Ανωνύμου του Έλληνος, ό.π., σ. νβ΄.
[87] «Ας καλέσωμεν λοιπόν εκ νέου, ω ανδρείοι και μεγαλόψυχοι Έλληνες, την ελευθερίαν εις την κλασικήν γην της Ελλάδος! Ας συγκροτήσωμεν μάχην μεταξύ του Μαραθώνος και των Θερμοπυλών! Ας πολεμήσωμεν εις τους τάφους των Πατέρων μας, οι οποίοι διά να μας αφήσωσιν ελευθέρους επολέμησαν και απέθανον εκεί! Το αίμα των τυράννων είναι δεκτόν εις την σκιάν του Επαμεινώνδου Θηβαίου [...] μάλιστα εις εκείνας [τας σκιάς] του Μιλτιάδου και Θεμιστοκλέους, του Λεωνίδου και των τριακοσίων, οίτινες κατέκοψαν τοσάκις τους αναριθμήτους στρατούς των βαρβάρων Περσών, των οποίων τους βαρβαροτέρους και ανανδροτέρους απογόνους πρόκειται εις ημάς σήμερον με πολλά μικρόν κόπον να εξαφανίσωμεν εξ ολοκλήρου». Βλ. το κείμενο της προκήρυξης στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, ό.π., τόμ. ΙΒ΄, [Αθήνα 1975], σ. 23.
[88] Βλ. 78η στροφή του Ύμνου εις την Ελευθερίαν του Δ. Σολωμού: «Ω τριακόσιοι! σηκωθήτε / Και ξανάλθετε σ’ εμάς· / Τα παιδιά σας θέλ’ ιδήτε / Πόσο μοιάζουνε με σας».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου