Δευτέρα 31 Αυγούστου 2015

O BΟΥΛΕΥΤΙΚΟΣ ΟΡΚΟΣ: Η ΠΡΩΤΗ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΣΤΗΝ Θ΄ ΙΟΝΙΑ ΒΟΥΛΗ (1850)



Δημοσιεύτηκε στην Κεφαλονίτικη Πρόοδο,
περ. Β΄, τχ. 15 (Ιούλ. - Σεπτ. 2015), σσ. 18-20.



         Ένα θέμα, που σχετίζεται με την Θ΄ Ιόνια Βουλή και δεν είναι γνωστό στο ευρύτερο κοινό, αναφέρεται στο ζήτημα του όρκου των βουλευτών – ένα ζήτημα που έδωσε την αφορμή για την πρώτη σύγκρουση σ’ εκείνη τη Βουλή.
          Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Θ΄ Ιόνια Βουλή (1850) ήταν η πρώτη ελεύθερη Βουλή. Οι εκλογές πραγματοποιήθηκαν μετά τις αλλαγές που έγιναν στην εκλογική διαδικασία στο πλαίσιο των μεταρρυθμίσεων του αρμοστή Seaton, που αργότερα τροποποιήθηκαν σε κάποια σημεία  από τον αρμοστή Ward.[1] Το κατώφλι εκείνης της Βουλής πέρασαν για πρώτη φορά ριζοσπάστες βουλευτές. Ήταν μια ιστορική νίκη του ριζοσπαστικού κινήματος.
         Όταν, λοιπόν, άνοιξε το Κοινοβούλιο και δέχτηκε τους νέους βουλευτές, έπρεπε οι τελευταίοι, όπως εξάλλου γινόταν μέχρι τότε και γίνεται και σήμερα, να δώσουν τον καθιερωμένο όρκο. Το κείμενο του όρκου, που έκανε λόγο για την αναγνώριση των δικαιωμάτων της Προστασίας στα Ιόνια νησιά, θεωρήθηκε από τους ριζοσπάστες απαράδεκτο. Η επίμαχη φράση ήταν εκείνη που έλεγε ότι ο βουλευτής θα μένει πιστός στο σύνταγμα του 1817 – ένα σύνταγμα αυταρχικό, αποικιακό, που δεν το αναγνώριζαν οι ριζοσπάστες, ενώ ζητούσαν τη μεταρρύθμισή του οι μεταρρυθμιστές – και ότι αναγνωρίζει τα δικαιώματα της Αγγλικής Προστασίας, τα οποία πηγάζουν από τη Συνθήκη του Παρισιού του 1815 – είναι το διπλωματικό έγγραφο που παραχώρησε την προστασία των Επτανήσων στην Αγγλία.
           Γι’ αυτό, πρώτοι οι ριζοσπάστες βουλευτές ήταν εκείνοι που αρνήθηκαν να δώσουν «τον ατιμωτικόν εκείνον όρκον, διά του οποίου υπέσχοντο να διατηρήσουν αδιαλύτους τους μεταξύ Προστασίας και Επτανήσου δεσμούς, δηλαδή να διατελούν αιωνίως υπό τον ξένον ζυγόν», όπως έχει γράψει ο Ηλίας Ζερβός Ιακωβάτος.[2] Μαζί με εκείνους, ωστόσο, διαμαρτυρήθηκαν και κάποιοι σημαντικοί μεταρρυθμιστές, σύμφωνα με μαρτυρία του Ιωσήφ Μομφερράτου.
          Αλλά και ο εκλεγμένος με το ψηφοδέλτιο των ριζοσπαστών Γεώργιος Τυπάλδος Ιακωβάτος, που έφτασε στην Κέρκυρα  αφού είχε ήδη ανακινηθεί το θέμα, αμέσως κατέθεσε τη δική του διαμαρτυρία. Αξίζει να την αναφέρουμε: « Ο Βουλευτής της Ιονίου Πολιτείας διά την νήσον Κεφαλληνίαν Γεώργιος Τυπάλδος μέλλων να δώση τον όρκον του Βουλευτού, διασαφίζων διακηρύττει ότι ο όρκος ούτος δεν είναι υποχρεωτικός, και ότι διά τούτο ουδέποτε θέλει δώσει επί πίνακι την κεφαλήν της πατρίδος∙ διαμαρτύρεται δε κατά του όρκου ως εναντίου και εις την εν Παρισίοις Συνθήκην της 5 Μαρτίου 1815 (έτει ανατολικώ), και εις το ελληνικόν μέλλον της Επτανησίας Ελλάδος, το επιφυλασσόμενον εις αυτήν».[3]
          Με πρωτοβουλία, λοιπόν, των Κεφαλονιτών βουλευτών Ηλία Ζερβού Ιακωβάτου, Ιωσήφ Μομφερράτου, Γεράσιμου Λιβαδά και Σταματέλου Πυλαρινού τέθηκε το ζήτημα της άρνησης των ίδιων αλλά και άλλων βουλευτών να δώσουν το γνωστό όρκο, αν δεν αλλάξει η διατύπωσή του, και έτσι γενικότερα τέθηκε για πρώτη φορά το ζήτημα της νομιμοφροσύνης της Ιόνιας Βουλής απέναντι στην Προστασία.
           Ο αρμοστής αναγκάστηκε να συζητήσει το θέμα και διαπραγματεύτηκε το νέο κείμενο του όρκου με επιτροπή που συγκρότησε η Βουλή. Η τελευταία, όπως είναι φυσικό, δεν μπόρεσε να έχει ενιαία γραμμή: οι ριζοσπάστες επέμεναν να διατυπώνεται η ρήτρα της υποχρέωσης των βουλευτών να υπερασπίζονται τα δικαιώματα και τα συμφέροντα του επτανησιακού λαού, οι μεταρρυθμιστές δήλωναν ότι ο όρκος δεν πρέπει να προσβάλει τα εθνικά δικαιώματα των Επτανησίων, ενώ ο αρμοστής ζητούσε να μνημονεύονται οπωσδήποτε τα δικαιώματα της Αγγλικής Προστασίας. Οι μεταρρυθμιστές, αν και διαμαρτύρονταν εναντίον της επέμβασης του αρμοστή στην όλη διαδικασία διατύπωσης ενός όρκου, που ήταν αποκλειστικό δικαίωμα της Βουλής, τελικά υπαναχώρησαν.
          Η τελική διατύπωση του όρκου, με την οποία ήταν σύμφωνος και ο αρμοστής,  είχε ως εξής: «Ορκίζομαι επισήμως να εκπληρώσω πιστώς και ευσυνειδήτως τα καθήκοντα του αντιπροσώπου του λαού του Ηνωμένου Κράτους των Ιονίων Νήσων∙ να τηρήσω τους εν ισχύει νόμους του κράτους και να σεβασθώ και διατηρήσω τα συνταγματικά δικαιώματα της Προστάτιδος Ανάσσης, τα πηγάζοντα εκ των υπό της Συνθήκης των Παρισίων ωρισμένων σχέσεων μεταξύ Προστάτιδος Δυνάμεως και Προστατευομένου Κράτους».[4]
         Η νέα διατύπωση ήταν ελαφρά τροποποιημένη από την προηγούμενη, είχε όμως ο νέος όρκος σημειολογικά την αξία του. Ήταν αποτέλεσμα, έστω ανεπιτυχές, συνδιαλλαγών της Βουλής με τον αρμοστή και όχι απόλυτη επιβολή του τελευταίου∙ αν και γινόταν λόγος για τα δικαιώματα  της Αγγλικής Προστασίας, αυτά τώρα χαρακτηρίζονταν «συνταγματικά», χωρίς όμως να μνημονεύεται, όπως στον προηγούμενο όρκο, η πίστη στο σύνταγμα του 1817, για το οποίο ωστόσο υπήρχαν σοβαρές ενστάσεις ακόμη και από την αγγλική πλευρά∙ ο βουλευτής, επιπλέον, σύμφωνα με τη νέα διατύπωση, έπρεπε να κινείται και να συμπεριφέρεται  ως αντιπρόσωπος του επτανησιακού λαού, ενώ δεν αναφέρονταν ρητά στον όρκο κάποιοι μόνιμοι δεσμοί των βουλευτών και κατεπέκταση του επτανησιακού λαού με την Αγγλία – δεσμοί που τους έχει αποκηρύξει ο λαός. Πάντως, ο νέος όρκος ήταν προφανώς δύσκολο να ανταποκριθεί στις αρχές και απαιτήσεις της ριζοσπαστικής πλευράς, ωστόσο δε συμμορφωνόταν σε αξιοπρόσεκτο βαθμό με τις παράλογες απαιτήσεις του αρμοστή.[5] Η πρώτη θεσμική ρήξη της Βουλής με την Προστασία είχε καταγραφεί, καθώς η πρώτη αμφισβητούσε την οποιαδήποτε υποχρέωση νομιμοφροσύνης της απέναντι στη δεύτερη.
          Τελικα, η πλειοψηφία της Βουλής ψήφισε τον προτεινόμενο από τον αρμοστή νέο όρκο. Οι μεταρρυθμιστές, βέβαια, δήλωσαν ότι θεωρούσαν το συγκεκριμένο τύπο του όρκου «ως μη δυνάμενον κατ’ ουδένα τρόπον να προσβάλη τα εθνικά απαράγραπτα  δικαιώματα του επτανησιακού λαού»,[6] αλλά έκριναν αναγκαίο «να καθυποβληθούν» στον όρκο, που είχε διατυπωθεί.. Από την άλλη πλευρά η ριζοσπαστική κοινοβουλευτική ομάδα κατέθεσε στα Πρακτικά της Βουλής έγγραφη διαμαρτυρία και κατά του τύπου του όρκου, που ήταν υποχρεωμένη να δώσει,  και κατά των απαράδεκτων επεμβάσεων του αρμοστή στην όλη διαδικασία διατύπωσης του νέου όρκου, αλλά και κατά της μεταρρυθμιστικής πλειοψηφίας του Σώματος λόγω της «ανεπαρκούς» αντίδρασής της. Ταυτόχρονα δήλωνε ότι το θέμα γι’ αυτήν παρέμενε ανοικτό, καθώς στο άμεσο μέλλον θα επανερχόταν βασιζόμενη στις διακηρυγμένες αρχές της και σεβόμενη την ψήφο των συμπολιτών της.
         Να τι έγραφαν, ανάμεσα σε άλλα, οι ριζοσπάστες βουλευτές σ’ εκείνη τη διαμαρτυρία τους: «Οι υποφαινόμενοι αντιπρόσωποι, καίτοι αναγκαζόμενοι να υποκύψωσι προσκαίρως εις τα παραδεχθέντα μέτρα της πλειονότητος της Βουλής προς αποφυγήν πάσης ενδεχομένης διακινδυνεύσεως των δικαιωμάτων και συμφερόντων του επτανησιακού λαού, διαμαρτύρονται καθ’ όλας αυτών τας δυνάμεις κατά της γενομένης αυθαιρέτου επεμβάσεως, επιφυλαττόμενοι να πράξωσι εγκαίρως τα δέοντα, σταθερώς και απαρεγκλίτως εμμένοντες εις τας διακηρυχθείσας εθνικάς αρχάς και την πορείαν, επί τη βάσει των οποίων η ιερά αποστολή της αντιπροσωπείας ενεπιστεύθη εις αυτούς».[7]

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

-- Αλισανδράτος Γιώργος, «Ιωσήφ Μομφερράτου Αυτοβιογραφικά σημειώματα. (Συμβολή στον Επτανησιακό Ριζοσπαστισμό)», Δελτίον Αναγνωστικής Εταιρίας Κερκύρας, αρ. 7 (1970), σσ. 7-34.
-- Δεμπόνος Αγγελο-Διονύσης, Η Πειθαρχική Προστασία. Από τους αγώνες του λαού της Κεφαλονιάς, έκδοση Επιτροπής Καλλιτεχνικών και Πολιτιστικών Εκδηλώσεων Δήμου Αργοστολίου, Αργοστόλι 1985.
-- Εφημερίδα Ένωσις, φ. 28, 19-3-1850, φ. 29, 26-3-1850.
-- Εφημερίδα Ο Φιλελεύθερος, φ. 17, 28-10-1850.
-- Εφημερίδα Ο Χωρικός, φ. 6, 24-3-1850, φ. 7, 1-4-1850.
-- Ιακωβάτειος Βιβλιοθήκη Ληξουρίου, Αρχείο Τυπάλδων Ιακωβάτων/Αρχείο Χαραλάμπους Τυπάλδου Ιακωβάτου.
-- Λουκάτος Σπύρος, Η Επτανησιακή Πολιτική Σχολή των Ριζοσπαστών, έκδοση Συνδέσμου Φιλολόγων Κεφαλονιάς-Ιθάκης, Αργοστόλι 2009.
-- Μοσχόπουλος Γεώργιος, Ιστορία της Κεφαλονιάς (1797-1940). Πολιτική Ιστορία – Πολιτισμός – Παιδεία – Γράμματα – Τέχνες,  Αθήνα 2010.
--- Πεντόγαλος Γεράσιμος, «Γεωργίου Τυπάλδου Ιακωβάτου, Φύλλα Ημερολογίου (1843-1866)», Η Κεφαλονίτικη Πρόοδος, περ. Α΄, τχ. 26 (Φεβρ. 1974), σσ. 32-35.
 -- Πρακτικά των Συνεδριάσεων της Νομοθετικής Συνελεύσεως του Ηνωμένου Κράτους των Ιονίων Νήσων κατά την πρώτην Σύνοδον της Ενάτης βουλευτικής περιόδου κατά το έτος 1850, [εν] Κερκύρα 1850.
-- Χιώτης Παν., Ιστορία του Ιονίου Κράτους από της συστάσεως αυτού μέχρι ενώσεως, έτη 1815-1864, τ. Β΄, εν Ζακύνθω 1877.
         
          



[1]. Καταργήθηκε το Προκαταρκτικό Συμβούλιο, το οποίο, αποτελούμενο από άτομα διορισμένα από τον αρμοστή, κατάρτιζε για κάθε νησί το διπλό κατάλογο των υποψηφίων. Τώρα οι υποψήφιοι, διαθέτοντας βέβαια αποδεικτικά ανώτερης μόρφωσης και περιουσίας, προτείνονται από ορισμένο αριθμό πολιτών. Ο αριθμός των βουλευτών αυξήθηκε από 40 σε  42, ενώ καταργήθηκε το δικαίωμα του αρμοστή να διορίζει ο ίδιος τους 11 από αυτούς. Ο αρμοστής κρατά το δικαίωμα να ορίζει  τα μέλη της 5μελούς Γερουσίας με τον όρο τα 3 τουλάχιστο να προέρχονται από τη Βουλή, να είναι δηλαδή εκλεγμένοι βουλευτές. Όλα αυτά βελτίωσαν την εκλογική διαδικασία, αλλά υπήρξαν περιπτώσεις στο άμεσο μέλλον που οι βελτιωτικές αυτές διατάξεις ακυρώθηκαν στην πράξη.
[2].  Βλ. εφημερίδα  Ο Φιλελεύθερος, φ. 17, 28-10-1850, σ. 1α.
[3]. Τη  δήλωση αυτή  του Γεωργίου Τυπάλδου Ιακωβάτου αντιγράψαμε από επιστολή του  αδελφού του Νικολάου, ο οποίος τον συνόδευσε τότε στην Κέρκυρα, προς τον αδελφό τους Χαράλαμπο στην Πάτρα, βλ. Ιακωβάτειος Βιβλιοθήκη, Αρχείο Χαραλάμπους Τυπάλδου Ιακωβάτου, Φάκελος 1, Αλληλογραφία οικογενειακή. Η ίδια δήλωση είναι καταχωρισμένη στα ημερολογιακά φύλλα του γ. Τυπάλδου Ιακωβάτου, βλ. Γερ. Πεντόγαλος, «Γεωργίου Τυπάλδου Ιακωβάτου, Φύλλα Ημερολογίου (1843-1866)», Η Κεφαλονίτικη Πρόοδος, περ. Α΄, τχ. 26 (Φεβρ. 1974), σ. 33.
[4]. Βλ. Πρακτικά των Συνεδριάσεων της Νομοθετικής Συνελεύσεως του Ηνωμένου Κράτους των Ιονίων Νήσων κατά την πρώτην Σύνοδον της Ενάτης βουλευτικής περιόδου κατά το έτος 1850 ,  σ. 22.
[5]. Αυτή ήταν η εκτίμηση της ριζοσπαστικής εφημερίδας  Ο Χωρικός, φ. 7, 1-4-1850, 3α.
[6]. Βλ. Πρακτικά των Συνεδριάσεων…,  σ. 23.
[7]. Βλ. Πρακτικά των Συνεδριάσεων…,  σσ.  23-24.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου