Δημοσιεύτηκε στο ετήσιο περιοδικό
Οδύσσεια Κεφαλονιάς-Ιθάκης, 2004, σσ. 44-49
Κατά
τη μυκηναϊκή περίοδο (1600 - 1100 π.Χ.) στο μυκηναϊκό κέντρο του νησιωτικού
συμπλέγματος του κεντρικού Ιονίου και της απέναντι ηπειρωτικής ακτής – εκεί που
στο τέλος της μυκηναϊκής εποχής θα βασιλεύσει ο Οδυσσέας – οι κάτοικοι
ονομάζονταν Κεφαλλήνες. Η ομηρική μαρτυρία είναι χαρακτηριστική: «Αυτάρ
Οδυσσεύς ήγε Κεφαλλήνας μεγαθύμους» (Β 631) (1). Και αυτό το φύλο των
Κεφαλλήνων, σύμφωνα με βάσιμες υποθέσεις της ιστορικο-γεωγραφικής επιστήμης,
που εδράζονται σε γλωσσικά και τοπογραφικά δεδομένα, σε αρχαιολογικά κατάλοιπα,
σε ιστορικούς μύθους και άλλες γραπτές μαρτυρίες, προήλθε από τη Δυτική
ηπει-ρωτική Ελλάδα. Διχάζονται, όμως, οι γνώμες για τον ακριβή τόπο προέλευσης.
Ο αρχαιολόγος Σπ. Μαρινάτος δέχεται ότι ήταν αρκαδομινυακής καταγωγής από τη
Δυτική Πελοπόννησο(2), ενώ ο ιστορικός Μιχ. Σακελλαρίου, ενστερνιζόμενος την
από βορρά προς νότο γενική ροπή των ελληνικών μεταναστεύσεων, θεωρεί πιθανότερο
τόπο προέλευσης εκείνον μεταξύ Ηπείρου και Μακεδονίας(3). Πάντως, και οι δυο
εκδοχές παραπέμπουν σε ορεινές περιοχές.
Σύμφωνα με
το Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας οι κορυφές των ορέων ονομάζονταν και
κεφαλαί. Κεφαλή σήμαινε, όπως και σήμερα, το κεφάλι του ανθρώπου ή του ζώου.
σήμαινε, επίσης, ανάμεσα σε άλλα, ό,τι έχει σχήμα που μοιάζει με κεφάλι, το
«κεφάλι» κάθε πράγματος, το σπουδαιότερο ή ανώτατο μέρος κάθε αντικειμένου, την
άκρη, την κορυφή (4). Επιπλέον, στο Μέγα Ετυμολογικόν διαβάζουμε την
αξιοπρόσεκτη σημασία: «κεφαλή: ο κατάξηρος τόπος καί οστώδης»(5) και τέτοιοι
τόποι κατάξεροι ήταν συνήθως τα ψηλά και απότομα όρη. Ωστόσο, στην Κρήτη ακόμη
και σήμερα συναντάμε τη λέξη (λ.) κεφάλια: λόφοι που είναι «υψηλότεροι των
πέριξ τόπων»(6). Αλλά και η κορυφή ερμηνεύεται ως κεφαλή, ως το πιο ακραίο, το
ψηλότερο μέρος κάθε πράγματος(7).
Επομένως,
είναι λογικό να δεχθούμε ότι το φύλο, που από τα ορεινά μέρη της Δυτικής
Ελλάδας κατέληξε, πριν από το τέλος της μυκηναϊκής περιόδου στα νησιά του
κεντρικού Ιονίου και την απέναντι ακαρνανική και ηλειακή ακτή, ονομάστηκε
Κεφαλλήνες (*Κεφαλλάνες στη δωρική διάλεκτο) λόγω του ορεινού τόπου της αρχικής
του κοιτίδας. Ονομάστηκαν Κεφαλλῆνες, επειδή κατοικούσαν στις κορυφές, στις
κεφαλές των ορέων, επειδή ήταν ορεσίβιοι(8). Και αυτοί οι ορεσίβιοι αργότερα,
λόγω του νέου τόπου εγκατάστασής τους και των νέων συνθηκών, θα μετεξελιχθούν
σε δεινούς ναυτικούς.
Με βάση,
λοιπόν, την παραπάνω συλλογιστική μας η λ. Κεφαλλήν – Κεφαλλήνες παράγεται από
τη λ. κεφαλή: κεφαλ + ήνες ...Κεφαλ-ήνες. Το επίθημα ηνες ή ήνες / άνες
συναντιέται και σε άλλα ονόματα φύλων της βόρειας και κεντρικής Ελλάδας, όπως
π.χ. Έλληνες, Ακαρνάνες, Αθαμάνες, Αινικάνες κ.ά. Η νέα παράγωγη λέξη, όπως
διαπιστώνουμε, γράφεται με ένα –λ–. Αλλά, σε άλλο σημείο παρακάτω θα εξηγήσουμε
πώς αυτό το μονό –λ– μετατράπηκε σε διπλό. Στη συνέχεια, από τη λ. Κεφαλλήν –
Κεφαλλῆνες θα προέλθει η λ. Κεφαλληνία: Κεφαλλην + ία- Κεφαλληνία (* Κεφαλλανία
στη δωρική διάλεκτο), όπως από το Ακαρνάνες το Ακαρνανία. Δηλαδή ο λαός των
Κεφαλλήνων θα δώσει το όνομά του στο νησί και όχι η Κεφαλληνία στους κατοίκους
της(9). Άλλωστε, ο Όμηρος μόνο για Κεφαλλήνες κάνει λόγο και όχι για
Κεφαλληνία. ενώ κατονομάζει όλες τις περιοχές του μυκηναϊκού βασιλείου του
Οδυσσέα, πουθενά δεν αναφέρει το όνομα Κεφαλληνία. Για πρώτη φορά με το όνομα
αυτό ονοματίζεται το γνωστό ιόνιο νησί από τον Ηρόδοτο στα μέσα του 5ου αιώνα
π.Χ.: «Παλέες οι εκ Κεφαλληνίης διηκόσιοι»(10). Και από τότε αυτήν την ονομασία
χρησιμοποίησαν όλοι οι αρχαίοι Έλληνες, Λατίνοι και Βυζαντινοί συγγραφείς(11).
Στο σημείο
αυτό οφείλουμε μια διευκρίνιση. Οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς χρησιμοποιούν τη
γραφή Κεφαλληνία, ακολουθούν δηλαδή την ιωνική – αττική διάλεκτο. Αντίθετα,
στους Λατίνους (Λίβιος, Πλίνιος, Σενέκας, Μέλας) επικρατέστερη είναι η γραφή
Cephallania(12), ακολουθώντας προφανώς τη δωρική διάλεκτο(13), την οποία,
εξάλλου, μιλούσαν οι Κεφαλλήνες. Φαίνεται, μάλλον ότι κατέληξαν σε αυτήν την
επιλογή λόγω των επαφών τους με τους κατοίκους του νησιού, από τους οποίους
παρέλαβαν τη λέξη χωρίς τη μεσολάβηση Ελλήνων συγγραφέων(14).
Ωστόσο, δυο
ερωτήματα προκύπτουν αβίαστα: Πότε το συγκεκριμένο νησί «βαφτίστηκε» με το νέο
αυτό όνομα και γιατί το εθνικό όνομα Κεφαλήνες ονοματοδότησε αποκλειστικά την
Κεφαλληνία; Δεν είναι εύκολο να απαντήσουμε. Σίγουρα το όνομα δόθηκε στα
μεθομηρικά χρόνια, αλλά δεν μπορούμε να γνωρίζουμε ακριβώς τη χρονική περίοδο.
Και σίγουρα θα είχε δοθεί πριν από τα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ., τότε δηλαδή που
ο Ηρόδοτος έγραφε το ιστορικό του έργο, από τον οποίο έχουμε την πρώτη μνεία
του ονόματος. Στο ενδιάμεσο διάστημα είναι λογικό να δεχθούμε ότι πρέπει να
έγινε η ονοματοθεσία. Άλλωστε, μετά τα μυκηναϊκά χρόνια ακολούθησαν οι
λεγόμενοι «σκοτεινοί αιώνες» της αυγής της ελληνικής ιστορικής αρχαιότητας με
αναστατώσεις και μετακινήσεις πληθυσμών αλλά και ανασυγκροτική δραστηριότητα
των ελληνικών φύλων, στη διάρκεια των οποίων είναι επιβεβαιωμένη η αλλαγή
πολλών γεωγραφικών ονομασιών(15).
Δυσκολότερη
είναι η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα, γιατί δε μαρτυρείται τίποτε σχετικό. Μόνο
βάσιμες υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε. Μες στη γενικότερη σύγχυση και
ρευστότητα κυρίως των «σκοτεινών αιώνων» και όταν για κάποιους λόγους
ξεχάστηκαν οι ομηρικές ονομασίες, είναι βάσιμο να υποθέσουμε ότι το όνομα των
Κεφαλλήνων – των κατοίκων δηλαδή της ευρύτερης περιοχής – θα δινόταν στο
μεγαλύτερο σε έκταση και βασικότερο σε οικονομικές δυνατότητες τμήμα του
οδυσσειακού βασιλείου. και τέτοιο τμήμα ήταν το νησί της Κεφαλληνίας. Αυτό
δηλαδή το σημαντικότατο νησί, και μόνο αυτό, είχε το «αποκλειστικό δικαίωμα» να
«βαφτιστεί» με το όνομα των θρυλικών κατοίκων της ευρύτερης περιοχής. Σε αυτό
έλαχε η τιμή να διατηρήσει το εθνικό όνομα ενός δοξασμένου φύλου, που τους
προηγούμενους «ηρωικούς» αιώνες κατοικούσε και στα γύρω νησιά και στις απέναντι
ηπειρωτικές ακτές. Μπορούμε, επίσης, να υποθέσουμε ότι με το πέρασμα των αιώνων
οι Κεφαλλήνες και η εξουσία τους περιορίσθηκαν σ’ ένα μόνο νησί, το οποίο από
το δικό τους όνομα ονομάστηκε Κεφαλληνία. Ωστόσο, το γεγονός της ονοματοδοσίας
της Κεφαλληνίας μπορεί να κρύβει κάτι άλλο. Έχοντας υπόψη ότι σε διάφορα
γεωγραφικά τμήματα εκείνου του οδυσσειακού βασιλείου η ομηρική έρευνα τοποθετεί
την ομηρική Ιθάκη, μήπως το γεγονός ότι το εθνικό όνομα των υπηκόων του Οδυσσέα
δόθηκε στην Κεφαλληνία και μόνο, το μεγαλύτερο και σπουδαιότερο τμήμα–νησί του
βασιλείου αυτού, μας υποδείχνει πού ακριβώς βρισκόταν η ομηρική Ιθάκη, το
διοικητικό δηλαδή κέντρο – η «κεφαλή»(16) – αυτού του μυκηναϊκού βασιλείου; Κι
αν πράγματι στο νησί της Κεφαλληνίας βρισκόταν η ομηρική Ιθάκη, δεν είναι
καθόλου παράξενο ένας τόπος με τόσο ένδοξο όνομα, όπως η Ιθάκη, να το χάσει και
να το οικειοποιηθεί κάποιος άλλος και ο πρώτος τόπος να πάρει νέο όνομα (17).
Αποδεχόμενοι,
λοιπόν, την ετυμολογική συσχέτιση κεφαλή - Κεφαλλήν – Κεφαλλήνες - Κεφαλληνία,
απορρίπτουμε την άποψη που συνδέει ετυμολογικά το εθνικό όνομα των Κεφαλλήνων ή
το όνομα της Κεφαλληνίας με τον Κέφαλο (18). Είναι αλήθεια ότι αυτή η άποψη
έχει επικρατήσει. Είναι, όμως, λαθεμένη, έστω κι αν ετυμολογικά μπορούν να
συσχετισθούν αυτές οι δυο λέξεις. Σύμφωνα με το μύθο, μετά από μια πετυχημένη
εκστρατεία των Μυκηναίων και των συμμάχων τους εναντίον των Ταφίων ή Τηλεβόων,
που κατοικούσαν στο κεντρικό Ιόνιο με έδρα προφανώς το νησί που αργότερα
ονομάστηκε Κεφαλληνία, δόθηκε το νησί αυτό ως δώρο στον Κέφαλο και τον Έλειο
για τη συμβολή τους στην επιτυχία της εκστρατείας. Και έτσι, με τον Κέφαλο
συνδέθηκε το όνομα της Κεφαλληνίας, ενώ με τον Έλειο το νότιο τμήμα του νησιού,
που μέχρι σήμερα λέγεται Ελειός (19). Αργότερα, σύμφωνα πάντα με το μύθο, τα
παιδιά του πρώτου Κράνιος, Παλέας, Πρόννησος και Σάμος θα δώσουν το όνομά τους
στις ομώνυμες πόλεις των ιστορικών χρόνων.
Ο Κέφαλος
ήταν αττικός ήρωας και ο μύθος του Κεφάλου – μύθος πολιτικός – υπήρξε
δημιούργημα των Αθηναίων, προφανώς για να διεκδικήσουν δικαιώματα πάνω στην
Κεφαλληνία στο πλαίσιο της επεκτατικής τους πολιτικής. Και ο μύθος αυτός
πλάστηκε εκ των υστέρων, αφότου δηλαδή ονομάστηκε Κεφαλληνία το νησί. Εξάλλου,
κοινός τόπος ήταν στις ονοματοθεσίες των νησιών η δημιουργία παραδόσεων, που
ήθελαν νύμφες ή επώνυμους ήρωες, γενάρχες και οικιστές να δίνουν το όνομά τους
σε αυτά, όπως π.χ. η Αίγινα, η Κρήτη, ο Νάξος, ο Χίος κ.λ.π.(20). Έτσι, ο
Κέφαλος, ο επώνυμος ήρωας, που από την Κεφαλή της Αττικής μετακόμισε στο Θορικό
και από εκεί στην Αθήνα, έφθασε στο ιόνιο νησί μέσα από μια εκστρατεία,
εγκαταστάθηκε σε αυτό και του έδωσε το όνομά του.
Όπως είναι
ευνόητο με τέτοιες μυθικές καταγραφές δεν είναι ορθό να ερμηνεύσουμε το
συγκεκριμένο τοπωνύμιο. Οφείλουμε να εντοπίσουμε, να καταγράψουμε και να
αξιολογήσουμε τα πραγματικά δεδομένα, για να φθάσουμε στην αρχική ρίζα της
λέξης, άρα και στην αρχική σημασία της. Επομένως, επαναλαμβάνουμε, το
συγκεκριμένο ιόνιο νησί ονομάστηκε Κεφαλληνία από τους κατοίκους του
Κεφαλλήνες, οι οποίοι οφείλουν το όνομά τους στη μορφολογία του τόπου καταγωγής
τους, στο ορεινό της περιοχής, στις κεφαλές των ορέων της αρχικής τους
κοιτίδας. Η σύμπτωση, όμως, της ομοιότητας των λεκτικών ριζών μεταξύ των λέξεων
κεφαλ-ή και Κέφαλ-ος προκάλεσε τη σύγχυση στους μελετητές.
Μένει, εν τω
μεταξύ, να λύσουμε ένα πρόβλημα: πώς δικαιολογούνται τα δύο –λ– στη λ. Κεφαλλήν
– Κεφαλλήνες και κατά συνέπεια και στη λ. Κεφαλληνία, εφόσον η πρωτότυπη λέξη
κεφαλή έχει ένα –λ–;(21). Στον Όμηρο, ο οποίος πρώτος κάνει μνεία των
Κεφαλλήνων, η λέξη γράφεται με δύο –λ–:
- υ υ
- - - υ υ -
- - υ υ
- -
Β
631 αυτάρ Ο/δυσσεύς/ ήγε Κε/φαλλή/νας μεγα/θύμους
- υ
υ - - -- - υ
υ - - - υ
υ - -
Δ
330 πάρ δέ Κε/φαλλή/νων αμ/φί στίχες/ ουκ αλα/παδναί
- υ
υ - υ υ - υ υ
- υ υ - - - υ
υ - -
υ
210 εισ' έτι/ τυτθόν ε/όντα Κε/φαλλή/νων ενί/δήμω
-
- - υ υ - υ
υ - - - υ
υ - υ
ω
355 πάντη/ εποτρύ/νωσι Κε/φαλλή/νων πολί/εσσιν
-
- -
- - υ
υ -
- - υ
υ - -
ω
378 ακτήν/ ηπεί/ροιο Κε/φαλλή/νεσσιν α/νάσσων
-
- - - - υ
υ -
- - υ
υ - -
ω
429 τούς δ’ ελ/θών εκ/τεινε Κε/φαλλή/νων οχ’ α/ρίστους
Το διπλό –λ–
οφείλεται σε μετρικούς λόγους, καθώς η συλλαβή φα-, για να γίνει θέσει μακρά,
όπως απαιτούν οι μετρικοί κανόνες στο συγκεκριμένο σημείο, πρέπει να
ακολουθηθεί από δύο συνεχόμενα σύμφωνα. Και η λύση σε τέτοιες περιπτώσεις είναι
ο διπλασιασμός του ακολουθούμενου συμφώνου(22). Άρα, το ένα –λ– διπλασιάστηκε
γι’ αυτήν ακριβώς τη μετρική ανάγκη (23) με αποτέλεσμα να καθιερωθεί πια το
διπλό –λ– στη λ. Κεφαλλήνες(24).
Έτσι, οι
μετά τον Όμηρο συγγραφείς, Ηρόδοτος, Θουκυδίδης, Ξενοφώντας, Στράβωνας,
Παυσανίας κ.ά, χωρίς να εξετάσουν την αιτία του διπλού –λ– στο ομηρικό κείμενο,
αποδέχθηκαν και χρησιμοποίησαν δύο –λ–: Κεφαλλήνες, Κεφαλληνία. Με ένα –λ–
γράφουν τις λέξεις αυτές ο Σκύλακας, ο Πτολεμαίος και ο Αιλιανός και αργότερα
οι βυζαντινοί Κωνσταντίνος Ζ΄ ο Πορφυρογέννητος και Άννα η Κομνηνή. Ο Ησύχιος
δεν είναι σίγουρος, όταν σημειώνει Κεφα(λ)λήνες, ενώ στο Λεξικό Σούδα το εθνικό
γράφεται με ένα –λ– (Κεφαλήν) και το τοπωνυμικό με δύο (Κεφαλληνία). Ο
Ευστάθιος ο Θεσσαλονικέας θεωρεί το διπλό –λ–απαραίτητο, ακριβώς για να γίνει η
διάκριση ανάμεσα στα ομόηχα (ο) Κεφαλλήν και (την) κεφαλήν(25). Αυτή, όμως, η
ερμηνεία «είναι εύρεσις εκ των υστέρων ουδεμίαν έχουσα σχέσιν προς την
αλήθειαν», όπως σωστά έχει παρατηρήσει ο Διον. Ζακυθηνός(26). Πάντως, πολύ
αργότερα, στα νεότερα χρόνια, οι Νεοέλληνες διαφωτιστές Δ. Φιλιππίδης και Γ.
Κωνσταντάς στη Γεωγραφία Νεωτερική τους (1791)(27), και ο Ρήγας Φεραίος στη
Χάρτα του (1797) θα αναγράψουν τη λ. με ένα -λ-: Κεφαληνία, ενώ μετά από λίγα
χρόνια ο Μάγνητας στο Λεξικό του (1834) θα σημειώσει και τις δυο γραφές:
Κεφαληνία και Κεφαλληνία (28). Ωστόσο, αξιοπρόσεκτο είναι τούτο: στις αρχαίες
επιγραφές του νησιού, που έχουν διασωθεί και καταγραφεί, το τοπωνυμικό γράφεται
πάντοτε με ένα –λ–: «η πόλις Παλέων τής Κεφαληνίας» (αρχές του 2ου αιώνα
μ.Χ.)(29) «βουλευτ [ά] Πανορμειτών τής Κεφαληνίας» (χριστιανικοί χρόνοι) (30).
Επομένως, με
βάση όλα τα παραπάνω οι λέξεις Κεφαλλήν – Κεφαλλήνες, Κεφαλληνία, ενώ έπρεπε
λόγω των γραμματικών και ετυμολογικών κανόνων να γράφονται με ένα –λ–, τελικά
επικράτησε η γραφή με δύο –λ–. Η ορθή, όμως, γραφή με ένα –λ– θα εμφανιστεί
κατά τα πρωτοβυζαντινά χρόνια στο δημώδη, στο λαϊκό τύπο: Κεφαλονία –
Κεφαλονιά. Μόνο που στην περίπτωση αυτή ο τύπος αυτός έχει διασωθεί και με τη
μορφή Κεφαλωνιά, δηλαδή με - ω -. Αλλά, πριν εξετάσουμε την ορθογραφία της λ.,
ας ανατρέξουμε στα γραπτά μνημεία, στα οποία μαρτυρείται ο δημώδης τύπος.
Τον τύπο
αυτόν τον συναντάμε για πρώτη στο μεταίχμιο αρχαίων και βυζαντινών χρόνων. Στον
Ανώνυμο των μέσων του 5ου αιώνα μ.Χ. διαβάζουμε: «Zacynthus et Cephalonia
inslulae»(31). Λίγο αργότερα, το πρώτο μισό του 6ου αιώνα, ο βυζαντινός
ιστορικός Προκόπιος θα χρησιμοποιήσει τον τύπο Κεφαλωνία (32) ενώ
χαρακτηριστική παραμένει η περίπτωση ενός μολυβδόβουλλου του 9ου αιώνα, όπου
αναγράφεται: «στρα[τ]ηγώ Κεφαλωνία[ς]» (33). Στην ελληνική έκδοση του Χρονικού
του Μορέως (περίπου 1300) μαρτυρείται ο ίδιος τύπος αλλά με ποικίλες γραφές:
Κεφαλλονία, Κεφαλ(λ)ωνία (34). Αλλά και στο ίδιο το νησί στο πρώτο μισό του
16ου αιώνα διαβάζουμε στα κείμενα του νοτάριου Μοντεσάντου (δε) ιερέα Σταμάτη
τον τύπο Κεφαλονία(35).
Και ο
καθιερωμένος πια αυτός τύπος (Κεφαλονία – Κεφαλονιά) θα «περάσει» και στα
νεότερα χρόνια, όπως φαίνεται στα εξής χαρακτηριστικά έργα: την τραγι-κωμωδία
του Κεφαλονίτη Πέτρου Κατσαΐτη Ιφιγένεια (1720): Κεφαλονία και Κεφαλόνια (36)
το έξοχο έργο των Νεοελλήνων διαφωτιστών Δ. Φιλιππίδη και Γ. Κωνσταντά
Γεωγραφία Νεωτερική (1791): Κεφαλονιά (37) το πολύστιχο στιχούργημα του
Ληξουριώτη ιερέα και δασκάλου Χαρ. Λαγκούση Φλωρίου Χρονολογικόν Απάνθισμα περί
της νήσου Κεφαλληνίας (τέλη 18ου αιώνα): Κεφαλονιά (38) το τυπωμένο στη Βενετία
στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα Λεξικό του Μάγνητα (1834): Κεφαλονιά (39).
Όπως,
διαπιστώνουμε, οι πρώτες μαρτυρίες του δημώδους τύπου εμφανίστηκαν στα
βυζαντινά χρόνια έχοντας τη γραφή με -ω-. Από τα τέλη της μεσαιωνικής περιόδου
και κυρίως στη νεότερη εποχή επικράτησε η γραφή με -ο- και φυσικά με ένα -λ-.
Ποια όμως από τις δυο γραφές και ορθή και γιατί;
Ο τύπος
Κεφαλωνία – Κεφαλονία / Κεφαλονιά είναι, όπως παραπάνω αναφέραμε, ο δημώδης του
αρχαίου τύπου Κεφαλληνία. Έχοντας διευκρινίσει το ζήτημα με το ένα ή τα δύο
-λ-, πρέπει τώρα να εξηγήσουμε τη μετατροπή του -η- της λ. Κεφαλληνία σε -ω- ή
-ο- των λέξεων Κεφαλωνία και Κεφαλονία / Κεφαλονιά. Σύμφωνα πάντα με τους
γλωσσολογικούς κανόνες της δημώδους βυζαντινής και της νεοελληνικής γλώσσας δε
δικαιολογείται μετατροπή του -η- σε -ω-(40). Επομένως, είναι λαθεμένη η γραφή
Κεφαλωνία, και άρα, κατά τρόπο αυθαίρετο, έκανε χρήση της ο ιστορικός Προκόπιος
και ο χαράκτης του μολυβδόβουλλου του 9ου αιώνα.
Αλλά και η
δεύτερη γραφή με -ο– έχει προβληματίσει τους μελετητές. Ο γλωσσολόγος Γ.
Χατζιδάκις έδωσε τουτηδώ την ερμηνεία: Αν και η συγκεκριμένη λέξη είναι απλή
και όχι σύνθετη, κάποιοι (οι συγγραφείς, ο λαός) την αντιλήφθηκαν, λαθεμένα
βέβαια, ως σύνθετη και γι’ αυτό κατά τη γραφή της εφάρμοσαν το βασικό κανόνα
της σύνθεσης με το συνθετικό φωνήεν -ο- στο εσωτερικό της νέας σύνθετης
λέξης(41), με αποτέλεσμα να γράψουν Κεφαλ-ο-νία (42). Κάτι τέτοιο, όμως, θα
μπορούσε, νομίζουμε, να υποστηριχθεί για τη συγκεκριμένη λέξη, αν το δεύτερο
«συνθετικό» της (-νία) αποτελούσε κάποιο στοιχειώδες μόρφημα. Αλλά αυτό δε
συμβαίνει. Αντίθετα, όπως παραπάνω έχουμε διευκρινίσει για τη λ. Κεφαλληνία, το
-ν- είναι ο χαρακτήρας του θέματος της λ. Κεφαλλήν- και το –ία είναι η κατάληξη
του ουσιαστικού θηλυκού γένους, για να σχηματιστεί το Κεφαλληνία. Η πιθανότερη
εξήγηση της γραφής με -ο- πρέπει να βασιστεί στη διαδικασία των αναλογικών
σχηματισμών των λέξεων, οι οποίοι είναι αρκετά συνηθισμένοι στη νεοελληνική
γλώσσα. Έτσι, η λέξη Κεφαλονία σχηματίστηκε «κατ’ αναλογίαν» προς άλλα
τοπωνυμικά, που καταλήγουν σε –ονία, όπως π.χ. Πελαγονία, Καπαδοκία, Παφλαγονία
κ.λ.π.(43). Και τέλος, από τον τύπο Κεφαλονία προήλθε ο τύπος Κεφαλονιά.
Ωστόσο, από
το μεσαιωνικό Κεφαλ(λ)ωνία δημιουργήθηκαν οι διάφοροι τύποι για τις ευρωπαϊκές
γλώσσες εκείνων των χρόνων αλλά και αργότερα. Σημειώνουμε εδώ πρόχειρα την
ποικιλία των τύπων και γραφών, όπως μπορέσαμε να τους εντοπίσουμε σε
περιηγητικά βιβλία, χάρτες, πορτολάνους, νησολόγια, λιθογραφίες, χαλκογραφίες
κ.λ.π.: Cefalonia (1616 η πρώτη μαρτυρία, τέλη 18ου αιώνα η τελευταία
μαρτυρία), Cefallonia (τέλη 16ου αιώνα, 1753), Cefalonie (1683, 1806),
Ceffallonia (τέλη 16ου με αρχές 17ου αιώνα), Cefalunia (1804), Cifallonia (τέλη
16ου με αρχές 17ου αιώνα), Cephalonia (μέσα 5ου αιώνα και κατόπιν 1616, 1905 -
ο συχνότερος τύπος), Cephallonia (1850), Cephalonie (1745, αρχές του 20ού
αιώνα), Cephalonien (αρχές 17ου αιώνα), Cephalonye (περίπου 1300), Cephalaenia
(1571), Cephalenie (1616), Cephallenie (1798), Chefalonica (τέλη 16ου με αρχές
17ου αιώνα), Chifalonia (περίπου 1300), Chifelonia (περίπου 1300), Chifollonia
(περίπου 1300), Chiflonia (περίπου 1300), Kefallonia (1875), Kephalonia (1830),
Safolonia (1521), Saffolonia (1521), Safflonia (1491), Zafalonia (1528, 1713),
Zaffalonia (τέλη 16ου με αρχές 17ου αιώνα), Zafelonia (τέλη 16ου με αρχές 17ου
αιώνα), Zefallonia (τέλη 16ου με αρχές 17ου αιώνα), Zeffalonia (τέλη 16ου με
αρχές 17ου αιώνα) και Zefalonica (τέλη 16ου με αρχές 17ου αιώνα).
Επομένως,
ανακεφαλαιώνοντας διαπιστώνουμε ότι πράγματι υπήρξε συναρπαστική η διαδρομή μες
στο χρόνο του ονόματος του ιόνιου νησιού της Κεφαλονιάς: Κεφαλλήν – Κεφαλλήνες
- Κεφαλληνία / Κεφαληνία - Κεφαλ(λ)ωνία / Κεφαλ(λ)ονία- Κεφαλονιά. Και είναι
προφανές ότι από την αρχαία εποχή το όνομα αυτό δεν έπαθε ουσιαστική αλλαγή.
Εξακολουθεί να κουβαλάει μέσα του την ορμή των «μεγαθύμων Κεφαλλήνων» και τη
χάρη της μεσαιωνικής Κεφαλονίας.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Βλ. επίσης
την ίδια ονομασία στους ομηρικούς στίχους: υ 210, ω 355, ω 378, ω 429 και Δ
330.
2. Βλ. Σπ.
Μαρινάτος, Κεφαλληνία. Ιστορικός και αρχαιολογικός περίπατος, έκδοση Τ(οπικής)
Ε(πιτροπής) Τ(ουρισμού) Κεφαλληνίας, 1962, σσ. 20, 26, 33. «Εις την
Κεφαλληνίαν, γράφει ο Σπ. Μαρινάτος, ό.π., σ. 26, κατέληξαν Αχαιοί
Αρκαδομινυακής καταγωγής εκ της Δυτ. ακτής της Πελοποννήσου». Άλλωστε, κάποια
παραλλαγή του οδυσσειακού «κύκλου» θέλει τον Αρκείσιο, τον παππού του Οδυσσέα,
αρκαδικής καταγωγής, ό.π., σ. 25. Αλλά και για τον ίδιο τον Οδυσσέα είχαν
στηθεί στην Αρκαδία ναοί (Παυσανίας, 8, 14, 5 και 8, 44, 4) ενώ στη Μαντίνεια
έδειχναν τον τάφο της Πηνελόπης (Παυσανίας, 8, 12, 5).
3. Βλ. Μ.
Σακελλαρίου, «Οι γλωσσικές και εθνικές ομάδες της ελληνικής προϊστορίας»,
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τόμ. Α΄, Αθήναι 1970, σ. 378, με
βασικό επιχείρημα: «Ο Οδυσσεύς, ήρως του φύλου των Κεφαλλήνων, στα ομηρικά έπη,
έχει θέση επίσης σε μύθους θεσπρωτικούς, που εντοπίζονται στην Πίνδο και στα
σύνορα της Ηπείρου με τη Μακεδονία. […] Να υποθέσουμε ότι οι μύθοι για τον
Οδυσσέα εισχώρησαν τόσο βαθειά στην Ήπειρο με διεισδύσεις Κεφαλλήνων είτε από
την Ακαρνανία είτε από τα νησιά θα ήταν έξω από τα όρια του πιθανού. Αντίθετα,
η γενική ροπή των ελληνικών μεταναστεύσεων, από βορρά προς νότον, κάνει εύλογη
την υπόθεση ότι οι Κεφαλλήνες προήλθαν από την Ήπειρο». Βλ. επίσης Ιωσήφ Παρτς,
Κεφαλληνία και Ιθάκη. Γεωγραφική μονογραφία, εξελληνισθείσα υπό Λ. Γ.
Παπανδρέου, εν Αθήναις 1892 (φωτοανατύπωση, με προλεγόμενα – ευρετήρια Γ.
Μοσχόπουλου από το βιβλιοπωλείο Διον. Ν. Καραβία, Αθήνα MCMLXXXII, σ. 95.
Εξάλλου, μια επική παραλλαγή για το θάνατο του Οδυσσέα θέλει το βασιλιά των
Κεφαλλήνων να πεθαίνει στη Θεσπρωτία (Τηλεγονία, Πρόκλος 114 κ.ε., Απολλόδωρος,
Επιτομή, 7, 34-36).
4. Βλ. H.
Liddell – R. Scott, Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης, εκδ. Ελληνικά Γράμματα,
Αθήναι χ.χ., τόμ. 2, στο λήμμα (λ.) κεφαλή. Βλ. επίσης Γ. Μπαμπινιώτης, Λεξικό
της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα 1998, στα λήμματα
κεφαλή, κεφάλι. Βλ. στο Συμπλήρωμα του Μεγάλου Λεξικού της Ελληνικής Γλώσσης H.
Liddell – R. Scott, εκδ. Ι. Σιδέρης, Αθήναι χ.χ., το λ. «κεφαλόβρωτος: ο
διαβεβρωμένος (φαγωμένος) κατά την κορυφήν, (επί των βιβλίων)». Στο Λεξικό του
Ησύχιου διαβάζουμε: κεφαλίται: οι γωνιαίοι [= οι ακραίοι] λίθοι. Σημειώνουμε
ενδεικτικά τα σύγχρονα: «κεφαλή» της πορείας, ένα κεφάλι σκόρδο, κεφαλόσκαλο,
κεφαλόβρυσο, κεφαλοχώρι, κεφαλάρι (= η σπουδαιότερη, η ανώτερη πηγή νερού).
5. Μέγα
Ετυμολογικόν, στο λ. κεφαλή.
6. Γ.
Χατζιδάκις, «Περί του ετύμου της λέξεως Μεσαρέας», Αθηνά, τόμ. 6 (1894), σ. 11.
7. Βλ. H.
Liddell – R. Scott, ό.π., Μέγα Ετυμολογικόν, και Γ. Μπαμπινιώτης, ό.π., στο λ.
κορυφή.
8. Αυτήν την
εκδοχή δέχεται και ο Ευστάθιος Λιβιεράτος, Ιστορία της νήσου Κεφαλληνίας,
εγράφη εν έτει 1916 εν Ληξουρίω και εξεδόθη εν έτει 1988 εν Πειραιεί, σ. 26.
9. Την άποψη
αυτή έχει αποδεχθεί ο Ιωσήφ Παρτς, ό.π., σ. 92.
10.
Ηρόδοτος, 9, 28, 5. Πρόκειται για τους 200 οπλίτες από της Πάλη της
Κεφαλληνίας, οι οποίοι μαζί με τους υπόλοιπους Έλληνες συμμετείχαν στη μάχη των
Πλαταιών το 479 π.Χ. κατά των Περσών.
11.
Πρόκειται για τους Θουκυδίδη, Ευριπίδη, Ξενοφώντα, Αριστοτέλη, Πολύβιο,
Παυσανία, Στράβωνα, Σκύλακα, Αθήναιο, Σκύμνο τον Χίο, Πτολεμαίο, Διονύσιο τον
Περιηγητή, Διόδωρο τον Σικελιώτη, Αιλιανό, Ηλιόδωρο, Ηρακλείδη τον Ποντικό,
Λίβιο, Πλίνιο, Σενέκα, Μέλα, Στέφανο τον Βυζάντιο, Σούδα, Κωνσταντίνο Ζ΄ τον
Πορφυρογέννητο, Άννα την Κομνηνή. Οι παραπάνω χρησιμοποιούν ως εθνικό το
Κεφαλλήνες, εκτός από τον Ηλιόδωρο (Κεφαλληναίοι) και τον Στράβωνα σε μια μόνο
περίπτωση (Κεφαλλήνιοι).
12. Στο
Σενέκα, Troades 518, συναντάμε το εθνικό: «dux Cephallanum».
13. Εξαίρεση
αποτελεί ο Φλώρος, Ι, 25, που χρησιμοποιεί τον τύπο Cephallenia
(<Κεφαλληνία).
14. Βλ.
Γεράσιμος Φαρακλός, «Η Κεφαλονιά στους Λατίνους συγγραφείς της αρχαίας
περιόδου», Πρακτικά ΣΤ΄ Διεθνούς Πανιονίου Συνεδρίου (Ζάκυνθος, 23-27 Σεπτ.
1997), τόμ. Β΄, Αθήνα 2001, σ. 26.
15. Για
αλλαγές γεωγραφικών ονομασιών, αλλά στο πλαίσιο ενός «εξομηρισμού» της αρχαίας
ελληνικής πολιτικής γεωγραφίας, βλ. Βαγγέλης Πανταζής, Ομηρική γεωγραφία και
ομηρική εποχή, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1996, σσ. 235-251.
16. Εύλογα
μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι το νησί αυτό είναι το κυριότερο, το
κεφαλαιοδέστερο της ευρύτερης περιοχής. Είναι πράγματι κεφάλι σύμφωνα με την
κρητική σημασία της λ., που παραπάνω αναφέραμε. Επιπλέον, «η γνώμη Δελμοντίου
συγγραφέως ΙΕ΄ εκατονταετηρίδος» ήταν ότι η Κεφαλληνία πήρε το όνομά της από τη
λ. κεφαλή, «επειδή εις τους από νότον πλέοντας ναύτας φαίνεται [η Κεφαλληνία]
στρογγύλη ώσπερ κεφαλή ανθρώπου», Ιω. Λοβέρδος Κωστής, Ιστορία της νήσου
Κεφαλληνίας, Δοκίμιον συγγραφέν ιταλιστί, εξελληνισθέν υπό Π. Κ. Γρατσιάτου και
διά πολλών σημειώσεων πλουτισθέν, εν Κεφαλληνία 1888, σ. 34. Η γνώμη, όμως,
αυτή παραβλέπει τελείως το ρόλο του εθνικού ονόματος Κεφαλλήνες, καθώς αυτό,
κατά τη γνώμη μας, προηγήθηκε και έδωσε το όνομα στο νησί.
17.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της ομηρικής Πύλου, βλ. Β. Πανταζής, ό.π., σσ.
173-196.
18. Την
άποψη αυτή έχει αποδεχθεί ο Ιω. Λοβέρδος Κωστής, ό.π., σσ. 19-25 και 35-38. Ο
Παυσανίας, 1, 37, 6, καταγράφει την παράδοση ότι από τον Κέφαλο ονομάστηκε η
Κεφαλληνία, την οποία αποδέχθηκε ο Ηρακλείδης ο Ποντικός, Fragmenta Graecorum
Historicorum, Περί Πολιτειών. Την ίδια άποψη εκφράζει ο Ιάκωβος Ρ. Ραγκαβής, Τα
Ελληνικά, τόμ. 3, εν Αθήναις 1854, σσ. 720-721. Για την ετυμολογική συσχέτιση
με τον Κέφαλο βλ. επίσης Αντ. Μηλιαράκης, Γεωγραφία νέα και αρχαία του νομού
Κεφαλληνίας, Αθήνησιν 1890, σ. 217 και Διον. Ζακυθηνός, «Περί της ορθογραφίας
της λέξεως “Κεφαλονιά”», Εφημερίς των Κεφαλλήνων, φ. 1, 15-4-1925, σ. 5β, οι
οποίοι ωστόσο θεωρούν αδικαιολόγητα τα δύο –λ-. Επίσης βλ. Γ. Μπαμπινιώτης,
ό.π., στο λ. Κεφαλληνία.
19. Βλ.
Απολλόδωρος, 2, 50-60. Ηρόδωρος, F. Gr. Hist., 31 F15. Εκτός από το μύθο αυτόν
της εκστρατείας, τον Κέφαλο τον συναντάμε και σ’ εκείνον το μύθο με την
Πρόκριδα, βλ. Απολλόδωρος, 1, 86, 3, 197-198. Στράβωνας, 10, 2, 14. Φερεκύδης,
F. Gr. Hist., 3 F34.
20. Βλ.
Ελληνική Μυθολογία, Εκδοτική Αθηνών, τόμ. 3, Αθήνα 1986, σ. 303.
21. Το ίδιο
πρόβλημα έχει να επιλύσει και η εκδοχή της παραγωγής του ονόματος από τη λ.
Κέφαλος.
22. Βλ.
Ανδρέας Σκιάς, Στοιχειώδης μετρική της αρχαίας ελληνικής ποιήσεως, εν Αθήναις
1931, σσ. 79-101, όπου όλες οι περιπτώσεις για την ποσότητα των συλλαβών των
λέξεων στον Όμηρο και τους άλλους ποιητές.
23. Η ίδια
ανάγκη διπλασίασε το –σ- της συλλαβής –σιν στη λ. Κεφαλλήνεσσιν του παραπάνω ω
378 στίχου, για να μετατρέψει τη βραχεία συλλαβή νε- σε θέσει μακρά.
24. Σε αυτήν
την εξήγηση για τα δύο –λ- είχε καταλήξει ο Ευ. Λιβιεράτος, ό.π., σ. 27.
Αντίθετα, ο Χρήστος Τζάκος, Περί Ομηρικής Ιθάκης, Αθήνα 2002, σ. 226,
υποστηρίζει ότι τα δύο –λ- της λ. Κεφαλλήνες δεν οφείλονται σε μετρικούς λόγους
αλλά στο δεύτερο συνθετικό Έλληνες, ενώ ως πρώτο δέχεται τη λ. Κέφαλος:
Κεφαλλήνες < Κεφαλ’® Κέφαλ’ Ελληνες ®Κέφαλος + Έλληνες [Κέφαλου
Έλληνες Κεφαλλήνες]. Σε μια τέτοια,
όμως, περίπτωση θα έπρεπε, σύμφωνα με®(Ελ)ληνες τους
κανόνες τονισμού των συνθέτων να είχαμε *Κεφάλληνες. Τη λ. Έλλην ως δεύτερο
συνθετικό έχει υποστηρίξει και ο Κεφαλονίτης λόγιος Π. Ι. Μαυροκέφαλος, «Πόθεν
το όνομα Κεφαλληνία», Η Ηχώ της Κεφαλληνίας, αρ. 11-12, Σεπτ. – Οκτ. 1928, ενώ
ως πρώτο προτείνει «το μόριον Κεφ, ισοδύναμον προς το γαλλικό chef [= κεφάλι
ανθρώπου και ζώων // αρχηγός, ο επικεφαλής]».
25. Βλ.
Ευστάθιος, Παρεκβολαί εις την Ομήρου Οδύσσειαν, τόμ. 1, Λειψία 1825 vers 105:
«Κεφαλληνία εν δυσί λ η χώρα εκλήθη πρός διαστολήν, ίνα το εθνικόν ο Κεφαλλήν
έχη διαφοράν προς την εν σώματι κεφαλήν».
26. Διον.
Ζακυθηνός, ό.π., σ. 5α.
27. Βλ.
Δημητριείς, Γεωγραφία Νεωτερική, Επιμέλεια Αικ. Κουμαριανού, εκδ. Ερμής, Αθήνα
1988, σ. 250: «Αυτή η νήσος η οποία ελέγουνταν το παλαιό Κεφαληνία».
28. Βλ.
Δανιήλ Δ. Μάγνης, Λεξικόν ιστορικομυθικόν και γεωγραφικόν, εν Βενετία 1834, στο
λ. Κεφαληνία.
29. Βλ. Corpus
Inscriptionum Graecorum, αρ. 340. Η επιγραφή
ανατέθηκε το 125 μ.Χ. από την πόλη των Παλέων της Κεφαλληνίας στο ναό του
Ολύμπιου Δία στην Αθήνα, προς τιμή του Ρωμαίου αυτοκράτορα Αδριανού, ο οποίος
τον αποπεράτωσε.
30. Βλ. Corp.
Inscr. Gr., αρ. 619b. Othon Riemann, Recherches Archeologiques sur les Iles Ioniennes. II: Cephalonie, Paris 1879, σ. 32. Η
επιγραφή αυτή, που βρέθηκε στο Φισκάρδο, στη βόρεια περιοχή του νησιού, και
είναι χριστιανικών χρόνων, βεβαιώνει ότι το Φισκάρδο, πριν πάρει αυτό το όνομα
από το Νορμανδό ηγεμόνα Γυϊσκάρδο, λεγόταν από τα αρχαία χρόνια Πάνορμος και
Πανορμείτες οι κάτοικοί του.
31. Ανώνυμος, Expositio
Mundi, 65, «Zacynthus et Cephalonia insulae habentes abundanter omnia bona».
32. Βλ.
Προκόπιος, Περί Γοτθικών Πολέμων, 3, 40: «και Αρταβάνης δε ου πολλώ ύστερον εν
Κεφαλωνία γενόμενος».
33. Κ.
Ζήσιος, «Κεφαλληνίας Χριστιανικαί Αρχαιότητες», Αρμονία, τόμ. 1 (1900), σ. 223.
Πρβλ. Διον. Ζακυθηνός, «Θέμα Κεφαλληνίας», Ηώς, τεύχη 58-60 (1962), σ. 49α.
34. Βλ. Το
Χρονικόν του Μορέως, Το ελληνικόν κείμενον, Εισαγωγή, Υποσημειώσεις και Επεξεργασία
υπό Πέτρου Καλονάρου, εκδοτικός οίκος Δ. Δημητράκου Α.Ε.: στ. 2894, «τον κόντον
της Κεφαλλονίας κι όλους τους κεφαλάδες». στ. 8866, «όπου ήτον ετότε της
Κεφαλωνίας αφέντης γαρ και κόντος». στ. 8886, «κι ο κόντος της Κεφαλλωνίας ήλθε
από το άλλο μέρος». Οι γραφές δε δύο –λ-, που συναντάμε σε αυτό το κείμενο,
είναι η μοναδική περίπτωση αυτής της περιόδου.
35. Βλ. Στ.
Ζαπάντη, Μοντεσάντος (δε) ιερέας Σταμάτιος, Νοτάριος Ελειού. Κατάστιχο
1535-1553, έκδοση Δήμου Ελειού – Πρόννων, Αργοστόλι 2002, σ. 32 (24): «εν τη
πόλεως Κεφαλονίας», και σ. 133 (217): «νήσου Κεφαλονίας».
36. Πέτρος
Κατσαΐτης, Ιφιγένεια [εν Ληξουρίω], Επιμέλεια Σπ. Ευαγγελάτος, Βιβλιοπωλείον
της «Εστίας», Αθήνα 1995, στ. 38, «οπού ’ναι η πλιά πιδέξια μες στην
Κεφαλονία». στ. 1754-55 «[…] εδώ ετέλειωσά το / στην Κεφαλόνια πολαχα ύστερ’ οκ
τη σκλαβιά μου».
37. Βλ.
Δημητριείς, Γεωγραφία Νεωτερική, ό.π., σ. 250: «η Κεφαλονιά είναι υποκείμενη
εις τους Βενετζιάνους […], ο οποίος [Οδυσσεύς] είχε εις την εξουσία του και την
Κεφαλονιά […]».
38. Βλ.
Ηλίας Τσιτσέλης, Κεφαλληνιακά Σύμμικτα, τόμ. Β΄, εν Αθήναις 1960, σσ. 507-526,
όπου δημοσιεύεται το στιχούργημα Χρονολογικόν Απάνθισμα περί της νήσου
Κεφαλληνίας του Χαρ. Λαγκούση Φλωρίου. Συγκεκριμένα: στ. 385, «ἐτότες τήν
Κεφαλονιά Παλατινάτο κάνει». στ. 468, «εις την Κεφαλονιά τους είχεν εξορίσει».
στ. 522-523, «διά την ευκαρπίαν του και τον καλόν αέρα / οπώχει η Κεφαλονιά». Ο
ίδιος, ωστόσο, στιχουργός χρησιμοποιεί παράλληλα και τον τύπο Κεφαλληνία.
39. Βλ.
Δανιήλ Μάγνης, ό.π., στο λ. Κεφαληνία.
40. Δ. Ζακυθηνός,
ό.π., σ. 5α.
41. Βλ.
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών – Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, Νεοελληνική
Γραμματικής (της δημοτικής), Θεσσαλονίκη 1978, σσ. 153-155. Έτσι, έχουμε:
πικρ-ο-δάφνη, καλ-ό-τυχος κ.λ.π.
42. Βλ.
Γεώργιος Χατζιδάκης, Μεσαιωνικά και Νέα Ελληνικά, εν Αθήναις 1905, τόμ. Α΄, σ.
245, όπου ο γλωσσολόγος προσπαθεί να εξηγήσει το –ο- κάποιων λέξεων, όπως π.χ.
φιλονάδα, αροθυμώ, εροθυμώ, απορροθυμώ, Κεφαλλονιά κ.ά. Επίσης βλ. ό.π., τόμ.
Β΄, σ. 403.
43. Την
άποψη αυτή έχει διατυπώσει ο Διον. Ζακυθηνός, ό.π., σ. 5α.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου