Παρασκευή 27 Μαΐου 2016

"ΜΙΑ ΦΩΝΑΡΑ Θ' ΑΚΟΥΣΤΗ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΠΕΡΑ-ΠΕΡΑ"




 Αναρτήθηκε στην τοπική ιστοσελίδα kefalonizw, τελευταίο πενθήμερο Απριλίου 2016


         
          Πριν από 119 περίπου χρόνια, την Κυριακή, 14 Δεκεμβρίου του 1897, στο Αργοστόλι ένας «εργάτης ποιητής» απαγγέλλει στην αίθουσα του Εργατικού Συνδέσμου του Αργοστολιού «Η Αλληλοβοήθεια» ένα υπέροχο ποίημα – ένα ποίημα-μάθημα κοινωνικής δικαιοσύνης και ανατροπής.
          Ο συγκεκριμένος Εργατικός Σύνδεσμος είχε ιδρυθεί το Σεπτέμβριο του 1894 από πρωτοπόρους εργάτες της πόλης, με σκοπό την ηθική και υλική αλληλεγγύη μεταξύ των μελών του και την αντιμετώπιση των εργατικών προβλημάτων. Βέβαια, δεν πρέπει να περιμένουμε, για  εκείνη την εποχή, ένα σωματείο συνδικαλιστικό με διεκδικητικές διαθέσεις.  Η παρουσία του, πάντως, θα είναι μακροχρόνια και η δράση του πολυδιάστατη, όχι πάντα κατανάγκην φιλεργατική, καθώς καθοριστική υπήρξε η εμπλοκή τοπικών πολιτικών παραγόντων, που αποπροσανατόλισαν τη δράση του. Ο Σύνδεσμος, όμως, παρά τα προβλήματα, οικονομικά και πολιτικά, που αντιμετώπισε, εκτιμάται ότι είχε μια αξιόλογη κοινωνική προσφορά: ανέλαβε τη συντήρηση Σχολής Απόρων Παίδων και Εφήβων και Σχολής Απόρων Κορασίδων, εκπαίδευσε για μεγάλο διάστημα μουσικό σώμα, ενώ σε τακτά χρονικά διαστήματα διοργάνωνε συναντήσεις-συζητήσεις με θέματα πολιτικά, φιλοσοφικά και πολιτικά, όπως π.χ. για τους συνεταιρισμούς, για τη θρησκεία, για τη μουσική, για την υγιεινή κ.λπ.

          Στο πλαίσιο, λοιπόν, αυτών των συναντήσεων-συζητήσεων εκείνη τη  δεκεμβριάτικη Κυριακή του 1897 στην αίθουσα του Εργατικού Συνδέσμου Αργοστολιού «Η Αλληλοβοήθεια» ένας, άγνωστος σ’ εμάς «εργάτης ποιητής» απήγγειλε ένα ποίημα σχετικό προφανώς με το περιεχόμενο της εκδήλωσης.   
          Ο δημιουργός του ποιήματος φαίνεται ότι γνωρίζει πολύ καλά τη ζωή και τα βάσανα των λαϊκών τάξεων. Μιλάει γι’ αυτές με θαυμασμό και εκτίμηση· Εξαίρει την κοινωνική προσφορά του γεωργού, του κτηνοτρόφου και του ψαρά αλλά και του κάθε κατηγορίας εργαζόμενου και τεχνίτη, όπως του οικοδόμου, του μπογιατζή, του μαραγκού, του σιδερά, του τσαγκάρη και του ράφτη.                                                                                                                                                                                                                                                            
          Εκφράζει, παράλληλα, την πίκρα και την αγανάκτησή του για την αδικία και την ανισότητα, που επικρατούν στην ανθρώπινη κοινωνία. Ενώ ο Θεός ζήτησε από τον Αδάμ με την εργασία του να βγάζει το ψωμί του, υπάρχουν άνθρωποι στην ανθρώπινη κοινωνία, οι οποίοι, χωρίς να εργάζονται, ζουν και μάλιστα πολύ πιο άνετα και πλουσιοπάροχα από τους εργαζόμενους. Αυτό συνιστά αδικία αλλά και διαστρέβλωση του λόγου του Θεού.
          Με άλλα λόγια ο «εργάτης ποιητής» διαπιστώνει την ταξικότητα της ανθρώπινης κοινωνίας: οι πλούσιοι και οι φτωχοί - δυο αντίπαλες οικονομικο-κοινωνικές κατηγορίες, που συνιστούν μια μόνιμη αντιπαλότητα και αντιπαράθεση, μια σταθερή διαχρονική ταξική σύγκρουση.
          Το «πάνω χέρι», βέβαια, το έχουν οι πλούσιοι. Αλλά γι’ αυτήν την πορεία και κατάληξη της ανθρώπινης κοινωνίας ο «εργάτης ποιητής» θεωρεί ότι ευθύνη έχει και ο Θεός, καθώς την ανέχεται, τη διατηρεί: ενώ οι τσαγκάρηδες και οι ραφτάδες ποδαίνουν και ντύνουν τον κόσμο, οι ίδιοι μένουν ξυπόλυτοι και γυμνοί «αφού κι ο Θεός το θέλει», όπως γράφει· ενώ οι κτίστες, οι μπογιατζήδες, οι σιδεράδες, οι μαραγκοί μαζί με τους «λαγουρέντες» τους χτίζουν σπίτια και παλάτια, οι ίδιοι μένουν σε τρώγλες, «γιατί το θέλει ο Θεός κι ο πλούσιος» να ζουν έτσι»…
           Τι θέλει να πει με τα παραπάνω ο «εργάτης ποιητής» μας; Ότι δεν εφαρμόζεται στην κοινωνία η ισότητα και η κοινωνική δικαιοσύνη, την οποία επαγγέλλεται η χριστιανική διδασκαλία: δεν ισχύει για όλα τα ανθρώπινα όντα ο λόγος του Θεού «με την εργασία σου θα τρως το ψωμί σου»· ότι η χριστιανική Εκκλησία ως θεσμός-ηγεσία έχει συμμαχήσει με τους πλούσιους, αφού δείχνει να βολεύεται με την υπάρχουσα κοινωνική πραγματικότητα, καθώς οι πλούσιοι αξιοποιούν προς όφελός τους τη χριστιανική θρησκεία.
          Έτσι, ο «εργάτης ποιητής» γίνεται μαχητικός απολογητής των δικαιωμάτων όλων των κατώτερων εργαζόμενων κοινωνικών στρωμάτων, αγροτών, εργατών, τεχνιτών και ταυτόχρονα κατήγορος της φτώχειας και της ανισότητας, και της αδικίας και της καταπίεσης. Παράλληλα, διατυπώνει το δικό του όραμα για μια άλλη, μια νέα κοινωνία με ισότητα, αλληλεγγύη και δικαιοσύνη.       
          Γι’ αυτό δε χάνει την αισιοδοξία του. Είναι βέβαιος για την αλλαγή, για την ανατροπή, η οποία προφανώς εξαρτιέται από το βαθμό κοινωνικής συνείδησης.  Όσο συνειδητοποιείται από τον εργατόκοσμο αυτή η άδικη κατάσταση, όσο τα εργαζόμενα κοινωνικά στρώματα αποκτούν αυτοπεποίθηση και συνείδηση της δύναμής τους, τόσο πλησιάζει η ώρα της ανατροπής. Και τότε μια σωτήρια φωνή, «μια φωνάρα», μας λέει ο «εργάτης ποιητής» μας θ’ ακουστεί στον κόσμο ολόκληρο, που θα δώσει το σύνθημα της επανάστασης. Θα πληροφορεί τους «κηφήνες», τους μη εργαζόμενους –πλούσιους, που ζουν από την εργασία των άλλων, ότι τελείωσε η … βασιλεία τους. Από εδώ και στο εξής  τα μέσα παραγωγής δεν θα ανήκουν σε αυτούς, σε ιδιώτες δηλαδή που θα τα καρπώνονται, αλλά θα γίνουν κοινωνική, λαϊκή ιδιοκτησία, από την αξιοποίηση της οποίας θα ζουν με ισότητα, αξιοπρέπεια και κοινωνική δικαιοσύνη όλοι όσοι θα εργάζονται: «Κηφήνες, ξέρετέ το, / πως πας μη εργαζόμενος, ποσώς μη εσθιέτω».       

          Αλλά αξίζει να γνωρίσουμε το υπέροχο εκείνο ποίημα του άγνωστου, δυστυχώς, σ’ εμάς «εργάτη ποιητή» του Δεκεμβρίου του 1897. Το αντιγράφουμε από την εφημερίδα Ζιζάνιον, (αρ. φύλλου 80, 20-12-1897, σελ. 3β-4αβ), επεμβαίνοντας ελάχιστα στην ορθογραφία κάποιων λέξεων και στα σημεία στίξης.

Είπ’ ο Θεός προς τον Αδάμ: «Έξ’ από δώθε, χάχα,
δεν έγιν’ ο Παράδεισος για σένανε μονάχα,
έξ’ από δω, κηφηναριό, έξ’ από δω, τεμπέλη.
Κόπιασε με τον ίδρωτα να βγάνεις το καρβέλι,
η γη να δίνει προς εσέ ακάνθας και τριβόλους,
όχι να μώχεις χάρισμα εδώ τους μυροβόλους
κι αφράτους κήπους της Εδέμ, να ζης με την αμάκα,
βρωμόπλασμα κι ηλίθιε κι αγροίκε κι αρχιβλάκα.
Πάρε και την Αδάμενα, φύγ’ από δω, γκρεμίσου».
Και τον επέταξε κλωτσιές εκτός του Παραδείσου.

Και από τότες ο Αδάμ για την παρακοή του
με βάσανα και μ’ ίδρωτα έβγαζε το ψωμί του.
Και μεις οι κληρονόμοι του πήραμε την κατάρα
να τρώμε μια μπουκιά ψωμί με γκρίνια και μ’ αντάρα.
Κι αφού το είπε ο Θεός, εμείς υποτασσόμεθα
κι αενάως οι φτωχοί σα σκλάβοι εργαζόμεθα.

Δεν είπε όμως ο Θεός «σκλάβοι και πεινασμένοι,
ρακένδυτοι, ξυπόλητοι κι εγκαταλελειμμένοι».
Θεέ, παραγνωρίστηκαν τα λόγια σου τα θεία
κι απ’ ό,τι συ εκέλευσες ιδού τα εναντία.
Κι ενώ εμείς δουλεύουμε κατά το θέλημά σου
κι εκπληρούμε επακριβώς τα παραγγέλματά σου,
εμείς οι εργαζόμενοι εφ’ όλου μας του βίου
την σήμερον στερούμεθα και του επιουσίου
κι άλλοι, μη εργαζόμενοι τον χρόνον ούτε ώρα,
απολαμβάνουν αφειδώς τα θεία σου τα δώρα.

Ο γεωργός σκάβει γυμνός τη γη και πεινασμένος
κι ο πλούσιος αναπαύεται χορτάτος και ντυμένος.
Ο πλούσιος το καλό κρασί να γεύεται, να πίνη
και το ξυνό και τ’ άχρηστο στο δουλευτή το δίνη.
Κι εν γένει όλους τους καρπούς, όσους η γη παράγει
και τους οποίους ο σκαφτιάς με βάσανα συνάγει,
είναι στην εξουσία του και στον εργάτη φθάνει
ένα κομμάτι κρίθινο, όσο να μην πεθάνη.

Συ, κτηνοτρόφε, δυστυχή, τρέφε καλά τα κτήνη
και στο φινάλε η κοπριά για σένανε θα μείνη,
γιατί το κρέας, το τυρί είναι για τους πλουσίους,
το γάλα και το βούτυρο πάλιν για τους ιδίους,
το δε μαλί τους και αυτό θα κάμη τα ενδύματα
των αφεντάδωνε. Και συ; Του Πειραιώς … βλαστήματα!

Και συ, ταλαίπωρε ψαρά, τρέχε με το καΐκι
μέσα σε τρίσβαθα νερά, με γύμνια, πείνα, φρίκη,
να βγάλεις, δύστυχε, και συ για τον αφέντη ψάρια,
και συ να τρως καμιά φορά ανάρτυτα χορτάρια.
Συ, κτίστη, φάβρε, μαραγκέ, πιτόρε, λαγουρέντη,
κάνε παλάτια, μέγαρα και συ για τον αφέντη,
και συ να ζης σε σπήλαια, σε τρώγλες, σε κοτέτσι,
γιατί το θέλει ο Θεός κι ο πλούσιος να ζης έτσι.  

Και σεις ακόμα δυστυχείς, τσαγκάρηδες, ραφτάδες,
να ντύστε, να ποδένετε και σεις τους αφεντάδες
και σεις γυμνοί, ξυπόλητοι, αφού κι ο Θεός το θέλη,
με μια λινάτσα κρύβετε τ’ απόκρυφά σας μέλη.

Και τέλος πάντων, κύριοι, των εργατών αι τάξεις
συχνά, πυκνά παθαίνουνε σπουδαίας αφαιμάξεις.
Κι εργάζονται σαν τα σκυλιά μέρα και νύκτα πάντες,
για να τα βρίσκουν έτοιμα οι πλούσιοι οι αφεντάδες.
Αλλά θα έλθη ο καιρός κι ελεύσεται μια μέρα,
που μια φωνάρα θ’ ακουστή στον κόσμο πέρα-πέρα
και θε να λέγη η φωνή «Κηφήνες, ξέρετέ το,
πως πας μη εργαζόμενος, ποσώς μη εσθιέτω».


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Δεμπόνος Αγγελο-Διονύσης, Η γένεση και τα πάθη μιας πολιτείας. (Το Αργοστόλι αγωνίζεται), Αργοστόλι 1981.
Καμήλος Νικόλαος, Αδελφότητες και Εργατικοί Σύνδεσμοι στην Κεφαλονιά, τέλη 19ου – αρχές 20ού αιώνα. Συμβολή στη μελέτη της Τοπικής Ιστορίας, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2011.
Σπ. Λουκάτος, «Πρώιμος εργατικός συνδικαλισμός στα Επτάνησα στα τέλη του 19ου αιώνα», [Β΄ Συμπόσιο του Κέντρου Μελετών Ιονίου, (Ζάκυνθος, 24-27 Οκτωβρίου 1985)], Κυμοθόη, τχ. 5 (Δεκέμβριος 1994), σσ. 7-33.
Πετράτος Πέτρος, «Πρώιμοι Εργατικοί Σύνδεσμοι στην Κεφαλονιά», εφ. Ενημέρωση (Κέρκυρας), 25-4-2004, σ. 11.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου