Ομιλία στην Κοργιαλένεια Βιβλιοθήκη στις 1-11-2007 κατά την παρουσίαση του βιβλίου
του Letterio Augliera "Βιβλία, Πολιτική, Θρησκεία στην Ανατολή τον 17ο αιώνα"-
εκδήλωση διοργανωμένη από την Τοπική Ένωση Δήμων και Κοινοτήτων Κεφαλονιάς και Ιθάκης.
Με πρωτοβουλία του μακαρίτη Γεράσιμου
Αποστολάτου και του θαλερού Γεράσιμου Σταματάτου, που μέχρι τελευταία ο
δεύτερος γνοιαζόταν γι’ αυτή την υπόθεση, και χάρη στη χορηγία της Τοπικής
Ένωσης Δήμων και Κοινοτήτων Κεφαλονιάς και Ιθάκης (ΤΕΔΚΚΙ) εκδόθηκε το βιβλίο
του Ιταλού Letterio Augliera «Βιβλία-Πολιτική- Θρησκεία στην Ορθόδοξη Ανατολή. Το
τυπογραφείο του Νικόδημου Μεταξά πρώτου εκδότη ελληνικών κειμένων στην Ορθόδοξη
Ανατολή», με καλή μετάφραση του Στάθη Μπίρταχα και με την επιστημονική
επιμέλεια του Νίκου Μοσχονά. Πρόκειται για συμπληρωμένη, σε σχέση με την πρώτη-
ιταλική έκδοση του βιβλίου, καθώς ο συγγραφέας, με την ευκαιρία της ελληνικής
μετάφρασης της μονογραφίας του, χρησιμοποίησε τις νέες μελέτες, που στο μεταξύ
μετά το 1996 δημοσιεύτηκαν, εμπλουτίζοντας κυρίως τις σημειώσεις και
διασαφηνίζοντας κάποια άλλα σημεία της ιστορικής αφήγησης.
Το νήμα του έργου πλέκεται γύρω από την προσωπικότητα του Κεφαλονίτη Νικόδημου Μεταξά, αρχιεπισκόπου Κεφαλονιάς και Ζακύνθου κατά το διάστημα 1628-1647, χάρη στον οποίο ακούστηκαν για πρώτη φορά τα «χτυπήματα» τυπογραφικού πιεστηρίου στην Ανατολή, και συγκεκριμένα στην Κωνσταντινούπολη αλλά και στην Κεφαλονιά. Στο πρώτο μέρος γίνεται λόγος για την παρουσία του Νικόδημου Μεταξά στο Λονδίνο και τη δράση του, στη συνέχεια, στην Κωνσταντινούπολη, όπου μετέφερε, εγκατέστησε και έθεσε σε λειτουργία το πρώτο τυπογραφείο στην υπηρεσία του Πατριαρχείου και όλα αυτά σε συνεννόηση και αρμονική συνεργασία με τον πατριάρχη Κύριλλο Λούκαρι. Το δεύτερο μέρος του βιβλίου, το οποίο θα μας απασχολήσει στη συνέχεια, αναφέρεται στις δραστηριότητες του Κεφαλονίτη ιερωμένου στη γενέτειρά του ως αρχιεπισκόπου Κεφαλονιάς και Ζακύνθου, στις επαφές του με τη Ζάκυνθο και σε μια δίχρονη περίπου παρουσία του στη Βενετία. Η μονογραφία ολοκληρώνεται με τα συμπεράσματα του συγγραφέα. Το βιβλίο ακόμη περιέχει σε Παράρτημα τρία σημαντικότατα έγγραφα, που αναφέρονται στον Μεταξά και το τυπογραφείο του στο νησί μας και κλείνει με έναν κατάλογο 13 βιβλίων, που τυπώθηκαν για ή από τον Μεταξά στο Λονδίνο, στην Κωνσταντινούπολη και στην Κεφαλονιά, ενώ στις τελευταίες σελίδες του φιλοξενούνται φωτογραφίες εξωφύλλων από τα παραπάνω βιβλία.
Η όλη μονογραφία του Augliera βασίζεται ουσιαστικά σε πρωτογενείς αρχειακές πηγές, δημοσιευμένες αλλά και ανέκδοτες, από τα Κρατικά Αρχεία της Βενετίας και από τα Δημόσια Αρχεία του Λονδίνου, ενώ αξιοποιεί κριτικά την πλούσια πράγματι υπάρχουσα βιβλιογραφία. Ο λόγος είναι ζωντανός, ενώ η σοβαρή τεκμηρίωση τον καθιστά ταυτόχρονα αυθεντικό. Οι προσεγγίσεις είναι λογικά δομημένες. Η μετάβαση από το ένα θέμα στο άλλο μπορεί κάποιες φορές να προκαλεί «χάσμα» στην ιστορική αφήγηση, διατηρεί όμως αναντίρρητα την εσωτερική σχέση και σύνδεση με τα προηγούμενα και τα επόμενα.
Αλλά ας έρθουμε στη δεύτερη ενότητα του έργου, η οποία επιγράφεται «Μεταξύ Βενετίας και Ιόνιων νησιών», για να δώσουμε το κοινωνικο-πολιτικό και εκκλησιαστικό πλαίσιο της εποχής – πλαίσιο που διαφαίνεται και μέσα από τις ποικίλες αναφορές του βιβλίου - προκειμένου να κατανοηθούν καλύτερα οι δραστηριότητες του Νικόδημου Μεταξά στην Κεφαλονιά.
Βρισκόμαστε στην τρίτη δεκαετία του 17ου αιώνα και η Βενετοκρατία στην Κεφαλονιά, όπως και στα υπόλοιπα Επτάνησα, καλά κρατεί. Η Βενετία διατηρεί και εντείνει την ταξικότητα των τοπικών κοινωνιών: Εξουσιάζει η κληρονομική αριστοκρατία, αν και ήδη έχουν φανεί τα πρώτα σημάδια του οικονομικού ξεπεσμού της. Τα αστικά στοιχεία, ευνοούμενα από τις γενικότερες εκείνης της εποχής ανακατατάξεις, ισχυροποιούνται σιγά-σιγά οικονομικά και αρχίζουν να απαιτούν παραχωρήσεις και μερίδιο στην τοπική διοίκηση. Ο αγροτικός πληθυσμός εξακολουθεί να βιώνει την αμάθεια, την εξαντλητική φορολογία, τη σκληρή αγγαρεία, την υποχρεωτική στράτευση και γενικότερα μια πολυεπίπεδη καταπίεση καιεκμετάλλευση.
Η εκκλησιαστική οργάνωση και διοίκηση, που εδώ μας ενδιαφέρει, έχει ρυθμιστεί από τη Γαληνότατη Δημοκρατία της Βενετίας με βάση αποκλειστικά τα συμφέροντά της. Η συνύπαρξη, τις περισσότερες φορές με εντάσεις, ορθόδοξων και καθολικών της δημιουργούν σοβαρό πρόβλημα. Ενώ ο ντόπιος πληθυσμός παραμένει αφοσιωμένος στην ορθόδοξη πίστη του, οι παπικοί μισιονάριοι εργάζονται για τον προσηλυτισμό περισσοτέρων γηγενών. Και η Βενετική Πολιτεία, μπορεί να δείχνει μια αμερόληπτη στάση και μια ανοχή απέναντι στα δυο δόγματα, στην πράξη όμως διευκολύνει όλες σχεδόν τις φορές τους ορθόδοξους, που συνιστούν τη συντριπτική πλειοψηφία των υπηκόων της στα νησιά του Ιονίου. Και τούτο, γιατί την ενδιέφερε η διασφάλιση της κοινωνικής γαλήνης και η νομιμοφροσύνη των νησιωτικών πληθυσμών.
Ωστόσο, είχε να αντιμετωπίσει τις διενέξεις και έριδες μεταξύ των ίδιων των ορθοδόξων. Συγκεκριμένα, υπήρχε σοβαρότατη και εντονότατη διάσταση μεταξύ Κεφαλονιάς κα Ζακύνθου για το ζήτημα της εκλογής του ορθόδοξου επισκόπου των δύο νησιών από την εποχή των Τόκκων. Από τα μέσα του 15ου αιώνα (1452) οι Τόκκοι είχαν ορίσει τη Ζάκυνθο για έδρα του λατίνου επισκόπου Κεφαλονιάς και Ζακύνθου και την Κεφαλονιά για έδρα του ορθόδοξου προκαθήμενου των δύο νησιών. Ο λατίνος επίσκοπος διοριζόταν απευθείας από τον πάπα, ενώ ο ορθόδοξος εκλεγόταν αποκλειστικά και μόνο από τον κεφαλονίτικο κλήρο, εγκρινόταν από τον πατριάρχη της Κων/πολης και υπαγόταν διοικητικά στον ορθόδοξο μητροπολίτη Κορίνθου. Υποψήφιοι, βέβαια, για τον ορθόδοξο θρόνο μπορεί να ήταν Κεφαλονίτες και Ζακυνθινοί, σχεδόν πάντα όμως εκλεγόταν Κεφαλονίτης – εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις που ήταν Ζακυνθινός.
Η Γαληνότατη, που διατήρησε αυτό το καθεστώς, προσπαθούσε να αποφύγει κάθε ανάμειξη στις συνεχείς προστριβές που αυτή η πρακτική δημιουργούσε μεταξύ των δύο νησιών, αλλά παράλληλα μεριμνούσε για τον περιορισμό των σχέσεων του ορθόδοξου κλήρου με την πατριαρχική έδρα της Κων/πολης, με απώτερο σκοπό να υποτάξει την ορθόδοξη εκκλησία απευθείας στις δικές της αρχές. Από την άλλη πλευρά το ζακυνθινό αρχοντολόι μετά από πολύ κόπο κατόρθωσε – σε αντιστάθμισμα της μη συμμετοχής του στη διαδικασία εκλογής του επισκόπου – να κερδίσει τη δυνατότητα εκλογής του πρωτοπαπά του νησιού του, ώστε να μην ορίζεται από τον επίσκοπο Κεφαλονιάς και Ζακύνθου. Και αυτή η κατάκτηση είχε την ταξική της σημασία, καθώς το αριστοκρατικό σώμα του Συμβουλίου της Κοινότητας της Ζακύνθου αποκτούσε μέσω αυτής της διαδικασίας συμμετοχή στα εκκλησιαστικά πράγματα, και μάλιστα αφότου ο πρωτοπαπάς απέκτησε διευρυμένες αρμοδιότητες καθιστάμενος σημαντική και αντιπροσωπευτική αρχή του νησιού.
Αλλά είναι καιρός να δούμε τη δράση του Νικόδημου Μεταξά μέσα σε αυτό το περιβάλλον και κλίμα, με βάση τα στοιχεία που ο Augliera παραθέτει στο βιβλίο του.
Ήταν τέλη Αυγούστου με αρχές του Σεπτέμβρη του 1628, όταν ο Μεταξάς ερχόταν στη γενέτειρά του την Κεφαλονιά ορισμένος ως αρχιεπίσκοπος Κεφαλονιάς και Ζακύνθου από τον πατριάρχη Κων/πολης Κύριλλο Λούκαρι. Και ήταν η πρώτη φορά – όπως επισημαίνει ο συγγραφέας – που η καθολική πλευρά και οι βενετικοί αξιωματούχοι ανησυχούν πάρα πολύ για την επιλογή του Μεταξά, καθώς ισχυρίζονται και οι δυο πλευρές ότι διακυβεύονται οι επιδιώξεις της Καθολικής Εκκλησίας αλλά και τα πολιτικο-οικονομικά συμφέροντα της Βενετίας με την παρουσία στο Ιόνιο ενός φιλοκαλβινιστή ιεράρχη και εν δυνάμει υποστηρικτή των αγγλικών συμφερόντων. «Η συμπόρευσή του με τον [φιλοκαλβινιστή] Λούκαρι και η διαμονή του στο [καλβινιστικό] Λονδίνο αποτελούσαν από μόνες τους αιτίες επαρκείς […], ώστε να τον στιγματίσουν [τον Μεταξά] ως καλβινιστή […] και να τον παρουσιάσουν ως έναν επικίνδυνο φορέα αιρετικών ιδεών», (σ. 128).
Το νήμα του έργου πλέκεται γύρω από την προσωπικότητα του Κεφαλονίτη Νικόδημου Μεταξά, αρχιεπισκόπου Κεφαλονιάς και Ζακύνθου κατά το διάστημα 1628-1647, χάρη στον οποίο ακούστηκαν για πρώτη φορά τα «χτυπήματα» τυπογραφικού πιεστηρίου στην Ανατολή, και συγκεκριμένα στην Κωνσταντινούπολη αλλά και στην Κεφαλονιά. Στο πρώτο μέρος γίνεται λόγος για την παρουσία του Νικόδημου Μεταξά στο Λονδίνο και τη δράση του, στη συνέχεια, στην Κωνσταντινούπολη, όπου μετέφερε, εγκατέστησε και έθεσε σε λειτουργία το πρώτο τυπογραφείο στην υπηρεσία του Πατριαρχείου και όλα αυτά σε συνεννόηση και αρμονική συνεργασία με τον πατριάρχη Κύριλλο Λούκαρι. Το δεύτερο μέρος του βιβλίου, το οποίο θα μας απασχολήσει στη συνέχεια, αναφέρεται στις δραστηριότητες του Κεφαλονίτη ιερωμένου στη γενέτειρά του ως αρχιεπισκόπου Κεφαλονιάς και Ζακύνθου, στις επαφές του με τη Ζάκυνθο και σε μια δίχρονη περίπου παρουσία του στη Βενετία. Η μονογραφία ολοκληρώνεται με τα συμπεράσματα του συγγραφέα. Το βιβλίο ακόμη περιέχει σε Παράρτημα τρία σημαντικότατα έγγραφα, που αναφέρονται στον Μεταξά και το τυπογραφείο του στο νησί μας και κλείνει με έναν κατάλογο 13 βιβλίων, που τυπώθηκαν για ή από τον Μεταξά στο Λονδίνο, στην Κωνσταντινούπολη και στην Κεφαλονιά, ενώ στις τελευταίες σελίδες του φιλοξενούνται φωτογραφίες εξωφύλλων από τα παραπάνω βιβλία.
Η όλη μονογραφία του Augliera βασίζεται ουσιαστικά σε πρωτογενείς αρχειακές πηγές, δημοσιευμένες αλλά και ανέκδοτες, από τα Κρατικά Αρχεία της Βενετίας και από τα Δημόσια Αρχεία του Λονδίνου, ενώ αξιοποιεί κριτικά την πλούσια πράγματι υπάρχουσα βιβλιογραφία. Ο λόγος είναι ζωντανός, ενώ η σοβαρή τεκμηρίωση τον καθιστά ταυτόχρονα αυθεντικό. Οι προσεγγίσεις είναι λογικά δομημένες. Η μετάβαση από το ένα θέμα στο άλλο μπορεί κάποιες φορές να προκαλεί «χάσμα» στην ιστορική αφήγηση, διατηρεί όμως αναντίρρητα την εσωτερική σχέση και σύνδεση με τα προηγούμενα και τα επόμενα.
Αλλά ας έρθουμε στη δεύτερη ενότητα του έργου, η οποία επιγράφεται «Μεταξύ Βενετίας και Ιόνιων νησιών», για να δώσουμε το κοινωνικο-πολιτικό και εκκλησιαστικό πλαίσιο της εποχής – πλαίσιο που διαφαίνεται και μέσα από τις ποικίλες αναφορές του βιβλίου - προκειμένου να κατανοηθούν καλύτερα οι δραστηριότητες του Νικόδημου Μεταξά στην Κεφαλονιά.
Βρισκόμαστε στην τρίτη δεκαετία του 17ου αιώνα και η Βενετοκρατία στην Κεφαλονιά, όπως και στα υπόλοιπα Επτάνησα, καλά κρατεί. Η Βενετία διατηρεί και εντείνει την ταξικότητα των τοπικών κοινωνιών: Εξουσιάζει η κληρονομική αριστοκρατία, αν και ήδη έχουν φανεί τα πρώτα σημάδια του οικονομικού ξεπεσμού της. Τα αστικά στοιχεία, ευνοούμενα από τις γενικότερες εκείνης της εποχής ανακατατάξεις, ισχυροποιούνται σιγά-σιγά οικονομικά και αρχίζουν να απαιτούν παραχωρήσεις και μερίδιο στην τοπική διοίκηση. Ο αγροτικός πληθυσμός εξακολουθεί να βιώνει την αμάθεια, την εξαντλητική φορολογία, τη σκληρή αγγαρεία, την υποχρεωτική στράτευση και γενικότερα μια πολυεπίπεδη καταπίεση καιεκμετάλλευση.
Η εκκλησιαστική οργάνωση και διοίκηση, που εδώ μας ενδιαφέρει, έχει ρυθμιστεί από τη Γαληνότατη Δημοκρατία της Βενετίας με βάση αποκλειστικά τα συμφέροντά της. Η συνύπαρξη, τις περισσότερες φορές με εντάσεις, ορθόδοξων και καθολικών της δημιουργούν σοβαρό πρόβλημα. Ενώ ο ντόπιος πληθυσμός παραμένει αφοσιωμένος στην ορθόδοξη πίστη του, οι παπικοί μισιονάριοι εργάζονται για τον προσηλυτισμό περισσοτέρων γηγενών. Και η Βενετική Πολιτεία, μπορεί να δείχνει μια αμερόληπτη στάση και μια ανοχή απέναντι στα δυο δόγματα, στην πράξη όμως διευκολύνει όλες σχεδόν τις φορές τους ορθόδοξους, που συνιστούν τη συντριπτική πλειοψηφία των υπηκόων της στα νησιά του Ιονίου. Και τούτο, γιατί την ενδιέφερε η διασφάλιση της κοινωνικής γαλήνης και η νομιμοφροσύνη των νησιωτικών πληθυσμών.
Ωστόσο, είχε να αντιμετωπίσει τις διενέξεις και έριδες μεταξύ των ίδιων των ορθοδόξων. Συγκεκριμένα, υπήρχε σοβαρότατη και εντονότατη διάσταση μεταξύ Κεφαλονιάς κα Ζακύνθου για το ζήτημα της εκλογής του ορθόδοξου επισκόπου των δύο νησιών από την εποχή των Τόκκων. Από τα μέσα του 15ου αιώνα (1452) οι Τόκκοι είχαν ορίσει τη Ζάκυνθο για έδρα του λατίνου επισκόπου Κεφαλονιάς και Ζακύνθου και την Κεφαλονιά για έδρα του ορθόδοξου προκαθήμενου των δύο νησιών. Ο λατίνος επίσκοπος διοριζόταν απευθείας από τον πάπα, ενώ ο ορθόδοξος εκλεγόταν αποκλειστικά και μόνο από τον κεφαλονίτικο κλήρο, εγκρινόταν από τον πατριάρχη της Κων/πολης και υπαγόταν διοικητικά στον ορθόδοξο μητροπολίτη Κορίνθου. Υποψήφιοι, βέβαια, για τον ορθόδοξο θρόνο μπορεί να ήταν Κεφαλονίτες και Ζακυνθινοί, σχεδόν πάντα όμως εκλεγόταν Κεφαλονίτης – εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις που ήταν Ζακυνθινός.
Η Γαληνότατη, που διατήρησε αυτό το καθεστώς, προσπαθούσε να αποφύγει κάθε ανάμειξη στις συνεχείς προστριβές που αυτή η πρακτική δημιουργούσε μεταξύ των δύο νησιών, αλλά παράλληλα μεριμνούσε για τον περιορισμό των σχέσεων του ορθόδοξου κλήρου με την πατριαρχική έδρα της Κων/πολης, με απώτερο σκοπό να υποτάξει την ορθόδοξη εκκλησία απευθείας στις δικές της αρχές. Από την άλλη πλευρά το ζακυνθινό αρχοντολόι μετά από πολύ κόπο κατόρθωσε – σε αντιστάθμισμα της μη συμμετοχής του στη διαδικασία εκλογής του επισκόπου – να κερδίσει τη δυνατότητα εκλογής του πρωτοπαπά του νησιού του, ώστε να μην ορίζεται από τον επίσκοπο Κεφαλονιάς και Ζακύνθου. Και αυτή η κατάκτηση είχε την ταξική της σημασία, καθώς το αριστοκρατικό σώμα του Συμβουλίου της Κοινότητας της Ζακύνθου αποκτούσε μέσω αυτής της διαδικασίας συμμετοχή στα εκκλησιαστικά πράγματα, και μάλιστα αφότου ο πρωτοπαπάς απέκτησε διευρυμένες αρμοδιότητες καθιστάμενος σημαντική και αντιπροσωπευτική αρχή του νησιού.
Αλλά είναι καιρός να δούμε τη δράση του Νικόδημου Μεταξά μέσα σε αυτό το περιβάλλον και κλίμα, με βάση τα στοιχεία που ο Augliera παραθέτει στο βιβλίο του.
Ήταν τέλη Αυγούστου με αρχές του Σεπτέμβρη του 1628, όταν ο Μεταξάς ερχόταν στη γενέτειρά του την Κεφαλονιά ορισμένος ως αρχιεπίσκοπος Κεφαλονιάς και Ζακύνθου από τον πατριάρχη Κων/πολης Κύριλλο Λούκαρι. Και ήταν η πρώτη φορά – όπως επισημαίνει ο συγγραφέας – που η καθολική πλευρά και οι βενετικοί αξιωματούχοι ανησυχούν πάρα πολύ για την επιλογή του Μεταξά, καθώς ισχυρίζονται και οι δυο πλευρές ότι διακυβεύονται οι επιδιώξεις της Καθολικής Εκκλησίας αλλά και τα πολιτικο-οικονομικά συμφέροντα της Βενετίας με την παρουσία στο Ιόνιο ενός φιλοκαλβινιστή ιεράρχη και εν δυνάμει υποστηρικτή των αγγλικών συμφερόντων. «Η συμπόρευσή του με τον [φιλοκαλβινιστή] Λούκαρι και η διαμονή του στο [καλβινιστικό] Λονδίνο αποτελούσαν από μόνες τους αιτίες επαρκείς […], ώστε να τον στιγματίσουν [τον Μεταξά] ως καλβινιστή […] και να τον παρουσιάσουν ως έναν επικίνδυνο φορέα αιρετικών ιδεών», (σ. 128).
Αν και ο Κεφαλονίτης ιεράρχης ποτέ
του δεν απομακρύνθηκε από την πιστή τήρηση της παραδοσιακής ορθοδοξίας,
παραταύτα θεωρήθηκε «ισχυρό αγκάθι στο πλευρό του καθολικού μετώπου». Αυτό,
ωστόσο, το τελευταίο έχει πραγματική βάση όχι επειδή ο Μεταξάς μπορεί να ήταν
φιλοκαλβινιστής, αλλά επειδή αγωνιζόταν να διαφυλάξει και να ενδυναμώσει την
ορθόδοξη πίστη των ορθόδοξων συμπατριωτών του. Έτσι λοιπόν, κινητοποιούνται
όλοι οι μηχανισμοί της βενετικής διοίκησης. Ο λατίνος επίσκοπος από τη Ζάκυνθο
ζητά τη δυναμική παρέμβαση του πάπα, για να εμποδιστεί η άνοδος στον
αρχιεπισκοπικό θρόνο του Μεταξά, ο οποίος, ας μη το λησμονούμε, ώθησε σε
παραίτηση τον μέχρι τότε επίσκοπο των νησιών, τον Ζακυνθινό Παρθένιο Δοξαρά, ο
οποίος ήταν άνθρωπος έμπιστος των Ιησουιτών και φιλικά διακείμενος προς την
Καθολική Εκκλησία. Παράλληλα, το ζακυνθινό αρχοντολόι, που έβλεπε με καχυποψία,
δυσπιστία αλλά και φόβο το νέο ιεράρχη του, θα χρησιμοποιήσει, όπως αναφέρει ο
συγγραφέας, «όλα τα μέσα ακόμη και για να εξολοθρεύσει τον επικίνδυνο
αντίπαλο», (σ. 148).
Αλλά και ο ίδιος ο αρχιεπίσκοπος Νικόδημος Μεταξάς ήταν αποφασισμένος να συγκρουστεί με τους ευγενείς της Ζακύνθου. Η στιγμή ήταν κατάλληλη, καθώς στο νησί είχε ξεσπάσει από το 1628 το Ρεμπελιό των ποπολάρων. Επρόκειτο για μοναδική στα χρονικά της νεότερης Ελλάδας λαϊκή εξέγερση με πρωτοπορία τους ποπολάρους της πόλης, των οποίων η άρνηση να εγγραφούν στους καταλόγους της πολιτοφυλακής τους έφερε ουσιαστικά αντιμέτωπους με το αρχοντολόι του νησιού τους. Κατά τρόπο υπεύθυνο και συγκεκριμένο κατήγγειλαν τις αυθαιρεσίες, τους εκβιασμούς και άλλες παράνομες ενέργειες των ευγενών και για τέσσερα περίπου χρόνια ανέλαβαν τη διοίκηση του νησιού απαιτώντας από τη Βενετική Πολιτεία την πλήρη και ισότιμη συμμετοχή τους στη διοίκηση των κοινών. Αν και τελικά καταπνίγηκε η εξέγερση, δεν έχασε τίποτε από την αξία της και την επικαιρότητα των αιτημάτωντης.
Ενώ, λοιπόν, τα πράγματα ήταν έκρυθμα στη Ζάκυνθο, ο νέος αρχιεπίσκοπος αποφάσιζε να πραγματοποιήσει την πρώτη του ποιμαντική επίσκεψη στο νησί το Μάρτη του 1629. ¨Όλα τα τεκμήρια συνηγορούν υπέρ των συνεννοήσεων του ιεράρχη με τους εξεγερθέντες, με μοναδικό σκοπό τον περιορισμό της δύναμης των ευγενών. Και για να πετύχει αυτό, τουλάχιστο στο δικό του χώρο ευθύνης, στράφηκε εναντίον του πρωτοπαπά και των αρμοδιοτήτων του – δημιουργήματα και κατακτήσεις της άρχουσας τάξης. Κήρυξε άκυρη κάθε πράξη του πρωτοπαπά, τον οποίο αναπλήρωσε με ένα βικάριο προερχόμενο από το κοινωνικό στρώμα των ποπολάρων. Από τον ίδιο κοινωνικό χώρο παίρνει και τοποθετεί ιερείς στις κενές θέσεις που ο ίδιος δημιουργεί με την παύση κληρικών, γόνων αριστοκρατικών οικογενειών, υπαίτιων για καταχρήσεις και ποικίλες ύποπτες δοσοληψίες.
Με αυτές του τις ενέργειες ο Μεταξάς επεδίωκε να υποβαθμίσει το κύρος του πρωτοπαπά και να περιορίσει την εκκλησιαστική δύναμη των ευγενών, στην ουσία όμως στόχευε κατά του αρχοντολογιού. Ο αρχιεπίσκοπος ήδη είχε επιλέξει το στρατόπεδο: ακροβολιζόταν μαζί με τους ποπολάρους, μαζί με τον απλό λαό εναντίον της μισητής αριστοκρατίας. Και μάλιστα ο ίδιος συγκάλεσε αρκετές φορές μυστικές συναντήσεις με τους υπεύθυνους του Ρεμπελιού για το διακανονισμό τρεχόντων θεμάτων.
Είναι πια αναμφισβήτητο – κι αυτό το χρωστάμε σε τούτο το βιβλίο του Augliera καθώς και σε σχετική μελέτη του Δημήτρη Αρβανιτάκη – ότι ο Κεφαλονίτης ιεράρχης συνειδητά πολέμησε, αδιάφορα από το τελικό αποτέλεσμα, το αρχοντολόι της Ζακύνθου στηριζόμενος στους ποπολάρους του νησιού και αξιοποιώντας την εξέγερσή τους για τα δικά του εξοντωτικά εναντίον των αριστοκρατών σχέδια.
Ωστόσο, μια άλλη εξίσου σημαντικότατη προσφορά του Augliera στην έρευνα και την ιστορία, τοπική και γενικότερη, είναι η τεκμηριωμένη πια απόδειξη της εγκατάστασης και λειτουργίας από τον Μεταξά τυπογραφείου στο μοναστήρι του Αγίου Γερασίμου στα Ομαλά. Πρόκειται για αποκάλυψη μεγάλου ενδιαφέροντος, η οποία ταυτόχρονα αίρει οριστικά κάθε αμφιβολία, που ταλάνιζε για χρόνια την ιστοριογραφική έρευνα σχετικά με την αλληλουχία των γεγονότων αυτού του τυπογραφείου.
Συγκεκριμένα, ο Μεταξάς είχε εγκαταστήσει, και με τη βοήθεια του πρώην επισκόπου Ιερεμία Κατζαϊτη, που εκείνο τον καιρό μόναζε στα Ομαλά, τυπογραφείο, χωρίς φυσικά την άδεια των βενετικών αρχών. Είχε δηλαδή προβεί σε μια παράνομη ενέργεια και θεώρησε το απομακρυσμένο από το διοικητικό κέντρο του νησιού μοναστήρι του Αγίου Γερασίμου ως το καταλληλότερο μέρος. Αλλωστε, ήταν και χώρος «υπεράνω πάσης υποψίας» για παράνομες δραστηριότητες. Το τυπογραφείο πρέπει να λειτούργησε τέσσερις περίπου μήνες, με τυπογράφο έναν Γερμανό τεχνίτη βοηθούμενο από έμπιστο του Μεταξά καλόγηρο. Αναμφίβολα, ο χρόνος λειτουργίας του είναι ελάχιστος, όμως πρέπει να λειτουργούσε ασταμάτητα, αφού οι επισκέπτες του μοναστηριού οποιαδήποτε ώρα της ημέρας άκουγαν μέσα στη μοναστηριακή ησυχία το συνεχές «χτύπημα» των μηχανημάτων, που προερχόταν από ένα δωμάτιο πάντα κλεισμένο.
Εξάλλου, τα βιβλία που τυπώθηκαν εκεί ήταν αρκετά σε σχέση με το ελάχιστο διάστημα λειτουργίας αλλά και τις τεχνικές δυνατότητες της εποχής. Η έρευνα του συγγραφέα κατέληξε στα εξής βιβλία: Το «Βιβλίον του Ορθού Λόγου βεβαίωσις καλούμενον», ένα Λειτουργικό, ένα μικρό βιβλίο προσευχών «Οι ύμνοι της Παναγίας Παρθένου», ενδεχομένως κάποια ολιγοσέλιδη κατήχηση, η «Σύντομος πραγματεία κατά Ιουδαίων» του Λούκαρι και ένα μέρος των «Ομιλιών» του Μαργουνίου. ( Το πρώτο, μάλιστα, βιβλίο σε ανατύπωση του σπανιότατου αντιτύπου, που απόκειται στην Εθνική Βιβλιοθήκη, προσφέρεται μαζί με τη μεταφρασμένη μονογραφία του Augliera ). Και τα εκδοτικά προϊόντα του τυπογραφείου διακινούνταν στην Κεφαλονιά – οι περισσότερες μαρτυρίες μιλούν για το Ληξούρι.
Το ερώτημα, όμως, που δεν κατόρθωσε, λόγω των ορίων που οι ίδιες οι αρχειακές πηγές θέτουν, να απαντήσει ο συγγραφέας σχετίζεται με τη χρονική εποχή λειτουργίας του τυπογραφείου στα Ομαλά, δηλαδή αυτό εγκαταστάθηκε και λειτούργησε, όταν, ερχόμενος από το Λονδίνο, παρέμεινε ο Μεταξάς στην Κεφαλονιά, πριν μεταβεί στην Κων/πολη, ή όταν, μετά την παραμονή του στην πατριαρχική έδρα, ήρθε στη γενέτειρά του ως αρχιεπίσκοπος Κεφαλονιάς και Ζακύνθου;
Λείπουν τα αδιαμφισβήτητα στοιχεία, για να υποστηριχθεί με κάθε βεβαιότητα η μια ή η άλλη άποψη. Μια σειρά, όμως, συλλογισμών και έμμεσων αποδείξεων οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το τυπογραφείο εγκαταστάθηκε και λειτούργησε στα Ομαλά πριν από την αναχώρηση του Μεταξά στην Κων/πολη. Πρόκειται δηλαδή για το χρονικό διάστημα από τα τέλη του1626 μέχρι το πρώτο μισό του 1627.Αν, επομένως, είναι σωστή αυτή η άποψη, τότε συμπεραίνουμε ότι το πρώτο τυπογραφείο της Ανατολής, το τυπογραφείο του Κεφαλονίτη ιερωμένου Νικόδημου Μεταξά, πρώτα λειτούργησε και άρα παρήγαγε έντυπο υλικό στην Κεφαλονιά και κατόπιν στην Κων/πολη.
Έχει σημασία στη συνέχεια να αναφέρουμε ότι αυτή η παράνομη δραστηριότητα του Μεταξά δεν έμεινε άγνωστη στις βενετικές αρχές. Ανώνυμη επιστολή, τον Ιανουάριο του 1632, από την Κεφαλονιά, προφανώς κάποιου αριστοκράτη, προς το γενικό προβλεπτή Pisani, που διενεργούσε ανακρίσεις στη Ζάκυνθο για τα γεγονότα του Ρεμπελιού των ποπολάρων, παρείχε στοιχεία για τις «επιζήμιες ενέργειες», τις «μυστικές συνάξεις», τις δοσοληψίες και τους εκβιασμούς του αρχιεπισκόπου αλλά και για το τυπογραφείο που είχε στηθεί στο μοναστήρι των Ομαλών, το οποίο τύπωνε βιβλία, που ελεύθερα πωλούνταν στο νησί. Αμέσως ο προβλεπτής ξεκίνησε ανακρίσεις, ενώ παράλληλα διενεργήθηκε επιτόπια έρευνα στο χώρο της επισκοπής στα Μεταξάτα. Αυτό ακριβώς το ανακριτικό υλικό και η καταγραφή των κατασχεμένων εντύπων και του τυπογραφικού εξοπλισμού, που ο συγγραφέας εντόπισε στα Βενετικά Αρχεία, επέτρεψαν στον Augliera να ανασυνθέσει την όλη ιστορία του τυπογραφείου στην Κεφαλονιά και έτσι σήμερα να είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε τι ακριβώς συνέβη στο μοναστήρι του Αγίου Γερασίμου στα Ομαλά κατά την τρίτη δεκαετία του 17ου αιώνα.
Στο σημείο αυτό θα μου επιτρέψετε μια παρέκβαση. Έχει φανεί από τα παραπάνω ότι ο αίτιος που εμείς σήμερα γνωρίζουμε για την ύπαρξη τυπογραφείου στην Κεφαλονιά πριν από τέσσερις περίπου αιώνες υπήρξε ένας ανώνυμος επιστολογράφος, εχθρός προφανώς του Μεταξά, ή καλύτερα ένας καταδότης, ένας χαφιές, για να χρησιμοποιήσω μια πιο έντονη σημασιολογικά λέξη. Φυσικά κανένας σοβαρός και έντιμος άνθρωπος δεν επικροτεί την πρακτική του καταδότη. Όλοι τον κατακρίνουμε και τον δακτυλοδείχνουμε. Όμως όλοι θα συμφωνήσουμε ότι εκείνη η κατάδοση υπήρξε σωτήρια για την ιστορική έρευνα. Αν δε στελνόταν η ανώνυμη επιστολή, εξαιτίας της οποίας ακολούθησαν οι ανακριτικές ενέργειες με τις πρωτοφανείς αποκαλύψεις, και με δεδομένο ότι διασώθηκε το σχετικό αρχειακό υλικό, ίσως να μη μαθαίναμε ποτέ για το τυπογραφείο του Μεταξά στην Κεφαλονιά.
Γιατί τα λέω αυτά; Για να υπογραμμίσω ότι η κατάδοση, το αποτέλεσμα του χαφιεδισμού είναι χρήσιμο για την ιστορική έρευνα. Οπότε εύκολα μπορούμε να αντιληφθούμε τι ζημιά έχει προκληθεί στην έρευνα της σύγχρονης ιστορίας μας εξαιτίας της καταστροφής των φακέλων της Ασφάλειας των κομμουνιστών, αριστερών και άλλων μη «εθνικοφρόνων» Ελλήνων επί κυβέρνησης Τζανετάκη. Πόσα, πράγματι, μοναδικά στοιχεία ρίχτηκαν στη φωτιά και χάθηκαν για πάντα. Θυμίζω ότι τότε υπήρξε εντονότατη αντίδραση από πολλούς ιστορικούς και άλλους ερευνητές, που είχαν διαφωνήσει με την κυβερνητική απόφαση. Εκείνοι οι φάκελοι, πλούσιοι σε υλικό καταδόσεων, έκρυβαν πολύτιμα στοιχεία για την ιστορική ανασύνθεση σύγχρονων γεγονότων και καταστάσεων, για την περιγραφή και διατύπωση πρόσφατων νοοτροπιών και αντιλήψεων, χρήσιμων πάντως εργαλείων για τις λεγόμενες επιστήμες του ανθρώπου.
Επανερχόμενοι στο θέμα μας, αναφέρουμε ότι οι Βενετοί δικαστές απάλλαξαν τελικά τον Μεταξά τόσο από την κατηγορία της παράνομης εισαγωγής του τυπογραφικού πιεστηρίου στα εδάφη της Βενετίας όσο και από εκείνη της εκτύπωσης και διακίνησης «ανάρμοστων» βιβλίων. Ο αρχιεπίσκοπος Κεφαλονιάς και Ζακύνθου ξαναγύρισε στην έδρα του και στα καθήκοντά του, χωρίς ωστόσο να σταματήσει τις αψιμαχίες με το αρχοντολόι της Ζακύνθου.
Κλείνοντας υπογραμμίζουμε για άλλη μια φορά το ενδιαφέρον που το βιβλίο του Augliera έχει ειδικά για την Κεφαλονιά. Με σοβαρή επιστημονική προσέγγιση, κριτική διάθεση και σαφή λόγο ο Ιταλός συγγραφέας κατόρθωσε να ανασυνθέσει μια νεφελώδη περίοδο της ζωής και της δράσης του Νικόδημου Μεταξά στην Κεφαλονιά, για να μας δώσει τελικά, με τρόπο τεκμηριωμένο και καθοριστικό, την προοδευτική πολιτική στάση του Κεφαλονίτη ιεράρχη δίπλα στους εξεγερμένους εναντίον των αριστοκρατών ποπολάρους της Ζακύνθου και την αναντίρρητα καθοριστική συμβολή του στην πρωτοποριακή για τα δεδομένα της Κεφαλονιάς λειτουργία τυπογραφείου.
Αλλά και ο ίδιος ο αρχιεπίσκοπος Νικόδημος Μεταξάς ήταν αποφασισμένος να συγκρουστεί με τους ευγενείς της Ζακύνθου. Η στιγμή ήταν κατάλληλη, καθώς στο νησί είχε ξεσπάσει από το 1628 το Ρεμπελιό των ποπολάρων. Επρόκειτο για μοναδική στα χρονικά της νεότερης Ελλάδας λαϊκή εξέγερση με πρωτοπορία τους ποπολάρους της πόλης, των οποίων η άρνηση να εγγραφούν στους καταλόγους της πολιτοφυλακής τους έφερε ουσιαστικά αντιμέτωπους με το αρχοντολόι του νησιού τους. Κατά τρόπο υπεύθυνο και συγκεκριμένο κατήγγειλαν τις αυθαιρεσίες, τους εκβιασμούς και άλλες παράνομες ενέργειες των ευγενών και για τέσσερα περίπου χρόνια ανέλαβαν τη διοίκηση του νησιού απαιτώντας από τη Βενετική Πολιτεία την πλήρη και ισότιμη συμμετοχή τους στη διοίκηση των κοινών. Αν και τελικά καταπνίγηκε η εξέγερση, δεν έχασε τίποτε από την αξία της και την επικαιρότητα των αιτημάτωντης.
Ενώ, λοιπόν, τα πράγματα ήταν έκρυθμα στη Ζάκυνθο, ο νέος αρχιεπίσκοπος αποφάσιζε να πραγματοποιήσει την πρώτη του ποιμαντική επίσκεψη στο νησί το Μάρτη του 1629. ¨Όλα τα τεκμήρια συνηγορούν υπέρ των συνεννοήσεων του ιεράρχη με τους εξεγερθέντες, με μοναδικό σκοπό τον περιορισμό της δύναμης των ευγενών. Και για να πετύχει αυτό, τουλάχιστο στο δικό του χώρο ευθύνης, στράφηκε εναντίον του πρωτοπαπά και των αρμοδιοτήτων του – δημιουργήματα και κατακτήσεις της άρχουσας τάξης. Κήρυξε άκυρη κάθε πράξη του πρωτοπαπά, τον οποίο αναπλήρωσε με ένα βικάριο προερχόμενο από το κοινωνικό στρώμα των ποπολάρων. Από τον ίδιο κοινωνικό χώρο παίρνει και τοποθετεί ιερείς στις κενές θέσεις που ο ίδιος δημιουργεί με την παύση κληρικών, γόνων αριστοκρατικών οικογενειών, υπαίτιων για καταχρήσεις και ποικίλες ύποπτες δοσοληψίες.
Με αυτές του τις ενέργειες ο Μεταξάς επεδίωκε να υποβαθμίσει το κύρος του πρωτοπαπά και να περιορίσει την εκκλησιαστική δύναμη των ευγενών, στην ουσία όμως στόχευε κατά του αρχοντολογιού. Ο αρχιεπίσκοπος ήδη είχε επιλέξει το στρατόπεδο: ακροβολιζόταν μαζί με τους ποπολάρους, μαζί με τον απλό λαό εναντίον της μισητής αριστοκρατίας. Και μάλιστα ο ίδιος συγκάλεσε αρκετές φορές μυστικές συναντήσεις με τους υπεύθυνους του Ρεμπελιού για το διακανονισμό τρεχόντων θεμάτων.
Είναι πια αναμφισβήτητο – κι αυτό το χρωστάμε σε τούτο το βιβλίο του Augliera καθώς και σε σχετική μελέτη του Δημήτρη Αρβανιτάκη – ότι ο Κεφαλονίτης ιεράρχης συνειδητά πολέμησε, αδιάφορα από το τελικό αποτέλεσμα, το αρχοντολόι της Ζακύνθου στηριζόμενος στους ποπολάρους του νησιού και αξιοποιώντας την εξέγερσή τους για τα δικά του εξοντωτικά εναντίον των αριστοκρατών σχέδια.
Ωστόσο, μια άλλη εξίσου σημαντικότατη προσφορά του Augliera στην έρευνα και την ιστορία, τοπική και γενικότερη, είναι η τεκμηριωμένη πια απόδειξη της εγκατάστασης και λειτουργίας από τον Μεταξά τυπογραφείου στο μοναστήρι του Αγίου Γερασίμου στα Ομαλά. Πρόκειται για αποκάλυψη μεγάλου ενδιαφέροντος, η οποία ταυτόχρονα αίρει οριστικά κάθε αμφιβολία, που ταλάνιζε για χρόνια την ιστοριογραφική έρευνα σχετικά με την αλληλουχία των γεγονότων αυτού του τυπογραφείου.
Συγκεκριμένα, ο Μεταξάς είχε εγκαταστήσει, και με τη βοήθεια του πρώην επισκόπου Ιερεμία Κατζαϊτη, που εκείνο τον καιρό μόναζε στα Ομαλά, τυπογραφείο, χωρίς φυσικά την άδεια των βενετικών αρχών. Είχε δηλαδή προβεί σε μια παράνομη ενέργεια και θεώρησε το απομακρυσμένο από το διοικητικό κέντρο του νησιού μοναστήρι του Αγίου Γερασίμου ως το καταλληλότερο μέρος. Αλλωστε, ήταν και χώρος «υπεράνω πάσης υποψίας» για παράνομες δραστηριότητες. Το τυπογραφείο πρέπει να λειτούργησε τέσσερις περίπου μήνες, με τυπογράφο έναν Γερμανό τεχνίτη βοηθούμενο από έμπιστο του Μεταξά καλόγηρο. Αναμφίβολα, ο χρόνος λειτουργίας του είναι ελάχιστος, όμως πρέπει να λειτουργούσε ασταμάτητα, αφού οι επισκέπτες του μοναστηριού οποιαδήποτε ώρα της ημέρας άκουγαν μέσα στη μοναστηριακή ησυχία το συνεχές «χτύπημα» των μηχανημάτων, που προερχόταν από ένα δωμάτιο πάντα κλεισμένο.
Εξάλλου, τα βιβλία που τυπώθηκαν εκεί ήταν αρκετά σε σχέση με το ελάχιστο διάστημα λειτουργίας αλλά και τις τεχνικές δυνατότητες της εποχής. Η έρευνα του συγγραφέα κατέληξε στα εξής βιβλία: Το «Βιβλίον του Ορθού Λόγου βεβαίωσις καλούμενον», ένα Λειτουργικό, ένα μικρό βιβλίο προσευχών «Οι ύμνοι της Παναγίας Παρθένου», ενδεχομένως κάποια ολιγοσέλιδη κατήχηση, η «Σύντομος πραγματεία κατά Ιουδαίων» του Λούκαρι και ένα μέρος των «Ομιλιών» του Μαργουνίου. ( Το πρώτο, μάλιστα, βιβλίο σε ανατύπωση του σπανιότατου αντιτύπου, που απόκειται στην Εθνική Βιβλιοθήκη, προσφέρεται μαζί με τη μεταφρασμένη μονογραφία του Augliera ). Και τα εκδοτικά προϊόντα του τυπογραφείου διακινούνταν στην Κεφαλονιά – οι περισσότερες μαρτυρίες μιλούν για το Ληξούρι.
Το ερώτημα, όμως, που δεν κατόρθωσε, λόγω των ορίων που οι ίδιες οι αρχειακές πηγές θέτουν, να απαντήσει ο συγγραφέας σχετίζεται με τη χρονική εποχή λειτουργίας του τυπογραφείου στα Ομαλά, δηλαδή αυτό εγκαταστάθηκε και λειτούργησε, όταν, ερχόμενος από το Λονδίνο, παρέμεινε ο Μεταξάς στην Κεφαλονιά, πριν μεταβεί στην Κων/πολη, ή όταν, μετά την παραμονή του στην πατριαρχική έδρα, ήρθε στη γενέτειρά του ως αρχιεπίσκοπος Κεφαλονιάς και Ζακύνθου;
Λείπουν τα αδιαμφισβήτητα στοιχεία, για να υποστηριχθεί με κάθε βεβαιότητα η μια ή η άλλη άποψη. Μια σειρά, όμως, συλλογισμών και έμμεσων αποδείξεων οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το τυπογραφείο εγκαταστάθηκε και λειτούργησε στα Ομαλά πριν από την αναχώρηση του Μεταξά στην Κων/πολη. Πρόκειται δηλαδή για το χρονικό διάστημα από τα τέλη του1626 μέχρι το πρώτο μισό του 1627.Αν, επομένως, είναι σωστή αυτή η άποψη, τότε συμπεραίνουμε ότι το πρώτο τυπογραφείο της Ανατολής, το τυπογραφείο του Κεφαλονίτη ιερωμένου Νικόδημου Μεταξά, πρώτα λειτούργησε και άρα παρήγαγε έντυπο υλικό στην Κεφαλονιά και κατόπιν στην Κων/πολη.
Έχει σημασία στη συνέχεια να αναφέρουμε ότι αυτή η παράνομη δραστηριότητα του Μεταξά δεν έμεινε άγνωστη στις βενετικές αρχές. Ανώνυμη επιστολή, τον Ιανουάριο του 1632, από την Κεφαλονιά, προφανώς κάποιου αριστοκράτη, προς το γενικό προβλεπτή Pisani, που διενεργούσε ανακρίσεις στη Ζάκυνθο για τα γεγονότα του Ρεμπελιού των ποπολάρων, παρείχε στοιχεία για τις «επιζήμιες ενέργειες», τις «μυστικές συνάξεις», τις δοσοληψίες και τους εκβιασμούς του αρχιεπισκόπου αλλά και για το τυπογραφείο που είχε στηθεί στο μοναστήρι των Ομαλών, το οποίο τύπωνε βιβλία, που ελεύθερα πωλούνταν στο νησί. Αμέσως ο προβλεπτής ξεκίνησε ανακρίσεις, ενώ παράλληλα διενεργήθηκε επιτόπια έρευνα στο χώρο της επισκοπής στα Μεταξάτα. Αυτό ακριβώς το ανακριτικό υλικό και η καταγραφή των κατασχεμένων εντύπων και του τυπογραφικού εξοπλισμού, που ο συγγραφέας εντόπισε στα Βενετικά Αρχεία, επέτρεψαν στον Augliera να ανασυνθέσει την όλη ιστορία του τυπογραφείου στην Κεφαλονιά και έτσι σήμερα να είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε τι ακριβώς συνέβη στο μοναστήρι του Αγίου Γερασίμου στα Ομαλά κατά την τρίτη δεκαετία του 17ου αιώνα.
Στο σημείο αυτό θα μου επιτρέψετε μια παρέκβαση. Έχει φανεί από τα παραπάνω ότι ο αίτιος που εμείς σήμερα γνωρίζουμε για την ύπαρξη τυπογραφείου στην Κεφαλονιά πριν από τέσσερις περίπου αιώνες υπήρξε ένας ανώνυμος επιστολογράφος, εχθρός προφανώς του Μεταξά, ή καλύτερα ένας καταδότης, ένας χαφιές, για να χρησιμοποιήσω μια πιο έντονη σημασιολογικά λέξη. Φυσικά κανένας σοβαρός και έντιμος άνθρωπος δεν επικροτεί την πρακτική του καταδότη. Όλοι τον κατακρίνουμε και τον δακτυλοδείχνουμε. Όμως όλοι θα συμφωνήσουμε ότι εκείνη η κατάδοση υπήρξε σωτήρια για την ιστορική έρευνα. Αν δε στελνόταν η ανώνυμη επιστολή, εξαιτίας της οποίας ακολούθησαν οι ανακριτικές ενέργειες με τις πρωτοφανείς αποκαλύψεις, και με δεδομένο ότι διασώθηκε το σχετικό αρχειακό υλικό, ίσως να μη μαθαίναμε ποτέ για το τυπογραφείο του Μεταξά στην Κεφαλονιά.
Γιατί τα λέω αυτά; Για να υπογραμμίσω ότι η κατάδοση, το αποτέλεσμα του χαφιεδισμού είναι χρήσιμο για την ιστορική έρευνα. Οπότε εύκολα μπορούμε να αντιληφθούμε τι ζημιά έχει προκληθεί στην έρευνα της σύγχρονης ιστορίας μας εξαιτίας της καταστροφής των φακέλων της Ασφάλειας των κομμουνιστών, αριστερών και άλλων μη «εθνικοφρόνων» Ελλήνων επί κυβέρνησης Τζανετάκη. Πόσα, πράγματι, μοναδικά στοιχεία ρίχτηκαν στη φωτιά και χάθηκαν για πάντα. Θυμίζω ότι τότε υπήρξε εντονότατη αντίδραση από πολλούς ιστορικούς και άλλους ερευνητές, που είχαν διαφωνήσει με την κυβερνητική απόφαση. Εκείνοι οι φάκελοι, πλούσιοι σε υλικό καταδόσεων, έκρυβαν πολύτιμα στοιχεία για την ιστορική ανασύνθεση σύγχρονων γεγονότων και καταστάσεων, για την περιγραφή και διατύπωση πρόσφατων νοοτροπιών και αντιλήψεων, χρήσιμων πάντως εργαλείων για τις λεγόμενες επιστήμες του ανθρώπου.
Επανερχόμενοι στο θέμα μας, αναφέρουμε ότι οι Βενετοί δικαστές απάλλαξαν τελικά τον Μεταξά τόσο από την κατηγορία της παράνομης εισαγωγής του τυπογραφικού πιεστηρίου στα εδάφη της Βενετίας όσο και από εκείνη της εκτύπωσης και διακίνησης «ανάρμοστων» βιβλίων. Ο αρχιεπίσκοπος Κεφαλονιάς και Ζακύνθου ξαναγύρισε στην έδρα του και στα καθήκοντά του, χωρίς ωστόσο να σταματήσει τις αψιμαχίες με το αρχοντολόι της Ζακύνθου.
Κλείνοντας υπογραμμίζουμε για άλλη μια φορά το ενδιαφέρον που το βιβλίο του Augliera έχει ειδικά για την Κεφαλονιά. Με σοβαρή επιστημονική προσέγγιση, κριτική διάθεση και σαφή λόγο ο Ιταλός συγγραφέας κατόρθωσε να ανασυνθέσει μια νεφελώδη περίοδο της ζωής και της δράσης του Νικόδημου Μεταξά στην Κεφαλονιά, για να μας δώσει τελικά, με τρόπο τεκμηριωμένο και καθοριστικό, την προοδευτική πολιτική στάση του Κεφαλονίτη ιεράρχη δίπλα στους εξεγερμένους εναντίον των αριστοκρατών ποπολάρους της Ζακύνθου και την αναντίρρητα καθοριστική συμβολή του στην πρωτοποριακή για τα δεδομένα της Κεφαλονιάς λειτουργία τυπογραφείου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου