Πέμπτη 18 Αυγούστου 2016

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΒΙΒΛΙΟΥ-ΛΕΥΚΩΜΑΤΟΣ: ΜΕΜΑ ΚΑΛΟΓΗΡΑΤΟΥ ΓΛΥΠΤΟΘΗΚΗ







 Το κείμενο της ομιλίας κατά τα εγκαίνια της Διαρκούς Έκθεσης Γλυπτικής του Μεμά Καλογηράτου , 
όπου ανάμεσα σε άλλα παρουσιάστηκε το Βιβλίο-Λεύκωμά του (επιμέλεια Δ. Μαρκάτου, 
                                                                                                Αργοστόλι 2015, σελ. 256) στο σπίτι-κήπο του καλλιτέχνη, 13-8-2016. 




           Απόψε ζούμε, βιώνουμε – δεν είναι υπερβολή – μια μοναδική, μια ιστορική στιγμή για το νησί μας:   ανοίγει τις πόρτες του ένα Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης σε μια επαρχιακή περιοχή – είναι το πρώτο στον ιόνιο χώρο, είναι το δεύτερο πανελλαδικά σε νησί (μετά το Μουσείο του Πολύγνωτου Βαγή στη Θάσο στο βόρειο Αιγαίο) και το δεύτερο στη δυτική Ελλάδα (μετά από εκείνο του Χρήστου Καπράλου στο γειτονικό Αγρίνιο). Ειδικότερα για το Ιόνιο πρέπει να θεωρείται πρωτοποριακή η πράξη του Μεμά να στήσει τη Γλυπτοθήκη του εδώ στο χωριό διαμονής του, έχοντας διανύσει μισό αιώνα συνεπούς και συνεχούς εργασίας στο χώρο της γλυπτικής και της χύτευσης. Αλλά γι’ αυτά θα μας μιλήσει η αγαπητή Δώρα Μαρκάτου, πρώην αναπληρώτρια καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.
          Η δική μου η συμμετοχή στην αποψινή εκδήλωση περιορίζεται στην παρουσίαση βιβλίου. Πρόκειται για το βιβλίο-λεύκωμα με τίτλο «Μεμά Καλογηράτου, Γλυπτοθήκη», την επιστημονική επιμέλεια του οποίου είχε η Δώρα Μαρκάτου. Και είναι εγγύηση γι’ αυτό το βιβλίο-λεύκωμα η εμπλοκή της κ. Μαρκάτου, καθώς είναι από τους ελάχιστους στην Ελλάδα ιστορικούς της τέχνης που διαθέτουν σφαιρική γνώση για τη νεοελληνική γλυπτική αλλά και η μοναδική, αν δεν κάνω λάθος, ιστορικός τέχνης στη χώρα μας που έχει ασχοληθεί συστηματικά με την τέχνη στα Επτάνησα και ειδικότερα με την επτανησιακή γλυπτική.         
          Το βιβλίο, που σήμερα παρουσιάζουμε, αποτελεί μια καλαίσθητη έκδοση. Εκδόθηκε το 2015, αλλά κυκλοφορεί από σήμερα, καθώς ο Μεμάς θέλησε να συνδυάσει την κυκλοφορία αυτού του βιβλίου με την έναρξη της μόνιμης έκθεσης των γλυπτών του. Αποτελείται από τέσσερα μέρη, εκτός από ένα σύντομο προλόγισμα της Δώρας Μαρκάτου. Το πρώτο μέρος αναφέρεται στις σπουδές και το έργο του καλλιτέχνη, το δεύτερο περιλαμβάνει τις φωτογραφίες 134 γλυπτών του, που εκτίθενται στη Γλυπτοθήκη, το τρίτο μέρος περιέχει καταλόγους και βιβλιογραφία και στο τελευταίο μέρος ως παράρτημα διαβάζουμε κείμενα, που γράφτηκαν για τον Μεμά ως άνθρωπο και ως καλλιτέχνη.
          Το πρώτο μέρος το έχει συγγράψει η Δώρα Μαρκάτου. Με γραφή σαφή και κατανοητή ακόμη και από τον μη ειδικό, αλλά πάντοτε μέσα στο πλαίσιο της επιστημονικής εγκυρότητας, η συγγραφέας διαγράφει την καλλιτεχνική πορεία του Μεμά, εμπλουτίζοντας έτσι στον καλύτερο δυνατό βαθμό τις γνώσεις μας για το γλύπτη, που μισόν αιώνα τώρα ασταμάτητα εξακολουθεί να θεραπεύει τη γλυπτική τέχνη.
         Τα χρόνια των σπουδών του στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών συνέβαλαν καθοριστικά, μαζί με τα προσωπικά και οικογενειακά του βιώματα, στη διαμόρφωση της κοινωνικής του συνείδησης. Το πρώτο μισό της δεκαετίας του 1960, που φοιτά ο Μεμάς, έχει φουντώσει στην Αθήνα το φοιτητικό κίνημα, στο οποίο θα συμμετάσχει  ενεργά και μέσα και από το Δ.Σ. της ΕΦΕΕ.  Μετά την αποφοίτησή του το 1966, έμεινε και εργάστηκε στην Αθήνα μέχρι το 1982, διοργανώνοντας ατομικές εκθέσεις ή συμμετέχοντας σε ομαδικές, αλλά και συμμετέχοντας στα πολιτικο-κοινωνικά δρώμενα της πρωτεύουσας και ειδικότερα μέσα από τις γραμμές της Πανελλήνιας Πολιτιστικής Κίνησης και της Πανεπιστημονικής. Το 1982 έχει πάρει τη σημαντική απόφαση και επιστρέφει στο γενέθλιο νησί. Εγκαθίσταται στα Μαζαρακάτα, όπου στήνει το σπιτικό του και το χυτήριό του και συνεχίζει να παίρνει παραγγελίες και να δουλεύει. Παράλληλα, διδάσκει για κάποια περίοδο σχέδιο και ζωγραφική στη ΝΕΛΕ Κεφαλονιάς και για μια περίπου δεκαετία ασχολείται με το ανέβασμα αρχαιοελληνικής κυρίως τραγωδίας μέσα από την «Κεφαλονίτικη Εταιρία Καλλιτεχνικής Αναζήτησης» - μια δραστηριότητα που δεν ήταν ξεκομμένη από την πλαστική του δημιουργία.
          Ήδη από την πρώτη περίοδο της καλλιτεχνικής του πορείας ο Μεμάς είχε δείξει τις προτιμήσεις του στη μοντέρνα τέχνη, γεγονός που δείχνει, όπως σημειώνει η Μαρκάτου, «φύση ανεξάρτητη που επιθυμεί να συμπορευτεί με την εποχή του». Από την αρχή o καλλιτέχνης προβληματίζεται για το ρόλο του γλυπτού όγκου και την ένταξή του στο χώρο. Και επειδή από νωρίς λειτουργεί ως άγρυπνη συνείδηση της κοινωνίας, ως σεισμογράφος που καταγράφει ερεθίσματα και προβληματισμούς, τα έργα του αντανακλούν τον αγώνα και την αγωνία του ανθρώπου για απελευθέρωση από κάθε είδους δεσμά.
          Στα μετέπειτα χρόνια ο ανθρωποκεντρικός χαρακτήρας της γλυπτικής του γίνεται ξεκάθαρος. Τα θέματά του τα αντλεί από τη μυθολογία και τη λογοτεχνία και κυρίως από την κοινωνία και τους λαϊκούς αγώνες. Με εφαλτήριο τον εξπρεσιονισμό αισθητοποιεί ανθρώπινα συναισθήματα και απεικονίζει εσωτερικές καταστάσεις, δίνοντας μορφές λιτές και επιμήκεις, με αρκετά σημάδια αφαίρεσης, αναδιπλωμένες στον εαυτό τους – μορφές που ενεργοποιούν τη σκέψη και θέτουν το θεατή σε μια πορεία αναστοχασμού.  Ωστόσο, πάντοτε προσπαθεί να κρατήσει επαφή με την αρχαία γλυπτική χωρίς να παραβλέπει τη νεοελληνική παράδοση και πάντοτε κινείται με μέτρο και αρμονία.
          Αλλά και κατά την τελευταία περίοδο, εκείνη της εγκατάστασής του στην Κεφαλονιά, ο γλύπτης συνεχίζει να δουλεύει εντατικά. Τότε είναι που ο Μεμάς δέχεται σπουδαίες παραγγελίες για μεγάλης κλίμακας έργα, τα οποία θα κοσμήσουν δημόσιους χώρους και νεκροταφεία – έργα που εικονίζουν πρόσωπα ή αποτυπώνουν γεγονότα, που σημάδεψαν τη σύγχρονη ιστορία μας. Αλλά γι’ αυτά χρειάζεται ειδική μελέτη και ξεχωριστό βιβλίο-άλμπουμ, για να έχουμε έτσι ολοκληρωμένη την εικόνα της γλυπτικής προσφοράς του Μεμά. Πάντως, προσηλώνεται, εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις, στην ανθρώπινη μορφή, είτε ως προσωπογραφία, οπότε αξιοποιεί τα ατομικά χαρακτηριστικά για να δώσει στοιχεία του χαρακτήρα, είτε ως ανθρώπινο τύπο, οπότε με ελεύθερο τρόπο κινείται από το ρεαλισμό μέχρι τον εξπρεσιονισμό, κάποτε με έκδηλα τα στοιχεία του υπερρεαλισμού.
           Τα εξπρεσιονιστικά του έργα χαρακτηρίζονται από μια εσωτερικότητα, από μια εσώτερη δόνηση. Αφαιρώντας τις φυσικές αναλογίες και απαλείφοντας τα ατομικά γνωρίσματα, καταλήγει ο γλύπτης στις ψηλόλιγνες μορφές, που γίνονται σιγά-σιγά αλλά σταθερά το προσδιοριστικό στίγμα της γλυπτικής του. Επιπλέον αυτήν την περίοδο ο Μεμάς δουλεύει και συμβολικά έργα, ενώ παράλληλα προσπαθεί και εκφράζει γλυπτικά αφηρημένες έννοιες, όπως είναι το πείσμα, το πάθος, η αναμονή, η απόγνωση, η συμπόνοια. Και όπως χαρακτηριστικά σημειώνει στο βιβλίο η Δώρα Μαρκάτου, αυτή ακριβώς η στροφή του καλλιτέχνη προς τον εννοιολογικό χώρο «προϋποθέτουν ωριμότητα» και αποτελούν κριτήριο ότι ο Μεμάς «ως καλλιτέχνης έχει συνειδητοποιήσει τις δυνατότητές του και είναι κύριος των εκφραστικών του μέσων».
          Με το κείμενό της αυτό η Δώρα Μαρκάτου επιχείρησε μια περιγραφή και ερμηνεία της πορείας του γλύπτη – κάτι που για πρώτη φορά γίνεται και γι’ αυτό ακριβώς τούτο το κείμενο συνιστά σημαντικότατη συμβολή όχι μόνο στην ανάδειξη της προσφοράς του συγκεκριμένου γλύπτη αλλά στην ιστορία της σύγχρονης γλυπτικής.
         
          Στη δεύτερη ενότητα του βιβλίου-λευκώματος παρουσιάζονται κατά χρονολογική σειρά δημιουργίας τα 134 έργα - όλα εκείνα δηλαδή που εκτίθενται στη Γλυπτοθήκη - 128 ορειχάλκινα, 4 πώρινα και 2 ξύλινα. Μπορεί ο Μεμάς να δούλευε και να δουλεύει τον ορείχαλκο, πάντοτε όμως ήταν ερωτευμένος με την πέτρα. Τον γοήτευε το πέτρινο υλικό, και ειδικότερα ο πωρόλιθος της Κεφαλονιάς. καθώς γι’ αυτόν τα κεφαλονίτικα πωριά είναι φορείς μνήμης και τεκμήρια ιστορίας. Τελευταία, πειραματίστηκε και στο ξύλο. Θα θαυμάσουμε τα δύο ξύλινα έργα του στη Γλυπτοθήκη.
          Τα έργα του βιβλίου-λευκώματος είναι φωτογραφημένα από τον Θεοδόση Καραγιώργο, που τον γνωρίζουμε από την γκαλερί «Πολύτροπον» στο Κάστρο με τις ενδιαφέρουσες εκθέσεις και τις ποικίλου είδους εκδηλώσεις του. Οι φωτογραφίες των έργων συνοδεύονται με τρεις ενδείξεις: το χρόνο δημιουργίας, το είδος του υλικού και τις αναγκαίες μετρήσεις, οι οποίες έγιναν από μια νέα ερευνήτρια  και παλιά μου μαθήτρια στο Λύκειο του Αργοστολιού και τωρινή υποψήφια διδάκτορας της ιστορίας της τέχνης, τη Σταλίνα Βουτσινά. Η ίδια έχει συντάξει και το συνοπτικό κατάλογο των έργων, πλαισιωμένο τώρα με επιπλέον σύντομες κατατοπιστικές πληροφορίες, όπου χρειαζόταν. Στη Σταλίνα Βουτσινά, επίσης, οφείλονται η σύνταξη της βιβλιογραφίας και του καταλόγου των κατά καιρούς εκθέσεων του Μεμά.

           Η τελευταία ενότητα του βιβλίου-λευκώματος περιλαμβάνει 4 κείμενα γραμμένα από ισάριθμους συγγραφείς, τον Πέτρο Πετράτο, τον Διονύση Γεωργόπουλο, τον Νίκο Αλεξίου και την Εύα Δελαβίνια. Οι δύο πρώτοι, Ο Πετράτος και ο Γεωργόπουλος δίνουν στοιχεία του ανθρώπου Μεμά, του ενεργού πολίτη Μεμά. Τον έχουν ζήσει από κοντά στις ποικίλες εκφάνσεις της ζωής του εδώ στο νησί - στις πολιτιστικές του δραστηριότητες, στους πολιτικούς του αγώνες, στις κοινωνικές του συναναστροφές - και καταθέτουν την άποψη και εκτίμησή τους για το συναγωνιστή και φίλο τους Μεμά.
          Ο εξαίρετος τεχνοκριτικός Ν. Αλεξίου κάνει λόγο για «πολυδιάστατη» γλυπτική του Μεμά, η οποία «ανθολογεί εκφραστικά σύμβολα από τ’ απόμακρο παρελθόν και το απτό σήμερα», για να μας δίνει μια γλυπτική «άλλοτε λυρική και άλλοτε δυναμικά ρεαλιστική, ανάλαφρη, πνευματοποιημένη, ανάλογα με τις συναισθηματικές δονήσεις που αποκομίζει ο καλλιτέχνης απ’ τις σχέσεις του με τη ζωή και τα πράγματα». Για την ποιήτρια, τέλος, Εύα Δελαβίνια ο γλύπτης Μεμάς δίνει στις λιτές του φόρμες κίνηση, απελευθερώνοντας το πνεύμα της ύλης. «Αν και η γλυπτική, σημειώνει εύστοχα η Δελαβίνια, από τη φύση της είναι τέχνη στατική, ο Μεμάς εξαφάνισε τη στατικότητα δίνοντας στην τέχνη του την εσωτερική ορμή της ανθρώπινης ανεξαρτησίας».

          Το βιβλίο-λεύκωμα με το χαρακτηριστικό τίτλο «Μεμά Καλογηράτου Γλυπτοθήκη» συνιστά έργο βάσης και βοήθημα για κάθε ερευνητή/μελετητή του έργου του γλύπτη. Διακρίνεται για την επιστημονική του αρτιότητα. Πρόκειται για ένα ολοκληρωμένο έργο-συμβολή στην ιστορία της γλυπτικής, που εμπλουτίζει τη βιβλιογραφία της νεοελληνικής γλυπτικής. Ταυτόχρονα, η έκδοση αυτή θα λειτουργήσει και ως οδηγός για τους επισκέπτες της Γλυπτοθήκης – μιας Γλυπτοθήκης που την ονειρευόταν και τη σχεδίαζε ο Μεμάς μαζί με τη γυναίκα του την Ελένη, η οποία σήμερα θα χαίρεται ιδιαίτερα που υλοποιείται εκείνο το όνειρό τους. Μόνο που δεν είναι κοντά μας, όπως πολύ θα το ήθελε ο Μεμάς.
          Να ευχηθούμε, πάντως, αυτός ο χώρος της Γλυπτοθήκης να γίνει τόπος επίσκεψης των Κεφαλονιτών και κάθε φιλότεχνου συμπολίτη, χώρος μάθησης και εκπαίδευσης για τους μαθητές των σχολείων μας, χώρος καλλιτεχνικής, και γενικότερης παιδείας και τούτο το βιβλίο-λεύκωμα να συνοδεύει όλες αυτές τις δραστηριότητες.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου