Το κείμενο της ομιλίας εκφωνήθηκε σε εκδήλωση, που πραγματοποιήθιηκε
στη μνήμη του Γιώργου Δημάτου στο χωριό του, στα Κοριάνα της λιβαθώς στις 6-8-2011.
Οι επιστολές
απλών στρατιωτών ή αξιωματικών, κυρίως κατώτερων, του στρατού και τα ημερολόγια
που ενδεχομένως κρατούσαν κατά τη θητεία τους ή
γράφτηκαν κατά τη διάρκεια εκστρατειών ή πολεμικών συγκρούσεων,
προκαλούν πάντοτε το ενδιαφέρον του ιστορικού ερευνητή, είναι χρήσιμα κείμενα
για τον ιστορικό ερευνητή, το γεωγράφο, τον ανθρωπολόγο, τον ψυχολόγο κ.ά. Αλλά
και οι αναμνήσεις που γράφτηκαν χρόνια αργότερα, μακριά από τη ζωή του
στρατοπέδου ή το πεδίο της μάχης προκαλούν το ενδιαφέρον του σύγχρονου ερευνητή,
γιατί, έστω και από απόσταση τοπική και χρονική, αναδείχνουν γεγονότα,
αντιλήψεις και μνήμες που κυριάρχησαν στο συγκεκριμένο υποκείμενο και ήταν για
εκείνη την περίοδο σημαντικό στοιχείο. Μπορεί τα κείμενα αυτά να μην έχουν
ιστορική πληρότητα, μπορεί ενδεχομένως να εμφανίζουν και ιστορικές ανακρίβειες,
δίνουν όμως λεπτομέρειες που απουσιάζουν από τα γενικά βιβλία της Ιστορίας,
παρέχουν ίσως και μοναδικά στοιχεία άγνωστα από άλλες πηγές και ταυτόχρονα ενδιαφέρουν
την Τοπική Ιστορία ή τη Μικροϊστορία.
Έχοντας τα παραπάνω υπόψη μου, θα σας μιλήσω
απόψε για τη στρατιωτική θητεία ενός συγχωριανού σας, του Γιώργου Δημάτου, με
βάση όσα έχει γράψει σ’ ένα «τετράδιό» του για το θέμα αυτό. Πριν όμως
προχωρήσω στην παρουσίαση του «τετραδίου», οφείλω από τη θέση αυτή να
ευχαριστήσω θερμά τον ανεψιό του Νικόλα Γαβριελάτο, που μου εμπιστεύτηκε αυτή
την πνευματική περιουσία του μπάρμπα του και για τις συζητήσεις που κάναμε μαζί.
Συζητήσεις, επίσης, έκανα και με τις εγγονιές του Γ. Δημάτου Μαλβίνα
Μεσολωρά και Αγγελική Ίσιρη, που τις
είχα και μαθήτριες στο Γυμνάσιο Κεραμιών, κόρες του γιου του Νικολάου, καθώς
και με τη μητέρα του Νικόλα Γαβριελάτου και την πεθερά της Μαλβίνας Μεσολωρά. Τους
ευχαριστώ όλους θερμά.
Ο Γιώργος Δημάτος γεννήθηκε στα
Κοριάνα το 1901 και ήταν ένα από τα δώδεκα παιδιά του Μεταξά Δημάτου. Αφού
τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο Κεραμιών, παρέμεινε στο χωριό του βοηθώντας τον
πατέρα του στις γεωργικές ασχολίες. Είκοσι χρονών πήγε φαντάρος και απολύθηκε
μετά από θητεία 32 μηνών. Στα μετέπειτα
χρόνια βρίσκεται στην Αθήνα, όπου συναντιέται με το γνωστό καραγκιοζοπαίκτη
Σπαθάρη, από τον οποίο και παίρνει τα σχετικά μαθήματα. Επιστρέφοντας στην
Κεφαλονιά, κάνει τον καραγκιοζοπαίκτη στις δεκαετίες του 1930 και 1940 στο
χωριό του και στα γύρω χωριά της Λειβαθώς, σατιρίζοντας πρόσωπα και συμβάντα
της περιοχής. Αλλά γι’ αυτήν την πλευρά της δράσης του θα σας μιλήσει ο
συνάδελφος Μάκης Γαλανός. Εύρισκε ωστόσο χρόνο να γράφει. Εγώ απλά θα ήθελα να
συμπληρώσω ότι ήταν αποδεκτός από την τοπική κοινωνία.......
Ο Γ. Δημάτος μας άφησε 19 «τετράδια»,
που αναφέρονται σε διάφορα θέματα, αρκετά ενδιαφέροντα για την προσωπική του
ζωή, για την ιστορία και τη λαογραφία του χωριού του, για πρόσωπα και
περιστατικά του χωριού του και της γύρω περιοχής. Τα περισσότερα είναι γραμμένα
από τον ίδιο. Χρησιμοποιεί σχολικά τετράδια διαφορετικών μορφών και σελίδων. Είναι
πολύ απλός στη διατύπωση, γι’ αυτό και κατανοητός. Βέβαια, οι λειψές
γραμματικές του γνώσεις δεν του επιτρέπουν να είναι ορθογραφημένο το γραπτό
του, αλλά αυτό δε μειώνει την αξία του κειμένου. Υπάρχουν βέβαια και αρκετές
σελίδες που γράφτηκαν από άλλους (τον ανεψιό του και την εγγονιά του). Πάντως σε όλα
σημειώνεται η ημερομηνία γραφής τους.
Πιο συγκεκριμένα, τα «τετράδια» κατά το περιεχόμενό τους μπορούν
να χωριστούν στις εξής κατηγορίες: Υπάρχει ένα «τετράδιο», με 86 χειρόγραφες
σελίδες, που επιγράφεται «Ηστορία και Απομνημονεύματα του Στρατιωτηκού μου
Βίου». Είναι το μόνο που σχετίζεται με την προσωπική του ζωή. Το έγραψε σε
ηλικία 73 χρονών, πράγμα που σημαίνει ότι ένιωσε την ανάγκη να καταγράψει στο
χαρτί την «οδύσσεια» της στρατιωτικής του ζωής. Αλλά γι’ αυτό θα μιλήσουμε
παρακάτω πιο αναλυτικά. Σ’ ένα άλλο «τετράδιο» καταχωρίζει στοιχεία για όλες
τις οικογένειες του χωριού του καθώς και για τις ιδιοκτησίες του στην ευρύτερη
αγροτική περιοχή, ενώ σε κάποιο άλλο βρίσκουμε τα ονόματα των νεκρών του
χωριού. Μια ομάδα «τετραδίων» μας διασώζει ιστορίες του χωριού, ιστορίες που ή
τις άκουσε από παλαιότερους συγχωριανούς του ή τις έζησε ο ίδιος και
αναφέρονται σε συγκεκριμένα πρόσωπα και περιστατικά, ενώ άλλες ιστορίες έχουν
γενικότερο χαρακτήρα.. Μια άλλη ομάδα «τετραδίων» περιέχει σατιρικά
στιχουργήματα, δικά του προφανώς δημιουργήματα με τοπικό αλλά και γενικότερο
περιεχόμενο, αν και τέτοια στιχουργήματα βρίσκονται σκόρπια σε διάφορα
«τετράδια». Σε κάποια «τετράδια» δίνει τον τίτλο «Διηγήματα», αλλά τα
περισσότερα από αυτά είναι ιστορίες ή
περιστατικά πραγματικά του χωριού του. Βέβαια, έχει ξεχωριστό «τετράδιο», που
το τιτλοφορεί «Αληθινές μικρές ηστορίες του χωριού Κοργιάνα». Σε δυο άλλα
«τετράδια» καταχωρίζει τις λεγόμενες ιστορίες του Γερασιμάκου: ο Γερασιμάκος
Δρακόπουλος, γεννημένος το 1830 στα Κοριάνα, ζούσε τεμπέλικη ζωή και συντηρούσε
την οικογένειά του με διάφορες «κατεργαριές» που σκαρφιζόταν. Υπάρχει ένα
«τετράδιο» με ιστορίες φαντασμάτων από το χωριό του ή από άλλα μέρη – ιστορίες
που τις άκουσε ή που συνέβηκαν στον ίδιο – και άλλο ένα «τετράδιο» με τον τίτλο
«Απόκριφα», το οποίο περιέχει άσεμνες ιστορίες σε πεζό ή ποιητικό λόγο. Τέλος,
αναφέρουμε την ομάδα «τετραδίων», όπου είναι καταγραμμένα τα κείμενα των
παραστάσεων καραγκιόζη, και πρόκειται για γνωστές υποθέσεις του θεάτρου σκιών,
που ο Δημάτος όμως τις έχει τροποποιήσει ή έχει ενσωματώσει και πρόσωπα ή
συμβάντα του χωριού του. Αλλά γι’ αυτή την πλευρά της δράσης του Δημάτου θα σας
μιλήσει ο Μάκης Γαλανός.
Στη συνέχεια θα σας παρουσιάσω τη
στρατιωτική ζωή του Γ. Δημάτου με βάση τις πληροφορίες που ο ίδιος μας δίνει
στο «τετράδιό» του, ενώ ταυτόχρονα θα αναφέρω όσα ιστορικά στοιχεία είναι
απαραίτητα για την κατανόηση της όλης
αφήγησής του. Θα μάθουμε σε ποιους χώρους και ποιους χρόνους κινήθηκε ο
ίδιος και η μονάδα του, θα κατανοήσουμε την ψυχολογική του κατάσταση σε ώρες
δύσκολες και επικίνδυνες. Πέρα από τις αναφορές του στην προσωπική του ζωή και
δράση, κάνει λόγο και για άλλους στρατιώτες και αξιωματικούς και δίνει
ενδιαφέροντα στοιχεία για τις περιοχές στις οποίες υπηρέτησε ή από τις οποίες
πέρασε.
Το Μάη του 1920 παρουσιάζεται στην
Πρέβεζα. Θυμίζω στο σημείο αυτό ότι η Ελλάδα εκείνη την περίοδο βρίσκεται σε
πολεμική επιστράτευση, καθώς έχει ήδη ξεκινήσει ο λεγόμενος μικρασιατικός
ελληνοτουρκικός πόλεμος: η κυβέρνηση Βενιζέλου, στο πλαίσιο της Μεγάλης Ιδέας
και με τη σύμφωνη γνώμη των Συμμάχων της Αντάντ και κυρίως της Αγγλίας, από τον
προηγούμενο κιόλας χρόνο (Μάη του 1919) έχει αποβιβάσει ελληνικό στρατό στην
περιοχή της Σμύρνης, για να κατοχυρώσει τη ζώνη αυτή με βάση τη συνθήκη των
Σεβρών (Ιούλ.-Αύγ. 1920), ενώ αντικειμενικά κάτι τέτοιο εξυπηρετεί τα
συμφέροντα των Δυνάμεων της Αντάντ στην ευρύτερη περιοχή. Μετά από βασική
εκπαίδευση δύο μηνών κατατάσσεται στο 15ο Σύνταγμα Πεζικού, αλλά
τελικά στέλνεται στο 10ο Σύνταγμα στα ελληνοαλβανικά σύνορα, σ’ ένα
στρατόπεδο στη θέση Μπουραζάνι, κοντά στην περιοχή της Κόνιτσας.
Έχει μπει το φθινόπωρο και αρρωσταίνει από μαγουλίτες. Στο νοσοκομείο
στα Γιάννενα που μεταφέρεται, η θεραπεία ουσιαστικά είναι ανύπαρκτη, ο πυρετός
ανεβαίνει και η κατάσταση χειροτερεύει. Τελικά, του χορηγείται αναρρωτική άδεια
ενός μήνα και επιστρέφει στο χωριό του. Εκεί, μάλιστα, σημειώθηκε ένα φραστικό
επεισόδιο με τον ενωματάρχη της περιοχής, όταν ο τελευταίος τον αντιμετώπισε με
καχυποψία: τότε ο Δημάτος με σθένος και αποφασιστικότητα του λέει: «Εγό φεύγω
άβριο για το μέτοπο και κύριος ίδε αν θα
γηρίσο άλο εδό· εσή κάτσε στην Ληβαθό να φηλάς της κότες και πάψε, μην μηλίσης
άλο, και αν θέλης την άδειά μου να, αυτή είνε και να σοπάσης»....
Τελειώνει η αναρρωτική άδεια και ο
Δημάτος πρέπει να επιστρέψει στη μονάδα του. Φτάνοντας στην Πρέβεζα,
ενημερώνεται από το Διοικητή ότι μαζί με άλλους 80 στρατιώτες προορίζονται να
σταλούν στην Αθήνα και από εκεί στη
Θράκη. Φτάνοντας με πλοίο στον Πειραιά, κατά την αποβίβαση αποκόβεται από τους
υπόλοιπους, με αποτέλεσμα – ξένος σε μια άγνωστη πόλη – να καταλήξει στο
Φρουραρχείο και να τον τοποθετήσουν σε λόχο του Πειραιά, όπου και έμεινε μέχρι
το Μάρτη του 1922. Στη συνέχεια με πλοίο φτάνει στην Αλεξανδρούπολη και μετά
από λίγες μέρες μαζί με τους υπόλοιπους στρατιώτες με πορεία μέσω Σουφλιού,
Διδυμότειχου και Ορεστιάδας θα φτάσουν στα εδάφη της Ανατολικής Θράκης και θα
καταλάβουν την Αδριανούπολη, για να κατευθυνθούν προς τη Ραιδεστό με προοπτική
να μεταφερθούν στο πολεμικό μέτωπο της Μικράς Ασίας.
Στο μεταξύ όμως, οι Τούρκοι του Κεμάλ
έχουν νικήσει τους Έλληνες, έχουν τρέψει σε άτακτη φυγή τον ελληνικό στρατό και
έχουν καταλάβει τη Σμύρνη, οπότε δε μεταφέρονται ελληνικά στρατιωτικά τμήματα
στη Μικρά Ασία, αλλά παραμένουν στη Θράκη με την εντολή να την κρατήσουν «πάση
θυσία». Οι εξελίξεις βέβαια είναι γνωστές. Μπορεί να ήθελε η Ελλάδα να κρατήσει
την Α. Θράκη, μπορεί να εδικαιούτο να την κρατήσει, οι Σύμμαχοι όμως είχαν άλλα σχέδια, γι’ αυτό και
απαίτησαν από τη χώρα μας να εκκενώσει την Α. Θράκη, για να παραδοθεί στους
Τούρκους.
Όλα αυτά τα βιώνει ο Δημάτος, καθώς
ζει ακόμη και το δράμα των Ελλήνων προσφύγων της Α. Θράκης, οι οποίοι ακολουθούν
τον ελληνικό στρατό κατά την αποχώρησή του. Με έδρα το Σουφλί θα μετακινηθεί σε
διάφορα μέρη της ευρύτερης περιοχής (Κουρνοφωλιά, Πεντάλοφος, φυλάκια σε
γέφυρες του Άρδα και του Έβρου ποταμού) και θα υποστεί ποικίλες ταλαιπωρίες,
χωρίς βέβαια να λείπουν και κάποια ευχάριστα διαλείμματα, μέχρι το καλοκαίρι
του 1923, οπότε θα υπογραφτεί η τελική ειρήνη (Συνθήκη της Λωζάννης, 24 Ιουλίου
1923) και θα απολυθούν κάποιες κατηγορίες στρατευμένων.
Ο Δημάτος στέλνεται ξανά στην Ήπειρο,
για να ολοκληρώσει τη στρατιωτική του θητεία. Εκεί θα μείνει μέχρι το Γενάρη
του 1924. Στην αρχή θα αναλάβει να οργανώσει, παίρνοντας μαζί του δέκα γνωστούς
του Κεφαλονίτες φαντάρους, ένα φυλάκιο στο δάσος της Βουλίστρας, για να εποπτεύει
τα ελληνοαλβανικά σύνορα και να αποτρέπει την είσοδο Αλβανών ληστών καθώς και
συμπλοκές Ελλήνων και Αλβανών. Επειδή εκείνη την περίοδο οι Ιταλοί του Μουσολίνι
κατέλαβαν την Κέρκυρα (31 Αυγούστου 1923) με αφορμή του Ιταλού στρατηγού Tellini (ήταν
ένα από τα μέλη της διεθνούς επιτροπής για τη χάραξη των συνόρων
Ελλάδας-Αλβανίας) σε ελληνικό έδαφος, πήρε την εντολή να πάει στην Κέρκυρα, απ’
όπου όμως έφευγαν στο μεταξύ οι Ιταλοί.
Επιστρέφοντας στην Ήπειρο (Νοέμβρης του 1923), τοποθετείται στην Κόνιτσα και
μετά από μια γρίπη ενός μήνα στέλνεται στο Μπουραζάνι, εκεί δηλαδή που
βρισκόταν πριν από δυόμισι περίπου χρόνια. Τελικά υπηρέτησε σε κάποια άλλα
ακόμη φυλάκια ως επόπτης των φυλακίων των συνόρων (στη Βούρπιανη κ.λπ.) μέχρι
την Πρωτοχρονιά του 1924, η οποία τον βρίσκει στο Καλπάκι έτοιμο να πάρει το
απολυτήριο του στρατού.
Ο καιρός είναι βροχερός, συγκοινωνία
δεν υπάρχει, πρέπει όμως να φύγει. Μαζί με άλλους δυο απολυμένους Αγρινιώτες
αναχωρούν μες στη βροχή, φτάνουν βρεγμένοι τα μεσάνυχτα στα Γιάννενα και
διανυκτερεύουν σ’ ένα ξενοδοχείο. Την επόμενη μέρα, αφού το έσκασε από το
Φρουραρχείο, όπου άδικα τον οδήγησαν για παράπτωμα που δεν είχε διαπράξει, φτάνει μαζί με τους δυο φίλους του με λεωφορείο
στην Πρέβεζα. Από εκεί παίρνει το πλοίο,
φτάνει στη Σάμη και την ίδια μέρα, πριν δύσει ο ήλιος καταλήγει πεζοπορώντας
στο χωριό του. Τελικά έμεινε στο στρατό λίγο περισσότερο από 3 1/2 χρόνια (43
μήνες).
Προσπάθησα να σας δώσω με συντομία τα
μέρη στα οποία υπηρέτησε τη θητεία του ο Γιώργος Δημάτος. Έγινε, νομίζω,
κατανοητό ότι στρατεύθηκε σε μια περίοδο έντονων πολεμικών και πολιτικών
ανακατατάξεων στην Ελλάδα: βενιζελικές διπλωματικές επιτυχίες, μικρασιατική
εκστρατεία, αντιβενιζελικές κυβερνήσεις, μικρασιατική καταστροφή, επανάσταση
Πλαστήρα, εγκατάλειψη του θρακικού μετώπου, προστριβές με την Ιταλία. Στο
«τετράδιό» του, βέβαια, ο ίδιος καταγράφει διάφορα περιστατικά, συναντήσεις με
φίλους και συμπατριώτες του, εκτιμήσεις για πολιτικά και στρατιωτικά γεγονότα.
Θα αναφέρω κάποια από αυτά.
●
ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΕΙΣ – ΑΝΤΙΠΑΛΟΤΗΤΕΣ – ΣΥΜΠΛΟΚΕΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΦΑΝΤΑΡΩΝ
--
(σσ. 5-6) Ζώντας οι άνθρωποι εκείνοι της εποχής σε κλειστές τοπικές κοινωνίες
και ιδιαίτερα οι νέοι των χωριών που δεν είχαν τις δυνατότητες και τις
ευκαιρίες για ταξίδια, όταν πήγαιναν στο στρατό και έρχονταν σε επαφή με νέους
άλλων περιοχών στις αρχές τουλάχιστον της θητείας τους εγκλωβίζονταν στον
τοπικισμό τους, με αποτέλεσμα να παρατηρούνται αντιπαλότητες μεταξύ τους,
κάποτε και σε υπερβολικό βαθμό. Μέσα στις πρώτες μέρες της παρουσίασής τους στην
Πρέβεζα, Κεφαλονίτες φαντάροι παίζουν ξύλο με Στερεοελλαδίτες για το ποιος θα
πρωτοπάρει νερό από το πηγάδι του στρατοπέδου: «ενό εγέμιζε τα παούργια μας
ένας δικός μας [= Κεφαλονίτης] που εύγανε νερό, ήλθαν οι Στερεολαδίτες να μας
εμποδίσουν [και] να πάρουν αυτοί πρώτοι νερό. Και τότε άρχησαν οι Κεφαλονίτες
να τους κτηπούν με ό,τι ήχαν στα χέργια τους, όπου τραυμάτισαν πολλούς από
αυτούς». Και μόνο με την παρέμβαση των αξιωματικών ηρέμησαν τα πράγματα.
--
(σ. 6) Την ίδια περίοδο σημειώνεται δεύτερο επεισόδιο. Τούτη τη φορά οι
Κεφαλονίτες κοροϊδεύουν/σατιρίζουν τους Κερκυραίους φαντάρους, αλλά δυστυχώς οι
φραστικές αντιπαραθέσεις μετατράπηκαν σε πετροπόλεμο, που κατέληξε στο βαρύ
τραυματισμό ενός Κερκυραίου. Και πάλι χάρη στην επέμβαση των αξιωματικών
αποτράπηκαν τα χειρότερα.
--
(σσ. 39-41) Την περίοδο που βρισκόταν στην περιοχή του Σουφλιού έγινε μάρτυρας
αιματηρής συμπλοκής στην πλατεία του χωριού Μάντρα: δυο στρατιώτες
αποπειράθηκαν να δολοφονήσουν ένα λοχαγό, κεφαλονίτικης καταγωγής, επειδή τους είχε
καταγγείλει για κλοπή δημόσιου είδους, σώθηκε όμως χάρη στην ετοιμότητα των δύο
στρατιωτών-ακολούθων του, που ήταν και συγχωριανοί του, και στην άμεση επέμβαση
ενός ανθυπολοχαγού, του Κωνσταντίνου Γαβριελάτου, από το Ληξούρι της
Κεφαλονιάς.
●
ΕΥΧΑΡΙΣΤΕΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΕΣ ΜΕΤΑΞΥ ΣΥΝΤΟΠΙΤΩΝ ΦΑΝΤΑΡΩΝ
--
(σ. 2) Μαζί με τον Γιώργο Δημάτο αναχώρησαν από την Κεφαλονιά για την Πρέβεζα αρκετοί.
Φυσικά δεν ήταν δυνατό να τους γνωρίζει. Αναφέρει μόνο τους συγχωριανούς του
από τα Κοριάνα τους Λάμπρο Διονυσίου Κακαρούμπα, Διονύσιο Παναγή Φραγκόπουλο
και Γεράσιμο Χαραλάμπους Βουτσινά, και τον Θεόφραστο Λυκιαρδόπουλο από τα
Σπαρτιά.
--
(σσ. 10-11) Λόγω παρωτίτιδας βρέθηκε στα
νοσοκομείο στα Γιάννενα. Εκεί γνώρισε τον Κεφαλονίτη Γεράσιμο Μακρή από τα
Κλείσματα, ο οποίος, όντας βοηθητικός,
είχε τοποθετηθεί σε αποθήκη του νοσοκομείου έχοντας την ευθύνη των
ρούχων των ασθενών.
--
(σσ. 36-38) Ενώ βρίσκεται στο Σουφλί,
άνοιξη του 1923, στέλνονται από την Αθήνα 300 στρατιώτες, οι οποίοι
διαμοιράζονται στους εκεί λόχους. Στο λόχο του Δημάτου τοποθετείται ένας
Κεφαλονίτης, ο Γρηγόρης Θωμάς από την Έρισσο. Ήταν 30άρης στην ηλικία,
ναυτικός, αλλά λιποτάκτης, γι’ αυτό και τον συνέλαβαν στον Πειραιά, όπου
ξεφόρτωνε το καράβι του. Με την πληρωμή, βέβαια, του σχετικού προστίμου και
μετά από τρεις μήνες θα απολυόταν. Ο Δημάτος φρόντισε να σταλεί μάγειρας – αυτή
ήταν η ειδικότητά του στο καράβι - στη Λέσχη αξιωματικών. «Ήτο άριστος μάγιρας
και καθώς έκανε και διάφορα γληκίσματα [ήταν] πολή ευχαριστημένο όλοι τους».
Έτσι, «απέκτησε και μεγάλη ηκιότιτα με τους αξιωματικούς, αφού όλοι τους τον
έλεγαν ‘‘κύριε Θωμά’’ και όχι ‘‘στρατιώτη’’, όπως λέγη ο κανονησμός του
στρατού. Εκεί περνούσε πολή λαμπρά ο κύριος Θωμάς και για όλα αυτά μου έδινε
κάπου κάπου κανένα κομάτη γληκό εμένα για τους κόπους μου που εφρόντισα γι’
αυτόν». Μετά την τρίμηνη θητεία του απολύθηκε, υποσχόμενος στον Δημάτο ότι δεν
θα ξεχάσει το ενδιαφέρον που έδειξε γι’ αυτόν. Οι δυο φίλοι ξανασυναντήθηκαν
μετά από 10 περίπου μήνες στο κατάστρωμα του πλοίου «Ζάκυνθος», στο οποίο
εργαζόταν ο Θωμάς και με το οποίο, απολυμένος πια, ταξίδευε ο Δημάτος από την
Πρέβεζα στη Σάμη (σ. 85).
--
(σ. 48) Όταν του ανατέθηκε να οργανώσει φυλάκιο στο δάσος της Βουλίστρας στα
ελληνοαλβανικά σύνορα, πήρε μαζί του δέκα συντοπίτες του φαντάρους, τον
Αλέξανδρο Κανάκη από τα Κουρκουμελάτα, τον Γεράσιμο Μωραΐτη από την Πεσσάδα,
τον Γεράσιμο Κόμη από τον Ελειό, τον Κων/νο Γαβριελάτο από το Ληξούρι, τον
Νικόλαο Τζάκη από τα Φραγκάτα, έναν από την Πύλαρο και άλλους τρεις που δε
θυμάται τα στοιχεία τους. Η συνεργασία μαζί τους υπήρξε εξαίρετη.
--
(σ. 70) Μετά την επιστροφή του από τη Θράκη στην Ήπειρο ξαναπέρασε από το
Μπουραζάνι, εκεί όπου είχε υπηρετήσει πριν από δυόμισι περίπου χρόνια. Στην
αποθήκη τροφίμων βρήκε το συγχωριανό του Λάμπρο Κακαρούμπα, τον οποίο είχε
αφήσει, όταν έφευγε από την Ήπειρο για τη Θράκη.
●
ΑΝΥΠΑΚΟΗ ΚΑΙ ΜΙΚΡΟΑΝΤΑΡΣΙΕΣ. Αν και τέτοια φαινόμενα δεν ήταν εκείνη ειδικά την
περίοδο ανεκτά στο στρατό, κάποιοι Κεφαλονίτες έδωσαν το δικό τους στίγμα.
--
(σσ. 6-7) Οι Κεφαλονίτες νεοσύλλεκτοι της Πρέβεζας διαμαρτυρήθηκαν για το
άνοστο φαγητό - παραήταν νερόβραστες οι μελιντζάνες - αναποδογυρίζοντας το καζάνι του μαγειρείου.
Συναγερμός στη διοίκηση, αξιωματικοί και στρατηγός προσπαθούν να κατευνάσουν τα
πνεύματα, κολακεύοντας τους οξύθυμους Κεφαλονίτες: «Εσής οι Κεφαλίνες ήστε
πολητισμένοι άνθρωποι, νηκοκιρέοι και πολή λογική. Γιατί το πράξατε αυτό; [...]
αυτό το σησίτηον παραχορή η Πατρής μας», τους λέει ο στρατηγός. «Τότε όλοι μαζή
του λέμε ‘‘Μα αυτό ήτανε μελητζάνες νερόβραστες. Πώς να της φάμε, στρατηγέ’’.
Αυτός αντή άλης απαντίσεος γήρισε το άλογό του και έφηγε». Φυσικά κανείς από
τους απείθαρχους κεφαλονίτες φαντάρους δεν τιμωρήθηκε...
--
(σσ. 7-8) Δεν ήταν συχνό φαινόμενο, και ιδιαίτερα εκείνα τα χρόνια, η ανυπακοή
και η απειθαρχία, πολύ δε περισσότερο η μικροανταρσία. Και όμως το τελευταίο
συνέβη με «δράστες» τους Κεφαλονίτες φαντάρους, όταν αρνήθηκαν να πάνε σε
Σύνταγμα διαφορετικό από εκείνο, για το οποίο τους κατέταξαν, δηλαδή ενώ τους
προόριζαν για το 15ο, τους έστελναν στο 10ο, στα
ελληνοαλβανικά σύνορα. Αρνούνταν να πάνε, γι’ αυτό τους τιμώρησαν με αποχή από
το φαγητό – έμειναν νηστικοί τρεις μέρες. Επιπλέον είχαν να αντιμετωπίσουν την
κοροϊδία και ειρωνεία κάποιων αξιωματικών. «Την τρίτη ημέρα ήλθε ένας λοχαγός
και άρχησε να κοροηδεύβη και να μας λέγη ‘‘Εδώ είνε τα παληκάργια που βγάνη η
Κεφαλονιά’’. Αλά όταν ίδε ότι όλι μας τρέξαμε επάνο του έφηγε ολοταχός με το
άλογό του». Κι άλλοι αξιωματικοί προσπάθησαν να τους μεταπείσουν, αλλά τελικά
υποχώρησαν, γιατί τους εξαπάτησε ένας Ληξουριώτης λοχαγός, υποσχόμενος ότι μετά
από μια σύντομη περίοδο εκγύμνασης θα μεταφερθούν στο 15ο Σύνταγμα.
●
ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΔΙΑΒΙΩΣΗΣ ΚΑΙ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑΣ.
-- (σ. 25) Δεν έχει ζήσει στο νησί του βαριές καιρικές συνθήκες, γι’ αυτό και
περιγράφει με λεπτομέρειες τέτοιες καταστάσεις, καθώς πρώτη φορά ζούσε σε
τέτοιες συνθήκες. Μετά την αποχώρηση του ελληνικού στρατού από την Ανατολική
Θράκη (φθινόπωρο του 1922), η μονάδα του Δημάτου στρατοπέδευσε στο Σουφλί. Ο
χειμώνας ήταν πολύ βαρύς και ο ίδιος φυσικά αμάθητος από βαριές καιρικές συνθήκες.
«[...] παγόσανε και η βρίσες, επάγονε ακόμα και το νερό που πλέναμε το πρόσοπό
μας και τα χέργια μας». Αλλά και αργότερα, το Μάρτη του 1923, που η μονάδα του
έχει μετακινηθεί από το Σουφλί, είναι υποχρεωμένοι να κατασκηνώσουν μέσα σε
λασπωμένη περιοχή. «[...] η βροχή δινάμοσε και κάτο ήτανε χιόνια. Στήσαμε τα
αντήσκηνά μας με τα χέργια μας και βρίκαμε κάτο την λάσπην και βάλαμε κάτο την
μαντία μας [=μανδύας] και ντιμένι όπως βέβεα ήμαστε σκεπαστίκαμε με μία
κουβέρτα. Κρίο αβάστακτο».
--
(σσ. 25-26) Για να περάσουν ένα μικρό ποτάμι, προφανώς παραπόταμο του Έβρου,
χρειάστηκε να το διαβούν με τα πόδια, «μας σκέπασε το νερό μέχρη της μασχάλες,
κρατόντας ο ένας τον άλον ως αλησίδα από την μέση [...]».
--
(σσ. 45-46) Την περίοδο που βρισκόταν στο Σουφλί και ήταν αρχιφύλακας σε
φυλάκιο του Έβρου έζησε την πλημύρα του ποταμού αυτού. Εγκατέλειψαν βέβαια το
φυλάκιο και από το ύψωμα, στο οποίο μεταφέρθηκαν, παρατηρούσαν την πλημύρα:
«[...] πλημιρίσανε τα χωράφια και η μουργιές [του Σουφλιού] χοθήκανε μέσα στο
νερό καθώς και το φηλάκιο. Όλα γίνανε μια θάλασα». Τα νερά άρχισαν να υποχωρούν
μετά την τέταρτη μέρα.
--
(σσ. 72-73) Ενώ πεζοπορεί μόνος προς τη Βούρπιανη, για να αναλάβει υπηρεσία,
βαδίζοντας σε εντελώς άγνωστα μονοπάτια, έρχεται αντιμέτωπος για π΄ρωτη φορά με
δυο αρκούδες: «[...] βλέπο διο μεγάλους όγκους καθηστούς μέσα στο μονοπάτη σε
απόσταση (50) πενήντα μέτρα. Καταρχή νόμισα ότι είνε άνθροποι, έπητα όμως
σηκόνετε ένας όγκος και κητούσε εμένα και τότε κατάλαβα ότι είνε αρκούδες. Δεν
χάνο κερό, γεμίζο το όπλο μου, γονάτισα και πηροβόλισα, η σφέρα κτήπισε πλησίο
τους, σηκοθήκανε και με ταχή δρόμον φήγανε προς το παρακή εβρισκόμενο δάσος
[...]».
--
(σσ. 76-79) Ενώ είχε έρθει η διαταγή απόλυσης
του Δημάτου, ο λοχαγός τού την απέκρυβε και τον κρατούσε, επειδή ήταν απαραίτητος στις ανακρίσεις που είχαν
ξεκινήσει για πυρκαγιά που συνέβη σε οίκημα της αρμοδιότητας του Δημάτου, τον
οποίο μάλιστα και θεωρούσε ύποπτο: «[...] κάθε στηγμήν μου έλεγε πως έκαψα το
σπήτη εγό, αλά δεν του μηλούσα, διότι κατάλαβα πως τα κάνη αυτά [για] να με
υποχρεόση να του πω τίποτα, για να με στήλη στρατοδικίον. Ληπόν, σηοπήν εγό.
Μου έλεγε ‘‘δεν μιλάς, ε;’’ τίποτα εγό, ούτε άχνα. ‘‘Ήσε πονιροκεφαλονίτης’’,
μου έλεγε και άλα, εγό όμως σηόπενα· ‘‘Δεν θα σου γίνη’’, έλεγα ‘‘το χατήρη,
καραβανά’’». Ευτυχώς όμως για τον Δημάτο που αντικαταστάθηκε ο λοχαγός εκείνος
(«τον βρίκε σημφόρεση και σχεδόν πεθαμένον τον μεταφέρανε επάνο στο φωρίον
[...]») και ο νέος διοικητής του λόχου προώθησε αμέσως το θέμα της απόλυσης του
Κεφαλονίτη λοχία.
●
ΕΥΤΡΑΠΕΛΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
--
(σσ. 42-43) Βρίσκονται στρατοπεδευμένοι
στο χωριό Μεταξά [=Μεταξάδες:] έξω από το Σουφλί. Τον πλησιάζει ένας Αθηναίος
φαντάρος, αμελής, ακατάστατος, έκλεβε όταν του δινόταν η ευκαιρία, και τον
παρακαλεί να καθήσει να του υπαγορεύσει μια επιστολή στο θείο του. Ενώ αυτός
υπαγορεύει σε μάγκικο ύφος, ο Δημάτος γράφει, αλλά κάποια στιγμή, όταν
διαμαρτυρήθηκε για το ύφος του, παίρνει την απάντηση: «Εσή γράφε και εφάρμοσε
το σχέδιον της σηοπής στο στόμα σου και να ’σε ηπάκουο και καλό, φίνο και
τρίχας πεδί». Τι να κάνει ο Δημάτος, συνέχισε να γράφει, αλλά του έκανε
εντύπωση η συμπεριφορά και το ύφος του Αθηναίου φαντάρου. Η επιστολή μάλιστα
τελείωνε ως εξής: «[...] Μάθε ότι εγό ανεψιός σου ήμε εδό, άψηλος, απένταρος,
ατσίγαρος, αφουμάριστος και τα τηαύτα. Βάλε το χέρη σου στην καρδιά σου και
πράξε καταλίλος. Ο ανεψιός σου αναμένη χαρμόσινη επηστολή σου».
--
(σσ. 43-44) Ένα άλλο περιστατικό με ήρωα
τον ίδιο Αθηναίο μάγκα φαντάρο, ο οποίος ήταν και τεμπελάκος. Αντιγράφω από το
«τετράδιο»: «Ήτο ξάπλα στον ήλιο μνια ημέρα, και του λέγο ‘‘Λεβεντογιάννη [αυτό
ήταν το επώνυμό του], σήκο, θα πας αγγαρία’’. Και μου λέγη ‘‘Άσε με κάτο,
κυρ-λοχία, μη ταράζης μνια καρδιά, η οπία εβρίσκετε εν αναπαύση πλήρης και εν
αργία’’. ‘‘Σήκο’’, του λέγο. ‘‘Δεν μπορό’’, μου απαντά, ‘‘διότι έχο ηποστή τα
επτά άρθρα της πήνας’’». Και ο Δημάτος από περιέργεια και για να διασκεδάσει
λίγο, ζήτησε να μάθει αυτά τα άρθρα. «Το πρότο άρθρον είνε σκοτοδινίαση του
εγκεφάλου, δεύτερον είνε θαμπούρα τον οφθαλμόν, τρίτο είνε αναμασία τον
οδόντον, τέταρτο κατάργιση του λάρυνγκος, πένπτο γουργουλισμός τον εντέρον,
έκτον εκένοσης του στομάχου, έβδομο τρεμούλα των γονάτων». Κόκκαλο ο Δημάτος...
●
ΓΝΩΡΙΜΙΕΣ ΜΕ ΠΟΛΙΤΕΣ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΕΠΕΙΣΟΔΙΑ ΚΑΙ ΦΟΝΙΚΕΣ ΜΑΧΕΣ ΜΕ ΠΟΛΙΤΕΣ Ή
ΑΝΤΑΡΤΕΣ-ΚΛΕΦΤΕΣ
--
(σσ. 51-53) Στα ελληνοαλβανικά σύνορα γινόταν λαθρεμπόριο, κάποτε με τη
συμμετοχή ή την ανοχή των ελληνικών φυλακίων. Ο Δημάτος αναφέρει περιστατικό με
πρωταγωνιστή ένα δεκανέα, τον Κώστα από τα Καλύβια Ηπείρου, τον οποίο απήγαγαν
Αλβανοί λαθρέμποροι, επειδή δε συμφώνησαν προφανώς στη μοιρασιά. Όταν ο Δημάτος
με τέσσερις στρατιώτες του προσπάθησε να ερευνήσει την περιοχή, συνάντησε τους
πυροβολισμούς των Αλβανών, τους οποίους ανταπόδωσε και η δική του πλευρά.
Τελικά έμαθε ότι μετά από τρεις μέρες «ο κυρ Κώστας» επέστρεψε σώος και
αβλαβής, «διότι πήγε καλά στην μηρασιά, όπως μάθαμε αργότερα».
--
(σσ. 53-56) Στα ελληνοαλβανικά σύνορα
συχνές ήταν οι αντιπαραθέσεις Ελλήνων και Αλβανών κατοίκων. Την περίοδο που ο
Δημάτος ήταν υπεύθυνος του φυλακίου στο δάσος της Βουλίστρας συνέβη το εξής: Ο
πρόεδρος του χωριού Γιάνιαρη ήταν Αλβανός και κατάφερε να κλέψει τα πρόβατα των
Ελλήνων βοσκών του χωριού. Τους ζήτησε να συγκεντρώσουν τα πρόβατά τους δήθεν για
καταμέτρηση, σε συνεννόηση όμως με οπλισμένους συνεργάτες του σκότωσε ένα
χωρικό, οπότε τρομοκρατημένοι οι υπόλοιποι εγκατέλειψαν τα ζωντανά τους στα
χέρια του προέδρου, ο οποίος και τα οδήγησε στο αλβανικό έδαφος. Αμέσως
διαμαρτυρήθηκε η ελληνική πλευρά και τελικά οι αλβανικές αρχές συνέλαβαν τον
πρόεδρο, βρήκαν τα πρόβατα και τα επέστρεψαν. Σε κάποια φάση των διαβουλεύσεων
πήρε μέρος και ο ίδιος ο Δημάτος: συναντήθηκε μέσα στο αλβανικό έδαφος με
Αλβανό αξιωματικό, παίρνοντας μαζί του μια γριούλα που γνώριζε και τις δυο
γλώσσες, ελληνικά κα;ι αλβανικά· και όταν δήλωσε στη γριούλα ότι δε γνωρίζει
αλβανικά και ότι «εληνικά μιλάο μόνον διότι ήμε Έληνας», ο Αλβανός αξιωματικός,
που τον άκουγε, «χαμογέλασε και λέγη σε μένα εληνικά [...] ‘‘και εγώ Έλινας ήμε’’».
Έμεινε κατάπληκτος ο δικός μας Δημάτος.
--
(σσ. 75-76) Την ίδια περίοδο συνέβη ένα άλλο επεισόδιο, που φανερώνει την
επικινδυνότητα της αποστολής του Δημάτου. Πρόκειται για συμπλοκή με αντάρτες-κλέφτες, οι οποίοι έκαναν συνεχείς
απόπειρες να κλέψουν και να ληστέψουν. Ο σκοπός του φυλακίου αντιλαμβάνεται μες
στη νύκτα ύποπτες κινήσεις, οι άγνωστοι δεν υπακούνε στο «αλτ» του σκοπού και
έτσι αρχίζουν πυροβολισμοί και γενικεύεται η σύγκρουση. Τελικά υποχώρησαν οι
άγνωστοι, αφήνοντας ένα νεκρό. Ήταν «παλιαντάρτες και κλέβουν, αλά πέσανε επάνο
στο φηλάκιον και την πάθανε», μας εξηγεί ο Δημάτος.
●
ΑΝΑΠΑΝΤΕΧΕΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ
-- (σσ. 56-60)
Την ίδια περίοδο που ήταν αρχιφύλακας στο φυλάκιο του δάσους της
Βουλίστρας είχε μια αναπάντεχη συνάντηση, που σε καμιά περίπτωση δε θα τη
φανταζόταν. Έχει πάρει μαζί του τρεις Κεφαλονίτες, τον Τζάκη, τον Κανάκη και
τον Γαβριελάτο και πάνε να κόψουν καλαμπόκια από ένα χωράφι, μισή ώρα δρόμο από
την έδρα τους. Πριν μπούνε στο χωράφι με τα καλαμπόκια, πετροβολάνε μια ψηλή
αχλαδιά, για να φάνε ώριμα αχλάδια. Και τότε παρουσιάζεται, ο ιδιοκτήτης της
αχλαδιάς και των καλαμποκιών, «ένας ψηλόσομος άντρας με το κηνιγετικό όπλο του
καθώς ήχε και μια ζώνη με φησίγγηα και δυο σκηλιά, φωρούσε και ματογιάλια
άσπρα». Αφού τους πλησίασε και τους χαιρέτισε, τους επέτρεψε να κόψουν αχλάδια
και καλαμπόκια, τους πρόσφερε μάλιστα και τσιγάρο. Επειδή η προφορά τους
πρόδωσε την καταγωγή τους, ο άγνωστος Ηπειρώτης ρωτούσε τον καθένα χωριστά από
ποιο μέρος της Κεφαλονιάς καταγόταν και ποια ήταν η οικογένειά του. Γνώριζε τον
πατέρα του Δημάτου: «έχο έλθη στο σπίτι σου πολλές φορές, με τον πατέρα σου
έχουμε πολή κρασή πιομένο». Ήταν κουμπάρος του Τζάκη, γιατί είχε βαφτίσει τον
ξάδελφό του. Γνώριζε τον πατέρα του Κανάκη, ενώ γνώριζε πολλούς από του
Ληξουριού τα μέρη, απ’ όπου καταγόταν ο Γαβριελάτος. Τελικά ποιος ήταν αυτός
που γνώριζε τόσους Κεφαλονίτες, αναρωτήθηκε η παρέα των φαντάρων. Ο άγνωστος
«χαμογέλασε και μας λέγη ‘‘Έκαμα (25) ήκοσι πέντε χρόνια εκεί· ήχα στα Περατάτα μαγαζή και σταγκόναμε χαλκόματα, τα
μάζεβα από όλα τα μέρη διότι ήχα και άλους τρης που εγιρίζανε και μαζεύβανε τα
χαλκόματα και κάθε Κηριακή τα μηράζαμε. Αυτή ήτανε η δουλιά μου [...] τώρα
εσταμάτισα να δουλέβο και ήρθα στο χωργιό μου και κάθομε. Να, αυτά τα χωράφια
που βλέπετε είνε όλα δηκά μου».
--
(σ. 85) Έχει πια το απολυτήριο του στρατού στα χέρια του (Γενάρης του 1924) και
ταξιδεύει με το πλοίο «Ζάκυνθος» από την Πρέβεζα για τη Σάμη της Κεφαλονιάς.
Και ενώ ο πολίτης πια Δημάτος περιφέρεται στο κατάστρωμα του πλοίου, νιώθει
στην πλάτη του ένα χτύπο. «Γηρίζο και βλέπο τον φίλο μου το Γριγόρι τον Θωμά.
Με αγκάλιασε, με φήλισε, πήγαμε στην καμπίνα του, μου έδοσε φαγιτό και ένα
ποτίρη κρασή, καφέ, ήπαμε πολλά για τα περασμένα». Σίγουρα τέτοιες συναντήσεις
δε ξεχνιούνται εύκολα.
●
ΜΕ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ
--
(σ. 24) Με την αποχώρηση του ελληνικού στρατού από την Ανατολική Θράκη και την
παράδοσή της στους Τούρκους, εγκαταλείπουν τις εκεί εστίες τους και οι Έλληνες
της περιοχής. «[...] μαζή με εμάς φεύγανε και η Έλινες· πέρνανε μαζή τους ό,τι
μπορούσανε από τα σπήτια τους και φεύγανε και αυτοί». Και μετά από πολυήμερη
πορεία έφτασαν στο Σουφλί, «μαζή με εμάς και χηλιάδες πρώσφηγες».
●
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΠΟΛΕΙΣ ΚΑΙ ΧΩΡΙΑ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΚΑΤΟΙΚΟΥΣ ΤΟΥΣ. Προσπαθεί να
είναι ακριβής, καθώς δίνει στοιχεία για τη θέση της πόλης ή του χωριού και τη
ρυμοτομία τους, για τις ασχολίες των κατοίκων τους και το χαρακτήρα τους·
υπογραμμίζει την ύπαρξη ορθόδοξης εκκλησίας και ελληνικού σχολείου και τον
ενδιαφέρει η εθνολογική σύνθεση του πληθυσμού.
--
(σ. 17) Αλεξανδρούπολη («Δεδεαγάτση» είναι το τουρκικό της όνομα): «[...] μετά
την απελευθέροσί της ήτο ένα μεγάλο χωργιό, ήχε ένα μικρό λημάνη, ήχε
αλεβρόμηλους, τους οπίους ήχαν εριπόση οι βοβαρδισμοί. Οι κάτοικοι ήσαν
πολητισμένη. Στο μέσο ήχε έναν ωρέον δρόμον δενδροφητευμένον. Σήμερα είνε μία
ωρέα πόλης με (30) τρηάντα χηλιάδες και πλέον κατίκους».
--
(σ. 17) Σουφλί: «Είνε μία μικρά πόλης κτησμένη πολή πλησίον του ποταμού Έμβρου,
έχει περί της πέντε χηλιάδες κατίκους, είνε κτησμένη στην πλεβρά ενός λόφου
πολή κατηφοριτού και παρουσιάζη ένα ωρέο θέαμα».
--
(σ. 18) Ορεστιάδα («Καραγάτση» είναι το τουρκικό όνομά της): «Είναι μια μεγάλη
και ωρέα πόλης» - εννοεί τη Νέα Ορεστιάδα – «διότι η παλεά έχει εγγαταληφθή από
τους Έλληνες κατίκους της. [...] Από εκεί περνά ο σηδιρόδρομος διά την Ευβρόπη,
διά την Αθήνα και διά την Κωνσταντινούπολην».
--
(σ. 18) Αδριανούπολη: «[...] είνε κτησμένη σε ένα νησή, διότι την περιβάλη
γίρο-γίρο ο Έμβρος ποταμός. Από εκεί δεν περνά ο σηδιρόδρομος και όλη η κήνισης
και τα εμπορεύματα τα μεταφέρουν από την Ωρεστιάδα στην Ανδριανούπολη, την
οπίαν ενόνη ένας εφθής και ωρέος ασφαλτόστροτος δρόμος με δεξιά και αριστερά
του δρόμου μεγάλες δενδροφητίες. Στο τέλος του δρόμου βρίσκετε μία γέφηρα που
ενόνη την Ανδριανούπολη με τον δρόμον· είνε ωρέα και πλατιά γέφηρα».
--
(σ. 21) Σαράντα Εκκλησιές: «[...] δεν ήτο και πολή μεγάλη, ήτο κάπος προτόγονη
ος προς την κατασκευβή της ος πόλης, αλά οι άνθρωποι πολητισμένη. Και εκεί
σχεδόν ο πληθισμός της Έλληνες».
--
(σ. 22) Μπαμπά Εσκί: «[...] οι κάτική του ήτανε ανάμηκτη Τούρκοι και Έληνες,
ήχε μία μεγάλη ελληνική [=ορθόδοξη] εκλησία καθώς και σχολείο ελληνικό».
--
(σσ. 22-23) Ραιδεστός: «[...] βρίσκετε στα παράλια του Ευξίνου Πόντου, είνε
πόλης ωρέα και μεγάλη, οι κάτική της Έληνες, Εβρέοι πολλοί και πολλοί Τούρκοι».
--
(σ. 27) Πεντάλοφος: Χωριό κοντά στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, «όχι μεγάλο, με
σπήτια όμως καλά. Οι κάτικοί του ήσαν Έλινες».
--
(σ. 48) Γιάνιαρη: «Είνε μεγάλο χωργιό [στα βόρεια της Ηπείρου] με διο χηλιάδες
κατίκους, οι δε κατικοι είνε όλοι Αλβανίτες, δεν ηπάρχη Έλληνας εκεί, μόνον
σταθμός [ελληνικής] χωροφηλακής».
--
(σσ. 66-67) Κέρκυρα: «Η στρατόνες στην Κέρκηρα είνε κτησμένες επάνο σε ένα
νησάκη, που μόλης απέχη (20) ήκοση μέτρα από την πλατίαν της πόλεος [...]
ενόνουντε με μία γέφηρα πλατιά και ωρέα. Αυτήν την πλατίαν έχει σχεδόν η πόλης,
διότι η πόλης είνε κτησμένη με ψηλάσπήτια και πολλούς στενούς δρόμους, σχεδόν
σοκάκια. Σ’ αυτήν την πλατία που είνε πολή μεγάλη είνε τα μεγαλήτερα ξενοδοχεία
και τα τουριστικά. Έχει επήσης πάρκα ωρέα, πεύκα πολλά και ορέα καθήσματα. Στο
κέντρο της πλατίας είνε μία μικρά δεξαμενή με νερό και επάνο σε πέτρινη και
ψιλή βάση είνε ένα χάλκηνο άγαλμα – μου ήπανε ότι είνε το άγαλμα αυτού που με
έξοδα δικά του προ πολόν χρόνον έφερε το νερό στην μπόλη [...]. Τώρα στο νησάκη
αυτό που είνε η στρατόνες [...] είνε σε δίο, χωρισμένες από μία μεγάλη πήλη
[...]. Πίσω από της στρατόνες είνε μία
μικρά πλατία και εκεί είνε κτησμένα τα μαγιρία και το μέρος προς σοματικήν
ανάγκη τον στρατιωτόν, σε άλο μέρος προς το βάθος είνε η εκλησία του Στρατού
καθώς και το νοσοκομείον [...]».
--
(σ. 72) Βούρπιανη (Ηπείρου): «[...] είνε ένα μεγάλο χωργιό με τρεις χηλιάδες
κατίκους ήχε ετότες...» - και, επειδή ο Δημάτος πάντα στη μετέπειτα ζωή του
ενδιαφερόταν να μαθαίνει νέα από τα μέρη που υπηρέτησε, συμπληρώνει: «...
σήμερα έχουν φήγη μου ήπανε που ερότισα κάπιον από εκεί μετά τους σησμούς [της
Κεφαλονιάς το 1953], που ήλθε να εργαστή εδό ος κτήστης· έχει μου ήπε ούτε
χίλιους κατίκους».
● ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ
--
(σ. 68) Κάνει λόγο για «επανάσταση» (= πραξικόπημα) του Ιω. Μεταξά εναντίον της
επαναστατικής κυβέρνησης του Πλαστήρα, το οποίο εκδηλώθηκε την περίοδο που
βρισκόταν στην Κέρκυρα και μετά την αποχώρηση των Ιταλών. Εδώ πρόκειται για
λάθος ή καλύτερα για σύγχυση του Δημάτου. Ο Μεταξάς δεν είχε κάνει τότε δικό
του πραξικόπημα, αλλά είχε αναμιχθεί στο αντεπαναστατικό κίνημα των
Λεοναρδόπουλου και Γαργαλίδη κατά του Πλαστήρα τον Οκτώβρη του 1923 και μετά
την αποτυχία του δραπέτευσε στην Ιταλία. Μας πληροφορεί μάλιστα ο Δημάτος ότι
αυτός και 180 Κεφαλονίτες, που υπηρετούσαν τότε στην Κέρκυρα, προσχώρησαν στο
κίνημα κάτω από τις διαταγές ενός συνταγματάρχη και επικράτησαν στην Κέρκυρα,
αλλά λόγω της άμεσης πανελλαδικά καταστολής του
κινήματος επανήλθε η νόμιμη κατάσταση και στην Κέρκυρα, όπου «τότε με
τον καλόν τρόπον μας φερθήκανε οι αξιωματικοί μας σαν να μην ήχε σημβή τίποτα».
Δηλαδή δεν υπήρξαν ποινές ή άλλα αντίποινα.
●
ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ
--
(σσ. 23-24) Αναφερόμενος στο θρακικό μέτωπο, αντιλαμβάνεται τον ανέντιμο ρόλο
των Δυνάμεων της Αντάντ: «[...] αντής να έλθουν εμπρός μας οι Τούρκοι, βλέπουμε
Άκλους, Γάλους και Ηταλούς στρατιώτες. Τότε μας ήπανε ότι επημένουν οι Μεγάλες
Δηνάμης, Ακλία, Γαλία και Ηταλία, να παραδόσουμε την Ανατολικήν Θράκη σε
αυτούς, διότι έχουμε να κάμουμε με αυτούς, όχι με τους Τούρκους [...]. Και
συμπληρώνει, διευκρινίζοντας ότι από τα μέρη που αποχωρούσε ο ελληνικός στρατός
«πίσο από εμάς ερχότανε ο Σημαχηκός Στρατός των Άκλον, Γάλον και των Ηταλόν·
πουθενά Τούρκος δεν φενότανε». Επομένως, αφού δεν υπήρχε τουρκικός στρατός που
να τους καταδιώκει, γιατί η Ελλάδα έπρεπε να εγκαταλείψει την Α. Θράκη; Και
φυσικά καταλαβαίνει ότι εδώ αποφασίζουν οι Δυνάμεις της Αντάντ υπέρ της
Τουρκίας.
--
(σσ. 60-62) Ο Δημάτος αναφέρεται στο
αίτιο ή καλύτερα την αφορμή της κατάληψης της Κέρκυρας από την Ιταλία του
Μουσολίνι (31 Αυγούστου 1923): η δολοφονία σε ελληνικό έδαφος του Ιταλού
στρατηγού Tellini
και φυσικά η ολοκληρωτική απόρριψη των όρων της ιταλικής τελεσιγραφικής
διακοίνωσης από την ελληνική κυβέρνηση. Αλλά ο Δημάτος μας μεταφέρει στο
«τετράδιό» του λαθεμένους τους όρους του τελεσιγράφου: δεν αναφέρει όλους τους
όρους, δίνει λαθεμένο το ποσό της αποζημίωσης, συμπεριλαμβάνει ως όρο την
απαίτηση της Ιταλίας να υψωθεί η ιταλική σημαία στην Ακρόπολη (!) και στα ελληνικά πολεμικά σκάφη για 24 ώρες.
Πρόκειται προφανώς για σύγχυση. Το τελεσίγραφο έθετε το χρονικό όριο του 24ώρου
και μεταξύ των άλλων απαιτούσε απόδοση
τιμών στην ιταλική σημαία. Η ελληνική κυβέρνηση, βέβαια, δεν απέρριψε τελείως το
τελεσίγραφο, όπως γράφει ο Δημάτος (: «[...] όχι, τίποτα από αυτά δεν δέχοντε
οι Έλινες»), αλλά ικανοποίησε κάποιους όρους.
●
ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ
--
(σσ. 18-20) Μάχη για την κατάληψη της Αδριανούπολης: περιγράφει την περιοχή,
αναφέρεται στη γέφυρα, τη μοναδική είσοδο στην πόλη, αφηγείται την πεισματώδη
σύγκρουση.
--
(σ. 34) Ενώ είχαν αποχωρήσει από την Α. Θράκη, η οποία μετά από συμφωνία είχε
περάσει στους Τούρκους, και βρίσκονταν στην περιοχή του Σουφλιού, ένα βράδυ του
Σεπτέμβρη του 1923 μετά από διαταγή
ακροβολίστηκε το τάγμα του στην ελληνική όχθη του Έβρου, προκειμένου να γίνει
πολεμική εξόρμηση κατά της Α. Θράκης. Μάλιστα, και στην απέναντι, τουρκική,
όχθη είχαν παραταχθεί οι Τούρκοι. «¨όμως το χάραμα ήλθε διαταγή να φήγουμε,
διότι εματεόθηκε η επήθεσης». Και συμπληρώνει ο φαντάρος Δημάτος: «Άγνοστο διά
εμένα το διατί εματεόθηκε». Πάντως, αυτή η πληροφορία για επίθεση κατά της Α.
Θράκης μετά τη συμφωνία της Λωζάννης δεν είναι γνωστή από άλλη πηγή.
--
(σσ. 65-66) Έχουν καταλάβει οι Ιταλοί την Κέρκυρα, αλλά μετά από τις
απαραίτητες διπλωματικές ενέργειες αποχώρησαν. Ο Δημάτος έχει σταλεί στην
Κέρκυρα και είναι η μέρα της αποχώρησης των Ιταλών. Οι Κερκυραίοι έχουν κατακλύσει τους δρόμους και την
παραλία, επικρατεί ενθουσιασμός. Ανάμεσα στα συνθήματα που φωνάζουν, εκείνο που
εντυπωσιάζει τον Δημάτο είναι το «κικιρίκου». Ζητώντας διευκρινίσεις μαθαίνει
ότι οι Ιταλοί καταλαμβάνοντας την Κέρκυρα, έστησαν ένα μεγάλο σιδερένιο κόκορα
στην πλατεία της πρωτεύουσας, δηλώνοντας στους κατοίκους ότι δεν πρόκειται να
εγκαταλείψουν την Κέρκυρα· «όταν λαλίση ο σηδερένιος κόκορας, τότε θα φήγουν
και η Ηταλοί από την Κέρκηρα». Γι’ αυτό λοιπόν οι Κερκυραίοι αποχαιρετούσαν
τους Ιταλούς με τα «κικιρίκου». «Τους κοροηδεύβανε» δηλαδή, μας εξηγεί ο
Δημάτος.
● ΝΕΕΣ ΓΝΩΣΕΙΣ: Αποκτά νέες γνώσεις, μαθαίνει
πράγματα και μαθαίνει για πράγματα, τα οποία το μικρό και κλειστό χωριό του δεν
μπορούσε να του τα μάθει.
--
(σσ. 32-33) Είναι αρχιφύλακας στο φυλάκιο της γέφυρας του Άρδα και οι στρατιώτες
του επιθύμησαν να φάνε ντομάτες και καρπούζια. Του ζητούν να τους επιτρέψει να
πάνε στο διπλανό χωριό, για να τα προμηθευτούν, κάτι που γίνεται. Μετά από δυο
ώρες επιστρέφουν φέρνοντας ντομάτες και φασολάκια αλλά κανένα καρπούζι κι όταν
τους ζήτησε εξηγήσεις του απάντησαν ότι «θα έλθουν μονάχα τους εδό». Επειδή
όμως νόμισε πώς τον κοροΐδευαν – είναι δυνατόν να έρθουν μόνα τους τα
καρπούζια; - τους έκανε αυστηρές παρατηρήσεις, αλλά εκείνοι ορκίζονταν ότι του
έλεγαν την αλήθεια. Και να τι έγινε, όπως ο ίδιος αναφέρει το περιστατικό:
«Αμέσος πήρανε διο κουβέρτες, της ενόσανε την μια με την άλη, γδιθήκανε μέχρη
την μέση, κατεβίκανε στο ποτάμη που ήτο ριχό σαυτό το μέρος και αφού κράτησε την μία άκρη της κουβέρτας ο
ένας και ο άλος την άλη άκρη, απομακρίθηκε ο ένας του άλου και έτση η κουβέρτες
απλοθήκανε σε όλη την επηφάνια του νερού και περιμένανε κρατόντες της κουβέρτες
αρκετή ώρα, οπότε σε κάπια στηγμή, να και ερχότανε τα καρπούζια το ένα πίσο από
το άλο. Αφού ερχότανε στην κουβέρτα, στεκότανε και τα πέρναμε έξο – και όχι
λίγα, δέκα πέντε (15) όλα». Και εξηγεί ο νεαρός Δημάτος: «δεν εγνώριζα πως
πλέουν και στέκοντε στην επηφάνια του νερού τα καρπούζια, δεν ήχα ιδή ποτέ
[...]».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου