Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2016

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΤΟΥ ΒΑΓΓΕΛΗ ΣΑΚΚΑΤΟΥ "Κεφαλονιά 1943. Το μεγάλο έγκλημα του ναζισμού. Η σφαγή της μεραρχίας Άκουι", Εκδόσεις Βιβλιοφιλία, Αθήνα 2008






          Αναμφισβήτητα, η εκτέλεση εν ψυχρώ από τους Γερμανούς χιλιάδων Ιταλών, στρατιωτών και αξιωματικών, της μεραρχίας Άκουι στην Κεφαλονιά το Σεπτέμβρη του 1943, που έχει καταχωριστεί στην ιστορική μνήμη ως σφαγή, συνιστά ένα από τα αποτρόπαια εγκλήματα του ναζισμού κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Διευκρινίζεται ότι η σφαγή αυτή δεν έγινε από τα Ες-Ες ή την Γκεστάπο – κάτι άλλωστε συχνό για τα γερμανικά δεδομένα- αλλά από τις δυνάμεις της Βέρμαχτ, του ίδιου δηλαδή του γερμανικού στρατού, μετά από τη διαταγή του Χίτλερ να μην υπάρξουν αιχμάλωτοι στην Κεφαλονιά.
          Αναντίρρητα, κατά την ελληνοϊταλο-γερμανική σύγκρουση καθοριστικό ρόλο έπαιξε το κοινό, μετά από ενέργειες του ΕΑΜ Κεφαλονιάς-Ιθάκης, ελληνο-ιταλικό αντιφασιστικό μέτωπο με τη συμμετοχή και των Σλοβένων, το οποίο επιδίωκε την αταλάντευτη αντίσταση εναντίον των νέων επίδοξων κατακτητών του νησιού, των Γερμανών. Αλλά το μεγαλείο του κεφαλονίτικου λαού εκδηλώθηκε με την ανεπιφύλακτη συμπαράστασή του στους νικημένους Ιταλούς, όταν, ανταποκρινόμενος στην έκκληση του ΕΑΜ, περιέθαλψε, έκρυψε και φυγάδευσε τους πρώην κατακτητές του με κίνδυνο της ζωής και της περιουσίας του.
         Αναμφίβολα, η σφαγή μπόρεσε να πραγματωθεί, και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, επειδή οι Σύμμαχοι, παρά την υπόσχεσή τους για βοήθεια, δεν έκαναν απολύτως τίποτε προς αυτήν την κατεύθυνση. Αντίθετα, εμπόδισαν δύο ιταλικά πολεμικά, που με δική τους πρωτοβουλία απέπλευσαν από το Μπρίντεζι σε μια απεγνωσμένη προσπάθειά τους να βοηθήσουν τους αγωνιζόμενους συμπατριώτες τους στην Κεφαλονιά.
          Σίγουρα, τέλος, το γεγονός αυτό το σκέπασαν με βαριά σιωπή το γερμανικό, το ιταλικό και το ελληνικό κράτος ή προσπάθησαν με κάθε τρόπο να κλείσουν το θέμα. Η, τότε, Ομοσπονδιακή Δυτική Γερμανία, όχι μόνο προσπάθησε να σβήσει τα τεκμήρια του εγκλήματος της Βέρμαχτ, αλλά επιπλέον ανέχτηκε μες στον κρατικό και στρατιωτικό μηχανισμό της κάποιους από εκείνους τους εγκληματίες. Το ιταλικό κράτος θυσίασε τον αγώνα των στρατιωτών του και την τιμωρία των σφαγέων τους στο βωμό των κρατικών συμφερόντων, διακρατικών σκοπιμοτήτων και των νατοϊκών εντολών. Το ελληνικό κράτος,, υποκύπτοντας προφανώς σε εκβιασμούς της Δ. Γερμανίας, εξασφάλισε μέσα από το κατάλληλο νομικό πλαίσιο τη δυνατότητα μη καταδίωξης των Γερμανών εγκληματιών πολέμου και την απεμπόληση των ελληνικών διεκδικήσεων. Και έπρεπε να περάσουν είκοσι χρόνια για να παρέμβει η δικαιοσύνη. Αλλά και σε αυτή την περίπτωση το ζήτημα θα κλείσει (το 1969), για να ξανανοίξει το 2003 και να ξανακλείσει το 2007.
          Όλες οι παραπάνω πλευρές της σφαγής της ιταλικής μεραρχίας Άκουι από τους Γερμανούς στην Κεφαλονιά το Σεπτέμβρη του 1943 απασχολούν τον Βαγγέλη Σακκάτο στο τελευταίο βιβλίο του «Κεφαλονιά 1943. Το μεγάλο έγκλημα του ναζισμού. Η σφαγή της μεραρχίας Άκουι. Ντοκουμέντα και κείμενα. Γεράσιμος Γαλάνος – Μια συγκλονιστική ιστορική μαρτυρία», εκδόσεις Βιβλιοφιλία, Αθήνα 2008. Στο βιβλίο αυτό ο συγγραφέας έχει συγκεντρώσει πλούσιο και ενδιαφέρον υλικό γύρω από τις πρόσφατες εξελίξεις για το θέμα της μεραρχίας Άκουι. Πρόκειται για υλικό, δημοσιευμένο ή όχι, αποτελούμενο από άρθρα δικά του ή άλλων, συνεντεύξεις, ή ομιλίες του, στοιχεία που δημιουργούν το παζλ των παράπλευρων, θα λέγαμε, ενεργειών της σφαγής της μεραρχίας Άκουι. Κωδικοποιώντας το υλικό αυτό, έχουμε συγκεκριμένα τις εξής ενότητες:
1η. Συγκλονιστική μαρτυρία Κεφαλονίτη δασκάλου, αυτόπτη μάρτυρα της ελληνοϊταλο-γερμανικής σύρραξης και κυρίως των συνεπειών της για την πόλη του Αργοστολιού και των γύρω χωριών – ένα σημαντικότατο ιστορικό ντοκουμέντο.
2η. Υλικό από εκδηλώσεις για το γεγονός της σύρραξης στο Αργοστόλι (Σεπτ. 2003) και στην Πάρμα της Ιταλίας (Μάρτ. 2007) – ρεπορτάζ και οι σχετικές ομιλίες του συγγραφέα σε αυτές – καθώς και από την παρουσίαση της ιταλικής έκδοσης του βιβλίου του «Μεραρχία Άκουι» στην Άκουι Τέρμε του Πιεμόντε της Ιταλίας (Οκτ. 2004).
3η. Πλούσιο υλικό για το όλο θέμα της δικαστικής έρευνας για την τιμωρία των ενόχων της σφαγής των Ιταλών: συνεντεύξεις και άρθρα του Β. Σακκάτου και άλλων.
4η. Άρθρα με αυστηρή κριτική για τα βιβλία του Άγγλου συγγραφέα Λουί ντε Μπερνιέ «Το μαντολίνο του λοχαγού Κορέλι» και «Πουλιά χωρίς φτερά» καθώς και για την ταινία τη βασισμένη στο πρώτο βιβλίο.
5η. Τέλος, στο Επίμετρο του βιβλίου περιλαμβάνονται κριτικές-κρίσεις για το πρώτο βιβλίο του Β. Σακκάτου «Μεραρχία Άκουι», δημοσιευμένες σε περιοδικά ή διατυπωμένες σε επιστολές προς τον ίδιο το συγγραφέα, καθώς επίσης έγγραφα της εποχής και ποικίλο φωτογραφικό υλικό.
           Ας εξετάσουμε, τώρα, αυτές τις ενότητες.
          1. Η μαρτυρία του δασκάλου Γεράσιμου Γαλάνου. Ο Γ. Γαλάνος γεννήθηκε και πέθανε στο Αργοστόλι (1887-1972) και δίδαξε με ευσυνειδησία σε σχολεία διαφόρων χωριών του νησιού και στο Αργοστόλι, αναπτύσσοντας πλούσια κοινωνική δραστηριότητα, σύμφωνα με το βιογραφικό του το γραμμένο στο βιβλίο αυτό από το συνάδελφο εκπαιδευτικό και ερευνητή Γερ. Σωτ. Γαλανό. Αμέσως μετά τη σύρραξη, ο δάσκαλος Γ. Γαλάνος ως αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων εκείνων ιδιαίτερα στο Αργοστόλι και των συνεπειών τους, κάθησε κι έγραψε μια περιγραφή όσων έζησε, με τις ανάλογες κρίσεις, και την απηύθυνε στην κόρη του Ελένη, που τότε ζούσε στην Αθήνα.
          Το κείμενο αυτό δε γνωρίζουμε πώς έφτασε στα χέρια του Κώστα Σπανού για δημοπράτηση, για να το αγοράσει τελικά ο Δήμος Αργοστολιού. Είναι όμως σίγουρο ότι ήταν γνωστό από τα χρόνια της Κατοχής στον Κεφαλονίτη καθηγητή της Λαογραφίας Δημήτριο Λουκάτο, ο οποίος το είχε αντιγράψει από το Νοέμβρη του 1943. Και όταν το Ίδρυμα Υιών Παναγή Φωκά-Κοσμετάτου, του οποίου Πρόεδρος ήταν ο Δ. Λουκάτος, έδωσε την άδεια στον Πρόεδρο της Εταιρίας Μελέτης Ελληνικής Ιστορίας Γεράσιμο Αποστολάτο, να εκδώσει το χειρόγραφο του Κοσμέτου Φωκά-Κοσμετάτου για την ελληνοϊταλο-γερμανική σύρραξη, δημοσιεύθηκε σ’ εκείνο το βιβλίο και το κείμενο του δασκάλου Γερ. Γαλάνου, με την ένδειξη «Το αντέγραψα απ’ το πρωτότυπο τον Νοέμβριον 1943, Μίμης Λουκάτος». Σημειώνουμε, ωστόσο, κάποιες παρατηρήσεις: Εκεί, το επώνυμο του δασκάλου αναγράφεται λαθεμένα Γαλάνης. Στο αντιγραμμένο και δημοσιευμένο κείμενο υπάρχουν μερικά κενά και σε κάποιες περιπτώσεις δεν είναι πιστή η αντιγραφή από το πρωτότυπο. Πράγματι, με προβληματίζει αυτή η κατάσταση, τη στιγμή που ο Δημ. Λουκάτος ήταν πάντα πολύ προσεκτικός, τυπικός και σχολαστικός σε τέτοιες περιπτώσεις και έδειχνε σεβασμό σε χειρόγραφα κείμενα, δεν είχε δηλαδή λόγο να παρουσιάσει στην αντιγραφή του αλλοιωμένο το κείμενο του Γαλάνου. Τι συνέβη κανείς δε γνωρίζει. Πάντως, γνωρίζουμε τώρα το αυθεντικό κείμενο του Κεφαλονίτη δασκάλου χάρη στη δημοσίευση φωτογραφιών του κειμένου από τον Β. Σακκάτο. Κατά τη μεταγραφή του, όμως, και εδώ παρουσιάστηκαν κάποια λάθη.
          Ποια, ωστόσο, είναι η ιστορική σημασία αυτού του χειρόγραφου κειμένου; Ο ίδιος ο Β. Σακκάτος στο εισαγωγικό του σημείωμα αναφέρει ότι πρόκειται «για ένα ιστορικό ντοκουμέντο μεγάλης αξίας», είναι «μία συγκλονιστική μαρτυρία ενός πολύ αξιόπιστου αυτόπτη μάρτυρα της ιταλογερμανικής σύρραξης στην Κεφαλονιά, της καταστροφής τ’ Αργοστολιού και των γύρω χωριών και όλων των δεινών που υπέστησαν οι ηττημένοι Ιταλοί αλλά και ο λαός της Κεφαλονιάς». Και πολύ σωστά. Δίνει ο Γαλάνος σημαντικά στοιχεία, που δεν τα έχουμε από άλλη πηγή. Αναφέρει τις συμπλοκές, μετράει τις απώλειες, καταγράφει τα προβλήματα – κι αυτό είναι κατά τη γνώμη μας το σημαντικότερο – του άμαχου πληθυσμού. Πέρα από το αν μπορεί κάποιος να διαφωνεί με τις εκτιμήσεις και κρίσεις του αυτόπτη μάρτυρα των γεγονότων, παραμένει η αξία του κειμένου του ως ιστορικής πηγής.
          2. Στο βιβλίο του ο Β. Σακκάτος περιλαμβάνει υλικό από τρεις εκδηλώσεις. Τα τέλη Αυγούστου και το Σεπτέμβρη του 2003, με τη συμπλήρωση 60 χρόνων από την ελληνοϊταλο-γερμανική σύρραξη, ο Ελληνοϊταλικός Σύλλογος Κεφαλονιάς-Ιθάκης Mediterraneo σε συνεργασία με το Σύλλογο της Ρώμης Storia e Memoria και με την υποστήριξη της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Κεφαλονιάς και Ιθάκης, του Δήμου Αργοστολιού, του Υπουργείου Εξωτερικών της Ιταλίας και της Γερμανικής Πρεσβείας στην Αθήνα διοργάνωσαν σειρά εκδηλώσεων με κορύφωση το ιστορικό Συνέδριο στις 13 και 14 του Σεπτέμβρη, όπου πήραν μέρος 13 σύνεδροι - Έλληνες, Ιταλοί και Γερμανοί ιστορικοί και ερευνητές. Από την ελληνική πλευρά μίλησαν ο Σπύρος Λουκάτος, ο Βαγγέλης Σακκάτος και ο Γεράσιμος Αποστολάτος. Στο βιβλίο ο συγγραφέας δημοσιεύει τη δική του εισήγηση με τον τίτλο «Η πολιτικά ώριμη στάση και συμπεριφορά του λαού της Κεφαλονιάς στην ιταλογερμανική σύγκρουση του Σεπτέμβρη του 1943. Η συμμετοχή και η δράση των ανδρών της Άκουι στον ΕΛΑΣ της Δυτικής Ελλάδας». Ο εισηγητής τονίζει την απαράδεκτη στάση των Συμμάχων, οι οποίοι, ενώ συνέβαλαν μέσω της εδώ Στρατιωτικής Αποστολής στη σύγκρουση Ιταλών και Γερμανών, εγκατέλειψαν εσκεμμένα τους νέους συμμάχους τους στην τύχη τους, υπογραμμίζει την πολιτική ωριμότητα των τοπικών ΕΑΜικών δυνάμεων και την αξιοθαύμαστη αλληλεγγύη του κεφαλονίτικου λαού και αναδεικνύει τη συνεισφορά εκείνων των στρατιωτών και αξιωματικών της Άκουι, που μετά τη σύγκρουση κατατάχθηκαν στο 2/39 Σύνταγμα του ΕΛΑΣ Αιτωλοακαρνανίας πολεμώντας πλάι στους Έλληνες τον κοινό εχθρό.
          Τέσσερα χρόνια αργότερα, στις 2 και 3 Μαρτίου 2007 πραγματοποιήθηκε στην Πάρμα της Ιταλίας, υπό την αιγίδα του Προέδρου της Ιταλικής Δημοκρατίας και της Ελληνικής Πρεσβείας στην Ιταλία, ιστορικό Συνέδριο για τη σφαγή της μεραρχίας Άκουι, με τη συμμετοχή 11 συνέδρων, 2 Ελλήνων (του Β. Σακκάτου και της Μαρίας Φάλι-Ζαπάντη) και 9 Ιταλών. Η εισήγηση του συγγραφέα, που δημοσιεύεται στο βιβλίο, επικεντρώνεται στη σύγκρουση, δίνοντας κυρίως έμφαση στη γενναία απόφαση των Ιταλών να συγκρουστούν με τους Γερμανούς, χωρίς να παραλείπει να αναφέρει τη βαρβαρότητα των δεύτερων και την αδιαφορία των Συμμάχων αλλά και τη συμμετοχή και αλληλεγγύη των Κεφαλονιτών. Κάνει ιδιαίτερη μνεία στην περίπτωση του αντιφασίστα αγωνιστή Άμος Παμπαλόνι, τιμώντας προφανώς τον άνδρα που πριν από 5 μήνες είχε φύγει από τη ζωή.
           Στο μεταξύ, η 7η του Οκτώβρη 2004 πρέπει να ήταν μια από τις ευτυχισμένες μέρες της ζωής του Β. Σακκάτου. Έχει μεταφραστεί στα ιταλικά από τον ελληνιστή Massimo Rapetti το ιστορικό του αφήγημα-μαρτυρία «Μεραρχία Άκουι» και τη μέρα εκείνη γινόταν η παρουσίαση της ιταλικής έκδοσης στην Άκουι Τέρμε του Πιεμόντε της Ιταλίας. Σημειώνουμε εδώ ότι είναι το πρώτο ελληνικό βιβλίο με το θέμα αυτό που μεταφράζεται στα ιταλικά. Μεγάλη επίσης τιμή για τον ίδιο το Β. Σακκάτο και το βιβλίο του ήταν το ότι την έκδοση αυτή δέχθηκε να προλογίσει ο εκλεκτός Ιταλός συγγραφέας Marcello Venturi, o πρώτος που ασχολήθηκε, από τη δεκαετία του 1960, με το θέμα της σφαγής των Ιταλών στην Κεφαλονιά από τους Γερμανούς – το ιστορικό του μυθιστόρημα έχει μεταφραστεί στα ελληνικά με τον τίτλο «Λευκή σημαία στην Κεφαλονιά» - όταν κανείς ιστορικός ή ιστοριογράφος ή άλλος ερευνητής δεν είχε τολμήσει να καταπιαστεί με την υπόθεση αυτή και όταν και η ίδια η ιταλική Πολιτεία δεν είχε ακόμη ξεκαθαρίσει αν τα γεγονότα του Σεπτέμβρη του 1943 στην Κεφαλονιά συνιστούσαν άδοξη ήττα ή ηρωική αντίσταση. Επομένως, δικαιολογημένα ο Β. Σακκάτος απόλαυσε πράγματι ευτυχισμένα εκείνη την εκδήλωση της παρουσίασης, καθώς βίωνε τη μετανάστευση ενός παιδιού του – του βιβλίου του – στη γειτονική χώρα, αφού και γι’ αυτήν γράφτηκε εκείνο το βιβλίο. Στην ομιλία του ο συγγραφέας βρήκε την ευκαιρία να επισημάνει την αναγκαιότητα των αγώνων για πανανθρώπινη ειρήνη και κοινωνική δικαιοσύνη, ώστε να αποφευχθούν σήμερα και αύριο φρικαλεότητες σαν κι εκείνες του Σεπτέμβρη του 1943 στο όμορφο κατά τα άλλα νησί της Κεφαλονιάς. Ενημέρωσε το ακροατήριό του για το περιεχόμενο του βιβλίου του, αλλά και συμπληρωματικά αναφέρθηκε και στα επιπλέον στοιχεία που περιέχει η δεύτερη, στο μεταξύ, ελληνική έκδοση του βιβλίου.
           3. Αρκετά ενδιαφέρουσα είναι η ενότητα κειμένων του βιβλίου, που περιέχει υλικό για την υπόθεση της δικαστικής δίωξης των ενόχων της σφαγής. Είναι αλήθεια ότι για το αποτρόπαιο έγκλημα του γερμανικού στρατού, για την ανελέητη σφαγή των Ιταλών κανείς ουσιαστικά δεν τιμωρήθηκε μέχρι σήμερα. Πράγματι το όλο θέμα προκαλεί θυμό και αγανάκτηση στον απλό πολίτη και ευσυνείδητο πατριώτη και χαρακτηρίζει το κράτος ως ανάλγητο θύτη, ως αντιλαϊκό μηχανισμό, ως ισοπεδωτή των ανθρώπινων αξιών και των πολιτισμικών παραδόσεων. Και αυτά δεν ισχύουν μόνο για το γερμανικό κράτος, που δικαιολογημένα κατά κάποιους θα ήθελε να περιφρουρήσει τους μηχανισμούς του και τους ανθρώπους του, αλλά – όσο και να φαίνεται παράξενο – ισχύουν και για το ιταλικό και για το δικό μας, το ελληνικό κράτος. Μερικά στοιχεία είναι χαρακτηριστικά – κάποια από αυτά τα αντλώ από άρθρα αυτής της ενότητας.
          Σε άρθρο του στη γερμανική εφημερίδα Neus Deutschland ο δημοσιογράφος Gerhard Feldbauer, στις 27-9-2003, σημείωνε: ο στρατηγός Hebert Lanz, διοικητής του 22ου Σώματος Στρατού Ορεινών Κυνηγών (καταδρομέων), παραπέμφθηκε στο δικαστήριο της Νυρεμβέργης και δικάστηκε σε 12 χρόνια φυλακή, αλλά εξέτισε μόνο τα 5, συνέχισε τη σταδιοδρομία του στο στρατό της, τότε, Ομοσπονδιακής Δ. Γερμανίας και χρημάτισε σύμβουλος Πολιτικής Ασφάλειας του Φιλελεύθερου Κόμματος του Γκέντσερ. Ο ταγματάρχης Reinhold Klebe, του Στρατού κι αυτός των Ορεινών Κυνηγών, υπεύθυνος και για την ομαδική εκτέλεση 400 Ιταλών αιχμαλώτων στην περιοχή της Θηνιάς, έκανε καριέρα στο γερμανικό στρατό, φτάνοντας μέχρι το βαθμό του αντισυνταγματάρχη.
          Στην Ιταλία για 20 χρόνια μετά τα γεγονότα βασίλευε ένοχη σιωπή, καθώς καμιά έρευνα δεν είχε γίνει για την εξακρίβωση των υπευθύνων της σφαγής. Αντίθετα, 28 επιζήσαντες Ιταλοί αξιωματικοί κατηγορήθηκαν από τους γονείς κάποιων νεκρών στρατιωτών για συνομωσία κατά του διοικητή της μεραρχίας στρατηγού Gandin και ως υπεύθυνοι για τη σύρραξη, οι οποίοι τελικά αθωώθηκαν μόλις το 1957. Το 1960 ομάδα υψηλόβαθμων Γερμανών απαλλάχθηκε από την κατηγορία για τις εκτελέσεις αιχμαλώτων της μεραρχίας Άκουι.
          Αλλά και η ελληνική πλευρά στα τέλη της δεκαετίας του 1950 έδειξε εγκληματική υποχωρητικότητα στο ζήτημα της τιμωρίας των ενόχων και στη δίκαιη απαίτηση από το γερμανικό κράτος των πολεμικών επανορθώσεων και αποζημιώσεων. Τα στοιχεία που ο Β. Σακκάτος αναφέρει σε πρόσφατο κείμενό του (1-12-2007) είναι αξιοπρόσεκτα. Αναφέρω μερικά: Ενώ στις 2-3-1959 ο Μαξ Μέρτεν καταδικάζεται ως εγκληματίας πολέμου σε φυλάκιση 25 χρόνων, μετά από 8 μήνες αποφυλακίζεται με τον τότε πρωθυπουργό Κ. Καραμανλή να απαντά στη Βουλή στις δικαιολογημένες καταγγελίες της ΕΔΑ ότι αυτό έγινε «χάριν των σχέσεων των δύο χωρών». Την ίδια χρονιά, το μήνα Αύγουστο, φυγαδεύεται ο υπόδικος Γερμανός εγκληματίας πολέμου Γκούντερ Γκόλβες – στην πραγματικότητα τον απέλυσε η ελληνική κυβέρνηση μετά από παρέμβαση της Δ. Γερμανίας. Και ο τότε υπουργός Προεδρίας Κ. Τσάτσος δήλωνε κυνικά ότι «η πολιτική αυτή της κυβερνήσεως περί τερματισμού των διώξεων των εγκληματιών πολέμου είναι σύμφωνος με τα γενικότερα συμφέροντα της χώρας». Κανένα σχόλιο για το νεότερο αυτό κυβερνητικό έγκλημα.
          Μέσα, λοιπόν, σ’ ένα τέτοιο διακρατικό κλίμα, καθοδηγημένο από τα ΝΑΤΟϊκά επιτελεία, προκειμένου να μην ενοχληθεί η από το 1955 γερμανική παρουσία στη Συμμαχία, δεν ήταν δυνατό να διεξαχθούν ουσιαστικές έρευνες για τον εντοπισμό των ενόχων της φρικιαστικής σφαγής στην Κεφαλονιά το Σεπτέμβρη του 1943 και την παραδειγματική τιμωρία τους. Η δικαστική έρευνα που μετά από πίεση ξεκίνησε το 1964, έκλεισε το 1968 χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα. Έπρεπε να περάσουν άλλα 40 από τότε χρόνια, για να ξεκινήσει νέα δικαστική έρευνα πάλι, το 2003, και να κλείσει πάλι, το 2007, χωρίς ουσιαστικό πάλι αποτέλεσμα.
Πράγματι, εξαιτίας του θορύβου που ξεσηκώθηκε – σημαντικό μερίδιο σε αυτό έχει και ο Β. Σακκάτος – λόγω της απαράδεκτης πλαστογράφησης της ιστορίας που ο Λουί ντε Μπερνιέρ με το «Μαντολίνο του λοχαγού Κορέλι», και συνακόλουθα και με την ομώνυμη ταινία, προκάλεσε, ευαισθητοποιήθηκε ο Γερμανός Ανώτερος Εισαγγελέας Ulrich Maass και ξεκίνησε το 2003 νέα δικαστική έρευνα. Απ’ ό,τι φαίνεται κατέβαλε ο ίδιος φιλότιμες προσπάθειες για τη συλλογή αδιαμφισβήτητων στοιχείων, που να στοιχειοθετούν κατηγορίες σε προσωπικό επίπεδο, παρά τις αντικειμενικές δυσκολίες λόγω κυρίως της μεγάλης χρονικής απόστασης από τα γεγονότα. Επισκέφθηκε και την Κεφαλονιά, για να πάρει καταθέσεις. Τότε (2005) ο ίδιος δήλωνε σε συνέντευξή του προς τον Β. Σακκάτο, που δημοσιεύεται στο βιβλίο, ότι «είναι πολύ αργά να γίνει πραγματικά κάτι για να διαλευκανθεί το ζήτημα, 62 χρόνια μετά τα γεγονότα ή από το σημαντικό γεγονός, αλλά κατά τη γνώμη μου δεν είναι αργά». Κατά τη διάρκεια της έρευνας κίνησε τη διαδικασία εναντίον δύο προσώπων και παρέπεμψε την υπόθεση, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, στους συναδέλφους του στη Βαυαρία, γιατί αυτός ήταν υπεύθυνος μόνο για το ομόσπονδο κρατίδιο της Βόρειας Ρηνο-Βεστφαλίας. Ο Ανώτερος, όμως, Εισαγγελέας του Μονάχου σταμάτησε το 2006 τη δίωξη με το αιτιολογικό ότι ο συγκεκριμένος Γερμανός καταδρομέας έκανε το καθήκον του. Φυσικά ξεσηκώθηκε θύελλα διαμαρτυριών κυρίως στην Ιταλία.
          Στο μεταξύ, η υπόθεση είχε ήδη κριθεί. Ο διενεργήσας τη δικαστική έρευνα Ανώτερος Εισαγγελέας Ulrich Maass έθεσε την υπόθεση στο Αρχείο στις 8-3-2007, ομολογώντας ουσιαστικά το αδιέξοδο του όλου εγχειρήματος. Να τι γράφει σε επιστολή του προς τον Β. Σακκάτο: «Οι έρευνες για τη θανάτωση των Ελλήνων στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής στο νησί συνεχίζονται, αλλά βρίσκονται επίσης λίγο πριν από το κλείσιμο. […] Συνολικά έχουν εξεταστεί οι περιπτώσεις των 3.500 περίπου άλλοτε ανηκόντων στη Βερμαχτ – δυνητικά δραστών, σχετικά μετεχόντων. Από αυτούς, πάνω από το 82% έχουν πεθάνει και περίπου το 5% δεν έχει εξακριβωθεί. Από τους έχοντες τις διαταγές (τους αξιωματικούς), τον καιρό των εξακριβώσεων ζούσαν ακόμα 7. Από αυτούς ένας[…] είναι αρμοδιότητας της Εισαγγελίας του Μονάχου για τη συνέχεια. Ένας άλλος ακόμα από τους διατεθέντες στην Κεφαλονιά, βρέθηκε σε αιχμαλωσία κι ένας τραυματίστηκε βαριά κατά την προσγείωση και μεταφέρθηκε πάλι στη στεριανή Ελλάδα. Οι υπόλοιποι 4 αξιωματικοί θεωρήθηκαν ύποπτοι, γιατί με τα τμήματά τους, στη διάρκεια διάθεσής τους στην Κεφαλονιά και κατά την προέλασή τους προς το Αργοστόλι, τουλάχιστο κάποιοι απ’ αυτούς βρεθήκανε στους τόπους των εκτελέσεων. Αυτοί απορρίπτουνε την οποιαδήποτε συμμετοχή τους στις εκτελέσεις. Οι ισχυρισμοί αυτοί δεν έρχονται σε αντίθεση με τα υπάρχοντα στοιχεία. Δεν αποδεικνύεται πως αυτοί ή μέλη των λόχων και των πυροβολαρχιών τους, κάτω από τη διοίκησή τους, μετείχαν στη θανάτωση Ιταλών αιχμαλώτων πολέμου. […] Η αξιοποίηση κάθε μεμονωμένης κατάθεσης των πάνω από 400 εξετασθέντων άλλοτε στρατιωτών της Βερμαχτ, στα πλαίσια αυτών των πληροφοριών δεν είχε αποτέλεσμα. Έχει αποδειχτεί εντούτοις για μόνο δύο στρατιώτες του 12ου λόχου του 98ου συντάγματος Ορεινών Κυνηγών πως πήρανε μέρος σε εκτελέσεις και αυτό έχει εξακριβωθεί».
Παρά τις αρχικές προσδοκίες η υπόθεση έκλεισε άδοξα. Ωστόσο, όλη αυτή την οδύσσεια μπορεί ο αναγνώστης να την αντιληφθεί διαβάζοντας τη σχετική ενότητα του βιβλίου του Β. Σακκάτου, όπου συμπεριλαμβάνονται και άρθρα τρίτων για το θέμα αυτό.
          4. Στην τέταρτη ενότητα του βιβλίου περιλαμβάνουμε τα κείμενα του Β. Σακκάτου, που αναφέρονται στην κριτική του για δύο βιβλία του Άγγλου Λουί ντε Μπερνιέρ. Είναι γνωστό ότι το μυθιστόρημα του Άγγλου συγγραφέα «Το μαντολίνο του λοχαγού Κορέλι» (1995), καθώς και η ομώνυμη ταινία που λίγα χρόνια αργότερα γυρίστηκε, ξεσήκωσε θύελλα διαμαρτυριών. Ο ντε Μπερνιέρ κακοποιούσε την ιστορία, αντί να αναδείξει την ιστορία μέσα από το έργο του, όπως κάνουν οι σωστοί και έντιμοι μυθιστοριογράφοι. Κατασυκοφαντούσε την Εθνική Αντίσταση των Ελλήνων, πλαστογραφούσε σημαντικά πρόσωπα και πράγματα της τοπικής μας ιστορίας κατά την περίοδο της Κατοχής. Έτσι λοιπόν, ήταν φυσικό να μην αφήσει αδιάφορους τόσο εκείνους που βρίσκονταν ακόμη στη ζωή και είχαν ζήσει τα γεγονότα που ο Άγγλος συγγραφέας «ιστορούσε», όσο και νεότερους ερευνητές, διανοούμενους και πρόσωπα της τοπικής πολιτικής σκηνής. Άργησε, βέβαια, να καρποφορήσει η μάχη που δόθηκε για την αποκατάσταση της αλήθειας, το τελικό όμως αποτέλεσμα θεωρείται ικανοποιητικό.
          Δύο, κατά τη γνώμη μου, σήκωσαν το κύριο βάρος εκείνης της μάχης, ο Β. Σακκάτος  και ο Λευτέρης Ελευθεράτος. Και οι δύο με τεκμηριωμένα δημοσιεύματα σε τοπικές  και αθηναϊκές εφημερίδες και περιοδικά, με συνεντεύξεις και ομιλίες, και επιπλέον ο πρώτος με την έκδοση και επανέκδοση του βιβλίου του «Μεραρχία Άκουι» και ο δεύτερος με την έκδοση του βιβλίου του στα ελληνικά και τα αγγλικά «Το φάλτσο μαντολίνο του λοχαγού», όπου βασιζόμενος σε ελληνικές και ξένες πηγές αντιμετωπίζει αποτελεσματικά τη βάναυση κακοποίηση από τον ντε Μπερνιέρ της ιστορίας. Ο Β. Σακκάτος, βέβαια, συνεχίζει. Το 2005 βάζει πάλι στο στόχαστρό του το νέο μυθιστόρημα του Άγγλου  συγγραφέα «Πουλιά χωρίς φτερά» (Δεκ. 2004), που αναφέρεται στη μικρασιατική καταστροφή του 1922 με ποικίλες ωστόσο αναφορές και παρεκβάσεις σε ιστορικά γεγονότα της βαλκανικής ιστορίας. Να μια καίρια διαπίστωση του Β. Σακκάτου: Θεωρεί το λογoτεχνικό έργο του Λουί ντε Μπερνιέρ στρατευμένο «στην παραποίηση και την ιστορική  πλαστογραφία». Θεωρεί το συγγραφέα του «Πουλιά χωρίς φτερά» «παραχαράκτη καθ’ έξιν και σύστημα, που καλύπτει τη διακήρυξη των υπεραντιδραστικών πολιτικών και κοινωνικών απόψεών του και των ιστορικών πλαστογραφιών του και παραχαράξεων με τη μορφή μυθιστορημάτων στην υπηρεσία άνομων σκοπών».
           Αντιλαμβάνομαι ότι σας έχω κουράσει. Δεν μπορούσα, όμως, να «πετάξω» τίποτε από το βιβλίο του Β. Σακκάτου. Όλα τα κείμενα του βιβλίου είναι ενδιαφέροντα, όλα διατηρούν την αξία τους, το καθένα έχει να συνεισφέρει στο θέμα της μεραρχίας Άκουι και της σφαγής της. Μπορεί να είναι κείμενα διαφορετικού είδους ή διαφορετικής βαρύτητας, όλα ωστόσο συνθέτουν ένα μωσαϊκό πολύχρωμο και στέρεο, που πάνω του μπορεί να βαδίσει ο καθένας που επιθυμεί να μάθει και να κατανοήσει θέματα της ιστορίας και προβλήματα της σύγχρονης αντιφατικής ζωής μας. Χάρη, μάλιστα, στο πολυποίκιλο των κειμένων του το βιβλίο διαβάζεται και αφομοιώνεται ευχάριστα.

 




 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου