Κανείς δεν αμφισβητεί την ιστορική σημασία του Αλβανικού Έπους και τον καθοριστικό ρόλο που έπαιξε και για όσα ακολούθησαν στη χώρα μας αλλά και για την εξέλιξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Κανείς
δεν παραγνωρίζει τις παρενέργειες που η 4χρονη Κατοχή είχε στην τότε και
μετέπειτα συμπεριφορά των Ελλήνων.
Κανείς,
τέλος, δεν αμφισβητεί το ρόλο της λαογέννητης Αντίστασης του ελληνικού λαού
τόσο σε επίπεδο εθνικό, όσο και ευρωπαϊκό.
Ουσιαστικός
βέβαια και καταλυτικός όρος για όλα αυτά υπήρξε η ιστορική στιγμή της 28ης
Οκτωβρίου.
Δεν
μπορεί, λοιπόν, να μιλήσει κάποιος για την Κατοχή και την Αντίσταση, αν δε
σταθεί υπεύθυνα μπροστά σε αυτό το ιστορικό γεγονός. Και φυσικά, για να μιλήσει
για εκείνες τις ηρωικές ώρες της 28ης Οκτωβρίου, είναι υποχρεωμένος να ανατρέξει
στο κοντινό και πιο μακρινό παρελθόν, για να βρει τα νήματα που το συνδέουν με
το πριν και το μετά.
Αλλά
ας θυμηθούμε σύντομα τα γεγονότα και τις αγωνίες των ημερών εκείνων.
Ο
πρεσβευτής της Ελλάδας στη Βουδαπέστη, τηλεγραφεί στην ελληνική κυβέρνηση στις
13 Οκτωβρίου 1940: «Εκ θετικωτάτης πηγής πληροφορούμαι ότι εις τους κύκλους του
Ουγγρικού υπουργείου των Εξωτερικών θεωρείται ως επικείμενη η επίθεσις της
Ιταλίας κατά την Ελλάδος».
Από
τη Ρώμη, ο Έλληνας πρεσβευτής (Πολίτης) ειδοποιεί στις 23 του μήνα την Αθήνα:
«Κατά πληροφορίας στρατιωτικής πηγής προστίθεται ήδη και χρονικός προσδιορισμός
μεταξύ 25 και 28 τρέχοντος διά την εκδήλωσιν της εναντίον της Ελλάδος
ενεργείας».
Βέβαια
υπήρχαν και άλλες πληροφορίες από Λονδίνο και Παρίσι καθησυχαστικές, αφού
ενημέρωναν ότι οι γερμανικοί βομβαρδισμοί κατά της Αγγλίας δεν μπόρεσαν να
κάμψουν το ηθικό του αγγλικού λαού, ότι ο αγγλικός στρατός αναδιοργανώνεται,
ότι τέλος ο Φράνκο της Ισπανίας δήλωσε στο Χίτλερ ότι θα παραμείνει ουδέτερη η
χώρα του.
Ο
Μεταξάς όμως ανησυχεί. Και η ανησυχία του τούτη φαίνεται έκδηλη στο
«Ημερολόγιό» του.
Σημειώνει
στις 16 Οκτωβρίου: «Εξακολουθεί περίεργος ησυχία», ενώ στις 24: «Φήμαι ότι
αύριο πρωί αρχίζει Ιταλία επίθεσιν εναντίον μας».
Αλλά
και την επόμενη μέρα, 25 Οκτωβρίου: «Σήμερα δεν έγινε ιταλική επίθεσις… Αρχίζω
να υποθέτω ότι Ιταλία αναμένουν προσεχώς πρόκλησιν εκ μέρους μας Άγγλων και υπ’
αυτών κατάληψιν νήσων και βάσεων και τότε αναγκαίως θα επιτεθούν».
Στις
26 Οκτωβρίου, σημειώνει ο Μεταξάς στο «Ημερολόγιό» του: «Ούτε σήμερα επίθεσις.
Ενισχύεται η χθεσινή μου γνώμη. Πανταχόθεν ειδήσεις ησυχίας διά Ελλάδα».
Τι
δηλώνουν τούτες οι γραπτές σκέψεις του Μεταξά; Ο δικτάτορας πιστεύει ότι ο
Μουσολίνι δε θα επιτεθεί εναντίον της Ελλάδας, εφόσον η τελευταία τηρήσει
ουδετερότητα και δεν επιτρέψει στην Αγγλία να αποκτήσει βάσεις στο ελληνικό έδαφος
ή να καταλάβει κάποια νησιά. Εξακολουθεί μέχρι και την τελευταία μέρα να
τρέφει αυταπάτες, παρ’ όλο που τα τηλεγραφήματα από τους Έλληνες πρεσβευτές σε
ευρωπαϊκές πρωτεύουσες του ορίζουν και τη μέρα της επίθεσης. Και παρ’ όλο που
στις 26 Οκτωβρίου το Ιταλικό Πρακτορείο Ειδήσεων «Στέφανι» καταγγέλλει ότι «ένοπλος
ελληνική συμμορία επετέθη σήμερον την πρωίαν διά πυροβολισμών και χειροβομβίδων
εναντίον αλβανικών φυλακίων πλησίον της Κορυτσάς» (Να θυμηθούμε ότι από τον
Απρίλιο του 1939 οι Ιταλοί έχουν καταλάβει την Αλβανία). Το Αθηναϊκό Πρακτορείο
διαψεύδει την είδηση. Πράγματι, πρόκειται για σκηνοθετημένο επεισόδιο.
Στο
μεταξύ, το ίδιο βράδυ της 26ης Οκτωβρίου στην ιταλική πρεσβεία της Αθήνας
δίνεται δεξίωση. Την κυβέρνηση θα εκπροσωπήσουν οι υφυπουργοί Εξωτερικών,
Τουρισμού και Παιδείας. Στην τεράστια τούρτα είναι γραμμένο με χρωματιστή
ζάχαρη το «Viva
la
Grecia».
Γιατί γίνονται αυτά; Μα για να ρίξει η Ιταλία με τον εδώ πρεσβευτή της Γκράτσι
«στάχτη στα μάτια» του Μεταξά, και έτσι να πετύχει ο αιφνιδιασμός. Την ίδια
εκείνη νύχτα ο Γκράτσι παίρνει και το τηλεγράφημα που αναφέρει την ώρα που
πρέπει να επιδοθεί στο Μεταξά το τελεσίγραφο.
Η
επόμενη ημέρα, 27 Οκτωβρίου, Κυριακή, κυλά ήρεμα. Ο Γκράτσι όμως έχει πάρει τις
οδηγίες του και πρέπει να τις εκτελέσει. Στις 2:45 τα χαράματα της 28ης
Οκτωβρίου επισκέπτεται το Μεταξά στο σπίτι του, και του δίνει το φάκελο με το τελεσίγραφο.
Να σημειωθεί ότι το τελεσίγραφο αυτό άρχιζε να το γράφει από τις 22 Οκτωβρίου ο
Ιταλός υπουργός Εξωτερικών Τσιάνο, γνωρίζοντας ότι «πρόκειται για επίσημο
έγγραφο χωρίς διέξοδο: ή αποδοχή της κατοχής ή επίθεση». Ο Μεταξάς αρχίζει να
διαβάζει με προσοχή το τελεσίγραφο:
«[…]
Η ουδετερότης της Ελλάδος απέβη ολονέν και περισσότερον απλώς και καθαρώς
φαινομενική […] Η Ιταλική Κυβέρνησις θεωρεί έκδηλον ότι η πολιτική της
Ελληνικής Κυβερνήσεως έτεινε και τείνει να μεταβάλη το ελληνικόν έδαφος ή τουλάχιστον
να επιτρέψη όπως το ελληνικόν έδαφος μεταβληθή εις βάσιν πολεμικής δράσεως
εναντίον της Ιταλίας […] Όθεν η Ιταλική Κυβέρνησις κατέληξεν εις την απόφασιν
να ζητήση από την Ελληνικήν Κυβέρνησιν – ως εγγύησιν διά την ουδετερότητα της
Ελλάδος και ως εγγύησιν διά την ασφάλειαν της Ιταλίας – το δικαίωμα να καταλάβη
διά των ενόπλων αυτής δυνάμεων […] ωρισμένα στρατηγικά σημεία του ελληνικού
εδάφους. Η Ιταλική Κυβέρνησις ζητεί από την Ελληνικήν Κυβέρνησιν όπως μη
εναντιωθή εις την κατάληψιν ταύτην […] Εάν τα ιταλικά στρατεύματα ήθελον
συναντήση αντίστασιν, η αντίστασις αύτη θα καμφθή διά των όπλων και η Ελληνική
Κυβέρνησις θα έφερε τας ευθύνας, αι οποίαι ήθελον προκύψη εκ τούτου».
Αφού
τελειώνει ο Μεταξάς την ανάγνωση του κειμένου, του διευκρινίζει ο Γκράτσι ότι,
αν δε γίνουν δεκτοί οι όροι, τα ιταλικά στρατεύματα θα εισβάλουν στην Ελλάδα
στις 6 το πρωί.
Και
τότε ο Μεταξάς – σύμφωνα με την αφήγηση του Γκράτσι – απαντά: «Ώστε έχουμε
πόλεμο». Και του εξηγεί ότι δεν έχει πρόθεση να υποχωρήσει στις ιταλικές
αξιώσεις, αλλά και αν αποδεχόταν το τελεσίγραφο μέσα σε 3 ώρες θα ήταν αδύνατο
να επικοινωνήσει με το βασιλιά, τους υπουργούς του και το Γεν. Επιτελείο
Στρατού. Ρώτησε όμως τον Γκράτσι ποια ήταν τα στρατηγικά σημεία, που επιθυμούσε
η Ιταλία να έχει, αλλά ο πρεσβευτής δεν ήταν σε θέση να απαντήσει. Οπότε ο Μεταξάς
επαναλαμβάνει: «Ώστε, βλέπετε πως πρόκειται για πόλεμο».
Αποχωρεί
ο Γκράτσι και αμέσως ο Μεταξάς ειδοποιεί το βασιλιά, τον Παπάγο, τον Άγγλο
πρεσβευτή. Συγκαλεί υπουργικό Συμβούλιο και σε λίγο διάστημα υπογράφονται τα σχετικά
διατάγματα για την επιστράτευση.
Αρνήθηκε
λοιπόν ο δικτάτορας Μεταξάς να δεχτεί το τελεσίγραφο του φασίστα Μουσολίνι. Και
σίγουρα η στιγμή εκείνη είναι ιστορική. Με την πράξη του εκείνη ο Μεταξάς
εξέφραζε το εθνικό συμφέρον και το λαϊκό αίσθημα. Η επιλογή του ήταν,
αντικειμενικά κρινόμενη, πατριωτική.
Και
στο σημείο αυτό τίθεται το καίριο ερώτημα: Γιατί αρνήθηκε ο Μεταξάς σ’ έναν
ομοϊδεάτη του; Είχε άλλη επιλογή;
Θα
προσπαθήσουμε να απαντήσουμε. Η απάντηση όμως δεν είναι απλή. Πρέπει πρώτα –
πρώτα να ανατρέξουμε για λίγο στην προσωπική πορεία και δράση του Μεταξά.
Ο
Ιω. Μεταξάς από την αρχή της στρατιωτικής του σταδιοδρομίας υπήρξε
γερμανόφιλος, θιασώτης της γερμανικής πολιτικής, θαυμαστής της χιτλερικής Γερμανίας.
Παράλληλα, δεν έχανε ευκαιρία να δηλώνει την αντίθεσή του προς τον κοινοβουλευτισμό
και να κηρύσσει τη «χρεοκοπία» των υπαρχόντων κομμάτων.
«Δι’
ημάς, τους Έλληνας – είχε πει σε συνέντευξή του στην “Καθημερινή” στις 6
Ιανουαρίου 1934 – το πρόβλημα δεν είναι πώς θα μείνωμεν εις τον Κοινοβουλευτισμόν,
αλλά διά ποίας θύρας θα εξέλθωμεν εξ αυτού. Διά της θύρας του κομμουνισμού ή
διά της θύρας του εθνικού Κράτους».
Και
στις 3 Οκτωβρίου του ίδιου έτους δήλωνε στη Βουλή «Απεκτήσαμεν την πεποίθησιν,
ότι η λύσις του πολυπλόκου ελληνικού πολιτικού και κοινωνικού προβλήματος
ουδόλως δύναται πλέον να επιτευχθή διά της συνεχίσεως εφαρμογής κοινοβουλευτικών
μεθόδων».
Στο
μεταξύ, όπως φαίνεται από το «Ημερολόγιό» του, έχει αρχίσει επαφές και
βρίσκεται σε συνεχείς συνεννοήσεις με το μεγαλοβιομήχανο Μποδοσάκη και με τον
Κονδύλη για την κήρυξη δικτατορίας.
Παράλληλα,
είναι γνωστή η φιλοβασιλική του προσήλωση. Υπήρξε παλιός φίλος της βασιλικής
οικογένειας και σύμβουλος του Κωνσταντίνου. Διαδραμάτισε σοβαρό ρόλο στην
πραξικοπηματική παλινόρθωση του Γεωργίου Β΄, (μετά το αποτυχημένο βενιζελικό κίνημα
της 1ης Μαρτίου 1935). Παρίστανε το συμφιλιωτή και κηρυσσόταν υπέρ της
αμνηστίας, μετά την επάνοδο του Γεωργίου, ακριβώς για να παραπλανήσει τον
πολιτικό κόσμο και το λαό. Μόνιμος και σταθερός σκοπός του παρέμενε η κατάληψη
της εξουσίας.
Πότε
όμως ο Γεώργιος και οι Άγγλοι αποδέχτηκαν το Μεταξά, δέχτηκαν να συνεργαστούν
μαζί του και προχώρησαν από κοινού στο σχέδιο της δικτατορίας;
Στις
22 Φεβρουαρίου 1936 σημειώνει στο «Ημερολόγιό» του ο Μεταξάς: «Βλέπω να φεύγει
κάθε όνειρο φιλόδοξο». Την επόμενη μέρα συναντιέται με το βασιλιά και γράφει:
«Βράδυ εις Βασιλέα. Μακρά συνδιάλεξις. Διστακτικός. Αλλά άγεται προς την λύσιν
μου».
Και
η λύση μπαίνει σε εφαρμογή στις 5 Μαρτίου 1936 με την υπουργοποίηση του Μεταξά
στο υπουργείο Στρατιωτικών στην κυβέρνηση Δεμερτζή. Σύντομα ορίζεται από το
βασιλιά πρωθυπουργός (με το θάνατο Δεμερτζή) και στις 4 Αυγούστου 1936
επιβάλλει (το δίδυμο Γεώργιος – Μεταξάς) τη δικτατορία.
Το
όνειρό του πραγματοποιείται. Ο βασιλιάς Γεώργιος νομιμοποιεί την κατάλυση του
κοινοβουλευτισμού. Και φυσικά για κάτι τέτοιο θα είχε την έγκριση της Αγγλίας,
την οποία χαρακτήριζε «θετή και πνευματική του πατρίδα».
Η
βασιλομεταξική, λοιπόν, δικτατορία υπήρξε αγγλικό κυρίως κατασκεύασμα. Το
«παράξενο» ήταν πώς οι Άγγλοι συμφώνησαν να ενισχύσουν έναν παλαιό άνθρωπο του
γερμανικού επιτελείου στρατού, ο οποίος έπαιξε το γνωστό ρόλο στο διχασμό και
τάχθηκε κατά της Αντάντ. Αυτή όμως η «λογική» αντίφαση εντάσσεται αρμονικά
στη λογική της πολιτικής του Φόρεϊν Όφφις, το οποίο λίγο πριν υποστήριζε ή
τουλάχιστο ανεχόταν το Μουσολίνι και το Χίτλερ, συμφώνησε στον επανεξοπλισμό
της Γερμανίας, συνυπόγραψε με τους ηγέτες του φασισμού στο Μόναχο το
διαμελισμό της Τσεχοσλοβακίας: «Ο αντικειμενικός σκοπός του Μονάχου, γράφει στα
“Απομνημονεύματά” του ο Τσώρτσιλ, ήτο να βγάλωμε την Ρωσία από την μέσην, να
κερδίσωμεν χρόνον». Ο αγγλικός ιμπεριαλισμός προσπαθούσε να θέσει φραγμό στο
εργατικό κίνημα της Ευρώπης και να σπρώξει τη Γερμανία προς «Ανατολάς», για να
τσακίσει τη Σοβιετική Ένωση. Εξάλλου, η Αγγλία ήταν εκείνη που στη δεκαετία
του 1910 ήταν αντίθετη με τη δυναστεία των Γλύξμπουρκ, ενώ κατά τη δεκαετία
του 1930 προετοίμασε την παλινόρθωσή της.
Αλλά,
για την περίπτωση Μεταξά υπάρχει και ένας άλλος ομφάλιος λώρος, που τον
συνδέει με την Αγγλία. Αναφέρεται στην περίοδο της θητείας του στο υπουργείο
Συγκοινωνιών στις οικουμενικές κυβερνήσεις της περιόδου 1927-1928. Τότε ο
Μεταξάς χρειάστηκε να πάρει αποφάσεις υπέρ δύο σημαντικών αγγλικών επενδύσεων
στην Ελλάδα, η τύχη των οποίων είχε ανατεθεί στις ενέργειες της αγγλικής
εξωτερικής πολιτικής. Και τις πήρε εκείνες τις αποφάσεις έχοντας στέρεη την
πεποίθηση ότι έτσι θα εξασφάλιζε για το πρόσωπό του την εύνοια του Λονδίνου, η
οποία του ήταν απαραίτητη για την πραγματοποίηση των φιλόδοξων ονείρων του, για
την κατάκτηση δηλαδή της εξουσίας.
Η
πρώτη αγγλική επένδυση ήταν εκείνη της Γενικής Ελληνικής Εταιρείας, στην οποία
παραχωρήθηκε επί Παγκάλου (1925) το προνόμιο παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος και
της εκμετάλλευσης ορισμένων αστικών συγκοινωνιακών μέσων στην Αθήνα. Πρόκειται
για τη γνωστή σ’ εμάς εταιρεία «Πάουερ» (όνομα του βασικού Άγγλου μετόχου). Οι
όροι της σύμβασης ήταν πράγματι αποικιοκρατικοί. Γι’ αυτό, όταν έπεσε ο Πάγκαλος,
η νέα κυβέρνηση αμφισβήτησε την ισχύ της σύμβασης. Τότε ο αρμόδιος υπουργός
Συγκοινωνιών Ιω. Μεταξάς επιφέρει στη σύμβαση κάποιες δευτερεύουσας σημασίας
τροποποιήσεις και καταφέρνει να πείσει τη Βουλή να την ψηφίσει. Το γεγονός
αυτό σίγουρα δεν πέρασε απαρατήρητο από το Φόρεϊν Όφφις.
Η
δεύτερη περίπτωση αναφέρεται στην εκτέλεση ενός μεγάλου έργου εκείνης της
εποχής, στην κατασκευή οδικού δικτύου μήκους 2600 χλμ. σε σύντομο χρονικό
διάστημα. Το έργο ανατίθεται από τον τότε υπουργό Μεταξά (Μάιος 1928) στην εταιρεία
Π. Γ. Μακρής και Σία, η οποία ήταν ο αντιπρόσωπος της αγγλικής εταιρείας Σελ
στην Ελλάδα.
Να
σημειώσουμε επίσης ότι τόσο η σύμβαση αυτή, που παρουσίασε δυσκολίες
μελλοντικά στην υλοποίησή της, όσο και η Πάουερ, που συνεχώς αθετούσε τις
συμβατικές της υποχρεώσεις, αποτέλεσαν σημεία πολιτικών τριβών και σκληρής κριτικής
κατά τη δεκαετία του 1930. Το 1937, όμως, επί δικτατορίας Μεταξά, είχαν λυθεί
κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο για τους Άγγλους ενδιαφερομένους. «Καμία κοινοβουλευτική
κυβέρνηση δε θα μπορούσε να είχε λύσει αυτά τα προβλήματα», θα γράψει ο Άγγλος
πρεσβευτής, θέλοντας έτσι να επαινέσει το Μεταξά για τις φιλοαγγλικές του ενέργειες.
Επομένως,
η Αγγλία με τους Γεώργιο και Μεταξά ήταν σίγουρη για την προώθηση της πολιτικής
της στην Ελλάδα. Αλλά και ο Μεταξάς είχε την ανάγκη της Αγγλίας, είχε την
ανάγκη του Γεωργίου, για να παραμείνει στην εξουσία, χωρίς όμως να αρνείται
και την υποστήριξη της χιτλερικής Γερμανίας, η οποία συμπαθούσε το γερμανόφιλο
δικτάτορα και το καθεστώς του – συγγενικό άλλωστε προς το χιτλερικό. Ο
Μεταξάς, παρ’ όλο που είχε προσχωρήσει στην αγγλόφιλη γραμμή του βασιλιά,
παρέμεινε ψυχικά δεμένος με τη Γερμανία.
Τα
γεγονότα είναι συγκεκριμένα. Ενάμιση μήνα έπειτα από την επιβολή της
δικτατορίας έρχεται στην Αθήνα μετά από επίσημη πρόσκληση ο υπουργός Προπαγάνδας
της Γερμανίας, ο γνωστός Γκαίμπελς. Ο Έλληνας δικτάτορας του εξηγεί ότι η νέα
ελληνική θεωρία για το Κράτος αποβλέπει στον πόλεμο κατά του μπολσεβικισμού και
ο Γερμανός φασίστας τον συγχαίρει για τον τρόπο που σκοπεύει να εφαρμόσει τη
δίωξη του μπολσεβικισμού στην Ελλάδα. Ο Μεταξάς και οι συνεργάτες του
αξιοποιούν τη χιτλερική πείρα, συνεργαζόμενοι με τις αντίστοιχες γερμανικές
υπηρεσίες για τη δίωξη του κομμουνισμού, το χτύπημα του εργατικού κινήματος,
τη φαλκίδευση των δημοκρατικών δικαιωμάτων. Ο Μανιαδάκης μάλιστα διατηρούσε
αλληλογραφία με τον αρχηγό της Γκεστάπο Χίμλερ και αντάλλασσαν την πείρα τους
για τον κοινό «αντικομμουνιστικό τους αγώνα». Ταυτόχρονα ο ίδιος ο Μανιαδάκης
ήταν από τους ευνοούμενους των Άγγλων, καθώς είχε επαφές με τις αγγλικές
μυστικές υπηρεσίες.
Ίσως
φαίνονται παράξενες αυτές οι σχέσεις και αλληλοεξαρτήσεις, όμως ήταν τότε μια
πραγματικότητα. Ο Πιπινέλης σε έκθεσή του τον Ιούνιο του 1937, έγραφε, με την
ιδιότητα του πρεσβευτή στη Βουδαπέστη, κάτι αρκετά χαρακτηριστικό: «Ο
διευθυντής του Τμήματος Τύπου του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών μου γνωστοποίησε
ότι “εις την Γερμανίαν οι ιθύνοντες τρέφουν τα φιλικώτερα αισθήματα έναντι του
παρόντος καθεστώτος και γενικότερον θαυμάζουν την καταβαλλομένην προσπάθειαν,
αλλ’ ότι ακριβώς διά να μη μας φέρουν εις δύσκολον θέσιν, γνωρίζοντες τους
δεσμούς μας με την Μ. Βρεττανίαν, έδωσαν οδηγίας να μην εκδηλούται θορυβωδώς η
έναντι ημών συμπάθεια”». Να προσθέσουμε ακόμη ότι το φθινόπωρο του 1937 ήρθε
στην Ελλάδα ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας της Γερμανίας, για να υπογράψει με
την ελληνική Κυβέρνηση συμφωνία για την παραχώρηση από τη Γερμανία προς την
Αθήνα ενός δανείου 350 εκατ. δρχ.
Δεν
υπάρχει βέβαια αμφιβολία ότι αυτές οι στενές σχέσεις του Μεταξά με τη χιτλερική
Γερμανία ανησυχούσαν κατά καιρούς την Αγγλία και το βασιλιά. Ο Έλληνας όμως
δικτάτορας επανειλημμένα δήλωνε και έγραφε ότι η Ελλάδα δεν μπορούσε παρά να
ταχθεί στο πλευρό των δυτικών δυνάμεων. Μέσα από μια τέτοια πολιτική διέβλεπε
να σώζεται ο ίδιος και το καθεστώς του. Αρκετές είναι οι νύξεις στο «Ημερολόγιό»
του για την προσωπική του τύχη. Γι’ αυτό είναι απόλυτα πεπεισμένος ότι για την
Ελλάδα, σε περίπτωση που δεχτεί επίθεση, δεν υπήρχε άλλος δρόμος από το να
στηριχτεί στην Αγγλία. Έχει γράψει στο «Ημερολόγιό» του στις 6 Μαΐου 1940:
«Είναι φυσικό κράτη παραθαλάσσια σαν εμάς να είμεθα φιλικά με τους Άγγλους
και κράτη μεσόγεια σαν τη Βουλγαρία με τους Γερμανούς. Η διαφορά των πολιτευμάτων
δεν παίζει ρόλο».
Παρά
ταύτα, ο Μεταξάς απέφευγε να ζητήσει από την Αγγλία να συνάψει μαζί του
συμμαχία, που να καθόριζε τις συμβατικές υποχρεώσεις της για το είδος και το
μέγεθος της βοήθειας προς την Ελλάδα. Και αυτό, γιατί δεν ήθελε να προκαλέσει
το φασιστικό Άξονα. Προσπαθούσε, δηλαδή, να ματαιώσει κάθε εμπλοκή της Ελλάδας στα
αγγλογαλλικά σχέδια άμυνας απέναντι σε ενδεχόμενη επίθεση του Άξονα. Ωστόσο,
και οι Άγγλοι δεν έδειχναν ιδιαίτερη σπουδή για σύναψη συμμαχίας με την Ελλάδα.
Προτιμούσαν περισσότερο την Τουρκία, την οποία θεωρούσαν βασικό στήριγμα της
εξωτερικής τους πολιτικής στην Α. Μεσόγειο και τη Μ. Ανατολή. Ο Άγγλος πρεσβευτής
στην Ελλάδα υπογράμμιζε στις 17 Οκτωβρίου 1940: «Αντιλαμβάνομαι πλήρως ότι η
υποστήριξις προς την Τουρκίαν αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της πολιτικής μας
στην Εγγύς Ανατολή». Αλλά και την 1η Νοεμβρίου, τρεις μέρες μετά την ιταλική
επίθεση εναντίον της Ελλάδας, το αγγλικό Πολεμικό Συμβούλιο έπαιρνε τις
αποφάσεις του με γνώμονα ότι η Τουρκία ήταν σημαντικότερη από την Ελλάδα για
την Αγγλία.
Στο
μεταξύ έχουν αρχίσει οι ιταλικές προκλήσεις προς την Ελλάδα. Τον Ιούλιο και τον
Αύγουστο 1940 τρία ιταλικά βομβαρδιστικά χτυπούν ελληνικά σκάφη και
αντιτορπιλικά, ρίχνουν βόμβες στον Κορινθιακό κ.ά. Ο Μεταξάς, για να μην προκαλέσει
το Μουσολίνι και να μη μεγαλώσει την ανησυχία της ελληνικής κοινής γνώμης,
απαγορεύει να δημοσιευτεί οποιαδήποτε πληροφορία.
Και
φτάνουμε στις 15 Αυγούστου, όταν θα βυθιστεί το καταδρομικό «Έλλη» μες στον
όρμο της Τήνου, ενώ γιορταζόταν η Παναγία. Οι ελληνικές αρχές είχαν από την
αρχή στα χέρια τους τα στοιχεία ότι το υποβρύχιο που χτύπησε το «Έλλη» ήταν
ιταλικό. Ο Μεταξάς, όμως, συνεχίζοντας την υποχωρητικότητά του απέναντι στη φασιστική
Ιταλία, δεν επιτρέπει να γνωστοποιηθεί τίποτε σχετικό. Ο τορπιλισμός πάντως
της «Έλλης» συγκλόνισε το πανελλήνιο. Και παρά τις προσπάθειες της κυβερνητικής
προπαγάνδας, κανένας δεν αμφέβαλε ότι το έγκλημα ήταν ιταλικής προέλευσης. Το
εθνικό φιλότιμο είχε πληγωθεί, ο κυβερνήτης όμως της χώρας πίστευε ότι με τις
υπαναχωρήσεις του δε θα «προκαλούσε» την Ιταλία και έτσι θα απέφευγε την επίθεση.
Ο
Μουσολίνι πάντως είχε άλλα σχέδια και τα χαράματα της 28ης Οκτωβρίου 1940 τα
δήλωνε ξεκάθαρα στο Μεταξά.
Με
βάση τα όσα μέχρι εδώ έχουμε εκθέσει, μπορούμε να εκτιμήσουμε και να
αξιολογήσουμε την άρνηση του Μεταξά στο ιταλικό τελεσίγραφο της 28ης Οκτωβρίου.
Δεν
είχε άλλη επιλογή ο Μεταξάς. Αν έλεγε ΝΑΙ, γνώριζε πολύ καλά ότι θα ανατρεπόταν
από τον αγγλόφιλο βασιλιά Γεώργιο μέσα σε λίγες ώρες – κάτι που δεν το ήθελε.
Ενδεχόμενο ήταν επίσης να έβλεπε να καταλαμβάνεται η χώρα ταυτόχρονα από τους
Ιταλούς και τους Άγγλους. αλλά και τότε δε θα βρισκόταν αυτός στην
εξουσία. Άλλωστε, ο ίδιος το δήλωσε στις 30 Οκτωβρίου στους δημοσιογράφους: «Η
Ελλάς που θα δημιουργούσαν [εννοείται κάτω απ’ αυτές τις εξελίξεις οι Άγγλοι]
θα κυβερνιόταν από τους «δημοκρατικούς Έλληνες» υπό την κάλυψιν του βρεττανικού
στόλου εις τας νήσους Κρήτην και τας άλλας».
Επειδή,
λοιπόν, δεν είχε άλλη προσωπική επιλογή οδηγήθηκε ο Μεταξάς στο ΟΧΙ. Και εκείνο
το ΟΧΙ δεν το πίστεψε. Και δεν το πίστεψε, γιατί ποτέ του δεν είχε την πεποίθηση
ότι η Ελλάδα μπορούσε να αντικρούσει την ιταλική επίθεση. Στη συνομιλία του με
τους δημοσιογράφους ανέφερε ότι η Ελλάδα δεν πολεμούσε για τη νίκη, αλλά για τη
δόξα. Αλλά και στο «Ημερολόγιό» του έγραφε στις 30 Οκτωβρίου: «Με ανησυχεί η
υπεραισιόδοξος κοινή γνώμη». Και είναι γνωστό πώς ο ελληνικός λαός ομόψυχα
απάντησε στο προσκλητήριο του πολέμου. Αυτήν την ομοψυχία τη φοβόταν ο Μεταξάς.
Ο
λαός, αντίθετα, το πίστεψε το ΟΧΙ - η πολιτική και στρατιωτική του ηγεσία όχι.
Γιατί και ο Παπάγος, λίγες μέρες πριν από την ιταλική εισβολή είχε πει στον ταγματάρχη
Γεωργούλη ότι, αν μας επιτεθούν οι Ιταλοί, «θα ρίψωμεν μερικές τουφεκιές διά
την τιμήν των όπλων». Επίσης και ο στρατηγός Πετρίτης, καταθέτοντας στη γνωστή
«δίκη των δωσιλόγων» είχε ομολογήσει: «Πάντες ανεμένομεν ότι ο ελληνικός
στρατός θα πολεμήση επί τινας ημέρας και θα παραδόση τα όπλα. Αυτή ήτο και η
γνώμη του Μεταξά». Στην ίδια εκείνη δίκη ο Τσολάκογλου απολογούμενος διευκρίνισε:
«η αντίστασις [κατά των εχθρών] ήτο διά τους αρμοδίους των Αθηνών ρουκέτα δι’
εσωτερικήν κατανάλωσιν».
Αυτές
όμως οι αντιλήψεις υπονόμευαν τον αγώνα πάνω στα ηπειρωτικά βουνά, το χειμώνα
του 1940. Αλλά και αργότερα, όταν η Γερμανία στις 6 Απριλίου 1941 επιτέθηκε
κατά της Ελλάδας, ο υφυπουργός Στρατιωτικών Παπαδήμας υπέγραφε την ίδια μέρα
της επίθεσης διαταγή για τη χορήγηση «διμήνου κανονικής αδείας εις τους
εφέδρους οπλίτας, τους επιθυμούντας και δυναμένους να κάμωσιν χρήσιν ταύτης».
Μα και λίγες μέρες αργότερα, στις 15 Απριλίου, μια νέα διαταγή του αρμόδιου υπουργείου
έδινε «φύλλα αορίστου αδείας» στους εφέδρους των ναυτικών βάσεων και της
αεροπορίας, καθώς και στους οπλίτες των μονάδων της Δ. Μακεδονίας, οι οποίοι
έπρεπε, αντίθετα, να μείνουν και να αναχαιτίσουν τη χιτλερική προέλαση.
Βρισκόμαστε,
δηλαδή, μπροστά σε προδοτικές καταστάσεις;
Εξάλλου,
είναι λογικό να αναρωτηθούμε: είχε προετοιμάσει επαρκώς τη χώρα ο Μεταξάς για
ενδεχόμενο πόλεμο, ώστε εκείνο το ΟΧΙ του να είναι και πραγματικό και
ουσιαστικό; Τα στοιχεία είναι αποκαρδιωτικά. Η χώρα ήταν στην κυριολεξία άοπλη.
Ανύπαρκτα τα τανκς και τα άρματα μάχης, ελάχιστα τα αντιαρματικά μέσα. Ο
στρατός δε διέθετε επαρκή αριθμό μηχανοκίνητων τμημάτων, ούτε σύγχρονα μεταφορικά
μέσα ή μέσα επικοινωνίας και διαβιβάσεων. Η αεροπορία μας διέθετε την ώρα της
ιταλικής εισβολής 115 αεροπλάνα παλαιού τύπου (την ίδια ώρα η Τουρκία είχε 500
και η Γιουγκοσλαβία 400). Εξάλλου, η ιδιόμορφη ουδετερότητα της χώρας δεν της
παρείχε τη δυνατότητα να εξοπλισθεί. Έτσι, ήταν πραγματικότητα και η διπλωματική
απομόνωση της χώρας και οι τρομακτικές ελλείψεις στρατιωτικής προπαρασκευής.
Έχει
όμως σημασία η άποψη του Παπάγου για το τελευταίο αυτό ζήτημα: «Αποκλειστικός
σκοπός, γράφει, της πολεμικής μας προπαρασκευής, ως η κυβέρνησις τον καθόρισε,
είναι η αντιμετώπισις ελληνοβουλγαρικού πολέμου. Ουδέποτε η κυβέρνησις μεταξύ
των σκοπών της στρατιωτικής μας προπαρασκευής είχε θέσει και το της
αντιμετωπίσεως ενός πολέμου με την Ιταλίαν».
Νομίζω,
λοιπόν, ότι τα πράγματα έχουν ξεκαθαρίσει.
Ας
σημειώσουμε, τελειώνοντας, και άλλη μια παράμετρο. Η δικτατορία της 4ης
Αυγούστου, όπως κάθε ανελεύθερο καθεστώς φοβάται το λαϊκό παράγοντα, φοβάται
τις δημοκρατικές ιδέες. Αυτά τα είχε υπόψη του ο Μεταξάς. Αν πράγματι πίστευε
στο ΟΧΙ, που είπε στο Γκράτσι τα χαράματα της 28ης Οκτωβρίου, θα προχωρούσε
ταυτόχρονα στην επαναφορά των απότακτων και απόστρατων δημοκρατικών
αξιωματικών και στην απελευθέρωση των εκτοπισμένων και φυλακισμένων εχθρών
της δικτατορίας, δημοκρατών, πατριωτών, κομμουνιστών.
Ο
Π. Κανελλόπουλος, εκτοπισμένος τότε στην Κύθνο, στέλνει στο Μεταξά τηλεγράφημα
το πρωί της 28ης Οκτωβρίου και του ζητά να του επιτρέψει να γυρίσει στην
Αθήνα. Αυτό θα γίνει στις 2 Νοεμβρίου.
Οι
εξόριστοι κομμουνιστές στις 29 Οκτωβρίου και οι κλεισμένοι στις φυλακές ζητούν
να απελευθερωθούν, για να λάβουν μέρος στον πόλεμο. Αρνείται ο Μεταξάς. Και θα
παραμείνουν εκεί, για να παραδοθούν από τις ελληνικές αρχές μετά την κατάρρευση
στους Γερμανούς.
Είναι,
δηλαδή, προφανές ότι ο Μεταξάς ακόμη και αυτήν την κρίσιμη για τη χώρα στιγμή
είχε στο νου του μόνο το καθεστώς της 4ης Αυγούστου και τον εαυτό του. Γι’ αυτό
δεν ήθελε ο πόλεμος να πάρει πανεθνικό, παλλαϊκό χαρακτήρα και αντιφασιστικό
περιεχόμενο. Τούτο, όμως, το περιεχόμενο θα το δώσει η ίδια η λαϊκή ορμή, θα το
προβάλει και το γράμμα του Ν. Ζαχαριάδη, γραμματέα του ΚΚΕ, που εκείνες τις
μέρες είναι έγκλειστος στις φυλακές. Το γράμμα που θα δημοσιευτεί στις 2
Νοεμβρίου στον αθηναϊκό τύπο, ανάμεσα σε άλλα αναφέρει: «Ο λαός της Ελλάδας
διεξάγει σήμερα έναν πόλεμο εθνικοαπελευθερωτικό, ενάντια στο φασισμό του Μουσολίνι…
Στον πόλεμο αυτόν που τον διευθύνει η κυβέρνηση Μεταξά, όλοι μας πρέπει να
δώσουμε όλες μας τις δυνάμεις, δίχως επιφύλαξη. Έπαθλο για τον εργαζόμενο λαό
και επιστέγασμα για το σημερινό του αγώνα, πρέπει να είναι μια καινούργια Ελλάδα,
λυτρωμένη από κάθε ξενική ιμπεριαλιστική εξάρτηση». Παρά τον πατριωτισμό του
κειμένου αυτού, ο Μεταξάς θα εξακολουθήσει να κρατά δέσμιο το Ζαχαριάδη, αλλά
και άλλα στελέχη του ΚΚΕ.
Τέλος,
από το Παρίσι, η ελληνική αντιδικτατορική επιτροπή μέσω του Ν. Πλαστήρα δηλώνει
ότι αναστέλλει τη δράση της κατά της δικτατορίας, για να αντιμετωπίσει η
κυβέρνηση στην Αθήνα χωρίς εσωτερικούς περισπασμούς τις απειλές κατά της
ανεξαρτησίας της Ελλάδας.
Πράγματι,
ο αγώνας θα γίνει παλλαϊκός. Το ΟΧΙ του Μεταξά, θα πάρει ουσιαστικό περιεχόμενο
χάρη στο λαϊκό παράγοντα. Οι Έλληνες στρατιώτες και οι πατριώτες αξιωματικοί,
με στοιχειώδη πολεμικό εξοπλισμό και οργανωτικές αδυναμίες, χωρίς κεντρική
επιτελική διεύθυνση των επιχειρήσεων, αλλά με την ολόψυχη και ολόπλευρη
συμπαράσταση του λαού, κέρδισαν μια σειρά από νίκες, και προκάλεσαν τον
παγκόσμιο θαυμασμό.
Και
από εκείνη τη μέρα θ’ αρχίσει να χάνει τη σταθερότητά του το μεταξικό
φασιστικό καθεστώς. Και ο Μεταξάς, «ο μόνος Έλληνας που μπορούσε να πει το ΝΑΙ,
είπε το ΟΧΙ», όπως χαρακτηριστικά παρατήρησε ο Καφαντάρης, για να σώσει το
καθεστώς του, αλλά δε συνειδητοποίησε ότι «η μέρα εκείνη δεν επεκύρωνε, αλλά
καταργούσε την 4η Αυγούστου», όπως εύστοχα έχει γράψει ο Σεφέρης.
ΕΠΙΛΟΓΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ
ΑΝΔΡΙΚΟΠΟΥΛΟΣ
Γ., Οι ρίζες του ελληνικού φασισμού (Στρατός και Πολιτική0 εκδ. Διογένης, Αθήνα
1977.
ΓΑΚ,
αρχείο Ιωάννου Μεταξά, ΦΑΚ. 31,34,37,41
ΓΕΝΙΚΟ
ΕΠΙΤΕΛΕΙΟ ΣΤΡΑΤΟΥ / ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΣΤΡΑΤΟΥ, Επίτομη Ιστορία του
Ελληνοϊταλικού και Ελληνογερμανικού Πολέμου 1940-1941, Αθήνα 1985.
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ
ΣΥΜΠΟΣΙΟ, Η Ελλάδα του ’40, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και
Γενικής Παιδείας, Αθήνα 1993.
ΙΣΤΟΡΙΑ
ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, τόμ. ΙΕ΄ (1913-1941) Αθήναι 1978.
ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ
ΠΑΝ., Τα Χρόνια του Μεγάλου Πολέμου 1939-1944, Αθήναι 1966.
ΚΑΠΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ Α., Ο Ι. Μεταξάς
αυτοψυχαναλύεται, εκδ. Περιοδικού Τύπος, Αθήνα, !988.
ΚΙΤΣΙΚΗΣ
Δ., Η Ελλάς της 4ης Αυγούστου και αι Μεγάλαι Δυνάμεις, Αθήναι 1974.
ΚΟΛΙΟΠΟΥΛΟΣ
Γ., Η δικτατορία και ο Πόλεμος, εκδ. Εστία, Αθήνα 1985.
COLIOPOULOS J., Greece and the British Connection
1935-1941, Οξφόρδη 1977.
ΚΚΕ, Επίσημα Κείμενα, τόμ. IV, 1934-1940, Αθήνα 1981, τόμ. V, 1940-1945, Αθήνα 1981.
ΛΙΝΑΡΔΑΤΟΣ
ΣΠ., Πώς εφτάσαμε στην 4η Αυγούστου, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1965.
ΛΙΝΑΡΔΑΤΟΣ
ΣΠ., 4η Αυγούστου, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1966.
ΛΙΝΑΡΔΑΤΟΣ
ΣΠ., Ο Ιωάννης Μεταξάς και οι Μεγάλες Δυνάμεις (1936-1940), εκδ. Προσκήνιο,
Αθήνα 1993.
ΜΕΤΑΞΑΣ
ΙΩΑΝΝΗΣ, Το Προσωπικόν του Ημερολόγιον, επιμ. Φ. Βρανά, τόμοι 4, Αθήναι
1952-1962.
ΜΟΣΧΟΠΟΥΛΟΣ ΓΕΩΡΓ., Από την Παλινόρθωση
στη βασιλο-μεταξικη Δικτατορία 1935-1940, εκδ. Χριστάκη, Αθήνα 1999.
ΠΑΠΑΓΟΣ
ΑΛΕΞ., Ο πόλεμος της Ελλάδος 1940-1941, Αθήναι 1945.
ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ
Β., Διπλωματική Ιστορία του Ελληνικού Πολέμου, 1940-45, Αθήναι 1956.
ΠΙΠΙΝΕΛΗΣ
Π., Ιστορία της εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδος 1923-41, Αθήναι 1948.
ΠΡΑΚΤΙΚΑ
ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ, Η Ελλάδα 1936-1944: Δικτατορία – Κατοχή –
Αντίσταση, Αθήνα 1989.
ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ, Το έτος 1940-1941.
Μνήμη πεντηκονταετηρίδος. Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος, Αθήνα,
1991.
ΣΑΡΛΗΣ
ΔΗΜ., Η πολιτική του ΚΚΕ στον αγώνα κατά του μοναρχοφασισμού, εκδ.
Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1987.
ΣΕΦΕΡΗΣ
ΓΙΩΡΓΟΣ, Χειρόγραφο, Σεπτ. ’41, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1972.
ΤΕΡΖΑΚΗΣ
ΑΓΓΕΛΟΣ, Ελληνική Εποποιία 1940-41, Αθήναι 1964.
ΤΟ
ΒΗΜΑ,
1-12-1974 (Ε. Μαθιόπουλος) 3-8-1986 (Αρχεία Φόρεϊν Όφφις).
ΤΣΩΡΤΣΙΛ
ΟΥΙΣΤΩΝ, Απομνημονεύματα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, μετφρ. Μαρ.
Μακκά, τόμ. Α΄. Β΄.
ΥΠ.
ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ / ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΑ ΕΓΓΡΑΦΑ, Η ιταλική επίθεσις εναντίον της Ελλάδος
(Λευκή Βίβλος), Αθήναι 1940.
ΧΑΤΖΗΠΑΤΕΡΑΣ
Κ., ΦΑΦΑΛΙΟΣ Μ., Μαρτυρίες ’40 - ’41, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1988.
ΨΥΡΟΥΚΗΣ
ΝΙΚΟΣ, Η Νεοελληνική Εξωτερική Πολιτική
(Ιστορική Επισκόπηση), εκδ. Επικαιρότητα, Αθήνα, 1983
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου