Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2013

ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΕΜΦΥΛΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ: Από το πεδίο της μάχης και της πολιτικής στο πεδίο της επιστήμης




Το κείμενο που ακολουθεί δημοσιεύτηκε ως "Πρόλογος του επιμελητή" στο βιβλίο του
Σπύρου Δημ. Λουκάτου Τα χρόνια της Απελευθέρωσης και του Εμφυλίου Πολέμου στην Κεφαλονιά
και Ιθάκη 1944-1950, εκδ. Νόβολι, Αθήνα 2012, σσ. 15-31, του οποίου είχαμε την επιμέλεια.

 
 

Ο Δ.Σ.Ε. ΗΤΤΗΘΗΚΕ – Ο ΕΜΦΥΛΙΟΣ ΣΥΝΕΧΙΣΤΗΚΕ

            Τα χαράματα της 25ης Αυγούστου 1949 άρχιζε η τελική φάση των μαχών του Εμφυλίου Πολέμου με την έφοδο του Εθνικού Στρατού εναντίον των δυνάμεων του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (Δ.Σ.Ε.) στο Γράμμο με στόχο την κατάληψη της κεντρικής κορυφογραμμής του βουνού και τον ταυτόχρονο εγκλωβισμό και καταστροφή των δυνάμεων του Δ.Σ.Ε. Οι μάχες των επόμενων ημερών ήταν πολύ σκληρές. Ο κυβερνητικός στρατός υπερκέρασε τη γραμμή άμυνας του Δ.Σ.Ε. και αναπτυσσόταν κατά μήκος των ελληνοαλβανικών συνόρων με στόχο την περικύκλωση και αιχμαλωσία των αντιπάλων, ενώ οι μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού, με πολύ υποδεέστερες δυνάμεις, πολεμώντας μέχρις εσχάτων κατόρθωναν να αποφεύγουν τον εγκλωβισμό τους, βοηθώντας παράλληλα τις υπόλοιπες δυνάμεις τους να συμπτύσσονται. Στις 29 και 30 Αυγούστου έπεφταν τα τελευταία προπύργια του Δ.Σ.Ε., το Γκόλιο και το Κάμενικ, και οι υπερασπιστές τους τα εγκατέλειπαν υποχωρώντας συγκροτημένα προς το αλβανικό έδαφος. Το Γενικό Αρχηγείο του Δ.Σ.Ε. παίρνοντας την οριστική απόφαση για υποχώρηση διαπίστωνε την αδυναμία συνέχισης του πολέμου μέσα στις συγκεκριμένες συνθήκες και ιδιαίτερα με το διαμορφωμένο ήδη συσχετισμό δυνάμεων.[1]  Ο Δ.Σ.Ε. είχε ηττηθεί· ο Εθνικός Στρατός είχε θριαμβεύσει.
           Έτσι, τελείωνε, στο πολεμικό πεδίο, ο τρίχρονος Εμφύλιος Πόλεμος, η μεγαλύτερη πολεμική περιπέτεια της σύγχρονης Ιστορίας του ελληνικού κράτους και από την άποψη των θυμάτων και των υλικών καταστροφών αλλά και από την άποψη των συνεπειών της στη μετέπειτα δομή και λειτουργία του κράτους, στη μετέπειτα διαμόρφωση της ελληνικής κοινωνίας, στη μετέπειτα ζωή των Ελλήνων πολιτών. Γιατί η νικήτρια του Εμφυλίου, η Δεξιά, μη όντας σίγουρη για τη νίκη της, όχι μόνο δεν ανέστειλε το αυταρχικό νομοθετικό πλέγμα, που είχε θέσει σε ισχύ από την εμφυλιοπολεμική περίοδο (Γ΄ Ψήφισμα (1946), Α.Ν. 509/1947, Α.Ν. 516/1948, Ψήφισμα ΜΘ΄/1948 κ.ά),[2] αλλά αντίθετα το ενίσχυσε, εγκαθιστώντας στη χώρα ένα καθεστώς παρατεταμένης «εκτάκτου ανάγκης». Ο στόχος προφανής: η ολοκληρωτική εξουθένωση της ηττημένης Αριστεράς, ο ευτελισμός και η ισοπέδωσή των κομμουνιστών και γενικότερα των αριστερών. Άλλωστε, αυτός είναι ο στόχος σε κάθε εμφύλια σύγκρουση: η ολοσχερής καταστροφή του αντιπάλου, ώστε η κοινωνία να επαναλειτουργήσει χωρίς την ενεργή παρουσία του ηττημένου. Ο τελευταίος πρέπει τελείως να υποταγεί στο νικητή και, μέχρι να καταστεί αυτό δυνατό, ο εμφύλιος συνεχίζεται.
          Με αυτήν την πάγια εμφυλιοπολεμική λογική η λήξη του Εμφυλίου τον Αύγουστο του 1949 ήταν μόνο στρατιωτική. Ήταν λήξη τυπική, γιατί ουσιαστικά, στην πράξη, στην καθημερινή πρακτική οι μάχες μες στην ελληνική κοινωνία δε σταμάτησαν. Εξάλλου, κανένας εμφύλιος πόλεμος δεν τελειώνει – έτσι τουλάχιστον έχει δείξει η ζωή και έχει αποδείξει η Ιστορία – με τη νίκη της μιας πλευράς στο πεδίο της μάχης. Όπως σιγά-σιγά έρχεται και ριζώνει η εμφύλια αντιπαράθεση και στη συνέχεια η σύγκρουση μες στο κοινωνικό σώμα, χωρίς να δηλώνει ημερομηνία έναρξης, έτσι και το τέλος της έρχεται σιγά-σιγά μέσα από μια διαδικασία μαρασμού και απονέκρωσης, μετά από επώδυνες και επίμονες διεργασίες συλλογικής επούλωσης των τραυμάτων. Μέχρι τότε όμως ο εμφύλιος, αν και απών, είναι παρών.
          Έτσι, και στην ελληνική περίπτωση το μετεμφυλιοπολεμικό κράτος, διατηρώντας μια κοινοβουλευτική δημοκρατική πρόσοψη, συνέχιζε αυταρχικά αλλά μεθοδικά την ιδεολογική και πολιτική του επίθεση κατά του Κ.Κ.Ε. και της Αριστεράς γενικότερα. Ο δημόσιος λόγος της «εθνικοφρόνου παρατάξεως» δε σταμάτησε να αναφέρεται σε «συμμορίτες» και «αιμοδιψείς κομμουνιστές», σε  «ξενοκίνητους προδότες» και «σλαβόδουλον Κ.Κ.Ε.», που επιχείρησαν να δώσουν κομμάτια ελληνικής γης στους Σλάβους, σε μια προσπάθεια να ταυτίσει τον εσωτερικό εχθρό με μια εξωτερική απειλή, για να πετύχει αποτελεσματικότερα την απομόνωση των κομμουνιστών και των «συνοδοιπόρων» τους. Η όλη, όμως, διαδικασία «“απο-ΕΑΜοποίησης” του πληθυσμού»[3] δε θα είναι εύκολη υπόθεση.
 
Η ΣΙΩΠΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΜΦΥΛΙΟ

           Στο μεταξύ, από το λόγο της άλλης, της ηττημένης, πλευράς απουσίαζε ο Εμφύλιος. Στάση κατανοητή, στάση δικαιολογημένη. Πώς να μιλήσει η Αριστερά για τον Εμφύλιο μέσα στο κύμα των διώξεων, των φυλακίσεων, των εξοριών και των εκτελέσεων, πώς να μιλήσει μέσα στο κλίμα της λογοκρισίας και –γιατί όχι – και της αυτολογοκρισίας; Πώς να απαντήσει στον αγοραίο αντικομμουνισμό, που εξακολουθούσε να διοχετεύει παντού το ιδεολόγημα της εθνικής προδοσίας των κομμουνιστών, σερβιρισμένο με τους «τρεις γύρους» και τα «κονσερβοκούτια»; Οι αριστεροί πολίτες, και σε προσωπικό και σε συλλογικό επίπεδο, υποχρεώνονταν, μέσα στο ασφυκτικό κλίμα της σιωπής, να διαχειριστούν την ήττα τους και να προστατεύσουν την αξιοπρέπειά τους.
          Παραταύτα, η Αριστερά προσπάθησε παρά την αναγκαστική σιωπή να απαντήσει δημιουργικά. Προσπάθησε και πέτυχε μια διπλή υπέρβαση. Μπορεί να  σιώπησε για τον Εμφύλιο, μίλησε όμως για την Αντίσταση. Βίωνε τις διώξεις αλλά απέφευγε να κατονομάσει τους λόγους, που δεν ήταν άλλοι από τη συμμετοχή στον Εμφύλιο, μετατόπιζε όμως το λόγο στην Αντίσταση, στην ΕΑΜική Αντίσταση, στην προσφορά και τη σημασία της για την πατρίδα και το λαό. Επιχειρηματολογούσε για την πατριωτική δράση των ΕΑΜιτών αγωνιστών,  τους οποίους τώρα η κυβερνητική εξουσία δίωκε, δίκαζε και καταδίκαζε, βασάνιζε και φυλάκιζε, εξόριζε και εκτελούσε.  Μπορεί να υιοθέτησε τη λήθη για τον Εμφύλιο, με τον καθημερινό της όμως πολιτικό αγώνα προσπαθούσε να επιβάλει τη διεύρυνση της δημοκρατίας, προστατεύοντας ταυτόχρονα τον κόσμο της από την πολιτική των διακρίσεων και τις συνεχιζόμενες διώξεις. Η προσήλωση τότε της Αριστεράς στην πολιτική της αστικής νομιμότητας, που την είχε προφανώς ανάγκη για την προώθηση μες στην ελληνική κοινωνία των θέσεών της, δεν επέτρεπε την ανάδειξη της εμφύλιας βίας και σύγκρουσης και την προβολή του σκληρού ένοπλου αγώνα. Γι’ αυτό και σε όλη τη μετεμφυλιοπολεμική περίοδο μέχρι και τη χούντα του 1967 ο αριστερός δημόσιος λόγος «εξαργύρωσε» τη σιωπή του για τον Εμφύλιο με την προώθηση και κατοχύρωση της Αριστεράς μες στο ελληνικό πολιτικό σύστημα, με την ανάδειξη της αναντικατάστατης προσφοράς της κατά την κατοχική περίοδο και την καταξίωσή της ως αναντίρρητης πατριωτικής δύναμης, καθώς υπήρξε η σπονδυλική στήλη της Εθνικής Αντίστασης, αλλά και με την αντιμετώπιση  της επίσημης κρατικής αντικομμουνιστικής εκστρατείας και με την καταγγελία των  «εθνικών φρονηματισμών» τύπου Μακρονήσου.
          Η επιβολή, όμως, της δικτατορίας των συνταγματαρχών, παρ’ όλο που αποτέλεσε την τελευταία αναλαμπή του Εμφυλίου, υπήρξε ταυτόχρονα και ο καταλύτης, καθώς αμέσως μετά την κατάργησή της είχε ήδη δημιουργηθεί στα πολιτικο-κοινωνικά πράγματα της χώρας μια άλλη κατάσταση, μια άλλη δυναμική. Κατά τη διάρκεια της μεταπολίτευσης και το ΚΚΕ νομιμοποιήθηκε (1974) και η Εθνική Αντίσταση αναγνωρίστηκε (1982) και ήρθησαν και οι τελευταίες συνέπειες του Εμφυλίου (1989). Από το 1974 και μετά το εντελώς διαφορετικό πολιτικό κλίμα  και τοπίο, που άρχισε να διαγράφεται και σιγά-σιγά να παγιώνεται – ήδη οι πρώτες διεργασίες είχαν διαφανεί από τα χρόνια της χούντας – δημιούργησε εκείνες τις προϋποθέσεις και παρήγαγε εκείνες τις συνθήκες, ώστε ο αντικομμουνιστικός λόγος και το εμφυλιοπολεμικό κλίμα να υποχωρούν, να συρρικνώνονται, να γίνονται ανενεργά. Έτσι,  ώριμα, πλέον, τα πράγματα  έφθασαν στο τέλος τους και ο νόμος 1863 / 1989 «Περί άρσης των συνεπειών του εμφυλίου πολέμου» ήρθε  απλώς να επικυρώσει αυτήν την ουσιαστική λήξη του Εμφυλίου, 40 ακριβώς χρόνια από την τυπική, στρατιωτική λήξη του.
          Αναντίρρητα, η όλη κατάληξη δικαίωνε το Κ.Κ.Ε. και γενικότερα την Αριστερά, με την έννοια ότι τα ποικίλα μέτρα της «εθνικοφρόνου παρατάξεως» δεν κατόρθωσαν να εξουδετερώσουν την τότε ηττημένη του Εμφυλίου, η οποία, ελεύθερη τώρα, μπορούσε να αρθρώσει τον πολιτικό της λόγο, μπορούσε να λύσει τη σιωπή της για τον Εμφύλιο και άρα μπορούσε να γράψει και να μιλήσει για εκείνον τον πόλεμο.
          Η σιωπή, πάντως, της μετεμφυλιοπολεμικής περιόδου είχε τις επιπτώσεις της στην αφήγηση και την καταγραφή των γεγονότων της αμέσως προηγούμενης εμπόλεμης εποχής.[4] Οι αριστεροί «δράστες» εκείνων των γεγονότων απέφευγαν να γράψουν ή να μιλήσουν για τα βιώματα και τις εμπειρίες τους, να διατυπώσουν τη συμφωνία ή διαφωνία τους με όσα συνέβησαν. Δεν υπήρξε δηλαδή η δυνατότητα κατάθεσης μαρτυριών και φυσικά επεξεργασίας τους, για να μετατραπούν σε ιστορικό λόγο. Αντίθετα, από το 1950 έως το 1974 η κυρίαρχη, των νικητών,  άποψη και ιδεολογία μονοπωλούσε την ιστοριογραφία για ολόκληρη τη δεκαετία του 1940 (Κατοχή, Αντίσταση, Απελευθέρωση, Δεκεμβριανά, Λευκή Τρομοκρατία, Εμφύλιος). Έτσι, η νικήτρια πλευρά ενοχοποιούσε ανενόχλητα τους αντιπάλους της, προκαλώντας μια γενικότερη σύγχυση στην κοινή γνώμη. Η εκδοχή της,  διοχετευόμενη σε ενημερωτικά φυλλάδια πλατειάς κατανάλωσης, σε σχολικά βιβλία και σχολικές γιορτές, σε δημόσιες εκδηλώσεις και «εθνικές» επετείους, απέβλεπε στον εξοβελισμό της ισχνής τότε εμβέλειας της άποψης της άλλης πλευράς. Βέβαια, και στην «εθνικόφρονα» βιβλιακή παραγωγή παρατηρούνται διαφοροποιήσεις και αναπροσαρμογές, χωρίς πάντως να αλλάζει το βασικό ερμηνευτικό σχήμα των «τριών γύρων» του Κ.Κ.Ε.
 
Ο ΕΜΦΥΛΙΟΣ ΣΤΟ ΠΕΔΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ

            Από το 1956 και μετά - και ουσιαστικά μέχρι τη δικτατορία των συνταγματαρχών - ο ημερήσιος και περιοδικός τύπος του παράνομου Κ.Κ.Ε. αλλά και γενικότερα της Αριστεράς (της Ε.Δ.Α. τότε) καθώς και άλλα κομματικά έντυπα άρχισαν να προβάλουν τον αντιστασιακό αγώνα του κομμουνιστικού-αριστερού χώρου εναντίον των κατακτητών και των εγχώριων συνεργατών τους. Επίσης,  και  παράλληλα προς τα παραπάνω, έγραφαν και διαμαρτύρονταν για τις παράνομες διώξεις, φυλακίσεις και εξορίες, τα απάνθρωπα βασανιστήρια και μαρτύρια στη Μακρόνησο και αλλού των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης. Ταυτόχρονα, τόσο στον προσφυγικό κόσμο των ανατολικοευρωπαϊκών χωρών όσο και στη χώρα μας άρχισαν να βλέπουν το φως της δημοσιότητας μαρτυρίες αγωνιστών για τον αντιστασιακό τους αγώνα σε εκείνη την κατοχική περίοδο. Ο Εμφύλιος ακόμη απουσίαζε.  
          Με τη μεταπολίτευση πληθαίνουν τα βιβλία για την Αντίσταση - όχι μόνο σε επίπεδο κομματικών εκδόσεων αλλά και προσωπικών. Οι προθήκες των βιβλιοπωλείων γεμίζουν με μαρτυρίες, αυτοβιογραφίες και απομνημονεύματα στελεχών και απλών αγωνιστών του αντιστασιακού αγώνα. Ήδη κυκλοφορούν και οι πρώτες ιστορικές μονογραφίες, ενώ υπάρχει αρκετός χώρος για το πολιτικό δοκίμιο. Και πάλι σε αυτήν την πρώτη πράγματι παραγωγική δεκαετία της μεταπολίτευσης ο Εμφύλιος δεν έχει πάρει τη θέση του. Η αναφορά σε αυτόν υπάρχει στις μαρτυρίες, τις αυτοβιογραφίες και τα απομνημονεύματα αγωνιστών, παραμένει όμως ακόμη στη σκιά της Αντίστασης. Η σιωπή θα σπάσει ουσιαστικά μετά το 1981. Από τότε και ιδιαίτερα μετά το 1990 θα γνωρίσουμε μια πραγματική έκρηξη: ποικίλες μαρτυρίες μαχητών του Δ.Σ.Ε., μελέτες κριτικής αποτίμησης για τη στρατιωτική και πολιτική παράμετρο του Εμφυλίου, κυκλοφορία ιστορικών μονογραφιών για τον Εμφύλιο, συνέδρια για τον Εμφύλιο. Επιτέλους, ο Εμφύλιος γίνεται αντικείμενο ιστορικής έρευνας και μελέτης· επιτέλους, ο Εμφύλιος μπαίνει στη ζωή μας, μαθαίνουμε γι’ αυτόν, συζητάμε γι’ αυτόν. Μπορούμε, επιτέλους, ως επιστημονική κοινότητα, ως πολίτες, ως κοινωνία, να αγγίξουμε την απωθημένη χρόνια τώρα εμφύλια σελίδα της σύγχρονης Ιστορίας μας, την οποία και οφείλουμε να γνωρίσουμε.
          Η έκρηξη των δεκαετιών του 1990 και 2000 προμήνυε κάτι το ελπιδοφόρο. Διαφορετικές θέσεις και εκδοχές, διαφορετικές εκτιμήσεις και αξιολογήσεις, διαφορετικές αφετηρίες και μεθοδολογικές προσεγγίσεις δημιουργούσαν τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη ουσιαστικού επιστημονικού διαλόγου, ενώ στον ερευνητικό στίβο συμμετείχαν όχι μόνο ιστορικοί αλλά και πολιτικοί και οικονομικοί επιστήμονες, κοινωνιολόγοι και ανθρωπολόγοι, οι οποίοι μέσα από βιβλία και αφιερωματικές-επετειακές εκδόσεις, περιοδικά και ηλεκτρονικές σελίδες, συμπόσια και συνέδρια[5] κατέθεταν το λόγο τους. Ερευνιόταν νέο αρχειακό υλικό (βρετανικά, αμερικανικά, γερμανικά αρχεία, αρχεία των πρώην ανατολικών χωρών και ιδιαίτερα των βαλκανικών, Αρχείο Γενικής Διοίκησης Μακεδονίας (Γ.Δ.Μ.), Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ), όπου απόκειται τμήμα του Ιστορικού Αρχείου του Κ.Κ.Ε και το αρχείο του Ραδιοφωνικού Σταθμού «Ελεύθερη Ελλάδα», έντυπα του Δ.Σ.Ε. (σε 2 τόμους  επανέκδοση του περιοδικού Δημοκρατικός Στρατός από το Κ.Κ.Ε. το 1996), Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο (ΕΛΙΑ), όπου φυλάσσεται ποικίλο σχετικό αρχειακό υλικό, Γενικά Αρχεία του Κράτους (ΓΑΚ), κρατικά πολιτικά, διπλωματικά, δικαστικά και στρατιωτικά αρχεία (σε 16 τόμους τα Αρχεία Εμφυλίου Πολέμου, 1944-1949 από τη Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού του Γ.Ε.Σ. το 1998), ποικίλες άλλες ιδιωτικές πηγές κ.λπ.),  εξεταζόταν στη βάση στέρεων τεκμηρίων η οικονομία, η πολιτική, η διπλωματία, η ιδεολογία, και οι διεθνείς διαστάσεις του Εμφυλίου. Η έρευνα  απαγκιστρωνόταν από τη συνωμοσιολογική ανάλυση της Ιστορίας, ξεπερνούσε την κομματική σκοπιμότητα  και απομακρυνόταν από τη μυθολογία των νικητών. Η μελέτη των νέων αρχειακών τεκμηρίων και η επαναξιολόγηση των παλαιότερων με τη χρήση νέων μεθοδολογικών εργαλείων άνοιγε νέους δρόμους.
          Η προοδευτική-αριστερή βιβλιογραφία με την ανανέωση και τον εμπλουτισμό της εξουδετέρωνε ουσιαστικά την τριαντάχρονη κυριαρχία της εθνικόφρονης βιβλιογραφίας, κατακτώντας πλέον την πρωτοκαθεδρία. Ωστόσο, ο λόγος της δεν ξέφευγε κάποιες φορές - τον πρώτο τουλάχιστον καιρό -  από την εγγενή αδυναμία να αξιοποιήσει ολοκληρωτικά τις επιστημονικές μεθόδους και να προσλάβει αδιαμφισβήτητο επιστημονικό χαρακτήρα, καθώς προσπαθούσε να δικαιολογήσει ή να δικαιώσει πολιτικούς προσανατολισμούς και κομματικές αποφάσεις. Δύο περιπτώσεις είναι χαρακτηριστικές:
        1. Πολύς λόγος γίνεται μεταξύ των μελετητών για το ρόλο που έπαιξε στην πορεία προς τον Εμφύλιο η αποχή της Αριστεράς στις εκλογές του Μαρτίου του 1946. Ένα σημαντικό μέρος των ερμηνειών, εκτιμώντας  ότι η αποχή επέτρεψε τις εξελίξεις που ακολούθησαν, επαναφέρει παλιές ενδοκομματικές κρίσεις και επικρίσεις, οι οποίες στο φως της σύγχρονης τεκμηριωμένης έρευνας δεν ευσταθούν. Η αποχή ήταν τακτική και όχι στρατηγική επιλογή της Αριστεράς και με αυτήν στόχευε στην άσκηση πολιτικής πίεσης στην κυβέρνηση Σοφούλη για αναβολή των εκλογών, προκειμένου να προετοιμαστούν πραγματικά ελεύθερες εκλογές. (Να σημειωθεί ότι λίγο αργότερα πήρε μέρος στο δημοψήφισμα για την επάνοδο του Γεωργίου και μάλιστα με πολύ χειρότερους όρους).  Εξάλλου, το Κ.Κ.Ε. ήταν το τελευταίο από τις δυνάμεις του Ε.Α.Μ. και του τότε  Πανδημοκρατικού Μετώπου που μίλησε για την αποχή, αλλά και πάλι χωρίς να αρνείται την αστική νομιμότητα. Η αποχή, βέβαια, εκτός από άλλα, έδωσε τη δυνατότητα στους αντιπάλους της Αριστεράς να την κατηγορήσουν ως αντιδημοκρατική και εξωκοινοβουλευτική πολιτική δύναμη, επικίνδυνη για το δημοκρατικό καθεστώς. Από την άλλη πλευρά, η συμμετοχή της Αριστεράς στις εκλογές θα παρείχε σίγουρα μια εκπροσώπηση, ενδεχομένως περιορισμένη και παραχαραγμένη λόγω της κινητοποίησης του κρατικού και παρακρατικού μηχανισμού, η οποία όμως (εκπροσώπηση) δε θα απέτρεπε – ενδεχομένως να καθυστερούσε - τη συνέχιση της λευκής τρομοκρατίας και την πορεία προς την εμφύλια σύγκρουση. Η μελέτη των τεκμηρίων μάς οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι μετεκλογικές εξελίξεις με τελική κατάληξη τον Εμφύλιο σχετίζονταν αναμφίβολα με τη γενικότερη στρατηγική της ελληνικής αστικής τάξης και των πολιτικών εκφραστών της, που απέβλεπαν μέσα από την αυταρχικοποίηση του κράτους στον εξοβελισμό της Αριστεράς από την πολιτική σκηνή με κάθε κατασταλτικό μέσο.[6]
      2. Πολύς, επίσης, λόγος γίνεται για την επέμβαση του βρετανικού παράγοντα στις μετακατοχικές εξελίξεις μέχρι την έναρξη του Εμφυλίου. Το σχήμα, που σε γενικές γραμμές επικράτησε μεταξύ των αριστερών διανοουμένων αμέσως μετά την ήττα, προκειμένου να «ξορκιστεί το κακό», και που αποδέχεται ακόμη σήμερα ένας αριθμός ιστορικών ερμηνειών, αποδίδει αποκλειστικά στη βρετανική εμπλοκή τα αίτια της μετακατοχικής «κακοδαιμονίας» στη χώρα και την έκρηξη του Εμφυλίου Πολέμου, υποβαθμίζοντας τις ευθύνες των εγχώριων πολιτικών δυνάμεων και το ρόλο των εσωτερικών ταξικών αντιθέσεων. Δεν είναι ιστορικά σωστό να περιθωριοποιούνται ή να ακυρώνονται οι ενδογενείς αντιθέσεις, που ενυπάρχουν στον εγχώριο κοινωνικό σχηματισμό. Τα λαϊκά στρώματα, κυρίως η αγροτιά (η πολυαριθμότερη τότε κοινωνική κατηγορία), η εργατική τάξη, οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι μικρέμποροι και οι μικροβιοτέχνες, οι προοδευτικοί διανοούμενοι ήρθαν μέσα από τον ΕΑΜικό απελευθερωτικό αγώνα στο ιστορικό προσκήνιο και διεκδίκησαν μαζί με το διώξιμο των κατακτητών οικονομικές και κοινωνικοπολιτικές αλλαγές. Άλλωστε, μέσα από την οργάνωση για την αντιμετώπιση του κατακτητή ο λαός με την καθοδήγηση του Ε.Α.Μ. είχε δημιουργήσει φορείς κοινωνικής και πολιτικής εξουσίας. Και ήταν επόμενο και ιστορικά λογικό εκείνα τα φύτρα πολιτικής εξουσίας να θέλει το ΕΑΜικό απελευθερωτικό κίνημα να τα διατηρήσει, να τα διευρύνει και να τα κατοχυρώσει. Αυτή, όμως, η προοπτική ερχόταν σε ευθεία σύγκρουση με τα συμφέροντα της αστικής τάξης, η οποία από την πλευρά της επιδίωκε να μη χάσει τα προπολεμικά της κεκτημένα και να επανακάμψει στην εξουσία. Και φυσικά σε αυτήν της την επιδίωξη ήταν ιστορικά λογικό να αξιοποιήσει τους πέρα από τα εθνικά σύνορα συμμάχους και προστάτες της, που κι αυτών τα συμφέροντα κινδύνευαν. Έτσι, οι δεξιές και κεντρώες πολιτικές δυνάμεις, αν και ουδέτερες ή αδρανείς, εκτός από ελάχιστες μεμονωμένες περιπτώσεις, κατά  τον απελευθερωτικό αγώνα, δεν ήταν δύσκολο να γίνουν οι επικίνδυνοι αντίπαλοι του Κ.Κ.Ε. και του ΕΑΜικού κινήματος. Βέβαια, έπρεπε να υπάρξει και η αναγκαία συνθήκη, η ουσιαστική βοήθεια δηλαδή του ξένου παράγοντα, για να δρομολογηθούν  οι γνωστές εξελίξεις. Αλλά το κύριο δεν παύει να είναι οι εσωτερικές κοινωνικο-οικονομικές αντιθέσεις της ελληνικής κοινωνίας και οι χειρισμοί των πολιτικών της εκφραστών, που προκάλεσαν την επέμβαση του βρετανικού αρχικά και του αμερικανικού παράγοντα στη συνέχεια. Η διαπάλη, λοιπόν, και η σύγκρουση είχε ενδογενή χαρακτήρα, ήταν ελληνική επιλογή και απόφαση.[7]
 
Ο «ΕΜΦΥΛΙΟΣ» ΤΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ

           Ωστόσο, πέρα από τις παραπάνω ενστάσεις,  η όλη κινητικότητα που εμφανίστηκε κατά τις δεκαετίες του 1990 και του 2000 έδωσε τη δυνατότητα να αναπτυχθεί ένας πλούσιος διάλογος, ο οποίος αναμφισβήτητα συνέβαλε στην προώθηση της έρευνας. Προέκυψαν, όμως, και σοβαρότατα προβλήματα στον επιστημονικό διάλογο, με αποτέλεσμα ένας νέος «εμφύλιος» να διεξάγεται στο επιστημονικό-ιστορικό πεδίο. Ο Εμφύλιος μεταφέρθηκε από το πεδίο της μάχης στο πεδίο της ιστορικής επιστήμης προκαλώντας νέο «εμφύλιο».[8]
          Αν και είναι θεμιτές οι διαφορές μεταξύ των μελετητών, αν και οι διαφωνίες προωθούν το διάλογο και την έρευνα, στη συγκεκριμένη περίπτωση το ζήτημα δεν είναι απλό ούτε αθώο. Συγκεκριμένα, μια ομάδα μελετητών του Εμφυλίου, που έχει αυτοπροσδιοριστεί ως «νέο κύμα»,[9]  επέδειξε  νέα ερευνητικά πεδία, των οποίων ωστόσο η μεθοδολογία κρίνεται προβληματική και τα πορίσματα της έρευνας αμφισβητούμενα. Οι διαφωνίες, που οριοθετούν την «εμφύλια» επιστημονική διαμάχη, εστιάζονται στα παρακάτω τρία σημεία:
      1.  Έχει τεθεί το ερώτημα πότε ξεκίνησε ο Εμφύλιος Πόλεμος. Και οι δυο πλευρές δέχονται – άλλωστε τα τεκμήρια υπάρχουν – ότι ήδη από τον τρίτο χρόνο (1943) της κατοχικής περιόδου παρατηρήθηκαν, κάποιες φορές με ιδιαίτερη οξύτητα, συγκρούσεις μεταξύ των αντιστασιακών οργανώσεων αλλά και μεταξύ του Ε.Α.Μ.-Ε.Λ.Α.Σ. και των εγχώριων συνεργατών των κατακτητών. Το «νέο κύμα» θεωρεί ότι αυτές οι συγκρούσεις σηματοδοτούν την έναρξη του Εμφυλίου.[10] Αυτή, όμως, η θεώρηση αντικειμενικά υποβαθμίζει την Κατοχή, δηλαδή τοποθετεί σε δεύτερη μοίρα την παρουσία των ξένων κατακτητών και την κατοχική τους πολιτική και τακτική, και απαξιώνει την Εθνική Αντίσταση, δηλαδή τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του ελληνικού λαού. Η εστίαση στις ενδοαντιστασιακές συγκρούσεις υποβαθμίζει τις συγκρούσεις του Ε.Α.Μ.-Ε.Λ.Α.Σ. με τους κατακτητές, τον κύριο δηλαδή αγώνα εκείνης της περιόδου. Κι ακόμη, η εμμονή σε αυτές τις ενδοελληνικές συγκρούσεις παραγνωρίζει και το γεγονός ότι η άλλη πλευρά, με την οποία συγκρούστηκαν οι ΕΑΜικές αντιστασιακές οργανώσεις ήταν οι συνεργάτες των κατακτητών. Ταυτόχρονα, η ομάδα του «νέου κύματος», εφόσον κατά την άποψή της ο Εμφύλιος ξεκίνησε το 1943, δε βλέπει τις διεργασίες που έγιναν μετά την Απελευθέρωση, μηδενίζει δηλαδή  αντιλήψεις και γεγονότα με βαρύνουσα σημασία στη μετακατοχική περίοδο μέχρι την έναρξη του Εμφυλίου. Έτσι, με την «κατασκευή» αυτή, παρέχεται η εικόνα μιας συνέχειας Κατοχής-Εμφυλίου, χωρίς ενδιάμεσο στάδιο.
      2.  Κατά την εξέταση ενός κεντρικού γεγονότος, όπως ο Εμφύλιος, ενδιαφέρον πάντοτε έχουν και οι τοπικές εκδηλώσεις αυτού του γεγονότος, καθώς αναδεικνύουν χρήσιμες πλευρές του, εμπλουτίζοντας έτσι τη συνολική εικόνα του, βοηθώντας ακόμη καλύτερα να κατανοηθεί το φαινόμενο του Εμφυλίου στο επίπεδο των απλών ανθρώπων αλλά και να διαγνωσθεί η διαφοροποίηση της πρόσληψης και εξέλιξης των γεγονότων από περιοχή σε περιοχή. Σε κάθε περίπτωση, πάντως,  σημασία έχει η «διαχείριση» της προφορικής μαρτυρίας – πολύτιμο βοηθητικό εργαλείο – που δεν μπορεί να φθάνει στα όρια της απολυτοποίησης. Στην προκειμένη, όμως, περίπτωση το «νέο κύμα» επιμένει στη μελέτη της τοπικής διάστασης του Εμφυλίου, ακριβώς για να αναδείξει τις προσωπικές αντιθέσεις, τις οικογενειακές διενέξεις, τις παραδοσιακές έριδες και τις πρόσφατες ή παλιότερες αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις ως κίνητρα του Εμφυλίου.[11] Αναμφισβήτητα εντοπίζονται στις τοπικές κοινωνίες και αναντίρρητα παίζουν το ρόλο τους οι διαπροσωπικές διενέξεις και συγκρούσεις, αλλά, όσο κι αν είναι υπαρκτές, δεν μπορούν από μόνες τους να εξηγήσουν το συγκλονιστικό γεγονός του Εμφυλίου. Και επιπλέον, οι μελετητές του «νέου κύματος», με βάση τις διαπιστώσεις και τα πορίσματα της μελέτης της τοπικής κοινωνίας, διατυπώνουν γενικά συμπεράσματα. Η γενίκευση, βέβαια, αυτή, που εντοπίζει τα κίνητρα και τα αίτια του Εμφυλίου στις ατομικές δράσεις και συμπεριφορές, στις οικογενειακές έριδες και τις τοπικές συγκρούσεις, συσκοτίζει τελείως τον πυρήνα του κεντρικού γεγονότος, καθώς υποβαθμίζει το ιδεολογικό-πολιτικό στοιχείο, που ήταν και το κίνητρο για την προσφυγή στον Εμφύλιο.  Η παραπάνω δηλαδή μεθοδολογία ποτέ δε θα μας επιτρέψει να μάθουμε ποιες πολιτικές δυνάμεις και γιατί συγκρούστηκαν, καθώς θα ανακυκλώνεται στις τοπικές διαμάχες.[12]
      3.  Χαρακτηριστικό γνώρισμα κάθε εμφυλίου πολέμου είναι η βία - βία σκληρή και απάνθρωπη, βία πολυεπίπεδη. Ωστόσο, η βίαιη αυτή πρακτική συνιστούσε σίγουρο παράγωγο της εμφύλιας περιόδου και άρα δε νοείται έξω από αυτήν.  Το «νέο κύμα», όμως, αυτονομεί το φαινόμενο της βίας, του αφαιρεί το ιδεολογικο-πολιτικό του πλαίσιο και το εξετάζει έξω από τα ιστορικά του συμφραζόμενα και μελετώντας το έτσι απογυμνωμένο επιδιώκει να γνωρίσει και να κατανοήσει τη συμπεριφορά ατόμων και ομάδων εκείνης της εποχής σε τοπικό κυρίως επίπεδο.[13] Απαριθμούν μάλιστα οι μελετητές αυτοί θύτες και θύματα, για να αποδείξουν με βάση τους αριθμούς ποια πλευρά είχε δίκιο και ποια άδικο. Λες και η ποσοτική διάσταση της βίας μπορεί από μόνη της να εξηγήσει τα γεγονότα, λες και η στατιστική είναι ιστορία. Αποφαίνονται, πάντως, για το εγγενές βίαιο περιεχόμενο της κομμουνιστικής-αριστερής ιδεολογίας, χωρίς ωστόσο κάτι τέτοιο να το τεκμηριώνουν  με βάση τις κομματικές αποφάσεις. Και έτσι,  με αυτήν τη θέση εξηγούν τις βίαιες συμπεριφορές κομματικών στελεχών, που εκδηλώθηκαν στην ελληνική ύπαιθρο, αλλά και πάλι χωρίς να τις συνδυάζουν με την εμφάνιση και δράση των Ταγμάτων Ασφαλείας και των άλλων αντιπατριωτικών ομάδων δωσιλόγων, κι όταν μάλιστα οι τελευταίες, αυτονομημένες από την κυβερνητική εξουσία, δρούσαν ανεξέλεγκτα στοχεύοντας αποκλειστικά και μόνο στην αποδυνάμωση  της Αριστεράς.
          Ο Εμφύλιος υπήρξε ένα καθαρά πολιτικό γεγονός: πρώτα και κύρια ήταν γεγονός πολιτικής σύγκρουσης. Και όντας τέτοιο, δεν μπορεί να εξετάζεται στη βάση της «ουδετερότητας» και της «αποστασιοποίησης», δεν μπορεί να απογυμνώνεται από το προφανέστατο γνώρισμά του, που είναι το πολιτικό του περιεχόμενο. Οι όποιες ατομικές δράσεις και συμπεριφορές, οι τοπικές έριδες και οι βίαιοι θάνατοι έχουν τη σημασία τους, δεν μπορούν όμως να ανάγονται σε κύρια κίνητρα.  Στην ιστορική έρευνα η επίκληση από τον ιστορικό μελετητή της «ουδετερότητας» και της «αντικειμενικότητας» προοικονομεί την  ιδεολογική χρήση της Ιστορίας· προετοιμάζει την ιδεολογική-ιστορική χειραγώγηση της κοινωνίας. Προς αυτήν την κατεύθυνση φαίνεται ότι κινείται η παραπάνω ομάδα μελετητών του λεγόμενου «νέου κύματος».
          Στο βάθος, αυτή η προσέγγιση του Εμφυλίου έρχεται να μας θυμίσει την προγενέστερη παραδοσιακή αντικομμουνιστική ιστοριογραφία.  Σύμφωνα με αυτήν το Κ.Κ.Ε. μέσω του Ε.Α.Μ., έχοντας ως μόνιμο εγγενές γνώρισμα τη βία – την «κόκκινη βία», την οποία άλλωστε τονίζει ιδιαίτερα η ομάδα του «νέου κύματος» -  από την αρχή κιόλας της Κατοχής απέβλεπε στην κατάληψη της εξουσίας – άποψη την οποία εγκολπώνεται η παραπάνω ομάδα μελετητών. Και η κατάληψη της εξουσίας επιχειρήθηκε να πραγματωθεί μέσα από τρεις διαδοχικές «εφόδους» -  πρόκειται για το γνωστό ερμηνευτικό σχήμα των «τριών γύρων».[14] Έτσι, η συγκεκριμένη ομάδα των νέων μελετητών απέχει αρκετά από την επιστημονική ή τουλάχιστον την όσο το δυνατό ψύχραιμη προσέγγιση της ελληνικής μετακατοχικής πραγματικότητας. Ουσιαστικά αρθρώνει την ερμηνευτική της γραμμή στα αντικομμουνιστικά επιχειρήματα και εφευρήματα του εθνικόφρονος παρελθόντος, τα οποία όπως και τότε έτσι και τώρα επιδιώκουν να σβήσουν ή να αμαυρώσουν συγκλονιστικές και συνάμα δραματικές σελίδες της ιστορίας του ελληνικού λαού. Η παραδοσιακή δηλαδή αντικομμουνιστική ιστοριογραφία εμφανίζεται στη σύγχρονη εποχή μετασχηματισμένη, με διαφορετικό λεξιλόγιο και νέες μεθοδολογίες, αλλά ενταγμένη στην ίδια προοπτική.
          Επομένως, χρειάζεται σοβαρή ακόμη προσπάθεια, ώστε να μην ακυρωθεί ή αλλοιωθεί στη συνείδηση και στην ιστορική μνήμη του ελληνικού λαού όχι μόνο η μεγαλειώδης Εθνική Αντίσταση αλλά και η όλη μετακατοχική περίοδος και ειδικότερα το συνταρακτικό γεγονός του Εμφυλίου Πολέμου. Η προάσπιση της Ιστορίας της Αριστεράς, η ανάδειξη της προσφοράς της Αριστεράς στη σύγχρονη πορεία του ελληνικού κράτους και του ελληνικού λαϊκού κινήματος, η υπενθύμιση των πολύμορφων αγώνων της Αριστεράς (μαζί με τα όποια αρνητικά τους) και η ψύχραιμη αξιολόγησή τους συνιστούν, νομίζουμε, τούτη την εποχή βασικό καθήκον κάθε σοβαρού και υπεύθυνου ιστορικού επιστήμονα.

 
                                             ~   ~   ~   ~   ~   ~   ~   ~   ~   ~   ~   ~   ~   ~   ~

 Η «ΑΝΑ ΧΕΙΡΑΣ» ΜΕΛΕΤΗ

        Ο δρ ιστορικός Σπύρος Δημ. Λουκάτος, ο συγγραφέας του «ανά χείρας» βιβλίου, θεωρούσε ελλιπές το τρίτομο έργο του για την Κατοχή και την Αντίσταση στην Κεφαλονιά και την Ιθάκη (Τα χρόνια της Ιταλικής και Γερμανικής Κατοχής και της Εθνικής Αντίστασης στην Κεφαλονιά και Ιθάκη), αν δεν ιστορούσε για αυτά τα δυο νησιά και τα μεταπελευθερωτικά γεγονότα μέχρι και τον Εμφύλιο Πόλεμο.   Εκτιμούσε, και σωστά, ότι η δεκαετία του 1940 συνιστούσε μια ενότητα με τα επιμέρους βέβαια κεφάλαιά της και επομένως ο ιστορικός μελετητής οφείλει να μη σταματήσει στο πρώτο κεφάλαιο (π.χ. της Κατοχής και της Αντίστασης) ή να μην περιοριστεί σ’ ένα από αυτά (π.χ. του Εμφυλίου).
          Από την εποχή κιόλας της Κατοχής και της Αντίστασης είχε συνειδητοποιήσει ότι η γενιά του «έγραφε ιστορία» και γι’ αυτό από τότε συγκέντρωνε το υλικό τεκμηρίωσης μιας μελλοντικής ιστορικής αφήγησης. Έτσι, στα μετακατοχικά χρόνια, όταν λόγω των σκληρών μεταπελευθερωτικών καταστάσεων υποχρεώθηκε το 1945 να «περάσει» σε μακροχρόνια απομόνωση, μακριά από την καθημερινή δράση, άρχισε να σχεδιάζει τη συγγραφή της Κατοχής, της Αντίστασης, της Απελευθέρωσης και του Εμφυλίου στην Κεφαλονιά και την Ιθάκη.  Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1950 είχε τελειώσει το γράψιμο της «ανά χείρας» μελέτης, την οποία προφανώς στα μετέπειτα χρόνια το ξαναδούλεψε εμπλουτίζοντάς την και με νέα στοιχεία, μαρτυρίες και άλλα τεκμήρια. Συνέχιζε να «παλεύει» με το χειρόγραφό του, καθώς ως υπεύθυνος ιστορικός  γνώριζε ότι δεν  μπορούσε να επιτρέψει καμιά αστοχία στην πένα του.       
          Η μελέτη του Σπ. Λουκάτου έρχεται να καλύψει ένα κενό. Έως τώρα δεν είχαμε συστηματική αλλά ούτε καν αποσπασματική κάποιων γεγονότων ιστόρηση της μετακατοχικής  περιόδου 1944-1949. Έλειπε δηλαδή μια ιστορική μονογραφία για την Απελευθέρωση, την τρομοκρατία και τον Εμφύλιο στην Κεφαλονιά και την Ιθάκη. Ελάχιστες, βέβαια, και σκόρπιες ειδήσεις και πληροφορίες για την μεταπελευθερωτική μέχρι και τον Εμφύλιο περίοδο στα δυο αυτά Ιόνια νησιά  μπορούσε να βρει κανείς σε ελάχιστα βιβλία γραμμένα από Κεφαλονίτες.[15]   Ελάχιστα, επίσης, άρθρα έχουν δημοσιευθεί γι’ αυτήν την περίοδο σε περιοδικά αντιστασιακών οργανώσεων ή σε τοπικές και αθηναϊκές εφημερίδες.[16] Στοιχεία για τα αποτελέσματα της κρατικής και παρακρατικής τρομοκρατίας στα δυο νησιά έχουν καταχωρισθεί στις σελίδες των τριών Λευκών και της Μαύρης Βίβλου, που το Ε.Α.Μ. είχε εκδώσει το 1944-1946,[17] ενώ σύντομη αναφορά για τη δράση του τμήματος του Δημοκρατικού Στρατού της Κεφαλονιάς βρίσκουμε σ’ ελάχιστα βιβλία  γενικότερου ενδιαφέροντος.[18]  Σε αρκετά, ωστόσο, βιβλία με προσωπικές κυρίως μαρτυρίες ή με θέμα τους τις φυλακές και εξορίες, γίνονται σημαντικές αναφορές στις φυλακές του Αργοστολιού, οι οποίες κατά την περίοδο του Εμφυλίου  «φιλοξένησαν» εκατοντάδες αγωνιστές όχι μόνο από την Κεφαλονιά αλλά και από άλλες περιοχές της χώρας.[19]  
          Ο Σπ. Λουκάτος γράφει Τοπική Ιστορία με την έννοια ότι η έρευνα και η μελέτη του πραγματοποιείται σε τοπική κλίμακα, στο επίπεδο της Κεφαλονιάς και της Ιθάκης για την περίοδο 1944-1949. Κατά τα άλλα κινείται στο πεδίο της ιστορικής έρευνας με τις γνωστές μεθόδους, τεχνικές ανάλυσης και τρόπο αφήγησης της ιστορικής επιστήμης. Εξετάζει όχι μόνο τις πολιτικές διεργασίες αλλά και τα οικονομικά και κοινωνικά δεδομένα καθώς και τις πολιτισμικές εκφάνσεις της τοπικής κοινωνίας, ερευνά δηλαδή συνολικά την κίνηση και τους μηχανισμούς της κοινωνίας των δύο νησιών. Χρησιμοποιεί δημοσιευμένες και αδημοσίευτες πηγές, τις οποίες εξηγεί, αναλύει και κρίνει, αξιοποιεί προφορικές μαρτυρίες, που τις διασταυρώνει με άλλες ή με γραπτά κείμενα, χωρίς ακόμη να του διαφεύγει ότι και οι σιωπές των κειμένων ή των ανθρώπων είναι και αυτές «πηγές» για τον ιστορικό και χρειάζονται το σχολιασμό τους. Δε λείπει, ωστόσο, από κάποιες σελίδες ο βιωματικός τόνος, καθώς ο ίδιος είχε δράση στα αμέσως μετά την Απελευθέρωση χρόνια και επομένως υπεισέρχεται και η δική του συμμετοχή στην αφήγηση των γεγονότων - μια αφήγηση απόλυτα τεκμηριωμένη, όσο κι αν κάποιοι όροι και λέξεις προδίδουν μια συναισθηματική και ιδεολογική φόρτιση.
          Επειδή ο συγγραφέας γνωρίζει ότι η Τοπική Ιστορία δεν μπορεί να κατανοηθεί και να εξηγηθεί χωρίς τη γνώση της συνολικής (Εθνικής ή Γενικής) Ιστορίας, γι’ αυτό και δε χάνει από τον ορίζοντά του – κατά συνέπεια και από τη γραφή του – τις γενικότερες διεργασίες, εξελίξεις και γεγονότα, που την ίδια περίοδο συνέβαιναν στον ελληνικό χώρο. Γι’ αυτό και βοηθά τον αναγνώστη να θυμηθεί το γενικό ιστορικό περίγραμμα και να αντιληφθεί το κεντρικό διακύβευμα, ώστε ο τελευταίος όχι μόνο να γνωρίσει αυτά καθεαυτά τα δρώμενα της Κεφαλονιάς και Ιθάκης αλλά να κατανοήσει και την ένταξή τους και τη συμβολή τους στα γενικότερα σε πανελλαδικό επίπεδο δρώμενα.
          Γνωρίζει, βέβαια, πολύ καλά ο Σπ. Λουκάτος ότι στο τοπικό επίπεδο υπάρχουν και διαφοροποιήσεις από τη γενικότερη συνολική/Γενική Ιστορία – διαφοροποιήσεις που σχετίζονται με τοπικές ιδιαιτερότητες, τις οποίες και εξηγεί και αναλύει. Εξάλλου, δε στέκεται μόνο στα σημαντικά για τα δυο νησιά γεγονότα, αλλά ρίχνει φως και στα «ασήμαντα», παρουσιάζει και λεπτομέρειες, που χωρίς αυτές θα ήταν ενδεχομένως διαφορετική η πορεία κάποιου γεγονότος. Ενδιαφέρεται για την ανάδειξη της μικροϊστορίας, όταν για παράδειγμα αναφέρει και εξηγεί τη δομή και τη δράση των παρακρατικών οργανώσεων των δύο νησιών ή παρουσιάζει τη συγκρότηση και τις πρωτοβουλίες του Πανδημοκρατικού Μετώπου Κεφαλονιάς-Ιθάκης. Γνωρίζει, επίσης, πολύ καλά ότι τα φαινόμενα βίας, τα οποία αναντίρρητα παρατηρήθηκαν στα δυο νησιά, δεν ξεκινούσαν από διαπροσωπικές αντιπαλότητες και συγκρούσεις, όσο κι αν μπορεί να υπέβοσκαν και τέτοιες, αλλά από ιδεολογικές-πολιτικές διαφορές.  Και επιμένει ιδιαίτερα στον ιδεολογικό-πολιτικό χαρακτήρα των ενεργειών και της γενικότερης δράσης  και των δύο αντιμαχόμενων τότε πλευρών.
           Η «ανά χείρας» μελέτη του Σπ. Λουκάτου στη χειρόγραφη μορφή της (στις γνωστές κόλλες αναφοράς) αποτελείτο από 480 φύλλα, γραμμένη στο recto κάθε φύλλου. Το χειρόγραφο ήταν γενικά καθαρογραμμένο, με σχετικά λίγες διαγραφές ή μικροδιορθώσεις. Στην αρχή τα Περιεχόμενα, μετά η Βιβλιογραφία και ακολουθούσε ο Πρόλογος. Στη συνέχεια ο συγγραφέας ανέπτυσσε το καθένα από τα δύο μέρη της μελέτης του (για κάθε μέρος πρώτα η ιστορική αφήγηση και μετά οι σημειώσεις) και «έκλεινε» το χειρόγραφό του με Παράρτημα εγγράφων και άλλων δημοσιευμάτων της εποχής στο πολυτονικό σύστημα, ενώ για το υπόλοιπο κείμενο είχε ακολουθήσει  το μονοτονικό. Εμείς κρατήσαμε στην αρχή τα Περιεχόμενα, αλλά μεταθέσαμε στο τέλος τη Βιβλιογραφία. Διατηρήσαμε την ορθογραφία του χειρογράφου. Διορθώσαμε σιωπηρά τις ελάχιστες αβλεψίες.  Ενοποιήσαμε, όμως, τις σημειώσεις των δύο μερών, τις οποίες κάναμε υποσελίδιες, προσθέτοντας ελάχιστες δικές μας τελείως απαραίτητες διευκρινιστικές σημειώσεις. Το Ευρετήριο, που συντάξαμε, στο τέλος του βιβλίου θα είναι χρήσιμο, πιστεύουμε για τον αναγνώστη αυτής της μελέτης.
 
ΠΕΤΡΟΣ ΠΕΤΡΑΤΟΣ
 

 




[1]  Βλ. σχετικά Γιώργος Μαργαρίτης, Ιστορία του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου 1946-1949, τόμ. 2, εκδ. Βιβλιόραμα, Αθήνα 2002, σσ. 541-550· Νίκος Κυρίτσης, Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας. Βασικοί σταθμοί του αγώνα, Μελέτες Κέντρου Μαρξιστικών Ερευνών, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2006 (2η έκδοση), σσ. 106-109∙ Η τρίχρονη εποποιία του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (1946-1949), εκδ. Ριζοσπάστης - Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2008 (4η έκδοση), σσ. 537-539.
[2]  «[...] με ψήφισμα που υιοθέτησε μια κεντρώας πλειοψηφίας Βουλή, τον Απρίλιο του 1952, προβλεπόταν πως τα “έκτακτα” μέτρα [του Εμφυλίου] θα παρέμεναν σε ισχύ ακόμη κι αν αντίθετα προς το σύνταγμα του 1952, που μόλις λίγους μήνες νωρίτερα η ίδια Βουλή είχε ψηφίσει και ότι θα μπορούσαν στο μέλλον να καταργηθούν με κοινό νόμο. Μια πρόσθετη δυσκολία στη διατήρηση των “έκτακτων” μέτρων οφειλόταν στο γεγονός πως μερικά από αυτά, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που ρύθμιζαν τις επ’ αόριστο εκτοπίσεις, τις αφαιρέσεις ιθαγένειας και άλλα, παρείχαν ρήτρα που όριζε ότι θα εφαρμόζονταν μόνο  “διαρκούσης της ανταρσίας”. Η δυσκολία όμως αυτή παρακάμφθηκε με τη λεγόμενη “θεωρία του διαρκούς εμφυλίου πολέμου”. Όσο κι αν φαίνεται παράλογο, τα δικαστήρια, χωρίς καμία εξαίρεση, δέχονταν ώς το 1962 πως ο εμφύλιος πόλεμος – η “ανταρσία” , όπως τον έλεγαν – συνεχιζόταν, αφού ποτέ δεν είχε επίσημα και με νόμο αναγγελθεί η λήξη του, Νίκος Κ. Αλιβιζάτος, «Καθεστώς “έκτακτης” ανάγκης και πολιτικής ελευθερίας, 1946-1949», στο Η Ελλάδα στη δεκαετία 1940-1950. Ένα έθνος σε κρίση, μτφρ. Μ. Δρίτσα, Α. Λυκιαρδοπούλου, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 2006, σσ. 392-393.
[3]  Ο όρος ανήκει στον Κωνσταντίνο Τσουκαλά, «Η ιδεολογική επίδραση του Εμφυλίου Πολέμου», στο Η Ελλάδα στη δεκαετία του 1940-1950. Ένα έθνος σε κρίση, ό.π., σ. 571.
 
 [4]  Βλ. τη μοναδική, έως σήμερα, σοβαρή καταγραφή της ελληνικής βιβλιογραφίας για τον Εμφύλιο: Νίκος Κουλούρης, Ελληνική βιβλιογραφία του Εμφυλίου Πολέμου, 1945-1949. Αυτοτελή δημοσιεύματα 1945-1999, εκδ. Φιλίστωρ, Αθήνα 2000. Επίσης βλ. Π. Παπαστρατής, «Η ιστοριογραφία της δεκαετίας 1940-1950», Σύγχρονα Θέματα, τχ. 35-37 (Δεκέμβριος 1988) σσ. 183-187.
[5]  Το 1999, με τη συμπλήρωση 50 χρόνων από τη λήξη του Εμφυλίου, πραγματοποιήθηκαν τρία Συνέδρια με αντικείμενο το συγκεκριμένο ιστορικό γεγονός (το πρώτο χρονολογικά στο Kings College του Λονδίνου, το δεύτερο στο Καρπενήσι από το Ελληνικό Κέντρο Πολιτικών Ερευνών του Παντείου Πανεπιστημίου και το Δήμο Καρπενησίου, και το τρίτο στο Πάντειο Πανεπιστήμιο από το Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών Πολιτικής Επιστήμης και Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, το Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου και το Τμήμα Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου σε συνεργασία με την Εταιρεία Διάσωσης Ιστορικού Αρχείου (ΕΔΙΑ)), το 2000 ένα διεθνές Συνέδριο από τα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ) σε συνεργασία με το Διεθνές Ινστιτούτο Κοινωνικής Ιστορίας (Άμστερνταμ), το Ίδρυμα Φελτρινέλι του Μιλάνου και το Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου και το 2006 με τη συμπλήρωση 60 χρόνων από την έναρξη του Εμφυλίου άλλο διεθνές στη Θεσσαλονίκη από τον Τομέα Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας και Λαογραφίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και το Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου (ΙΜΧΑ). Σημειώνουμε εδώ ότι το πρώτο Συνέδριο για τον ελληνικό Εμφύλιο είχε οργανωθεί το 1984 στην Κοπεγχάγη της Δανίας υπό την αιγίδα του Ερευνητικού Συμβουλίου Ανθρωπιστικών Σπουδών και της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης. Στο μεταξύ, από το 2000 το «Δίκτυο για τη Μελέτη των Εμφυλίων» είχε ξεκινήσει  τις δραστηριότητές του με Συνέδρια και άλλες εκδηλώσεις. Βλ. σχετικά Γιώργος Μαργαρίτης, «Ο ελληνικός Εμφύλιος Πόλεμος και η ιστορία του. Το “επετειακό” 1999», Αρχειοτάξιο, τχ. 2 (2000), σσ. 137-143.
[6]  Βλ. Μιχάλης Π. Λυμπεράτος, Στα πρόθυρα του Εμφυλίου Πολέμου. Κοινωνική πόλωση, Αριστερά και αστικός κόσμος στη μεταπολεμική Ελλάδα. Από τα Δεκεμβριανά στις εκλογές του 1946, εκδ. Βιβλιόραμα, Αθήνα 2006, και ειδικότερα σσ. 551-680.
[7]  Βλ. Δώρα Μόσχου, «Αναπαλαιωμένες αστικές προσεγγίσεις του εμφυλίου πολέμου», Κομμουνιστική Επιθεώρηση, τχ. 6 / 1999, σ. 116. Βλ. επίσης εφ. Κυριακάτικος Ριζοσπάστης, 19-2-2012, ένθετο Ιστορία, «Συμφωνία της Βάρκιζας. Η ταξική πάλη και οι επιζήμιοι συμβιβασμοί», σ. 2.  
[8]  Βλ. Πολυμέρης Βόγλης, «Ο πόλεμος των ιστορικών», http://www.xt5.net/politics/ideogramms/1921/ Opolemostvnist.html 
[9]  Βλ. Ν. Μαραντζίδης, Στ. Καλύβας, «Νέες τάσεις στη μελέτη του Εμφυλίου Πολέμου», εφ. Τα Νέα, 20-21 Μαρτίου 2004.
 
[10]  «Ο Εμφύλιος πόλεμος ξεκίνησε στα 1943-1944 [...]», αναφέρει με βεβαιότητα ο Νίκος Μαραντζίδης, Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας 1946-1949, εκδ. Αλεξάνδρεια, [Αθήνα 2010], σ. 9. Βλ. και Ν. Μαραντζίδης, Στ. Καλύβας, «Νέες τάσεις στη μελέτη του Εμφυλίου Πολέμου», ό.π.
[11]  Βλ. Νίκος Μαραντζίδης, «Η τοπική διάσταση στη μελέτη της Κατοχής και του ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου», http://www.civil-war.org
[12]  Αυτή η μετατόπιση της επιστημονικής έρευνας από το γενικό στο ειδικό και από το κεντρικό στο τοπικό με την ταυτόχρονη υποβάθμιση της ανάλυσης του κύριου διακυβεύματος έχει χαρακτηριστεί από τον Αντώνη Λιάκο «αποκεντροθέτηση», βλ. Α. Λιάκος, «Αντάρτες και συμμορίτες στα ακαδημαϊκά αμφιθέατρα», στο Η Ελλάδα ’36-’49. Από τη Δικτατορία στον Εμφύλιο. Τομές και συνέχειες, επιμέλεια Χάγκεν Φλάισερ, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2003, σ. 34.
[13]  Βλ. τις χαρακτηριστικές μελέτες του Στάθη Καλύβα, «Κόκκινη τρομοκρατία: η βία της Αριστεράς στην Κατοχή», στο  Mark Mazawer (επιμέλεια), Μετά τον Πόλεμο. Η ανασυγκρότηση της οικογένειας, του έθνους και του κράτους στην Ελλάδα, 1943-1960, μτφρ. Ειρήνη Θεοφυλακτοπούλου, εκδ. Αλεξάνδρεια, [Αθήνα 2003], σσ. 161-204, και του ίδιου, «Μορφές, διαστάσεις και πρακτικές της βίας στον Εμφύλιο (1943-1949): μια πρώτη προσέγγιση», στο Ο Εμφύλιος Πόλεμος. Από τη Βάρκιζα στο Γράμμο, Φεβρουάριος 1945 - Αύγουστος 1949, επιμέλεια Ηλίας Νικολακόπουλος, Άλκης Ρήγος, Γρηγόρης Ψαλλίδας, εκδ. Θεμέλιο, [Αθήνα 2002], σσ. 188-207.
[14]  Στη βάση αυτού κυρίως του ερμηνευτικού σχήματος των «τριών γύρων» έχουν διατυπωθεί  οι παλαιότερες προσεγγίσεις του C. Μ. Woodhouse, Το Μήλον της Έριδος. Η ελληνική αντίσταση και η πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων, εκδ. Εξάντας, Αθήνα 1976, (1η αγγλική έκδοση 1948), του E. C. Myers, Η Ελληνική Περιπλοκή. Οι Βρετανοί στην κατεχόμενη Ελλάδα, Αθήνα 1976, (1η αγγλική έκδοση 1955), του G. Chandler, Διχασμένη γη. Μια αγγλοελληνική τραγωδία, Θεσσαλονίκη 2000, (1η αγγλική έκδοση 1959) και του Ι. Ιατρίδη, Εξέγερση στην Αθήνα, Αθήνα 1973, (1η αμερικανική έκδοση 1972).  
[15]  Η μικρή σε σχήμα έκδοση του δικηγόρου και πολιτευτή Γεράσιμου Βασιλάτου Η κατάστασις εν Κεφαλληνία. Έργα, ημέραι και άθλοι νομάρχου – δημάρχου – βουλευτού, Αθήναι 1948, μας δίνει μέσα από τις προσωπικές και κομματικές αντιθέσεις των τοπικών πολιτικών το κλίμα, που εκείνη την εποχή (1947-1948) επικρατούσε στο Αργοστόλι. Ο Ευάγγελος Παρέντης, δάσκαλος  με συμμετοχή στο ΕΑΜικό κίνημα,  στο ολιγοσέλιδο βιβλίο του Εθνική Αντίσταση και Εμφύλιος Πόλεμος στην Κεφαλονιά (1941-1950), Αθήνα 1984, καταγράφει κυρίως τα ονόματα με ολιγόλογα βιογραφικά των θυμάτων (και από τις δύο πλευρές) της λευκής τρομοκρατίας και του Εμφυλίου στην Κεφαλονιά. Ο Γιάννης Βούλτεψης, για ένα διάστημα μετακατοχικά υπεύθυνος της εφημερίδας του Ε.Α.Μ. Ελεύθερη Κεφαλονιά, στα τελευταία κεφάλαια του βιβλίου του Πρόκληση, εκδ. Ισοκράτης, Αθήνα 1986, (1η έκδοση), κάνει αναφορές στα πρώτα μετακατοχικά χρόνια στην Κεφαλονιά. Και η Ευριδίκη Λειβαδά-Ντούκα στη Σύντομη (Πολιτική) Ιστορία Κεφαλληνίας. Από την προϊστορία στον 20ο αι., εκδ. Οδύσσεια, Αργοστόλι 2008, αναφέρεται, σύντομα βέβαια, στα χρόνια της Απελευθέρωσης, της τρομοκρατίας και του Εμφυλίου στην Κεφαλονιά.
[16]  Βλ. ενδεικτικά εφ. Όστρια (Κεφαλονιάς-Ιθάκης), φ. 19. 15 Ιανουαρίου 1995, σ. 11, άρθρο του Σπ. Λουκάτου «Στα πενήντα χρόνια από τον Δεκέμβρη του 1944. Ο Δεκέμβρης του ’44 στην Κεφαλονιά»· εφ. Κυριακάτικος Ριζοσπάστης, 27 Αυγούστου 2006, ένθετο 7 μέρες μαζί, σσ. 11-14, «Εξήντα χρόνια από την ίδρυση του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Η ανάπτυξη του ΔΣΕ στα ελληνικά νησιά», όπου γίνεται επαρκής αναφορά και στο τμήμα του Δημοκρατικού Στρατού της Κεφαλονιάς.
[17]  Τα δυσεύρετα αυτά κείμενα αναδημοσιεύθηκαν στο βιβλίο Στη δίνη του Εμφυλίου Πολέμου. Σπάνια ντοκουμέντα του Ε.Α.Μ. (1944-1947), Εισαγωγή, επιμέλεια Παύλος Πετρίδης, Πρόλογος Χαρίλαος Φλωράκης, εκδ. Προσκήνιο, [Αθήνα 1998]. Για Κεφαλονιά και Ιθάκη βλ. σσ. 202, 235, 261, 262-263, 317, 398, 431, 445-446, 455-456, 462.
[18]  Βλ. Τάσος Βουρνάς, Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας. Ο Εμφύλιος, εκδ. Τολίδη, Αθήνα 1981, σσ. 349-351, και Ιστορικό Τμήμα της ΚΕ του ΚΚΕ, Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, τόμ. Α΄, 1918-1949, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1995, σσ. 615-616∙ Η τρίχρονη εποποιία του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (1946-1949), ό.π., σσ. 485-488.
[19]  Βλ. ενδεικτικά: Γιάννης Γ. Παπακωνσταντίνου, Ενθυμήματα ποτισμένα με αίμα και δάκρυα, τόμ. Γ΄, εκδ. Λίνος, Αθήνα 1986, σσ. 94-201· Νίκος Γ. Κουτρούλης, Σ’ αυτούς που πίστεψαν στο «όνειρο», Αθήνα 2006· Κυριακή Α. Καμαρινού, Τα «πέτρινα» πανεπιστήμια. Ο αγώνας για τη μόρφωση στις φυλακές και τις εξορίες, 1924-1974, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2005, σσ. 194-200, όπου γίνεται λόγος για τα μαθήματα και την έκδοση του χειρόγραφου περιοδικού των πολιτικών κρατουμένων Δεσμώτες αγωνιστές· (για το περιοδικό αυτό βλ. και Δημήτρης Σέρβος, Παράνομες χειρόγραφες εφημερίδες απ’ τις φυλακές και τις εξορίες, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2003, σσ. 93-94)· «Δεν θέλω να μου δέσετε τα μάτια...», επιμέλεια Β. Β. Βαρδινογιάννης, έκδοση Εταιρείας Διάσωσης Ιστορικών αρχείων 1940-1974 (ΕΔΙΑ), [Αθήνα 2004], όπου στις σσ. 140-141, 143-146, 151-152, 162-163, 167-172, 179-180, 182-183, 207, 217, 222-224, 225-230, 236-239, 245, 247-248, 259-262, 275-276, 277-278 αναδημοσιεύονται από τα σχετικά ΦΕΚ εκθέσεις θανατικών εκτελέσεων αγωνιστών κρατουμένων στις φυλακές του Αργοστολιού κατά την περίοδο 1946-1949·

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου