Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2013

ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ : Δυο δίδυμα αδέλφια ... αγνώριστα!


 
Ομιλία που έγινε στη Σάμη (αίθουσα τελετών Γυμνασίου-Λυκείου Σάμης)
σε εκδήλωση του Θεατρικού Εργαστηρίου Σάμης στις 2 Απριλίου 2011
 

          Θα αποδειχθεί, νομίζω, παρακάτω ότι δεν είναι αυθαίρετος ο συνδυασμός που μου υπαγορεύει να συμπαραθέσω μέσα στον ίδιο τίτλο τον πολιτισμό και την πολιτική, γιατί και ο ένας και η άλλη προέρχονται από την ίδια λεκτική μήτρα και είχαν για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα μια αμφίδρομη δημιουργική σχέση και πορεία, για να καταλήξουν σήμερα σ’ έναν ακήρυκτο πόλεμο.
          Πολιτισμός είναι – ας το πούμε απλά – ό,τι χαρακτηρίζει και προσδιορίζει τη φυσιογνωμία, την ιστορία και την εξέλιξη ενός έθνους, ενός λαού· και συγκεκριμένα τα επιτεύγματά του στον υλικό τομέα (τεχνικός πολιτισμός) καθώς και τα δημιουργήματά του στον πνευματικό τομέα (πνευματικός πολιτισμός). Την πεμπτουσία, βέβαια, του πολιτισμού αποτελεί ο δεύτερος τομέας, η καλλιέργεια δηλαδή των πνευματικών δυνάμεων των πολιτών, η καλλιέργεια με άλλα λόγια της γνώσης και της νόησης μέσα από τις επιστήμες, η καλλιέργεια των συναισθημάτων και της ευαισθησίας του ανθρώπου μέσα από τα γράμματα και τις τέχνες, γενικότερα η καλλιέργεια της προσωπικότητας του ανθρώπου, η διαμόρφωση ενός υπεύθυνου και ενεργού πολίτη με δικαιώματα και υποχρεώσεις, με αξίες και ιδανικά.
          Άλλωστε, η λέξη πολιτισμός ετυμολογικά σχετίζεται άμεσα με τη λέξη πολίτης, αδιάφορο αν στην αρχαία εποχή η λέξη πολιτισμός είχε άλλη σημασία: σήμαινε τη διαχείριση των υποθέσεων της πόλης-κράτους. Ο Α. Κοραής,  την πρωτοχρησιμοποίησε με το σύγχρονό της περιεχόμενο. Πάντως, η ετυμολογική σχέση της λέξης πολιτισμός με τη λέξη πολίτης και αυτής με τη λέξη πόλις δεν είναι τυχαία, δεν είναι χωρίς νόημα.
          Ωστόσο, από τις λέξεις πόλις και πολίτης προέρχεται και η λέξη πολιτική, λέξη αρχαιοελληνική. Τη συναντάμε στον Πλάτωνα αλλά και τον Αριστοτέλη, οποίος την ορίζει ως το σύνολο των προσπαθειών μιας κοινότητας για τη συγκρότηση μιας δίκαιης πολιτείας. Πολιτική σημαίνει σήμερα το σύνολο των θεμάτων που έχουν σχέση με τα κοινά, είναι ο τρόπος δράσης πολιτών και κρατών, ο τρόπος που χειρίζεται κανείς την κρατική εξουσία - συνολικά ή τμήματά της. Ουσιαστικά δηλώνει τη συμμετοχή στα κοινά, στις υποθέσεις του κράτους. Σήμερα, βέβαια, η πολιτική έχει καταστεί ολοκληρωμένη επιστήμη. Και κυρίως αυτό που εδώ μας ενδιαφέρει είναι η επαγγελματικοποίηση της πολιτικής.
           Η αρχαία πόλις-κράτος υπήρξε το κέντρο της πολιτικής και συνακόλουθα της κοινωνικής συγκρότησης των Ελλήνων. Ο πολίτης της αθηναϊκής ιδίως δημοκρατίας, μιας άμεσης μορφής δημοκρατίας, συμμετείχε συνειδητά στα κοινά, άλλοτε ως πολεμιστής, άλλοτε ως στρατηγός, άλλοτε ως πρεσβευτής, άλλοτε ως δικαστής, άλλοτε ως ομιλητής στην εκκλησία του δήμου διατυπώνοντας την άποψή του για εξωτερικά και εσωτερικά θέματα, άλλοτε ως βουλευτής φτάνοντας μια τουλάχιστο φορά στη ζωή του να κρατά για μια μέρα στα χέρια του τα κλειδιά και τη σφραγίδα της πόλης, να εκτελεί δηλαδή χρέη σημερινού αρχηγού κράτους.  Ασκώντας δηλαδή τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του ως πολίτης λειτουργούσε ο ελεύθερος Αθηναίος ταυτόχρονα και ως πολιτικός. Γιατί ο πολίτης που καθημερινά μιλά δημόσια για τις κρατικές υποθέσεις ή διαχειρίζεται τομείς της κρατικής εξουσίας στην πράξη είναι ένας πολιτικός – όχι βέβαια επαγγελματίας πολιτικός.
          Ακριβώς αυτός ο τρόπος οργάνωσης και λειτουργίας της αρχαίας αθηναϊκής δημοκρατίας δημιούργησε από εκείνα τα χρόνια την έννοια του πολιτικού και μαζί την έννοια της πολιτικής. Ωστόσο, μαζί με την καθημερινή πρακτική ενασχόλησή του με τα κοινά, ο Αθηναίος πολίτης γινόταν μέτοχος, λιγότερο ή περισσότερο, ενός σημαντικού πολιτισμού, μιας σημαντικής παιδείας – με την αρχαιοελληνική σημασία του όρου -  η οποία (παιδεία) δεν περνούσε αναγκαστικά μέσα από ένα κρατικό εκπαιδευτικό σύστημα, που φυσικά δεν υπήρχε τότε, αλλά με διάφορους τρόπους η ίδια η πολιτεία φρόντιζε γι’ αυτήν την παιδεία των ελεύθερων πολιτών της.
          Ας προσέξουμε πώς η παιδεία, η πολιτισμική καλλιέργεια, όπως εμείς την εννοούμε σήμερα, ήταν συνυφασμένη με την πολιτική: Ο πλούσιος Αθηναίος πολίτης είχε την υποχρέωση να λειτουργήσει ως χορηγός, να καταβάλει δηλαδή τα έξοδα του χορού και κατεπέκταση να αναλάβει όλα τα έξοδα για το ανέβασμα μιας θεατρικής παράστασης. Για εκείνους τους ανθρώπους το θέατρο, η δραματική παράσταση, δίδασκε, εκπαίδευε, και άρα η πολιτεία, έχοντας την ευθύνη της δημοκρατικής διαπαιδαγώγησης των πολιτών της, απαιτούσε από τον εύπορο πολίτη να χρηματοδοτήσει εκδηλώσεις με καθαρά πολιτισμικό στόχο την αγωγή της ψυχής, την ψυχαγωγία των πολιτών. Και ο πλούσιος Αθηναίος κατανοούσε αυτή του την υποχρέωση απέναντι στην πολιτεία και τους συμπολίτες του.
          Εξάλλου, το θέατρο στην αρχαία δημοκρατική Αθήνα ήταν υπόθεση της πολιτείας: το θεατρικό είδος, ο χρόνος και ο τόπος των παραστάσεων, οι διαδικασίες οργάνωσης, λειτουργίας και απονομής βραβείων, η λαϊκή παρουσία και συμμετοχή – όλα ήταν κρατική υπόθεση και φροντίδα· από την αρχή έως το τέλος η δημοκρατική πολιτεία ρύθμιζε τη ζωή του θεάτρου. Στις μέρες των παραστάσεων οι Αθηναίοι συνωστίζονταν στο θέατρο. Το θέατρο, όπως και η εκκλησία του δήμου, ήταν οι δύο χώροι που λειτουργούσαν ως σχολεία δημοκρατίας, ήταν οι δύο θεσμοί που καταξίωναν τη δημοκρατική λειτουργία. Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο θεσπίστηκε η αποζημίωση, τα λεγόμενα θεωρικά, που πλήρωνε η πολιτεία και επέτρεπε στους πιο φτωχούς να παρακολουθούν την παράσταση δωρεάν. Το γεγονός αυτό απεικονίζει εύστοχα τον πολιτικό ρόλο του θεάτρου. Όλα τα παραπάνω φρονώ ότι συνιστούν μέγιστο μάθημα παιδείας και δημοκρατίας και υπογραμμίζουν τη συσχέτιση πολιτισμού και πολιτικής.
           Ο πολιτισμός και η πολιτική, λοιπόν, εκτός από την κοινή ετυμολογική τους προέλευση,  συνδέονται με το δημόσιο αγαθό, με τα κοινά, με το λαό. Στα νεότερα βέβαια χρόνια, που κυρίως μας ενδιαφέρουν, βρίσκονται σ’ έναν ακήρυκτο μεταξύ τους πόλεμο. Ας εξετάσουμε τι συμβαίνει.
          Μετά τη μεταπολίτευση υπήρξε στη χώρα μας πράγματι μια έκρηξη πολιτικοποίησης· δημιουργήθηκαν δυνατότητες και προϋποθέσεις για ουσιαστική πολιτική ζωή. Ταυτόχρονα, φαινόταν μια τάση πολιτιστικής αναγέννησης· πρόσωπα και φορείς προσπαθούσαν να σηκώσουν το νήμα που είχε κόψει η δικτατορία των συνταγματαρχών, να αναστήσουν και να διευρύνουν την πολιτιστική άνοιξη της δεκαετίας του 1960. Και πράγματι έγιναν πράγματα και θαύματα θα έλεγα. Φαινόταν στην πράξη η απελευθερωτική δύναμη που κρύβει μέσα της η πολιτιστική δημιουργία και δράση. Αναμφισβήτητα έχουμε ως χώρα σοβαρές κατακτήσεις: έχουμε καλό, πολύ καλό θέατρο, έχουμε σημαντικούς κινηματογραφιστές-σκηνοθέτες, συνθέτες και άλλους καλλιτέχνες, έχουμε αξιόλογες πνευματικές καταθέσεις, έχουμε και ερευνητικές-επιστημονικές πρωτοτυπίες. Τι λείπει, όμως, χρόνια τώρα;
          Πρώτα-πρώτα λείπει μια μακρόπνοη πολιτιστική πολιτική από την πλευρά της πολιτείας. Όλοι θα συμφωνήσουμε ότι, αν μια πολιτεία θέλει να χαράξει μια πολιτική ουσίας και προτεραιοτήτων, μια πολιτική γόνιμη και δημιουργική, δεν μπορεί να μην προτάξει τον πολιτισμό. Αντίθετα, όλοι γνωρίζουμε ότι από τότε που ιδρύθηκε το νεοελληνικό κράτος μέχρι σήμερα για τον πολιτισμό διατίθεται το μικρότερο ποσοστό από τα κονδύλια του κρατικού προϋπολογισμού, ίσως γιατί οι διοικούντες  θεωρούν τον πολιτισμό ως κάτι δευτερεύον και τριτεύον ή στην καλύτερη περίπτωση τον εκλαμβάνουν ως πολυτέλεια. Με άλλα λόγια, ο πολιτισμός δεν έχει ριζώσει στη πολιτική των πολιτικών, δε διαπερνά τις σκέψεις και τις δράσεις τους, δεν αποτελεί μόνιμη έγνοια  τους. Άλλωστε, η εξουσία  αντιλαμβάνεται τον πολιτισμό και τους ανθρώπους του μόνο ως αξιοποιήσιμους για τα δικά της σχέδια.
          Λείπει, επιπλέον, και κάτι άλλο: λείπει η επίμονη φωνή των ίδιων των δημιουργών του πολιτιστικού γίγνεσθαι στη χώρα μας, λείπει η ουσιαστική και μόνιμη παρέμβασή τους στα γενικότερα κοινωνικά ή, αν θέλετε, πολιτικά, με την αριστοτελική σημασία του όρου, προβλήματα. Και λείπει, επειδή κάποιοι είτε βολεύονται είτε δεν ακούγονται.
          Η πολιτεία έχει τους τρόπους, αφού έχει και το χρήμα και την εξουσία, να επηρεάζει ποικιλότροπα τους πνευματικούς και πολιτιστικούς δημιουργούς, για να πετύχει την αλλοτρίωσή τους, γεγονός εξαιρετικής σημασίας για την εξουδετέρωσή τους ως πολιτιστικών συνειδήσεων. Έτσι, όσοι από αυτούς συμμετέχουν σε κομματικές κοινοβουλευτικές ομάδες ή και σε υπουργικές θέσεις, αλλά και σε στελεχικές θέσεις πολιτιστικών οργανισμών ή ζουν με την προσδοκία αναρρίχησης σε κάποια θέση ή κρατικής επιχορήγησης είναι υποχρεωμένοι, στην πλειονότητά τους, να ταυτίζονται με τα κομματικά ή κυβερνητικά κατεστημένα, με αποτέλεσμα να θέτουν το πολιτιστικό αγαθό σε δεύτερη μοίρα.
          Υπάρχει, όμως, και η κατηγορία των πνευματικών εκείνων ανθρώπων, οι οποίοι δε βολεύονται με την υπάρχουσα κατάσταση, γι’ αυτό και την κρίνουν και την κατακρίνουν, πληρώνοντας βέβαια το ανάλογο τίμημα. Πνευματικοί άνθρωποι, επιστήμονες, πανεπιστημιακοί καθηγητές, λογοτέχνες κ.λπ. αρθρογραφούν σε περιοδικά και εφημερίδες, ανοίγουν διάλογο, προβληματίζουν και προτείνουν, αλλά και οι ίδιοι παίρνουν πρωτοβουλίες, συμμετέχουν σε ποικίλες δράσεις, μάχονται για την προώθηση των πολιτιστικών και γενικότερα των κοινωνικοπολιτικών ζητημάτων της χώρας. Και ποιοι είναι αυτοί;
          Είναι όλοι εκείνοι οι άνθρωποι του πνεύματος, της τέχνης και της επιστήμης, που ξεπερνώντας κομματικές γραμμές και προσωπικές φιλοδοξίες, έχουν αποδείξει ότι ξέρουν να ακούουν και όχι να υπακούουν. Η ακοή και η υπακοή – το «ακούω» και το «υπακούω» – είναι αντιστρόφως ανάλογες έννοιες-δυνάμεις: όσο μεγαλώνει η μία, μικραίνει η άλλη. Το «ακούω» δημιουργεί  γόνιμους ανυπάκουους, το «υπακούω» δημιουργεί κοινωνικά κουφούς. Δε μιλάμε εδώ για κάποια πεισματική άρνηση κακομαθημένου παιδιού, ούτε για στείρα ανυπακοή. Μιλάμε για την υπεύθυνη, άγρυπνη ακρόαση των πραγμάτων, - «πάντα ανοιχτά, πάντα άγρυπνα τα μάτια της ψυχής» κατά τον εθνικό μας ποιητή – έτσι που αφού έχει κάποιος μελετήσει με θάρρος και σε βάθος την κατάσταση, αφού έχει ακούσει τι γίνεται γύρω του, προτείνει και χαράζει τότε τη νέα πορεία, την εκτροπή από την κατεστημένη αντίληψη, την ανυπακοή στην άγονη υπακοή στα μέχρι τώρα παραδεκτά. Άλλωστε, η κινητήρια δύναμη των τεχνών, οι πηγές εξέλιξης των ιδεών βρίσκονται στην ανυπακοή στα ισχύοντα και τα καθιερωμένα και στη γόνιμη ανατροπή τους.
           Όμως υπάρχει και άλλη μια πλευρά της σύγχρονης σχέσης πολιτισμού και πολιτικής. Πολιτισμός γενικότερα είναι τρόπος ζωής, όταν αναφερόμαστε σε κάποιον πολίτη, ενώ όταν αναφερόμαστε σε πολιτικούς είναι το πώς αντιλαμβάνονται και εφαρμόζουν τη διαχείριση των κοινών. Με άλλα λόγια πόσο σέβονται και εκτιμούν τον ιδρώτα του απλού πολίτη, πόσο σέβονται και εκτιμούν τη γνώμη του λαού.
          Και εδώ υπάρχει το μεγάλο πρόβλημα: Πώς φτάσαμε και γιατί φτάσαμε στη σημερινή κατάσταση; Αναφέρομαι στην κρίση – μια κρίση οικονομική που αφορά, νομίζω, πρώτα και κύρια την Ευρωπαϊκή Ένωση και γενικότερα το καπιταλιστικό οικονομικό μοντέλο, αλλά που για την Ελλάδα είναι ουσιαστικά κρίση πολιτισμική.  Δε θέλω να σας κουράσω με γνωστά πράγματα. Άλλωστε, όλοι βιώνουμε τα αποτελέσματα αυτής της κρίσης. Θα σταθώ μόνο σε κάποιες διαπιστώσεις, για να δείξω ότι η όλη πολιτική των κομμάτων που μας κυβέρνησαν τα τελευταία χρόνια κάθε άλλο παρά από πολιτισμό διαπνεόταν. Γιατί, στη συγκεκριμένη περίπτωση μια κυβέρνηση δε δείχνει το ενδιαφέρον της για τον πολιτισμό μόνο από το ποσοστό του κρατικού προϋπολογισμού που διαθέτει για τα γράμματα, τις τέχνες και την επιστήμη, αλλά κυρίως από την όλη συμπεριφορά της, την πολιτική δηλαδή και την τακτική της απέναντι στο λαό και τα προβλήματά του, απέναντι στους πολίτες και τα αιτήματά τους, απέναντι στους νέους και τα οράματά τους.
          Πολλά οικοδομήθηκαν πάνω σε υποσχέσεις απατηλές, ρουσφέτια, πατρωνίες και κουμπαριές. Ξεχειλώθηκε ο δημόσιος τομέας από χουβαρντάδες υπουργούς και ανεκτικούς πρωθυπουργούς. Κατηγορίες κοινωνικές έφτιαξαν τα δικά του φέουδα.  Θεσμικά παραμάγαζα έπαιρναν αρμοδιότητες και διαχειρίζονταν ανεξέλεγκτα δημόσιο χρήμα. Και όλα αυτά αφορούν και στα δύο μεγάλα κόμματα, της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, που είχαν την ευθύνη της διακυβέρνησης τα τελευταία 37 χρόνια.
          Η πολιτική χρησιμοποιούσε πρακτικές εμπορευματοποίησης και πελατειακής ψηφοθηρίας. Η εξουσία έγινε εμπόρευμα, οι πολιτικοί έμποροι και ο λαός καταναλωτής. Οι ρουσφετολογικές εισαγωγές ή τροποποιήσεις νόμων εξέθρεψαν κυκλώματα και δημιούργησαν κατεστημένα. Ο συνδικαλισμός στα ανώτερα και ανώτατα κλιμάκιά του δε διέθετε πραγματικούς μαχητές των κοινωνικών αιτημάτων. Τα ΜΜΕ ελέγχονταν από οικονομικά κέντρα, τα πιο πολλά με σχέσεις εργολαβικές με τις κυβερνήσεις. Και το δικαστικό σύστημα δεν έμεινε έξω από τα σκάνδαλα, καθώς η δικαιοσύνη δεν είναι τυφλή, ενώ παραμένει ταξική. Το πολιτικό προσωπικό, οι κυβερνήσεις δηλαδή του δικομματισμού, ευτέλισαν και αυτό ακόμη το αστικό σύνταγμα, ποδοπάτησαν και αυτές ακόμη τις αστικές ελευθερίας και δικαιώματα. Πότε ζητήθηκε η γνώμη του λαού μέσα από δημοψηφίσματα για σοβαρότατα θέματα εξωτερικής και εσωτερικής πολιτικής; - Ο λαός δηλαδή στο περιθώριο. - Η κοινοβουλευτική δημοκρατία απαξιώθηκε. Προβληματίζομαι ακόμη μήπως και ο θεσμός του προέδρου της Δημοκρατίας δεν έχει σταθεί σε αυτές τουλάχιστον τις κρίσιμες ώρες στο ύψος των περιστάσεων.
          Μα θα ρωτήσει κάποιος: όλα αυτά τα 37 περίπου χρόνια τίποτε σωστό δεν έγινε σε αυτή τη χώρα; Και βέβαια έγινε. Αρκετά θετικά έγιναν, και σε νομοθετικό έργο και σε υποδομές, αλλά στο πέρασμα του χρόνου τα μεγάλα λόγια και τα μεγάλα έργα εξανεμίζονταν, γιατί μέσα σε όλα αυτά ενυπήρχε και ενυπάρχει η ίδια παθογένεια: ένας διχασμός που διαπερνά ολόκληρη τη νεοελληνική πολιτική σκέψη και πρακτική. Αναφέρω το παράδειγμα του ΕΣΥ. Το ΕΣΥ ξεκίνησε σαν μια φιλόδοξη μεταρρύθμιση με στόχο την αποεμπορευματοποίηση του αγαθού της υγείας, για να καταλήξει σήμερα να είναι η υγεία στην Ελλάδα περισσότερο εμπορευματοποιημένη παρά ποτέ. Η περίθαλψη κοστίζει πολύ στους ασθενείς, ενώ η ιδιωτική ιατρική συνεχίζει να διογκώνεται. Αλλά παρόμοια δεν είναι η κατάσταση και στην Εκπαίδευση, που έχει ζήσει τα τελευταία χρόνια συνεχείς μεταρρυθμίσεις; Ποιος γονιός σήμερα πιστεύει ότι το παιδί του κινείται μέσα σε μια δημόσια δωρεάν εκπαίδευση; Πόσο σίγουροι είμαστε για την ορθότητα των αναλυτικών προγραμμάτων;  Έτσι, έχουμε φτάσει στην απαξίωση της δημόσιας υγείας και παιδείας. Παρόμοιες καταστάσεις και στο χώρο του πολιτισμού: μόνιμοι τρόφιμοι του δημόσιου κορβανά συγκεκριμένα ονόματα του θεάτρου, της μουσικής, της λογοτεχνίας. Ελάχιστες έως μηδενικές οι επιχορηγήσεις νέων σχημάτων, πρωτοποριακών κινήσεων, νέων καλλιτεχνών και δημιουργών.
          Όμως, ενώ αυτή είναι ή τείνει να γίνει η κυρίαρχη όψη του προβλήματος, υπάρχει και η άλλη, η θετική, η ελπιδοφόρα: υπάρχουν γιατροί, εκπαιδευτικοί, καλλιτέχνες που επιμένουν σε αξιακά συστήματα αντίθετα στη διαφθορά, τον εκμαυλισμό και τον εκφυλισμό. Υπάρχουν δηλαδή και αντιστέκονται λαμπροί επιστήμονες και άνθρωποι, σπουδαίοι δάσκαλοι και παιδαγωγοί, αξιόλογοι καλλιτέχνες και ευέλπιδες νέοι ηθοποιοί, σκηνοθέτες, τραγουδιστές, συνθέτες. Παράδειγμα ζωντανό για τη Σάμη παραμένει το Θεατρικό Εργαστήρι, που έχει απόψε την ευθύνης της εκδήλωσης. Νέοι άνθρωποι, καθημερινοί, της διπλανής πόρτας, όπως λέμε, δουλεύοντας 10-11 χρόνια τώρα συστηματικά, με υπομονή και επιμονή, υπεύθυνα και εγκάρδια, έχουν δημιουργήσει μια ομάδα ζωντανή και πρωτοπόρα, που με τις παραστάσεις τους και τις ποικίλες άλλες εκδηλώσεις τους τροφοδοτούν και ανατροφοδοτούν εαυτούς και κοινωνία. Έχουν ανοίξει ένα διάλογο με τους συμπολίτες τους, συμβάλλουν ουσιαστικά στην καλλιέργεια θεατρικής συνείδησης, γίνονται παράδειγμα ομαδικής συσπείρωσης και δράσης. Τέτοιες πρωτοβουλίες χρειαζόμαστε, τέτοια ρυάκια, δροσερά και γάργαρα, πρέπει να τρέξουν στη μεγάλη κοίτη του πολιτισμού μας. Υπάρχει δηλαδή η «κρίσιμη μάζα»,  το «κοινωνικό κεφάλαιο», που ωστόσο είναι μόνο η επαρκής συνθήκη για την όποια αλλαγή και ανατροπή.  Από κει και πέρα χρειάζονται οργανωτικές διαδικασίες, επίμονες και συνεπείς.
          Και ενώ η χώρα σα σκάφος ακυβέρνητο προσπαθεί να ταξιδέψει σε μια αγριεμένη θάλασσα με πολλά και απρόβλεπτα τσουνάμι, και ενώ η οικονομική και πολιτική χρεοκοπία είναι δεδομένη, τι κάνουν  οι πολιτικοί μας; Ποια είναι η πολιτική τους;
          Οι πολιτικοί μας αποποιούνται τη διαφθορά τους, χρεώνοντας ως διεφθαρμένους συλλήβδην τους Έλληνες και ζητώντας να πληρώσουν το κόστος της δικής τους υποταγής στα ποικίλα μεγαλοσυμφέροντα. Μήπως έκαναν τίποτε στο μεγάλο πρόβλημα της φοροδιαφυγής και φοροκλοπής; – για να σταθώ σ’ ένα κομβικό ζήτημα. Όλοι θυμούμαστε τις κατά καιρούς βαρύγδουπες εξαγγελίες για την πάταξή του, η οποία θα υπερκάλυπτε το ετήσιο έλλειμμα των δημόσιων εσόδων και κυρίως θα είχε απαλλάξει τα συνήθη υποζύγια (δηλαδή εμάς, το λαό) από την υπέρβαρη φορολογία. Αλλά, βλέπετε, η πάταξη της φοροδιαφυγής και της φοροκλοπής έχει πολιτικό κόστος και οι φοροδιαφεύγοντες και φοροκλέπτες συνιστούν μια ισχυρή συντεχνία.         
          Οι πολιτικοί μάς προκαλούν με την ανανδρία τους, καθώς εξισώνουν τις δικές τους τεράστιες διαχρονικές ευθύνες με αυτές των πολιτών, μαζί και των χιλιάδων νέων, που ακόμη δεν πρόλαβαν να κάνουν το παραμικρό, μαζί και των χιλιάδων γερόντων, που βολοδέρνουν με την αναιμική σύνταξή τους. Οι πολιτικοί μας δε φαίνεται να δείχνουν έμπρακτα λύπη ή ντροπή για ό,τι έκαναν  και κάνουν. Μόνο για την πολιτική τους καριέρα ενδιαφέρονται. Εξακολουθούν να φέρονται αλαζονικά.
          Όλα τα παραπάνω συνιστούν πρακτικές πολιτισμού; Φυσικά όχι. Όλα τα παραπάνω είναι πέρα και έξω από μια λογική που πάνω απ’ όλα βάζει τον άνθρωπο και τις ανάγκες του, τον πολίτη και τα όνειρά του, τη νεολαία και το μέλλον της.
          Επομένως, είναι παράλογο να αναθέτουμε την έξοδό μας από την κρίση στους αυτουργούς κοινωνικών εγκλημάτων, στους δημιουργούς εγκληματικής πολιτικής. Είναι παρανοϊκό να πιστεύουμε ότι θα μας σώσουν με ή χωρίς μνημόνιο οι υπαίτιοι της εφιαλτικής κατάστασης της χώρας μας. Πολιτικοί χωρίς πολιτισμό είναι επικίνδυνοι για τον τόπο και το λαό. «Είναι ανάξιος για αρχηγός εκείνος που ρίχνει το λαό του σε πελάγη συμφορών», έχει γράψει εδώ και χιλιάδες χρόνια ο Όμηρος.
           Και εδώ μπαίνει τώρα ένα άλλο καίριο ερώτημα: οι πολιτικοί έχουν τις ευθύνες τους, οι πολιτικοί ενδιαφέρονται για την ικανοποίηση των δικών τους συμφερόντων και των κοινωνικών τους ομάδων, τι έκανε όμως ο λαός, για να αποτρέψει ή τουλάχιστο να ελαχιστοποιήσει τα αποτελέσματα της απαράδεκτης πολιτικής των πολιτικών; Ο λαός είναι αμέτοχος σε όλο αυτό το κακό;
           Είναι αλήθεια ότι ο κόσμος προτιμούσε τους ανοιχτοχέρηδες πολιτικούς και απαιτούσε δάνεια, διορισμούς και διευκολύνσεις. Για πολλά χρόνια είχε εθισθεί στη λογική του «ψηφίζω, για να εξασφαλίσω ρουσφέτι και κάθε άλλου είδους πελατειακή σχέση». Είχε εθισθεί, μετά από φυσικά επιμελημένη προετοιμασία, να γοητεύεται από την επίδειξη πλούτου, έστω και δανεικού. Είχε θεωρήσει επιβεβλημένο να κλέβει και να φοροδιαφεύγει, αφού «όλοι κλέβουν και φοροδιαφεύγουν» με πρώτους και καλύτερους τους πολιτικούς μας. Είχε μάθει να αποδέχεται την αδικία, με την έννοια ότι δεν αντιδρούσε δυναμικά και απαιτητικά, αλλά αποδεχόμενός την προσπαθούσε με υπόγειους τρόπους να ισοσκελίσει το κακό. Τα διαπιστώνουμε αυτά, όταν αποκαλύπτονται διάφορες απάτες σε βάρος του Δημοσίου – απάτες στις οποίες συμμετέχουν εκατοντάδες συμπολιτών μας: από τις αναπηρικές συντάξεις-μαϊμού μέχρι τις συστηματικές καταπατήσεις δημόσιας γης.              
          «Εν συντομία / φοράμε τη μπέρτα του πολιτισμού / μα οι ψυχές μας ζουν στη λίθινη εποχή. /Οι εχθροί μας δε διέσχισαν τα σύνορά μας. / Διείσδυσαν μέσα στην αδυναμία μας σαν τα μυρμήγκια», μας προειδοποιεί ο Νιζάρ Κουαμπάνι, ποιητής από τη Συρία, για να θυμηθούμε και κάτι από τον αραβικό κόσμο, που αυτή την περίοδο βρίσκεται σε μια διαδικασία λαϊκών εξεγέρσεων και ανακατατάξεων.
          Από την άλλη πλευρά, οι πολίτες ουσιαστικά ούτε εξέλεγαν, ούτε έλεγχαν κάποια εξουσία. Είχε καλλιεργηθεί η ψευδαίσθηση της ελεύθερης επιλογής. Οι επιλογές όμως ήταν κατευθυνόμενες, από τη στιγμή που κάθε κυβέρνηση, λίγο πριν από τις εκλογές, άλλαζε τον εκλογικό νόμο και χάρη στην κοινοβουλευτική της πλειοψηφία τον έραβε στα μέτρα της, από τη στιγμή που ο αρχηγός του κόμματος κατάρτιζε λίστες και ψηφοδέλτια, από τη στιγμή που μεγαλοεπιχειρηματίες και εταιρείες χρηματοδοτούσαν υποψήφιους και ΜΜΕ.
          Να τι έχει γράψει σχετικά ο Μπρεχτ στις «Ιστορίες του κ. Κόινερ»: «Ο κ. Κ. μιλούσε για την κακή συνήθεια των ανθρώπων να καταπίνουν σιωπηρά την αδικία που τους κάνουν κι αφηγήθηκε τούτη την ιστορία: Κάποιος περαστικός είδε ένα παιδί να κλαίει και το ρώτησε τι το βασάνιζε. «Να, είχα δυο γρόσια για να πάω στον κινηματογράφο, μα ήρθε ένα αγόρι κι άρπαξε το ένα απ’ το χέρι μου», αποκρίθηκε το παιδί κι έδειξε ένα άλλο αγόρι που στεκόταν λίγο πιο πέρα. «Καλά και δε φώναξες βοήθεια»; ρώτησε ο άνθρωπος. «Πώς, φώναξα», είπε το παιδί κι άρχισε τώρα να κλαίει λίγο πιο δυνατά. «Και δε σ’ άκουσε κανένας»; ξαναρώτησε τώρα ο άνθρωπος και χάιδεψε στοργικά το παιδί. «Όχι», αποκρίθηκε εκείνο κλαίγοντας μ’ αναφιλητά. «Δεν μπορείς να φωνάξεις πιο δυνατά»; ρώτησε ο άνθρωπος. «Όχι», αποκρίθηκε το παιδί, που βλέποντας τον άνθρωπο να χαμογελάει είχε αρχίσει πάλι να ελπίζει. «Τότε δώσε μου και τ’ άλλο», είπε ο άνθρωπος. Πήρε και το τελευταίο γρόσι από το χέρι του παιδιού και συνέχισε ξένοιαστος το δρόμο του».       
          Είναι, λοιπόν, φανερό ότι η σύγχρονη νεοελληνική πολιτική έχει πάρει διαζύγιο από τον πολιτισμό. Και τούτο γιατί ο πολιτισμός δεν έχει καμιά σχέση με τη  διαφθορά και το ρουσφέτι, τον εκμαυλισμό των συνειδήσεων και την υποτίμηση της νοημοσύνης των πολιτών. Επομένως, αντικειμενικά πολιτισμός και πολιτική έχουν σήμερα ακροβολιστεί σε διαφορετικά στρατόπεδα. Και ο πόλεμος θα συνεχιστεί, μέχρι να επικρατήσει μια άλλη νοοτροπία και μια άλλη πρακτική, μέχρι που ο πολιτισμός δε θα είναι το περιτύλιγμα της κοινωνικής μας ζωής, αλλά το κύριο συστατικό αυτής της ζωής.
           Τι κάνουμε λοιπόν; Πώς προχωράμε; Προς τα πού βαδίζουμε; Γνωρίζω πως δεν είμαι εγώ ο κατάλληλος, για να δώσω απαντήσεις στα αγωνιώδη αυτά ερωτήματα. Άλλωστε, δεν είναι αυτός ο σκοπός  της αποψινής μου ομιλίας. Κάποιους προβληματισμούς θέλησα να καταθέσω για τη σχέση πολιτισμού και πολιτικής. Επομένως, μην περιμένετε από μένα λύσεις και προτάσεις. Ένα μόνο θα τολμήσω να πω: Η λύση ούτε εύκολη θα είναι ούτε ανώδυνη.  Θα είναι όμως προς τη σωστή κατεύθυνση, μόνο εάν αρχίσει να καλλιεργείται και να εφαρμόζεται μια άλλη νοοτροπία. Έχει υπογραμμίσει ο Θουκυδίδης ότι όσο η ανθρώπινη φύση δεν αλλάζει, η Ιστορία θα επαναλαμβάνεται. Είναι ανάγκη να υπερβούμε το φόβο και να παραμερίσουμε τον ωχαδερφισμό·  να κοιτάξουμε μπροστά με όρους κινήματος: να παραμερίσουμε τον ατομικισμό και να αποδεχτούμε την ομαδικότητα, να κάνουμε πράξη τη συλλογική δράση και την αλληλεγγύη, να μάθουμε ν’ ακούμε και να διαλεγόμαστε, να μπορούμε να υπερβαίνουμε τους εαυτούς μας και τα καθιερωμένα,  να προσπαθούμε να πρωτοπορούμε, να επιζητάμε την ενότητα.
          Από το αύριο ήδη έρχεται το βουητό της αλλαγής και της ανατροπής. «Ακούω να ’ρχεται καινούριο βήμα» γράφει ο ποιητής. Και επειδή πρόκειται για κάτι το καινούριο, οφείλουμε να το υποδεχτούμε με νέες θέσεις και απόψεις, με νέα μέτρα και πρακτικές. Πιστεύω πως χρειάζονται νέα υλικά. Ποια είναι αυτά δεν μπορώ να ξέρω. Ξέρω μόνο, και είμαι πεισμένος γι’ αυτό, ότι οι γνωστοί μας τρόποι αντιμετώπισης, οι σημερινές διαδικασίες διεκδίκησης και οι σημερινές  δομές  προώθησης και επίλυσης ζητημάτων δεν είναι οι κατάλληλες. Η διαλεκτική των ιδεών και των πράξεων, η ίδια η ζωή θ’ ανοίξει τους νέους δρόμους, αρκεί κι εμείς να τους αναζητάμε, αρκεί κι εμείς να είμαστε έτοιμοι να τους περπατήσουμε. Και, για να κλείσω με κάτι από το θεατρικό χώρο, θα έλεγα ότι δεν έχουμε πια καιρό να περιμένουμε τον «από μηχανής θεό»...
                                                                                                                       ΠΕΤΡΟΣ ΠΕΤΡΑΤΟΣ   
 
 
 
         
 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου