Το παρακατω κείμενο δημοσιεύτηκε στο συλλογικό τόμο Σπυρίδων Φωτ. Αντύπας, Ποιήματα,
επιμέλεια έκδοσης-εισαγωγή Θεοδόσης Πυλαρινός, έκδοση Κληροδοτήματος Σπ. Φ. Αντύπα
υπέρ της Κεφαλληνίας / Βιβλιοθήκη Σπυρ. Φ. Αντύπα, αρ. 2, Αργοστόλι 2014, σσ. 209-226.
Ι.
Οι διαθήκες είναι κατά γενική
ομολογία ο καθρέφτης των συντακτών τους, καθώς μέσα σε αυτές καθρεφτίζονται ο
ψυχικός τους κόσμος, οι σκέψεις και οι ιδέες τους. Εκεί διαφαίνονται οι
προσδοκίες τους και ανιχνεύονται τα οράματα της ζωής τους. Και όταν, μάλιστα,
κατά καιρούς ή κατά περίπτωση αναθεωρούνται, υπογραμμίζεται η μόνιμη έγνοια των
διαθετών για την τύχη των κληροδοτημάτων τους. Επίσης, πέρα από τη συγκίνηση
που αναμφίβολα προκαλούν, καθώς αναφέρονται σε αγαπημένα, συνήθως, πρόσωπα και
πράγματα, συνιστούν ασφαλείς πηγές για τη μελέτη της λαογραφίας και της
γλώσσας. Οι διαθήκες, τέλος, είναι
έγγραφα μέσα από τα οποία αναβιώνουν νοοτροπίες, αντιλήψεις και
κοινωνικές συμπεριφορές της εποχής των διαθετών.
Έχοντας, λοιπόν, στα χέρια μας τη Διαθήκη
του Σπυρίδωνος Φωτεινού Αντύπα (Αντυπάτα Πυλάρου Κεφαλονιάς, 1848 – Αθήνα, 1914),
μπορούμε, έως ένα βαθμό, να ανασυνθέσουμε την εποχή του, αλλά κυρίως μπορούμε να μάθουμε περισσότερα
στοιχεία για τον ίδιο,[1]
καθώς οι πληροφορίες μας για τον άνδρα και τις δραστηριότητές του είναι
περιορισμένες, ή να επαναβεβαιώσουμε τα όποια μέχρι τώρα στοιχεία έχουν καταγραφεί.
Πρόσφατα δύο μελέτες για το ποιητικό του έργο[2]
μάς έδωσαν ενδιαφέροντα στοιχεία για τις λογοτεχνικές τάσεις του αλλά και για
τις πολιτικές του προτιμήσεις και τις κοινωνικές του ευαισθησίες.
ΙΙ.
Στο αρχείο του Κληροδοτήματος Σπ. Φ.
Αντύπα υπέρ της Κεφαλληνίας απόκειται φωτοαντίγραφο των με αριθ. 1714 «Πρακτικών
συνεδριάσεως του Δικαστηρίου των εν Αθήναις Πρωτοδικών της 8 Μαΐου 1914»,[3]
όπου περιλαμβάνεται η Διαθήκη[4]
του ευεργέτη Σπ. Φ. Αντύπα. Συγκεκριμένα, οι τελευταίες θελήσεις του Κεφαλονίτη
ευεργέτη πέρασαν από διάφορα στάδια μέχρι να οριστικοποιηθούν και να
μετατραπούν στις τελικές κληροδοσίες. Ο διαθέτης είχε συντάξει «ιδιοχείρως» και
«ενυπογράφως» την πρώτη διαθήκη του στις 10 Ιουλίου 1911, με μια σύντομη
τροποποίηση που είχε επιφέρει σε κάποια σημεία της στις 19 Δεκεμβρίου 1913, ενώ
στο γραφείο του βρέθηκε κατά την απογραφή αμέσως μετά ο θάνατό του μαζί με το παραπάνω
κείμενο άλλο ένα επίσης κείμενο διαθήκης
ανυπόγραφο αλλά του δικού του γραφικού χαρακτήρα. Τα δικαστήριο με την υπ’
αριθ. 1714 απόφασή του στις 8 Μαΐου 1914 κήρυξε «κύριες» και τις δύο διαθήκες,
το περιεχόμενο των οποίων παρουσιάζουμε παρακάτω:
Πρώτη – ενυπόγραφη – διαθήκη, 10 Ιουλίου 1911
Τροποποίηση, 19 Δεκεμβρίου 1913
1. Κληρονόμοι ορίζονται ο αδελφός του
διαθέτη Διονύσιος Φ. Αντύπας, έμπορος στο Γαλάτσι της Ρουμανίας, και ο εξάδελφός
του Γεράσιμος Π. Αντύπας.
2. Από την ακίνητη περιουσία του στην
Κηφισιά έκτασης 18.000-20.000 περίπου τετραγωνικών τεκτονικών πήχεων
Α)
μία έκταση 5.289,72 τεκτ. τετρ, π. [= 2.972,47 τετρ. μ.], η οποία περιλαμβάνει
δένδρα, θερμοκήπιο και ναΐσκο του Αγίου Γεωργίου, διανέμεται ως εξής:
α) 2.789,72 τεκτ. τετρ. π. – το βόρειο
τμήμα που περιλαμβάνει το θερμοκήπιο και το ναΐσκο – στον αδελφό του Διον. Φ.
Αντύπα και
β) 2.500 τεκτ. τετρ. π. – το νότιο τμήμα
– στον εξάδελφό του Γερ. Π. Αντύπα,
και με τους εξής όρους: η όλη έκταση παραμένει
αναπαλλοτρίωτη (με την εξαίρεση να μπορεί ο ένας κληρονόμος να δωρίσει το
μερίδιό του στον άλλο συγκληρονόμο) και μετά το θάνατο των κληρονόμων
περιέρχεται στον πρωτότοκο· ο καθένας, ωστόσο, από τους δύο αναλαμβάνει την
υποχρέωση να βοηθήσει το έργο της Ελληνικής Γεωργικής Εταιρείας χορηγώντας σε
αυτή μέσα στην επόμενη από την κατοχή του μεριδίου του δεκαετία ο πρώτος 2.000
και ο δεύτερος 1.000 δραχμές[5]
και, σε περίπτωση που δεν φανούν συνεπείς, τότε το ακίνητο μεταβιβάζεται στη
Γεωργική Εταιρεία∙[6]
Β) η υπόλοιπη έκταση με τα μέσα σε αυτή
κτήρια (ξενοδοχείο και άλλα οικήματα μαζί με τα έπιπλά τους[7]),
της οποίας προσωρινός διαχειριστής ορίζεται ο εξάδελφος του διαθέτη Γερ. Π.
Αντύπας,[8]
δεκαπέντε χρόνια μετά το θάνατο του διαθέτη να πωληθεί και οι εισπράξεις, καθώς
και οποιοδήποτε άλλο περιουσιακό στοιχείο βρεθεί μετά το θάνατό του, αφού
μετατραπεί σε μετρητά, να κατατεθούν στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας για 105
χρόνια, προκειμένου να συσταθεί «Κληροδότημα Σπυρίδωνος Φ. Αντύπα υπέρ της
Κεφαλληνίας» με φιλανθρωπικούς και φιλεκπαιδευτικούς σκοπούς για τη γενέτειρά
του Κεφαλονιά· κατά τη διάρκεια αυτών των 105 χρόνων εκτελεστές και
διαχειριστές του Κληροδοτήματος ορίζονται ο Μητροπολίτης Κεφαλονιάς, ο Νομάρχης
Κεφαλονιάς, ο Δήμαρχος Αργοστολιού, ο αδελφός του διαθέτη Διον. Φ. Αντύπας και
ο φίλος του βουλευτής Κεφαλονιάς Ανδρέας Μονοκρούσος, ενώ μετά την παρέλευση
του παραπάνω χρονικού διαστήματος τη διαχείριση του «Κληροδοτήματος» να
αναλάβει η Διαχειριστική Επιτροπή του Βαλλιανείου Κληροδοτήματος, η οποία θα
διαθέτει τους τόκους μόνο, «του κεφαλαίου μη θιγομένου», για την εκπλήρωση των
φιλανθρωπικών και φιλεκπαιδευτικών σκοπών του «Κληροδοτήματος», και σε
περίπτωση που εκείνη αρνηθεί, να αναλάβει τη διαχείριση επιτροπή αποτελούμενη από
τον Μητροπολίτη Κεφαλονιάς, τον Νομάρχη Κεφαλονιάς και τον Δήμαρχο Αργοστολιού.
Με την τροποποίηση της 19ης
Δεκεμβρίου 1913 ο ίδιος ο διαθέτης:
α) ακυρώνει την παραπάνω περίπτωση Α,
καθώς τώρα ζητάει να μη κληροδοτηθεί η έκταση των 5.289,72 τεκτ. τετρ. π. από
το ακίνητο της Κηφισιάς στους δύο κληρονόμους του αλλά να πωληθεί μαζί με το
υπόλοιπο ακίνητο και τα χρήματα να κατατεθούν στην Εθνική Τράπεζα, για να χρησιμοποιηθούν
στην ίδρυση του «Κληροδοτήματος», ενώ στους δύο κληρονόμους Διον. Φ. Αντύπα και
Γερ. Π. Αντύπα διαθέτει από 250 φράγκα
στον καθένα, και
β) αλλάζει τον προσωρινό διαχειριστή του
ακινήτου της Κηφισιάς, ορίζοντας τώρα τον αδελφό του Διον. Φ. Αντύπα.[9]
3. Η ακίνητη περιουσία στην Κεφαλονιά,
το μερίδιο δηλαδή του διαθέτη από τα πατρικά και μητρικά κτήματα, κληροδοτείται
στα παιδιά του αδελφού του Διονυσίου Φ. Αντύπα, με τον όρο να τη νέμεται και να
τη διαχειρίζεται ο άλλος αδελφός του Γεώργιος Φ. Αντύπας, όσο ζει.[10]
4. Το ποσό της ασφάλισής του στην
ασφαλιστική εταιρεία ζωής The
Consolidated
Assurance
Company
Lted
of
London/πρακτορείο
Κωνσταντινούπολης, συνολικού ύψους 7.000 φράγκων, διανέμεται ως εξής:[11]
α) 2.000 φρ. στο Οικουμενικό Πατριαρχείο
για φιλεκπαιδευτικούς σκοπούς σε συνεννόηση με τον Ελληνικό Φιλολογικό Σύλλογο
Κωνσταντινούπολης,
β) 2.000 φρ. για έξοδα θανάτου και ταφής,
από τα οποία 1.000 φρ. για ταρίχευση, μεταφορά και ενταφιασμό του νεκρού στην
Αγία Ευφημία Πυλάρου και από τα υπόλοιπα 1.000 φρ. να δοθούν 250 φρ. στους
ιερείς που παραβρέθηκαν στη νεκρώσιμη ακολουθία, 250 φρ. στις εκκλησίες της
Πυλάρου και 500 φρ. σε φτωχές οικογένειες της Πυλάρου,[12]
γ) 1.000 φρ. στο Δήμο Πυλαρέων για
διανομή σε φτωχές οικογένειες του Δήμου κατά την πρώτη μετά το θάνατο του
διαθέτη παραμονή των Χριστουγέννων,
δ) 500 φρ. στο Δήμο Σαμαίων για διανομή σε
φτωχές οικογένειες των χωριών της περιοχής του Πυργιού κατά την πρώτη μετά το
θάνατο του διαθέτη παραμονή των Χριστουγέννων,
ε) 500 φρ στην Ελληνική Γεωργική
Εταιρεία,
στ) 400 φρ. στον Ανδρέα Κυντιγαλάκη,
τίμιο και αφοσιωμένο υπηρέτη του διαθέτη[13]
και
ζ) 600 φρ. για έξοδα δημοσίευσης
διαθήκης και άλλα απρόοπτα έξοδα.[14]
5. Όλα τα βιβλία της βιβλιοθήκης μαζί
με τους πίνακες του διαθέτη κληροδοτούνται στο Δήμο Ληξουριού με την προοπτική
συγκρότησης Δημοτικής Βιβλιοθήκης, ενώ διατίθενται στον ίδιο Δήμο και τα 600
φρ.[15]
της προηγούμενης περίπτωσης για τις ανάγκες της Βιβλιοθήκης, αναιρώντας έτσι ο
ίδιος ο διαθέτης με αυτή τη ρήτρα την προηγούμενη ρύθμιση.[16]
Δεύτερη – ανυπόγραφη – διαθήκη
1. Κληρονόμος μοναδικός ορίζεται ο
αδελφός του διαθέτη Γεώργιος Φ. Αντύπας, έμπορος και εφοπλιστής στο Γαλάτσι της
Ρουμανίας, και σε περίπτωση θανάτου του ορίζεται ο άλλος αδελφός, έμπορος και
αυτός στο Γαλάτσι, Διον. Φ. Αντύπας.
2. Η κτηματική περιουσία στην Κεφαλονιά
περιέρχεται στα παιδιά του Διον. Φ. Αντύπα, αδελφού του διαθέτη.
3. Το ποσό των 7.000 φρ., που συνιστά το
ύψος της ασφάλισης του διαθέτη στην ασφαλιστική εταιρεία The Consolidated Assurance Company Lted
of
London,
διανέμεται ως εξής:
α) 2.000 φρ. στο Οικουμενικό Πατριαρχείο
για φιλεκπαιδευτικούς σκοπούς σε συνεννόηση με τον Ελληνικό Φιλολογικό Σύλλογο
Κωνσταντινούπολης,
β) 1.000 φρ. στον Σεϊχούλ Ισλάμ, ανώτατο
αρχηγό των μουσουλμάνων για διανομή στους φτωχούς μουσουλμάνους της
Κωνσταντινούπολης κατά την περίοδο της γιορτής του Μπαϊραμιού,
γ) 500 φρ. στην – τότε – Κοινότητα Αγίας
Ευφημίας του Δήμου Πυλαρέων για τον εντοπισμό υδάτων, προκειμένου να
υδροδοτηθεί η περιοχή,
δ) 250 φρ. για την κατασκευή μνημείου στον
τάφο της μητέρας του διαθέτη,
ε) 250 φρ. στις εκκλησίες του Δήμου
Πυλαρέων,
στ) 250 φρ. στις εκκλησίες των χωριών
της περιοχής του Πυργιού της επαρχίας Σάμης,
ζ) 150 φρ. στις εκκλησίες του χωριού
Αγκώνα της Θηνιάς για την αγορά εκκλησιαστικών βιβλίων,
η) 100 φρ. στις φτωχότερες οικογένειες
του χωριού Αντυπάτα της Πυλάρου, τόπου καταγωγής του διαθέτη, κατά την πρώτη
παραμονή των Χριστουγέννων ή την πρώτη παραμονή του Πάσχα μετά το θάνατο του
διαθέτη,
θ) 200 φρ.[17]
στις φτωχότερες οικογένειες του χωριού Αγία Ευφημία κατά την πρώτη παραμονή των
Χριστουγέννων ή την πρώτη παραμονή του Πάσχα μετά το θάνατο του διαθέτη,
ι) 300 φρ. στον Αιμίλιο Σκήπερ, αγαπητό
συνεργάτη του διαθέτη,
ια) 500 φρ. στον Φραγκίσκο Βιρβίλη, πρώην
νομάρχη, αγαπητό φίλο προφανώς του διαθέτη,
ιβ) 1.000 φρ. στον κληρονόμο Γεώργιο Φ.
Αντύπα για τα έξοδα εκτέλεσης της διαθήκης.[18]
Σε περίπτωση που η ασφαλιστική εταιρεία
δε θα κατέβαλλε το συγκεκριμένο ποσό των 7.000 φρ., τα παραπάνω ποσά θα
πληρώνονταν από την υπόλοιπη περιουσία.
4. Το υπόλοιπο της περιουσίας και ό,τι
άλλο θα βρισκόταν μετά το θάνατο του διαθέτη θα αποτελέσουν το κεφάλαιο του
«Κληροδοτήματος Σπ. Φ. Αντύπα υπέρ της Κεφαλληνίας».
ΙΙΙ.
Είναι προφανές ότι οι παραπάνω
κληροδοσίες, που προκύπτουν από τη Διαθήκη[19]
του Σπ. Φ. Αντύπα, καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα κοινωνικών αναγκών. Χωρίς ο
διαθέτης να ξεχνά συγγενικά και φιλικά πρόσωπα – τεκμήριο αγάπης, εκτίμησης και
σεβασμού – τρεις καθορίζει ως τις κύριες έγνοιες του, την πρόνοια, την παιδεία
και την ανάπτυξη. Πρόκειται δηλαδή για τομείς βασικούς στην πορεία διαμόρφωσης
και εξέλιξης ενός ατόμου και μιας κοινωνίας, οι οποίοι ωστόσο σηματοδοτούν την
ποιότητα της προσφοράς. Και αυτή ακριβώς η ποιότητα, η οποία τεκμηριώνεται σήμερα με τον καλύτερο δυνατό
τρόπο μέσα από τις δραστηριότητες του «Κληροδοτήματος Σπ. Φ. Αντύπα υπέρ της
Κεφαλληνίας», είναι που χαρίζει στον Σπ. Φ. Αντύπα το χαρακτηρισμό του
ευεργέτη.
Αυτού του ευεργέτη Σπ. Φ. Αντύπα οι
συντεταγμένες της πολιτικο-κοινωνικής του φιλοσοφίας, όπως προκύπτουν μέσα από τη
μελέτη της Διαθήκης του, είναι οι παρακάτω:
1. Η έμπρακτη βοήθεια προς τον πάσχοντα
συνάνθρωπο.
Ο Σπ. Φ. Αντύπας μέσα από την ποίησή
του έχει καταθέσει την κριτική του για την κοινωνική αδικία, έχει δηλώσει την
απογοήτευση, που του προκαλούν τα φαινόμενα κοινωνικής παθογένειας και, όντας ο
ίδιος ευαίσθητος, έχει ταχθεί με το μέρος των αδύναμων και κατατρεγμένων
ανθρώπων.[20] Έχει
κατακρίνει την ανθρώπινη φιλαργυρία και απληστία, ενώ αντίθετα, με ένα
αξιοπρόσεκτο σατιρικού χαρακτήρα ποίημα, έχει υπογραμμίσει την αναγκαιότητα των
χρημάτων για την επιβίωση και την καλυτέρευση της ζωής των ανήμπορων, των
φτωχών και των κοινωνικά περιθωριοποιημένων ανθρώπων.[21]
Αυτή ακριβώς η αντίληψη ήταν εκείνη, που τον ώθησε να χρησιμοποιήσει τα
χρήματα, που ίδιος συγκέντρωσε μέσα από τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες,
«ως ανθρωπιστικό εργαλείο»,[22]
προκειμένου να απαλύνει τη φτώχεια και τον πόνο των οικονομικά αδύναμων
συνανθρώπων του.
Στη Διαθήκη του συναντάμε ποικίλες
περιπτώσεις κληροδότησης χρηματικών ποσών σε φτωχές οικογένειες της Κεφαλονιάς.
Και συγκεκριμένα, σε οικογένειες του χωριού καταγωγής του Αντυπάτων Πυλάρου,
της Αγίας Ευφημίας και γενικότερα του Δήμου Πυλαρέων καθώς και των χωριών του
Πυργιού Σάμης.
Βέβαια, το ποσό των χρημάτων, που συνολικά
κατέλιπε για τους αναξιοπαθούντες συμπολίτες του ήταν χαμηλό σε σχέση με εκείνο
των άλλων Κεφαλονιτών ευεργετών Παναγή Βαλλιάνου[23]
και Μαρίνου Κοργιαλένιου.[24]
Άλλωστε, δε συγκρίνονταν οι
κληροδοτούμενες περιουσίες των δύο τελευταίων με εκείνη του Σπ. Φ. Αντύπα
– ήταν κατά πολύ μεγαλύτερες. Ωστόσο, επισημαίνουμε μια διαφορά: ο Πυλαρινός
ευεργέτης προσέφερε ποσά σε συγκεκριμένες οικογένειες (συγκεκριμένες με την
έννοια της χωροθέτησης – π.χ. φτωχές οικογένειες του χωριού του), δηλαδή σε
πρόσωπα, σε άτομα, σε αντίθεση με τον Μ. Κοργιαλένιο, ο οποίος προσέφερε αποκλειστικά
σε κοινωφελή ιδρύματα (π.χ. νοσοκομεία), σε νομικά δηλαδή πρόσωπα,[25]
όπως και ο Π. Βαλλιάνος, χωρίς όμως ο τελευταίος να λησμονήσει και τις
μεμονωμένες περιπτώσεις αναξιοπαθούντων συμπολιτών του.[26]
Αυτές οι σε ατομική βάση χρηματικές
παροχές του Σπ. Φ. Αντύπα αποκαλύπτουν ίσως μια πιο προσωπική, συναισθηματική
σχέση του διαθέτη με τους συνανθρώπους του, τον παρουσιάζουν πιο οικείο και περισσότερο
ψυχικά δεμένο με τους συγχωριανούς του. Παρόμοια ήταν η λογική και η πρακτική
ενός άλλου Κεφαλονίτη, μια δεκαετία περίπου αργότερα, του Ευάγγελου Ραυτόπουλου,
ο οποίος ανάμεσα σε άλλα προέβλεψε μέσω της διαθήκης του οικονομικές ενισχύσεις
σε άπορους νέους του χωριού του – σε κορίτσια για προικοδοτήσεις και σε αγόρια
για σπουδές – αλλά και δωρεά της κτηματικής του περιουσίας στους μέχρι τότε
αγρολήπτες-καλλιεργητές της χωρίς καμιά αποζημίωση.[27]
Ο Σπ. Φ. Αντύπας μέσα από το «Κληροδότημά»
του εξακολουθεί να ενισχύει άτομα και φιλανθρωπικά ιδρύματα, απαλύνοντας τον ανθρώπινο πόνο και
ενδυναμώνοντας την ιδέα της κοινωνικής αλληλεγγύης.
2. Η τοπική ανάπτυξη μέσω της
υδροδότησης.
Μέχρι και το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο το
σύνολο των χωριών της Κεφαλονιάς δε διέθετε δίκτυο ύδρευσης. Κάθε νοικοκυριό
προσπαθούσε μόνο του να εξασφαλίσει το νερό του, απαραίτητο όχι μόνο για πόση
και για τα καθημερινά μαγειρέματα, αλλά και για ατομική υγιεινή, καθαριότητα
του σπιτιού και πότισμα του κήπου. Λίγα σπίτια είχαν την πολυτέλεια της
στέρνας, όπου διοχετευόταν το βρόχινο νερό, ή του «βρυσικού» πηγαδιού. Στις
περισσότερες περιπτώσεις το νερό το έφερναν στο σπίτι συνήθως οι γυναίκες είτε
με τη στάμνα (τον «μπότη») στον ώμο είτε με το καζάνι ή τον τενεκέ (τη «λάτα»)
στο κεφάλι, κουβαλώντας το από κάποια πηγή ή κοινοτικό/δημόσιο πηγάδι. Και φυσικά
το χρησιμοποιούσαν με πολλή φειδώ. Στον κάμπο συνήθως χρησιμοποιούσαν το νερό
πηγαδιών για το πότισμα των δέντρων και των κηπευτικών τους καθώς και των ζώων
τους.
Αυτήν την αγωνία και αυτόν τον
καθημερινό αγώνα των συγχωριανών του είχε ζήσει στα παιδικά χρόνια στο χωριό
του ο Σπ. Φ. Αντύπας. Και όταν αργότερα βρισκόταν στα κοσμοπολίτικα μέρη, όπου
ζούσε και δημιουργούσε, νοσταλγώντας την πατρική γη,[28]
θα περνούσαν προφανώς από τη μνήμη του εκείνες οι εικόνες των γυναικών του
χωριού του με το καζάνι στο κεφάλι. Γνωρίζοντας ο ίδιος τη ζωτική σημασία του
νερού για την καθημερινότητα των ανθρώπων, θέλησε να βοηθήσει τη γενέτειρά του
στον τομέα αυτόν. Ο εντοπισμός πηγαίων υδάτων και η εφαρμογή γεωτρήσεων
μπορούσαν να συμβάλουν στην υδροδότηση της Αγίας Ευφημίας, και άρα στην
ουσιαστική βελτίωση των συνθηκών ζωής των κατοίκων της. Γι’ αυτό και διέθεσε το ποσό των 500 φράγκων,
για «να χρησιμεύσωσιν ως πυρήν διά την εύρεσιν
πηγαίων υδάτων ή αρτεσιανών φρεάτων διά την χρήσιν των κατοίκων [της κοινότητας
Αγίας Ευφημίας], οίτινες στερούνται τοιούτων μέχρις ώρας».
Για την εποχή του (αρχές της
δεκαετίας του 1910) ήταν πράγματι πρωτοποριακή η χορηγία του. Η χρήση του
ρήματος «στερούνται» υποδηλώνει τον καημό του διαθέτη αλλά και την ταυτόχρονη επιθυμία
του για υπέρβαση αυτής της στέρησης, ενώ η φράση «μέχρις ώρας» φανερώνει την
αισιοδοξία του για σύντομη χρονικά λύση του προβλήματος. Ωστόσο, η έρευνά μας
δεν τεκμηρίωσε την αξιοποίηση αυτής της χορηγίας· εκείνη την περίοδο αλλά και
αργότερα δεν καταγράφεται στα αρχεία της αρμόδιας νομαρχιακής υπηρεσίας της
Κεφαλονιάς όχι μόνο καμιά γεώτρηση στη συγκεκριμένη περιοχή, αλλά ούτε κάποια,
έστω, σχετική συζήτηση για ενδεχόμενη υδροδότηση. Επομένως, βάσιμο είναι να
υποστηρίξουμε ότι αυτά τα κληροδοτούμενα χρήματα δεν έφτασαν στον προορισμό τους,
άρα αυτή η διακαής επιθυμία του Σπ. Φ. Αντύπα δεν υλοποιήθηκε.
3.
Η πνευματική ανάπτυξη του λαού.
Ο Σπ. Φ. Αντύπας δεν ήταν μόνο
έμπορος. Εκτός από τις εμπορικές του ασχολίες ενδιαφερόταν για την πνευματική
και καλλιτεχνική δημιουργία. Ο ίδιος, άλλωστε, ως ποιητής σχετιζόταν προφανώς με
πνευματικούς και καλλιτεχνικούς κύκλους της εποχής του στα μέρη, όπου
δραστηριοποιούταν εμπορικά. Η ποικιλία των βιβλίων της βιβλιοθήκης του, που
απογράφηκαν αμέσως μετά το θάνατό του, προδίδουν τα φιλολογικά και επιστημονικά
του ενδιαφέροντα. Καταγράφηκαν σπουδαιότατα ελληνικά και γαλλικά βιβλία (287
τόμοι), όπως λεξικά, φιλολογικές αναλύσεις και πραγματείες, ποιητικές εκδόσεις,
ιστορικές μονογραφίες, ιστορικό λεύκωμα, συλλογικά έργα και άλλα ποικίλου
περιεχομένου.[29]
Αυτός, ωστόσο, ο λόγιος έμπορος
επιθυμούσε να δει να φτάνει η γνώση και ο πολιτισμός στους απλούς ανθρώπους. Επιζητούσε
δηλαδή μορφωμένο λαό, όπως προκύπτει από
τη Διαθήκη του. Συνδυάζοντας την επιθυμία
του αυτή με την έγνοια του για την τύχη της βιβλιοθήκης του, κατέληξε σε μια αξιοπρόσεκτη,
νομίζουμε, δυναμική λύση: κληροδότησε τα
βιβλία του μαζί με τους πίνακες ζωγραφικής στο Δήμο του Ληξουριού με την
προοπτική να αποτελέσουν τον πυρήνα Δημοτικής Βιβλιοθήκης.
Βρισκόμαστε σε μια εποχή που, παρά
την αξιοθαύμαστη πνευματική παράδοση της Κεφαλονιάς, οι τεράστιες οικονομικές
και κοινωνικές ανισότητες προκαλούσαν υψηλά ποσοστά αναλφαβητισμού στο νησί και
έκαναν σοβαρή στα μεσαία και κατώτερα στρώματα την αδυναμία πρόσβασης στο
βιβλίο και γενικότερα στη μόρφωση. Εκείνη την περίοδο, που ο Σπ. Φ. Αντύπας
γράφει την πρώτη διαθήκη του (1911/1913), στην Κεφαλονιά λειτουργούσε από το
1887 μία και μοναδική Βιβλιοθήκη, η λεγόμενη «Δημοσία Βιβλιοθήκη Κεφαλληνίας»
στο Αργοστόλι,[30] ενώ
αμέσως μετά το θάνατο του Μαρίνου Κοργιαλένιου (1911) το Κοργιαλένειο
Διοικητικό Συμβούλιο είχε αρχίσει τις προσπάθειες για την ίδρυση και λειτουργία
της «Κοργιαλενείου Βιβλιοθήκης».[31]
Και είναι, μάλλον, σίγουρο ότι ο Σπ. Φ. Αντύπας δε θα γνώριζε τη σχετική με τη
Βιβλιοθήκη κληροδοσία του Μ. Κοργιαλένιου.
Έχει, πάντως, ενδιαφέρον να
υπογραμμιστεί ότι και οι δύο ευεργέτες, Μ. Κοργιαλένιος και Σπ. Φ. Αντύπας, συμπεριέλαβαν
στις Διαθήκες τους ρήτρα για την ίδρυση Βιβλιοθηκών, δηλώνοντας έτσι το σταθερό
ενδιαφέρον τους για τη δημιουργία βασικής υποδομής στη μόρφωση και τη γνώση στο
γενέθλιο νησί τους. Επισημαίνουμε, όμως, τη μεταξύ τους διαφορά: ο πρώτος
διέθεσε ποσό για την ίδρυση, το βιβλιακό εμπλουτισμό και τη συντήρηση της
Βιβλιοθήκης, ενώ ο δεύτερος, ως λόγιος που διαθέτει προσωπική βιβλιοθήκη, προσφέρει αυτή την ίδια τη δική του
βιβλιοθήκη, για να γίνει η «μαγιά» της μελλοντικής Δημοτικής Βιβλιοθήκης στο
Ληξούρι, μαζί με ένα, μικρό βέβαια, χρηματικό
ποσό.
Ωστόσο, η προσωπική μας έρευνα δεν κατόρθωσε
να πιστοποιήσει την υλοποίηση της παραπάνω επιθυμίας του Σπ. Φ. Αντύπα.
Παραμένουν αναπάντητα τα ερωτήματα τα σχετικά με την τύχη της προσωπικής
βιβλιοθήκης του Πυλαρινού διαθέτη, τους
λόγους αδυναμίας ίδρυσης και λειτουργίας Δημοτικής Βιβλιοθήκης στο Ληξούρι.
Ενδεχομένως, ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, που ακολούθησε αμέσως μετά το θάνατο του
Σπ. Φ. Αντύπα, ο Μικρασιατικός πόλεμος και η συνακόλουθη καταστροφή με τις
γενικότερες συνέπειες στην οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας δε
δημιούργησαν τις κατάλληλες συνθήκες για την αξιοποίηση αυτής της κληροδοσίας.
Έτσι, το Ληξούρι στερήθηκε τη Δημοτική του Βιβλιοθήκη, την οποία μπορούσε να
είχε ήδη από τη δεκαετία του 1910 – πολύ πρώιμα σε σύγκριση με ό,τι ακολούθησε σε
αυτόν τον τομέα στο Ληξούρι: έπρεπε να φτάσει η δεκαετία του 1960, 50 δηλαδή χρόνια
αργότερα, για να ιδρυθεί και να λειτουργήσει η «Πετρίτσειος Δημοτική Βιβλιοθήκη
Ληξουρίου “Ο Δαμωδός”».[32]
Έστω και έτσι, η πρωτοποριακή κατά τα άλλα ιδέα του Σπ. Φ. Αντύπα έγινε
πραγματικότητα.
Στο μεταξύ, το ενδιαφέρον του Σπ. Φ. Αντύπα
για τη μόρφωση και την παραπέρα επιστημονική εξέλιξη των νέων του γενέθλιου
νησιού του φαίνεται και από το φιλεκπαιδευτικό, εκτός από το φιλανθρωπικό,
χαρακτήρα, που προσέδωσε στο «Κληροδότημά» του.
4.
Γεωργική ανάπτυξη της Ελλάδας.
Ο Σπ. Φ. Αντύπας σε δύο σημεία της
πρώτης διαθήκης του (10 Ιουλίου 1911) κάνει λόγο για χρηματικές χορηγίες προς την
Ελληνική Γεωργική Εταιρεία, την οποία ωστόσο αγνοεί στη δεύτερη διαθήκη. Υποχρεώνει
τους δύο κληρονόμους του, τον αδελφό του Διον. Φ. Αντύπα και τον εξάδελφό του
Γερ. Π. Αντύπα, στους οποίους κληροδοτεί εκτάσεις από την κτηματική του
περιουσία στην Κηφισιά, να καταβάλουν συνολικό χρηματικό ποσό 3.000 δραχμών (2.000 και 1.000 δραχμές
αντίστοιχα) «εις την Γεωργικήν Εταιρείαν την υπό την προεδρίαν της Α. Μ. του
Βασιλέως». Σε περίπτωση όμως που δεν ικανοποιηθεί αυτή η πρόνοια της διαθήκης,
οι κληροδοτούμενες εκτάσεις μεταβιβάζονται στη Γεωργική Εταιρεία. Στην
τελευταία, επίσης, καταλείπει από τα 7.000 φράγκα της ασφάλισής του 500 φράγκα.
Φαίνεται δηλαδή η έντονη επιθυμία τού διαθέτη να συμβάλει και αυτός στην
εκπλήρωση των στόχων της Εταιρείας, αλλά ταυτόχρονα προκαλεί απορία η
«αδιαφορία» του γι’ αυτήν στη δεύτερη διαθήκη.
Η
ίδρυση και στη συνέχεια η πορεία της Ελληνικής Γεωργικής Εταιρείας, υπήρξε πολυκύμαντη. Στα τέλη του 19ου και στις
αρχές του 20ού αιώνα το αγροτικό ζήτημα στη χώρα μας βρισκόταν στην «ημερήσια
διάταξη» και σχετιζόταν κυρίως με το θέμα της ιδιοκτησίας της γης αλλά και με
εκείνο της αγροτικής πίστης και της αγροτικής εκπαίδευσης.[33]
Στις αρχές της δεκαετίας του 1870 και
μέσα στη δίνη της κρίσης του 1873, όταν ένα μεγάλο τμήμα του ελληνικού
παροικιακού κεφαλαίου έστρεφε τα βλέμματά του στο μικρό εθνικό κέντρο για
ευκαιριακές κερδοσκοπικές δραστηριότητες, ομογενείς επιχειρηματίες σύναψαν
(Ιανουάριος 1873) σύμβαση με την κυβέρνηση για την ίδρυση ανώνυμης Ελληνικής
Γεωργικής Εταιρείας, χωρίς όμως τότε να συζητηθεί και να εγκριθεί η σύμβαση
αυτή από τη Βουλή. Οι μεγαλόστομοι, πάντως, καταστατικοί σκοποί της Εταιρείας
και τα εντυπωσιακά μέτρα επίτευξής τους[34]
απέβλεπαν στην παραπλάνηση των ενδιαφερόμενων αγροτών, καθώς κύρια επιδίωξη των
μετόχων της ήταν να καρπωθούν, χωρίς δικές τους παρακινδυνευμένες επιχειρηματικές
επενδύσεις, το ελληνικό αγροτικό εισόδημα.[35]
Αργότερα, μάλιστα, θα επιστρατευτεί και ο βασιλιάς της χώρας, αναλαμβάνοντας το
1901 την προεδρία της Ελληνικής Γεωργικής Εταιρείας, για να γίνει η τελευταία
αξιόπιστη και για να πειστούν επιτέλους και άλλοι κεφαλαιούχοι να συνεισφέρουν αλλά
και οι αγρότες να στηρίξουν το πρόγραμμά της.[36]
Φαίνεται ότι ο Σπ. Φ. Αντύπας είχε
αρχικά, και λόγω της παρουσίας του βασιλιά, πειστεί για την αναγκαιότητα και
χρησιμότητα της Εταιρείας, γι’ αυτό και θέλησε μέσω της Διαθήκης του να
βοηθήσει το εθνωφελές, κατά τη γνώμη του, έργο της.[37]
Είναι, δηλαδή, προφανής η αγωνία του για τη γεωργική ανάπτυξη της πατρίδας του
και μέσα από αυτήν την ανάπτυξη η επιθυμία του για τη βελτίωση των όρων
εργασίας και ζωής των Ελλήνων αγροτών.[38]
Δεν αποκλείεται όμως, στο μεταξύ, να απογοητεύθηκε από την πορεία και δράση της
Γεωργικής Εταιρείας, ή να αδιαφόρησε γι’ αυτήν, καθώς, λόγω της δολοφονίας του
βασιλιά Γεωργίου (Μάρτιος 1913), σταμάτησε η προεδρία του τελευταίου σε αυτήν.
Έτσι, ο Σπ. Φ. Αντύπας την αγνόησε στην τελική διατύπωση της Διαθήκης του.
5. Η ειρηνική συνύπαρξη Ελλήνων και Τούρκων.
Χαρακτηριστικό σημείο της Διαθήκης
του Σπ. Φ. Αντύπα θεωρούμε όσα γράφει για τις σχέσεις Ελλήνων και Τούρκων.
Έλληνας χριστιανός ορθόδοξος ο ίδιος, ενισχύει με σοβαρό ποσό τους φτωχούς μουσουλμάνους της
Κωνσταντινούπολης από το κεφάλαιο των 7.000 φράγκων της ασφάλισής του: «[...]
να δοθώσι, λέγω, 1.000 φράγκα χίλια εις την Α. Εξ. τον Σεϊχούλ Ισλάμ, Αρχηγόν
δηλαδή Ανώτατον της Μουσουλμανικής θρησκείας, όπως τα διανείμη εις τους πτωχούς
Μουσουλμάνους κατά τας εορτάς του Βαϊραμίου των».
Όταν ο Σπ. Φ. Αντύπας καταγράφει τη
συγκεκριμένη προσφορά, έχουν τελειώσει οι Βαλκανικοί πόλεμοι, τα πράγματα έχουν
σχετικά ηρεμήσει και οι δύο γειτονικοί λαοί μέσα στα νέα σύνορά τους προσπαθούν
να αναδιοργανώσουν το κράτος τους και τη ζωή τους. Εκείνη, λοιπόν, την περίοδο
ο διαθέτης εκτιμά ότι οι αντικειμενικές συνθήκες ευνοούν την προσέγγιση Ελλήνων
και Τούρκων: «Καιρός να φιλιωθώσιν οι δύο λαοί, Τούρκοι και Έλληνες, [...]»,
καθώς υποστηρίζει ότι «κατόπιν των απελθόντων γεγονότων δύνανται οι δύο λαοί να
ζήσουν εν ειρήνη και αγάπη [...]». Ο Σπ. Φ. Αντύπας είναι πατριώτης μακριά από
ακρότητες και φανατισμούς, αν και λανθάνουν μεγαλοϊδεατικά αισθήματα στην
ποίησή του.[39] Είναι
όμως προσγειωμένος, καθώς γνωρίζει τη σκληρή διπλωματική πραγματικότητα, η
οποία πια δεν επιτρέπει συναισθηματισμούς και όνειρα. Τα νέα δεδομένα, που
δημιούργησαν οι Βαλκανικοί πόλεμοι, πρέπει να ληφθούν υπόψη αλλά και η ψυχική
διάθεση των δύο λαών. Ο ίδιος γνωρίζει, φαίνεται, τη νοοτροπία του τουρκικού
πληθυσμού προφανώς μέσα από τις εμπορικές δοσοληψίες μαζί του ή τις κοινωνικές
συναναστροφές του και ως ήρεμος πραγματιστής διαβλέπει τη δυνατότητα
ελληνοτουρκικής προσέγγισης.
Καταθέτοντας, στη συνέχεια, την άποψή
του για τις αντιπαλότητες και εχθρότητες των δύο γειτονικών λαών μεταξύ τους,
αποδεικνύεται σοβαρός αναλυτής των πολιτικών καταστάσεων, γνώστης των
διπλωματικών διαδρόμων και αυστηρός κριτής του σωβινισμού από όποια πλευρά κι
αν προέρχεται. Ο Σπ. Φ. Αντύπας είναι σίγουρος ότι «υστερόβουλοι και κενόδοξοι
σωβινισταί» είναι εκείνοι που φανατίζουν τους δύο λαούς και τους εξωθούν σε
έχθρες και συγκρούσεις. Και επομένως, κατά τη γνώμη του, μπορούν αυτοί να
απομονωθούν έτσι, ώστε οι λαοί να βρουν το δρόμο της επικοινωνίας, της
συνεννόησης, της συνεργασίας και της ειρηνικής συμβίωσης. Εξάλλου, τονίζει, «κοινά
μόνον συμφέροντα έχουσι να υπερασπισθώσιν αμφότεροι», για την υπεράσπιση των
οποίων απαιτείται αμοιβαία κατανόηση και ειρηνικό περιβάλλον. Βέβαια, οι
εδαφικές εκκρεμότητες μεταξύ Ελλάδας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας «δεν είχαν
κλείσει», καθώς η πρώτη «θα συνέχιζε να επενδύει στην πολεμική της προετοιμασία
είτε για να προστατεύσει τα όσα απέκτησε είτε για να φθάσει ως τα όρια των
αλυτρωτικών φιλοδοξιών της»,[40]
ενώ η δεύτερη μέσα από την κατάρρευσή της και την ταυτόχρονη ανάδυση του νέου
εθνικού τουρκικού κράτους θα ξεκαθάριζε με το σύνοικο ελληνικό πληθυσμό τους
λογαριασμούς της, τουλάχιστο στο χώρο του Πόντου και της Μικρασίας, μέσα στην
επόμενη περίπου δεκαετία (1913-1922).[41]
6.
Ίδρυση και λειτουργία Κληροδοτήματος.
Ο κοσμοπολιτισμός του Σπ. Φ. Αντύπα δεν
τον εμπόδισε – αντίθετα τον ώθησε – να «επιστρέψει» στη γενέθλια γη και να
προσφέρει «ες αεί» στην τοπική κοινωνία. Η σύσταση του «Κληροδοτήματος Σπ. Φ.
Αντύπα υπέρ της Κεφαλληνίας» επιβεβαιώνει πρώτα-πρώτα την οξύνοια και τη
διορατικότητα του κοσμοπολίτη λόγιου
εμπόρου, έπειτα τεκμηριώνει την έμπρακτη
αγάπη του Κεφαλονίτη της διασποράς προς την ιδιαίτερή του πατρίδα και, τέλος,
σηματοδοτεί την έγνοια τού πνευματικά καλλιεργημένου και κοινωνικά ευαίσθητου
μεγαλέμπορου για την ουσιαστική πρόοδο ατόμων και συνόλου μέσα από τους πυλώνες
της φιλανθρωπίας/αγαθοεργίας και της εκπαίδευσης/επιστήμης. Το Κληροδότημα, που
με τη Διαθήκη του ίδρυσε ο Σπ. Φ. Αντύπας, οφείλει να θεραπεύει εκπαιδευτικές
και κοινωνικές ανάγκες της Κεφαλονιάς – ανάγκες δηλαδή που πάντοτε υπάρχουν και
πάντοτε απαιτούν άμεση αντιμετώπιση.
Ο Σπ. Φ. Αντύπας πιστεύει, προφανώς,
στον άνθρωπο, γι’ αυτό και καταθέτει το σύνολο σχεδόν της περιουσίας του στην
«τράπεζα» της κοινωνικής προσφοράς. Πέρα
από το όποιο κίνητρο της ευεργεσίας του – υστεροφημία, κοινωνική καταξίωση, φιλανθρωπισμός,
αλληλεγγύη, σύνδρομο στέρησης, πολιτικές σκοπιμότητες[42]
– η ουσία παραμένει διαυγής και αδιαμφισβήτητη: τοποθέτησε το αποτέλεσμα του
μόχθου του και – γιατί όχι – της εκμετάλλευσης εργαζόμενων ανθρώπων αλλά και
της αξιοποίησης πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών συγκυριών στο τραπέζι της
κεφαλονίτικης κοινωνίας και την κάλεσε να το μοιραστεί για το καλό το δικό της
και των παιδιών της. Πέρα από την όποια επιφύλαξη, διαφωνία ή ευθεία αντίθεση
στα υλικά κληροδοτήματα κεφαλαιοκρατών,[43]
το ηθικό κληροδότημα του Σπ. Φ. Αντύπα παραμένει: από το συνδυασμό του πλούτου
με τη δυνατότητα και ικανότητα ορθολογικής και επωφελούς για το κοινωνικό
σύνολο τοποθέτησής του πάντοτε έχει να ωφεληθεί η κοινωνία, ο απλός λαός. Πέρα
από την αποδοχή ή απόρριψη του ευεργετισμού ως ιδεολογήματος,[44]
η πραγματικότητα, μάρτυρας αυστηρός και αδιάψευστος, πιστοποιεί την ανταπόκριση
της κοινωνίας στο ευεργετικό εγχείρημα του Κεφαλονίτη κληροδότη. Άλλωστε, η
ίδια η κοινωνικο-εκπαιδευτική και γενικότερα πολιτισμική πραγματικότητα της σύγχρονης
Κεφαλονιάς συνδιαμορφώνεται σταδιακά και από τη λειτουργία και δράση του
«Κληροδοτήματος Σπ. Φ. Αντύπα υπέρ της Κεφαλληνίας».[45]
IV.
Η πράξη της ευεργεσίας προϋποθέτει τη
λειτουργία ενός δίπολου – το Άτομο που κληροδοτεί και το Σύνολο που κληρονομεί
– και την ύπαρξη ενός κοινωνικού συμβολαίου – το Άτομο που εμπιστεύεται στο
Σύνολο τη διαχείριση της περιουσίας του και το Σύνολο που δηλώνει στο Άτομο την
ικανότητά του να εκτιμήσει και να διαχειριστεί την προσφορά. Έτσι, το Άτομο μέσα
από την κληροδοσία του αποκτά νέα ταυτότητα, εκείνη του ευεργέτη, και το Σύνολο
μέσα από τη διαχείριση της κληρονομιάς βελτιώνει τη ζωή του. Και ενώ το Άτομο
έκανε «άπαξ» το καθήκον του προς το Σύνολο με τη συγκεκριμένη ευεργεσία, το
Σύνολο «εφ’ όρου ζωής» συγκρατεί στη μνήμη του τη σημασία της ευεργετικής
πράξης του Ατόμου.
Να, λοιπόν, γιατί η Διαχειριστική
Επιτροπή του «Κληροδοτήματος Σπ. Φ. Αντύπα υπέρ της Κεφαλληνίας» στη
διαχρονικότητά της αλλά και η κοινωνία της Κεφαλονιάς υποχρεώνονται να κρατούν
διαρκώς αναμμένο το καντήλι της μνήμης του ευεργέτη Σπ. Φ. Αντύπα, ο οποίος μέσα από τη Διαθήκη του και ιδιαίτερα μέσα από
το «Κληροδότημά» του θέλησε να δώσει προοπτική στο γενέθλιο νησί του. Η υποχρέωση
της θύμησης, ανάμεσα στα άλλα, απαιτεί από την κάθε φορά Διαχειριστική Επιτροπή
να επικαιροποιεί με συνέπεια, συνέχεια και γόνιμο προβληματισμό τη βούληση του
ευεργέτη, ώστε η τελευταία να συναντιέται με τα σύγχρονα προβλήματα και να
απαντά στα καθημερινά αιτήματα της κεφαλονίτικης κοινωνίας.
[1]
Η
πρώτη προσπάθεια δημοσίευσης κάποιων βιογραφικών στοιχείων του Σπ. Φ. Αντύπα έγινε από το Διοικητικό Συμβούλιο
του Συνδέσμου Φιλολόγων Κεφαλονιάς – Ιθάκης («Σπυρίδων Φωτεινού Αντύπας», Κυμοθόη, τχ. 12-13 (2003), σσ. 7-10), η
δεύτερη προσπάθεια οφείλεται στην Καλυψώ Α. Αντύπα («Σπυρίδων Φωτεινού Αντύπας.
Στοιχεία βιογραφίας», Κυμοθόη, τχ. 16
(2006), σ. 109-118, ενώ η επιγραμματική παρουσίασή του από τον Ηλία Τσιτσέλη (Κεφαλληνιακά Σύμμικτα, τ. Α΄, εν Αθήναις
1904, σ. 844) έδινε ως τόπο καταγωγής του την Άσου της Ερίσσου Κεφαλονιάς.
[2] Βλ. τις μελέτες των Θεοδόση
Πυλαρινού – Αντιγόνης Χριστοφοράτου, «Το λησμονημένο λογοτεχνικό έργο του
ποιητή Σπυρίδωνα Φωτεινού Αντύπα», Κεφαλληνιακά
Χρονικά, τ. 13 (2011-2012), Αφιέρωμα στη μνήμη Υπατίας Ε. Δεστούνη, σ.
203-220, και «Γλωσσικοί συγκρητισμοί κατά την εξελικτική διαδρομή προς τη
σύνθεση της κοινής ποιητικής γλώσσας στο έργο του Κεφαλονίτη ποιητή Σπυρίδωνα
Φ. Αντύπα», Κυμοθόη, τ. 22-23
(2012-2013), Αφιέρωμα στη μνήμη του Ιωάννη Καμπίτση, σ. 371-382.
[3]
Πρόκειται για χειρόγραφο σε ριγωμένο
χαρτί δεκαπέντε φύλλων, γραμμένων μόνο στο recto τους.. Ωστόσο, στο αρχείο του
Κληροδοτήματος απόκειται και το κείμενο, χωριστά, της πρώτης διαθήκης, 10
Ιουλίου 1911, μαζί με την τροποποίησή της, 19 Δεκεμβρίου 1913, «χτυπημένο» σε γραφομηχανή., σε τρία φύλλα,
γραμμένα και στις δυο όψεις τους.
[5] Εντύπωση προκαλεί η
αλλαγή της νομισματικής μονάδας: αντί για φράγκα εδώ χρησιμοποιούνται οι
δραχμές.
[7] Τα έπιπλα μόνο της ιδιαίτερης κατοικίας τού διαθέτη
κληροδοτούνται στον πρωτότοκο γιο του αδελφού του Διον. Φ. Αντύπα.
[9]
Δικαιολογεί,
μάλιστα, αυτή την αλλαγή ως εξής: «[...] κατόπιν δευτέρας σκέψεως και διά
λόγους τους οποίους εγώ γνωρίζω, δεν πρέπει [[δεν πρέπει]] να θεωρηθή ως
κατάλληλος προσωρινός διαχειριστής του εν Κηφισσία κτήματός μου ο κληρονόμος
μου Γερ. Αντύπας, αλλά να γίνη διαχειριστής ο έτερος των κληρονόμων μου
προσωρινός του εν Κηφισσία κτήματός μου Διον. Αντύπας οριζόμενος».
[10]
«Εις
τον αγαπητότατόν μου αδελφόν Γεώργιον»,
αναφέρει ο διαθέτης, «δέν αφίνω κληροδότημά τι άλλο, διότι ευτυχώς δεν έχει ανάγκην
των εμών χρηματικών μέσων, είναι αρκετά εύπορος. Άλλως τε είναι και άτεκνος
ατυχώς. Αν θέλη να εκλέξη τι εκ των οικιακών μου επίπλων δύναται ελευθέρως να
το πράξη».
[11] Αν και αρχική σκέψη του διαθέτη
ήταν η διάθεση όλου του ποσού των 7.000 φρ. στο Οικουμενικό Πατριαρχείο· γι’
αυτό εξάλλου το συμβόλαιο με την ασφαλιστική εταιρεία το είχε συνάψει στο
όνομα του Πατριαρχείου. Δεύτερη, προφανώς ωριμότερη, σκέψη τον οδήγησε σε
πολυδιάσπαση του ποσού σε διάφορα πρόσωπα και φορείς και
για ποικίλες δράσεις.
[12] Αναιρεί, όμως, ο
διαθέτης αυτή την κληροδοσία, σημειώνοντας στο περιθώριο του εγγράφου: «Το
κονδύλιον τούτο των 2.000 φρ. διά έξοδα θανής, μεταφοράς και ταφής και λοιπά το
καταργώ ολοτελώς, διότι εσκέφθην ότι είναι περιττόν να ενοχλώ τον κόσμον και
μετά θάνατον· Άλλως δύναται να διατεθούν αι [αντί: τα] 2.000 φρ. χρησιμότερον».
Δε διευκρινίζεται, ωστόσο, αν αυτή η αλλαγή έγινε κατά την τροποποίηση της 19ης
Δεκεμβρίου 1913.
[16] Και
δικαιολογεί ο διαθέτης αυτή την τροποποίηση αναφέροντας ότι «είναι σπουδαιοτέρα
η ανάγκη Δημοτικής Βιβλιοθήκης από τα δικαιώματα του Δημοσίου, τα οποία άλλως
τε θα πληρωθώσιν ούτως ή άλλως [...]».
[17]
Στην
περίπτωση αυτή καθώς και στις δύο επόμενες αναγράφεται ως νομισματική μονάδα η
δραχμή αντί για το φράγκο. Προφανώς, πρόκειται για λάθος, αν κρίνουμε ότι στην
πρώτη διαθήκη ποσά σε ανάλογες περιπτώσεις υπολογίζονται σε φράγκα.
[18]
Το
άθροισμα των ποσών υπολείπεται κατά 500 φρ. από το ποσό των 7.000 φρ. της
ασφάλισης – άγνωστο γιατί.
[19] Εννοούμε τα
κείμενα και των δύο διαθηκών, τα οποία ουσιαστικά συνιστούν τη Διαθήκη του Σπ.
Φ. Αντύπα.
[20]
Βλ.
Θ. Πυλαρινός – Α. Χριστοφοράτου, «Το λησμονημένο λογοτεχνικό έργο του ποιητή
Σπυρίδωνα Φωτεινού Αντύπα», ό.π., σ.
211-212.
[21]
Πρόκειται
για το ποίημα «Κοινωνικαί εἰκόνες. Τό ρουβλάκι», στο: Σπυρ. Φ. Αντύπας, Φθινόπωρον. Λυρικαί ποιήσεις, εν Αθήναις
1895, σ. 77-83.
[23] Για τον Π. Βαλλιάνο, τη
δράση και τις ευεργεσίες του βλ. τη μονογραφία της Παναγιώτας Μοσχονά, Παναγής Α. Βαλλιάνος. Από τη Μυθοπλασία στην
Ιστορία, έκδοση Κληροδοτήματος Παναγή Α. Βαλλιάνου, Αθήνα 2008.
[24] Για
τον Μ. Κοργιαλένιο, τη δράση και τις ευεργεσίες του βλ. τη μονογραφία του
Αγγελο-Διονύση Δεμπόνου, Μαρίνος
Κοργιαλένιος. Βιογραφία, έκδοση Νομαρχιακής Επιτροπής Λαϊκής Επιμόρφωσης
(Ν.Ε.Λ.Ε.) Κεφαλονιάς, Αργοστόλι 1989. Επίσης βλ. Η. Τσιτσέλης, ό.π., τ. Α΄, σ. 268-269 και 904, καθώς
και τ. Β΄, σ. 627-628.
[25]
Βλ. Μαρίνου Κοργιαλένιου Κεφαλλήνος, Διαθήκη.
Εν Λονδίνω 1910, έκδοση Κοργιαλενείου Διοικητικού Συμβουλίου Κεφαλληνίας,
1960, σ. 25 (στην «εν Αθήναις Φιλόπτωχον Εταιρείαν»), σ. 26 (στο «εν Αθήναις
Νοσοκομείον των Παίδων “Η Αγία Σοφία”»), σσ. 30-31 (για την ίδρυση «εν Αθήναις
Νοσοκομείου κληθησομένου “Τό Κοργιαλένειον Νοσοκομείον”»), σ. 31-32 (για το «εν
Αθήναις Νοσοκομείον της Πολυκλινικής»).
[26] Βλ. Κληροδότημα
Παναγή Α. Βαλλιάνου υπέρ φιλανθρωπικών σκοπών εν Κεφαλληνία, έκδοση της
Διαχειριστικής Επιτροπής του Κληροδοτήματος Παναγή Α. Βαλλιάνου, Αθήναι 1932,
όπου «Διαθήκη και Κωδίκελος», «Απόφασις Υψηλού Δικαστηρίου Λονδίνου», «Β.Δ.
περί εγκρίσεως συστάσεως Διαρκούς προς διαχείρισιν του Κληροδοτήματος», «Β.Δ.
περί εγκρίσεως του κανονισμού επιτροπείας», σ. 18, 19 (για ίδρυση και συντήρηση
Βρεφοκομείου στο Αργοστόλι, για τη συντήρηση του Νοσοκομείου στο Αργοστόλι
κ.λπ.), αλλά και σσ. 19-20 (σε κατοίκους της Κεφαλονιάς ανίκανους για εργασία
«είτε ένεκα της προβεβηκυίας ηλικίας των ή ένεκεν ασθενείας ή άλλης τινός
αιτίας») και σ. 21 (σε «απόρους κατοίκους του χωρίου Κεραμιές»).
[27]
Ο Ευ. Ραυτόπουλος από τα Μεσοβούνια της Κεφαλονιάς δεν ήταν μεγαλέμπορος
ή επιχειρηματίας, όπως οι άλλοι, οι προαναφερθέντες ευεργέτες (Βαλλιάνος,
Κοργιαλένιος, Αντύπας), αλλά μετανάστης-υπάλληλος του Οίκου Αδελφών Ράλλη στο
Καράτσι των Ινδιών, ο οποίος ευεργέτησε τους
συγχωριανούς του με την περιουσία, που ο ίδιος δημιούργησε μέσα από την
πολύχρονη κοπιαστική εργασία του στις μακρινές Ινδίες. Βλ. Πέτρος Πετράτος,
«“Τούτο δε πράττω ως σοσιαλιστής”. Ο Ευάγγελος Ραυτόπουλος και η διαθήκη του», Πρακτικά Συνεδρίου «Επτανησιακά Ιδρύματα –
Κληροδοτήματα (19ος αι.-1953). Η πνευματική-πολιτισμική και
κοινωνική συμβολή τους», (Κεφαλονιά, 7-9 Μαΐου 2004), Εταιρεία
Κεφαλληνιακών Ιστορικών Ερευνών, Αργοστόλι 2007, σ. 247-269.
[28] Η
αγάπη, το ενδιαφέρον και η νοσταλγία του για την ιδιαίτερη πατρίδα του έχει
αποτυπωθεί και στην ποίησή του, βλ. Θ. Πυλαρινός – Α. Χριστοφοράτου, ό.π., σ.
210. Εξάλλου, όλα αυτά πιστοποιούνται
και από την επιθυμία του να ταφεί στα πατρικά χώματα: «[...] επιθυμώ καί θέλω
νά ταφώ εις Αγίαν Ευφημίαν», γράφει στη Διαθήκη του.
[29] Μερικά από αυτά ήταν: εκδόσεις της Μαρασλείου Βιβλιοθήκης (150 τόμοι), Λεξικόν του Βυζαντίου, Άπαντα Ραγκαβή, ένας τόμος Ελληνικής Φιλολογίας, άλλοι εννέα τόμοι
φιλολογικού περιεχομένου, Επιστολαί του
Φωτίου, τέσσερις τόμοι Μεσαιωνικής
Βιβλιοθήκης, Βυζαντιναί Μελέται, εξάτομη Ιστορία Ελληνικού Έθνους του Κ. Παπαρρηγόπουλου, τρίτομη Ιστορία Οθωμανικής Αυτοκρατορίας,
τετράτομη Ιστορία του Τακτικού Στρατού,
Ιστορία νομισμάτων, Πινακοθήκη των ηρώων
της Ελληνικής Επαναστάσεως, Μύθοι του Λαφοντέν, Γάλλοι ποιητές του 19ου αιώνος, Οι μεγάλοι ποιηταί της
Γαλλίας, κ.ά., βλ. Κ. Αντύπα, ό.π., σ. 114-115.
[30]
Ήταν δημιούργημα του αρχιεπισκόπου Κεφαλονιάς (και αργότερα Αθηνών) Γερμανού
Καλλιγά (1844-1896). Βλ. γι’ αυτήν Ηλίας
Τουμασάτος, «Δημοσία Βιβλιοθήκη Κεφαλληνίας 1887-1926. Τα πρώτα βήματα ενός
οράματος», Οδύσσεια Κεφαλλονιάς και
Ιθάκης, 2004, σ. 32-39.
[31] Τελικά θα ιδρυθεί το 1924, ενώ
το 1926 με απόφαση του Υπουργείου Παιδείας θα απορροφήσει την υπάρχουσα Δημόσια
Βιβλιοθήκη. Για τα πρώτα τριάντα χρόνια λειτουργίας της «Κοργιαλενείου
Βιβλιοθήκης» βλ. Η. Τουμασάτος, «Κοργιαλένειος Βιβλιοθήκη 1924-1954. Μια
διάσταση του Κληροδοτήματος του Μαρίνου Κοργιαλένιου», Πρακτικά Συνεδρίου «Επτανησιακά Ιδρύματα –Κληροδοτήματα (19ος αι.-1953). Η
πνευματική-πολιτισμική και κοινωνική συμβολή τους», ό.π., σ. 459-479.
[32]
Η Βιβλιοθήκη αυτή ιδρύθηκε με το νόμο 4038/6-4-1960, ενώ το κτήριο, που
κτίστηκε σε οικόπεδο του Στάμου Πετρίτση, περατώθηκε το 1964, έτος από το οποίο
και μετά άρχισε η λειτουργία της. Για τον Ληξουριώτη ευεργέτη Στάμο Πετρίτση
βλ. Η. Τσιτσέλης, ό.π., τ. Α΄, σ.
521-523
[33] Σχετικά με τα ζητήματα αυτά βλ. Σ. Χασιώτης, Η γεωργία εν Ελλάδι. Γενική επισκόπησις, Αθήναι 1921· Α. Σίδερης, Η γεωργική πολιτική της Ελλάδος κατά την
λήξασαν εκατονταετίαν (1833-1933), Αθήναι
1934· Δ. Ζωγράφος, Ιστορία της παρ’ ημίν
γεωργικής εκπαιδεύσεως, Αθήναι 1936· Μπάμπης Αλιβιζάτος, Η γεωργική Ελλάς και η εξέλιξίς της,
Αθήναι 1939· Γιάννης Κορδάτος,
Ιστορία του αγροτικού
κινήματος στην Ελλάδα, εκδ. Μπουκουμάνη, Αθήνα 1973·
Κώστας Βεργόπουλος, Το αγροτικό ζήτημα
στην Ελλάδα. Η κοινωνική ενσωμάτωση της γεωργίας, εκδ. Εξάντας, Αθήνα
1975· Δημήτριος Παναγιωτόπουλος, Γεωργική εκπαίδευση και ανάπτυξη: Η Ανωτάτη
Γεωπονική Σχολή Αθηνών στην ελληνική κοινωνία, 1920-1960, εκδ. Ελληνικά
Γράμματα, Αθήνα 2004· Καίτη Αρώνη-Τσίχλη, Αγροτικό
ζήτημα και αγροτικό κίνημα. Θεσσαλία 1881-1923, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2005.
[34] Η Εταιρεία είχε ως σκοπούς της «την εν τω
τόπω εισαγωγήν των τελειοτέρων και καταλληλοτέρων μεθόδων της καλλιεργείας της
γης, την μόρφωσιν πρακτικών και θεωρητικών γεωργών και εν γένει την ανάπτυξιν
της Γεωργίας εν Ελλάδι» (άρθρο 1), ενώ η ίδια αναλάμβανε την υποχρέωση να
ιδρύσει δύο Γεωργικές Σχολές (μία στην Πελοπόννησο και μία στη Στερεά Ελλάδα)
και από ένα πρακτικό αγροκήπιο σε κάθε νομό∙ το ελληνικό κράτος θα παραχωρούσε
στρέμματα καλλιεργήσιμης γης για 99 χρόνια χωρίς πληρωμή επικαρπίας (άρθρο 2).
Βλ. Δ. Ζωγράφος, ό.π., σ. 200-201.
[35] «[...] να το καρπωθούν [το αγροτικό εισόδημα]
όμως όχι μέσω της βιομηχανίας, ούτε φυσικά με άμεσα δάνεια προς τους αγρότες,
αλλά με τρόπο έμμεσο και πιο ασφαλισμένο: με την ίδρυση τραπεζικών και
χρηματιστικών επιχειρήσεων που θα χρηματοδοτούσαν τους τοκογλύφους και τους
μεσάζοντες της αγροτικής αγοράς», Γιώργος Δερτιλής, Το ζήτημα των Τραπεζών (1871-1873): οικονομική και πολιτική διαμάχη
στην Ελλάδα τον ΙΘ΄ αιώνα, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1989,
σ. 56.
[36] «Η Α. Μ. ο Βασιλεύς επιθυμών να ενισχύση την
ηθικήν και υλικήν πρόοδον της χώρας διά της αναπτύξεως της γεωργίας», ανέλαβε
την προεδρία της Ελληνικής Γεωργικής Εταιρείας και καλούνται όλοι να γίνουν
«εταίροι και οι απόστολοι της καινής ταύτης υπέρ της προόδου της γεωργίας
ιεραποστολής», καθώς σε κάθε νομό προβλέπεται η σύσταση Γεωργικού Συνδέσμου για
την προώθηση «πάσης δυνατής βελτιώσεως εν παντί κλάδω της γεωργίας υπό την
αιγίδα και την διεύθυνσιν της Εταιρείας και την ηθικήν και υλικήν συνδρομήν
αυτής», ενημέρωνε με εγκύκλιό του (αρ. εγκ. 111, αρ. πρωτ. 47661, 12-10-1901) ο
υπουργός Εσωτερικών Γ. Θεοτόκης τον Οκτώβριο του 1901 τους νομάρχες του
κράτους. Βλ. και εφ. Ελεύθερος Λόγος, φ.
185, 28-7-1902, όπου γίνεται λόγος για
τη σύσταση και λειτουργία της Εταιρείας υπό την προεδρία του βασιλιά.
[37] Άλλωστε,
συνηθιζόταν τότε οι ευεργέτες να διαθέτουν κάποιο ποσό και για την Ελληνική
Γεωργική Εταιρεία, όπως π.χ. ο Μ. Κοργιαλένιος, βλ. Μ. Κοργιαλένιος, ό.π., σ. 28-29, πρβλ. Α-Δ. Δεμπόνος, ό.π., σ. 276.
[38]
Σημειώνουμε εδώ ότι την ίδια περίπου περίοδο στην Κεφαλονιά έχουν αρχίσει οι
διεργασίες για την ίδρυση Γεωργικής Σχολής. Αναφερόμαστε στη γνωστή λεγόμενη
Πρακτική Γεωργική Σχολή Π. Βαλλιάνου – δημιούργημα εξολοκλήρου του Παν.
Βαλλιάνου και του Βαλλιανείου Κληροδοτήματος –
που αποφασίστηκε η ίδρυσή της το 1900 και το 1905 συντάχθηκε το πρώτο
καταστατικό της. Βλ. ομιλία της Ευρυδίκης Λειβαδά-Ντούκα, με τίτλο «Βαλλιάνειος
Γεωργική Σχολή. Η πορεία της σε έναν αιώνα», στην επιστημονική ημερίδα που
διοργάνωσε η Διοίκηση της Πρακτικής Γεωργικής Σχολής Π. Βαλλιάνου στο Αργοστόλι
(αίθουσα ΕΒΕΚΙ) στις 9-12-2006 για τα 100 χρόνια παρουσίας και προσφοράς της
συγκεκριμένης Γεωργικής Σχολής.
[39]
Βλ. Θ. Πυλαρινός – Α. Χριστοφοράτου, ό.π.,
σ. 214, σημ. 41.
[40]
Γιώργος Μαργαρίτης, «Η εμπόλεμη Ελλάδα. Βαλκανικοί Πόλεμοι, Μακεδονικό Μέτωπο,
Ουκρανία», στο: Ιστορία του Νέου
Ελληνισμού 1770-2000, τ. 6, σ. 73.
[41]
Βλ. Έφη Αλαμανή, Κρίστα Παναγιωτοπούλου, «Ο ελληνισμός της Μικράς Ασίας σε
διωγμό», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ.
ΙΕ΄, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1978, σ.
98-99.
[42]
Βλ. Σπύρος Δημ. Λουκάτος, «Οι αιώνες του Διαφωτισμού – Κεφαλονίτες κληροδότες,
κληροδοτήματα, ιδρύματα [...] Ερωτήματα προς έρευνα», Πρακτικά Συνεδρίου «Επτανησιακά Ιδρύματα – Κληροδοτήματα (19ος
αι.-1953). Η πνευματική-πολιτισμική και κοινωνική συμβολή τους», ό.π., σ.
21.
[43] Βλ. Σπ. Λουκάτος, ό.π., σ. 21.
[44]
Βλ. Σπ. Λουκάτος, ό.π., σ. 20-21.
[45] Πολυποίκιλες είναι οι χορηγίες
φιλανθρωπικού και φιλεκπαιδευτικού, όπως άλλωστε είχε ορίσει με τη Διαθήκη του
ο Σπ. Φ. Αντύπας, περιεχομένου, στις οποίες έχει προβεί σε όλο το διάστημα της
μέχρι σήμερα λειτουργίας του το «Κληροδότημα Σπ. Φ. Αντύπα υπέρ της
Κεφαλληνίας», όπως αυτές αποτυπώνονται στις αποφάσεις της Διαχειριστικής του
Επιτροπής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου