Εισαγωγικό κείμενο κατά την παρουσίαση του βιβλίου του Σπ. Λουκάτου, Τα χρόνια
της Απελευθέρωσης και του Εμφυλίου Πολέμου στην Κεφαλονιά και Ιθάκη, 1944-1950,
Δημοτικό Θέατρο Αργοστολιού "Ο Κέφαλος", 30-7-2012.
Επειδή ο καθένας μας μπαίνει στην πορεία
του χρόνου σε στιγμή διαφορετική από τον άλλον αλλά και από διαφορετική θέση, η
εικόνα που του δημιουργείται για τα γεγονότα είναι προφανώς διαφορετική. Γι’
αυτό ακριβώς και η εικόνα της πορείας μέσα στο χρόνο διαφέρει από τη μια ματιά
στην άλλη. Ωστόσο, το βλέμμα, αν και είναι υποκειμενικό, διαμορφώνεται συλλογικά.
Η ματιά μας δηλαδή φιλτράρεται μέσα από την υποκειμενικότητά μας, αλλά βλέπουμε
τον κόσμο όχι μόνο μέσα από τα δικά μας μάτια αλλά και μέσα από τα μάτια των
άλλων, όχι μόνο μέσα από τις δικές μας προσωπικές ή άμεσες εμπειρίες αλλά και
από το πλαίσιο μέσα στο οποίο οι εμπειρίες αυτές αποκτούν νόημα. Και εδώ είναι
ο ρόλος του ιστορικού και του ιστορικού βιβλίου.
Ο πρώτος ερευνά το παρελθόν: με τη
βοήθεια μιας σειράς από μεθόδους προσπαθεί να προσεγγίσει και να ερμηνεύσει τις
πηγές. Και ανάλογα με τον προσανατολισμό, που έχει πάρει η έρευνά του,
ταξινομεί, δέχεται ή απορρίπτει, ξεχωρίζει με την ανάλυση ή συγκεντρώνει με τη
σύνθεση, κατανοεί και αξιολογεί. Ολοκληρώνεται, βέβαια, η έρευνά του με τη
συγγραφή ενός βιβλίου. Ο ιστορικός δεν είναι μόνο ερευνητής αλλά και
συγγραφέας. Έχοντας στη διάθεσή του όλο το υλικό της έρευνάς του, οφείλει να
ανασυνθέσει στο χαρτί το παρελθόν που μελέτησε, οφείλει να διατυπώσει αυτό που
κατάφερε να μάθει από το παρελθόν ερευνώντας το.
Και έχει ακόμη μεγαλύτερη σημασία,
όταν ο ιστορικός συγγραφέας εξασφαλίζει με το σύγγραμμά του μια αυθεντική και
γόνιμη παρουσία της Ιστορίας στο χώρο της ζωντανής παιδείας, της παιδείας των
ανθρώπων του καιρού του. Δηλαδή, με άλλα λόγια, ο ιστορικός δεν πρέπει να
γράφει μόνο για τους ειδικούς, για τους συναδέλφους του, για τους άλλους
ερευνητές και για τους ειδικευόμενους στην Ιστορία. Οφείλει να απευθύνεται και στο
πλατύ κοινό, έτσι ώστε το βιβλίο του να τροφοδοτεί τη γενική παιδεία στην πιο
κοινή της μορφή. Έτσι, ο σωστός ιστορικός με το ιστορικό του σύγγραμμα θα
φέρνει στο φως τη συμβολή της επιστήμης του στον εμπλουτισμό της παιδείας, θα
εμψυχώνει το παρόν και θα καθοδηγεί σ’ ένα ειρηνικό μέλλον, θα γίνεται δηλαδή
κι ο ίδιος με το έργο του παράγοντας πνευματικού και κοινωνικού πλούτου, εστία
πολιτισμού και σχολείο ανθρωπισμού.
Όσα είπα παραπάνω νομίζω ότι ισχύουν
για το σημερινό βιβλίο και για το συγγραφέα του ιστορικό Σπ. Λουκάτο. Δεν σας
είναι, αγαπητοί φίλοι, άγνωστος ο Σπ. Λουκάτος. Αγωνιστής της Εθνικής
Αντίστασης, από τα κορυφαία στελέχη του θιακοκεφαλονίτικου αντιστασιακού αγώνα,
σε όλη τη διάρκεια της ιταλογερμανικής Κατοχής ήταν παρών σε όλες τις μάχες –
ιδεολογικές, πολιτικές, στρατιωτικές. Αλλά και αργότερα, την πρώτη περίοδο της Απελευθέρωσης, συνέχισε την πατριωτική
δράση του, μέχρι που απόπειρες δολοφονίας του τον ανάγκασαν στα μέσα του 1945 να
«εξαφανιστεί» από την καθημερινή ζωή του Αργοστολιού και για αρκετά χρόνια να
ζήσει σε πλήρη σχεδόν απομόνωση από τον έξω κόσμο.
Ωστόσο, σ’ εκείνη την πιο οδυνηρή, όπως ο
ίδιος την έχει χαρακτηρίσει, περίοδο της ζωής του, δεν έπαψε να κάνει, ας μου
επιτραπεί η λέξη, αντίσταση: αντιστάθηκε στις συνθήκες απομόνωσης, αντιστάθηκε
στου χρόνου τις απειλές, αντιστάθηκε γράφοντας. Τότε, λοιπόν, έδωσε την πρώτη
μορφή στο κεφαλαιώδες τρίτομο έργο του για την Κατοχή και την Αντίσταση στην
Κεφαλονιά και την Ιθάκη, που σας είναι γνωστό, αλλά και στο σημερινό βιβλίο του
για την Απελευθέρωση και τον Εμφύλιο στα νησιά μας, που σήμερα βλέπει για πρώτη
φορά το φως της δημοσιότητας. Δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε ότι ο Σπ. Λουκάτος
είναι ίσως από τους πρώτους σε πανελλαδικό επίπεδο που με τη λήξη της δεκαετίας
του 1940 είχε γράψει για τη θυελλώδη αυτή δεκαετία. Όταν δηλαδή οι άλλοι
αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης εκείνη
την περίοδο είτε βρίσκονταν στο βουνό με το τουφέκι στο χέρι, είτε στις φυλακές
και τις εξορίες, ο Σπ. Λουκάτος, ζώντας αναγκαστικά στην απομόνωσή του, βρισκόταν
νοερά κοντά τους γράφοντας γι’ αυτούς και τον αγώνα τους, τιμώντας αυτούς τους
αγωνιστές καθώς και τους νεκρούς συντρόφους του.
Βέβαια, το βιβλίο του για την
Απελευθέρωση και τον Εμφύλιο ο Σπ. Λουκάτος συνέχιζε να το επεξεργάζεται και τα
κατοπινά χρόνια, εμπλουτίζοντάς το με νέα στοιχεία από ανέκδοτες πηγές αλλά και
μαρτυρίες προσώπων που έδρασαν τότε. Τον ενδιέφερε η τεκμηρίωση της ιστορικής
αφήγησης: γνώριζε ότι επρόκειτο για μια αρκετά σύνθετη περίοδο, αντιλαμβανόταν
το διχασμό της τοπικής κοινωνίας και ήθελε τα τεκμήρια των απόψεων και κρίσεών
του να είναι σίγουρα και αδιάσειστα. Δεν
έγραψε τούτο το βιβλίο, όπως ο ίδιος επιμένει να λέει, για να αναμοχλεύσει
πάθη, αλλά για να κρατήσει αναμμένο το καντήλι της μνήμης. Ως αγωνιστής και ως
επιστήμονας γνώριζε πολύ καλά τη σημασία της μνήμης: κρατά σε ετοιμότητα λαούς
και άτομα, παραμένει σοβαρή επένδυση για ένα πετυχημένο μέλλον. Άλλωστε, δεν είναι υπερβολή από μια άποψη η
γνώμη του Μ. Κούντερα ότι «η πάλη του ανθρώπου ενάντια στην εξουσία είναι η
πάλη της μνήμης ενάντια στη λήθη».
Μόνο έτσι, εξάλλου, η Ιστορία γίνεται
πηγή ενός νέου ανθρωπισμού, που αντιμετωπίζει και αξιολογεί τα δημιουργήματα και
τις σχέσεις των ανθρώπων με κεντρικό κριτήριο την αναφορά στο συλλογικό
«εμείς», στην αυθεντική κοινότητα – μιαν αυθεντική κοινότητα που θα απαιτούσε
τον επαναπροσδιορισμό των εννοιών «άνθρωπος» και «κοινωνία», και μέσα στην
οποία κοινότητα οι όποιες εθνικές, πολιτισμικές ή ατομικές διαφορές ή
αποκλίσεις θα μπορούσαν να δράσουν ως συστατικά και εμπλουτιστικά στοιχεία της
πολύμορφης και πολύπτυχης ανθρώπινης ύπαρξης,
όπως άλλωστε ο ίδιος ο Σπ. Λουκάτος το υπογραμμίζει με τις τελευταίες γραμμές
του βιβλίου του, κάνοντας λόγο για «το ευρύτατο πλέγμα και πλαίσιο της
Συναδέλφωσης όλων των λαών με Ισοπολιτεία και Ισονομία». Έτσι, τελικά η
οικειοποίηση του παρελθόντος αποκτά το λυτρωτικό περιεχόμενο που κλείνει μέσα
της.
Το βιβλίο, που απόψε παρουσιάζουμε,
έρχεται να «κλείσει» το τρίτομο έργο της Κατοχής και της Αντίστασης του Σπ.
Λουκάτου. Ο τελευταίος είχε την άποψη ότι χωρίς την εξιστόρηση της
μεταπελευθερωτικής κατάστασης και κυρίως της λεγόμενης «λευκής τρομοκρατίας»
και του Εμφυλίου, θα έμενε μετέωρη η προηγούμενη ιστορική του αφήγηση για την
Κατοχή και την Αντίσταση. Γι’ αυτό και επιζήτησε και κατόρθωσε με το σημερινό
του βιβλίο να ολοκληρώσει την εξιστόρηση
της πολυσήμαντης δεκαετίας του 1940.
Δε σκοπεύω, βέβαια, να αναφερθώ στο
περιεχόμενο του βιβλίου. Γι’ αυτό θα μας μιλήσει ο καλός συνάδελφος Ηλίας
Τουμασάτος. Εγώ θα σας δώσω το γενικό περίγραμμα, το οποίο είχε υπόψη του ο
ιστορικός συγγραφέας, όταν έγραφε τη μελέτη του αυτή, και το οποίο είναι
χρήσιμο να γνωρίζουμε, για να γίνει κατανοητό το περιεχόμενο του συγκεκριμένου βιβλίου.
Είναι γνωστό ότι η χώρα μας στο
μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα μπλέχτηκε στις φλόγες διχασμών και εμφυλίων. Ο
Διχασμός του 1916-1917 με άμεσες τις συνέπειές του μέχρι και τη δικτατορία του
Μεταξά και ο Εμφύλιος του 1946-1949 με άμεσες τις συνέπειές του μέχρι και την
περίοδο της στρατιωτικής χούντας συνιστούν τις δύο κατεξοχήν μεγάλες ρήξεις
εθνικής ολοκλήρωσης και κοινωνικής διαμάχης στην ελληνική κοινωνία, που
διαμόρφωσαν τα σύγχρονα χαρακτηριστικά της πολιτικής, κοινωνικής, οικονομικής
και πολιτισμικής ιστορίας της χώρας. Και στις δυο περιπτώσεις η σύγκρουση
υπήρξε καθολική: ο νικητής προσδοκούσε να εξαφανίσει τον αντίπαλο και να οικοδομήσει
το κράτος βασιζόμενος αποκλειστικά και μόνο στη δική του παράταξη. Και αυτό
συνέβη ιδιαίτερα και ξεχωριστά στην περίπτωση του Εμφυλίου.
Οι ρίζες της τελευταίας εμφύλιας
σύγκρουσης μπορούν να ιχνηλατηθούν στις πολλαπλές αντιπαραθέσεις, ιδεολογικές
και στρατιωτικές, που σημειώθηκαν στα τελευταία χρόνια της Κατοχής, όπως πολύ
ευκρινέστατα έχει καταγράψει ο Σπ. Λουκάτος για το νησί μας στον τρίτο του τόμο
για τη γερμανική κατοχική περίοδο, αλλά και στα μεταπελευθερωτικά χρόνια της
λεγόμενης «λευκής τρομοκρατίας» (1945-1946), για την οποία ο συγγραφέας δίνει
σαφέστατη εικόνα για την Κεφαλονιά και την Ιθάκη στο σημερινό του βιβλίο.
Ωστόσο, για να κατανοήσουμε σωστά τα
τοπικά γεγονότα εκείνης της εποχής και για να καταλάβουμε τη δράση της ΠΟΚ στα χρόνια της γερμανικής Κατοχής, και τη
δράση των Γάκηδων, των ΜΑΫδων στην Κεφαλονιά και των Βέρηδων στην Ιθάκη στα μετά
τη Βάρκιζα χρόνια οφείλουμε να έχουμε υπόψη μας τη γενικότερη κατάσταση της
χώρας μας και την προοπτική που έπαιρνε τότε ο απελευθερωτικός-δημοκρατικός αγώνας:
Το κίνημα της Εθνικής Αντίστασης προέκυψε ως αποτέλεσμα τόσο του πατριωτισμού
των Ελλήνων όσο και της αυτοπροστασίας της ίδιας της κοινωνίας απέναντι στη βία
και την εξαθλίωση, που προκαλούσαν οι κατοχικές δυνάμεις. Έτσι, αναδύθηκε ένα
δυναμικό ΕΑΜικό κίνημα, το οποίο δεν περιορίστηκε στην απελευθέρωση της χώρας,
αλλά οραματίστηκε και προσπάθησε να διαμορφώσει μια άλλη κοινωνία βασισμένη σε
νέες ριζοσπαστικές βάσεις και αξίες.
Αντέδρασαν, όμως, όσοι ήθελαν το παλιό
καθεστώς, με αποτέλεσμα να ξεσπάσουν εμφύλιες διαμάχες, οι οποίες οξύνθηκαν το
Δεκέμβρη του 1944. Και παρά την ήττα του ΕΛΑΣ στην Αθήνα, οι νικητές παραβίασαν
τη Συμφωνία της Βάρκιζας, καθώς οι τελευταίοι εφάρμοσαν στην πράξη το ρωμαϊκό «vae victis», δηλαδή «ουαί τοις ηττημένοις». Η
λευκή τρομοκρατία πήρε στη χώρα ανεξέλεγκτες διαστάσεις με τη δράση
εθνικιστικών οργανώσεων και ένοπλων συμμοριών εναντίον των κομμουνιστών και
γενικότερα των αριστερών-προοδευτικών αγωνιστών του εθνικοαπελευθερωτικού
κινήματος. Λόγω της απροκάλυπτης βίας και της ατιμώρητης τρομοκρατίας, με την
ανοχή ή και την υποστήριξη του κράτους και με την προκλητική παρουσία των
Άγγλων, οι διωκόμενοι επέλεξαν να καταφύγουν στην ορεινή ύπαιθρο από ανάγκη για
επιβίωση, όχι με εντολή, τουλάχιστον αρχικά, της ηγεσίας αλλά με δική τους πρωτοβουλία, όχι
μετά από προηγούμενη συνεννόηση μεταξύ τους αλλά σταδιακά. Το κλίμα, λοιπόν,
ήταν ουσιαστικά έτοιμο για τον Εμφύλιο.
Αν και τα αίτια της έναρξης του
Εμφυλίου Πολέμου στη χώρα μας ήταν ενδογενή (ταξικές διαφορές, ιδεολογικές και
πολιτικές αντιπαραθέσεις), η διεθνής συγκυρία αποτέλεσε σημαντική συνιστώσα
του, καθώς η ελληνική εμφύλια σύγκρουση διαπλέχτηκε με το μεταπολεμικό
παγκόσμιο διπολισμό και κλιμακώθηκε εξαιτίας του Ψυχρού Πολέμου. Εξάλλου, δεν
ήταν χωρίς νόημα για τον αγώνα του κεφαλονίτικου λαού ο κατάπλους στο λιμάνι
του Αργοστολιού αγγλικής μοίρας τον Οκτώβριο του 1946 για λίγες μέρες και
αμερικανικής το Μάρτιο του 1948 για δυόμισι μήνες και το Σεπτέμβριο του 1948
για μια εβδομάδα, όπως μας πληροφορεί ο Σπ. Λουκάτος. Η παρουσία των ξένων
«προστατών» απέβλεπε στην ενίσχυση του εμφυλιοπολεμικού καθεστώτος στο νησί και
την παραπέρα ενθάρρυνση των αντιλαϊκών δυνάμεων, κρατικών και παρακρατικών.
Μέσα σε αυτό το γενικό πλαίσιο έχει
εντάξει τη μελέτη του για την Απελευθέρωση και τον Εμφύλιο ο Σπ. Λουκάτος. Είναι
το πρώτο ολοκληρωμένο βιβλίο γι’ αυτήν την περίοδο, καθώς μέχρι τώρα ελάχιστα και
αποσπασματικά στοιχεία γνωρίζαμε. Βέβαια, η έρευνα δεν πρέπει να σταματήσει εδώ.
Αντίθετα, οφείλει με βάση αυτό το βιβλίο να προωθήσει, να εξειδικεύσει και να
επαναξιολογήσει ζητήματα της μετακατοχικής και κυρίως της εμφυλιοπολεμικής
περιόδου στα νησιά μας. Αναμφισβήτητα, παραμένουν ανερεύνητες πηγές αλλά και
άλλα στοιχεία που έχουν ανάγκη μελέτης και αξιολόγησης.
Ήδη έχουμε εντοπίσει μια νέα πηγή εγγράφων, η
μελέτη των οποίων πιστεύουμε ότι θα ρίξει περισσότερο φως στις τοπικές εμφύλιες
αντιπαραθέσεις, διαμάχες και συγκρούσεις. Επιπλέον, απαιτείται βαθύτερη έρευνα
για το κεφάλαιο των εκτοπίσεων ολόκληρων χωριών, όπου συμπλέκονται πολλές
μικροϊστορίες. Παράλληλα, πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο ιδιαίτερης μελέτης
οι Φυλακές του Αργοστολιού (διοίκηση, τρόποι επιβίωσης των φυλακισμένων αγωνιστών,
απεργίες πείνας, βασανιστήρια, εκτελέσεις)· το αρχείο ενός διευθυντή των
Φυλακών που εντοπίσαμε δε δίνει σοβαρά στοιχεία, αλλά μια έρευνα στα αρχεία του
υπουργείου Δικαιοσύνης ή και αλλού ενδεχομένως να μας αποκαλύψει ενδιαφέροντα
στοιχεία. Και με την ευκαιρία αυτή και από τη θέση αυτή θα ήθελα, απευθυνόμενος
σε σας, να παρακαλέσω τον όποιο συμπολίτη μας έχει πληροφορίες ή έγγραφα
σχετικά με τη συγκεκριμένη περίοδο (1944-1949) να μας ενημερώσει σχετικά,
εμπλουτίζοντας έτσι την ερευνητική μας
προσπάθεια.
Τελικά, αγαπητοί φίλοι, το σημερινό
βιβλίο του συμπατριώτη μας ιστορικού και αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης Σπ.
Λουκάτου έρχεται να «κλείσει» μια ιδιαίτερα επαινετή ατομική πρωτοβουλία και
προσπάθεια, καλοδεχούμενη, βασική και χρήσιμη, αλλά ταυτόχρονα έρχεται να ανοίξει ένα νέο
κύκλο προβληματισμού, έρευνας και μελέτης για τη μετακατοχική και
εμφυλιοπολεμική εποχή στα νησιά μας Κεφαλονιά και Ιθάκη, έναν κύκλο τον οποίο
πρέπει να διατρέξουν νέοι ερευνητές και ιστορικοί επιστήμονες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου