Τρίτη 1 Ιανουαρίου 2013


ΜΕ ΤΟΥΣ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΕΣ
ΑΠΟ ΤΟ ΧΘΕΣ ΣΤΟ ΣΗΜΕΡΑ
 

 [Ομιλία στην επετειακή για την Ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα εκδήλωση
του Συλλόγου Επτανησίων Φθιώτιδας - Λαμία (Δημοτικό Θέατρο), 20 Μαΐου 2012]
 
 
          Θέλω να ευχαριστήσω και από τη θέση αυτή το Δ. Σ. του Συλλόγου Επτανησίων και ιδιαίτερα τον πρόεδρό του κ. Γρηγόρη Γαϊτάνη για την ευγενική του πρόσκληση να είμαι ομιλητής στην αποψινή σας πανηγυρική εκδήλωση για την Ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα. Είναι η δεύτερη φορά που βρίσκομαι ανάμεσά σας κι αυτό το εκτιμώ ιδιαίτερα.
          Νομίζω ότι όλοι θα συμφωνήσουμε ότι οι επετειακές εκδηλώσεις, όπως η σημερινή, αποκτούν νόημα, όχι όταν περιέχουν μεγαλοστομίες και καταλήγουν σε ατεκμηρίωτους διθυράμβους, αλλά όταν μας βοηθούν να πιάσουμε το νήμα το ιστορικό, για να δούμε κατάματα πρόσωπα και γεγονότα εκείνης της εποχής, να μιλήσουμε μαζί τους,  να πάμε λίγο παραπέρα και λίγο παραπάνω και να αναμετρηθούμε μαζί τους, αλλά και για να εκτιμήσουμε καλύτερα το σήμερα και να προβλέψουμε το αύριο.
          Επειδή τούτη την περίοδο στην πατρίδα μας διακυβεύεται η ουσία της Δημοκρατίας, επειδή έχουν πληγεί η εθνική μας ανεξαρτησία και η λαϊκή κυριαρχία, επειδή διαγράφεται θολό το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι χρήσιμο να μάθουμε τι έλεγαν και τι έπραξαν γι’ αυτά τα ζητήματα οι πρόγονοί μας Ριζοσπάστες. Έχει σημασία να γνωρίσουμε τους στοχασμούς και τις πρακτικές τους, για να κάνουμε τις συγκρίσεις μας, τηρουμένων βέβαια των αναλογιών, με το σήμερα.
           Το ριζοσπαστικό κίνημα, που γεννήθηκε και ανδρώθηκε στην Κεφαλονιά και διαδόθηκε στα υπόλοιπα νησιά του Ιονίου, ήταν κίνημα εθνικό και ταυτόχρονα δημοκρατικό· ήταν κίνημα εθνικοαπελευθερωτικό και ταυτόχρονα κοινωνικό. Και αυτές οι δύο πλευρές του ήταν άρρηκτα δεμένες μεταξύ τους, καθώς η μία δεν εννοείτο χωρίς την άλλη. Τη συνύπαρξη της εθνικότητας με την κυριαρχία του λαού ο ριζοσπαστισμός τη θεωρούσε απαραίτητη και αδιαχώριστη. Απαιτούσε δηλαδή την ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα σύμφωνα με την αρχή των εθνοτήτων και συγχρόνως εμπνεόταν από τις δημοκρατικές αρχές των Γαλλικών Επαναστάσεων του 1789 και 1848, τις αρχές της ελευθερίας, της ισότητας, της αδελφότητας, της λαϊκής κυριαρχίας. Έχει γράψει ο Μομφερράτος: «[...] το σωτήριον και αληθώς θείον δόγμα της ελευθερίας, ισότητος και αδελφότητος, το καθιερωθέν διά του σταυρού, κηρυχθέν διά του ιερού ευαγγελίου, και του οποίου την εφαρμογήν επεχείρησαν δύο μεγάλαι και αθάνατοι επαναστάσεις [...]- ιδού το ευρύ στάδιον της ενεργείας μας, ιδού η διαρκής τάσις και το τέρμα των αγώνων μας».
          Γι’ αυτό και διακήρυττε ο Ριζοσπαστισμός ότι «πάσα άνευ των όρων τούτων κηρυττομένη ελευθερία καταντά απλή χίμαιρα και απάτη». Επισήμαινε, μάλιστα, ότι και αυτή ακόμη η Ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα, «όταν δεν συνδέεται με το ιερόν της κυριαρχίας του λαού δόγμα», είναι «έκφρασις ξηρά και ανεπαρκής, κήρυγμα μονομερές και αντιπατριωτικόν, δέλεαρ της ξενοκρατίας», απαντώντας έτσι στις πρακτικές των ενωτιστών που ζητούσαν «ένωση και μόνο ένωση», απονευρωμένη από το δημοκρατικό-κοινωνικό της χαρακτήρα.
          Σε αυτά τα θέματα ο Ριζοσπαστισμός μπορεί σίγουρα να τοποθετηθεί δίπλα στα μεγάλα αστικοδημοκρατικά αλλά και ουτοπιστικά σοσιαλιστικά κινήματα της Ευρώπης εκείνης της εποχής. Είχε δημιουργικά αφομοιώσει τη φιλοσοφία και ιδεολογία του γαλλικού ιδιαίτερα διαφωτισμού εκφρασμένου στην πρακτική του από τις επαναστάσεις του 1789 και του 1848, τη φιλοσοφία και ιδεολογία του ελληνικού διαφωτισμού, την ιδεολογία της επανάστασης του 1821 αλλά και την ιδεολογία και φιλοσοφία της γαλλικής ουτοπιστικής σοσιαλιστικής Σχολής του Saint-Simon και του Fourie, καθώς και των πολιτικών θεωριών του Mazzini και των κοινοκτημονικών θεωριών του Proudhon.
          Επομένως, για το Ριζοσπαστισμό προέχει η ουσία της δημοκρατίας, που είναι η λαϊκή κυριαρχία, γιατί πρέσβευε ότι «ο λαός είναι το παν».  Καθόριζε ότι πρώτιστο βήμα ενός λαού υπόδουλου είναι η εθνική του αποκατάσταση, η κατάκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας, όμως το βήμα αυτό αποκτά ουσιαστικό περιεχόμενο, μόνο όταν γίνεται «με την σταθεράν ιδέαν της εθνικής καθιερώσεως ελευθέρου και αληθώς ισονόμου πολιτεύματος επί της κυριαρχίας του λαού στηριζομένου».
          Αγωνιζόταν, λοιπόν, για ένα ελληνικό κράτος δημοκρατικό, το οποίο θα περιέκλειε στα σύνορά του και όλες τις τότε κάτω από ξένη κυριαρχία ελληνικές περιοχές. «Η τελεία απελευθέρωσις και συνένωσις παντός του ελληνικού γένους και της ελληνικής φυλής» με καταστροφή «παντός ξενικού στοιχείου επί της ελληνικής γης» ήταν στόχος καθοριστικός, διακήρυττε ο Ιωσήφ Μομφερράτος. Και ο άλλος ριζοσπάστης ηγέτης  Ηλίας Ζερβός Ιακωβάτος συμπλήρωνε: «Θέλομεν τω όντι να γίνωμεν και ουχί να λεγώμεθα ΄Ελληνες. Θέλομεν να ενωθώμεν εις εν Έθνος ελεύθερον και ανεξάρτητον μεθ’ όλης της ελληνικής φυλής».
            Η απελευθέρωση, βέβαια, των υπόδουλων ακόμη ελληνικών περιοχών θα βασιζόταν αποκλειστικά στις εθνικές λαϊκές δυνάμεις. Διότι, υποστήριζαν, «διά να υπάρξη Ελλάς αληθινά ελευθέρα και ανεξάρτητος, διά να αποκτήση τα φυσικά της όρια και να ενώση εις εν όλην την ελληνικήν φυλήν, πρέπει διά μόνου του Έλληνος να το επιτύχη και όχι διά του Άγγλου, του Ρώσου και του Γάλλου». Είναι προφανές ότι οι Ριζοσπάστες, βιώνοντας μαζί με τον επτανησιακό λαό την αγγλική κατοχή και υποτέλεια,  αναδείκνυαν τον αντιξενοκρατισμό ως βασικό σύνθημά τους. Μέσα από τις εφημερίδες τους κατέκριναν με επιμονή και αυστηρότητα κάθε μορφή  ξενοκρατίας. Γιατί ξενοκρατία είναι τόσο η επιρροή ξένων ηθών, εθίμων και άλλων στοιχείων όσο και άμεση ή έμμεση επιρροή ξένου παράγοντα στα πολιτικά πράγματα μιας χώρας. Σύμφωνα με τον Η. Ζερβό Ιακωβάτο «όπου βασιλεύει ξένος, και ξένος με ισχύν απεριόριστον, τα πάντα είναι ψεύδος και σκιά. Ο νόμος εκεί είναι ενέδρα, η δικαιοσύνη σκευωρία, η αρετή έγκλημα, η ελευθερία κακούργημα, ο πλούτος πλεκτάνη, η επί του λαού επιρροή δυστύχημα, πατρίς ψιλόν όνομα, η σύζυγος, τα τέκνα και οι συγγενείς ανεξάντλητοι πηγαί πικριών και αλγηδόνων».
          Γι’ αυτό, ακριβώς, οι Επτανήσιοι και κατεπέκταση όλοι οι Έλληνες όφειλαν να πολεμήσουν τον ξενισμό, ο οποίος, όπως η ιστορία μαρτυρεί, ήταν και είναι  «πάντοτε η μεγαλυτέρα μάστιξ της εθνικότητος και της κυριαρχίας των λαών», ο οποίος απαλλοτριώνει το λαό από τα φυσικά, απαράγραπτα και αναπαλλοτρίωτα δικαιώματά του και τον μετατρέπει σε υποχείριο των ξένων συμφερόντων.
            Ωστόσο, οι Ριζοσπάστες δεν περιόριζαν τη σκέψη τους στον ελληνικό μόνο χώρο. Διέθεταν ανοιχτή ματιά, γι’ αυτό και επέκτειναν το όραμά τους και στον ευρωπαϊκό χώρο. Θεωρούσαν τα Επτάνησα τμήμα της Ελλάδας και την Ελλάδα ενταγμένη μέσα στην Ευρώπη. Γνώριζαν και διακήρυσσαν ότι οι λαοί και οι χώρες και ειδικότερα της Ευρώπης αλληλοεπηρεάζονται από γεγονότα, που συμβαίνουν στις χώρες αυτές, αν και μπορεί  να μην είναι αρκετές φορές φανερή εκείνη η αλληλεπίδραση. 
          Γι’ αυτό και στις εφημερίδες τους δημοσίευαν και σχολίαζαν γεγονότα που συντελούνταν στις ευρωπαϊκές χώρες: τις αντιδράσεις του γαλλικού λαού κατά του Ναπολέοντα Γ΄, τις εξεγέρσεις του ιταλικού, του πολωνικού, του γερμανικού και του ουγγρικού λαού κατά των συντηρητικών και αντιδραστικών καθεστώτων τους, τις απόψεις του Ιταλού στοχαστή και πολιτικού Mazzini και τους αγώνες του για την ενοποίηση της Ιταλίας  και για το όραμά του για τη «νέα Ευρώπη».
          Γι’ αυτό και διαπαιδαγωγούσαν τα μέλη και τους οπαδούς τους με βάση αυτή την αντίληψη της αλληλεξάρτησης και αλληλεπίδρασης. Αυτό ιδιαίτερα φαίνεται από τα συνθήματα που αναρτούσαν στις πολιτικές τους λέσχες στην Κεφαλονιά και τη Ζάκυνθο: «Υπέρ της ανεξαρτησίας του αγωνιζόμενου γενναίου λαού της Πολωνίας», «Υπέρ της ολικής απελευθερώσεως και συνενώσεως της αδελφής Ιταλίας» κ.ά. Φαντασθείτε π.χ. μέσα στο Αργοστόλι ή στη Ζάκυνθο του 1850 να υπάρχουν πανό με συνθήματα για την Ιταλία ή την Πολωνία.
          Ζούσε η Ευρώπη τότε (δεκαετίες του 1830, 1840 και 1850) σ’ ένα κλίμα επαναστατικό και οι Ριζοσπάστες επιθυμούσαν και διέβλεπαν μεγάλες μεταβολές στα ευρωπαϊκά πράγματα, οι οποίες θα οδηγούσαν στην πτώση της ευρωπαϊκής αντίδρασης, που κρατούσε αλυσοδεμένους τους λαούς, και θα στόχευαν στην οικοδόμηση μιας νέας Ευρώπης, με τους λαούς ελεύθερους και τους πολίτες ισότιμους. Οι «ομοιοπαθείς αδελφοί», όπως αποκαλούσαν οι Ριζοσπάστες τους ευρωπαϊκούς λαούς, πρέπει να ενωθούν,  για να κερδίσουν την πραγματική ελευθερία τους.
          Και το όραμα των Ριζοσπαστών για την ενωμένη Ευρώπη διατυπώθηκε από τον Μομφερράτο στην εφημερίδα του Αναγέννησις, στις 18 Απριλίου 1859: Είναι αναπόφευκτο ότι θα κατεδαφιστεί το «σαθρόν οικοδόμημα της ιεράς μεν καλουμένης συμμαχίας, ασεβούς δε και ανιέρου συμμαχίας των βασιλέων», και στη θέση του  «θα εγερθή το νέον και μέγα οικοδόμημα της αληθούς ιεράς και αγίας των λαών συμμαχίας» και τότε «αντί των ελευθεροκτόνων ηγεμονικών συνεδρίων επί τη βάσει της ελευθέρας εθνικότητος, της κυριαρχίας των λαών και της μεταξύ των αλληλεγγύης [θα] ανιδρυθή εν είδος ευρωπαϊκής συμπολιτείας, όπου προς τοις άλλοις, αι μεταξύ των εθνών σχέσεις θέλουσι διευθετείσθαι, όχι πλέον εγωϊστικώς δυσμενώς και εχθροπαθώς, αλλ’ αδελφικώς εν πλήρει ισότητι, αμοιβαιότητι και δικαιοσύνη».               
           Όπως αντιλαμβάνεστε, αγαπητοί φίλοι, ο Ιωσήφ Μομφερράτος καθίσταται από τα μέσα του19ου αιώνα ο πρώτος Έλληνας και Ευρωπαίος με ολοκληρωμένη ευρωπαϊκή συνείδηση. Και γενικότερα οι Ριζοσπάστες ήταν η πρώτη πολιτική ομάδα που οραματίστηκε την ενωμένη Ευρώπη των λαών πολύ πριν ο Richard Coudenhove (Κούντενοβ) Kalergi και ο Aristide Briand (αρχές του 20ού αιώνα) μιλήσoυν και δραστηριοποιηθούν προς την κατεύθυνση δημιουργίας  ευρωπαϊκής  ομοσπονδίας.
           Θα πρέπει στο σημείο αυτό να υπογραμμίσω ότι οι Ριζοσπάστες προέβαλλαν τις παραπάνω θέσεις τους για την εθνική απελευθέρωση και ανεξαρτησία, για τη δημοκρατία και λαϊκή κυριαρχία και για την «ευρωπαϊκή συμπολιτεία»  κυρίως μέσα από τις εφημερίδες τους, μέσα από τις δημόσιες ομιλίες τους και μέσα από τις ποικίλες εκδηλώσεις που διοργάνωναν. Επιπλέον, αξιοποίησαν και το βήμα της Ιόνιας Βουλής. Αναφέρω σύντομα προτάσεις, που υπέβαλαν οι Ριζοσπάστες βουλευτές στην Θ΄ Ιόνια Βουλή για ψηφίσματα και νομοσχέδια: το ψήφισμα της Ένωσης, που υποβλήθηκε από τους  11 Ριζοσπάστες βουλευτές στις 26 Νοεμβρίου 1850, στο οποίο  διακηρυσσόταν το δικαίωμα της ανεξαρτησίας των Επτανησίων ως δικαίωμα φυσικό και απαράγραπτο, η πρότασή τους για την καθιέρωση της 25ης Μαρτίου ως εθνικής επετείου για τα αγγλοκρατούμενα Επτάνησα, η πρότασή τους για την καθιέρωση της ελληνικής ως γλώσσας της διοίκησης, η πρότασή τους για την καθιέρωση της καθολικής ψήφου και τη νομοθετική κατοχύρωση της ισότητας των πολιτών, η πρότασή τους για τη νομοθετική  κατοχύρωση των ατομικών ελευθεριών και των αστικών και πολιτικών δικαιωμάτων των πολιτών, η πρότασή τους για την περιστολή των δημοσίων δαπανών, η πρότασή τους για κατάργηση του νόμου του δεσμευτικού της ιδιοκτησίας των αγροληπτών και για κατάργηση του δικαιώματος της προτίμησης, η ισχύς του οποίου ωφελούσε τους μεγαλογαιοκτήμονες, η πρότασή τους για κατάργηση του ληστρικού πλειστηριασμού και του ανατοκισμού, που τροφοδοτούσε την τοκογλυφία σε βάρος των χαμηλότερων οικονομικά και κοινωνικά τάξεων, η πρότασή τους για αναθεώρηση των ποινικών νόμων.
          Είναι προφανές ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια ολοκληρωμένη ιδεολογία και πολιτική φιλοσοφία, που καλύπτει όλο σχεδόν το φάσμα της τρέχουσας πολιτικής θεωρίας και πρακτικής. Και είναι επίσης προφανές ότι αυτή η θεωρία και πρακτική κινείται σε προοδευτική κατεύθυνση. Έτσι, λοιπόν, έχει γίνει, νομίζω, αντιληπτό ότι οι πρόγονοί μας Ριζοσπάστες οραματίζονταν την ένωση των Επτανήσων με ένα ελληνικό κράτος δημοκρατικό και ισχυρό, ενταγμένο μέσα σε μια ευρωπαϊκή συνομοσπονδία της δημοκρατίας και της κοινωνικής αλληλεγγύης.
          Αυτή, όμως, η φιλοσοφία και ιδεολογία ήταν επικίνδυνη για τη Βρετανική Προστασία, καθώς η ενδεχόμενη εφαρμογή της δημιουργούσε σοβαρά ρήγματα στην αποικιακή της-εξωτερική πολιτική, αλλά ήταν επικίνδυνη και για το τότε ελληνικό πολιτικό κατεστημένο. Κάτι, λοιπόν, έπρεπε να γίνει, για να εκλείψει αυτός ο κίνδυνος. Και ακούστε τι έγινε. Αλλοιώθηκε, νοθεύτηκε η ριζοσπαστική ιδεολογία. Όταν, λόγω της πολύχρονης εξορίας των Ριζοσπαστών ηγετών Ζερβού Ιακωβάτου και Μομφερράτου, προέκυψε κενό στην  ηγεσία του κινήματος, το κενό αυτό πληρώθηκε από τον Κων/νο Λομβάρδο, βουλευτή τότε των Ριζοσπαστών, στα χρόνια του οποίου μεταλλάχθηκε σιγά-σιγά ο Ριζοσπαστισμός, με αποτέλεσμα να διατηρηθεί μόνο το εθνικό του περιεχόμενο και να εξοβελιστεί το δημοκρατικό του. Έτσι, οι λεγόμενοι «νέοι ριζοσπάστες» ή Ενωτιστές ήταν πρόθυμοι να υιοθετήσουν τα αγγλικά σχέδια για την Ένωση, μια Ένωση που εξυπηρετούσε πρώτα και κύρια τα βρετανικά συμφέροντα στην περιοχή, μια Ένωση δηλαδή απονευρωμένη και αποκομμένη από το δημοκρατικό-κοινωνικό της χαρακτήρα. Με αυτήν, όμως, την κατάληξη είχαν αποδυναμωθεί, πολιτικά εξουδετερωθεί και ουσιαστικά εκτοπιστεί από τη σύγχρονη πολιτική σκηνή οι αληθείς Ριζοσπάστες.
          Αυτή, λοιπόν, η Ένωση, έτσι όπως προγραμματίστηκε και υλοποιήθηκε, υπήρξε ακίνδυνη και για το ελληνικό βασίλειο. Προσέξτε, αγαπητοί φίλοι, το εξής: Στα αρχεία του Φόρεϊν Όφις έχει εντοπιστεί επιστολή του τότε πρεσβευτή της Αγγλίας στην Ελλάδα που αναφέρει χαρακτηριστικά: «Ορισμένες από τις σημαντικές προσωπικότητες της χώρας, όπως ο κ. Μαυροκορδάτος και ο στρατηγός Καλλέργης,  δεν διστάζουν να πάρουν θέση εναντίον της Ενώσεως [της Επτανήσου με την Ελλάδα], γιατί διαβλέπουν στην προοπτική αυτή έναν άμεσο κίνδυνο για τη δημόσια τάξη της χώρας και την ασφάλεια του θρόνου». Τι σημαίνουν αυτά; Ότι το αθηναϊκό πολιτικό κέντρο, το ελλαδικό πολιτικό κατεστημένο φοβάται τις ριζοσπαστικές απόψεις, φοβάται τον αντιξενοκρατισμό  και τρέμει το δημοκρατισμό των Ριζοσπαστών. Και επειδή όλες αυτές οι ριζοσπαστικές αντιλήψεις έρχονταν να ανατρέψουν την υπάρχουσα στην Ελλάδα κατάσταση, επιβαλλόταν η νόθευσή τους, η παραχάραξή τους.  Έτσι κι έγινε. Και επομένως με την Ένωση, έτσι όπως έγινε,  δεν υπήρχε κανένας φόβος για το ελληνικό πολιτικό κατεστημένο και το θρόνο, γιατί στο μεταξύ οι «παλαιοί», οι αληθείς Ριζοσπάστες είχαν αποδυναμωθεί και ουσιαστικά εκτοπιστεί από την πολιτική κονίστρα.
            Πρέπει στο σημείο αυτό να επισημάνω και όλοι να κατανοήσουμε μια ομοιότητα – τηρουμένων πάντα των αναλογιών – ανάμεσα στο ριζοσπαστικό κίνημα και στο σύγχρονο ελληνικό λαϊκό κίνημα. Οι επέτειοι δεν είναι αφορμή μόνο να στρέφουμε το νου μας στο παρελθόν, αλλά με βάση την πείρα, τη γνώση του παρελθόντος να ερμηνεύουμε το παρόν. Γι’ αυτό, άλλωστε, είναι χρήσιμη η Ιστορία.
          Όλοι θυμούμαστε το λαϊκό κίνημα, έτσι όπως εμφανίστηκε και ανδρώθηκε αμέσως μετά τη μεταπολίτευση – κάποιοι από το ακροατήριο ίσως να είχαν και σημαντική συμμετοχή σε αυτό-: κίνημα δυναμικό,  προοδευτικό με αντιξενοκρατικά, στην προκειμένη περίπτωση αντιαμερικανικά, συνθήματα, για αποδέσμευση από κάθε είδους ξένες εξαρτήσεις, με αιτήματα για εμβάθυνση και διεύρυνση της δημοκρατίας, για εμπλουτισμό της λαϊκής κυριαρχίας, για οικοδόμηση κοινωνικού κράτους. Και το κίνημα αυτό κέρδιζε στους καθημερινούς του αγώνες, συσπείρωνε τους πολίτες, γινόταν επίφοβο για την εξουσία. Γι’ αυτό η εξουσία, ενώ από τη μια πλευρά το αποδεχόταν αναγκαστικά και υλοποιούσε μέρος των αιτημάτων του, από την άλλη το υπονόμευε με ποικίλους τρόπους. Άλλωστε, εξουσία ήταν, είχε τα μέσα και τους τρόπους στη διάθεσή της για την υπονόμευση και αλλοίωσή του. Αυτό, λοιπόν, το δυναμικό, δημοκρατικό, προοδευτικό λαϊκό κίνημα πού κατέληξε;
          Μετά τη μεταπολίτευση πολλά έγιναν και πολλά δεν έγιναν. Αρκετά θέματα προωθήθηκαν, αρκετά χρόνια προβλήματα λύθηκαν, αλλά και αρκετά άλλα έμειναν ουσιαστικά στάσιμα, παρά την όποια επιφανειακή τους πρόοδο ή άλλα θεμελιώθηκαν πάνω σε απατηλές υποσχέσεις και κερδοφόρα ρουσφέτια. Διογκώθηκε ο δημόσιος τομέας από χουβαρντάδες υπουργούς και ανεκτικούς πρωθυπουργούς. Δημιουργήθηκαν θεσμικά παραμάγαζα, που διαχειρίζονταν ανεξέλεγκτα κρατικό χρήμα.  Κοινωνικές κατηγορίες έφτιαξαν τα δικά τους φέουδα. Ο συνδικαλισμός στα ανώτερα και ανώτατα κλιμάκιά του διαβρώθηκε υπερβολικά και έτσι έλειψαν οι πραγματικοί μαχητές των συνδικαλιστικών και κοινωνικών αιτημάτων. Η ενημέρωση –δικαίωμα του λαού- έγινε εργαλείο στα χέρια οικονομικών κέντρων. Και το δικαστικό σύστημα δεν έμεινε κι αυτό έξω από τα σκάνδαλα.
           Έτσι, σιγά-σιγά αλλά σταθερά άλλαξαν και των πολιτών οι συμπεριφορές και οι νοοτροπίες, καθώς οι πολίτες έμαθαν να προωθούνται αναξιοκρατικά και να επιδοτούνται ρουσφετολογικά, καθώς αδιαφορούσαν για το καλώς εννοούμενο κοινό καλό προσβλέποντας στην ατομική τους εξασφάλιση. Έμαθαν να μην αγωνίζονται, αφού υπήρχαν άλλοι τρόποι για τη λύση των προβλημάτων τους, έμαθαν να είναι υποτονικοί στις απαιτήσεις τους, γιατί μπορούσαν να βρεθούν κι άλλοι τρόποι προώθησης των αιτημάτων τους. Αλλοιώθηκαν, λοιπόν, αρχές, εκμαυλίστηκαν συνειδήσεις, οι λέξεις «δημοκρατία», «ισοπολιτεία»,  «δικαίωμα»,  «καθήκον»,  «δικαιοσύνη», «εθνικό συμφέρον», έχασαν το νόημά τους.
          Ουσιαστικά και πρακτικά ο λαός είχε μπει στο περιθώριο και ο πολίτης έγινε φίλος του καναπέ. Εκείνο το υπέροχο λαϊκό κίνημα της πρώτης δεκαετίας μετά τη μεταπολίτευση είχε ήδη απονευρωθεί. Και ένα απονευρωμένο κίνημα δεν είναι ενοχλητικό για την εξουσία. Αντίθετα,  είναι αναγκαίο για την προώθηση φτιασιδωμένων φιλολαϊκών, στην ουσία όμως αντιλαϊκών, μέτρων, έτσι όπως το απονευρωμένο ριζοσπαστικό κίνημα φάνηκε αναγκαίο στη Βρετανική Προστασία για την εφαρμογή της αγγλικής εξωτερικής πολιτικής. Κοντολογίς,  στην κρίσιμη στιγμή του ενωτικού αγώνα των Επτανησίων το ριζοσπαστικό κίνημα ήταν αδύναμο, όπως και σήμερα σε τούτη την περίοδο της κρίσης το σύγχρονο λαϊκό κίνημα είναι αδύναμο να αντιδράσει ενωμένα, συντονισμένα και δυναμικά.
           Και εφόσον φτάσαμε στο σήμερα, επιτρέψτε μου, πριν αφήσω αυτό το βήμα, να κάνω μια ... ιεροσυλία: να καλέσω τους Ριζοσπάστες να μιλήσουν για μας σήμερα. Δε φτάνει δηλαδή να μιλάμε εμείς γι’ αυτούς, όπως, με τη δική σας άδεια και ανοχή,  έκανα έως τώρα εγώ εδώ, αλλά σωστό είναι να αφουγκραστούμε και τη δική τους γνώμη για εμάς σήμερα. Σας καλώ, λοιπόν, τώρα να προσπαθήσουμε να μαντέψουμε τι θα έλεγαν σήμερα οι Ριζοσπάστες, βλέποντας τη λειτουργία του σύγχρονου ελληνικού δημοκρατικού μας πολιτεύματος και γενικότερα την κατάσταση της πατρίδας, βλέποντας την πορεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με άλλα λόγια, εμείς σήμερα, που δηλώνουμε ότι τιμάμε τους Ριζοσπάστες και τον αγώνα τους, ακολουθούμε το παράδειγμά τους; Γιατί η μεγαλύτερη τιμή προσφέρεται μέσα από την αφομοίωση και υπηρέτηση των παρακαταθηκών των τιμωμένων προσώπων. Τα άλλα, έπαινοι, διθύραμβοι κ.λπ., δεν έχουν και πολλή σημασία...
          Τι θα μας έλεγαν οι πρόγονοί μας Ριζοσπάστες για τη σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση;  Πάρα πολύ απέχει από το όραμα του Μομφερράτου. Για εκείνον  το όραμα το ευρωπαϊκό ήταν όραμα πολιτιστικό και πολιτικό (με την αριστοτελική σημασία του όρου), ήταν μια διακήρυξη και μια πρόταση κοινωνικής αλληλεγγύης. Τώρα η Ε. Ε.  είναι στα χέρια των τραπεζιτών και των κερδοσκόπων, μακριά από τις ανάγκες των λαών και των κρατών. Αυτό βέβαια φαινόταν από τα πρώτα βήματά της· η οξυδερκής πολιτικο-οικονομική ματιά το είχε προδεί και το είχε διατυπώσει. Αλλά τώρα φαίνεται καθαρά ο ρόλος της. Επομένως, οι πρόγονοί μας Ριζοσπάστες θα έβλεπαν με αποτροπιασμό τη σημερινή εξέλιξη της Ε. Ε.: αντί να κατευθύνουν τα βήματά της η ισότητα και η αλληλεγγύη, τώρα την κυβερνούν το χρήμα και το κέρδος.
          Αλλά τι θα έλεγαν και για τη δική μας χώρα, για την ελληνική πολιτική κατάσταση; Είναι δυνατόν να μη δυσφορήσουν με την αθέτηση όρων του συντάγματος, που σημειώθηκε την πρόσφατη περίοδο,  όταν οι ίδιοι ήταν υπέρμαχοι της εφαρμογής της συνταγματικής τάξης; Είναι δυνατόν να μη δυσφορήσουν με τις απαράδεκτες ρήτρες που οι πολιτικοί μας έχουν υπογράψει στο πλαίσιο των μνημονίων, που οδηγούν κατευθείαν στην απώλεια εθνικής κυριαρχίας (άρση ασυλίας, αγγλικό δίκαιο), όταν οι ίδιοι αγωνίζονταν για πραγματική ανεξαρτησία και εκδίωξη  κάθε ξενικού στοιχείου; Μα, θα πει κάποιος, είναι διαφορετικές οι συνθήκες σήμερα. Και σίγουρα είναι. Όμως δεν αλλάζει ο ρόλος του ξένου παράγοντα· αυτός δεν έρχεται σε μια  χώρα, για να τη σώσει αλλά για να την κατακτήσει – υπάρχουν διάφορες μορφές κατάκτησης και υποτέλειας.  Ας θυμηθούμε τι έλεγε ο Η. Ζερβός Ιακωβάτος: «όπου βασιλεύει ξένος, και ξένος με ισχύν απεριόριστον, τα πάντα είναι ψεύδος και σκιά». Είναι κανείς που αμφισβητεί την έντονη παρουσία, παρέμβαση και επέμβαση της Τρόϊκας στα πολιτικά – και όχι μόνο στα οικονομικά – μας  πράγματα, της Τρόϊκας, ενός δηλαδή ξένου θεσμού, ενός ξένου παράγοντα «με ισχύν απεριόριστον»; Εάν, λοιπόν, έτσι έχουν τα πράγματα, μήπως πρέπει όλοι να συμφωνήσουμε με τον Ζερβό Ιακωβάτο ότι όσα λέει και κάνει αυτός ο ξένος  παράγοντας είναι «ψεύδος και σκιά»; Και αν είναι έτσι, μήπως πρέπει να δυσπιστούμε σταθερά στα όσα μας λένε τούτο τον καιρό οι δικοί μας πολιτικοί, αφού ουσιαστικά και πρακτικά επαναλαμβάνουν τα όσα λένε οι τροϊκανοί  και κάνουν όσα προστάζουν οι τροϊκανοί; Εγώ, πάντως, αγαπητοί φίλοι, είμαι με το μέρος του Ριζοσπάστη Ζερβού Ιακωβάτου. 
          Σίγουρα  θα εκδήλωναν οι Ριζοσπάστες τη μεγάλη τους δυσφορία για την ανάπηρη δημοκρατία μας, για το διάτρητο πολιτικό μας σύστημα, όταν εκείνοι  αγωνίζονταν για ουσιαστικό δημοκρατικό πολίτευμα, όπου ο πολιτικός θα είναι υπηρέτης του λαού, όπου ο πολιτικός και ο πολίτης θα συμπεριφέρονται μέσα στα πλαίσια του νόμου, δε θα αυθαιρετούν και δεν θα υπονομεύουν τις δημοκρατικές διαδικασίες. Σίγουρα θα δυσφορούσαν σοβαρά με τον παραγκωνισμό του λαϊκού παράγοντα, όταν ο Ριζοσπαστισμός διακήρυττε ότι ο λαός «είναι το παν» και ότι «εις αυτόν μόνον υπάρχει κυριαρχία, δηλαδή το δικαίωμα και η εξουσία να κυβερνά τα πράγματά του». Τόσα σοβαρότατα ζητήματα αντιμετώπισε η χώρα τα τελευταία χρόνια και ποτέ δεν κλήθηκε ο ελληνικός λαός να εκφράσει μέσω δημοψηφισμάτων τη γνώμη του.
          Σίγουρα θα θύμωναν οι Ριζοσπάστες με τους πολιτικούς μας εκείνους, που σαν να μην έχει συμβεί τίποτε, εξακολουθούν να κυβερνούν τη χώρα ατιμώρητοι και ανεξέλεγκτοι, ενώ είναι αναντίρρητο ότι οι πολιτικές αυτών των πολιτικών έφεραν τη χώρα στη σημερινή κατάσταση. Σίγουρα θα οργίζονταν οι Ριζοσπάστες με τη συντεχνιακή αλληλεγγύη των πολιτικών μας, η οποία τους βοήθησε και τους βοηθά ακόμη να καλύπτουν και να παραγράφουν τις ευθύνες τους για τη διαφθορά και την αναξιοκρατία, για τις διαπλοκές και τα σκάνδαλα. Σίγουρα θα θλίβονταν οι Ριζοσπάστες με την ανανδρία του σημερινού πολιτικού προσωπικού, επειδή ρίχνει όλες τις ευθύνες για τη σημερινή μας τραγωδία στους πολίτες, καθώς αυτοί και μόνο καλούνται να πληρώσουν «τα σπασμένα», και ιδιαίτερα στους χιλιάδες νέους, που ακόμη δεν πρόλαβαν να κάνουν το παραμικρό· τους τιμωρεί, φαίνεται,  για κάποιο προπατορικό αμάρτημα των γονιών και παπούδων τους...
            Αγαπητοί φίλοι, δε θέλω να σας κάνω να μελαγχολήσετε.  Άλλωστε, δε με καλέσατε για κάτι τέτοιο. Απλά,  προσπάθησα να ξεδιπλώσω ενώπιόν σας  κάποιες σκοτεινές ή λιγότερο γνωστές πλευρές του Επτανησιακού Ενωτικού Αγώνα. Προσπάθησα να φέρω πιο κοντά μας, στις πραγματικές τους διαστάσεις, τους Ριζοσπάστες προγόνους μας. Φαίνεται, όμως, πως ένα τέτοιο εγχείρημα δεν είναι πάντοτε εύκολο και  καλοζητούμενο, ενώ τα αποτελέσματά του είναι επώδυνα. Και είναι επώδυνα με δική μας αποκλειστική ευθύνη και όχι των προγόνων μας Ριζοσπαστών. Τι μπορεί και πρέπει να γίνει; Να θελήσουμε εμείς οι ίδιοι να βελτιωθούμε, ακριβώς για να αλλάξουμε την υπάρχουσα ανεπίτρεπτη κατάσταση. Πώς όμως; Ένας τρόπος είναι η γνώση της Ιστορίας. Η μελέτη της Ιστορίας μας, και στην προκειμένη περίπτωση η μελέτη της Τοπικής μας  Ιστορίας, μπορεί να γίνει χρήσιμο εργαλείο για την βελτίωσή μας. Η ουσιαστική μελέτη και κατανόηση για παράδειγμα όλων των πλευρών  του Επτανησιακού Ζητήματος μας κάνει καλύτερους και ωριμότερους, ώστε να μπορούμε με καθαρή σκέψη και καθαρή συνείδηση να τιμάμε τους Ριζοσπάστες και τον Ενωτικό Αγώνα,  και επομένως να βελτιώνουμε το σύγχρονο βηματισμό μας.
 
Πέτρος Πετράτος
 
                                                                                                   
        

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου