Σάββατο 5 Ιανουαρίου 2013

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ ΤΟΥ ΜΑΚΗ ΤΖΙΛΙΑΝΟΥ "ΑΛΛΟΙΩΣΧΗΜΑ - 100 ΣΟΝΕΤΤΑ"


ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ
ΤΟΥ ΜΑΚΗ ΤΖΙΛΙΑΝΟΥ
 
ΑΛΛΟΙΩΣΧΗΜΑ – 100 ΣΟΝΕΤΤΑ

Εκδόσεις Δρόμων, Αθήνα 2010



[Η παρουσίαση του βιβλίου έγινε στο Δημοτικό 
Θέατρο Αργοστολιού στις 26 Αυγούστου 2010]



          Απόψε θα μιλήσουμε για Ποίηση. Πρακτικά, Ποίηση είναι ένα κωδικοποιημένο ημερολόγιο μιας βασανιστικής καθημερινότητας και ταυτόχρονα μια συστηματική αναδιάταξη της πραγματικότητας. Επομένως, εμείς εδώ απόψε ερχόμαστε να αποκωδικοποιήσουμε τον ποιητικό λόγο του Μάκη Τζιλιάνου, ώστε να κατανοήσουμε για ποια πραγματικότητα θέλει να μας μιλήσει. Ποίηση ακόμη είναι, σύμφωνα με τον ποιητή Τάσο Λειβαδίτη, «σα ν’ ανεβαίνεις μια / φανταστική σκάλα για να κόψεις ένα ρόδο αληθινό». Δηλαδή η Ποίηση κάνει το πέρασμα από το αδύνατο στο δυνατό, ή με άλλα λόγια η ίδια η ποιητική φαντασία γίνεται, μετατρέπεται σε διαδικασία αλήθειας. Άρα, πρέπει να εντοπίσουμε τη «φανταστική σκάλα» του Μ. Τζιλιάνου καθώς και το «αληθινό ρόδο» , που προσπαθεί να κόψει. Ας ελπίσουμε πως θα τα καταφέρουμε.

Ο Μάκης Τζιλιάνος είναι ένας πολυταξιδεμένος άνθρωπος γι’ αυτό και πολύτροπος, σύμφωνα με τον Γιάννη Γιάνναρη του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης. Μεγαλωμένος στην Κεφαλονιά, δεν ολοκλήρωσε τις ανώτατες σπουδές του στην Αθήνα, γιατί έφυγε μετανάστης το 1960 στην Αφρική και το 1967 στη Νέα Υόρκη, όπου ζει και εργάζεται μέχρι σήμερα και όπου αναπτύσσει πλούσια κοινωνική και πνευματική δραστηριότητα. Έχει παρακολουθήσει μαθήματα κινηματογραφικής και θεατρικής σκηνοθεσίας, ενώ ασχολήθηκε και με τη δημοσιογραφία. Στο Γιοχάνεσμπουργκ εξέδιδε το λογοτεχνικό περιοδικό «Ο Σταυρός του Νότου» και στη Νέα Υόρκη το «Νέα Εσπερία», περιοδικά με σημαντικότατη συμβολή στην ανάδειξη της ελλαδικής αλλά και της μεταναστευτικής ελληνικής λογοτεχνίας.
           Από την εφηβική του ηλικία ήταν ερωτευμένος με την ποίηση και γενικότερα με τη λογοτεχνία.  Μέχρι σήμερα έχει δοκιμαστεί σε αρκετά είδη του λόγου, ιδιαίτερα στο θεατρικό και το ποιητικό είδος. Μας έχει δώσει και παλαιότερα πειστικά και αξιόλογα δείγματα ποιητικής γραφής. Και έχει εκτιμηθεί η γραφή του ως δεξιοτέχνη, ιδιόμορφου βέβαια, στο χειρισμό του λόγου αλλά και ως σκεπτόμενου ανθρώπου, που συνεχώς βρίσκεται σε εγρήγορση. Μέχρι τώρα έχουν εκδοθεί τρεις ποιητικές συλλογές του: η νεανική του, Πρώτες Αναζητήσεις, (Αργοστόλι, 1958) και οι ώριμες, στη Νέα Υόρκη,  Εμπειρίες (1975) και Άνισες Φωνές (1979).

         Στην ποίησή του κινείται σ’ έναν ευρύτερο θεματικό χώρο: κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα, ζητήματα ελευθερίας, φιλοσοφικές αναζητήσεις και επιστημονικές ανησυχίες.  Οι θεματικές αυτές υπαγορεύονται από τα οικογενειακά και προσωπικά βιώματα της Κατοχής και του Εμφυλίου, από τις πολύχυμες εμπειρίες του ως μετανάστη, από τα προσωπικά του διαβάσματα, από τη συνεχή και καθημερινή ενασχόλησή του με τα ζητήματα της καθημερινότητας.
          Παρατηρείται μια ιδιομορφία στον ποιητικό του λόγο. Η γραφή του άλλοτε είναι φορτισμένη συγκινησιακά και άλλοτε, ή μάλλον τις περισσότερες φορές, είναι πυκνή. Γι’ αυτό και απαιτεί από τον αναγνώστη να θέτει σε λειτουργία τη λογική του και όχι τόσο το συναίσθημα. Πρέπει ο αναγνώστης να αφοσιωθεί στο κείμενο, για να κατανοήσει το ποίημα. Αρκετές φορές εμμένει σε λεπτομέρειες, καθώς ο ίδιος τις θεωρεί απαραίτητες. Άλλωστε, ο ίδιος ο Τζιλιάνος συνηθίζει να «φορτώνει» τη σελίδα με σημειώσεις διευκρινιστικές. Κάποτε οι σημειώσεις μπαίνουν για να πληροφορήσει τον αναγνώστη ποια ήταν η αφόρμηση για να γραφεί το συγκεκριμένο ποίημα.
          Κυρίαρχο είναι το αφηγηματικό ύφος, πάντα μέσα σε πλαίσια ρυθμικά. Γίνεται, βέβαια, αφηγητής με κριτική ματιά. Είναι, όμως, φορές που η έκφρασή του εγκλωβίζεται σε πεζολογίες. Δεν λείπουν, πάντως, όμορφες εικόνες με λυρισμό και περισσή ευαισθησία.
          Σε αυτή την ποιητική συλλογή ο Μ. Τζιλιάνος προτίμησε το σονέττο. Πρόκειται για ένα δύσκολο είδος, ή, καλύτερα, απαιτητικό, γιατί δεσμεύει το δημιουργό: πρέπει μέσα σε 14 στίχους να πει ό,τι έχει να πει, σε 14 στίχους με συγκεκριμένες προδιαγραφές τόσο στη μορφή (συλλαβές, ομοιοκαταληξία) όσο και στη δομή των νοημάτων (στην τελευταία στροφή ή στον τελευταίο στίχο η κεντρική ιδέα). Και υποχρεώνεται ο συνειδητός ποιητής να πειθαρχήσει. Αυτήν, ακριβώς, τη δυσκολία και απαιτητικότητα του σονέττου προσπαθεί να την τιθασεύσει ο Μ. Τζιλιάνος με το συνεχές κοίταγμα και ξανακοίταγμα του στίχου του. Όλα σχεδόν τα σονέττα της συλλογής είναι δουλεμένα αρκετές φορές.
          Ο Μ. Τζιλιάνος δουλεύει και ξαναδουλεύει το στίχο του. «Παίζει» πολύ με τις λέξεις. Ξέρει ότι «κάθε λέξη – για να θυμηθούμε το Γ. Ρίτσο – είναι μια έξοδος / για μια συνάντηση, πολλές φορές ματαιωμένη, / και τότε είναι μια λέξη αληθινή, σαν επιμένει στη συνάντηση». Για τις ανάγκες, λοιπόν,  του ποιήματός του γίνεται ο ίδιος γλωσσοπλάστης ή, θα έλεγα, πιο συγκεκριμένα «λεξιπλάστης» - για να χρησιμοποιήσω ένα νεολογισμό. Κινείται ως λεξιθήρας, όχι γιατί αναζητεί εξεζητημένες λέξεις, λέξεις για να εντυπωσιάσει, αλλά γιατί θέλει να εκφράσει καλύτερα, επιτυχέστερα, καταλληλότερα τα νοήματά του, αν και κάποιες φορές οι λέξεις του είναι σκληρές και τραχιές σαν τα ριζιμιά της Αγίας-Δυνατής, ή η πολυσημία των λέξεων καθιστά το λόγο του σκοτεινό και αινιγματώδη.
          Η γλωσσογνωσία του τον βοηθά ιδιαίτερα σε αυτή του την προσπάθεια, ενώ με αξιέπαινη ικανότητα αξιοποιεί την αρχαία ελληνική, χωρίς να αφήνει ανεκμετάλλευτη τη νεοελληνική. Έτσι, λοιπόν, αφού δεν τον ικανοποιεί το υπάρχον λεξιλόγιο, δημιουργεί ο ίδιος την κατάλληλη λέξη, επεμβαίνοντας με αυτόν τον τρόπο στον εμπλουτισμό και άρα στην εξέλιξη της γλώσσας. Νέα ρήματα, κυρίως ονόματα, και ουσιαστικά και επίθετα, επιρρήματα, σύνθετα, - όλα φορτίζουν ποικιλότροπα την ποιητική ατμόσφαιρα του έργου του.
          Αξίζει να αναφέρω κάποια χαρακτηριστικά παραδείγματα:
n  Ρήματα: (το φως) θερμίζει (48), (ο Ηρακλής) ροπάλωσε (61), σαβανοκρατά (78), αναπλωρίζω (94).
n  Ονόματα: (αστοί) νοόστενοι (σ. 25), (πατριάρχης) δολλαριασμένος (26), (καλλίπλοο) λιμάνιασμα (30), (γνώση) αιμορουφήκτρα (31), (χορός) γοφόκεντρος (32), ανάζηση (45), Θεοψαλμιάρης (49), καιρογράφος (52), (φύση) νεκρόχλωρη (62), (φιάλη) αερόκενη (65), στιχαλγία (71), (φως) παντοστεγές (87), αναγύριγο (90), (διχασμός) αιματορούφης (91), (νους) γενόθεος (98), συνδέσμωση (99), σκυβαλοσυλία (103), (λέξεις) βιόχνωτες (106).
n  Επιρρήματα: εσώτοπα (45), αχρίστιανα (74), αυτόπραγα (75), ατέχνευτα (75).
          Έχοντας, προφανώς, και ο ίδιος συνείδηση αυτής του της λεξιπλασίας, αλλά και γενικότερα της σημασίας που έχει η λέξη σ’ ένα ποίημα, μας εκμυστηρεύεται τον καημό του. Ακούστε τον:

Κι οι λέξεις μου, αιρετικές… (106).

Κι οι λέξεις μου, αιρετικές στο σύνολό τους,
κυκλοφορούν μ’ επίσημη άδεια λιτανείας
σε μια πορεία προς το λαό, μ’ άφθονους κρότους
γλωσσοτυμπάνων μιας παράγωνης αιτίας!
[…]
Μ’ ανώφελο το κέρδος τους για τιμολόγια,
στο σήμερα προσδίνουν άσιτο μυαλό
κι η έκφρασή τους καταντά «λεγμένα» λόγια!...

          Και ας περάσουμε στη θεματική της ποιητικής του συλλογής Αλλοιώσχημα. Αρκετά είναι τα σονέττα που αναφέρονται στη σύγχρονη ζωή. Ο ποιητής γνωρίζει καλά τα σύγχρονα προβλήματα. Γνωρίζει τι βασανίζει τον άνθρωπο, τον πολίτη, τον εργάτη, το μετανάστη. Ακούει τις κραυγές αλλά και τις σιωπές τους και τις μεταπλάθει σε ποίημα. Αναδύει φόβους και αγωνίες αλλά και προβάλλει ελπίδες και ανατάσεις.
          Το έναυσμα για το γράψιμο, η αφορμή για το σονέττο είναι άλλοτε μια είδηση ή ένα σχόλιο σε κάποιο έντυπο που διάβασε, και άλλοτε μια σκέψη δική του, μια ιδέα γενικότερη. Έτσι, αποτυπώνει, ποιητικά εννοείται, το πρόβλημα, ανατέμνει το γεγονός ή την κατάσταση, καταθέτει τη δική του γνώμη, καταγράφει την αναγκαία διέξοδο.

Μετά την Χιροσίμα (68)

Μετά της Χιροσίμας τον αφανισμό,
ο κόσμος άλλαξε, μικρύναν οι αποστάσεις,
τα σπίτια μας γιομίσαν ξένους, τουρισμό,
ξεπέσαν ήθη, χαλαρώσαν μ’ επιδράσεις
[…]
Οι γνώσεις γίναν αρετή ανθρωποσοφίας:
γονίδια άθρησκα ζουν βιοζυγή ροή
σε νου που θρέφτειρα αναγκαιεί τη Γη!

          Παρ’ όλο που μίκρυναν οι αποστάσεις, παρ’ όλο που ου πολιτισμοί ήρθαν πιο κοντά, ο άνθρωπος νιώθει μόνος μέσα στην ίδια του την πόλη, αισθάνεται ναυαγός μέσα σε μια αφιλόξενη θάλασσα. «Πώς να φωνάξεις κι η φωνή σου ν’ ακουστεί;/ Θάβεσαι μόνος σου έξω απ’ την πόλη αν πέσεις…»,(80), διαπιστώνει με πίκρα ο ποιητής.
          Πολλές οι αναφορές του στην πόλη, στη σύγχρονη πόλη, με τη  την ερημιά της και τους συγχρωτισμούς της, με την ισοπεδωτική της δύναμη και την εφιαλτική ζωή της, με τους γρήγορους αλλά απρόσωπους ρυθμούς της. Εκεί όλα πληρώνονται: «Μήτε αέρα ή το νερό δεν παίρνεις δωρεάν./…/Κάθε κουβέντα που θα πεις είναι ασφαλισμένη…»(31). Ακόμη κι ο έρωτας έχει χάσει τη μαγεία του, καθώς «στη βιασύνη, μια εφηβεία τρέπεται γριά/ στην αρπαγή του έρωτα» (31), καθώς «στη Νέα Υόρκη ή την Αθήνα, η σάρκα ζει / στη βία..».(32).
          Σε μια τέτοια, λοιπόν, πόλη η ζωή εκφυλίζεται, η συνέχεια είναι ζητούμενο, οι μνήμες θάβονται, ο άνθρωπος απανθρωποποιείται.

Βλέπω την πόλη μας (52)

Δεν είμαι καιρογράφος, μα καθώς πολύ πληθαίνει
βλέπω την πόρνη πόλη να ‘χει μνήμη της ημέρας,
στο αύριο βαθειά δεν διαρκεί εκτιμημένη
μέριμνα ανάγκης, και κοντός ψαλμός κι ήχος φλογέρας!
[…]
Να κατουρείς, να τρως και να γελάς έχουν τιμή,
και πέρα απ’ την ταφή με τρόπο δόσης τα πληρώνεις…
Τέλος, ξεθάβεσαι και τα οστά σου τα πετούν!

          Ζώντας στη Νέα Υόρκη ο ποιητής Μ. Τζιλιάνος, είναι γνώστης των κοινωνικών προβλημάτων της αλλοτρίωσης και της καταπίεσης, της φτώχειας και της ανεργίας, των ναρκωτικών και του Aids. Τον ενδιαφέρει του εργαζόμενου η ζωή, γι’ αυτό και αποκαλύπτει την αισχρή καταδυνάστευση του εργατικού μόχθου αλλά και τους απάνθρωπους μα κερδοφόρους μηχανισμούς της αλλοτρίωσης. «[…] κι εργάτης τρώγω στις εκπτώσεις το μισθό / που αντάλλαξα δουλεύοντας τη ζωή μου όλη…/ Κι αν αφυπνίζομαι κι αντιγνωμώ, με νόμο / βρίσκεται ο τρόπος τον γκρινιάρη ν’ αποβάλει / και τα ερεθίσματα σιγαίνει μ’ αστυνόμο…» (108). Και ο λόγος του γίνεται, χωρίς περιστροφές, κυνικός και ταυτόχρονα συγκινητικός, όταν θέλει να μαρτυρήσει τη σύγχρονη κοινωνική αναλγησία απέναντι στον κοινωνικό αποκλεισμό, τη φτώχεια και την αρρώστια:

Έτος 1987: Βρέφος Νο 1489
Νεκρό από Aids (104)

Κύριε, Θεέ των Χριστιανών, με συγχωρείς
που μ’ ένα νούμερο σού φέρνω την ψυχή μου
από το Potters Field, που θάφτηκα νωρίς,
των απόρων του Μπρούκλιν το νεκροταφείο!
[…]
Θαφτήκαμ’ άγγιχτα κι αφίλητα στη γη
κι ενώπιόν Σου είμαστ’ αγνοί… Μας συγχωρείς!


          Ο Μ. Τζιλιάνος, όντας συνειδητό πολιτικό ον, δεν μπορεί παρά να προβληματίζεται και για την πολιτική πλευρά της σύγχρονης ζωής. Βιώνει τις δυσλειτουργίες του αστικού δημοκρατικού πολιτεύματος, βλέπει τις επιπτώσεις της κρατικής βίας, γνωρίζει την ποικιλομορφία των ανελεύθερων καθεστώτων. Έχοντας μελετήσει την αρχαία ελληνική πολιτική σκέψη και τη σύγχρονη αστικοδημοκρατική πολιτειολογία, διατυπώνει ενστάσεις, διαφωνίες και προτάσεις για την υπέρβαση των σύγχρονων πολιτικών και πολιτειακών προβλημάτων μέσα από την πολιτική γνησιότητα και τη συλλογική δράση.
          Χωρίς να μηδενίζει τα σοβαρά βήματα που έχουν γίνει τους τελευταίους αιώνες στα ζητήματα της δημοκρατικής λειτουργίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης, διαπιστώνει ωστόσο ότι «η ισονομία των αγαθών δε σταματάει την πείνα,/ όταν έμποροι διακινούν τα κέρδη ανταλλαγής. / Σοφά, δεν κυβερνιέται ένα μελίσσι από κηφήνα» (39). Σχετικά με την ελληνική πολιτική κατάσταση θεωρεί υπεύθυνη τη σύγχρονη πολιτική εξουσία για την αποβιομηχάνιση της οικονομίας και την εγκατάλειψη της αγροτικής παραγωγής. Γι’ αυτό, καταλήγει, «σήμερα, επαίτες παροχών, ζούμε όλοι σ’ οκνηρία…/ Στην αγορά ψωμί, ως πότε θα ‘ρχεται απ’ αλλού;» (105).
          Ιδιαίτερα, ωστόσο, τον προβληματίζει το θέμα της πολιτικής ελευθερίας, η οποία ποικιλότροπα και πολύμορφα περιορίζεται ή καταπατείται από τα σύγχρονα δημοκρατικά καθεστώτα. Σταθμό στην πορεία αυτού του θέματος θεωρεί το επαίσχυντο νομοθέτημα της ελληνικής Πολιτείας του 1929 «Περί μέτρων ασφαλείας του κοινωνικού καθεστώτος και προστασίας των ελευθεριών», το γνωστό ως «ιδιώνυμο», που θεσπίστηκε επί Βενιζέλου, το οποίο δίωκε το φρόνημα του πολίτη, θεσμοθετούσε πληροφοριοδότες και έτσι εγκαινίαζε μια ολόκληρη σειρά από έκτακτα μέτρα εναντίον των δημοκρατικών πολιτών, εναντίον κάθε σκεπτόμενου ανθρώπου, με αποτέλεσμα τη δημιουργία προσωπικών και οικογενειακών δραμάτων. Δεν είναι τυχαίο που ο ποιητής αφιερώνει το σχετικό με το θέμα αυτό σονέττο του στους γονείς του και σε όσους τιμωρήθηκαν από το «ιδιώνυμο». :Ας το ακούσουμε:

«Ιδιώνυμο» αδίκημα (110)

Οι νόμοι προστασίας καθεστώτος βασιλιά
μ’ αδίκησαν σαν Έλληνα να ‘χω ελευθερία.
Με ιδιώνυμη μορφή σ’ αδίκημα νοητό, με βία
με φυλακίζαν στα νησιά σ’ ανίερη εξορία!
[…]
Με τον Εμφύλιο νίκησε στρατός βασιλικός
κι οι Έλληνες σαμαρώθηκαν στυγνή ξενοκρατία!...
Δραπέτευσαν σα ναυτικοί κι άλλοι σ’ αποδημία
να βρουν ψωμί κι έννομο δίκιο ή λογική, εκτός
συνόρων και παθών και φούρκισμα σ’ αστή φοβία…
Κι άντρωσε μια γενιά Γραικών, απ’ έξω, ένας θυμός.

          Δεν είναι λίγα τα ποιήματα αυτής της συλλογής που εκπέμπουν έναν αξιοπρόσεκτο κοινωνικό προβληματισμό και φιλοσοφικό στοχασμό, αναδείχνοντας έτσι έναν ανήσυχο διανοούμενο, που συνέχεια ανατροφοδοτεί τις γνώσεις του. Τον ενδιαφέρει η διατύπωση βασικών θέσεων για ένα σύγχρονο ορθολογισμό. «Γίγας ο νους το είναι μου διαρκώς πυροδοτεί / κι από μια Μίλητο, μάτι ανασαίνει η γνώση…» (14).
          Ο Μ. Τζιλιάνος ιδιαίτερα επιμένει στην ιδέα της εξελικτικής πορείας της φύσης και της ανθρώπινης κοινωνίας. Και μάλιστα σε μια περίοδο σαν τη σημερινή, όπου αναθεωρείται ή παραμορφώνεται η θεωρία αυτή, κυρίως στις ΗΠΑ. Είναι γνωστό ότι η θεωρία της εξέλιξης διαμορφώθηκε σε σύνδεση με τον ουμανισμό και έθετε σε νέα βάση το πρόβλημα της θέσης του ανθρώπου στον κόσμο, ενώ σε κοινωνικό επίπεδο εξέφρασε και εκφράζει τη διαλεκτική μεταξύ της προόδου και της αντίδρασης. Επομένως, η υπαναχώρηση σε αυτό το κεφαλαιώδες για την ιστορία της ανθρωπότητας θέμα μας οδηγεί σ’ ένα συντηρητισμό, ο οποίος απωθεί όχι μόνο τη θεωρία της εξέλιξης αλλά και κάθε θεωρία που αφορά στην κοινωνική ιστορία.
          Για τον Μ. Τζιλιάνο «η ανάγκη στην προσαρμογή είναι δημιουργία, / συντέλεση σ’ εξέλιξη στη φυσική δομή…» (38), σε μια εξέλιξη βέβαια βαθμιαία και όχι αλματώδη, όπου «τα φορτισμένα νέα γονίδια συνεχίζουν / τις εμπειρίες να κρατούν της αλλαγής!» (92), σε μια εξέλιξη, όπου σκιαγραφείται η αέναη κίνηση και αλλαγή, η υπέρβαση και η πρόοδος, υλική και πνευματική.

Όταν ο Δαρβινόπτερος  (38)

Όταν ο Δαρβινόπτερος πετούσε για τροφή
σε μια μετάλλαξη ζωής να επιζήσει,
ο παλαιολυκάνθρωπος είχε την αντοχή,
με νόηση, στον ποταμό της στέπας να ποδίσει.
[…]
Κι όταν την περιπλάνηση ανάκοψε η φωτιά,
συγκρότησε στους τοίχους του σκηνές του κυνηγιού του
κι έκαμε πνεύμα για θεό, όμοιο του εαυτού του!

          Με τη θέση ότι ο άνθρωπος δημιούργησε τους θεούς ή το Θεό, και άρα όλα τα δόγματα των θρησκειών, έρχεται ο Μ. Τζιλιάνος να προβληματίσει τους αναγνώστες του πάνω σε θέματα πίστης, θρησκείας, οργάνωσης και διοίκησης της Εκκλησίας αλλά και στο καίριο ζήτημα της σχέσης του ελληνισμού με το χριστιανισμό και τον ιουδαϊσμό.

Σωτήριον έτος 1996 (63)

Πρέπει να δεχτώ τους αγγέλους όπως κατεβαίνουν
στα χείλη του γέρου Αρχιεπισκόπου Ιακώβου,
χωρίς άκρα ανθρώπινα, μόνο κεφάλια φόβου,
στρατεύσιμοι και φτερωτοί, μηνύματα να φέρνουν.
[…]
Με θέωση επισκοπικιά και του παπά τη γνώση,
ο Χριστιανός τον Έλληνα εντός μου θα εξοντώσει…

          Κάθε σωστός μελετητής της ιστορίας, γνωρίζει, όπως και ο Τζιλιάνος, ότι η επικράτηση του χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας του Βυζαντίου επιβλήθηκε με τη βία, καθιερώθηκε με τίμημα την καταστροφή των αρχαίων ελληνικών μνημείων και τον ανηλεή διωγμό της ελληνικής σκέψης. Επομένως, αποτελεί οξύμωρο σχήμα η λεγόμενη συνάντηση ελληνισμού και χριστιανισμού. Γιατί, για παράδειγμα, δεν θα μπορούσε ποτέ ένας αρχαίος Έλληνας να κατανοήσει την «τρομοκρατία» του θανάτου και συνακόλουθα τα σχετικά περί παραδείσου και κόλασης. Δε θα μπορούσε, επίσης, να καταλάβει «[…] πώς δέχτηκε ν’ ανέβει ο Θεός / στον πόνο του Σταυρού Του, μες σε χλεύες, ταπεινώσεις, / για να γλυτώσω εγώ πεθαίνοντας αμαρτωλός;» (101). Όλα αυτά είναι έξω  από τον αρχαιοελληνικό τρόπο σκέψης. Αντίθετα, ο χριστιανισμός, καταλύοντας τον ελληνικό ορθολογισμό, μέσα από το φόβο της μετά θάνατο ζωής κρατά όμηρο τον πιστό του για όλη του τη ζωή.

I rebound a Greek from my ruins (45)

Mε δίχως ακυρολογίες και λόγια ασαφή,
με γνώμη και σπουδή, αναπηδώ μ’ ολύμπια δάδα,
εσώτοπα στο σήμερα, κρατώντας μιαν Ελλάδα
ανάζησης στο πνεύμα της που στη σοφία δονεί!
[…]
Ζει με την περιπλάνησ’ η τρομοκρατία θανάτου.
[…]
Εγώ, αναδύομαι Έλληνας που ζει στα ερείπιά του.

          Δεν ασεβεί ο Μ. Τζιλιάνος, όταν κρίνει και καταδικάζει «νοσηρές αγωγές» και «ιουδαία μυθεύματα» (23), όταν κρίνει και κατακρίνει συμπεριφορές αξιωματούχων της Εκκλησίας, που στοχεύουν στην εμπορευματοποίηση της πίστης και της θρησκείας, όταν απομυθοποιεί πρόσωπα και πράγματα: «Με χρυσοποίκιλτ’ άδεια λόγια και φιλήματα / και της λατρείας μουρμούρες και κυρτές γονυκλισίες / σε τραπεζώματα ιερά και προσκυνήματα, / ο Πατριάρχης κι οι ιερείς κάνουν περιουσίες..» (62) , ή «Δεν τρέχει πια ο Ιορδάνης γάργαρο νερό / παρά τα περιττώματα ανθρώπινων λημμάτων. […]/ Ύπουλα μες στην έρημο φωλιάζει ο σκοτωμός / κι ας ψάλλονται στον ποταμό ελέου αλληλούγια». (102).

          Παράλληλα, κάνει καταδύσεις στην αρχαία ελληνική κληρονομιά. Δε σταματά όμως στο παρελθόν. Δεν του αρμόζει του Τζιλιάνου η φτηνή προγονοπληξία. Αντίθετα, θέλει να συνδέσει το παρελθόν με το παρόν, θέλει να συνδέσει την ιστορία με τη σύγχρονη πολιτική πραγματικότητα, θέλει μέσα από τη δημιουργική αφομοίωση του παρελθόντος να δώσει διεξόδους για το σήμερα και το αύριο: «Αφθορονύφη, θυγατέρα Διός, υψώσου τώρα / τιμή σοφίας στην αφθαρσία του ζωντανού προγόνου / μες στην αγάπη της Πλατείας, σ’ αυτή τη νέα χώρα, / που φθογγερός σ’ έφερ’ ο νους, γενόθεος του χρόνου!» (98). Διαπιστώνει, ωστόσο, ότι η νεοελληνική Πολιτεία δεν έχει μέχρι τώρα δώσει δείγματα γόνιμης και σωστής αξιοποίησης της αρχαιοελληνικής μας κληρονομιάς, καθώς έχει γίνει «θέαμα γυμνιστών / η Άρτεμις» (33), για να καταλήξει στην εναγώνια κραυγή μιας λύτρωσης: «Ελλάδα είμαι κι εγώ, δίπλα στον Δία, χωμένος / στη μνήμη ενός μακρύ χειμώνα, προδωμένος / που μ’ αγωνία μια λύτρωσή μου προσδοκώ / απ’ τη σκλαβιά ξενόφερτης ρηχής ευπρέπειας!..». (89).

          Ο Μ. Τζιλιάνος είναι χρόνια ένας μετανάστης, είναι παιδί της μετανάστευσης, είναι ένας ποιητής-μετανάστης. Θα μπορούσε βέβαια να χαρακτηριστεί ως ο ποιητής του μετανάστη, γιατί η ποίησή του συνήθως γυροφέρνει γύρω από τους καημούς, τις νοσταλγίες και τις αγωνίες των μεταναστών – και όχι μόνο των Ελλήνων-  όπως αυτό βεβαιώνουν οι παλαιότερες ποιητικές του συλλογές. Εδώ, στα Αλλοιώσχημα, αν και η θεματική της μετανάστευσης δε λειτουργεί αυτόνομα, ωστόσο η νοσταλγία του ξενιτεμένου, οι πίκρες και οι ελπίδες του λανθάνουν σε πολλά σονέττα. Και δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά, αφού πρόκειται για ποιήματα ανθρώπου, που έχει γευτεί και ακόμη γεύεται την εμπειρία του μετανάστη. Μόνο σε δύο απ’ αυτά γίνεται λόγος εξολοκλήρου στο μετανάστη. Πρόκειται για δυο υπέροχα ποιήματα. Στο πρώτο ο ποιητής-μετανάστης θεωρεί τη μετανάστευση τιμωρία, που επέβαλε η πατρίδα στα παιδιά της, χωρίς βέβαια να έχουν διαπράξει κάποιο αδίκημα, όπως τουλάχιστον γινόταν στην αρχαία Αθήνα με την ποινή της «αειφυγίας», της παντοτινής εξορίας, σε περιπτώσεις έσχατης προδοσίας:

Αειφυγία (35)

Χωρίς αδίκημα κι επιβολή κάποιας ποινής
στη Νέα Υόρκη ζω σ’ οδυνηρή αειφυγία!
Η ανυδρία του τόπου μου μ’ έσπρωξε σ’ εξορία
χωρίς ασέβεια ή επιβουλή άλλης ζωής.
[…]
Στο παρελθόν, εγκλωβισμένη η μνήμη ψευτοζεί:
στα κάγκελα σιωπής ο νόστος κάνει το δυνάστη…
Θα υπάρξει μια δικαίωση όταν με βρουν νεκρόν;

Στο δεύτερο σονέττο επιφυλάσσεται μια άδοξη επιστροφή στο μετανάστη, καθώς φτάνει στην πατρική του γη και νιώθει ξένος, όπως ξένος ένιωθε και στη δεύτερη πατρίδα του:

Γυρνώ απ’ την Έξω Θάλασσα (27)

Γυρνώ απ’ την Έξω Θάλασσα χρονίας ξενοστασίας
στο χώρο που αναγκάστηκα παιδί να εγκαταλείψω
μ’ ένα βαρύ κεφάλι μες σ’ επιδεσμένο γύψο
και με τη γνώση ασήκωτη, στρατειά μιας εμπειρίας.
[…]
Κι έχω με την επιστροφή μου, ναυαγός ξεπέσει
με νέα ταχύτητα στο νου, άλλων αρχών το φιόρο.
Με νοσταλγία, ξενοπατείς τον παιδικό σου χώρο!


          Προσπάθησα να σας ξεναγήσω στον ποιητικό κήπο του Μ. Τζιλιάνου. Με το στίχο του και τις λέξεις του, με τους ρυθμούς και τις ομοιοκαταληξίες των σονέττων του, με τα ποιητικά του μοτίβα και σύμβολά – αυτά όλα είναι στοιχεία της «φανταστικής σκάλας» (που αναφέραμε στην αρχή) –με όλα αυτά  ανέβηκε να κόψει το «αληθινό ρόδο», που δεν είναι άλλο από το πραγματικό πρόβλημα του σύγχρονου κόσμου. Και ποιο είναι αυτό, σύμφωνα με τον ποιητή μας; Είναι η σωτηρία του κόσμου, όχι με τη μεταφυσική αλλά με την πραγματιστική έννοια της λέξης. Είναι ο συνεχής αγώνας για την υπέρβαση των αντινομιών, ένας αγώνας που αποτελεί αναπότρεπτη αναγκαιότητα. Αγώνας εξωτερικός και εσωτερικός, μια αντίσταση σε κάθε επιβαλλόμενη μορφή κοινωνικής, πολιτικής, θρησκευτικής και πνευματικής ανελευθερίας. Και ο άνθρωπος, αυτεξούσιος και δημιουργικός, ατομικά και συλλογικά, με πίστη στις δικές του δυνατότητες, μπορεί να φέρει την ευρυθμία και την ευτυχία στον κόσμο: «Θελξινόη η Μούσα μου στίχους πετροβολεί, κραυγάζει, / κι ιδέες αθημώνιαστες στα πόδια σας στοιβάζει. / Επ’ αγαθώ, πάρτε τη νόησή μου, κι όχι οργή./ Θεού, ή αλλοδαπή, μη προσδοκάτε σωτηρία… / Στο δέντρο που φυτέψετε να στέκεστε φρουροί / κι απ’ τους καρπούς του να τραφεί μια στερεά ευρυθμία» (12).

Πέτρος Πετράτος

                                                                  
   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου