Τρίτη 1 Ιανουαρίου 2013


ΚΡΑΣΙ ΑΠ’ ΤΟΥ ΚΡΑΣΟΠΑΤΕΡΑ Τ’ ΑΘΑΝΑΤΟ ΒΟΥΤΣΙ.

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΑΤΙΡΑ ΣΤΟ ΛΗΞΟΥΡΙ ΤΟΥ 1868
 
 
 
[Εισήγηση στην Ημερίδα "Χιούμορ και σάτιρα: όψεις του χθες και του σήμερα
στο νησί της Κεγφαλονιάς", που διοργάνωσε το Τμήμα Δημοσίων Σχέσεων και
Επικοινωνίας του ΤΕΙ ΙονίωνΝήσων στοΑργοστόλι (Θέατρο "Ο Κέφαλος") στις
17 Μαΐου 2012]

 

 
           Ο Ιωάννης Αραβαντινός ή Κρασοπατέρας καταγόταν από φτωχή αγροτική οικογένεια των Σουλάρων της Παλικής, όπου γεννήθηκε το 1825 (κατά τον Τσιτσέλη) ή κατ’ άλλους το 1814. Δεν έτυχε σοβαρής μόρφωσης, επειδή όμως ο ίδιος είχε έμφυτη την αγάπη προς τα γράμματα, κατόρθωσε μόνος του μελετώντας να γνωρίσει την αρχαία ελληνική και λατινική φιλολογία. Αργότερα, για ένα μάλιστα διάστημα δίδαξε ελληνικά και ιστορία στην Πετρίτσεια Σχολή του Ληξουριού και σε ιδιωτικό σχολείο στην Πεσάδα της Λειβαθώς, αφήνοντας πολύ καλές εντυπώσεις για τη μεταδοτικότητά του. Μελέτησε επίσης βυζαντινή μουσική και εξελίχθηκε σε πολύ καλό ιεροψάλτη.
          Η προσωπική του ζωή ήταν επεισοδιακή. Παντρεύτηκε τρεις φορές και όταν πέθανε και η τρίτη γυναίκα του έγινε καλόγηρος με το όνομα Ιωσήφ στο μοναστήρι των Κηπουριών. Δεν άργησε όμως να πετάξει τα ράσα και με την παρακίνηση φίλων του να αναμιχθεί στην πολιτική. Βρισκόμαστε μετά την Ένωση, όταν και τα Επτάνησα έχουν αρχίσει να μολύνονται από το μικρόβιο της ελλαδικής κομματοκρατίας και οι εκλογές να δημιουργούν «πολεμική» ατμόσφαιρα. Τότε, λοιπόν, θα μπει στην πολιτική κονίστρα.

          Ωστόσο, ο Αραβαντινός-Κρασοπατέρας από πολύ νωρίς έγραφε στίχους, με αφορμή καθημερινά πολιτικά ή κοινωνικά γεγονότα ή για να σατιρίσει πρόσωπα και πράγματα του κοινωνικού του περίγυρου, χωρίς ωστόσο να εξαιρεί κάποιες φορές και τον εαυτό του. Η σάτιρά του διαθέτει έμπνευση. Ο στίχος του είναι ανάλαφρος, με μεγάλη επινοητικότητα,  ενώ υπερβάλλει σε πάθος και ενθουσιασμό. Χρησιμοποιεί συνήθως το διάλογο και γράφει στο τοπικό ιδίωμα. Τα στιχουργήματά του τα δημοσίευε σε εφημερίδες της εποχής ή τα κυκλοφορούσε σε ξεχωριστά μονόφυλλα. Κάποια λυρικά ποιήματά του μελοποιήθηκαν.

          Κατά την περίοδο της Αγγλοκρατίας  ήταν με το μέρος των Ριζοσπαστών και δημοσίευε ποιήματά του σε ριζοσπαστικές εφημερίδες,  με τα οποία καυτηρίαζε το προστασιακό καθεστώς και εμψύχωνε το εθνικό φρόνημα. Ενδεικτικά αναφέρω εκείνα με τον τίτλο «Πρόβατα και λύκοι», όπου πρόβατα είναι ο επτανησιακός λαός, τον οποίο τα τσοπανόσκυλα, οι Ριζοσπάστες δηλαδή, τον προστατεύουν από τους λύκους, δηλαδή τους προστασιανούς, και το «Επιμύθιον», με το οποίο καλεί το λαό να μην υποκύψει ούτε στις προσφορές αλλά ούτε και τις απειλές της Προστασίας και να μείνει σταθερός στη ριζοσπαστική του ιδεολογία.  Δημοσιεύτηκαν (με τα αρχικά του ονόματός του, Ι.Α.Α.) στην εφημερίδα Αναγέννησις (φ. 35, 29-9-1851) του Μομφερράτου το Σεπτέμβρη του 1851, περίοδος που έχουν αρχίσει οι σκληρές διώξεις του καθεστώτος κατά των Ριζοσπαστών.

          Αξίζει, νομίζω, να σας διαβάσω κάποιους χαρακτηριστικούς στίχους από το «Επιμύθιον»:

Τέτοια και ο Άγγλος λέει. – τι σας φταίω ’γω; Σεις φταίτε

Πόχετε τους ριζοσπάστας και φωνάζουν και υβρίζουν,

Διώξτε τους, και, μα τον άδη! Άλλοτε δεν ματακλαίτε,

Ούτε αίματα θα ιδήτε, καθώς ίδετε, ν’ αχνίζουν.

...............................................................................

Αυτά λεν οι λύκοι Άγγλοι, αδελφοί μου σκλαβωμένοι!!!

Έχετ’ ανοικτό το μάτι, μη ο λύκος μας ξεσχίση.

................................................................................

Ο καθείς να λέη πρέπει: Ας κρεμάση, ας ξεσχίση,

Αλλ’ από τον εθνισμόν μου δεν ’μπορώ να σαλευθώ,

Ούτε την ριζοσπαστίαν δύνατ’ Άγγλος να με πείση,

Μ’ όσους Χάρους κι αν προβάλη, πώποτε να αρνηθώ.

 
           Αγαπημένο του μοτίβο ήταν το κρασί με το βαρέλι και την κανάτα του. Λάτρης ό ίδιος του κρασιού, όλα τα «κρασοποιούσε», αν μπορώ να χρησιμοποιήσω αυτόν τον αδόκιμο τύπο. Με άλλα λόγια όλα τα παρατηρούσε με βάση το κρασί, όλα τα συνδύαζε με το κρασί: πολιτική, θρησκεία, πατρίδα, φιλία, εχθρότητα, εκλογικές μάχες, όλα περνούσαν από τα κρασοβάρελά του, όλα μούσκευαν μες στις κρασοκανάτες του. Να γιατί απόκτησε την προσωνυμία του Κρασοπατέρα, προσωνυμία που του άρεσε. Γενικότερα, πάντως, ο Κρασοπατέρας συνέχιζε μια ζωντανή τοπική προφορική λαϊκή παράδοση.
 
          Ακούστε την «Ανάρρωσι του Κρασοπατέρα»     

 Λίγο έλειψε ο χάρος με το κοφτερό δρεπάνι

Λίγο έλειψε, αδέλφια, να με κόψη σα ραπάνι.

Αν ο Βάκχος ήθε λείψει, τώρα μ’ έτρωε το χώμα,

πλην η θεία πρόνοιά του μια νυχτιά κοντά στο στρώμα

κρασί νόστιμο γεμάτο μου αράδιασε βαρέλια.

Ξύπνα, πίνε, μου φωνάζει, κι όλ’ ανθίσανε τ’ αμπέλια.

Πίνε, φίλε, το κρασί.

Ξύπνα, ιδές ποτάμι τρέχει το κρασί μες στο νησί.

Εξυπνώ, τα μάτια τρίβω, απ’ την κλίνη μου πηδάω

Συνταγές και όλα τ’ άλλα γιατρικά μου τα πετάω

Και ποτήρι ευθύς αρπάζω. Το γεμίζω, το στραγγίζω

Κι η αρρώστια φεύγει, πάει, δεν γυρίζει πια ελπίζω.

Και ενθουσιασμένος τώρα, αδελφάκια μου, φωνάζω

«Ζήτω ο Βάκχος! Ζήτω! Ζήτω! Χάρο πλέον δεν τρομάζω,

Έχω λιονταριού καρδιά.

Όταν πίνω το κρασάκι, δεν φοβούμαι ούτε σκλαβιά.

..................................................................................

Εις υγείαν μας, αδέλφια, φέρτε μου και ματαπίνω,

Όπου μ’ εύρη κι όθεν το ’βρω το κρασάκι δεν τ’ αφήνω.

Πίνετε, γιατί αν νοήσω έναν κρασολιποτάκτη,

Κρασοκέραυνο του ρίχνω και τον κάνω μεμιάς στάκτη.

....................................................................................

 Στο κρασί και στο ποτήρι όποιος έχει την ελπίδα,

Εις αυτόν εγώ ελπίζω πως πονεί για την πατρίδα.

Πανευφρόσυνο κρασί μου, τι θαυματουργίες κάνεις!

Τους εχθρούς εις τάξιν φίλων μ’ ένα «πιε» ευθύς τους βάνεις.

Στους τυφλούς συ είσαι μάτια, κουτσούς κάνεις να χορεύουν,

Εκατοχρονίτες κάνεις υπανδρείες να γυρεύουν,

Τους αδύνατους θεριά

Και τους σκλάβους να φωνάζουν «Χαίρε Ελλάς και λευθεριά»!

..................................................................................

 
          Έλαβε μέρος στις εκλογές του 1868. Στην αρχή ήταν αρνητικός, αλλά τελικά υποχώρησε στις πιέσεις των φίλων του. Συνυποψήφιός  του ο γιατρός Μιχαήλ Τυπάλδος Χαριτάτος.  Αντίπαλοί τους ο Μαρίνος Χαριτάτος και οι αδελφοί Τυπάλδοι Ιακωβάτοι, ο γνωστός δηλαδή  ριζοσπάστης βουλευτής επί Αγγλοκρατίας Γεώργιος και ο αδελφός του  Χαράλαμπος, οι οποίοι είχαν το  Σεπτέμβρη του 1867 παραιτηθεί από τη βουλευτική τους θέση διαμαρτυρόμενοι για τη λεγόμενη εκκλησιαστική αφομοίωση των Επτανήσων. Σημειώνω εδώ ότι οι δυο αντίπαλοι εκλογικοί συνδυασμοί είχαν την υποστήριξη δύο αντίστοιχα πολιτικών λεσχών του Ληξουριού, της «Κρήτης» ο Κρασοπατέρας και του «Πολιτισμού» οι Τυπάλδοι Ιακωβάτοι.

          Ο Κρασοπατέρας συμμετείχε στον εκλογικό αγώνα, έναν αγώνα ιδιαίτερα έντονο και σκανδαλώδη, κυκλοφορώντας, όπως άλλωστε έκαναν και οι αντίπαλοί του, διάφορα μονόφυλλα σε έμμετρη συνήθως μορφή. Τότε ο αντίπαλός του Γεώργιος Ιακωβάτος συνέγραψε με τους λαϊκούς στιχοπλόκους Γασπαράτο και Λιοσάτο μακροσκελέστατο στιχούργημα με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Έλληνες και Μουζίκοι», όπου ένας από τους ήρωές του και ένα από τα αντικείμενα της δηκτικότατης σάτιράς του ήταν ο Κρασοπατέρας. Σε αυτό κατηγορούσε, κατά υπερβολικό τρόπο,  όλους τους αντιπάλους του ως ρωσόφιλους και πληρωμένα όργανα της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής. Και ο Κρασοπατέρας απάντησε με ένα πεζό κείμενο με τίτλο «Ο Συκοφάντης εξελεγχόμενος».

          Μέσα, βέβαια, από αυτά τα στιχουργήματα και όσα θα ακολουθήσουν παρακάτω διαφαίνεται και η εμπάθεια των δύο πλευρών, η εχθρότητα και το μίσος. Σύμφωνα, άλλωστε, με μια άποψη, «η σάτιρα είναι ένας πόνος που προέρχεται από μια στέρηση ή από μια αποδοκιμασία». (Δημαράς, «Από τη σάτιρα στην ευθυμογραφία», στο Σάτιρα και πολιτική στη νεότερη Ελλάδα. Από τον Σολωμό ως τον Σεφέρη, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, 23/1/1979-3/4/1979, Αθήνα, σ. 305). Παραταύτα, δεν υποβαθμίζονται ούτε το περιπαικτικό σατιρικό πνεύμα ούτε η αιχμηρότητα του στίχου, και δε λείπουν ούτε ο αυτοσαρκασμός ούτε η ειρωνεία και το γέλιο.    

          Αλλά ας παρακολουθήσουμε τα εκλογικά τεκταινόμενα στο Ληξούρι του 1868 μέσα από τα σατιρικά στιχουργήματα των δύο κύριων πολιτικών/κομματικών αντιπάλων συνδυασμών. Ο χρόνος δεν μου επιτρέπει τους σχολιασμούς. Γι’ αυτό θα διαβάσω αποσπάσματα από διάφορα τέτοια σατιρικά στιχουργήματα και ας απολαύσουμε  μαζί τις εμπνεύσεις εκείνων των Ληξουριωτών.         

          Ως υποψήφιος βουλευτής Παλικής ο Κρασοπατέρας χαιρέτησε τους εκλογείς της επαρχίας του ως εξής: 

 Ήλθ’ η ώρα το βουτσί μου, αδελφάκια μου, ν’ ανοίξω

Και το φετινό κρασί μου τι πράμα ’ναι να σας δείξω.

Είναι νιο, πλην τσιστσιρίζει, πρέπει να το πίνουν άνδρες

Κι όχι όποιους έχει η πλάνη εις του σκοταδιού τις μάντρες.

Λοιπόν όποιος της κανάτας παραδέχεται το νόμο,

Ας προβάλη, τον κερνάω φανερά και μες στο δρόμο.

................................................................................

Πλην θα ’πήτε γιατί τάχα κυρ Κρασοπατέρα τώρα

Τ’ όνομά σου απάνου κάτου τρέχει σε χωριά και χώρα;

Έτσ’ εγύρισες! Για θέσι έκανες τον ταβερνιάρη!

Ο καθένας που τα ακούει δε σε λέει κατεργάρη;

-          Είν’ αλήθεια. Κι ένα είναι η αλήθεια κι η κανάτα.

Άδολο κρασί και ψέμα είν’ ο σκύλος με τη γάτα.

Το βαρέλι είναι βαρέλι

Κι ο λαός θα το κυλάη όπως κι όπου κι όταν θέλη.

 

Σαν λοιπόν ο λαός θέλει τ’ όνομά μου να γυρίζη

Και στοχάζεται πως δόλος στο κρασί μου δεν μυρίζει

Και του φαίνεται πως ίσως ημπορώ να ωφελήσω,

Είμαι έτοιμος μεγάρι και το αίμα μου να χύσω.

Ψέμα μέσα στο κρασί μου δεν θ’ απαντηθή γραμμένο

Κι όποιος το ’βρη με τον τύπο να το ’πη τον περιμένω.

Φως, Κανάτα και Αλήθεια

Όχι μόνον δεν φοβούνται αλλά σβυούν τα παραμύθια.

 

Λοιπόν, θέλεις ή δεν θέλεις; Ολοφάνερα ’ξηγήσου.

Προτιμάς το βουλευτίκι ή λατρεύεις το κρασί σου;

-Το ’πα και το ξαναλέω πως ποτέ του το βαρέλι

Θέσες, δόξες και σκοτούρες ούτ’ ηθέλησε, ούτε θέλει.

Πλην αφού το θέλει η Κρήτη και τ’ αδέλφια μου οι χωριάτες

Μέσα στη Βουλή να στείλουν και ποτήρια και κανάτες

Και πιστεύουν πως το πίνω,

Ημπορώ στη θέλησή τους τη δική μου ν’ αντιτείνω;

..................................................................................

 
          Στο παραπάνω στιχούργημα υπήρξε έμμετρη απάντηση από υποστηρικτή των Ιακωβάτων και κατεπέκταση αντίπαλο του Κρασοπατέρα με τίτλο «Ο Ξυνοκρασοπατέρας», 13-1-1868. 

 Άγιε διδάσκαλε, Κρασοπατέρα

Τι καλά που κάνεις τη νύκτα ημέρα

Και κατέβηκες στο φόρο ασπροντυμένος

Στου προβάτου το φόρεμα κρυμμένος

Μα είσαι λύκος παλαιός και φίνος

Αναίσχυντος σαν κάθε μπουρατίνος

Και πήρες και κρασί να μας κεράσης

Στοχαζόμενος τον κόσμο να γελάσης.

 
Ω δασκαλάκη, φύλαξ’ το κρασί σου

Γιατί εμείς ευτίνο δεν το πίνουμε

Και του κάκου βραχνιάζει ο σαλπιγκτής σου

Με το συμπάθειο εμείς αυτό το χύνουμε

Την ημέρα σε κανένα αγκονάρι

Και τη νύκτα σ’ ένα αγγειό χωρίς ποδάρι.

..........................................................

 
Το κρασί που το πνεύμα θολώνει

Και φαρμάκι σκλαβιάς το ποτίζει

Είν’ εκειό που το κρίμα εμψυχώνει,

Είν’ εκειό που η αρκούδα χαρίζει,

Είν’ εκειό που κερνάτε εσείς

Σμπίρους κι άρχοντες κάθε λογής.

 
Πάρε δάσκαλέ μας το βαρέλι

Που κυλά καθένας όπου θέλει.

.......................................................

  
          Έμμετρη υποστήριξη, όμως,  είχε ο Κρασοπατέρας από τον ποιητή Κων/νο Τυπάλδο Πρετεντέρη. Τίτλος «Ντελάλι». 

 Άνοιξ’ ο Κρασοπατέρας το αθάνατο βουτσί του.

Τρέξτ’ αδέλφια, πιέτε όλοι το περίφημο κρασί του.

Το κρασί είναι το ίδιο, όπου κι άλλοτε ’κερνούσε

Ο καλός Κρασοπατέρας, και με τούτο προσπαθούσε

Τα κατάψυχρά σας στήθη, που η σκλαβιά είχε παγώσει,

Με τ’ αθάνατο κρασί του, σαν πατέρας να πυρώση.

Τότε έτρεμε η πατρίδα εις του δυνατού το χέρι,

Πούχε σύνταγμα την βία, πούχε νόμο το μαχαίρι.

Άφοβ’ ο Κρασοπατέρας το ποτήρι εβαστούσε

Και στο πείσμα του τυράννου την ζωή του αψηφούσε.

..............................................................................

Πάρτε, φίλοι, πιέτε, φίλοι, τέτοιο εύμορφο κρασί.

Και ας πάη ο Κρασοπατέρας να κεράση τη Βουλή.

 
          Αλλά και πάλι ένας υποστηρικτής των Ιακωβάτων, ο Ηλίας Λιοσάτος από τα Κουρουκλάτα, απευθυνόμενος στους «Εκλογείς της επαρχίας Πάλης», ειρωνευόταν τον Κρασοπατέρα και τον συνυποψήφιό του Χαριτάτο· προσπαθεί να τους μειώσει, να προσβάλει την αξιοπρέπειά τους:   

.................................................................................

Ο Χαριτάτος ήν’ καλός τα πόλσα να τυράζη,

Ό,τι ποδάρι τσακισθή να πάη να το σιάζη.

Ακούσετε να σας ειπώ για τον Κρασοπατέρα,

Να πα να μάση χουχουλιούς στο πόρτο του Αθέρα.

Γιατί ήν’ οι χουχουλοί καλοί, όταν τους τυγανίση,

Γιατί τραβάνε το κρασί και κάνουν το μεθύσι.

.........................................................................

 
          Στη Β΄ Προκήρυξή του προς τους εκλογείς της επαρχίας του ο Κρασοπατέρας υπερασπίζεται τη δική του εντιμότητα  και κατηγορεί τους Ιακωβάτους.

 
Σας το είπα, αδελφάκια, με το περασμένο φύλλο                            

Πως θα πιήτε το κρασάκι τ’ άδολο που θα σας στείλω.

...............................................................................

Είν’ αλήθεια ή δεν είναι οπώς οι Γιακουμακαίοι

Είπαν τόσα για το έθνος που δεν τα ’παν ούτε Εβραίοι;

Την Κυβέρνηση τη βρίζαν, η Βουλή δεν τους αρέσει,

Παραιτούνε με φαρμάκι τη βουλευτική τους θέση

Και γιατί αφού με λύσσα παραιτήσαν βγήκαν τώρα,

Για να δείξουν πως πασάδες είναι σε χωριά και χώρα;

Και πως όλο το Ληξούρι

Ημπορούνε να το κάμουν έτσι θέλουν ανεμούρι;

Κι έπειτα με ουρά και ζήτω τα καντούνια να γυρίζουν

Και τους ήσυχους ανθρώπους μες στα σπίτια τους να βρίζουν;

.......................................................................................

Ένα κι ένα κάνουν δύο, έτσι λέμε οι χωριάτες,

Ή στηρίζουμε το έθνος ή θε να γραφτούμε αντάρτες.

Αν στηρίζουμε το έθνος και πιστοί στο βασιλιά μας

Είμαστε, πρέπει να γίνη καθώς πρέπει η δουλειά μας.

Πρέπει, ναι, όποιος μας λέει οπώς είμαστε Μουζίκοι

Τ’ όνομά του να μας κάνη αποστροφή και φρίκη.

Όμως αν αλλιώς φρονήτε,

Τ’ άρματα! Κι απ’ των Ελλήνων τον κατάλογο σβυστήτε.

 
          Τελικά τις εκλογές τις έχασε ο Κρασοπατέρας. Και τότε ένας υποστηρικτής των Ιακωβάτων κυκλοφόρησε έμμετρη «Επιστολή προς τον Κρασοπατέρα», με την οποία ειρωνευόταν τους υποστηρικτές του αποτυχημένου υποψήφιου βουλευτή.

 Με το παρόν μου έρχομαι όπως σε προσκυνήσω,

Και τ’ όνομά σου το καλό διά να ευφημίσω.

Ως βουλευτής επρόβαλε τ’ αγγελικό σου σχήμα,

Και έχασες την εκλογή και ίσως είναι κρίμα.

.................................................................

Όσοι σ’ υποστηρίξανε εκείν’ οι Μαρτσελάδες,

Μα ’ναι για μούσουλα καλοί κι όχι για βουλευτάδες.

Μα ’κειο σε υποστήριξε και ο Μαρής ο Κρέκας,

Τα μάτια του είν’ ανάποδα και δεν τιράζει ντρέτα.

Μα ’κειο σε υποστήριξε και Μπούρδας Κατσαΐτης,

Τώρα του ήλθαν τα νευρικά κ’ εκλείστηκε στο σπίτι.

Μα ’κειο σε υποστήριξε κι αυτός με το ντελάλι,

Προκομμενέστατος Γανιός μα ’χει χοντρό κεφάλι.

Αυτούς ηύρικες Δάσκαλε για υποστήριγμά σου,

Τω όντι σ’ εδοξάσανε και χαίρετ’ η καρδιά σου.

Πάρε τη φελουκούλα σου και σύρε να ψαρεύης,

Και βουλευτίκι, άθλιε, ποτέ σου μη γυρεύης.

Το βουλευτίκι ο Λαός το δίνει στους γενναίους,

Τους άξιους για βουλευτάς, τους δυο Γιακουμακαίους.

..........................................................................

Ζήτω Γιωργάκη βουλευτή, ζήτω κι οι σύντροφοί σου.

Κρασοπατέρα κούκου σου, μ’ όλην την εκλογήν σου.

Και υπογράφει:  Χωρικός από τα Ζώλα,

                           Τα ’γραψε ετούτα όλα.
 

           Αναντίρρητα, μέσα από τα παραπάνω στιχουργήματα και από όσα άλλα παραλείψαμε, παρά τις υπερβολές και τις εμπάθειές τους, προβάλλεται μια εποχή και μια κοινωνία. Διαγράφεται μια μικρο-κοινωνία με τα καλά και τα κακά της, αναδεικνύεται η τοπική ιστορία με τις πολιτικές αντιπαραθέσεις  – και όλα αυτά ιδωμένα βέβαια με υπαινικτική, με πλάγια ματιά. Η προσεκτική, όμως, μελέτη τους μπορεί να μας δώσει σοβαρές πληροφορίες για την ανασύνθεση εκείνης της εποχής και εκείνης της μικρο-κοινωνίας. Να γιατί η σάτιρα είναι, όπως έχει ειπωθεί, «η Ιστορία από την πίσω πόρτα».  
 
Πέτρος Πετράτος

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου