Σάββατο 5 Ιανουαρίου 2013

ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΑΙ ΑΛΒΑΝΩΝ ΣΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ


ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΑΙ ΑΛΒΑΝΩΝ
ΣΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ


[Το κείμενο της ομιλίας που έγινε στο πλαίσιο του "Βραδινού Προβληματισμού
 και Διαλόγου", που διοργάνωσε η Σχολική Βιβλιοθήκη του 2ου 
Γενικού Λυκείου Αργοστολιού το Φεβρουάριο του 2010]


                                                                                                         
               Πολύπλευρο καθήκον, όχι μόνο επιστημονικό αλλά και πολιτικό (με την αριστοτελική έννοια του όρου), και κοινωνικό και παιδευτικό συνιστά η αναζήτηση, η προβολή και η μετάδοση της ιστορικής αλήθειας.
          Το καθήκον αυτό επιβάλλεται ιδιαίτερα, όταν κατά καιρούς πολυποίκιλες σκοπιμότητες (γενικού, ειδικού, τοπικιστικού χαρακτήρα) έχουν ή τείνουν να παραχαράξουν ή να αλλοιώσουν το ιστορικό τοπίο, αφαιρώντας τη δυνατότητα καλλιέργειας του ερευνητικού πνεύματος και αλλοτριώνοντας αυτήν από την κριτική σκέψη και την ορθή γνώση καταστάσεων, γεγονότων και προσώπων, που επηρέασαν ή επηρεάζουν τη ζωή μας.
          Μόνο με την αναζήτηση και τη μετάδοση της ιστορικής αλήθειας δημιουργείται η υγιής κοινωνική συνείδηση και κατ’ επέκταση η υγιής πολιτική και εθνική θέση. Άλλωστε, γνωστή είναι η ρήση του εθνικού ποιητή ότι «εθνικό είναι ό,τι είναι αληθινό».

          Στόχος μας είναι να αναφέρουμε σημαντικούς σταθμούς της αλβανικής ιστορίας, τέτοιους και τόσους που να σχετίζονται, είτε θετικά είτε αρνητικά, με τη δική μας ιστορία. Θα επιδιώξουμε δηλαδή να γνωρίσουμε την παράλληλη ιστορική διαδρομή Ελλήνων και Αλβανών με τις συγκρούσεις και τις συναδελφώσεις τους, με τις εχθρότητες και τις φιλίες τους. Και θα φανούν οι διαθέσεις και οι προοπτικές ενεργειών από τη βάση καθώς και οι αντίστοιχες των πολιτικών ηγετών.
         Διευκρινίζω ότι αρκετά απ’ όσα απόψε θα πούμε ίσως σας φανούν παράξενα και υπερβολικά, ή αδιανόητα και «ύποπτα». Σας λέω όμως ότι ό,τι καταθέσω είναι ιστορικά τεκμηριωμένο. Γι’ αυτό βασική προϋπόθεση της αποψινής συζήτησης είναι ν’ αφήσουμε ανοιχτά τα’ αυτιά μας και του νου τα μάτια, να παραμερίσουμε παραδοσιακές εικόνες και να υπερβούμε κατεστημένες απόψεις αμφίβολης επιστημονικής αξίας. Επιβάλλεται να προβληματιστούμε σοβαρά – να μην επαναπαυτείτε σε όσα κι εγώ σας πω – πριν απορρίψουμε ό,τι ξέραμε και αποδεχτούμε το  επιστημονικά καινούριο
        
          Η επικρατέστερη επιστημονική άποψη θεωρεί τους Ιλλυριούς ως προγόνους των Αλβανών. Η αρχαιοελληνική μυθολογία αναφέρει ότι ο Ιλλυριός ήταν Έλληνας γιος του Κάδμου, του ιδρυτή της Θήβας. Τα παλαιολιθικά, πάντως, και νεολιθικά ευρήματα της αλβανικής γης συγγενεύουν με την παλαιολιθική λιθοτεχνία της Ηπείρου και τους νεολιθικούς οικισμούς της Θεσσαλίας. Η σύγκριση ελληνικού και ιλλυρικού λίθινου πολιτισμού είναι πράγματι συγκλονιστική.
          Από τον 7ο π. Χ. αιώνα οι Έλληνες δημιουργούν αποικίες στα αδριατικά παράλια (Επίδαμνος, Απολλωνία) και επομένως είναι προφανής η επικοινωνία τους με τους Ιλλυριούς κατοίκους.  Αργότερα, βέβαια, έντονες υπήρξαν οι συγκρούσεις των τελευταίων με το Φίλιππο της Μακεδονίας. Και το 2ο π. Χ. αιώνα η Ιλλυρία θα κατακτηθεί από τους Ρωμαίους, οι οποίοι θα χρησιμοποιήσουν τους κατοίκους της για την επάνδρωση των λεγεώνων τους. Μέσα στο σύστημα, μάλιστα, της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας το αλβανικό έδαφος θα παίξει σημαντικό ρόλο και κυρίως επειδή από εκεί θα ξεκινά και εκεί θα καταλήγει η Εγνατία οδός.
          Το εθνωνύμιο «Αλβανοί» για πρώτη φορά το συναντάμε το 2ο μ. Χ. αιώνα στο σύγγραμμα του αρχαίου Έλληνα γεωγράφου Κλαύδιου Πτολεμαίου. Και από τότε ξαναεμφανίζεται τον 11ο αιώνα στις βυζαντινές πηγές (στον Μ. Ατταλειάτη) μαζί με το όνομα «Αλβανίται» (στην Άννα Κομνηνή).
          Κατά τη βυζαντινή περίοδο (πρώτο μισό του 9ου αιώνα) τα εδάφη της σημερινής Αλβανίας και ένα τμήμα του σημερινού Μαυροβουνίου και της περιφέρειας της Αχρίδας αποτέλεσαν το θέμα του Δυρραχίου. Σκόπευε έτσι το βυζαντινό κράτος να προφυλάξει τα βορειοδυτικά του σύνορα από τις επιθέσεις των Βουλγάρων, χωρίς όμως να το κατορθώσει. Τον 11ο αιώνα οι Νορμανδοί κατέστησαν το Δυρράχιο ορμητήριό τους για τις επιδρομές τους κατά του Βυζαντίου. Στο μεταξύ, είχαν αρχίσει να διαμορφώνονται στην αλβανική περιοχή οι φεουδαρχικές σχέσεις
          Δύο αιώνες αργότερα η Αλβανία εντάχθηκε στο ελληνικό Δεσποτάτο της Ηπείρου, το οποίο κατέστη σημαντική χριστιανική δύναμη της περιοχής. Εκείνη, ωστόσο, την εποχή άρχισε τη διείσδυσή του στην περιοχή ο πάπας και επηρέασε κυρίως τους βόρειους κατοίκους. Η ενίσχυση, όμως, των Σέρβων απείλησε το Δεσποτάτο και στα τέλη του 14ου αιώνα ο Σέρβος ηγεμόνας Στέφανος Δουσάν συμπεριέλαβε στο βασίλειό του και την Αλβανία και την Ήπειρο.
          Κατά τα μέσα του 15ου αιώνα έχει αρχίσει η σταδιακή διείσδυση  στα αλβανικά εδάφη των Οθωμανών Τούρκων, οι οποίοι τελικά θα τα καταλάβουν μετά από 25 χρόνια συνεχούς αντίστασης των Αλβανών (1443-1468) και αφού είχαν υποτάξει Σέρβους, Βουλγάρους και είχαν μπει στην Κωνσταντινούπολη. Στα Βαλκάνια τελευταίοι υπέκυψαν στους Οθωμανούς οι Αλβανοί – κάτι που συνήθως ξεχνιέται. Επικεφαλής τους τέθηκε ο Γεώργιος Καστριώτης (Σκεντέρμπεη τον αποκάλεσαν οι Τούρκοι – Σκεντέρ < Ισκαντάρ = Μ. Αλέξανδρος), ο οποίος κατόρθωσε να συσπειρώσει τους συμπατριώτες του και ν’ αποκρούσει νικηφόρα τρεις εκστρατείες δύο Σουλτάνων. Ήταν μόνοι τους εκείνη την περίοδο οι Αλβανοί που υπερασπίζονταν το χριστιανισμό απέναντι στον επιτιθέμενο ισλαμισμό. Και το γεγονός αυτό τους βοήθησε να αρχίσουν να συνειδητοποιούν, μέσα από την αντιπαράθεση χριστιανός-μουσουλμάνος σε πρώτο επίπεδο, την ξεχωριστή τους εθνότητα.
          Ο Καστριώτης-Σκεντέρμπεης είναι πια ο εθνικός ήρωας των Αλβανών. Στο πολεμικό του λάβαρο είχε κεντήσει το δικέφαλο αετό – το έμβλημα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας – γιατί θεωρούσε τον εαυτό του και το αντιστασιακό του κίνημα υπερασπιστή του Βυζαντίου. Αυτό το φλάμπουρο κυμάτιζε στα 25 χρόνια της αντίστασής του στην αλβανική γη. Γι’ αυτό από τότε, ίσως, αντικαταστάθηκε βαθμιαία η παλιά ονομασία «Αλβανοί» - «Αλβανίται» με τη νέα «Σκιπετάρ - Σκιπετάρηδες» από τη λέξη shqipe (σκιπ) = αετός.
          Η ήττα, τελικά, της αλβανικής αντίστασης και ο θάνατος του Καστριώτη (1468) επιτρέπουν την εγκατάσταση των Οθωμανών και στην Αλβανία και έτσι ολοκληρώνεται η κατάκτηση της Βαλκανικής. Η οθωμανική κατοχή και οι βίαιοι εξισλαμισμοί αναγκάζουν  χιλιάδες ορθόδοξους Αλβανούς να εγκαταλείψουν τις εστίες τους, αν και οι πρώτες μαζικές μεταναστεύσεις είχαν αρχίσει έναν αιώνα πριν, με την κατάκτηση της γενέτειράς τους από τους Σέρβους. Τα μεταναστευτικά ρεύματα ακολουθούν δύο κατευθύνσεις: προς Κάτω Ιταλία και Σικελία και προς το νότιο άκρο της Βαλκανικής, στον ελλαδικό δηλαδή χώρο. Πρόκειται για τον αλβανικό εποικισμό της τότε μεσαιωνικής Ελλάδας και κυρίως των περιοχών Βοιωτίας, Αττικής, Πελοποννήσου και των νησιών του Αργοσαρωνικού. Και από αυτούς τους Αλβανούς μετανάστες θα προέλθουν οι γνωστοί με το όνομα Αρβανίτες. (Σημερινές κατοικίσεις τους: Σπάτα, Μαρκόπουλο, Κερατέα Κορωπί, Ύδρα, Σπέτσες).
          Εδώ, λοιπόν, ξαναρχίζουν τη ζωή τους. Γρήγορα εντάσσονται αρμονικά στο νέο πολιτισμικό περιβάλλον, διατηρώντας τα έθιμά τους και μιλώντας την αρβανίτικη γλώσσα τους. Εξάλλου, με τους Έλληνες τους ενώνει η κοινή θρησκεία και ο κοινός αγώνας κατά των Τούρκων κατακτητών. Έτσι, για εκατοντάδες χρόνια ελληνόφωνοι και αλβανόφωνοι ομόδοξοι πληθυσμοί θα συνυπάρξουν ειρηνικά στα ελληνικά εδάφη, από το Μωριά και την Ύδρα έως τη Δρόπολη και το Αργυρόκαστρο. Σε έκθεση Βενετού προβλεπτή το 1479, που έχει δημοσιεύσει ο ιστορικός Κ. Σάθας, διαβάζουμε: «Αρβανίτες και Έλληνες δεν είναι παρά μόνο ένας λαός που μισεί κάθε ξένο».
          Αλλά και στην Κεφαλονιά ήρθαν και εγκαταστάθηκαν κατά το 15ο και 16ο αιώνα αρβανίτικες οικογένειες. Ιδιαίτερα οι Βενετοί, μετά την κατάληψη του νησιού, για να το τονώσουν πληθυσμιακά και να το προωθήσουν οικονομικά, προσκάλεσαν (ανάμεσα στα 1502 με 1540) Αρβανίτες εποίκους από την Ήπειρο και την Πελοπόννησο. Τότε ήρθαν οι οικογένειες Βρυώνη (στην Έρισσο), Ματαράγκα (προέρχονται από Αλβανούς μετανάστες της Κ. Ιταλίας – άλλο τμήμα πήγε στην Πελοπόννησο),  Δόριζα, Ζαπάντη, Κούτση, Κομποθέκρα, Καγκάδη, Λουκίσσα,  Μαζαράκη, Μάνεση, Μενάγια, Μπαρμπάτη, Ντούνη, Σπαθή, Χέλμη  κ.ά. Κάποιοι από αυτούς ήταν εύποροι-δυνατοί ή προνοιάριοι του Βυζαντίου (οι Κομποθέκρα είχαν τιμάρια στην Ακαρνανία), άλλοι ήταν έμποροι και ναυτικοί, οι περισσότεροι όμως ανήκαν σε τάγματα των λεγομένων Stradioti (μάλλον από το strada και σημαίνει τους οδίτες, τους περιπλανώμενους), στους οποίους η ενετική διοίκηση παραχωρούσε εκτάσεις γης και άλλα προνόμια. Αλλά και τοπωνύμια σημερινά μαρτυρούν την αρβανίτικη παρουσία στο νησί: Αρβανιτοχώρι στους Πρόννους (σε  απογραφή του 1583), Μαρκόπουλο, Ξενόπουλο, Καπανδρίτι, Μπάλτα (= ελώδης τόπος), Πάστρα, Σπαθί.
          Παρατηρήθηκε, βέβαια, και αντίστροφη πορεία σε κάποιες περιπτώσεις. Μετά του τουρκο-βενετικούς πολέμους και την κατάληψη της Κρήτης το 1669 από τους Τούρκους οικογένειες από το νησί έφτασαν μέχρι την Αλβανία, όπου συνυπήρξαν αρμονικά με τους ντόπιους, σύμφωνα με τις πηγές, μέσα από κοινές Αδελφότητες.

          Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας οι Αρβανίτες αυτοί του ελλαδικού χώρου, που στο μεταξύ είχαν αποκτήσει ελληνική συνείδηση, θα λάβουν μέρος στην Επανάσταση του 1821 είτε μέσα από δικά τους αρβανίτικα στρατιωτικά σώματα είτε από κοινού με τους Έλληνες. Για παράδειγμα, αρβανίτικης καταγωγής ήταν οι χωρικοί της  Αττικής με τον Χατζημελέτη, τους Λεκκαίους και τους Νταβαραίους, που σήκωσαν τη σημαία του ξεσηκωμού στην Αθήνα τον Απρίλη – Μάη του 1821. Αρβανίτικης καταγωγής, επίσης, ήταν οι ηρωικοί Ποριώτες, Υδραίοι και Σπετσιώτες με τους γνωστούς πρωταγωνιστές της ελληνικής παλιγγενεσίας Σαχίνηδες, Κουντουριώτηδες, Μπουμπουλίνα κ.λπ. (Ο Σαχίνης είχε αρχικό επώνυμο Κιοσσές. Σαχίνης από την τούρκικη λέξη sahin = γεράκι. – Ο Υδραίος Κουντουριώτης είχε αρχικό επώνυμο Ζέρβας. Το Κουντουριώτης προέρχεται από το τοπωνύμιο Κούντουρα Μεγαρίδας. – Η Μπουμπουλίνα ήταν κόρη του Υδραίου Σταυριανού Πινότση και της Σκεύως Κοκκίνη).
          Ωστόσο, πρέπει να γίνει διάκριση ανάμεσα στους ορθόδοξους Αρβανίτες, και στους μουσουλμάνους Αλβανούς, τους λεγόμενους Τουρκαλβανούς. Οι πρώτοι συμμετείχαν πλάι στους Έλληνες στον απελευθερωτικό Αγώνα. Οι δεύτεροι, έχοντας προσηλυτιστεί στον ισλαμισμό, επιστρατεύονταν και χρησιμοποιήθηκαν από τους Οθωμανούς στην κατάπνιξη της Επανάστασης. Αυτή, όμως, η πραγματικότητα δεν πρέπει να υποβαθμίζει τη σημασία της συμμετοχής στον κοινό αγώνα των Αρβανιτών, τους οποίους τους ξεχνάμε όταν μιλάμε για την Ελληνική Επανάσταση, καθώς δε γίνεται διάκριση ανάμεσα στους ορθόδοξους Αρβανίτες και Έλληνες.
         Αλλά και μουσουλμάνοι Αλβανοί επέδειξαν θετική συμπεριφορά απέναντι στην Επανάσταση. Όσο κι αν ακούγεται παράξενο, έχουν καταγραφεί προσπάθειες για κοινή δράση των επαναστατών Ελλήνων με μουσουλμάνους Αλβανούς και τούτο γιατί οι τελευταίοι γνώριζαν ότι πέρα από τη θρησκεία δεν τους ενώνει τίποτε άλλο με τους Τούρκους. Σημειώνουμε τις εξής περιπτώσεις:
-- Οι Κολοκοτρωναίοι δεν ήταν απλά φίλοι με τους μουσουλμάνους Αλβανούς του Λάλα στο Μωριά αλλά βλάμηδες (= αδελφοποιτοί)  με τους αρχηγούς τους και πολλές φορές διακινδύνευσε την ίδια τη ζωή του ο Θ. Κολοκοτρώνης για να σώσει το βλάμη του Αλή Φαρμάκη. Γι’ αυτό και οι Μουσουλμάνοι Αλβανοί της Πελοποννήσου έτρεφαν σεβασμό και είχαν εμπιστοσύνη στον Κολοκοτρώνη, κάτι που φάνηκε κατά την πολιορκία της Τρίπολης.
-- Ο Οδ. Ανδρούτσος υπήρξε πρωταγωνιστής δύο προσπαθειών ελληνοαλβανικής συμμαχίας. Την άνοιξη του 1820 συγκάλεσε στην Άρτα συνάντηση καπεταναίων χριστιανών και μουσουλμάνων, όπου ανάμεσα σε άλλους συμμετείχε και ο  Ομέρ Βρυώνης. Ενώ, όμως, επιτεύχθηκε συμφωνία, τα θρησκευτικά πάθη και των δύο πλευρών την κατέστησαν επισφαλή από την αρχή. (Αργότερα ο Ομέρ Βρυώνης θα χτυπηθεί με το φίλο του Ανδρούτσο στο Χάνι της Γραβιάς και με το φίλο του Αθ. Διάκο στην Αλαμάνα. Ο Ομέρ Βρυώνης-Παλαιολόγος δεν ήταν σκληρός, όπως τον παρουσιάζει η σχολική ιστορία. Αρχοντικός, μειλίχιος, τυπική περίπτωση μουσουλμάνου κοτσάμπαση). Δεύτερη προσπάθεια , όπως αναφέρει ο ιστορικός της Επανάστασης Ιω. Φιλήμων, επιχειρεί ο Ανδρούτσος το 1823 ερχόμενος σε επαφή με τον Μωχάμετ Άλυ της Αιγύπτου (Αλβανός γεννημένος στην Καβάλα), προτείνοντάς του συμμαχία κατά του Σουλτάνου. Αλλά και πάλι δεν υπήρξε ουσιαστικό αποτέλεσμα.
-- Μετά από σύσκεψη που έγινε στο Σούλι τον Ιανουάριο του 1821, αρχίζουν από τον Απρίλη να κινούνται αδελφωμένοι εναντίον των Τούρκων ορθόδοξοι Έλληνες της Ηπείρου και μουσουλμάνοι Αλβανοί Τόσκηδες στην περιοχή της νότιας Ηπείρου. Και το Νοέμβρη του ίδιου χρόνου χτυπούν τον Χουρσίτ-πασά στην Άρτα. Αναφέρουμε ονόματα: οι Σουλιώτες οπλαρχηγοί Μάρκος και Νότης Μπότσαρης, οι Ζερβαίοι, ο Αθ, Φωτομάρας και ο Ν. Τζαβέλας, οι μουσουλμάνοι Αλβανοί Τόσκηδες οπλαρχηγοί Ταχίρ Αμπάζη, Τσέγκο-μπέη και Άγο Μουχουρδάρη. Αυτή τη συνεργασία επικύρωσε στη συνέχεια η επαναστατική κυβέρνηση.
-- Έχουν καταγραφεί λιποταξίες μουσουλμάνων Αλβανών από το τουρκικό στρατόπεδο, όπου βρίσκονταν αναγκαστικά, προς το ελληνικό ή απέφευγαν να πολεμήσουν τους Έλληνες με διάφορες προφάσεις. Αναφέρουμε, ιδιαίτερα, την αποστασία ισχυρής δύναμης Αλβανών (περίπου 3.000) από το στράτευμα του  Ιμπραήμ πασά, το καλοκαίρι του 1828, σε συνεννόηση με τον Θ. Κολοκοτρώνη και τον Νικηταρά, οι οποίοι και τους διευκόλυναν στην έξοδό τους από την Πελοπόννησο και την ασφαλή μετάβασή τους στην πατρίδα τους - γεγονός σημαντικότατο για ττον τερματισμό της Ελληνικής Επανάστασης, καθώς είχε επιπτώσεις στο ηθικό των αιγυπτιακών δυνάμεων, συνέβαλε στην αριθμητική και μαχητική αποδυνάμωσή τους και επιτάχυνε την οριστική αναχώρηση του Ιμπραήμ από την Πελοπόννησο.
-- Την άνοιξη του 1829 ο επαναστατικός αναβρασμός δεν έχει κοπάσει στην ευρύτερη περιοχή της Χειμάρας και Αυλώνας. Αλβανοί αγάδες δηλώνουν στον Δ. Υψηλάντη «ότι είναι έτοιμοι να στήσουν την ελληνικήν σημαίαν εις τας επαρχίας με 4.000 στράτευμα, να παραδώσουν το φρούριον της Αυλώνος εις την ελληνικήν κυβέρνησιν, να καθυποτάξουν εις το ελληνικόν κράτος όλην την επαρχίαν της Αυλώνος και αυτοί να διοικούνται με τους ελληνικούς νόμους», αρκεί να τους αναγνωριστεί το δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας.
-- Στα τελευταία χρόνια της Επανάστασης ο Ιω. Κωλέττης κατόρθωσε να επαναφέρει στο ελληνικό στρατόπεδο αρκετούς μουσουλμάνους Αλβανούς. Τον αρχηγό τους Ταφίλ Μπούζη τον συναντάμε αργότερα σε διοικητική θέση στο ανεξάρτητο ελληνικό κράτος, και στη συνέχεια θα συνεχίσει τον αντιτουρκικό του αγώνα μέσα στην ακόμη τουρκοκρατούμενη Ήπειρο και Αλβανία. Μετά την κατάπνιξη του εκεί κινήματος πιάστηκε και τελικά συμβιβάστηκε με τους Τούρκους.
-- Χαρακτηριστική, πάντως, παραμένει η περίπτωση του εκχριστιανισμένου μουσουλμάνου Αλβανού Τσέλιο Πίτσαρη. Αυτός είχε πάρει μέρος στον ξεσηκωμό της Θεσσαλίας του 1878 (στο πλαίσιο της τότε βαλκανικής κρίσης). Το ελληνικό κράτος του πρόσφερε ως ανταμοιβή τη θέση του φανοκόρου του Δήμου, αλλά εκείνος, επειδή τη θεώρησε «υποτιμητική για καπετάνιο», όπως έλεγε, δεν τη δέχτηκε, προτιμώντας την έντιμη πενία. Ο λαός, ωστόσο, διαιώνισε τη μνήμη του, ονοματίζοντας μιαν ακτή του Πειραιά, την ακτή Τσελεπίτσαρη.

          Αφήσαμε για το τέλος την περίπτωση του Αλή-πασά και των Σουλιωτών. Ο Αλή-πασάς, Αλβανός από το Τεπελένι, μόλις εδραιώνει την εξουσία του στο πασαλίκι της Ηπείρου, κινείται για τη δημιουργία ημιαυτόνομου από το Σουλτάνο κρατιδίου, που θα περιλαμβάνει οπωσδήποτε την Ήπειρο και την Αλβανία και όσο το δυνατό μεγαλύτερα τμήματα από τη Θεσσαλία και τη Ρούμελη. Το τελικό του σχέδιο το διατύπωσε στο Ρώσο στρατηγό Τομάρα. (Το εντόπισε ο Ρώσος ιστορικός Γκρίγκορι Αρς στα αρχεία του ρωσικού πολεμικού στόλου). Στο κράτος του, που εμπνέεται από τις αρχές του λεγόμενου «πεφωτισμένου δεσποτισμού», θα επικρατεί ελευθερία στις θρησκευτικές πεποιθήσεις χριστιανών και μουσουλμάνων, ενώ επίσημη γλώσσα θα οριστεί η ελληνική.
          Οι σύγχρονες ιστορικές έρευνες πείθουν ότι ο Αλή-πασάς ήταν σίγουρα σκληρός, προκειμένου να πραγματώσει το σχέδιό του, υπήρξε όμως προικισμένος ηγεμόνας με διοικητικές και διπλωματικές ικανότητες και με πολιτική διορατικότητα. Συνδιαλεγόταν με τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής του, Βενετία, Γαλλία, Ρωσία, Αγγλία. Στην αυλή του φιλοξενήθηκαν ο Γάλλος ιστορικός Πουκεβίλ και ο Λόρδος Βύρωνας. «Στο κράτος του Αλή», έγραφε ο Βύρωνας στη μητέρα του, «είναι κανείς περισσότερο ασφαλής παρά στους δρόμους του Λονδίνου». Ενθάρρυνε ο Αλβανός ηγεμόνας την ελληνική παιδεία, καθώς σημαντικά ονόματα των γραμμάτων εκείνης της εποχής (Γ. Βηλαράς, Στεφ. Δούκας, Αθ. Ψαλλίδας) πέρασαν από την αυλή του. Προσωπικός του γιατρός υπήρξε ο Ληξουριώτης Στάμος Πετρίτσης, ενώ ταμίας του ο Σταύρος Τσαμπλάκος, πατέρας του Γεωργίου Σταύρου, ιδρυτή της Εθνικής Τράπεζας Ελλάδας. Αλλά και σημαντικοί πολέμαρχοι της ελληνικής Επανάστασης, όπως ο Ανδρούτσος, ο Καραϊσκάκης, ο  Μπότσαρης, ο Βαρνακιώτης, ο Γρίβας κ.ά., πρωτοϋπηρέτησαν στα στρατεύματα του Αλή.
          Αυτά κι άλλα πολλά μας πείθουν ότι η εικόνα που έχουμε σχηματίσει από τη σχολική ιστορία και άλλα αναγνώσματα δεν μπορεί να είναι αντικειμενική. Γνωρίζουμε μόνο τις αρνητικές πλευρές του, που σίγουρα υπήρχαν, και τις γνωρίζουμε με υπερβολές. Χωρίς να επιδιώκουμε να ωραιοποιήσουμε τα πράγματα, δεν πρέπει όμως να βυθίσουμε στην ιστορική λήθη φαινόμενα αξιόλογα και γεγονότα σημαντικά.
          Πολύτιμο ντοκουμέντο για την προσωπικότητα και την πολιτική του Αλή παραμένει ένα άρθρο γραμμένο εκείνα τα χρόνια (λίγο πριν από την έναρξη της Επανάστασης) και δημοσιευμένο στη φιλελεύθερη «Εφημερίδα» της Βιέννης των Μαρκιδών Πούλιων (συνεργατών του Ρήγα). «[…] Γραφαί από πολλά μέρη της Ρούμελης κηρύττουν την ευτυχίαν των ραγιάδων υπό την ηγεμονίαν του ηγεμόνος πάσης Ηπείρου και πασιά των Ιωαννίνων Αλήπασια. Η υψηλότης του, αφού έκαμε εις εκείνα τα μέρη ν’ απολαμβάνουν οι χριστιανοί μίαν άκραν ειρήνην και ελευθερίαν, ηθέλησε να τους αλαφρώση και από τα δοσίματα [τους φόρους] και εξωτερικάς αδικίας [αγγαρείες κ.λπ.] και συμφωνώντας μαζί τους ένα διωρισμένον ελαφρόν δόσιμον, οπού να του δίδουν δύο φορές τον χρόνον με την ησυχίαν τους, εσήκωσε να μην είναι τελείως κοτζαμπάσηδες […]. Όθεν εις Ιωάννινα ευρίσκεται ο λαός εις μεγάλην χαράν, επειδή τα δοσίματά τους είναι ασυγκρίτως ολιγώτερα, ήτοι το 1/5 από το τι έπρεπε να δώσουν προτύτερα. […]».
          Κι αν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε τι συνέβη με τους Σουλιώτες; Ποιοι ήταν οι Σουλιώτες και γιατί κυνηγήθηκαν από τον Αλή;
          Ο Αλή-πασάς, ο οποίος έχει αντιληφθεί την παρακμιακή κατάσταση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, θέλει να στεριώσει το δικό του κράτος. Γι’ αυτό προσπαθεί να επιφέρει την οικονομική ενοποίηση της περιοχής του με τη στήριξη της παραγωγής και την ανάπτυξη του εμπορίου, στοιχεία που ταυτόχρονα φέρνουν πλούτη και στον ίδιο. Αυτά όμως προϋποθέτουν μείωση έως και εξουδετέρωση των τοπικών κοτζαμπάσηδων και γαιοκτημόνων και επιβολή της τάξης με περιορισμό της αρπαγής και της ληστείας. Γι’ αυτό εκτοπίζει τους Τούρκους γαιοκτήμονες εκμηδενίζοντας την πολιτική τους δύναμη, συντρίβει τη δύναμη των Ελλήνων και Αλβανών αρματολών, οι οποίοι ήταν όργανα της σουλτανικής διοίκησης, και προσπαθεί να επιβάλει την τάξη.
          Οι κάτοικοι του Σουλιού ήταν, κατά τον Κ. Παπαρρηγόπουλο, απόγονοι ενός κράματος Ελλήνων και χριστιανών Αλβανών, ή κατ’ άλλους απόγονοι χριστιανών Αλβανών. Ζουν ελεύθεροι και ανεξάρτητοι στα απάτητα βουνά τους κάτω από ένα καθεστώς ένοπλης φάρας (συνολικά 47 περίπου πατριές/φάρες) συγκροτώντας ομοσπονδία. Καμιά τέχνη δεν εξασκούν, όπως μας πληροφορεί ο Χρ. Περραιβός, αλλά ασχολούνται κυρίως με την εκγύμναση και τα όπλα. Το άγονο   έδαφός τους,  με ελάχιστη γεωργική παραγωγή, τους οδηγεί σε επιδρομές κατά των γειτονικών πληθυσμών, ενώ παράλληλα εισπράττουν με τη βία φόρο υποτέλειας και προστασίας από 60 περίπου γύρω χωριά (συγκροτούσαν το λεγόμενο Παρασούλι).
          Αυτή, ακριβώς, η κατάσταση συνιστά τροχοπέδη στο σχέδιο του Αλή-πασά, καθώς στοχεύει στην εφαρμογή μιας ενιαίας τάξης πραγμάτων στην επικράτειά του. Γι’ αυτό και αποφασίζει να συντρίψει τους Σουλιώτες. Ο πόλεμος, που κράτησε πάνω από δέκα χρόνια (1791-1803), τελείωσε με τη νίκη του Αλβανού πασά και την εκδίωξη των Σουλιωτών από τις εστίες τους, αφού οι τελευταίοι αντιμετώπισαν με θάρρος και πείσμα, με παληκαριά και περηφάνια τις στρατιές και τα τεχνάσματα του πασά των Ιωαννίνων.
          Ωστόσο, ο επίλογος εκείνης της σκληρής σύγκρουσης θα γραφτεί λίγα χρόνια αργότερα με διαφορετικό τρόπο. Δύο στοιχεία φέρνουν σε συνεννόηση τους δύο εχθρούς: ο Αλή-πασάς, έχει ανάγκη τους πολεμικότατους Σουλιώτες, για να οργανώσει καλύτερα την άμυνά του απέναντι στα σουλτανικά στρατεύματα, που την άνοιξη του 1820 αρχίζουν να τον περισφίγγουν, και οι Σουλιώτες, που ποτέ δεν έπαψαν να ονειρεύονται την επιστροφή στις εστίες τους, θα δεχτούν να συμπράξουν με τον εχθρό τους, προκειμένου να πετύχουν την παλιννόστησή τους. Η σύγκρουση Αλή-πασά και σουλτάνου θα γίνει, και ο Αλβανός πασάς θα ηττηθεί, ενώ οι Σουλιώτες θα έχουν επαναπατριστεί. Οι τελευταίοι, βέβαια, θα συνεχίσουν να πολεμούν τώρα κατά της κυριαρχίας του σουλτάνου. Οι αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις τους με τον Αλή υπήρξαν η καθοριστική στιγμή, κατά την οποία σφυρηλατήθηκε η συνείδησή τους και η αγάπη τους προς την ελευθερία, καθώς δοκιμάστηκαν ως εθνική ομάδα. Έτσι, οι Σουλιώτες κερδίθηκαν οριστικά από τον απελευθερωτικό Αγώνα, με καθοριστική τη συμβολή τους σε αυτόν και μάλιστα με λαμπρούς πολέμαρχους, όπως οι Μποτσαραίοι, οι Τζαβελαίοι κ.ά.

          Μετά την ίδρυση του ανεξάρτητου νεοελληνικού κράτους άρχισε ένας νέος κύκλος προσπαθειών για συνεργασία και ενότητα Ελλήνων και Αλβανών. Θα αναφέρουμε χαρακτηριστικές περιπτώσεις:
-- Το 1847 ξεσπά στην Ήπειρο και την Αλβανία κοινή εξέγερση από Έλληνες και Αλβανούς εναντίον της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, την οποία ενισχύει ο Ιω. Κωλέττης, στο πλαίσιο της πολιτικής της Μ. Ιδέας. Οι αρχηγοί της εξέγερσης σε σύσκεψη στο Τεπελένι αποφασίζουν και ζητούν από τον Όθωνα και την ελληνική κυβέρνηση βοήθεια και απαιτούν την ένωσή τους με το ελληνικό κράτος. Φυσικά η βοήθεια δεν έφτασε ποτέ, το αίτημα έμεινε αναπάντητο και η εξέγερση καταπνίγηκε. Οι Γκιών Λέκας (ή Γκιολέκας) και Τσέλιο Πίτσαρη, από τους πρωταγωνιστές της εξέγερσης, καταφεύγουν στην Ελλάδα.
-- Δέκα χρόνια αργότερα, το 1854, με την έκρηξη του Κριμαϊκού πολέμου, ξεκινά άλλη προσπάθεια, που καταλήγει σε ναυάγιο. Από την πλευρά των Ελλήνων συμμετέχουν ο γιος του Καραϊσκάκη Σπυρίδων, ο γιος του Πλαπούτα Κολίνος, ο Θεόδωρος Γρίβας και ο Κίτσος Τζαβέλας.
-- Είκοσι χρόνια αργότερα γίνονται, επίσημα και ανεπίσημα, νέες συζητήσεις ανάμεσα σε ηγέτες των υπόδουλων Αλβανών και αντιπροσώπους της ελληνικής κυβέρνησης, για να εξασφαλιστεί η συμμετοχή των πρώτων σε ενδεχόμενη επανάσταση εναντίον των Τούρκων. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον δείχνουν ο Σουλιώτης Δημήτριος Νότη Μπότσαρης και  Σπυρομήλιος από τη Χειμάρα. Και στην επανάσταση του 1877 στη Θεσσαλία ξαναβρίσκουμε τον Τσέλιο Πίτσαρη με δικό του σώμα Αρβανιτών.

          Στο μεταξύ, οι διεθνείς συγκυρίες και η ολοένα φθίνουσα δύναμη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας  δίνουν την εντύπωση ότι πλησιάζει η ώρα του μεγάλου εθνικού δυναμικού άλματος για την πραγμάτωση της Μ. Ιδέας. Η ελληνική πλευρά δεν είναι έτοιμη οικονομικά και στρατιωτικά, παρ’ όλο που διάφορες «εθνικές» εταιρείες και ομάδες πιέζουν τις κυβερνήσεις της Αθήνας για άμεση ανάληψη δράσης. Από την άλλη πλευρά βρίσκεται σε ανάπτυξη από τα μέσα του 19ου  αιώνα ο αλβανικός εθνισμός στηριζόμενος σ’ ένα κίνημα διαφωτισμού, με πρωτεργάτες τους Ντόρσα, Χριστοφορίδη, Βεκιλχάρτζη, οι αδελφοί Ναϊμ και Σάμι Φράσερι κ.ά., οι οποίοι προβάλλουν την αναγκαιότητα ίδρυσης αλβανικών σχολείων στα αλβανικά εδάφη και την αποτίναξη της οθωμανικής κατοχής. (Σημειώνουμε ότι ο Βεκιλχάρτζη συνέγραψε την πρώτη γραμματική της αλβανικής γλώσσας, ενώ ο Ναίμ Φράσερι φοίτησε στη Ζωσιμαία Σχολή στα Γιάννενα, γνώριζε ελληνικά, λατινικά, γαλλικά, τουρκικά, αραβικά και περσικά. Μετέφρασε την Ιλιάδα του Ομήρου στα αλβανικά και τουρκικά. Το 1886 έγραψε το ποίημα «Ο αληθής πόθος των Σκιπετάρων» στα ελληνικά και έκανε λόγο για τη συνύπαρξη όλων των βαλκανικών λαών – ο «Ρήγας» των Αλβανών.
          Όλη αυτή η ζύμωση και κινητικότητα οδηγεί το 1878 (είναι η εποχή των συνοριακών κατασκευασμάτων στα Βαλκάνια από τις Μ. Δυνάμεις με τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου και το Συνέδριο του Βερολίνου) στη συγκρότηση της λεγόμενης «Λίγκας της Πρισρένης», που χαρακτηρίζεται σταθμός στην εξέλιξη της νεότερης ιστορίας των Αλβανών. Δύο είναι οι στόχοι της Λίγκας: να αντισταθεί σε κάθε προσπάθεια κατάκτησης εδαφών που θεωρεί αλβανικά και να πετύχει ένα αυτόνομο καθεστώς μέσα στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Στη συνέχεια η Λίγκα αυτή μετεξελίσσεται το 1880 σε προσωρινή κυβέρνηση της Αλβανίας, αλλά  τον επόμενο χρόνο διαλύεται από τις οθωμανικές δυνάμεις.
          Στο διάστημα 1880-1907 οι διαβουλεύσεις μεταξύ Ελλήνων και Αλβανών δεν έχουν σταματήσει. Στην Ελλάδα διατυπώνεται η σκέψη για δημιουργία ενός ομόσπονδου ελληνο-αλβανικού κράτους:
--  Το 1894 ιδρύεται στην Αθήνα η πατριωτική εταιρεία «Ελληνισμός» από έγκυρους επιστήμονες και άλλους διανοούμενους, όπως οι πανεπιστημιακοί καθηγητές Π. Καρολίδης, Ν. Καζάζης και οι Γ. Στρέιτ, Βιρβίλης κ.ά. Ο «Ελληνισμός» θα στηρίξει τις κινήσεις για ελληνο-αλβανική προσέγγιση, σε αντίθεση με μια άλλη οργάνωση, τη λεγόμενη «Πατριωτική Εταιρεία», η οποία πολεμούσε τη σύμπραξη των δύο λαών και με τις υπερεθνικιστικές της διακηρύξεις οδήγησε την ελληνική κυβέρνηση στον «ατυχή» πόλεμο του 1897 με τη γνωστή  ταπεινωτική ήττα.
-- Την ίδια περίοδο ιδρύεται στην Αθήνα ο «Αρβανίτικος Σύνδεσμος» με πρόεδρο το συνταγματάρχη Μηχανικού Μάρκο Νότη Μπότσαρη. Το 1897 ο γραμματέαςτου Συνδέσμου εκδίδει το «Αλβανικόν ζήτημα», μελέτη  την οποία απευθύνει και αφιερώνει στο βασιλιά Γεώργιο Α΄ και στην οποία υπογραμμίζει τους πατροπαράδοτους δεσμούς Ελλήνων και Αλβανών καθώς και την επιτακτική ανάγκη σύμπραξη με τους Αλβανούς πριν από οποιαδήποτε σύγκρουση με τους Τούρκους.
-- Το 1899 δημοσιεύεται η Προκήρυξη του Αρβανίτικου Συνδέσμου σε γλώσσα ελληνική και υπογράφεται από γόνους σουλιώτικων ηρωικών οικογενειών: Μπότσαρης, Τζαβέλας και Σέχου (προφανώς απόγονος της γνωστής Δέσπως Σέχου-Τζαβέλα). Με την Προκήρυξη αυτή προτείνεται η ίδρυση ομόσπονδου ελληνο-αλβανικού κράτους, όπου κάθε εθνότητα θα διατηρούσε την αυτονομία της και θα καλλιεργούσε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της. Σας αναφέρω χαρακτηριστικά αποσπάσματα: «Τους Έλληνες τους γνωρίζομε και μας γνωρίζουν. Ζήσαμε χιλιάδες χρόνια με τους Έλληνες και ζούμε ακόμα σαν αδέρφια». «΄Ο,τι είναι ελληνικό είναι κι αρβανίτικο κι ό,τι είναι αρβανίτικο είναι κι ελληνικό. Το αίμα νερό δε γίνεται». «Εννοούμε την ένωση μόνο σε μια φανερή και συμφωνημένη συμμαχία κι επιμαχία, έχοντας τον ίδιο βασιλιά, τον ίδιο υπουργό των Εξωτερικών […]». «Εμπρός αδέρφια! Ελάτε να γείνωμε ένα Ελληνοαρβανίτικο Βασίλειο, και πρέπει να γείνωμε, γιατί έχομε ένα αίμα, μια Πατρίδα κι ένα Θεό!».
          Όλα τα παραπάνω ίσως να ακούγονται σήμερα παράξενα και απίθανα. Όμως όλα αυτά συνιστούν αναμφισβήτητα γεγονότα - μόνο που έχουν εξοριστεί από τη σχολική ιστορία, έχουν πεταχτεί στο χώρο της λήθης. (Θα μου επιτρέψετε στο σημείο αυτό μια παρέκβαση: θα έπρεπε το Υπουργείο Παιδείας, με το δεδομένο της φοίτησης μεγάλου αριθμού Αλβανόπουλων στα σχολεία μας, να είχε δώσει οδηγίες ή να είχε εκδώσει και αποστείλει στα σχολεία- αλλά και για εξωσχολική κατανάλωση – φυλλάδιο σχετικό με αυτές τις νεότερες και σύγχρονες κοινές αγωνίες και κοινούς αγώνες Ελλήνων και Αλβανών. Θα ήταν μια προσφορά στην παιδεία της ειρήνης και της συνεργασίας, θα δημιουργούσε εποικοδομητικό κλίμα μέσα στους σχολικούς χώρους, θα συνέβαλε καθοριστικά στη συμβίωση των δύο πλευρών).
          Για να υπήρχε, λοιπόν,  τότε αυτή η κινητικότητα, για να διατυπώνονταν τέτοιες απόψεις και μάλιστα από έγκριτα πρόσωπα του επιστημονικού χώρου και για να απευθύνονταν τέτοιες προτάσεις όχι από τυχαία πρόσωπα ακόμη και προς το βασιλιά της χώρας σημαίνει αναντίρρητα ότι αυτή ήταν τότε η πραγματικότητα. Ο ελληνικός λαός είχε εκτιμήσει θετικά τη συμβολή των Αρβανιτών στην ελληνική Επανάσταση, βίωνε τις αρμονικές σχέσεις μαζί τους στην ελεύθερη τώρα πλέον καθημερινότητά του και φυσικά δεν θα είχε αντίρρηση για κάποιας μορφής πολιτική συνεργασία ή και κρατική σύμπραξη ακόμη και ενοποίηση.
         Τελικά τίποτε από αυτά δεν πραγματοποιήθηκε, γιατί τα συμφέροντα και οι διπλωματικοί χειρισμοί των Μ. Δυνάμεων στη Βαλκανική αλλά και οι ελληνικές εθνικές πολιτικές μαζί με τις γενικότερες τότε συγκυρίες οδήγησαν τα πράγματα προς άλλες κατευθύνσεις. Η Αυστρο-Ουγγαρία επιθυμούσε ανεξάρτητη Αλβανία, ανταγωνιστική στη γειτονική της και μόνιμα εχθρική της Σερβία, ενώ για την Ιταλία ένα μικρό ανεξάρτητο αλβανικό κράτος εύκολα θα χειραγωγείτο και θα αποτελούσε εύκολη πρόσβαση για τις επεμβάσεις της στα Βαλκάνια. Από την άλλη πλευρά οι ελληνικές κυβερνήσεις προτιμούσαν ανεξάρτητη Αλβανία φιλική βέβαια προς την Ελλάδα, κάτι που ήταν σύμφωνο και με τις επιδιώξεις Αλβανών εθνικιστών, που τότε διαχειριζόμενοι την πορεία των αλβανικών πραγμάτων προσέβλεπαν σε δικό τους ανεξάρτητο κράτος και όχι σε ομοσπονδία με τους Έλληνες.

          Ο 20ός αιώνας από την έναρξή του προοιωνίζει αλλαγές, καθώς εντείνεται η κινητικότητα στο βαλκανικό χώρο από τις ενέργειες των υπόδουλων εθνοτήτων και των μικρών ανεξάρτητων βαλκανικών κρατών, ενώ οι Μ. Δυνάμεις κινούνται για εφαρμογή των επεκτατικών τους στόχων με το δεδομένο της συνεχούς κρίσης του «μεγάλου ασθενούς», της Οθωμανικής δηλαδή αυτοκρατορίας, δίνοντας τελική λύση στο Ανατολικό ζήτημα. Μετά την επανάσταση των Νεοτούρκων (1908), καθώς οι υπόδουλες εθνότητες μπορούν να εκφραστούν ελεύθερα, στο βιλαέτι των Ιωαννίνων (από το Αργυρόκαστρο μέχρι την Πρέβεζα) η αλβανική πολιτική λέσχη «Bashkimi», που θα καταστεί κέντρο αφύπνισης και εθνικής συνείδησης των Αλβανών, θα έχει καλές σχέσεις με το σύνοικο ελληνικό στοιχείο.
           Το καλοκαίρι του 1912 οι Αλβανοί κατορθώνουν να εξασφαλίσουν σημαντικές παραχωρήσεις από τους Νεότουρκους, ανάμεσα στις οποίες και τη διασφάλιση των αλβανικών εδαφών: η οθωμανική κυβέρνηση τους αναγνωρίζει ως αλβανικά εδάφη τα βιλαέτια Σκόδρας και Ιωαννίνων (από το τελευταίο διεκδικεί εδάφη η Ελλάδα) και μεγάλα τμήματα  των βιλαετιών Κοσόβου και Μοναστηριού ( τα οποία η Σερβία τα θεωρεί σερβικά εδάφη). Το γεγονός αυτό δηλαδή είναι και ένας από τους λόγους που τα βαλκανικά κράτη δε συμπεριλαμβάνουν στην αντιτουρκική συμμαχία τους ενόψει των Βαλκανικών πολέμων τους Αλβανούς. Και ενώ οι τελευταίοι με επικεφαλής τον Ισμαήλ Κεμάλ έχουν διακηρύξει την ανεξαρτησία τους, κατά τη διάρκεια του Α΄ Βαλκανικού πολέμου βλέπουν να καταλαμβάνονται εδάφη τους από τα μαυροβούνια, τα σερβικά και τα ελληνικά στρατεύματα. Τελικά, οι Μ. Δυνάμεις της εποχής (Αυστρο-Ουγγαρία, Ιταλία, Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία και Ρωσία) αποδέχονται με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου στις 29 Ιουλίου 1913 τη δημιουργία ανεξάρτητου αλβανικό κράτους κάτω από την προστασία τους.
          Στο μεταξύ, οι ελληνικές διεκδικήσεις στα νότια διαμερίσματα της Αλβανίας περιλαμβάνουν τις υπό ελληνική στρατιωτική κατοχή πόλεις της Κορυτσάς, Πρεμετής, Αργυρόκαστρου, Τεπελενιού, Δέλβινου, Χειμάρας και Αγίων Σαράντα. Πρόκειται για μια ζώνη, όπου πλειοψηφεί σχετικά το ορθόδοξο στοιχείο απέναντι στο μουσουλμανικό. Όμως το μεγαλύτερο μέρος αυτών των ορθόδοξων πληθυσμών είναι αλβανόφωνο. Συμπαγείς πληθυσμοί ελληνοφώνων, που ζουν σε αυτά τα  μέρη βρίσκονται συγκεντρωμένοι στα χωριά νότια της Πρεμετής και του Αργυρόκαστρου.
          Να τι γράφει ο Π. Αραβαντινός στη «Χρονογραφία της Ηπείρου» (1856, Β΄, σσ. 18, 41, για τον αλβανικό χαρακτήρα Κορυτσάς και Αργυρόκαστρου): «Η Κορυτζά […] οικουμένη ήδη υπό 200 οικογενειών των πλειόνων χριστιανών αλβανικής φυλής». «Οικείται ήδη η πόλις αύτη [του Αργυρόκαστρου] υπό 2000 περίπου οθωμανικών οικογενειών, των πλείστων αλβανικής φυλής, πλουσίων και επιχειρηματιών, και υπό 200 χριστιανικών μικρεμπόρων και τεχνιτών».
          Στις 17 του Δεκέμβρη 1913 καθορίζονται με το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας τα ελληνοαλβανικά σύνορα. Στο έδαφος τελικά του νέου ανεξάρτητου κράτους της Αλβανίας παραμένουν100 περίπου ελληνόφωνα χωριά 120.000 συνολικά κατοίκων, ενώ στο ελληνικό έδαφος 17-20.000 μουσουλμάνοι Αλβανοί – πρόκειται για τους γνωστούς Τσάμηδες που κατοικούσαν στην Τσαμουριά, στη ηπειρωτική δηλαδή Θεσπρωτία. Παράλληλα, οι Μ. Δυνάμεις εκβιάζουν την κυβέρνηση Βενιζέλου ότι η οριστική παραχώρηση των νησιών του κεντρικού και βόρειου Αιγαίου στην Ελλάδα θα εκτελεστεί, αφού αποχωρήσουν τα ελληνικά στρατεύματα από τα εδάφη που αποδόθηκαν στην Αλβανία. Ζητούν επίσης από τον Έλληνα πρωθυπουργό να μην υποστηρίξει με κανένα τρόπο οποιαδήποτε κίνηση αυτονομίας των Ελλήνων της νότιας Αλβανίας. Και ο Βενιζέλος διατάζει την εκκένωση των συγκεκριμένων εδαφών. Με απόφαση, μάλιστα, της ελληνικής Βουλής τον επόμενο χρόνο(1914) εντάχθηκε  στην αλβανική επικράτεια και το νησάκι Σάσων, που βρίσκεται λίγα μίλια έξω από το λιμάνι της Αυλώνας – ένα νησάκι με στρατηγική σημασία, το οποίο γεωγραφικά ανήκε στα Επτάνησα, αλλά μετά την Ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα ποτέ καμιά κυβέρνηση δεν το παρέλαβε, με αποτέλεσμα να το εκμεταλλεύονται Αλβανοί βοσκοί.
          Έτσι, λοιπόν, οι παραπάνω δεσμεύσεις δεν επέτρεψαν στον Βενιζέλο να υποστηρίξει τον ξεσηκωμό των Ελλήνων της νότιας Αλβανίας, οι οποίοι,  από το Φεβρουάριο του 1914, με έδρα το Αργυρόκαστρο κατηγορούσαν την ελληνική κυβέρνηση για προδοσία και ζητούσαν από την αλβανική κυβέρνηση την παραχώρηση αυτονομίας. Πάντως, επρόκειτο για έναν αγώνα περιορισμένου στρατιωτικά χαρακτήρα, που αποσκοπούσε κυρίως στην ενίσχυση της διπλωματικής θέσης της ελληνικής πλευράς. Οι όποιες, τελικά, συμφωνίες επιτεύχθηκαν, έμειναν στα χαρτιά. Και τούτο, γιατί λίγο αργότερα (καλοκαίρι 1914) ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος και μέχρι τον Οκτώβρη, λόγω εσωτερικών –στην Αλβανία-αναταραχών, ο ελληνικός στρατός ανακατέλαβε τις διεκδικούμενες περιοχές, οι Ιταλοί αποβιβάστηκαν στην Αυλώνα καταλαμβάνοντας και τη Σάσωνα και ο αυστρο-ουγγρικός στρατός κατευθυνόταν προς τη βόρεια Αλβανία.
          Το νέο αλβανικό κράτος αντιμετώπισε εκείνη την περίοδο πράγματι τη διάλυση. Τα εδάφη του έχουν μετατραπεί σε «ξέφραγο αμπέλι» και πεδίο πολεμικών συγκρούσεων ξένων κρατών. Η Γαλλία καταλαμβάνει την Κορυτσά. Η Ιταλία, εκμεταλλευόμενη την αρχική (μέχρι το 1917) ελληνική ουδετερότητα, εκτοπίζει σταδιακά τον ελληνικό στρατό από τα αλβανικά εδάφη και τον φτάνει (Ιούνιος 1917) μέχρι τα Γιάννενα, τα οποία και τα κατέχει. (Θα αποχωρήσει από την ελληνική Ήπειρο μετά την είσοδο της Ελλάδας στον Πόλεμο). Ταυτόχρονα, διακηρύσσει ότι θέτει την Αλβανία κάτω από την προστασία του βασιλιά της Ιταλίας και ότι θα εργαστεί για τη δημιουργία της μεγάλης Αλβανίας, επιδιώκοντας έτσι να αντιμετωπίσει την κάθοδο των Σέρβων στα νότια και την έξοδό τους στην Αδριατική.
          Η κατάσταση παραμένει έτσι μέχρι το 1921, οπότε το Νοέμβρη του ίδιου χρόνου η συνδιάσκεψη των Μ. Δυνάμεων στο Παρίσι επιβεβαιώνει την ανεξαρτησία της Αλβανίας κάτω από την ιταλική κηδεμονία και το Φεβρουάριο του 1922 καθορίζονται τα σύνορα του κράτους: η Σερβία κρατά την αλβανόφωνη περιοχή του Κοσσόβου, και η Ελλάδα χάνει οριστικά την ελληνόφωνη περιοχή της νότιας Αλβανίας, αρκούμενη στις διαβεβαιώσεις για σεβασμό των γλωσσικών και θρησκευτικών δικαιωμάτων των 40.000 περίπου ελληνόφωνων. Εξάλλου, εκείνη την περίοδο η Ελλάδα είχε τα βλέμματά της στραμμένα στο μικρασιατικό μέτωπο, ενώ σε λίγους μήνες θα αντιμετώπιζε την κατάρρευση του μετώπου και τον ερχομό των Μικρασιατών Ελλήνων προσφύγων.
          Η δεκαετία του 1920, παρά την πολιτική αστάθεια και των δύο γειτονικών κρατών (προσφυγικό πρόβλημα, αδύναμη Δημοκρατία και πραξικοπήματα στην Ελλάδα, συντηρητικές κυβερνήσεις, πραξικοπήματα με κατάληξη την εδραίωση της μοναρχίας Ζώγου στην Αλβανία), έχει να επιδείξει σοβαρές προσπάθειες ελληνο-αλβανικής προσέγγισης σε θέματα κυρίως μορφωτικά και εμπορικά: Αλβανοί με υποτροφίες της ελληνικής κυβέρνησης σπουδάζουν στα ανώτερα και ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα και τις στρατιωτικές σχολές. Σε αυτό το πλαίσιο της ελληνο-αλβανικής προσέγγισης ιδρύεται το 1926 στην Αθήνα Ελληνο-Αλβανικός Σύνδεσμος, του οποίου καταστατικός σκοπός ορίζεται «η ανάπτυξις και ενίσχυσις των πνευματικών, των οικονομικών, των κοινωνικών και πολιτικών σχέσεων μεταξύ των δύο εθνών», με ιδρυτικά μέλη, ανάμεσα σε άλλους, τους πανεπιστημιακούς καθηγητές Κ. Άμαντο, Ηλ. Αναστασιάδη, Μ. Βολονάκη και Στ. Σεφεριάδη, τους υψηλόβαθμους στρατιωτικούς Ν. Βότση και Ι. Ηπίτη, ναυάρχους και Βασ. Μελά, υποστράτηγο, τους διπλωματικούς παράγοντες Ν. Πανουργιά, πρέσβη, και Μ. Τσαμαδό, διευθυντή υπουργείου Εξωτερικών, τους δημοσιογράφους Α. Καμπάνη, Στ. Πεσματζόγλου και Κ. Φαλτάϊτς κ.ά. Παράλληλα, διαπιστώνονται σοβαρές αντιφάσεις: η Ελλάδα είναι η πρώτη χώρα που αναγνωρίζει το νέο μοναρχικό καθεστώς της Αλβανίας (1928), αν και η γειτονική χώρα έχει ξεκινήσει, έμμεσα στην αρχή, τον περιορισμό των ελληνικών σχολείων (τα 78 του 1925 θα γίνουν 10 το 1932)  και της θρησκευτικής ελευθερίας του ελληνικού πληθυσμού.

          Ωστόσο, η φασιστική Ιταλία προετοιμάζει την Αλβανία για τα επεκτατικά της σχέδια στη Βαλκανική: της παρέχει δάνεια, την ενισχύει με επιστημονικό δυναμικό, της οργανώνει το στρατό. Και έτσι, τον Απρίλη του 1939, όταν και τυπικά θα την καταλάβει, η Αλβανία θα έχει ουσιαστικά καταστεί  διοικητικό διαμέρισμα της Ιταλίας. Να σημειωθεί εδώ ότι ακριβώς αυτή την περίοδο θα ενταθεί η ανθελληνική προπαγάνδα της αλβανικής κυβέρνησης, ενώ η ιταλική κατασκοπεία θα σκηνοθετεί επεισόδια στα σύνορα με την Ελλάδα, προκειμένου να δικαιολογήσει την επίθεση που σχεδίαζε κατά της Ελλάδας.
          Κατά τον ελληνο-ιταλικό πόλεμο (1940-41) ο ελληνικός στρατός θα φτάσει μέχρι το Αργυρόκαστρο και τη Χειμάρα, η επίθεση όμως των Γερμανών δημιουργεί νέα δεδομένα. Οι φασιστικές αλβανικές δυνάμεις των «Μπαλί Κομπιτάρ» (κάτι σαν τα δικά μας «Τάγματα Ασφαλείας») εισέρχονται στη Θεσπρωτία, όπου εκεί ζούσαν τότε περίπου 20.000 Τσάμηδες (στις επαρχίες Φιλιατών, Μαργαριτίου και Παραμυθιάς). Αλλά ποιοι είναι αυτοί οι Τσάμηδες, που τα τελευταία χρόνια ξανάρχονται στην επικαιρότητα με τη δραστηριότητα συλλόγων Τσάμηδων στη γειτονική Αλβανία;
          Οι πρόγονοί τους ήταν χριστιανοί Αλβανοί εγκατεστημένοι στην περιοχή της  Θεσπρωτίας (της Τσαμουριάς), που εξισλαμίστηκαν πιθανόν βίαια κατά το 17ο αιώνα, ύστερα από την αποτυχημένη επανάσταση του Διονύσιου του Σκυλόσοφου το 1611 στην Ήπειρο. Και σε όλη την περίοδο της Τουρκοκρατίας συγκατοίκησαν με τους γύρω χριστιανικούς πληθυσμούς χωρίς ιδιαίτερο πρόβλημα. Αντίθετα, όπως παραπάνω επισημάναμε, συνεργάστηκαν Έλληνες και Αλβανοί εναντίον των Τούρκων. Στη διάρκεια, όμως, των Βαλκανικών πολέμων «το γυαλί άρχισε να ραγίζει». Με το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας (Δεκέμβριος 1913), που καθορίστηκαν τα ελληνο-αλβανικά σύνορα, οι Τσάμηδες δεν μετακινήθηκαν προς την Αλβανία.
          Με τη συνθήκη της Λωζάννης (1923), στο πλαίσιο της ανταλλαγής των πληθυσμών, ενώ ετοιμάζονταν ως μουσουλμάνοι να αναχωρήσουν, τελικά (1926) παρέμειναν, επειδή θεωρήθηκαν μουσουλμάνοι από εξισλαμισμό και δεν ήταν φυσικά τουρκικής καταγωγής. Όμως από τότε άρχισαν να δημιουργούνται σοβαρά προβλήματα: κάποιοι που έφυγαν, έχασαν την περιουσία τους, χωρίς ποτέ να αποζημιωθούν, σε άλλων τις περιουσίες οι Αρχές εγκατέστησαν πρόσφυγες, οι περισσότεροι από τους οποίους βέβαια θα αναχωρήσουν αργότερα για τη Δ. Μακεδονία  κ.α. Η διαμάχη σχετικά με τη γη συντηρήθηκε σε όλη την περίοδο του Μεσοπολέμου, καθώς η ελληνική Βουλή δεν επικύρωνε τις συμβάσεις που είχαν υπογραφτεί μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας από το 1925 και προέβλεπαν τους όρους κάτω από τους οποίους θα γινόταν η τυχόν απαλλοτρίωση των αλβανικών ιδιοκτησιών. Έτσι, προέκυψαν έντονες προστριβές και συμπλοκές, οι οποίες συνεχίζονταν, μέχρι τις παραμονές του ελληνο-ιταλικού πολέμου, ενώ παράλληλα στην Αλβανία δημιουργήθηκε μια κοινότητα εκπατρισμένων Τσάμηδων, η οποία προετοίμαζε τη στιγμή της επιστροφής στις εστίες της.
           Ο Μουσολίνι αξιοποίησε αυτή την αντιπαλότητα στα σχέδιά του. Στο γνωστό τελεσίγραφο που ο Τσιάνο παρέδωσε στο δικτάτορα Μεταξά τα χαράματα της 28ης Οκτωβρίου 1940 αναφερόταν: «Η ιταλική κυβέρνησις δέον σχετικώς να υπενθυμίση τας προκλητικάς ενεργείας […] διά της τρομοκρατικής πολιτικής σας έναντι του πληθυσμού της Τσαμουριάς». Να σημειώσουμε εδώ ότι οι Τσάμηδες δεν είχαν καλές αναμνήσεις από το καθεστώς του Μεταξά, το οποίο γενικότερα ασκούσε πιέσεις στις μειονότητες της χώρας, πιέσεις που «έθρεφαν» την αλυτρωτική πολιτική και όξυναν τις τοπικές εντάσεις. Από την πλευρά, ωστόσο, των Τσάμηδων, μερικές από της σημαντικές οικογένειες της μειονότητας το τελευταίο διάστημα είχαν στραφεί για στήριξη στη φασιστική Ιταλία και έτσι μετέφεραν στα χωριά της μειονότητας εθνικιστικές και φασιστικές απόψεις.
          Σοβαρά γεγονότα εκδικήσεων και αντεκδικήσεων καταγράφηκαν με την είσοδο των Ιταλών στρατιωτών στην Τσαμουριά, οι οποίοι συνοδεύονταν από μονάδες Αλβανών εθελοντών κυρίως Τσάμηδων, ενώ στη συνέχεια οι ελληνικές στρατιωτικές  αρχές προέβησαν σε διώξεις του μειονοτικού στοιχείου – ανάμεσα στους εκτελεσθέντες ήταν και ο μουφτής της Παραμυθιάς. Και οι αντιπαλότητες θα οξυνθούν στα τέλη του 1942, όταν ένας από τους σοβαρότερους και ισχυρότερους ηγέτες των Τσάμηδων, ο Γιασίν Σαντίκ, βρέθηκε δολοφονημένος από αγνώστους. Την επόμενη μέρα απήχθησαν από την κοινότητα των Σπαθαραίων ο πρόεδρος Βασ. Τσούπης και ο ιερέας Σπ. Νούτσης μαζί με άλλους και θανατώθηκαν. Στο μεταξύ, στην ευρύτερη περιοχή της Θεσπρωτίας οι κατοχικές ιταλικές δυνάμεις χρησιμοποιούσαν ένοπλους Τσάμηδες για τη σύλληψη χριστιανών Ελλήνων φυγόδικων ή ανταρτών, με αποτέλεσμα σιγά-σιγά να δημιουργηθεί ένα τοπικό σύστημα «κρατικής οργάνωσης» στους μουσουλμάνους της Θεσπρωτίας με δικαιώματα επιβολής στην περιοχή.
          Και φθάσαμε στο 1943-1944, που ήταν οι χρονιές της γενικευμένης σύγκρουσης. Μετά τις εκτελέσεις Ελλήνων από τους Τσάμηδες, ο ΕΔΕΣ του Ναπ. Ζέρβα πέρασε σε γενική επίθεση στην περιοχή τον Ιούνιο του 1944, εκμεταλλευόμενος τη σύμπτυξη των γερμανικών στρατιωτικών δυνάμεων. Μέσα σε λίγες ώρες, στις 27 Ιουνίου, η Παραμυθιά μεταβλήθηκε σε σφαγείο. Το ίδιο επαναλήφθηκε τις επόμενες μέρες και στο Φιλιάτι και τα γύρω μουσουλμανικά χωριά, ενώ οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ, που βρίσκονταν πιο πάνω από τις ζώνη ευθύνης του ΕΔΕΣ, περιορίστηκαν στο να συνδράμουν τους κυνηγημένους και εξαθλιωμένους Τσάμηδες. (Να σημειωθεί ότι  εκείνες οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ απαρτίζονταν από χριστιανούς και μουσουλμάνους αντάρτες). Οι περισσότεροι από τους εναπομείναντες έφυγαν προς την Αλβανία. Και το έργο αυτό το ολοκλήρωσε το 1945 το Ειδικό Δικαστήριο Δοσιλόγων στα Γιάννενα, το οποίο καταδίκασε, μετά από υποβολή σχετικών μηνύσεων, 1930 Τσάμηδες ερήμην, των οποίων οι  περιουσίες δημεύτηκαν και μοιράστηκαν σε Έλληνες ακτήμονες της περιοχής. Μέχρι το 1947, και οι λίγοι που είχαν απομείνει έφυγαν.
          Πάνω σε αυτά, λοιπόν, τα πραγματικά γεγονότα στηριζόμενη η αλβανική Βουλή,  το 1994 ανακήρυξε την 27η Ιουνίου ως ημέρα μνήμης της «γενοκτονίας» των Τσάμηδων. Πέρα από τις τυχόν αντιρρήσεις που μπορούν να διατυπωθούν για τον όρο «γενοκτονία», η ιστορική αλήθεια είναι ότι στο όνομα της εθνικής και θρησκευτικής καθαρότητας θανατώθηκαν 2.000 περίπου μουσουλμάνοι συμπατριώτες μας. Και, επίσης, ιστορική αλήθεια είναι το ότι το νέο καθεστώς της Αλβανίας δεν προχώρησε, αν και μπαίναμε σε κλίμα Ψυχρού πολέμου, σε αντίποινα σε βάρος της εκεί ελληνικής μειονότητας. Τα τελευταία, πάντως, χρόνια με τα νέα πολιτικά δεδομένα στη γειτονική χώρα έχει ανακινηθεί θέμα Τσάμηδων.

          Ωστόσο, το αντάρτικο του ΕΛΑΣ συνεργάστηκε κατά τη διάρκεια της Κατοχής με το αντίστοιχο παρτιζάνικο κίνημα της Αλβανίας, το οποίο ξεκίνησε το φθινόπωρο του 1942. Και μάλιστα σε αυτό σημαντική υπήρξε η συμμετοχή των Ελλήνων της Αλβανίας. Το βιβλίο του μειονοτικού δημοσιογράφου και ερευνητή Μενέλαου Δαλιάνη «Η Εθνική Αντίσταση της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία 1940-1944» (2000) καθώς και το πρόσφατο βιβλίο (2009) του Βαγγέλη Νάστου, «Το ΕΑΜ των Ελλήνων της Αλβανίας. Ο αγώνας των Ελλήνων της Αλβανίας ενάντια στους Ιταλούς-Γερμανούς κατακτητές (1942-1945)», με πολλές φωτογραφίες και προσωπικές μαρτυρίες δίνουν παραστατικά τη δράση των Ελλήνων της μειονότητας πλάι στους Αλβανούς αντιστασιακούς παρτιζάνους   για το διώξιμο των Ιταλο-Γερμανών από την Αλβανία. Ηγετική μορφή της αλβανικής αντίστασης αναδείχτηκε ο καθηγητής γαλλικής γλώσσας από το Αργυρόκαστρο Ενβέρ Χότζα. Στα ελληνο-αλβανικά σύνορα έφτασε μετά τη Βάρκιζα ο Άρης Βελουχιώτης με τους λίγους πιστούς άνδρες του, αλλά δε δέχτηκε να μείνει στη χώρα παρά την πρόσκληση από την πλευρά των Αλβανών συντρόφων του. Αλλά και αργότερα, στα ταραγμένα χρόνια του ελληνικού εμφύλιου πολέμου, ο αλβανικός λαός και η κυβέρνηση του Χότζα, που από τον Ιανουάριο του 1946 είχε ανακηρύξει την Αλβανία Λαϊκή Δημοκρατία, προσέφεραν σημαντική βοήθεια στο Δημοκρατικό Στρατό καθώς και στους κυνηγημένους αμάχους.
          Ήδη έχουμε μπει στην περίοδο του Ψυχρού πολέμου, με την Ελλάδα να παραμένει στη Δύση και την Αλβανία να περνάει στο σοσιαλιστικό στρατόπεδο. Οι σχέσεις των δύο χωρών είναι τεταμένες, καθώς από την ελληνική επισημοποιείται το καθεστώς της «εμπόλεμης κατάστασης». Κατά καιρούς ανακινείται από την Ελλάδα το ζήτημα της ελληνικής μειονότητας, παρ’ όλο που η κυβέρνηση του Χότζα έχει αναγνωρίσει και προστατεύει, και μάλιστα σε περίοδο Ψυχρού πολέμου, τα δικαιώματα της μειονότητας. Άλλωστε, δεν είναι λίγοι οι Έλληνες που συμμετέχουν σε στελεχικές θέσεις του Κόμματος Εργασίας και της κυβέρνησης.
          Και η πρώτη ελληνική κυβέρνηση που θα προχωρήσει στην αποκατάσταση διπλωματικών σχέσεων με τα Τίρανα και θα ανταλλάξει πρεσβευτές, θα είναι η Χούντα του Παπαδόπουλου τον Απρίλη του 1971. Παράδοξο αλλά αληθινό. Και θα φτάσουμε στην πρώτη τετραετία της διακυβέρνησης της Ελλάδας από το ΠΑΣΟΚ, για να καταργηθεί με μια ιστορική απόφαση (το 1985) της ελληνικής κυβέρνησης το απαράδεκτο καθεστώς της «εμπόλεμης κατάστασης» μετά από πρωτοβουλία και ενέργειες του Κάρολου Παπούλια, υπουργού τότε των Εξωτερικών. Έτσι, επιτρεπόταν πια η επικοινωνία μεταξύ των δύο λαών μετά από 40 χρόνια αποκλεισμού. Τέλος, από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 άρχισε να διογκώνεται το κύμα Αλβανών μεταναστών στη χώρα μας. Αλλά αυτά είναι γνωστά, γι’ αυτό και εδώ σταματώ.

          Νιώθω πως σας κούρασα. Ίσως κάπου να ήμουν περισσότερο αναλυτικός και αλλού συνοπτικότερος. Σίγουρα δεν είναι εύκολο μέσα από μια εισήγηση να παρουσιάσεις μια σύνθετη πράγματι πορεία – πολιτική, στρατιωτική, διπλωματική – δύο λαών δυναμικών, οι οποίοι με τις δράσεις και τις αντιδράσεις τους, τις αντιπαλότητες και τις συνεργασίες τους, τις υπερβολές και το ρεαλισμό τους κράτησαν για αιώνες σε συνεχή εγρήγορση τούτη τη γωνιά της Βαλκανικής. Ελπίζω, πάντως, ότι πληροφορίες που προσφέραμε, ενταγμένες πάντοτε στο ιστορικό τους πλαίσιο, να δημιουργήσουν θετικούς προβληματισμούς και να μας κάνουν, Έλληνες και Αλβανούς, πιο ικανούς, ώστε να αντικρίζουμε και να αντιμετωπίζουμε τη σημερινή και αυριανή πραγματικότητα με γνώση και σύνεση, ψυχραιμία και ρεαλισμό. Εξάλλου, η ιστορία του χτες έχει νόημα μόνο όταν μας βοηθά να απαντάμε σε ερωτήματα του σήμερα και του αύριο.



                                                          ΕΠΙΛΟΓΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ

   
 -- Αρς Γκρίγκορι, Η Αλβανία και η Ήπειρος στα τέλη του ΙΗ΄ και στις αρχές του ΙΘ΄                                    αιώνα, μτφρ. Αντωνία Διάλλα, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 1994.
 -- Βερνίκος Νικόλας, Δασκαλοπούλου Σοφία, Στις απαρχές της νεοελληνικής ιδεολογίας. Το Χρονικό της Δρόπολης, εκδ. Τολίδη, Αθήνα 1999.
-- Βουρνάς Τάσος, Αλή πασάς Τεπελενλής. Τύραννος ή ιδιοφυής πολιτικός; εκδ. Τολίδη, Αθήνα 1978.
-- Γιοχάλας Τίτος, Ο Γεώργιος Καστριώτης-Σκεντέρμπεης εις την νεοελληνικήν ιστοριογραφίαν και λογοτεχνίαν, εκδ. Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 1975.
-- Γιοχάλας Τίτος, Ελληνικά επώνυμα, ονόματα και τοπωνύμια των αλβανικών κοινοτήτων της Κάτω Ιταλίας και Σικελίας, εκδ. Κέντρου Σπουδών Ν. Α. Ευρώπης, Αθήνα 1993.
-- Δαλιάνης Μενέλαος, Η Εθνική Αντίσταση της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία (1940-1944), εκδ. Τοένα, Τίρανα 2006.
-- Δαλιάνης Μενέλαος, Οι μέρες της μεγάλης ανατροπής, εκδ. Τοένα, Τίρανα 2006.
-- Δώδος Δημοσθένης, Εκλογική γεωγραφία των μειονοτήτων. Μειονοτικά κόμματα στη νότιο Βαλκανική, Ελλάδα, Βουλγαρία, Αλβανία, εκδ. Εξάντας, Αθήνα1994.
-- Καταστατικόν του Ελληνο-Αλβανικού Συνδέσμου, εν Αθήναις 1926 [ Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, HG 17.48, Κ 19).
-- Κωστόπουλος Δημήτρης, Βαλκάνια. Η οικογεωγραφία της οργής, εκδ. Στοχαστής, Αθήνα 1993.
-- Λουκάτος Σπύρος, «Τουρκο-αλβανικού φιλελληνισμού εράνισμα κατά την Ελληνικήν Εθνεγερσίαν», Λειμωνάριον, Προσφορά εις τον καθηγητήν Ν. Ε. Τωμαδάκην, Αθήνα, τόμ. ΟΓ΄- ΟΔ΄(1973), σσ. 43-63.
-- Λουκάτος Σπύρος, «Το βιλαέτι Ιωαννίνων στα χρόνια απελευθερώσεώς του από τον οθωμανικό ζυγό, 1910-1913, - Πολιτειογραφικό διάγραμμα», Μνημοσύνη, τόμ. ΙΒ΄ (1991-1993), εν Αθήναις 1995, σσ. 145-188.
-- Λουκάτος Σπύρος, «Η αποστασία των Αλβανών του Ιμπραήμ πασά και η ιστορική αποτίμησή της», Πρακτικά του Ε΄ Διεθνούς Συνεδρίου Πελοπονησσιακών Σπουδών, (Άργος – Ναύπλιον, 6-10 Σεπτ.1995), τόμ. Δ΄, Αθήναι 1997, σσ. 129-156.
-- Μαζάουερ Μαρκ, Τα Βαλκάνια, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2002.
-- Μάλαμας Λάμπρος, Αλβανία. Η νύφη των αετών, εκδ. Ελεύθερο Πνεύμα, Αθήνα 1980.
 -- Μαργαρίτης Γιώργος, Ανεπιθύμητοι συμπατριώτες. Στοιχεία για την καταστροφή των μειονοτήτων της Ελλάδας, εκδ. Βιβλιόραμα, Αθήνα 2005.
-- Μιχαήλ – Δέδε Μαρία, Οι Έλληνες Αρβανίτες, εκδ. Δωδώνη, Αθήνα 1997.
-- Μιχαλόπουλος Δημήτρης, Σχέσεις Ελλάδας και Αλβανίας, 1923-1928, εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη χ.χ.
-- Μπίρης Κώστας, Αρβανίτες, οι Δωριείς του Νεώτερου Ελληνισμού, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα 2005 (5η έκδοση).
-- Νάστος Βαγγέλης, Το Ε.Α.Μ. των Ελλήνων της Αλβανίας. Ο αγώνας των Ελλήνων της Αλβανίας ενάντια στους Ιταλούς-Γερμανούς κατακτητές (1942-1945), Θεσσαλονίκη 2009.
-- Νικολαϊδου Ελευθερία, Η αλβανική κίνηση στο βιλαέτι Ιωαννίνων και η συμβολή των λεσχών στην ανάπτυξή της (1908-1912), εκδ. Ιδρύματος Μελετών Ιονίου και Αδριατικού Χώρου, Ιωάννινα 1984.
-- Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου Μαρία, Οι βαλκανικοί λαοί. Από την τουρκική κατάκτηση στην εθνική αποκατάσταση (14ος-19ος αι.), εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2000.
-- Pollo S. – Puto A., Ιστορία της Αλβανίας από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, μτφρ. Μπάμπης Ακτσόγλου, Εκδοτική Ομάδα, Θεσσαλονίκη χ.χ.
-- Προκήρυξη του Αρβανίτικου Συνδέσμου της Αθήνας. Ένα ιστορικό ντοκουμέντο του 1899, εκδ. Θάμυρις, Αθήνα 1996.
-- Σαρηγιάννης Γεώργιος, Η δημιουργία, η εξέλιξη και η συγκρότηση της Σουλιώτικης Ομοσπονδίας (16ος – 18ος αι.), εκδ. Εταιρείας Ηπειρωτικών Μελετών, Ιωάννινα 1981.
-- Στούπης Σπύρος, Ελληνοαλβανοί – Τουρκοαλβανοί, Αρβανίτες, Βλάχοι κ. ά., Ιωάννινα 1974.
-- Χότζα Ενβέρ, Όταν τέθηκαν τα θεμέλια της νέας Αλβανίας, εκδ. Πλανήτης, Αθήνα χ.χ.
-- Χότζα Ενβέρ, Δύο φίλοι λαοί, εκδ. Πλανήτης, Αθήνα χ.χ.
-- Χρόνης Ηλίας, Αλβανία. Η γη των αντρειωμένων, Αθήνα 1984.
-- Vickers Miranda, Οι Αλβανοί, μτφρ. Εύα Πέππα, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα 1997.
-- Wilkes John, Oι Ιλλυριοί, μτφρ. Εύα Πέππα, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα 1999.

        Πέτρος Πετράτος


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου