Ανακοίνωση στο Η΄ Διεθνές Πανιόνιο Συνέδριο (Κύθηρα, 21-25 Μαΐου 2006),
Πρακτικά, Εταιρεία Κυθηραϊκών Μελετών, Κύθηρα 2009,
τ. IV B, σσ. 246-264.
Από
τα μέσα του 19ου αιώνα στο ανεξάρτητο νεοελληνικό κράτος άρχισε να
διαμορφώνεται μια εθνική αντίληψη για την ιστορία1 με κύριο εκφραστή
τον Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο (1815-1891).2 Το έργο του, η Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, στις
πρώτες δεκαετίες του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα3 συνιστούσε την
πρώτη συγκροτημένη απόπειρα συγγραφής εθνικής ιστορίας, η οποία πρόσφερε τα
επιχειρήματα της αδιάσπαστης εθνικής ενότητας. Και επειδή ακριβώς λειτούργησε
το έργο αυτό ως μηχανισμός εγχάραξης της εθνικής συνείδησης, ως υπερασπιστής
των εθνικών αιτημάτων και υποστηρικτής των αλυτρωτικών στοχεύσεων, η Πολιτεία
το υιοθέτησε αναντίρρητα ως το κύριο ιδεολογικό στοιχείο της πολιτικής της για
εθνική ενότητα. Και ο Κ. Παπαρρηγόπουλος, επηρεασμένος από τρεις κατεξοχήν
παράγοντες για τη συγγραφή της Ἱστορίας
του, την πανελλήνια αντίδραση κατά της θεωρίας του Fallmerayer4,
την ιδεολογία της Μεγάλης Ιδέας5 και το κίνημα του ρομαντισμού, που
αναθεωρούσε την ιδέα της εθνότητας,6 ήρθε, για να παρουσιάσει «με
την μεγαλοφυΐα του και τα συγγραφικά του προσόντα αυτό που του εζητούσε εκείνην
την ώρα το εθνικό συλλογικό σώμα».7
Ο
«εθνικός» βέβαια ιστοριογράφος τεκμηρίωσε την αδιάσπαστη ενότητα του ελληνισμού
βασιζόμενος στο τρίσημο σχήμα της ελληνικής ιστορίας – Αρχαιότητα, Βυζάντιο,
Νέος Ελληνισμός – του Σπυρίδωνα Ζαμπέλιου (1815-1881),8 καθώς ο
τελευταίος είναι εκείνος που πρώτος το 1852 διάρθρωσε την ελληνική ιστορία στις
τρεις περιόδους, εντάσσοντας έτσι το μεσαιωνικό βυζάντιο μέσα στο ελληνικό
ιστορικό γίγνεσθαι και συνδέοντας την ελληνική αρχαιότητα με το νέο
ελληνισμό.9 Αντιμετώπισε το ελληνικό έθνος μέσα στη μακρά ιστορική
του διαδρομή ως μια συνεχή ζωντανή δύναμη, που μεταβαίνει από την αρχαία στη
νεότερη εποχή μέσω της βυζαντινής διατηρώντας την ενότητά της.10
Αυτή, εξάλλου, η έννοια της μετάβασης προσανατόλισε τον Σπ. Ζαμπέλιο προς τη
μελέτη της λαϊκής παράδοσης με στόχο την τεκμηρίωση της ιστορικής συνέχειας
των Ελλήνων και την καταπολέμηση ταυτόχρονα της θεωρίας του Fallmerayer.
Ήδη
από τη δεκαετία του 1840 έχουμε τα πρώτα αντιφαλλμεραϋερικά έργα με λαογραφικό
περιεχόμενο, του Εμμανουήλ Βυβιλάκη11 και του Αναστασίου Γεωργιάδη
Λευκία.12 ενώ από το 1835 μέχρι το 1860 ο Κυριάκος Πιττάκης με
βιβλία και άλλα δημοσιεύματά του αρχαιολογικού, λαογραφικού και γλωσσικού
περιεχομένου προσπαθούσε να αποδείξει τη συγγένεια των Νεοελλήνων με τους
αρχαίους προγόνους τους.13 Η όλη, ωστόσο, κίνηση για την αναίρεση της
θεωρίας του Γερμανού ιστορικού και την απόδειξη της ενότητας του ελληνικού λαού
οδήγησε τον Νικόλαο Πολίτη (1852-1921) στην επιστημονική θεμελίωση της
ελληνικής Λαογραφίας.14 Το αρχικό πατριωτικό χρέος15 δεν
άργησε να παραχωρήσει τη θέση του στην επιστημονική μέθοδο και δεοντολογία.
Αλλά όσο κι αν ο Ν. Πολίτης επέμεινε στην ανάγκη της εφαρμογής της διεθνούς
συγκριτικής μελέτης του λαογραφικού υλικού, δεν έπαυε το τελευταίο να γίνεται
αφορμή για τη διαχρονική διερεύνησή του με την αναζήτηση αρχαίων ελληνικών και
βυζαντινών εκκινήσεων. Παράλληλα, οι διαδικασίες της λαογραφικής επιστήμης και
τα αποτελέσματά της έστρεφαν τους Νεοέλληνες λογοτέχνες προς τον αυθεντικό
κόσμο της υπαίθρου,16 ενώ το ενδιαφέρον για τα δημοτικά τραγούδια
και τις αφηγήσεις, μαζί με τη μελέτη της ομιλούμενης γλώσσας και των
διαλεκτικών μορφών της παρείχαν υλικό στους εκπροσώπους του δημοτικισμού για
την τεκμηρίωση των θέσεών τους.17
Μέσα
σε αυτό το ευρύτερο πλαίσιο της αυτογνωσίας και της εγχάραξης της εθνικής
ταυτότητας οι γλωσσολαογραφικές δραστηριότητες του δεύτερου μισού του 19ου
αιώνα αποκτούν ιδιαίτερη σημασία. Ειδικότερα στο γλωσσικό τομέα, έχει γίνει
συνείδηση ότι η γλώσσα του λαού εμπεριέχει «ὅλα τά ζωντανά στοιχεῖα τῆς ἐπιβίωσης
τοῦ παρελθόντος» και γι’ αυτό ακριβώς
αυτή η γλώσσα είναι «ὁ πρῶτος, ἀπαραίτητος καί θεμελιωδέστερος ὄρος, γιά νά ὠφεληθοῦμε
ἀπό τό παρελθόν μας, καί τό μεσαιωνικό καί τό ἀρχαῖο, παίρνοντας ἀπό κεῖ ὅσα
σπέρματα μποροῦν νά γονιμοποιηθοῦν σήμερα καί νά μᾶς βοηθήσουν νά πλάσουμε τό
νεοελληνικό, τό σημερινό δικό μας πολιτισμό».18 Έτσι, λοιπόν, η
μελέτη και η ανάδειξη της λαϊκής γλώσσας γίνεται φροντίδα των πνευματικών
κύκλων της χώρας αλλά και της επίσημης Πολιτείας.
Ο
υπουργός των Εκκλησιαστικών και της Δημόσιας Εκπαίδευσης Χ. Χριστόπουλος με
εγκύκλιό του το 1857 καλούσε τους δασκάλους, που υπηρετούσαν στα χωριά και
ζούσαν κοντά στο λαό, να συγκεντρώνουν γλωσσικό υλικό, φροντίζοντας έτσι για τη
διάσωση «τῶν διαφόρων τούτων ζώντων, οὕτως εἰπεῖν, ἱστορικῶν μνημείων».19
Και πράγματι αυτή η πρωτοβουλία βρήκε ανταπόκριση. Αλλά και διάφοροι λόγιοι και
ερευνητές κατά την ίδια περίοδο του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα ασχολήθηκαν
με την κατάρτιση γλωσσαρίων, τα οποία δημοσιεύθηκαν σε έντυπα της εποχής.20
Την ίδια, εξάλλου, περίοδο μέσα σε αυτή τη «γλωσσική» ατμόσφαιρα κινήθηκε ο
λόγιος και λεξικογράφος Στέφανος Κουμανούδης (1818-1899).21 Το 1883
εξέδωσε τη Συναγωγή λέξεων ἀθησαυρίστων,22
ενώ το 1900 εκδόθηκε από το γιο τού Στ. Κουμανούδη η Συναγωγή νέων λέξεων.23 Πρόκειται για σημαντικότατες
λεξικογραφικές εργασίες, οι οποίες συνιστούν «πηγή γλωσσικού υλικού, μεταλλείο
σωστό από λέξεις και φράσεις λόγιες και κοινές, νέες και αρχαίες», ένα συνολικό
υλικό έτοιμο για επιστημονική επεξεργασία.24 Φαίνεται, τέλος, ότι
εκείνη την εποχή κι άλλοι καταγίνονταν με τη σύνταξη ανάλογων γλωσσαρίων και
λεξικών, ενώ δεν έλειψαν οι περιπτώσεις λογίων που, στην προσπάθειά τους να
συνδέσουν ετυμολογικά όσο γίνεται περισσότερες λαϊκές ή και ξενόφερτες λέ-ξεις
με αρχαιοελληνικές ρίζες, δημιούργησαν τερατώδεις ετυμολογίες.25
Και
ενώ αυτά συμβαίνουν στην ελληνική πρωτεύουσα, οι Επτανήσιοι, ενωμένοι ήδη με
τον εθνικό κορμό από το 1864, «σαν έτοιμοι από καιρό» θα μπορέσουν με άνεση να
παρακολουθήσουν τα τεκταινόμενα στην Αθήνα και να συμμετάσχουν, καταθέτοντας τη
δική τους συμβολή – συμβολή σημαντικότατη – στην προσπάθεια για την τεκμηρίωση
της ιστορικής συνέχειας του ελληνικού έθνους και τη συγκρότηση της εθνικής
ταυτότητας. Άλλωστε, το φιλελεύθερο και ριζοσπαστικό επτανησιακό κίνημα από
την περίοδο ήδη της Αγγλοκρατίας26 είχε λάβει θετική θέση απέναντι
στο εθνικό πρόβλημα,27 διακηρύσσοντας την αναγκαιότητα συγκρότησης
ενιαίου ελληνικού εθνικού κράτους,28 του οποίοι οι κάτοικοι, οι
σύγχρονοι δηλαδή Έλληνες, είναι αναμφισβήτητα απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων και
των βυζαντινών.29 Αποδεχόμενοι την ιστορική συνέχεια του ελληνισμού
οι φιλελεύθεροι Επτανήσιοι έδιναν βαρύνουσα σημασία στον παράγοντα της γλώσσας
– στοιχείο άμεσα συνδεόμενο με τον εθνισμό κάθε λαού.30 Ως εθνική,
βέβαια, γλώσσα δεν εννοούσαν ούτε την αρχαΐζουσα ούτε τη φυσική, λαϊκή γλώσσα,
αλλά εκείνη του Κοραή, την καθαρεύουσα.31 Εξάλλου, μέσα στη
λεγόμενη «Επτανησιακή Σχολή» της λογοτεχνίας32 δεν υπήρξε ενιαία
θέση για το είδος του γλωσσικού οργάνου, καθώς οι εκπρόσωποί της
χρησιμοποιούσαν άλλοι τη δημοτική, άλλοι την καθαρεύουσα και κάποιοι και τα δύο
είδη.33
Υπήρξαν,
ωστόσο, Επτανήσιοι λόγιοι, που έδωσαν το δικό τους «παρών» στις εθνικές γλωσσολαογραφικές
προσπάθειες, για να αποδείξουν την εθνολογική συνέχεια του επτανησιακού
πληθυσμού και τη διατήρηση της εθνικής του συνείδησης: Ο Ζακυνθινός Λεωνίδας
Ζώης (1864-1956)34 με το Λεξικόν
Ἱστορικόν καί Λαογραφικόν Ζακύνθου,35 ο Κεφαλονίτης Ηλίας
Τσιτσέλης (1850-1927)36 με το Γλωσσάριον
Κεφαλληνίας και το Λεξιλόγιον ξένων
καί ξενοφανῶν λέξεων τῆς ἐν Κεφαλληνίᾳ λαλουμένης37 και ο επίσης
Κεφαλονίτης Παναγιώτης Βεργωτής (1841-1916) με το Γλωσσάριον Κεφαλληνίας, για το ο-ποίο θα μιλήσουμε αμέσως παρακάτω.
Ο
Π. Βεργωτής38 ήταν ένας αξιόλογος λόγιος του Αργοστολιού με πολύπλευρη
δράση. Αφού τα πρώτα του χρόνια εργάστηκε ως δικαστικός και διοικητικός
υπάλληλος, στη συνέχεια υπηρέτησε περισσότερο από είκοσι χρόνια την εκπαίδευση
του νησιού του. Παράλληλα, ασχολήθηκε με την έρευνα και τη συγγραφή
φιλολογικών, γλωσσικών, ιστορικών και εκπαιδευτικών θεμάτων. Ιδιαίτερα τον
απασχόλησε η γλώσσα. Παρακολουθούσε τις γλωσσικές συζητήσεις της εποχής του
και αλληλογραφούσε με πνευματικούς ανθρώπους της ελληνικής πρωτεύουσας για το
γλωσσικό ζήτημα, μελετούσε κείμενα της αρχαίας και νέας ελληνικής γραμματείας
και συγκέντρωνε γλωσσικό υλικό. Δημοσίευσε μελέτες για την υποστήριξη της
δημοτικής γλώσσας,39 παρ’ όλο που ο ίδιος την προτιμούσε μόνο στις
ποιητικές του μεταφράσεις, καθώς τα πεζά του τα έγραφε στην καθαρεύουσα. Είχε,
επίσης, σχεδιάσει τη συγγραφή ενός έργου για την ελληνική γλώσσα στη χρονική
της διαδρομή, το οποίο όμως ποτέ δε συνέγραψε. Η ενασχόλησή του, τέλος, με τα
γλωσσικά θέματα και κυρίως η έγνοια του για τη λαϊκή γλώσσα, αλλά και
παρακινημένος από τη δημοσίευση γλωσσαρίων άλλων περιοχών, μέσα στο πλαίσιο της
εθνικής πάντοτε προσπάθειας για την τεκμηρίωση της εθνολογικής συνέχειας και
την αποκρυστάλλωση της εθνικής ταυτότητας και ενότητας, τον οδήγησαν στη
σύνταξη του Γλωσσαρίου Κεφαλληνίας το
1891, με το οποίο έλαβε μέρος στο γλωσσικό διαγωνισμό του συλλόγου «Κοραής» το
1892.
Στο
Αρχείο του Παναγιώτη Βεργωτή, που έχει κατατεθεί στα ΓΑΚ- Αρχεία Νομού
Κεφαλονιάς (ΑΝΚ), και στο Φ. 7 εμπεριέχεται το χειρόγραφο του Π. Βεργωτή Γλωσσάριον Κεφαλληνίας σε τρία, θα τα
αποκαλούσαμε, σχεδιάσματα με τα διακριτικά Φ. 7.26, Φ. 7.27 και Φ. 7.28,40
τα οποία εμείς εδώ θα τα ονομάζουμε Α, Β και Γ αντίστοιχα. Αλλά και στο Κέντρο
Συντάξεως του Ιστορικού Λεξικού της Ακαδημίας Αθηνών βρίσκεται άλλο ένα –
τέταρτο – σχεδίασμα του Γλωσσαρίου
με αριθ. χειρ. 34,41 το οποίο θα ονομάζουμε Δ. Στη συνέχεια θα
περιγράψουμε τα τέσσερα παραπάνω χειρόγραφα – σχεδιάσματα και θα παρουσιάσουμε
το περιεχόμενό τους.
Γλωσσάριον Κεφαλληνίας
Α.
Πρόκειται για αχρονολόγητο χειρόγραφο βιβλίο χαρτόδετο, με διαστάσεις 20,5x15 εκ., χωρίς εξώφυλλο. Αποτελείται
από 464 φύλλα, χωρίς αρίθμηση, γραμμένα στη μια ή και στις δύο όψεις τους. Τα
64 από αυτά, από διαφορετικής ποιότητας χαρτί (κυρίως ριγωτό), έχουν εκ των
υστέρων επικολληθεί στο χαρτόδετο βιβλίο. Και από αυτά τα 64 πρόσθετα φύλλα, τα
δύο είναι μικρότερου μεγέθους (το μισό των υπολοίπων). Μέσα στο βιβλίο υπάρχουν
επιπλέον 141 ένθετα φύλλα, ριγωτά ή αρρίγωτα, γραμμένα στη μια ή και στις δύο
όψεις τους, άλλα 3 μεγαλύτερων διαστάσεων (το ένα από αυτά περιέχει παροιμίες)
καθώς και άλλα 19 τμήματα φύλλων, ενώ μετρήσαμε και 7 αποκόμματα εφημερίδων.42
Η γραφή είναι στρογγυλή και αρκετά ευανάγνωστη, ενώ εκείνη των πρόσθετων
φύλλων είναι διαφορετική. Διατηρείται η συντομογραφία του στ και υπογραμμίζονται οι συνιζήσεις, όπως π.χ. άπελπισιά,
γνοιάζεται, άντρίκειο, ἐκειόνε.
Στα 464 φύλλα του χειρογράφου έχουν καταχωριστεί 714 λήμματα, τα οποία σχεδόν
διπλασιάζονται, αν προστεθούν και όσα είναι γραμμένα στα πρόσθετα και ένθετα
φύλλα του βιβλίου.
Γλωσσάριον Κεφαλληνίας
Β.
Είναι χειρόγραφο βιβλίο χαρτόδετο, αχρο-νολόγητο κι αυτό,43 διαστάσεων
20,5x15
εκ., σε άριστη κατάσταση. Στο εσώ-φυλλο αv είναι επικολλημένο
απόκομμα της εφ. Το Άστυ [Αθηνών],
24-25 Φε-βρουαρίου 1892, με δημοσίευμα σχετικό με τη βράβευση του Γλωσσαρίου από την κριτική επιτροπή του
γλωσσικού διαγωνισμού,44 ενώ στο βr εσώφυλλο
ση-μειώνεται η ένδειξη: «Τό Κεφαλληνιακόν γλωσσάριον τοῦτο ἐβραβεύθη τό 1892
ἀπό τόν Σύλλογον Ἀθηνών «Κοραῆ» καί ἀπό τούς καθηγητάς τοῦ Πανεπι-στημίου
Στέφανον Κουμανούδην, Γεώργιον Χατζιδάκιν και Ἰ. Πρωτόδικον». Το χειρόγραφο
αυτό βιβλίο αποτελείται από 412 φύλλα,45 αρίγωτα, γραμμένα στο recto, αν και σε 85 από αυτά διαβάζουμε
στο verso
τους
σημειώσεις και συμπληρώσεις, αλλά βλέπουμε και διαγραφές.46 Η πρώτη
γραμμένη σελίδα φέρει τον τίτλο Γλωσσάριον
Κεφαλληνίας. Η γραφή είναι στρογγυλή, αρκετά ευανάγνωστη και χωρίς
συντομογραφίες. Σημειώνεται ένα είδος κορωνίδας σε λέ-ξεις όπως κἀνείς, διατηρείται η δασεία στο αρχικό ρ-, υπογράφεται το η των λέξεων ἐλῃά, ἐλῃές, ἐλήτικο, ενώ υπογραμμίζονται οι συνιζήσεις όπως ψάρια, ἐλῃά, ἀντρίκειο.
Στο
Β σχεδίασμα του Γλωσσαρίου έχουν
καταχωριστεί 678 λήμματα με αλφαβητική σειρά. Στον αριθμό αυτό πρέπει να
προστεθούν άλλα δύο συμπληρωμένα εκ των υστέρων και άλλα επτά, που
καταγράφηκαν στο verso
κάποιων
φύλλων. Τα λήμματα υπογραμμίζονται στα αρχικά φύλλα του χειρογράφου, αλλά στη
συνέχεια σταματά αυτή η πρακτική. Μεταξύ τους χωρίζονται με διάκενο. Τα αρχικά
των κύριων ονομάτων γράφονται με κεφαλαία. Με κεφαλαία επίσης είναι γραμμένα τα
αρχικά των λημμάτων του Α και μερικών του Β, ενώ όλα τα υπόλοιπα γράφονται με
πεζά. Τα ουσιαστικά ακολουθούνται από το άρθρο τους. Μετά από κάθε λήμμα
σημειώνεται το σύμβολο =, για να δοθεί η ερμηνεία του, αν και επισημαίνονται
περιπτώσεις που παραλείπεται προφανώς λόγω παραδρομής.
Γλωσσάριον Κεφαλληνίας
Γ.
Πρόκειται για δύο χειρόγραφους τόμους χαρτόδετους, διαστάσεων 23,5x17,5 εκ., οι οποίοι στο εξώφυλλο
φέρουν τον τίτλο «Τό δεύτερον σχεδίασμα ποῦ ἐβραβεύθη ἀπό τόν Σύλλογον Ἀθηνῶν
«Κοραῆ» τήν 2 Φεβρ. 1892» και την υπογραφή του συγγραφέα τους. Στο εσώφυλλο
του Α΄ τόμου σημειώνεται: «Εἶδος γλωσσαρίου τῆς Κεφαλληνίας κατά τι νέον
σχέδιον. Τόμος Α΄. Π. Βεργωτῆ. Ἀργ. 1891» και «Μή με μάλ’ αἴνει μήτε τι νείκει
(Ὅμ.).47 Τοῦτο τό ρητόν εἶχα εἰς τό γλωσσάριον Κεφαλληνίας ποῦ εἶχα
στείλει εἰς τόν διαγωνισμόν «Κοραῆ» τόν γλωσσικόν πρό 5, 6 μηνῶν. Ἀργ. 4
Ὀ[κτω]βρ. 91», ενώ στο αντίστοιχο του Β΄ τόμου σημειώνεται: «Γλωσσάριον τῆς
Κεφαλληνίας κατά τι νέον σχέδιον. Τόμος Β΄. Π. Βεργωτῆ. Ἀργ. 1891».
Ο
Α΄ τόμος αποτελείται από 118 ριγωτά φύλλα και επιπλέον ένα ένθετο φύλλο, χωρίς
αρίθμηση, γραμμένα και στις δυο όψεις τους, εκτός από 10 μόνο φύλλα μιας όψης.
Γραμμένο επίσης είναι το βr
του
τελευταίου εσώφυλλου και η εσωτερική όψη του οπισθόφυλλου. Ο Β΄ τόμος
αποτελείται από 118 ριγωτά φύλλα, χωρίς αρίθμηση, με 100 μόνο γραμμένα. Όλα
είναι γραμμένα και στις δυο όψεις τους εκτός από 14 φύλλα μιας όψης. Ο τόμος
επίσης περιέχει ένα γραμμένο φύλλο επικολλημένο και ένθετα γραμμένα φύλλα, 5
μεγαλύτερου σχήματος και 15 μικρότερου. Γραμμένο είναι ακόμη και το αv εσώφυλλο,
ενώ σημειώσεις φέρει η εσωτερική όψη του εξώφυλλου.48 Και οι δύο
τόμοι είναι πυκνογραμμένοι, αλλά η γραφή είναι κυρίως ευανάγνωστη. Διατηρείται
η συντομογραφία στο και και το στ και υπογραμμίζονται οι συνιζήσεις
όπως χιονιά, σπιτιοῦ. Τα λήμματα, σχεδόν
πάντοτε υπογραμμισμένα, και των δύο τόμων υπολογίζονται σε 1259, χωρίς βέβαια
να προσμετρώνται όσα έχουν καταχωριστεί στο verso των
φύλλων ή έχουν προστεθεί εκ των υστέρων στο recto.
Γλωσσάριον Κεφαλληνίας
Δ.
Είναι χειρόγραφο βιβλίο χαρτόδετο, διαστάσεων 20,5x14,5 εκ., σε καλή κατάσταση. Αποτελείται
από 271 γραμμένα φύλλα, αριθμημένα από τον ίδιο το συγγραφέα,49
κατανεμημένα σε δώδεκα φυλλάδια 21 μέχρι 27 φύλλων το καθένα. Αρκετά φύλλα, 112
τον αριθμό, είναι γραμμένα και στο verso τους, ενώ σημειώσεις
και άλλα συμπληρωματικά στοιχεία γράφονται στο αριστερό περιθώριο του recto 57
φύλλων. Το βιβλίο περιέχει επίσης, αλλά χωρίς αρίθμηση, 7 φύλλα στο τέλος του
λευκά και 3 φύλλα (εσώφυλλα) στην αρχή του, από τα οποία 3 το α είναι λευκό,
στο γ σημειώνεται «Γλωσσάριον Κεφαλληνίας» και από πάνω, με διαφορετικό
γραφικό χαρακτήρα: «Ἐκ τοῦ διαγωνισμοῦ τῆς γλωσσ. ἑταιρείας «Κοραῆς» ἔτ.
1891», ενώ στο β εσώφυλλο, που είναι επικολλημένο μεταξύ α και γ, διαβάζουμε το
επιστολικό κείμενο του Π. Βεργωτή προς τον πρόεδρο του συλλόγου «Κοραής», το
οποίο συνόδευε την αποστολή του Γλωσσαρίου.50
Στο «εξώφυλλο» κάθε φυλλαδίου γράφεται ο τίτλος της εργασίας Γλωσσάριον Κεφαλληνίας και από πά-νω ο
αριθμός του φυλλαδίου (π.χ. «Φυλλάδιον ὄγδοον»).51 Το επάνω μέρος
του πρώτου φύλλου κάθε φυλλαδίου φέρει ως motto τον
ελαφρά παραλλαγμένο ομηρικό στίχο «Μή με μάλ’ αἴνεε μήτε τι νείκει», εκτός από
το πρώτο φύλλο του πρώτου φυλλαδίου, όπου ο στίχος είναι γραμμένος στο αριστερό
περι-θώριο με κάθετη φορά στην ορθή του μορφή: «Μήτ’ ἄρ με μάλ’ αἴνεε μήτε τι
νείκει» (Κ 249). Η γραφή είναι γενικά ευανάγνωστη, χωρίς βέβαια να λείπουν οι
διαγραφές και οι εμβόλιμες προσθήκες λέξεων ή φράσεων από τον ίδιο το συγγραφέα
στα περιθώρια του φύλλου. Διατηρείται η συντομογραφία στο και και στο στ και η
δασεία στο αρχικό ρ-, ενώ υπογράφεται
το η των λέξεων ἐλῃά, δίκῃο, ἀγριλῃά και υπογραμμίζονται οι
συνιζήσεις όπως βιολί, κανάγιας, σαράγιο.
Στο
Δ σχεδίασμα του Γλωσσαρίου έχουν
καταχωριστεί 706 λήμματα.52 Η σειρά καταχώρισης είναι, με ελάχιστες
εξαιρέσεις, αλφαβητική,53 χωρίς βέβαια να λείπουν τα εμβόλιμα
λήμματα στο περιθώριο του recto
ή
στο verso,
όταν ο συντάκτης διαπιστώνει κάποιες παραλείψεις λέξεων. Όλα τα λήμματα, εκτός
από ελάχιστες λόγω παραδρομής περιπτώσεις, υπογραμμίζονται και έχουν το αρχικό
τους γράμμα πεζό με εξαίρεση φυσικά τα κύρια ονόματα αλλά και ελάχιστα
προσηγορικά και δυο ρήματα, πάλι λόγω προφανώς παραδρομής. Μετά το λήμμα
σημειώνεται, με ελάχιστες παραλείψεις, το σύμβολο =. Επισημαίνονται, πάντως,
περιπτώσεις που ο Π. Βεργωτής δε δίνει τη σημασία των λημμάτων, επειδή προφανώς
τη θεωρεί αυτονόητη ή σημειώνει την ένδειξη «εὐνόητα».54
Αυτό,
λοιπόν, το Γλωσσάριον Κεφαλληνίας
έστειλε το 1891 ο Π. Βεργωτής στο γλωσσικό διαγωνισμό του συλλόγου «Κοραής». Η
κριτική επιτροπή, αποτελούμενη από τους Στέφανο Κουμανούδη. Ι. Πρωτόδικο και
Γεώργιο Χατζιδάκι (με πρόεδρο τον πρώτο και εισηγητή τον τελευταίο), στην
Έκθεσή της υπογράμμισε την πολυμάθεια και την κριτική ικανότητα του συντάκτη
του Γλωσσαρίου, αλλά και τις αρετές
του έργου,55 το οποίο και βράβευσε.56
Πράγματι,
πρόκειται για ένα «εμβριθέστατο» γλωσσάριο.57 Ο συντάκτης του,
έχοντας εντρυφήσει στα γλωσσικά και γλωσσολογικά ζητήματα, προχωρεί σε
παρατηρήσεις φθογγολογικού, τυπολογικού, συντακτικού και ετυμολογικού
χαρακτήρα. Νιώθει την ανάγκη να διευκρινίσει δομικά στοιχεία της γλώσσας, να
εξηγήσει γραμματικά φαινόμενα,58 να αναδείξει ετυμολογικές
συσχετίσεις και να απορρίψει παραδεκτές ετυμολογήσεις,59 να δώσει
πληροφορίες για την προφορά λέξεων.60 Γνώστης ο ίδιος της αρχαίας
ελληνικής και της λατινικής γλώσσας, κινείται άνετα σε αυτούς τους χώρους
ιδιαίτερα στον τομέα του ετυμολογικού, αλλά ενδιαφέρουσες είναι και οι
ποικίλες αναφορές του σε λέξεις της αγγλικής, γαλλικής, ιταλικής, γερμανικής,
ισπανικής, καθώς και της βενετικής και της σανσκριτικής.61
Αξιοποιεί γόνιμα τη σύγχρονη βιβλιογραφία,62 ενώ παραθέτει για την
τεκμηρίωση των σημασιολογικών ερμηνειών των λημμάτων φράσεις ή χωρία ολόκληρα
από την αρχαία ελληνική γραμματεία (Όμηρος, Πίνδαρος, Ηρόδοτος, Αισχύλος,
Ευριπίδης, Πλάτωνας, Δημοσθένης, Θεόκριτος, Λουκιανός κ.ά.), την Παλαιά και
Καινή Διαθήκη, τα χριστιανικά πατερικά κείμενα (Μ. Βασίλειος, Ιω. Χρυσόστομος)
τη μεσαιωνική (Πτωχοπρόδρομος, ακριτικά τραγούδια), και τη νεοελληνική
γραμματεία (Ερωτόκριτος, δημοτική ποίηση, Δ. Σολωμός κ.ά.).63
Η
μελέτη, ωστόσο, του Γλωσσαρίου
αναδίδει την αγωνία του συντάκτη του να δώσει στον καλύτερο δυνατό βαθμό
ολοκληρωμένη σημασιολογική εξήγηση των λημμάτων. Ο Π. Βεργωτής δεν αρκείται σ’
έναν απλό ορισμό. Θέλει ακριβολογώντας να καταγράψει τις ποικίλες αποχρώσεις
της σημασίας των λέξεων. Παραθέτει πληθώρα φράσεων με το μεταφορικό νόημα της
λέξης, σημειώνει συνώνυμα και αντώνυμα.64 Τον ενδιαφέρει να
αναδείξει τη σημασιολογική χρήση (κυριολεκτικά και μεταφορικά) της λέξης και
έτσι να προβάλει το δυναμισμό της ελληνικής γλώσσας. Και αυτό ακριβώς είναι το
κύριο πλεονέκτημα αυτού του Γλωσσαρίου.
Γιατί δεν έχει σημασία μόνο ή τόσο ο αριθμός των λημμάτων όσο ο ορθός ορισμός
και οι σημασιολογικές αποχρώσεις τους. Από την άποψη αυτή και η σύγχρονη
λεξικογραφία έχει να ωφεληθεί από το παρουσιαζόμενο έργο του Π. Βεργωτή, αλλά και
ο φιλόλογος και κάθε μελετητής της γλώσσας.
Σημαντική,
επίσης, είναι άλλη μια διαπίστωση: Το Γλωσσάριον
περιλαμβάνει ικανό αριθμό λημμάτων, που δεν ανήκουν στο κεφαλονίτικο ιδίωμα.
Τι θέση μπορεί να έχουν λήμματα όπως π.χ. κλέφτης,
νεῦρο, ἔχω, σ’ ένα κεφαλονίτικο γλωσσάριο; Και είναι κάτι που συνειδητά ο
Π. Βεργωτής τα έχει συμπεριλάβει στο έργο του, το οποίο ο ίδιος ωστόσο έχει
τιτλοφορήσει Γλωσσάριον Κεφαλληνίας.
Μια προσεκτικότερη παρατήρηση μας πείθει ότι αρκετά από τα μη «κεφαλονίτικα»
λήμματα δικαιολογούνται, καθώς ο συντάκτης καταγράφει την κεφαλονίτικη εκδοχή
της σημασίας αυτών των λημμάτων ή διασώζει ερμηνείες τους με μεταφορικό
περιεχόμενο, που μόνο στην Κεφαλονιά συναντιούνται. Για τα υπόλοιπα, όμως, μη
κεφαλονίτικα λήμματα δεν υπάρχει κάποια δικαιολογία. Απλά και μόνο ο Π.
Βεργωτής έχει συμπεριλάβει και αυτές τις λέξεις, εφόσον ακούγονται στο νησί,
αδιάφορο αν προέρχονται από την κοινή ομιλούμενη γλώσσα. Και μάλιστα δεν είναι
λίγες οι περιπτώσεις που με αφορμή τέτοιες λέξεις διατυπώνει συγκεκριμένες
γραμματικές ή συντακτικές παρατηρήσεις. Έτσι, το γλωσσάρι αυτό είναι κάτι
περισσότερο από γλωσσάρι της Κεφαλονιάς. μετατρέπεται ουσιαστικά σε
λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας.65
Τέλος,
είναι χρήσιμο να σημειώσουμε ένα ακόμη σημαντικό πλεονέκτημα του Γλωσσαρίου του Π. Βεργωτή. Ο τελευταίος
κατά τη σύνταξη του Γλωσσαρίου δεν
εφάρμοσε τους κανόνες, που ρυθμίζουν τη συλλογή και κατάταξη του γλωσσικού
υλικού, δηλαδή δεν κατέγραψε μόνο ό,τι άκουσε. Πλούτισε, αντίθετα, τα λήμματά
του, προσφέροντάς μας ανεκτίμητο επιπλέον υλικό πραγματολογικό και ιδιαίτερα
λαογραφικό της Κεφαλονιάς. Τοπικές παροιμίες και άλλες παροιμιακές φράσεις,66
στοιχεία από την καθημερινή ζωή του αγροτικού και αστικού πληθυσμού του νησιού
πλαισιώνουν τα περισσότερα σχεδόν λήμματα και συνθέτουν ένα πολύτιμο υλικό για
τη ζωή, τις ασχολίες, τη νοοτροπία και τις αντιλήψεις – ηθικές, πνευματικές,
κοινωνικές – της κεφαλονίτικης κοινωνίας του 19ου αιώνα και κυρίως του
δεύτερου μισού αυτού του αιώνα. Επομένως, το Γλωσσάριον Κεφαλληνίας του Π. Βεργωτή δεν είναι χρήσιμο μόνο για
το γλωσσικό του υλικό, αλλά προσφέρεται και για τη μελέτη του πολιτισμικού του
υλικού.67
Κι
αυτή είναι η επιπλέον προσφορά του Π. Βεργωτή. Έχοντας αξιακή αντίληψη της
γλώσσας, συνέταξε και μας κληροδότησε ένα γλωσσάρι, μέσα στο οποίο οι καταχωρισμένες
λέξεις και φράσεις ήταν γι’ αυτόν έκφραση πολιτισμού, δηλαδή ταυτότητας.
Άλλωστε, ας μην ξεχνάμε ότι το έργο αυτό δημιουργήθηκε μέσα σε μια
συγκεκριμένη χρονική περίοδο, που οι Νεοέλληνες αγωνίζονταν να τεκμηριώσουν
την ιστορική συνέχεια του έθνους τους.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1.
Στην Ευρώπη του 19ου αιώνα η αντίληψη
για την εθνική ιστορία και ιστοριογραφία έχει αναδειχθεί «σε κομβικό
ιδεολογικό εργαλείο του εθνικού κράτους, κατάλληλο για την εγχάραξη της
εθνικής ταυτότητας και την εδραίωση της κοινωνικής συνοχής», Γιώργος Κόκκινος, Από την Ιστορία στις ιστορίες, εκδ.
Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1998, σ. 142.
2.
Βλ. τη μονογραφία του Κ. Θ. Δημαρά, Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος. Η εποχή του –
η ζωή του – το έργο του, εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα
1986, όπου εξετάζεται η παρουσία και η συμβολή του Κ. Παπαρρηγόπουλου στη
διαμόρφωση των νεοελληνικών νοοτροπιών.
3.
Το 1853 εξέδωσε ένα μικρό τόμο με τίτλο Ἱστορία τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους ἀπό τῶν
ἀρχαιοτάτων χρόνων μέχρι τῆς σήμερον, ενώ από το 1860 άρχισε τη δημοσίευση
της Ἱστορίας τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους,
την οποία θα ολοκληρώσει το 1874 σε πέντε τόμους. Βλ. σχετικά Κ. Θ. Δημαράς,
«Οι πρώτες εκδόσεις της “Ιστορίας” του Κ. Παπαρρηγόπουλου», Ο Ερανιστής, τόμ. 5 (1967), σσ. 145-155.
Η νεότερη «κλασσική» έκδοση του έργου είναι Κ. Παπαρρηγόπουλος, Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, μετά
προσθηκῶν, σημειώσεων καί βελτιώσεων ἐπί τῇ βάσει τῶν νεωτέρων πορισμάτων τῆς
ἱστορικῆς ἐρεύνης ὑπό Παύλου Καρολίδου, εκδ. Ν. Δ. Νίκας, Αθήναι 1925.
4.
Ο Γερμανός ιστορικός J. Ph. Fallmerayer (1790-1861)
υποστήριξε τη σλαβική καταγωγή των Νεοελλήνων και τη μη ιστορική υπόσταση του
ελληνικού έθνους. Βλ. Ι. Φ. Φαλλμεράϋερ, Περί
της καταγωγής των σημερινών Ελλήνων, μτφρ. Κ. Π. Ρωμανός, εκδ. Νεφέλη,
Αθήνα 1984. Βλ. επίσης τα σημαντικά έργα Γ. Βελουδής, Ο Jakob Philipe Fallmerayer και η γένεση του ελληνικού ιστορισμού,
εκδ. Μνήμων, Αθήνα 1982 και Έλλη Σκοπετέα, Φαλμεράϋερ.
Τεχνάσματα του αντιπάλου δέους, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1997.
5.
Βλ. Ε. Σκοπετέα, Το «Πρότυπο Βασίλειο» και η Μεγάλη Ιδέα. Όψεις του εθνικού προβλήματος
στην Ελλάδα (1830-1880), εκδ. Πολύτυπο, Αθήνα 1988.
6.
Βλ. Κ. Θ. Δημαράς, Ελληνικός Ρωμαντισμός, εκδ. Ερμής, Αθήνα 21985.
7.
Κ. Θ. Δημαράς, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, εκδ. Ερμής, Αθήνα 31983, σ.
407.
8.
Βλ. σχετικά Δ. Ζακυθηνός, «Σπυρίδων
Ζαμπέλιος. Ο θεωρητικός της ιστοριονομίας, ο ιστορικός του βυζαντινού
ελληνισμού», Μεταβυζαντινά και Νέα
Ελληνικά, Αθήνα 1978, σσ. 529-553. Γιάννης Κουμπουρλής, «“Χριστιανική
δημοκρατία” και λατινική κατάκτηση: ο Σπ. Ζαμπέλιος και η επτανησιακή
ιστοριογραφική σχολή στα μέσα του 19ου αιώνα», Πρακτικά Ζ΄ Πανιονίου Συνεδρίου (Λευκάδα, 26-30 Μαΐου 2002), τόμ.
Α΄, Αθήνα 2004, σσ. 149-169.
9.
Αυτήν τη θέση διατύπωσε ο Σπ. Ζαμπέλιος
στο έργο του Ἄσματα Δημοτικά τῆς Ἑλλάδος,
ἐκδοθέντα μετά μελέτης ἱστορικῆς περί Μεσαιωνικοῦ Ἑλληνισμοῦ, Κερκύρα
1852, αλλά και αργότερα στο έργο του Βυζαντιναί
μελέται. Περί πηγῶν Νεοελληνικῆς ἐθνότητος ἀπό Η΄ ἄχρι Ι΄ ἑκατονταετηρίδος μ.Χ.,
εν Αθήναις 1857. Να σημειώσουμε εδώ ότι σε αυτόν οφείλεται ο όρος
«ελληνοχριστιανικός», με τον οποίο χαρακτήριζε το νεοελληνικό πολιτισμό ως
σύνθεση της ελληνικής αρχαιό-τητας με το μεσαιωνικό ελληνισμό, βλ. Φ.
Κουμπουρλής, ό.π., σσ. 154-159.
10. Βλ.
Αθανάσιος Καραθανάσης, Η τρίσημη ενότητα
του Ελληνισμού: Αρχαιότητα – Βυζάντιο – Νέος Ελληνισμός, εκδ. Κυριακίδη,
Θεσσαλονίκη 21991, «Σπυρίδων Ζαμπέλιος (1815-1881)», σσ. 62-73.
11. Πρόκειται
για το γραμμένο στα γερμανικά και τυπωμένο στο Βερολίνο το 1840 έργο του Ε.
Βυβιλάκη με τίτλο Νεοελληνικός βίος,
συγκρινόμενος μέ τόν ἀρχαῖο ἑλληνικό, πρός ἐξήγησιν καί τῶν δύο, όπου
συγκρίνει έθιμα και χορούς της γενέτειράς του Κρήτης με αντίστοιχα αρχαία
ελληνικά.
12. Πρόκειται
για το γραμμένο στα αρχαία ελληνικά και στα λατινικά και τυπωμένο στην Αθήνα το
1843 έργο του Α. Γεωργιάδη Λευκία με τίτλο Ἀνατροπή
τῶν δοξασάντων καί τύποις κοινωσάντων ὅτι οὐδείς τῶν νῦν τήν Ἑλλάδα οἰκούντων
ἀπό-γονος τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων ἐστίν.
13. Αναφέρουμε
ενδεικτικά τη γραμμένη στα γαλλικά και τυπωμένη στην Αθήνα το 1935 αρχαιολογική
περιγραφή της Αθήνας περιέχουσα και συγκριτική μελέτη αρχαιοελληνικών και
νεοελληνικών εθίμων με τίτλο L’
ancienne
Athenes
ou
la
description des antiquites d’ Athenes et de ses environs
καθώς
και τις δημοσιευμένες σε συνέχειες στην Ἐφημερίδα
τῶν Φιλομαθῶν, τεύχη 340 (1859) – 348 (1860), γλωσσικές και λαογραφικές
παρατηρήσεις του Κ. Πιττάκη με τίτλο «Χωρία παράλληλα τῆς ἀρχαίας καί τῆς νῦν
ἑλληνικῆς γλώσσης, ἵνα καί ταῦτα χρησιμεύσωσιν πρός ἀπόδειξιν ὅτι οἱ νῦν
Ἕλληνες εἰσίν ἀπόγονοι τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων».
14. Για
την καθοριστική συμβολή του Ν. Πολίτη στην ίδρυση και συγκρότηση της Ελληνικής
Λαογραφίας βλ. ιδιαίτερα Δημήτριος Λουκάτος, Εισαγωγή στην Ελληνική Λαογραφία, εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής
Τραπέζης, Αθήνα 1977, «Η Ελληνική Λαογραφία από το 1890-1918. Ο Νικόλαος
Πολίτης», σσ. 65-73. Άλκη Κυριακίδου–Νέστορος, Η θεωρία της Ελληνικής Λαογραφίας. Κριτική ανάλυση, έκ-δοση
Εταιρείας Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, [Αθήνα 1978],
«Λαογραφία και Αρχαιογνωσία», σσ. 91-97 και «Ο Νικόλαος Πολίτης και η
συγκριτική μέθοδος», σσ. 98-110.
15. Θυμίζουμε
ότι ο Ν. Πολίτης με το πρώτο έργο του Μελέτη
ἐπί τοῦ βίου τῶν νεωτέρων Ἑλλήνων (1871), που απέσπασε το πρώτο βραβείο
στο Ροδοκανάκειο διαγωνισμό του περιοδικού Πανδώρα,
απέβλεπε, μέσω του λαογραφικού υλικού, να τεκμηριώσει την αδιάσπαστη ενότητα
του ελληνικού πολιτισμού από την αρχαιότητα μέχρι τη σύγχρονη εποχή.
16. Η
γνώση των λαογραφικών φαινομένων γίνεται «ἀκένωτος πηγή ἀφορμῆς καί ἐμπνεύσεως
εἰς δημιουργίαν δοκίμου ἐθνικῆς φιλολογίας», τονιζόταν στην Έκθεση του
γλωσσικού διαγωνισμού του Συλλόγου «Κοραής» το 1892, βλ. ΓΑΚ-Αρχεία Νομού
Κεφαλονιάς (ΑΝΚ), Αρχείο Π. Βεργωτή, Φ. 22, αρ. 3, «Ἔκθεσις τοῦ γλωσ-σικοῦ
διαγωνισμοῦ τῶν εἰς τόν Σύλλογον “Κοραῆν” σταλέντων γλωσσικῶν ποιη-μάτων», σ. 8
(Η «Ἔκθεσις» δημοσιεύθηκε σε συνέχειες στην εφ. Ἐφημερίς (Κορομη-λά), φύλλα 4, 6, 8 και 10 Φεβρουαρίου 1892).
17. Ο
λόγιος και λεξικογράφος Σκαρλάτος Βυζάντιος (1798-1878) ήδη από το 1835 έγραφε
– και το επαναλάμβανε το 1874 – ότι στις παροιμίες και στις διάφορες λαϊκές
αφηγήσεις «ἐμφαίνονται πολλάκις ἀπαραχάρακτα τά ἴχνη τῆς ἀρχαίας μας διαλέκτου»
ή ότι «διαφυλάχθησαν, ὡς ἐντός χαρακώματος, πολλαί λέξεις, αἱ ὁποῖα εἰς τήν
ἄλλην κοινήν ὁμιλίαν δέν σώζονται», καθώς κατά τη διάρκεια των ξενικών κατακτήσεων
«πολλαί τῶν λέξεων περιβροντηθεῖσαι κατέφυγον ὡς εἰς ἄσυλον εἰς τάς καλύβας τῶν
χωρικῶν μας». Βλ. το Λεξικόν τῆς καθ’
ἡμᾶς ἑλληνικῆς διαλέκτου μεθηρμηνευμένης εἰς τό ἀρχαῖον ἑλληνικόν καί τό
γαλλικόν μετά γεωγραφικοῦ πίνακος τῶν νεωτέρων καί παλαιῶν ὀνομάτων, ὑπό
Σκαρλάτου Δ. τοῦ Βυζαντίου, εν Αθήναις 31874, «Προλεγόμενα», σσ.
κδ΄, κε΄.
18. Αυτήν
τη βαρύτητα προσέδιδε στη δημοτική γλώσσα ο Δημήτρης Γληνός σε κείμενό του το
1922, Δ. Γληνός, Έθνος και γλώσσα,
εκδ. Αθηνά, Αθήνα [επανέκδοση] 1971, σσ. 56-57.
19. Από
τον Γιώργο Αλισανδράτο, «Ανέκδοτα γράμματα διαφόρων στον Παν. Βεργωτή (και δύο
γράμματα του Βεργωτή στον Κωστή Παλαμά)», Κεφαλληνιακά
Χρονικά, τόμ. 2 (1977), σ. 389, σημ. 9, μαθαίνουμε γι’ αυτήν την αξιέπαινη
υπουργική πρωτοβουλία. Αναδημοσιεύουμε εδώ από την παραπάνω εργασία χαρακτηριστικό
απόσπασμα της εγκυκλίου: «Εἰς τά στόματα τοῦ λαοῦ σώζονται εἰσέτι, ἀλλ’
ὁσημέραι κατά φυσικόν λόγον ἐκλείπουσι, λέξεις, φράσεις, παροιμίαι, ἀσμά-τια,
διηγήματα ἱστορικά τε καί μυθικά καί παντός εἴδους παραδόσεις εἰκονίζουσαι
ἀρκούντως διαφόρους φάσεις τοῦ ἐθνικοῦ ἡμῶν βίου καί διαφωτίζουσαι σκοτεινά
μέρη τῆς ἱστορίας αὐτοῦ. Ἡ συλλογή καί ἡ περαιτέρω διάσωσις τῶν διαφόρων τούτων
ζώντων, οὕτως είπεῖν, ἱστορικῶν μνημείων εἶναι ἐκ τῶν καθηκόντων τῆς παρούσης
γενεᾶς. Οὐδείς δέ κάλλιον τοῦ ἐν μέσῳ αὐτοῦ τοῦ λαοῦ διάγοντος εὐπαιδεύτου
διδασκάλου δύναται νά χρησιμεύσῃ εἰς τήν ἐκτέλεσιν τῆς ἐθνικῆς ταύτης
ὑποχρεώσεως. Τό Ὑπουργεῖον τῆς Παιδείας θέλει ἀσμένως ἐκτιμᾶ τάς ἐπί τοῦ
θέματος τούτου προσπαθείας τῶν διδασκάλων και θέλει φροντίζει περί τῆς δημοσιεύσεως
τοῦ ἀποτελέσματος τῆς ἐρεύνης ἑκάστου». Παρόμοια έκκληση θα απευθύνει ογδόντα
περίπου χρόνια αργότερα (1938) ο διευθυντής του Λαογραφικού Αρχείου Γεώργιος
Μέγας προς τους σπουδαστές της Παιδαγωγικής Ακαδημίας για τη συλλογή
λαογραφικού υλικού, βλ. Γ. Μέγας, Η
Λαογραφία και η συμβολή των διδασκάλων εις το έργον αυτής, Αθήναι 1939.
20. Τέτοια
ήταν η Ἐφημερίς τῶν Φιλομαθῶν, η Πανδώρα, ο Φιλίστωρ, ο Φιλόκαλος Σμυρναῖος, τα Νεοελληνικά Ἀνάλεκτα του Παρνασσοῦ,
όπως αναφέρει ο Νικ. Κο-νεμένος σε γράμμα του στον Παν. Βεργωτή το 1873, βλ. Γ.
Αλισανδράτος, ό.π., σ. 387 και σσ. 389-390, σημειώσεις 9, 10, 12, 13 και 14.
21. Ο
Στ. Κουμανούδης είχε έρθει σε μεγάλη αντίθεση με τον Κ. Παπαρρηγόπουλο και το
τρίσημο σχήμα της ιστορίας του, υποστηρίζοντας την άμεση καταγωγή του Νέ-ου
Ελληνισμού από την Αρχαιότητα χωρίς τη μεσολάβηση του Βυζαντίου. Για τη ζωή και
το πολυσχιδές έργο του Στ. Κουμανούδη βλ. Αλέκος Γ. Παπαγεωργίου, «Στέφανος
Κουμανούδης (1818-1899). Ἡ ζωή καί τό ἔργο του», στον τόμο Ἀφιέρω-μα εἰς Κ. Ι. Ἄμαντον, Αθήναι 1940, σσ. 331-350.
Κ. Θ. Δημαράς, «Προλεγόμενα» στο Συναγωγή
νέων λέξεων του Στ. Κουμανούδη, εκδ. Ερμής, Αθήνα 1980, σσ. XX- XXXVIII.
Σοφία Ματθαίου, Στέφανος Α. Κουμανούδης
(1818-1899). Σχεδίασμα βιογραφίας, Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής
Εταιρείας, Αθήνα 2000.
22. Βλ.
Συναγωγή λέξεων ἀθησαυρίστων ἐν τοῖς
Ἑλληνικοῖς λεξικοῖς ὑπό Στεφάνου Ἀθ. Κουμανούδη Ἀνδριανοπολίτου, εν Αθήναις
1883.
23. Βλ.
Στέφανου Α. Κουμανούδη, Συναγωγή νέων
λέξεων ὑπό τῶν λογίων πλασθει-σῶν ἀπό τῆς ἁλώσεως μέχρι τῶν καθ’ ἡμᾶς χρόνων,
Πρόλογος Πέτρου Στ. Κουμα-νούδη, Βιβλιοθήκη Μαρασλή, τόμοι 2, εν Αθήναις 1900.
[Φωτογραφική ανατύπωση του έργου έγινε το 1980 από τις εκδόσεις Ερμής με
Προλεγόμενα του Κ. Θ. Δημα-ρά].
24. Αυτή
είναι η εκτίμηση του Γ. Αλισανδράτου για τη Συναγωγή
νέων λέξεων, που προσιδιάζει και στη Συναγωγή
λέξεων ἀθησαυρίστων, βλ. Γ. Αλισανδράτος, «Η “Συναγωγή νέων λέξεων” του
Στέφανου Κουμανούδη», Νέα Εστία, τόμ.
112 (1982), σ. 952.
25. Σημειώνουμε
χαρακτηριστικά το έργο του Π. Παπαζαφειρόπουλου, Περισυναγω-γή γλωσσικῆς ὕλης καί ἐθίμων τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ ἰδίᾳ δέ τῆς
Πελοποννήσου, εν Πάτραις 1887, όπου ο συγγραφέας ελέγχει με αυστηρότητα την
προσπάθεια εκεί-νων, που ανάγουν ετυμολογικά ξένες αναμφισβήτητα λέξεις στην
αρχαία ελληνική γλώσσα.
26. Γι’
αυτήν την περίοδο της επτανησιακής ιστορίας βλ. Παναγιώτης Χιώτης, Ἱστορία τοῦ Ἰονίου Κράτους ἀπό συστάσεως
αὐτοῦ μέχρις Ἑνώσεως, ἔτη 1815-1864, τόμοι Α΄, Β΄, εν Ζακύνθω 1874, 1877
(αντίστοιχα). Α. Μ. Ιδρωμένος, Οἱ
περί τῆς Ἑνώσεως ἀγῶνες τῶν Ἑπτανησίων 1815-1864. Πολιτική Ἱστορία τῆς
Ἑπτανήσου (1815-1864), εν Κερκύρα 1935. Σπύρος Βερύκιος, Ἱστορία τῶν “Ἡνωμένων κρα-τῶν” τῶν Ἰονίων
Νήσων ἡ ἀποκληθεῖσα “Βρεττανική Προστασία” καί οἱ ἀγῶνες τῶν Ἑπτανησίων διά τήν
ἐθνικήν ἀποκατάστασιν 1815-1864, Αθήνα 1964.
27. «Ὅταν
ἅπασα ἡ γῆ κλονεῖται ἐκ τῆς ἰδέας τῶν ἐθνοτήτων, ἤθελεν εἶσθαι αἰσχύνη διά τόν
Ἴονα [= Επτανήσιο] καί ἔγκλημα καθοσιώσεως νά ἀποσιωπήσῃ ἤ να βαδίσῃ πορείαν
διάφορον τῆς ἐθνικῆς», έγραφε ο ριζοσπάστης ηγέτης Ηλίας Ζερβός – Ιακωβάτος, Τά Κεφαλληνιακά ἤ Ἀναφορά συνταχθεῖσα διά
τήν Βουλήν τῶν Ἀντιπροσώπων τῆς Ἰονίου Ἐπικρατείας, εν Κεφαλληνία 1850, σ.
66.
28. Κύριος
στόχος του τότε αντιβρετανικού αγώνα και κυρίως της ριζοσπαστικής συ- νιστώσας
του ήταν «ἡ ἀνάπτυξις καί ὑποστήριξις τῶν άπαραγράπτων καί ἀναπαλ-λοτριώτων
δικαιωμάτων τοῦ ἑπτανησιακοῦ ὡς καί παντός ἄλλου ἐπίσης ἑλληνικοῦ λαοῦ, εἰς τήν
ἐθνικήν αὐτοῦ ἀποκατάστασιν, τουτέστιν εἰς τήν συγχώνευσιν αὐτοῦ μετά τῆς
κοινωνίας, τῆς ὁποίας ἀποτελεῖ μέρος ἀδιάσπαστον, συνδεδεμένος ὤν μέ αὐτήν διά
κοινῶν στοιχείων καταγωγῆς, θρησκείας, γλώσσης, ἠθῶν καί έθίμων, ἐν ἑνί λόγῳ
εἰς τήν μετά τῆς ἐλευθερωμένης Ἑλλάδος πολιτικήν αὐτοῦ συνένωσιν», ό-πως έγραφε
ο άλλος ριζοσπάστης ηγέτης Ιωσήφ Μομφερράτος στο «Πρόγραμμα» της εφημερίδας του
Αναγέννησις στις 22-1-1849, βλ. Π.
Πανάς, Βιογραφία Ιωσήφ Μομφερράτου,
εν Αθήναις 1888, σ. 42.
29. Βλ.
εφ. Μέλλον [Ζακύνθου], φ. 24, Ιούνιος
1850, κύριο άρθρο με τίτλο «Ἱστορική ἔποψις τῆς ἑλληνικῆς ἑνότητος».
30. «Ἐάν
τῶν πολλῶν καὶ ποικίλων συμφερόντων παντὸς λαοῦ μέγιστα καὶ κυριώτα-τα πρέπει
πάντοτε νὰ λογίζωνται ὅσα μὲ τὸν ἐθνισμὸν αὐτοῦ εἶναι στενότατα συν-δεδεμένα,
νομίζομεν ὅτι δὲν ὑπάρχει ἀντικείμενον σπουδαιότερον της ἐθνικῆς γλώσσης»,
διακήρυσσε η μεταρρυθμιστική εφημερίδα της Κέρκυρας Πατρίς στο πρώτο φύλλο της, 15-1-1849, Παράρτημα, σ. 5α. Αλλά και η
ριζοσπαστική εφημερίδα της Κεφαλονιάς Ὁ
Φιλελεύθερος, φ. 6, 4-7-1850, (σ. 1γ) υπογράμμιζε στην επιφυλλίδα ότι «ἡ
θρησκεία καὶ ἡ γλῶσσα διετήρησαν ἄθικτον καὶ ἀμόλυντον τὴν ἐθνικότητά μας […],
συνέτεινον νὰ μᾶς ἀποκαταστήσωσιν ὡς λαὸν ἴδιον καὶ διακεκριμένον».
31. Είναι
χαρακτηριστική η άποψη του ριζοσπάστη Η. Ζερβού–Ιακωβάτου για τη γλώσσα, όπως
τη διατύπωσε σε επιφυλλίδα του Φιλελεύθερου,
φ. 7, 14-7-1850, σσ. 2γ-3α: «Ἀπὸ τὸν καταδιωγμὸν τῆς γλώσσης προέκυψεν ἡ
ἐνυπάρχουσα σχεδὸν γενικὴ καὶ παχυλὴ ἀμάθεια […] ἡ μεγίστη διαφθορὰ καὶ τῆς
ὑφεστώσης γλώσσης μας, ἥτις διὰ νὰ ἐκβαρβαρωθῇ ἀπὸ τοὺς ξενισμοὺς καὶ
χυδαϊσμούς, ἀπαιτεῖται πολυετὴς καὶ σταθερὰ μελέτη καὶ προσοχὴ».
32. Για
τη χρήση, κατάχρηση και γενικότερα το περιεχόμενο του όρου βλ. Ευριπίδης Γαραντούδης,
Οι Επτανήσιοι και ο Σολωμός. Όψεις μιας
σύνθετης σχέσης (1820-1950), εκδ. Καστανιώτης, Αθήνα 2001, σσ. 23-64.
Θεοδόσης Πυλαρινός, Επτανησιακή Σχολή,
εκδ. Σαββάλας, Αθήνα 2003, σσ. 13-18.
33. Βλ.
τα ενδιαφέροντα στοιχεία, που παραθέτει ο Ευ. Γαραντούδης, ό.π., σσ. 98-138.
34. Για
τον Λεωνίδα Ζώη και την προσφορά του βλ. Φ. Μπουμπουλίδης, «Η Ζακυνθινή
ιστοριογραφία», Ελληνική Δημιουργία,
Ζάκυνθος Αφιέρωμα, Αθήναι 1951, σσ. 241-242. Νικ. Βέης,
«Λεωνίδας Ζώης», Επτανησιακά Φύλλα,
τεύχ. 7 (1947), σσ. 93-94. Ντ. Κονόμος, «Λεωνίδας Χ. Ζώης»
(νεκρολογία), Επτανησιακά Φύλλα,
τεύχ. 3 (1957), σσ. 61-63. ο ίδιος «Σπυρίδων Δε Βιάζης και Λεωνίδας
Χ. Ζώης», Επτανησιακά Φύλλα, τεύχ. 1
(1987), σσ. 17-22. Ελένη Μπελιά, «Η τοπική ιστοριογραφία της
Ζακύνθου. Από τον Παναγιώτη Χιώτη στον Ντίνο Κονόμο», Πρακτικά ΣΤ΄ Διεθνούς Πανιονίου Συνεδρίου (Ζάκυνθος, 23-27
Σεπτεμβρίου 1997), τόμ. Α΄, εκδ. University
Studio Press, Θεσσαλονίκη 2000, σσ. 349-352.
35. Το
έργο κυκλοφόρησε μετά το θάνατο του Λ. Ζώη, το 1963 στην Αθήνα σε δύο τόμους.
Το υλικό βέβαια του Λεξικού είχε
αρχίσει ο ίδιος ο Λ. Ζώης να το δημοσιεύει από το 1898 στο περιοδικό Αἱ Μοῦσαι.
36. Για
τον Ηλία Τσιτσέλη και το έργο του βλ. Ηλίας Τσιτσέλης, Κεφαλληνιακά Σύμμικτα, τόμ. Α΄, εν Αθήναις 1904, σσ. 872-873.
Γεώργιος Μοσχόπουλος, «Το Αρχείο του Ηλία Α. Τσιτσέλη», Πρακτικά Δ΄ Πανιονίου Συνεδρίου, τόμ. Α΄, Κέρκυρα 1980, σσ. 280-292.
ο ίδιος «Ο Ηλίας Α. Τσιτσέλης και η συμβολή του στην τεκμηρίωση για την
ιστορική συνέχεια του έθνους», στο Ηλίας Τσιτσέλης, Κεφαλληνιακά Σύμμικτα, τόμ. Γ΄, Γενική επιμέλεια Γεώργιος
Μοσχόπουλος, Αθήνα 2003, σσ. 42-58.
37. Ο
Η. Τσιτσέλης είχε δημοσιεύσει το 1876 το Γλωσσάριον
Κεφαλληνίας στα Νεοελληνικά Ανάλεκτα
του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός» (τόμ. Β΄, φυλλάδια Γ΄, Δ΄ και Ε΄, σσ. 145-368).
Βλ. φωτογραφική ανατύπωση σε ιδιαίτερο τόμο Ηλία Α. Τσιτσέλη, Γλωσσάριον Κεφαλληνίας, Βιβλιοπωλείο
Διον. Ν. Καραβία, Αθήνα 1996. Ωστόσο, ο ίδιος προχώρησε στη σύνθεση ενός νέου Γλωσσαρίου Κεφαλληνίας, πολύ
πλουσιότερου από το προηγούμενο, το οποίο μας άφησε σε μια πρόδρομη μορφή
λεξικογραφικής ταξινόμησης των λημμάτων (1890), και ενός Λεξιλογίου ξένων καὶ ξενοφανῶν λέξεων τῆς ἐν Κεφαλληνίᾳ λαλουμένης
(1917). Όλο αυτό το γλωσσικό υλικό μαζί με τα λαογραφικά κατάλοιπα του Η.
Τσιτσέλη εκδόθηκαν με γενική επιμέλεια και πλούσια «Εισαγωγή» του καθηγητή
Γεωργίου Μοσχόπουλου, βλ. Ηλίας Α. Τσιτσέλης, Κεφαλληνιακά Σύμμικτα, τόμ. Γ΄: Γλωσσικά – Λαογραφικά (Από τα
κατάλοιπα του συγγραφέα), Αθήνα 2003.
38. Ο
Γιώργος Αλισανδράτος έχει ασχοληθεί με την προσωπικότητα και το έργο του Π.
Βεργωτή σε διάφορες μελέτες του. Βλ. τη συγκεντρωτική μελέτη Γιώργος Αλισανδράτος,
«Παναγιώτης Βεργωτής (1841-1916). Σύντομη βιογραφία και δημοσιεύματά του»,
στον τόμο Μελέτες για την ιστορία και το
χώρο των νησιών Κεφαλονιάς και Ιθάκης, του Ιδρύματος Κεφαλονιάς και
Ιθάκης, Αργοστόλι 1997, σσ. 11-66. Από τη μελέτη αυτή αντλούμε όσα αναφέρουμε
παρακάτω για τον Π. Βεργωτή.
39. Θεωρούσε
μάλιστα τη δημοτική τελειότερη από την αρχαία ελληνική: «Καὶ εἶναι [η δημοτική] τελειοτέρα, ὡς ὄργανον
θεωρουμένη, διότι ἐπλουτίσθη μὲ νέαν ὕλην […], διότι ἠλευθερώθη ἀπὸ πληθὺν
τόσων ἀνωμαλιῶν τύπων καὶ τόσων περιπλο-κῶν συντάξεων […], διότι δύναται νὰ
ἐκφράσῃ καὶ τάς παλαιάς ἰδέας καὶ τάς νεωτέρας, ἐνῶ ἡ παλαιὰ τάς παλαιάς», Π.
Βεργωτής, «Ἡ γλῶσσα» Κυψέλη Ζακύνθου,
έτος Β΄ (1885), σσ. 324-325.
40. Βλ.
Γεώργιος Μοσχόπουλος, Ιδιωτικά Αρχεία –
Συλλογές, α) Το Αρχείο του Παν. Βεργωτή (1841-1916), β) Συλλογή Δημ. Σ.
Λουκάτου, έκδοση ΓΑΚ-ΑΝΚ, Αργοστόλι 1997, σσ. 21-22.
41. Έμαθα
για την ύπαρξη αυτού του χειρογράφου από το μακαρίτη Γιώργο Αλισανδράτο
(+2004), ο οποίος και με προέτρεψε να το μελετήσω. Ας είναι τούτη η ανακοίνωση
ελάχιστος φόρος μνήμης στον εξαίρετο άνδρα και συνεπή επιστήμονα. Ευχαριστώ
θερμά και από τη θέση αυτή τη Διευθύντρια του Κέντρου Συντάξεως του Ιστορικού
Λεξικού της Ακαδημίας Αθηνών κ. Ελευθερία Γιακουμάκη, που μου επέτρεψε τη
μελέτη του χειρογράφου, αλλά και για τη γόνιμη συζήτηση που είχαμε για το
συγκεκριμένο κείμενο.
42. Ο
αριθμός των φύλλων, κανονικών, πρόσθετων και ένθετων, που αναφέρουμε, διαφέρει
από εκείνον, που έχει σημειώσει ο Γ. Μοσχόπουλος, ό.π., σ. 21.
43. Ο
Γ. Μοσχόπουλος, ό.π., σ. 21,
αναγράφει τη χρονολογία 1891, χωρίς όμως αυτή να προκύπτει ή να υποδηλώνεται σε
κάποιο σημείο του χειρογράφου αυτού.
44. Στο
δημοσίευμα αυτό, με τον τίτλο «Τὸ γλωσσικὸν διαγώνισμα τοῦ Συλλόγου “Κο-ραῆ” Ἕν
ἀπόσπασμα – Τὸ κορδόνι!», ανάμεσα στ’ άλλα διαβάζουμε το σχετικό με τη βράβευση
του Γλωσσαρίου Κεφαλληνίας του Π.
Βεργωτή απόσπασμα της κριτι-κής επιτροπής του διαγωνισμού.
45. Τα
φύλλα είναι αριθμημένα κατά δωδεκάδες: 34 δωδεκάδες x 12 = 408 + 4 φύλλα = 412. Ο Γ.
Μοσχόπουλος, ό.π., σ. 21, αναφέρει
μόνο τα 408 φύλλα των 34 δωδεκάδων.
46. Συμπληρώσεις
φέρει και το recto
κάποιων
φύλλων.
47. Πρόκειται
για ελαφρά παραλλαγμένο στίχο από την Ιλιάδα
του Ομήρου, Κ. 249: «μητ’ ἂρ με μάλ’ αἴνεε μήτε τι νείκει».
48. Ο
Γ. Μοσχόπουλος, ό.π., σσ. 21-22,
αναφέρει 120 φύλλα για τον Α΄ τόμο και 102 για το Β΄ τόμο.
49. Δεν
έχει συμπεριληφθεί στον αριθμό των 271 φύλλων το επικολλημένο μεταξύ των 47 και
48 φύλλο με την ένδειξη 47γ, στο οποίο αναγράφονται έξι νέα λήμματα εκτός της
τρέχουσας αλφαβητικής σειράς και συμπληρωματικά στοιχεία σε προηγούμενα
λήμματα. Επίσης στην αρίθμηση δεν περιλαμβάνονται τα «εξώφυλλα» των φυλλαδίων –
όσα έχουν.
50. Το
επιστολικό κείμενο, γραμμένο με κόκκινο μελάνι, έχει ως εξής:
Ἀξιότιμον
Κύριον Πρόεδρον τοῦ Συλλόγου «Κοραῆς»
«Μὴ
με μάλ’ αἴνεε μήτε τι νείκει»
Τὸ
πόνημα ἀποτελεῖται ἀπὸ τὰ ἑξῆς:
1) Ἀντίγραφον προλόγου
ἐμμέτρου χειρογράφου δυὸ περίπου αἰώνων περι-λαμβάνοντος δυὸ κωμῳδίας εἰς τὴν
Κρητικὴν διάλεκτον ἐπίσης ἐμμέτρους. Ἡ μιά κωμῳδία ἐπιγράφεται «Κομέδια παστορὰλ
[= ποιμενική] τοῦ Γύπαρι» μὲ τέσσερα ἰντερμέδια ἀνέκδοτα. Ἡ ἄλλη κωμῳδία ἐπιγράφεται «Κομεδήα ρυ-δικολόζα [ή
ρεδικολόζα = κωμική] τοῦ Κατζούρμπου» μὲ τέσσερα ὡσαύτως ἰντερμέδια, ὅλη
ἀνέκδοτος. Εἶναι δὲ καὶ αὕτη στιχηρά.
2) Ἀντίγραφα τῶν
τεσσάρων ἰντερμέδιων τῆς Κωμῳδίας τοῦ Γύπαρι.
3) Ἀντίγραφον τοῦ
προλόγου τῆς Κωμῳδίας τοῦ Κατζούρμπου. Τὸν πρόλο-γον κάμνει ὁ Ἔρωτας.
4) Τρία φυλλάδια
Κεφαλληνιακοὺ Γλωσσαρίου ἐκ σελίδων ὅλα 70.
Ἀργοστόλι
Κεφαλληνίας, 28 Φεβρουαρίου 1891
Π.
Βεργωτής.
Όπως
προκύπτει από τα παραπάνω ο Π. Βεργωτής μαζί με το Γλωσσάριον έστειλε στον «Κοραή» και αντίγραφα πολύτιμων ποιητικών
κειμένων της Κρητικής Λογοτεχνίας – κάτι άλλωστε που το ανέφερε ο Γεώργιος
Χατζιδάκις ως εισηγητής στην «Ἔκθεσιν τοῦ γλωσσικοῦ διαγωνισμοῦ τῶν εἰς τόν
Σύλλογον “Κοραῆν” σταλέντων γλωσσικῶν πονημάτων» [και όχι «ποιημάτων» που από
παραδρομή προφανώς έχει γραφεί], το Φεβρουάριο του 1892, βλ. ΓΑΚ-ΑΝΚ, ό.π., Φ.
22.3. (Η παραπάνω αναφορά του Γ. Χατζιδάκι στη σ. 19). Πρβλ. Γ. Αλισανδράτος, ό.π., σ. 25.
51. Λείπουν
τα «εξώφυλλα» του δεύτερου, τρίτου, τέταρτου και πέμπτου φυλλαδίου.
52. Υπερτερούν
αριθμητικά κατά πολύ οι καταχωρίσεις στο στοιχείο Α. Συγκεκριμένα οι
καταχωρίσεις σε αριθμούς έχουν ως εξής: Α: 204 λήμματα, Β: 70, Γ: 84, Δ: 52, Ε:
17, Ζ: 18, Η: 6, Θ: 17, Ι: 4, Κ: 90, Λ: 7, Μ: 11, Ν: 10, Ξ: 7, Ο: 13, Π: 16, Ρ:
5, Σ: 21, Τ: 20, Υ: -, Φ: 12, Χ: 17, Ψ: 4, Ω: 1.
53. Πρώτο
λήμμα είναι το ἄρφα, ενώ δεύτερο το ἀβάλη.
54. Για
παράδειγμα βλ. τα λήμματα βρωμογυναίκα,
βρωμόκορμο, βρωμόπαιδο (μετά το βρωμάνθρωπος)
ή την ενότητα των λημμάτων κουτσοδαιμόνιο,
κουτσοδάχτυλος, κουτσοδόντης κ.ά.
55. Το
σχετικό απόσπασμα της Έκθεσης έχει ως εξής:
«Τὸ δὲ Γλωσσάριον
Κεφαλληνίας ἐπιγραφόμενον καὶ σύμβολον τὸ Ὁμηρικὸν «Μὴ με μάλ’ αἴνεε μήτε τι νείκει»
φέρον σύγκειται ἐκ σελίδων 271. Τὸ ἔργον τοῦτο παραβάλλεται ἐπιτυχῶς πρὸς τὸ
ἀνωτέρω ποντικὸν. [Πρόκειται για τη γλωσσική συλλογή «Ζῶντα μνημεῖα τῆς ἐν
Πόντῳ ἰδιωτικῆς», η οποία και βρα-βεύθηκε]. Διότι καὶ τούτου ὁ συγγραφεὺς
ἀποδείκνυται ἀνὴρ λόγιος καὶ μελετη-ρὸς καὶ δι’ αὐτὸ τὸ ἔργον του ἔχει τάς
αὐτάς ἐκείνῳ ἀρετάς, μάλιστα καὶ ὑπερέ-χει κατὰ τὸ πλῆθος τῶν ἑκάστοτε
παρατιθεμένων καὶ ἑρμηνευομένων φράσεων. Οὐχὶ δὲ σπανίως λαμβάνων ἀφορμὴν
παρεμβάλλει καὶ γραμματικάς ἀξίας λόγου παρατηρήσεις, περὶ ἀφαιρέσεως,
ἀποκοπῆς, τροπῆς τῶν φθόγγων, παθημάτων τῆς κλίσεως κτλ. Ὁ συγγραφεὺς τούτου
εἶναι ἀνὴρ πολυμαθὴς καὶ κάτοχος ξέ-νων γλωσσῶν, ἔχει δὲ καὶ κρίσιν ὑγιᾶ.
ἐντεῦθεν ποιεῖται δεξιὰν καὶ συχνὴν χρῆ-σιν πολλῶν ἀρχαίων καὶ νέων
ἐπιστημονικῶν βιβλίων. Πλὴν τοῦ Γλωσσαρίου ἀπέστειλεν ὁ κ. συγγραφεὺς καὶ
ἀντίγραφον μερῶν τινων κωμικῶν ποιημάτων ἐκ Κρήτης τοῦ 17 αἰῶνος. Ἐπαινοῦσα
λοιπὸν ἡ ἐπιτροπεία τὸν ἄξιον συγγραφέα προτείνει ὅπως τὸ ἔργον αὐτοῦ τύχῃ
βραβείου», ΓΑΚ-ΑΝΚ, ό.π., Φ. 22.3, σ. 19.
56. Η
κριτική επιτροπή κατέληξε στη βράβευση έξι έργων (από τα 15 που μελέτησε), τα
οποία έκρινε ισάξια, προσφέροντας στο καθένα το χρηματικό βραβείο των τριακοσίων
δραχμών. Η διοίκηση του συλλόγου «Κοραής» με την παρακάτω επιστολή της
(8-2-1892) ενημέρωνε τον Π. Βεργωτή για τη βράβευση του έργου του (ΓΑΚ-ΑΝΚ,
ό.π., Φ. 22.3):
Ἀξιότιμε
Κύριε,
Ἀσμένως
ἀγγέλομεν ὑμῖν ὅτι τὸ ὑμέτερον πόνημα (Γλωσσάριον τῆς Κεφαλληνίας) τὸ
ὑποβληθὲν εἰς τὸν γλωσσικὸν διαγωνισμὸν τοῦ ἡμετέρου Συλλόγου ἔτυ-χε
τριακοσιαδράχμου βραβείου κατὰ τὴν κρίσιν τῆς ἀγωνοδίκου ἐπιτροπῆς ἀνα-γνωσθεῖσαν
τὴν παρελθοῦσαν Κυριακήν.
Συγχαίροντες ὑμῖν ἐπὶ τούτῳ παρακαλοῦμεν ὅπως πρὸς τινα τῶν
ἐνταύθα φί-λων ὑμῶν τὴν ἀπαιτουμένην ἀπόδειξιν παραλαβῆς ἵνα φροντίσῃ νὰ λάβῃ
τὸ γέ-ρας.
Διατελοῦμεν μετὰ πολλῆς τῆς πρὸς ὑμᾶς ὑπολήψεως.
Ὑμέτεροι
Ὁ
Πρόεδρος
Μ. Ρενιέρης
Ὁ Γραμματεὺς
Γ. Ν. Χατζιδάκις
Υ.Γ. Τῶν μέσων τοῦ
Συλλόγου μὴ ἐπιτρεπόντων νῦν ἵνα οὗτος δημοσιεύσῃ τὸ ἔρ-γον σας παρακαλεῖσθαι
ἵνα, ἐν ῇ περιπτώσει σκοπεῖτε νὰ δημοσιεύσητε αὐτὸ ὑμεῖς, συνεννοηθῆτε μετὰ τοῦ
Προεδρείου τοῦ Συλλόγου.
57. Γ.
Αλισανδράτος, ό.π., σσ. 18, 25.
58. Το
έχει επισημάνει η κριτική επιτροπή, βλ. απόσπασμα της Έκθεσης της κριτικής
επιτροπής στην παραπάνω δική μας σημείωση 55.
59. Απορρίπτει
π.χ. την ετυμολόγηση του Α. Κοραή για τη λέξη κοπάδι και δίνει τη δική του εκδοχή, που είναι και ορθότερη (Γλωσσάριον Δ).
60. Για
παράδειγμα, για τη λέξη κάνταρος
σημειώνει: «προφέρεται κάdaρος».
για τη φράση «ὁ Θεὸς νὰ δώσῃ νὰ γυρίσουμε μὲ τὸ καλὸ στὴν πατρίδα» στις
σημασιολο-γικές αποχρώσεις του ρήματος δίνω
σημειώνει: «προφ. στη bατρίδα».
(Γλωσσάριον Δ).
61. Ο
Π. Βεργωτής σε βιογραφικό του υπόμνημα το 1880 είχε σημειώσει ότι γνώριζε,
λιγότερο ή περισσότερο, αυτές τις γλώσσες. Ο ίδιος φαίνεται ότι είχε έφεση στη
γλωσσομάθεια. Βλ. Γ. Αλισανδράτος, ό.π.,
σσ. 41, 29.
62. Αναφέρουμε
ενδεικτικά (από το Γλωσσάριον Δ): Ι.
Πρωτόδικος, Ιδιωτικά της νεωτέρας
ελληνικής γλώσσης, εν Σμύρνη 1866. Θ. Πούσιος, «Συλλογή λέξεων
Ζαγορίου της Ηπείρου» στο Περιοδικό
του Συλλόγου της Κωνσταντινουπόλεως, 1879-1880.
63. Σύμφωνα
με την εκτίμηση της κριτικής επιτροπής, βλ. παραπάνω δική μας σημείωση 55: «ποιεῖται
δεξιὰν καὶ συχνὴν χρῆσιν πολλῶν ἀρχαίων καὶ νέων ἐπιστημονι-κῶν βιβλίων».
64. Για
να δώσουμε το εύρος αυτής της εργασίας του Π. Βεργωτή αναφέρουμε ως παράδειγμα
το λ. ἀκούω, το οποίο σημασιολογικά
το ερμηνεύει ως εξής: «Α΄ ἐπὶ αἰσθήσεως
ἐξωτερικῆς, α) ἰδίως ἐπὶ ἀκοῆς [ακολουθούν τρεις περιπτώσεις], β) κα-ταχρηστικῶς 1) ἐπὶ ὀσμῆς, 2) ἐπὶ ἁφῆς, 3) ἐπὶ γεύσεως, 4)
ἐπὶ ἀψύχων. Β΄ ἐπὶ αἰ-σθήσεως ἐσωτερικῆς α) μερικῶς, β) γενικῶς. Γ΄ ἐπὶ νοήσεως
[δύο περιπτώσεις]. Δ΄ ἐπὶ ἠθικῆς
ἐννοίας [ακολουθούν τέσσερις
περιπτώσεις]». Και όλες αυτές οι σημασιολογικές αποχρώσεις συνοδεύονται από
ποικίλες παραδειγματικές φράσεις.
65. Για
παράδειγμα η λεξικογραφική καταγραφή της πρόθεσης ἀπὸ δεν έχει να ζηλέψει κάτι
από τα σύγχρονα λεξικά της νεοελληνικής γλώσσας. Καταλαμβάνει 24 χειρόγραφα
φύλλα του Γλωσσαρίου Δ, όπου εκτός
από τις σημασιολογικές ερμηνείες καταχωρίζονται φθογγολογικές και συντακτικές
παρατηρήσεις. Όλη αυτή η ενότητα με κάποιες προσθήκες/διορθώσεις δημοσιεύθηκε
στο περ. Παρνασσός, τόμ. ΙΕ΄
(1892-1893) σσ. 26-540. Ο Π. Βεργωτής σκόπευε να προχωρήσει σε δεύτερη έκδοση,
έχοντας στο μεταξύ συγκεντρώσει επιπλέον υλικό για την πρόθεση ἀπὸ, βλ. ΓΑΚ-ΑΝΚ, ό.π., Φ. 8.30.
66. Ο
αείμνηστος λαογράφος Δημήτριος Λουκάτος, Κεφαλονίτικα
γνωμικά, Αθήναι 1952, σ. ι΄, σημ. 1, έχει ήδη επισημάνει την ύπαρξη και
σημασία του παροιμιακού υλικού του Γλωσσαρίου
Κεφαλληνίας του Π. Βεργωτή.
67. Αντίθετα,
το Γλωσσάριον Κεφαλληνίας του Ηλία
Τσιτσέλη («Γλωσσάριον Κεφαλ-ληνίας», Νεοελληνικά
Ανάλεκτα, ό.π., το οποίο ολοκλήρωσε το 1875, όταν ήταν ακόμη φοιτητής ο Η.
Τσιτσέλης, και Γλωσσάριον Κεφαλληνίας
(1890) στον τόμο Γ΄ των Κεφαλληνιακών
Συμμίκτων, γενική επιμέλεια Γ. Μοσχόπουλος, ό.π., σσ. 77-519) δεν έχει
αυτόν τον πολιτισμικό πλούτο – περιλαμβάνει πολύ περισσότερα λήμματα (10.252)
εντοπισμένα αποκλειστικά σχεδόν στο κεφαλονίτικο ιδίωμα, αλλά η παρουσίασή
τους είναι περισσότερο τυπική και ιδιαίτερα «στεγνή».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου